(πλευρά Α)
| υπέρ βασιλέως Αριαρά- | |
| θους Επιφανούς Ατηζωας | |
| Δρυηνου γυμνασιαρχήσας | |
| καὶ αγωνοθετήσας Ερμη | |
| 5 | καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ- |
| μνασίαρχων [τών] απὸ τού | |
| ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη- | |
| νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου |
(πλευρά Β)
Αθήναιος Hγ[
Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.
Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..
Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).
Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.
Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).
Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).
Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).
Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]
Αθήναιος ο γιος του Ηγ[
| Έδοξε τη βουλη καὶ τώι δήμωι· πρυτάνεων | |
| γνώμηι· περὶ ων επήλθον προστάται καὶ στρα- | |
| τηγοί· επειδὴ Τελευτίας Θευδώρου Κώιος | |
| ανὴρ καλὸς καὶ αγαθός εστιν εις τὴν πόλιν | |
| 5 | καὶ ιδίαι τε τοίς εντυνχάνουσιν τών πολιτ<ώ>ν |
| ευχρηστών διατελεί καὶ κατὰ κοινὸν παντὶ | |
| τώι δήμωι εύνους υπάρχει, αεί τι καὶ λέγων | |
| καὶ πράσσων υπέρ τού πλήθους, ίνα επαινεθη | |
| τε υπὸ τής βουλής καὶ τού δήμου καὶ στεφανω̣- | |
| 10 | θη χρυσώι στεφάνωι απὸ πλήθους όσου |
| πλίστου έξεστι εκ τών νόμων, γένηται δέ | |
| καὶ πρόξενος τής πό<λ>εως, δοθήι δέ αυτώι κα[ὶ] | |
| πολιτείa[[ν]] μετέχοντι πάντων ων καὶ τοίς άλ- | |
| λοις πολίταις μέτεστιν, τὰ δέ αυτὰ υπάρχη τίμ[ι]- | |
| 15 | α καὶ τοίς εκγόνοις αυτού, υπάρχη δέ αυτω κα[ὶ] |
| προεδρία εν τοίς αγώσι πασι οίς η πόλις τίθ[η]- | |
| σι, καὶ ίνα ο αγωνοθέτης επιμελές ποιήσητα̣[ι] | |
| όπως ανανγελη ο στέφανος, ωι τετίμη- | |
| ται Τελευτίας εν τοίς πρώτοις Διονυσίο[ις], | |
| 20 | δεδόχθαι Ιασεύσι· επαινέσαι Τελευτίαν |
| Θευδώρου Κώιον ευνοίας ένεκε τής εις τὴν [πό]- | |
| λιν καὶ στεφανώσαι χρυσέωι στεφάνωι̣ [απὸ] | |
| πλήθους όσου πλείστου έξεστιν εκ τών ν[ό]- | |
| μων αρετής ένεκεν καὶ ευνοίας τής ε vac. ι[ς] | |
| 25 | τὸ πλήθος τὸ Ιασέων, είναι δέ καὶ προεδρίαν ε[ν] |
| τοίς αγώσι πασι, υπάρχειν δέ αυτὸν καὶ πρόξεν[ον] | |
| τής πόλεως, δεδόσθαι δέ αυτώι καὶ πολιτείαν μ[ε]- | |
| τέχοντι πάντων ων καὶ τοίς άλλοις πολίταις μέ- | |
| τεστι, επικληρώσαι δέ αυτὸν καὶ επὶ φυλὴν εν τ[οίς] | |
| 30 | εννόμοις χρόνοις, τὰ δέ αυτὰ υπάρχειν καὶ τοίς εκ̣[γό]- |
| νοις αυτού, τὸν δέ αγωνοθέτην επιμελές πο[ιή]- | |
| σασθαι όπως ανανγελη ο στέφανος, ωι τετίμη[ται] | |
| Τελευτίας, τής ανανγελίας γινομένης εν | |
| τοί<ς> πρώτοις Διονυσίοις μετὰ τὴν πομπήν· ίνα [δέ] | |
| 35 | καὶ Κώιοι ειδήσωσι τὴν Τελευτία καλοκαγαθίαν [καὶ] |
| τὴν Ιασέων ευχαριστίαν, ελέσθαι πρεσβευτ[ήν]· | |
| τὸν δέ αιρεθέντα αφικόμενον πρὸς Κώιους πε[ρί τε] | |
| τής Τελευτία καλοκαγαθίας καὶ τής πρὸς τὸvν [δή]- | |
| μον ευνοίας ενφανίσ[αι καὶ πα]ρακαλείν οικήου̣[ς] | |
| 40 | καὶ φίλους καὶ συμμά[χους υπάρχ]οντας τής πό[λ]- |
| [εω]ς φ̣ι̣λ̣ο̣φ̣ρό̣νω̣ς α̣π[οδέξασθαι τὰ] εψηφισμέν[α–] |
H συγκεκριμένη επιγραφή είναι ένα τυπικό δείγμα σύντομου και γενικόλογου τιμητικού ψηφίσματος. Η βουλή και ο δήμος της Ιασού στην Καρία της Μικράς Ασίας αποφασίζουν τις τιμές που θα αποδώσουν στον Τελευτία, γιο του Θευδώρου, από την Κω.
Με τρεις αιτιολογικές προτάσεις, που συνδέονται παρατακτικά (στ. 3-7: επειδὴ Τελευτίας Θευδώρου Κώιος ανὴρ καλὸς καὶ αγαθός εστιν εις τὴν πόλιν καὶ ιδίαι τε τοίς εντυνχάνουσιν τών πολιτ[ώ]ν ευχρηστών διατελεί καὶ κατὰ κοινὸν παντὶ τώι δήμωι εύνους υπάρχει) και δύο αιτιολογικές μετοχές (στ. 7-8: αεί τι καὶ λέγων καὶ πράσσων υπέρ τού πλήθους), απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους ο Τελευτίας αξίζει τις τιμές που προτείνονται και τελικά του αποδίδονται. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι, αν και πολίτης άλλης πόλης (Κως) από αυτήν που τον τιμά (Ιασός), ο Τελευτίας ανταποκρίνεται στο πρότυπο του καλού και αγαθού πολίτη. Αν και το ακριβές περιεχόμενο της προσφοράς του Κώιου Τελευτία στην πόλη της Ιασού δεν διευκρινίζεται, το παρόν ψήφισμα εντάσσεται στο πολύπλευρο και πολυσύνθετο φαινόμενο του ευεργετισμού, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά την ελληνιστική περίοδο και στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας (εξαιρετική ανάλυση για το φαινόμενο αυτό προσφέρουν οι Gauthier 1985 και Domingo Gygax 2016).
Οι τιμές που προτείνονται για τον Τελευτία είναι επίσης τυπικές του είδους του ψηφίσματος και της εποχής (για τις τιμές στην Αθήνα από τον 5ο ως τον 3ο αι. π.Χ., βλ. Henry 1983). Η πρώτη από τις τιμές, που αποδίδονται συνήθως σε ‘φίλους’ της πόλης, είναι ο δημόσιος έπαινος (στ. 8-9, 20-22). Ακολουθεί η τιμή της στεφάνωσης με χρυσό στεφάνι (στ. 9-11, 22-25). Η επόμενη τιμή είναι η πολύ συνηθισμένη στα ελληνιστικά τιμητικά ψηφίσματα χορήγηση του τίτλου του προξένου (στ. 11-12, 26-27· για αυτόν τον τίτλο βλ. Mack 2015). Στον Τελευτία χορηγείται το δικαίωμα του πολίτη (στ. 12-15, 27-29). Η πολιτογράφηση αποτελεί μια από τις ιεραρχικά υψηλότερες ανταμοιβές που επιφυλάσσουν οι πόλεις στους ξένους ευεργέτες τους. Όπως σε πολλές πολιτογραφήσεις, έτσι κι εδώ προβλέπεται η ένταξη του Τελευτία σε μια από τις φυλές του πολιτικού σώματος με κλήρωση (στ. 29-30). Η πολιτεία, όπως μάλλον και η προξενία αποτελούν τα τίμια που μεταβιβάζονται και στους απογόνους του Τελευτία (στ. 14-15). Ένα ακόμη προνόμιο που παραχωρείται στον Τελευτία είναι η προεδρία, δηλαδή η πρώτη θέση στις γιορτές της πόλης και στο θέατρο (στ. 15-17, 25-26).
Η πρόβλεψη για δημοσιοποίηση των τιμών (με αναγγελία και αναγραφή) είναι αναπόσπαστο τμήμα των τιμητικών ψηφισμάτων (στο συγκεκριμένο ψήφισμα στ. 31 κ.ε.). Αποτελεί στην ουσία μέρος των τιμών και μάλιστα όχι ανέξοδο, αφού τόσο στην περίπτωση της αναγραφής όσο και της αναγγελίας –όταν αυτή γίνεται όχι μόνο στην πόλη που τιμά (στ. 31-34), αλλά και στην πόλη από την οποία προέρχεται ο τιμώμενος (στ. 34 κ.ε.)– γίνονται έξοδα για την ανέγερση της ενεπίγραφης στήλης και την αποστολή πρεσβείας αντιστοίχως. Στόχος είναι η παρακίνηση άλλων πολιτών και η ενεργοποίηση ενός πνεύματος άτυπου ανταγωνισμού.
Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν, μετά από πρόταση των πρυτάνεων, αναφορικά με όσα εισηγήθηκαν οι προστάτες και οι στρατηγοί. Επειδή ο Τελευτίας, γιος του Θεoδώρου, από την Κω είναι καλός και ενάρετος απέναντι στην πόλη (στ. 5) και κατ’ ιδίαν δείχνει συνεχώς καλή διάθεση στους πολίτες που συνδιαλέγονται μαζί του και δημοσίως συμπεριφέρεται ευνοϊκά προς το σύνολο του δήμου μιλώντας και πράττοντας πάντα προς όφελος του λαού. Για να επαινεθεί, λοιπόν, από τη βουλή και τον δήμο και να στεφανωθεί (στ. 10) με χρυσό στεφάνι, του οποίου η αξία να αναλογεί στο μέγιστο ποσό των χρημάτων που επιτρέπεται από τους νόμους, και να γίνει πρόξενος της πόλης και να του δοθεί, επίσης, το δικαίωμα του πολίτη, ώστε να συμμετέχει σε όλα όσα μετέχουν και οι άλλοι πολίτες, και να ισχύουν οι ίδιες τιμές (στ. 15) και για τους απογόνους του, και να του δοθεί επιπλέον τιμητική θέση σε όλους τους αγώνες που διοργανώνει η πόλη, και να φροντίσει ο αγωνοθέτης την αναγγελία του στεφανιού με το οποίο τιμήθηκε ο Τελευτίας στην αμέσως επόμενη γιορτή των Διονυσίων. (στ. 20) Να αποφασίσουν οι Ιασείς να επαινέσουν τον Τελευτία, γιο του Θεοδώρου, από την Κω λόγω της εύνοιάς του απέναντι στην πόλη και να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι, του οποίου η αξία να αναλογεί στο μέγιστο ποσό των χρημάτων που επιτρέπεται από τους νόμους, για την αρετή του και την εύνοιά του προς (στ. 25) τον λαό των Ιασέων. Και να έχει, επίσης, τιμητική θέση σε όλους τους αγώνες και να είναι πρόξενος της πόλης και να του δοθεί το δικαίωμα του πολίτη, ώστε να συμμετέχει σε όλα όσα μετέχουν και οι άλλοι πολίτες. Επίσης, να ενταχθεί σε φυλή με κλήρωση μέσα στα (στ. 30) έννομα χρονικά περιθώρια, και να διατηρηθούν τα ίδια και για τους απογόνους του. Και ο αγωνοθέτης να φροντίσει την αναγγελία του στεφανιού με το οποίο τιμήθηκε ο Τελευτίας και η αναγγελία αυτή να γίνει στα επόμενα Διονύσια μετά την πομπή. Για να (στ. 35) πληροφορηθούν, όμως, και οι Κώοι την ενάρετη στάση του Τελευτία και την ευγνωμοσύνη των Ιασέων, να εκλεγεί πρέσβης ο οποίος φτάνοντας στους Κώους να εκθέσει την καλοσύνη του Τελευτία και την εύνοιά του προς τον δήμο και να παροτρύνει όσους είναι συγγενείς (στ. 40) και φίλοι και σύμμαχοι της πόλης, να αποδεχθούν τις αποφάσεις με καλή διάθεση…
| [ – – – η βουλὴ καὶ ο δήμος ετίμησαν – – ] | |
| [ (τὸν δείνα) Hρακλείδου καὶ (τὸν δείνα)] | |
| [Hρ]α̣κλείδου τὸν καὶ Ση[ …., τών πρώ-] | |
| [τ]ων φίλων βασιλέως Αριοβαρ[ζάνου] | |
| 5 | [Φ]ιλορωμαίου καὶ μάλιστα πιστευομ̣[έ-] |
| νων καὶ τιμωμένων παρ’ αυτώι, γέ̣γ[ο]ν̣ό- | |
| τας δέ καὶ επ[ὶ] τής πόλεως καὶ [τοὺς α-] | |
| δ̣ελφοὺς τοὺς κοινοὺς ευεργέ[τας α-] | |
| ρετής ένεκεν καὶ ευνοίας, ἧς έχο[ντες] | |
| 10 | διατελούσι είς τε τοὺς βασιλείς |
| [κ]αὶ τὸν δήμον, οι δέ ανδριάντες | |
| [αυτών ανέ]σθησαν τιμη δημοσία. |
Πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο δημόσιο ενεπίγραφο κείμενο των Τυάνων και το μοναδικό που ρίχνει φως στην πολιτειακή οργάνωση της σημαντικότερης, μετά την πρωτεύουσα Μάζακα, πόλης του βασιλείου της Καππαδοκίας. Παρόλο που οι πρώτες γραμμές δεν σώζονται, η ψηφισματική δομή του κειμένου και η μνεία του δήμου των Τυάνων καθιστούν αυτονόητη την ύπαρξη βουλής, η οποία θα εισηγήθηκε στον δήμο την ψήφιση των τιμών.
Ωστόσο, η ύπαρξη των δύο αυτών πολιτειακών σωμάτων, δηλαδή της βουλής και του δήμου, προσδίδει στα Τύανα μια κατ’ επίφαση μόνον πολιτική αυτονομία. Στην πραγματικότητα την πόλη διοικούσε ο επὶ τής πόλεως (στ. 5), ένας βασιλικός κυβερνήτης γνωστός και από τα βασίλεια των Ατταλιδών και των Πτολεμαίων. Ως τοποτηρητής του βασιλέα είχε υπό τον έλεγχό του τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων των Τυάνων με συνέπεια τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Η υπαγωγή των πολιτικών θεσμών των Τυάνων στην έμμεση βασιλική εποπτεία επιβεβαιώνεται και από τον προσδιορισμό των τιμώμενων προσώπων ως πρώτων φίλων του βασιλέα. Ο αυλικός αυτός τίτλος, που απαντά και σε άλλα ελληνιστικά βασίλεια κατά τον 2ο και 1ο αι. π.Χ., αναφέρεται σε ένα στενό κύκλο προσώπων που περιέβαλλαν το βασιλέα και από τις τάξεις των οποίων προέρχονταν τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού (Savalli-Lestrade 1998: 267-270, 273).
Στο καππαδοκικό βασίλειο οι φίλοι του βασιλέα, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τίτλο που έφεραν, ήταν ως επί το πλείστον μέλη μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων ή και ιερέων, τοπικοί ηγεμόνες και αρχηγοί φύλων που συνενώθηκαν κάτω από το σκήπτρο του ισχυρότερου σε ένα είδος ομοσπονδίας. Η ισχύς τους ήταν μεγάλη: διέθεταν δικά τους φρούρια, ορισμένοι ήταν κύριοι χιλιάδων σκλάβων και την εποχή του Αριοβαρζάνη Γ΄ ήταν πιο πλούσιοι ακόμη και από τον ίδιο τον βασιλέα. Η αφοσίωσή τους στον βασιλέα ήταν αναγκαία για την ομαλή διακυβέρνηση, όχι όμως και αυτονόητη, για αυτό και αρκετές φορές στην ιστορία της Μεγάλης Καππαδοκίας πρωτοστάτησαν σε κινήματα εναντίον του (Van Dam 2002: 16-20).
Μια τέτοια περίοδος εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κρίσης ήταν η ηγεμονία του Αριοβαρζάνη Γ΄. Μια μερίδα ευγενών φιλικά προσκείμενων στους Πάρθους απέρριπτε τη φιλορωμαϊκή πολιτική του και μια συνωμοσία εναντίον του, στην οποία είχε αναμειχθεί και ο αδελφός του, είχε αποτραπεί χάρη στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ο βασιλέας ήταν καταχρεωμένος στους Ρωμαίους πιστωτές του και τόσο ανίσχυρος, ώστε δεν διέθετε ούτε επαρκή στρατό για να προστατέψει τη ζωή του (Syme 1995: 146-147).
Δηλωτικός της σημασίας των υπηρεσιών των δύο τιμώμενων προς τον δήμο και τους βασιλείς είναι ο χαρακτηρισμός τους ως κοινών ευεργετών (στ. 6). Κοινοὺς ευεργέτας αποκαλούσαν στην ελληνική Ανατολή τους Ρωμαίους· πρόκειται για μια φιλοφροσύνη που εξήρε την απόλυτη παντοδυναμία τους (Erskine 1994: 82-87). Η απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού σε μεμονωμένες προσωπικότητες, όπως στην περίπτωση των κυβερνητών των Τυάνων, αποτυπώνει τη μεγάλη δύναμη που διέθεταν οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι σε τοπικό επίπεδο, παράλληλα όμως σημαίνει μάλλον ότι ενήργησαν για το καλό του συνόλου της πόλης και του βασιλέα (I.Tyana σ. 208 σημ. 105).
Η απονομή διακρίσεων από την πόλη των Τυάνων στα δύο αυτά πρόσωπα ίσως δεν συνιστά μια απλή αναγνώριση της προσφοράς τους προς την πόλη και τους βασιλείς, αλλά εκφράζει εμμέσως τη νομιμοφροσύνη και υποστήριξη των Τυανέων στον βασιλέα, σε μια εποχή έντονης πολιτικής διαμάχης για την εξουσία (I.Tyana σ. 209).
[η βουλή και ο δήμος τίμησαν (τον δείνα), γιο του Ηρακλείδου και (τον δείνα), γιο του Ηρ]ακλείδου, τον αποκαλούμενο και Ση[ ], που ανήκουν στους πρώτους φίλους του βασιλέα Αριοβαρζάνη (στ. 5) Φιλορωμαίου, απολαμβάνουν ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του και έχουν τύχει πολλών βασιλικών διακρίσεων, διετέλεσαν δε και κυβερνήτες της πόλεως, τους αδελφούς ευεργέτες πάντων, για την αρετή και την εύνοιά τους (στ. 10) απέναντι στους βασιλείς και τον δήμο. Το στήσιμο των ανδριάντων τους έγινε με δημόσια δαπάνη.
| Γραμματέως συνέδρων Φιλοξενίδα τού επὶ Θεοδώ̣[ρου] | |
| δόγμα· | |
| Επεὶ Πόπλιος Kορνήλιος Σκειπίων ο ταμίας καὶ αντιστράταγος ανυ- | |
| περβλήτω χρώμενος ευνοία τα εις τὸν Σεβαστὸν καὶ τὸν οίκον αυ- | |
| 5 | τού πάντα μίαν τε μεγίσταν καὶ τιμιωτάταν ευχὰν πεποιημένος, |
| εις άπαν αβλαβή τούτον φυλάσσεσθαι, ὡς απὸ τών καθ’ έκαστον εαυτού | |
| επιδείκνυται έργων, ετέλεσε μέν τὰ Kαισάρεια μηδέν μήτε δαπάνας | |
| μήτε φιλοτιμίας ενλείπων μηδέ τας υπέρ ταν διὰ τού Σεβαστού θυσιαν | |
| ευχαριστίας ποτὶ τοὺς θεοὺς άμα καὶ τὰς πλείστας τών κατὰ τὰν επα- ρχείαν πό- | |
| 10 | λεων σὺν εαυτω τὸ αυτὸ τούτο ποιείν κατασκευασάμενος· επιγνοὺς δέ καὶ Γάιον |
| τὸν υιὸν τού Σεβαστού τὸν υπέρ τας ανθρώπων πάντων σωτηρίας τοίς βαρβάροις μα- | |
| χόμενον υγιαίνειν τε καὶ κινδύνους εκφυγόντα αντιτετιμωρήσθαι τοὺς πολε- | |
| μίους, υπερχαρὴς ὢν επὶ ταίς αρίσταις ανγελίαις, στεφαναφορείν τε πάντοις δι- | |
| έταξε καὶ θύειν, απράγμονας όντας καὶ αταράχους, αυτός τε βουθυτών περὶ | |
| 15 | τας Γαΐου σωτηρίας καὶ θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις, ὡς έριν μέν γείνε- |
| σθαι τὰ γενόμενα τών γεγονότων, τὸ δέ σεμνὸν αυτού δι’ ίσου φυλαχ- θήμεν, εφιλο- | |
| τιμήθη δέ καὶ διαλιπὼν απὸ ταν Kαίσαρος αμεραν αμέρας δύο τὰν αρχὰν ταν | |
| υπέρ Γαΐου θυσιαν ποιήσασθαι απὸ τας αμέρας εν ᾇ τὸ πρώτον ύπατος απεδεί- | |
| χθη· διετάξατο δέ αμίν καὶ καθ’ έκαστον ενιαυτὸν τὰν αμέραν ταύταν
μετὰ |
|
| 20 | θυσιαν καὶ στεφαναφορίας διάγειν όσοις δυνάμεθα ιλαρώτατα καὶ [. . . . .]τατα, |
| έδοξε τοίς συνέδροις πρὸ δέκα πέντε καλανδών [- – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Ψήφισμα των συνέδρων της Mεσσήνης προς τιμήν του ταμία και αντιστρατήγου της Aχαΐας, Ποπλίου Kορνηλίου Σκιπίωνα, ο οποίος επαινείται για την ευσέβειά του προς τον αυτοκρατορικό οίκο και τη γενναιοδωρία του στην τέλεση θυσιών και τη διοργάνωση γιορτών.
Στο προοίμιο του ψηφίσματος αναφέρονται ως χρονολογικό στοιχείο δύο αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης: o γραμματέας των συνέδρων Φιλοξενίδας και ο άρχων Θεόδωρος. Tο συνέδριον (βουλή) αποτέλεσε τον σημαντικότερο πολιτικό θεσμό της Mεσσήνης, ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ελληνιστικής περιόδου.
Ένας ακόμη αξιωματούχος που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και ανήκει όχι στην τοπική αλλά στην κεντρική ρωμαϊκή διοίκηση, είναι ο τιμώμενος Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων (Eck 1974: 109). Kατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (2/1 π.X.-3/4 μ.X.), ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων ήταν ταμίας καὶ αντιστράτηγος (στ. 3) της επαρχίας Aχαΐας, τίτλος που αποδίδει τον αντίστοιχο λατινικό του quaestor pro praetore. Oι quaestores ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία συγκλητικοί που ξεκινούσαν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum) στη Pώμη, επιφορτισμένοι κατά κανόνα με οικονομικά θέματα. O Σκιπίων, ο οποίος φέρει παράλληλα τον τίτλο του αντιστρατήγου στο κείμενο της Mεσσήνης, φαίνεται ότι αντικατέστησε τον ίδιο τον διοικητή της Aχαΐας στα καθήκοντά του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί (μάλλον ασθένεια ή θάνατος).
O Σκιπίων τιμάται από την πόλη της Mεσσήνης, επειδή τέλεσε τα Kαισάρεια με προσφορά θυσιών στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκρατορικού οίκου (στ. 7-9) και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από την Aνατολή (στ. 10-15) και παρότρυνε πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο (στ. 9-10). Tα Kαισάρεια ή Σεβάστεια (Σεβαστά) ήταν γιορτές και αγώνες προς τιμήν του εκάστοτε αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ήδη από την αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση της αυτοκρατορικής λατρείας. H αυτοκρατορική λατρεία αποτέλεσε τον ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ρωμαϊκής κυριαρχίας από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και επικοινωνίας τους με την κεντρική εξουσία. Υπήρξε αναμφισβήτητα η σημαντικότερη έκφραση της νομιμοφροσύνης τους, αλλά και αφορμή για την απολαβή ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους των αυτοκρατόρων (Price 1984· Gradel – Karanastassis 2004· Kantiréa 2007α).
Δύο ημέρες μετά τα Καισάρεια, ο Σκιπίων πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε γιορτή για την επέτειο της ανάληψης του υπατικού αξιώματος από τον Γάιο Kαίσαρα (στ. 16-19). Ο διοικητής διέταξε τους Mεσσηνίους να εξακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια να εορτάζουν τις μέρες αυτές με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με προσφορά θυσιών και στεφανηφορία (στ. 19-20).
Τόσο στη γιορτή προς τιμήν του Aυγούστου όσο και στη γιορτή για την επέτειο ανάληψης της υπατείας από τον Γάιο Kαίσαρα οι συμμετέχοντες έπρεπε να φέρουν στεφάνια (στ. 13, 20) και να θυσιάζουν χωρίς να ασχολούνται με άλλα πράγματα και όντας απερίσπαστοι (στ. 14: απράγμονας όντας καὶ αταράχους), πρόβλεψη που σχετίζεται με αποχή από εργασίες και δικαστήρια κατά τη διάρκεια της γιορτής (για την αργία που συνοδεύει τις ελληνικές γιορτές, βλ. Chaniotis 1995: 148).
Tα θεάματα με τα οποία τελείωναν οι αρχαίες γιορτές ήταν αγώνες γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί. Aυτά που πρόσφερε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων (στ. 15: θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις) είναι πιθανόν να συνδέθηκαν με τις ετήσιες γιορτές προς τιμήν του Δία Iθωμάτα (Ιθωμαία), οι οποίες περιελάμβαναν κυρίως μουσικούς αγώνες (Παυσανίας 4.33.1-2· IG V 1, 1467-1469).
Η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι βρέθηκε in situ στον χώρο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλων διαστάσεων διμερές οικοδόμημα, κτισμένο συμμετρικά εκατέρωθεν της μνημειώδους κλίμακας στα βόρεια του Aσκληπιείου, η οποία οδηγούσε στην αγορά της πόλης. Πρόκειται προφανώς για το Καισαρείο/Σεβαστείο και συμπίπτει με το σημείο στο οποίο βρέθηκε χτισμένη και η δική μας επιγραφή. H κατασκευή του Kαισαρείου κατά την εποχή του Aυγούστου πρόσθεσε στο Ασκληπιείο, που ήταν ήδη ένα αρχιτεκτονικό σύνολο πολιτικού χαρακτήρα, ένα οικοδόμημα που αντιπροσώπευε τη νέα τάξη πραγμάτων.
Όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας επί (άρχοντος) Θεοδώρου. Ψήφισμα. Eπειδή ο Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων, ο ταμίας και αντιστράτηγος, επέδειξε ανυπέρβλητη εύνοια προς τον Σεβαστό και όλο τον οίκο του (στ. 5) και έκανε μια και μοναδική προσευχή, τη μέγιστη και σημαντικότερη, να παραμένει πάντοτε αυτός (ο οίκος) αβλαβής, όπως το αποδεικνύει με κάθε του πράξη, και τέλεσε τα Kαισάρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα ούτε σε δαπάνες ούτε σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις ούτε τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς για τον Σεβαστό, και συγχρόνως ετοίμασε τις περισσότερες από τις πόλεις της επαρχίας (στ. 10) να πράξουν το ίδιο μαζί του∙ όταν έμαθε ότι ο Γάιος (Kαίσαρας), ο γιος του Σεβαστού, ο οποίος πολεμούσε τους βαρβάρους για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ήταν υγιής και, έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους, τιμώρησε τους εχθρούς, υπερβολικά χαρούμενος για τις πολύ ευχάριστες ειδήσεις διέταξε όλους να φορούν στεφάνια και να θυσιάζουν απαλλαγμένοι από ασχολίες και απερίσπαστοι, και ο ίδιος θυσίασε βόδια (στ. 15) για τη σωτηρία του Γαΐου (Kαίσαρα) και πρόσφερε ποικίλα θεάματα, ώστε αυτά που έγιναν τότε να ξεπερνούν αυτά που είχαν γίνει (στο παρελθόν), και (φρόντισε) εξίσου να διαφυλαχθεί η ευσέβεια∙ αφού άφησε (να περάσουν) δύο ημέρες από τις ημέρες που ήταν αφιερωμένες στον Kαίσαρα, φρόντισε να αρχίσει τις θυσίες για τον Γάιο την ημέρα που αναδείχθηκε ύπατος για πρώτη φορά και μας διέταξε κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα να τη γιορτάζουμε με (στ. 20) θυσίες και στεφανηφορία, όσο μπορούμε περισσότερο εύθυμα και . . . Aποφάσισαν οι σύνεδροι στις (…) πριν από τις 15 Καλένδες (του μηνός) . . .
| Ὁ δήμος ο Αθηνα[ίων] | |
| βασίλισσαν Στρατον[ίκην] | |
| βασιλέως Αρια(ρ)ά[θου] | |
| αρετής ένεκεν καὶ ευνοίας | |
| 5 | τής εις εαυτὸν |
| Αρτέμιδι, [Λητ]οί, Α(π)ό[λλωνι] |
Ανάθεση στη δηλιακή τριάδα Άρτεμη, Λητώ και Απόλλωνα ενός αγάλματος της βασίλισσας Στρατονίκης από το δήμο των Αθηναίων. Σκοπός της ανάθεσης αυτής ήταν να τιμηθεί η βασίλισσα για την αρετή της και την εύνοια που έδειξε προς το δήμο των Αθηναίων (πρβλ. την τιμητική επιγραφή του δήμου της Περγάμου για τη βασίλισσα Στρατονίκη: Müller 1991: 393-396).
Η ταυτότητα του τιμώμενου προσώπου
Η Στρατονίκη (περ. 203/192-134 π.Χ.) ήταν θυγατέρα του βασιλέα της Μεγάλης Καππαδοκίας Αριαράθη Δ΄ και, πιθανότατα, της σελευκιδικής καταγωγής Αντιοχίδος (Allen 1983: 202· αντίθετη άποψη διατυπώνει ο Müller 1991: 401-402). Υπήρξε σύζυγος του βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Β’, μετά τον θάνατό του το 158/7 π.Χ. παντρεύτηκε τον αδελφό και διάδοχό του Άτταλο Β’, και ήταν πιθανότατα η μητέρα του τελευταίου Ατταλίδη βασιλέα Άτταλου Γ’ (Hopp 1977: 16-26 και σημ. 2).
Οι θεότητες
Οι δηλιακές θεότητες στις οποίες προσφέρεται το ανάθημα των Αθηναίων ήταν διαδεδομένες όχι μόνο στην Πέργαμο (Hansen 1971: 445-446), αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα της Στρατονίκης. Στην Καππαδοκία, συγκεκριμένα, η Άρτεμη λατρευόταν με το επίθετο Ταυροπόλος (Στράβων 12.2.3), ενώ διάδοση γνώριζε και η λατρεία του Απόλλωνα με το επίθετο Αρχηγέτης (Στράβων 12.2.6· I.Tyana σελ. 375). Είναι μάλιστα πιθανόν οι δύο θεότητες να λατρεύονταν με αυτά τα επίθετα και στη Δήλο (για την πιθανή λατρεία της Αρτέμιδος Ταυροπόλου στη Δήλο, βλ. Bilde 2003· του Απόλλωνα Αρχηγέτου, Malkin 1986).
Το ιερό της Δήλου και η διεθνής διπλωματία
Στην εποχή κατά την οποία χρονολογείται η επιγραφή, δηλαδή πιθανότατα από το 167 π.Χ. και εξής, η Δήλος, χάρη στο προνομιακό καθεστώς ατέλειας που απολάμβανε, αναπτύχθηκε σε κομβικό σημείο για το διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου (Στράβων 10.5.4). Ως διεθνής εμπορικός πόλος εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο που φιλοξενούσε πολλές ξένες λατρείες (Bruneau 1970). Έγινε προσφιλής τόπος επίδειξης της ευσέβειας και της γενναιοδωρίας των ηγεμόνων προς τους θεούς, και τόπος ανέγερσης επιγραφών και ανάθεσης μνημείων προς τιμήν ηγεμόνων και άλλων επιφανών προσώπων (βλ. ενδεικτικά Bringmann – Ameling – Schmidt-Dounas 1995: 187-231 αρ. 117-193· Κotsidu 2000: 193-224 αρ. 120-148). Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού αποτελούσε εγγύηση ότι πράξεις αντάξιες δόξας και τιμής θα είχαν τη μέγιστη δημοσιότητα και απήχηση (Roussel 1987· Habicht 1995: 247-264).
Ο δήμος των Αθηναίων ανέθεσε στην Άρτεμη, τη Λητώ και τον Απόλλωνα το άγαλμα της βασίλισσας Στρατονίκης, κόρης του βασιλέως Αριαράθου, για την αρετή και την εύνοιά της προς αυτόν τον ίδιο.