[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – –  τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]-
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω]
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]-
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν-
5 των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα-
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ-
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat
10 Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει-
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – –
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ-
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat
15 Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια·
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια·
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια·
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου·
20 Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν·
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν·
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν·
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν·
25 Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν·
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα·
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι-
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου·
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα·
30 Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα·
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν·
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν·
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων·
35 Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου.
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]-
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά-
40 ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ-
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ-
ματέως συνέδρων Επινίκου.

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.

Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).

Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον  Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.

 

Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις

Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.

Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.

 

Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο

Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και  υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:

(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.

Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.

(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.

Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.

Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.

Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.

(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.

Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.

Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.

(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.

Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».

Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.

(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.

Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.

Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.

Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.

Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.

(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.

Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.

1  αγαθήι   [τ]ύχηι.
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο-
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ-
5 έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰-
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ-
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή-
10 μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰-
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή-
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ-
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή-
15 μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ-
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε-
20 βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει-
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι]
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν]
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου]
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ]
25 ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]-
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή-
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου-
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο
30 τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη-
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα-
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ]
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου-
35 λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}²
II.67 Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷
71 [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος]

Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.

Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.

Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.

Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.

Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).

Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).

Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).

Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.

Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).

Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).

Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).

Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.

Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.

Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον  φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……

Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών

Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.

επὶ Διονυσίου άρχοντος τού μετὰ
Παράμονον επὶ τής Αιαντίδος ε-
βδόμης πρυτανείας, ή Λάμιος Τιμού-
χου Ῥαμνούσιος εγραμμάτευεν· Γα-
5 μηλιώνος ογδόη ισταμένου, ογδό-
η τής πρυτανείας· βουλὴ εμ βουλευ-
τηρίωι· τών προέδρων επεψήφιζεν
Στρατοφών Στρατοκλέους Σουνι-
εὺς καὶ συνπρόεδροι·
10  έδοξεν τεί βουλεί·
Ῥήσος Αρτέμωνος Ἁλαιεὺς είπεν·
επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς
τὴν βουλὴν Διόγνητος εξ Οίου ταμί-
ας ναυκλήρων καὶ εμπόρων τών φε-
15 ρόντων τὴν σύνοδον τού Διὸς τού
Ξενίου εμφανίζει τεί βουλεί βούλεσ-
θαι τὴν σύνοδον αναθείναι εικόνα γρα-
πτὴν εν όπλω τού εαυτών προξέ-
νου, κεχειροτονημένου δέ καὶ επιμε-
20 [λ]ητού επὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καὶ διὰ ταύτα παρακαλεί τὴν βου-
λὴν επικυρώσαι εαυτώι ψήφισμα·
αγαθε[ί] τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί επι-
25 κεχω[ρ]ήσθα[ι] Διογνήτω καὶ τη συνόδω
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ανάθεσιν τή[ς] γρα-
πτής εικόνος εν όπλω Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καθάπερ παρακαλεί τὴν βουλήν.

Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.

Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.

Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.

Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «έδοξεν τεί βουλεί».

Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ.,  Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.

Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15,  ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.

Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.

Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.

Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).

Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («επιμελητὴς Πειραιέως», IG II2  1283, «επιμελητὴς τού εν Πειραεί λιμένος» II2 2336 ή «επιμελητὴς επὶ τού λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.

Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ηταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).

Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.

Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «επικεχωρήσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.

Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.

Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) επιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.

επὶ Φαιδρίου άρχοντος, Ελαφηβολιώνος ογδόει, εκκλησί-
α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· Διονύσιος Διονυσίου
                αρχιθιασίτης είπεν·
επειδὴ Πάτρων Δωροθέου τών εκ τής συνόδου, επελθὼν
5 επὶ τὴν εκκλησίαν καὶ ανανεωσάμενος τὴν υπάρχου-
σαν αυτώι εύνοιαν εις τὴν σύν[ο]δον, καὶ ότι πολλὰς χρείας
παρείσχηται απροφασίστως, διατελεί δέ διὰ παντὸς κο[ι]-
νεί τε τεί συνόδωι λέγων καὶ πράττων τὰ συμφέροντ[α]
καὶ κατ’ ι<δί>αν εύνους υπάρχων εκάστωι τών πλοιζομέ[νων]
10 εμπόρων καὶ ναυκλήρων, νύν [δ’ έτι] μαλλον επ<η>υξημέ-
νης αυτής μετὰ τής τών θεών ευνοίας παρεκάλεσεν τὸ
κοινὸν εξαποστείλαι πρεσβείαν πρὸς τὸν δήμον τὸν Αθη-
ναίων όπως δοθη αυτοίς τόπος εν ωι κατασκευάσουσιν τέ-
μενος Hρακλέους τού πλείστων [αγαθ]ών παραιτίου γ[ε]-
15 γονότος τοίς ανθρώποις, αρχηγού δέ τής πατρίδος υπά[ρ]-
χοντος· αιρεθεὶς πρεσβευτὴς πρός τε τὴν βουλὴν καὶ
τὸν δήμον τὸν Αθηναίων, προθύμως αναδεξάμενος έ-
πλευσεν δαπανών εκ τών ιδίων εμφανίσας τε τὴν
τής συνόδου πρὸς τὸν δήμον εύνοιαν παρεκάλεσεν
20 αυτὸν καὶ διὰ ταύτην τὴν αιτίαν επετελέσατο
τὴν τών θιασιτών βούλησιν καὶ τὴν τών θεών τιμὴν <συνηύξησεν>
καθάπερ ήρμοττεν αυτώι· πεφιλανθρωπηκὼς δέ
καὶ πλείονας εν τοίς αρμόζουσιν καιροίς, είρηκεν
δέ καὶ υπέρ τής συνόδου εν τώι αναγκαιοτάτωι
25 καιρώι τὰ δίκαια μετὰ πάσης προθυμίας καὶ φιλοτι-
μίας καὶ εδέξατό τε τὸν θίασον εφ’ ημέρας δύο υπέρ
τού υού· 〚ΙΝ〛 ίνα ούν καὶ εις τὸν λοιπὸν χρόνον απαρά-
κλητον εαυτὸν παρασκευάζηι καὶ η σύνοδος φαί-
νηται φροντίζουσα τών διακειμένων ανδρών εις εαυ-
30 τὴν ευνοικώς καὶ αξίας χάριτας αποδιδούσα τοίς
ευεργέταις καὶ έτεροι πλείονες τών εκ τής τοίς συνό-
δου διὰ τὴν εις τούτον ευχαριστίαν ζηλωταὶ γί-
νωνται καὶ παραμιλλώνται φιλοτιμούμενοι
περιποιείν τι τεί συνόδωι· αγαθεί τύχει·
35 δεδόχθαι τώι κοινώι τών Τυρίων Hρακλειστών
εμπόρων καὶ ναυκλήρων επαινέσαι Πάτρωνα Δω-
ροθέου καὶ στεφανώσαι αυτὸν κατ’ ενιαυτὸν χρυ-
σώι στεφάνωι εν ταίς συντε[λου]μέναις θυσίαις
τώι Ποσειδώνι αρετής ένεκεν καὶ καλοκαγαθί-
40 ας ἧς έχων διατελεί εις τὸ κοινὸν τών Τυρί-
ων εμπόρων καὶ ναυκλήρων· αναθείναι δέ αυ-
τού καὶ εικόνα γραπτὴν εν τώι τεμένει τού
Hρακλέους καὶ αλλαχή ού άν αυτὸς βούληται· έσ-
τω δέ ασύμβολος καὶ αλειτούργητος εν ταίς
45 γινομέναις συνόδοις πάσαις· επιμελές δέ έστω
τοίς καθισταμένοις αρχιθιασίταις καὶ ταμίαις
καὶ τώι γραμματεί όπως εν ταίς γινομέναις θυ-
σίαις καὶ συνόδοις αναγορεύηται κατὰ ταύτην
τὴν αναγόρευσιν· η σύνοδος τών Τυρίων εμπό-
50 ρων καὶ ναυκλήρων στεφανοί Πάτρωνα Δωροθέου
ευεργέτην. αναγραψάτωσαν δέ τόδε τὸ ψή-
φισμα εις στήλην λιθίνην καὶ στησάτωσαν εν
τών τεμένει τού Hρακλέους· τὸ δέ εσόμενον ανάλωμ[α]
εις ταύτα μερισάτω ο ταμίας καὶ ο αρχιθιασίτης.
55               επὶ αρχιθιασίτου
          Διονυσίου τού Διονυσίου,
              ιερατεύοντος δέ
          Πάτρωνος τού Δωροθέου.
   ο δήμος
60 ο Αθηναίων.
                                      η σύνοδος
                                       τών Τυρίων
                                        εμπόρων
                                     καὶ ναυκλήρων.

 

Πρόκειται για ένα ψήφισμα με το οποίο το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών της Δήλου αποδίδει τιμές στο μέλος και ευεργέτη του σωματείου Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου.

 

Το καθεστώς της Δήλου την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το ψήφισμα

Το έτος 166 π.Χ., με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, η Δήλος απώλεσε την ανεξαρτησία της (314-166 π.Χ.) και περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Αθήνας, η οποία εκδίωξε τους Δηλίους και εγκατέστησε μια νέα κληρουχία (Στράβων 10.5.4). Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αλλαγής της ρωμαϊκής πολιτικής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.).

Στο ιερό λιμάνι του Απόλλωνα παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατελείας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, η οποία δεν υποστήριξε την Ρώμη στο πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Eλληνιστικής Oικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι ξένοι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς ατελείας του νησιού, κατέφτασαν στην Δήλο από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους θρησκείες, κατασκευάζοντας ναούς για τους θεούς τους και ιδρύοντας ποικίλα σωματεία, προκειμένου να διαβιώσουν στο νέο τόπο εγκατάστασης σύμφωνα με τις συνθήκες που επιθυμούσαν.

 

Το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών στη Δήλο

Ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών αποτελεί έναν από τους πρώτους και πιο οργανωμένους συλλόγους που μαρτυρούνται στη Δήλο την εποχή εκείνη, μαζί με το επίσης φοινικοσυριακό σωματείο των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών (βλ. ενδεικτικά I.Délos 1520). Το τιμητικό ψήφισμα για το μέλος και ευεργέτη, Πάτρωνα, αποτελεί τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το σωματείο, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και την οργάνωσή του.

Μέσω της επωνυμίας του, προβάλλεται η Τύρος ως τόπος προέλευσης, τονίζεται ότι τα μέλη είναι αφοσιωμένα στη λατρεία του Ηρακλή-Μελκάρτ, πατρογονική λατρεία των Φοινίκων της Τύρου (Bruneau 1970: 409-410· Bonnet 2015: 486-489), ενώ τέλος, δηλώνεται ότι το σωματείο αποτελεί σκέπη για εμπόρους και ναυκλήρους, γεγονός το οποίο μαρτυρά έναν κοινό εμπορικό προσανατολισμό, πέραν από τους υφιστάμενους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Χωρίς αμφιβολία, η ίδρυση του συλλόγου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης του ψηφίσματος (153/2 ή 149/8 π.Χ.· βλ. αναλυτικότερα ανωτ. “Χρονολόγηση”), καθώς πληροφορούμαστε ότι ο ευεργέτης Πάτρωνας είχε προσφέρει πολλές φορές κατά το παρελθόν τις υπηρεσίες του προς το κοινόν (στ. 4-7). Την χρονική στιγμή που εκδίδεται το ψήφισμα, το σωματείο, αν και σαφέστατα συνδέεται με το εμπορικό περιβάλλον της Δήλου, εντούτοις, δεν φαίνεται ακόμα να έχει κάποια ιδιοκτησία (στ. 1-2: εκκλησί|α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· βλ. σχετικά Choix Délos I αρ. 85 σελ. 143· Vélissaropoulos 1980: 109).

Οι απαραίτητες ενέργειες για τη μόνιμη και επίσημη εγκατάσταση τους στη Δήλο πραγματοποιήθηκαν από τον Πάτρωνα, ο οποίος, ως πρεσβευτής του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αθήνα και παρακάλεσε τη βουλήν και το δήμον των Αθηναίων να τους παραχωρηθεί χώρος στο νησί για την κατασκευή του ιερού τεμένους του Ηρακλή, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει την απαιτούμενη έγκριση (στ. 10-22).

Τέτοιου είδους αίτημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση ενός ξένου σωματείου στην Δήλο και πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Τύριοι αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούν οι Αθηναίοι επί του νησιού, ενώ από την άλλη πλευρά, η αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους των Αθηναίων ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώριση της λατρείας και με την εδραίωση της παρουσίας του συλλόγου στο νέο τόπο φιλοξενίας. Το αίτημα των Τυρίων δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται ως το συνηθισμένο προκαταρκτικό στάδιο αυτής της διαδικασίας. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε μακρά παράδοση ξένων εμπόρων, οι οποίοι υποχρεούνταν να ζητούν άδεια από την εκάστοτε πόλη για την κατασκευή ναών ή πρακτορείων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κιτιέων εμπόρων, οι οποίοι αρκετά χρόνια πιο πριν είχαν ζητήσει να τους χορηγηθεί από την Αθήνα το δικαίωμα απόκτησης γης (έγκτησις) για την κατασκευή ιερού της Αφροδίτης (Ε42).

Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του σωματείου, τις περισσότερες φορές προσδιορίζεται με τον όρο σύνοδος (στ. 4, 6, 8, 19, 24, 28, 31-32, 34, 45, 48, 49, 61). Εμφανώς λιγότερες απαντά ο όρος κοινόν (στ. 7-8, 12, 35, 40), ενώ, μόλις μία φορά χαρακτηρίζεται ως θίασος (στ. 26) και τα μέλη του ως θιασίται (στ. 21).

Αυτό το τριμερές μοντέλο οργάνωσης ερμηνεύεται ως εξής: το κοινόν αποτελείται από το σύνολο των μελών του σωματείου των Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων. Συνέρχεται σε συνεδριάσεις, για τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία, και διαπραγματεύεται όλα τα θεσμικά ζητήματα (Hasenohr 2007· Bonnet 2015: 483).  Η σύνοδος αποτελεί ένα υποσύνολο εντός του σωματείου, με διαφορετική νομική υπόσταση σε σχέση με το κοινόν (Baslez 1977: 207-210· Baslez 1988: 143-145· McLean 1996: 191· McLean 1999· Bonnet 2015: 483-486). Πρόκειται για ένα σώμα μελών, το οποίο απαρτίζεται από τους παρόντες στο νησί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που συνέρχονται ή συναντώνται. Με άλλα λόγια, σύνοδος είναι το παράρτημα του σωματείου που εδρεύει σε μία πόλη. Αντίστοιχη χρήση αυτής της ορολογίας συναντάμε και στα σωματεία των Διονυσιακών τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας (Aneziri 2003: 56-65· Aneziri 2008: 219-220). Ο θίασος εκφράζει μια θρησκευτική ομάδα, η οποία συγκροτείται κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς. Αποτελείται από τους θιασίτας, δηλαδή το σύνολο των μελών/πιστών στην προστάτιδα θεότητα του συλλόγου, οι οποίοι συμμετέχουν στα συμπόσια, στις θυσίες και στις εορτές (McLean 1999: 368).

Παράλληλα, στο πλαίσιο οργάνωσης του σωματείου παρατηρείται μια ποικιλία αξιωμάτων, τα οποία καταλαμβάνουν τα μέλη του. Κεφαλή της κοινότητας φαίνεται πως είναι ένας επώνυμος  αρχιθιασίτης (στ. 2-3, 46, 54, 55-56), τον οποίο και θα πρέπει να φανταστούμε ως τον κοσμικό άρχοντα του κοινού, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Poland 1909: 352-353· Baslez 1977: 228-229· McLean 1999: 369-370· Bonnet 2015: 485). Εξίσου σημαντικό αξίωμα είναι αυτό του επώνυμου ιερέα, το οποίο κατά το χρόνο έκδοσης του ψηφίσματος κατείχε ο ευεργέτης Πάτρωνας (στ. 57-58). Εύλογα υποθέτει κανείς ότι πρόκειται για τον θρησκευτικό καθοδηγητή του συλλόγου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ομαλή τέλεση όλων των λατρευτικών δρώμενων και για γενικότερα ζητήματα που άπτονται της λατρείας. Επίσης, αναφέρεται ο γραμματέας (στ. 47)  η θέση του οποίου ενδεχομένως σχετίζεται με τον τομέα της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, ενώ τέλος, ο ταμίας (στ. 46, 54) έχει αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρα και πιθανότατα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του συλλόγου.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι το κοινόν τών  Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων, αποτελεί μια ιδιαίτερα οργανωμένη και πολυδιάστατη εμπορική κοινότητα, η οποία λειτουργεί ως μικρογραφία πόλης. Επιπροσθέτως, η αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών μοντέλων οργάνωσης, η interpretatio Graeca των πάτριων θεών, οι θρησκευτικές και τιμητικές πρακτικές, αποκαλύπτουν μια πλήρη γνώση του ελληνιστικού περιβάλλοντος (θεσμικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και την προσαρμογή του σωματείου σε αυτό. Τέλος, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ‘ζωντανό’, δραστήριο και οικονομικά εύρωστο οργανισμό, εντός του οποίου πραγματοποιούνται συνελεύσεις των μελών για την λήψη αποφάσεων, διοργανώνονται συμπόσια και θυσίες, χρηματοδοτούνται οικοδομικά προγράμματα και τιμώνται οι ευεργέτες του συλλόγου.

Όταν ο Φαιδρίας ήταν επώνυμος άρχοντας, την όγδοη μέρα του μήνα Ελαφηβολιώνα, κατά την διάρκεια συνέλευσης στο ιερό του Απόλλωνα· ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, επικεφαλής του θιάσου, εισηγήθηκε: επειδή ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου, ο οποίος αποτελεί μέλος της συνόδου, παρουσιάστηκε (στ. 5) στη συνέλευση και επιβεβαίωσε την υπάρχουσα καλή του θέληση προς τη σύνοδο, και επειδή έχει εκπληρώσει πολλά αναγκαία χωρίς δισταγμό, και συνεχίζει πάντα να μιλάει και να κάνει τα συμφέροντα τόσο για τον σύλλογο όσο και για τη σύνοδο, σύμφωνα με τη δική του υπάρχουσα καλή θέληση προς όλους τους εμπόρους και πλοιοκτήτες που πλέουν στη θάλασσα. (στ. 10) Και τώρα, έχοντας ακόμα περισσότερη καλή θέληση με την εύνοια των θεών, κάλεσε τον σύλλογο να αποστείλει πρεσβεία στο δήμο των Αθηναίων για να τους παραχωρήσει ένα χώρο για να χτίσουν το ιερό του Ηρακλή, την αιτία των μεγαλύτερων καλών (στ. 15) που συμβαίνουν στους ανθρώπους και ιδρυτή της πατρίδας μας. Εκλεγμένος πρεσβευτής στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, απέπλευσε, αναλαμβάνοντας πρόθυμα τα έξοδα από τους δικούς του πόρους και επιδεικνύοντας την καλή θέληση της συνόδου προς το δήμο. (στ. 20) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπλήρωσε την θέληση των μελών του θιάσου και αύξησε την τιμή για του θεούς, όπως ακριβώς άρμοζε σε αυτόν. Επιπλέον, συμπεριφερόμενος συχνά με φιλανθρωπία τις κατάλληλες στιγμές, έχει μιλήσει επίσης με δίκαιο τρόπο για λογαριασμό της συνόδου τις πιο δύσκολες (στ. 25) στιγμές με κάθε προθυμία και φιλοτιμία, και δέχτηκε το θίασο για δύο ημέρες εκ μέρος του γιου του. Γι’ αυτό, για να μπορεί να προσφέρει και στο μέλλον χωρίς να του ζητηθεί και για να δείξει η σύνοδος ότι ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους που δείχνουν καλή θέληση απέναντί της (στ. 30) ανταποδίδοντας σε ευεργέτες τις χάρες που τους αρμόζουν, και για να γίνουν και άλλοι ζηλωτές της συνόδου λόγω των ευχαριστιών που δείχνει προς αυτό το πρόσωπο και για να μπορούν αυτοί που δείχνουν αγάπη για την τιμή να συναγωνιστούν για την εύνοια της συνόδου· με αγαθή την Τύχη· (στ. 35) να αποφασίσει ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών να επαινέσει τον Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου, και να τον στεφανώνει ετησίως με χρυσό στέφανο κατά την διάρκεια των θυσιών που συντελούνται προς τον Ποσειδώνα, λόγω της αρετής και της καλοσύνης (στ. 40) που συνεχίζει να έχει προς τον σύλλογο των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών. (Να αποφασίσει) επίσης, να του αφιερώσει μια γραπτή εικόνα στο ιερό του Ηρακλή και μια άλλη σε ένα άλλο μέρος, όπου επιθυμεί αυτός. Να είναι, επίσης, ελεύθερος από την καταβολή συνδρομών και από την ανάληψη υπηρεσιών σε (στ. 45) όλες τις συνόδους που λαμβάνουν χώρα. Και να φροντίζουν οι επικεφαλής του θιάσου και οι ταμίες και ο γραμματέας ώστε στις θυσίες που πραγματοποιούνται και τις συνόδους να ανακοινώνουν την εξής αναγόρευση: «η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων (στ. 50) και πλοιοκτητών στεφανώνει τον ευεργέτη Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου». Να αναγράψουν, επίσης, το συγκεκριμένο ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσου στο ιερό του Ηρακλή. Και να μοιραστούν τη δαπάνη (για τη στήλη) ο ταμίας και ο επικεφαλής του θιάσου. (στ. 55) Αυτό έγινε όταν επικεφαλής του θιάσου ήταν ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και ιερέας ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου. Ο δήμος (στ. 60) των Αθηναίων· η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών.

Θεόφραστον [Hρ]α̣[κ]λ[είτου Αχαρν]έα, επιμελητὴν Δήλου γενόμενον
καὶ κατασκευάσαντα τὴν αγορὰν καὶ τὰ χώματα περιβαλόντα τώι λιμένι,
Αθηναίων οι κατοικούντες εν Δήλωι καὶ οι έμποροι καὶ οι ναύκληροι
καὶ Ῥωμαίων καὶ τών άλλων ξένων οι παρεπιδημούντες, αρετής
5  ένεκεν καὶ καλοκαγαθίας καὶ τής εις εαυ[το]ὺς ευεργεσίας ανέθηκαν.

Η θητεία του Θεόφραστου ως επιμελητή της Δήλου χρονολογείται κατά το έτος 126/5 (Roussel 1916: 297). Ως επιμελητής, κατείχε το σημαντικότερο αξίωμα πάνω στο νησί κατά την περίοδο της δεύτερης αθηναϊκής κληρουχίας (166-88). Η αθηναϊκή κληρουχία εγκαταστάθηκε στην Δήλο μετά το 166 π.Χ., όταν και με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, το νησί απώλεσε την ανεξαρτησία του και περιήλθε για δεύτερη φορά στην ιστορία του υπό τον έλεγχο της Αθήνας, ως ανταμοιβή για την στήριξη που προσέφερε στην Ρώμη κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (Στράβων 10.5.4).

Παράλληλα, ο ντόπιος πληθυσμός εκδιώχθηκε και παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατέλειας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, ως αντίποινα για το γεγονός ότι δεν υποστήριξε την Ρώμη στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς την περίοδο 166-88, το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι επαγγελματίες του εμπορίου (έμποροι, ναύκληροι, εγδοχείς), του χρήματος (τραπεζίται), αλλά και άλλοι ξένοι εργαζόμενοι ή πραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ατέλειαν του νησιού, κατέφτασαν από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου προκειμένου να οργανώσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Επίσης, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού συμπληρώνεται από τα θρησκευτικά σωματεία μυστηριακών λατρειών που ανθίζουν στο νησί καθώς και από τους επισκέπτες στο ιερό του Απόλλωνα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μωσαϊκό πολιτισμών και ένα ευρύτατο πλαίσιο ανθρώπινης κινητικότητας.

Το εν λόγω κείμενο εντάσσεται σε ένα σύνολο αφιερωματικών/αναθηματικών επιγραφών για επιμελητές της Δήλου και άλλους Αθηναίους αξιωματούχους και διάφορες προσωπικότητες του νησιού (I.Délos 1642, 1647, 1648, 1649, 1652, 1657, 1658, 1659, 1660, 1662, 1663, 1671, 1703, 1704, 1709, 1726, 1729). Ωστόσο, η περίπτωση του Θεόφραστου είναι η μοναδική στην οποία γνωστοποιείται ο ακριβής λόγος της αφιέρωσης: η κατασκευή μιας ολόκληρης αγοράς και η βελτίωση των υποδομών του λιμανιού στην περίοδο της μεγάλης ακμής του (Bruneau – Ducat 2005: 49: 227).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ανάθεση πραγματοποιεί ένα μεικτό πληθυσμιακό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους υπόλοιπους Έλληνες και ξένους που κατοικούν ή παρεπιδημούν στο νησί και τους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι προβάλλονται να έχουν την δική τους ‘νομική’ υπόσταση, αποτελώντας ξεχωριστό μέρος του πληθυσμού (Hatzfeld 1912: 104-111).

Η ύπαρξη τέτοιου είδους κειμένων σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή στα επιγραφικά τεκμήρια της Δήλου, κυρίως μετά το 130 π.Χ. Ενώ μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, οι Αθηναίοι κληρούχοι φαίνεται ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της δηλιακής ζωής, ωστόσο, μετά το 130, και μάλλον ύστερα από σταδιακές κοινωνικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, δεν είναι πλέον μόνοι τους για να καθορίζουν τα τοπικά ζητήματα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αναθηματικές και αφιερωματικές πρακτικές, η μεικτή κοινότητα της Δήλου φαίνεται να έχει συγκεκριμένο ρόλο ή/και λόγο στις σχετικές διαδικασίες, επικυρώνοντας την πληθωρική παρουσία των ξένων κατοίκων και παρεπιδημούντων, αλλά κυρίως την εντατική και βαθιά δικτύωσή τους με το περιβάλλον του νησιού (Reger 2003: 193-194).

Οι Αθηναίοι που κατοικούν στην Δήλο και οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες και οι Ρωμαίοι και οι άλλοι ξένοι που κατοικούν εκεί προσωρινά, αφιέρωσαν στον Θεόφραστο, γιο του Ηρακλείτου, από τον δήμο των Αχαρνών, ο οποίος υπήρξε επιμελητής της Δήλου και κατασκεύασε την αγορά και τα αναχώματα του λιμανιού, (στ. 5) εξαιτίας της αρετής του, της καλοσύνης του και της ευεργεσίας του προς αυτούς.

[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ]
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς]
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]-
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν]
5 [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]-
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ]
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν]
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]-
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]-
10 [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ-
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ-
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον
15 [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ-
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ-
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς·
20 καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό-
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι-
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας,
25 αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ-
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν
30 [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε-
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι]
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς]
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε-
35 [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή-
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες.  vacat
37a                          vacat
38                         η βουλὴ
                        ο δήμος
40                        Νικογένην
                       Νίκωνος
                       Φιλαΐδην

Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).

Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).

Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.

 

Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.

Η βουλή

Ο δήμος

τον Νικογένη,

(γιο) του Νίκωνα,

Φιλαΐδη

 

                 Θ         ε          ο          ί.
[Γ]λαυκίδης Σωσίππου είπεν · επειδὴ οι χορηγοὶ Αυτ[έα]-
ς Αυτοκλέους καὶ Φιλοξενίδης Φιλίππου καλώς [κα]-
[ὶ] φιλοτίμως εχορήγησαν · δεδόχθαι τοῑς δημότ[α]-
5 [ι]ς στεφανώσαι αυτοὺς χρυσώι στεφάνωι εκάτε-
[ρ]ον απὸ εκατὸν δραχμών εν τώι θεάτρωι τοίς κω-
μωιδοίς τοίς μετὰ Θεόφραστον άρχοντα, όπως άν
[φ]ιλοτιμώνται καὶ οι άλλοι χορηγοὶ οι μέλλοντες
[χ]ορηγείν. δούναι δέ αυτοίς καὶ εις θυσίαν δέκα δ-
10 ραχμὰς τὸν δήμαρχον Hγησίλεων καὶ τοὺς ταμία-
ας. ὰναγράψαι δέ καὶ τὸ ψήφισμα τόδε τοὺς ταμία-
ς έν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι θεάτρωι, όπως
άν Αιξωνείς αεὶ ὡς κάλλιστα <τὰ> Διονύσια ποιώσιν.

Το ψήφισμα του δήμου της Αιξωνής (σημ. Γλυφάδας) αποδίδει τιμές σε δύο χορηγούς αγώνα κωμωδίας στα αγροτικά Διονύσια (για την εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές των δήμων βλ. Wilson 2010: 45-54). Οι δύο χορηγοί ήταν επιφανείς δημότες της Αιξωνής: Ο Αυτέας εμφανίζεται ως μισθωτής γης το 345/4 π.Χ. (IG II2 2492), ενώ ο Φιλοξενίδης πιθανότατα συνδεόταν με την οικογένεια του Λυκούργου μέσω του γάμου της αδερφής του (Traill, PAA 940670, 929755).

Οι τιμές για τους δύο χορηγούς περιλαμβάνουν τη στεφάνωσή τους με χρυσό στέφανο στο θέατρο της Αιξωνής κατά τους κωμικούς αγώνες του επόμενου έτους, δηλ. του 312/1 π.Χ., καθώς και την προσφορά 10 δραχμών από τον δήμαρχο και τους ταμίες, προκειμένου οι τιμώμενοι να τελέσουν θυσία. Χορηγούς τιμούν οι δημότες της Αιξωνής και με τα ψηφίσματα IG II2 1198 και 1200 (= EM 139, 12667). Οι χορηγοί τιμώνται, επειδή εκπλήρωσαν με ζήλο (“φιλοτίμως“) τα χορηγικά τους καθήκοντα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η φιλοτιμία ενσωματώνεται στις πολιτικές αρετές των Αθηναίων και προβάλλεται ιδιαίτερα. Η χορηγία –και αργότερα η αγωνοθεσία– αποτέλεσε ένα από τα προσφορότερα πεδία εκδήλωσης της φιλοτιμίας (Δημοσθένης 18.257). Το πραγματικό βραβείο για τον χορηγό ήταν η εύνοια των πολιτών ή δημοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι κατά τη διεκδίκηση ενός πολιτικού αξιώματος ή στο δικαστήριο επικαλούνταν ως επιχείρημα υπέρ τους την ανάληψη της χορηγίας (Ξενοφών, Οικονομικὸς 2.5-6).

Στο παρόν ψήφισμα η απονομή των στεφάνων προβλέπεται να γίνει κατά τη διάρκεια των αγώνων στο θέατρο, ώστε να παραδειγματιστούν οι μελλοντικοί χορηγοί. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ανέγερση της στήλης με το ψήφισμα στον χώρο του θεάτρου. Προσφέροντας ένα αδιάσειστο τεκμήριο της δράσης και της ανταμοιβής των δύο χορηγών και εξυπηρετώντας την προσωπική τους επιδίωξη για τιμή και εύνοια των συνδημοτών τους, το ψήφισμα δημιουργεί ευγενή άμιλλα ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να είναι (οικονομικά) γενναιόδωροι και κίνητρο όμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μέσα από το ανταποδοτικό σύστημα της προσπάθειας-επιβράβευσης και την καλλιέργεια ενός συνόλου πολιτικών αρετών η εκάστοτε πολιτική κοινότητα (οι επιμέρους δήμοι ή η ίδια η πόλη), παρακινεί τα οικονομικώς ισχυρά μέλη της σε δράση προς όφελός της.

 

Θεοί. Ο Γλαυκίδης, (γιος) του Σωσίππου, εισηγήθηκε: επειδή οι χορηγοί Αυτέας, (γιος) του Αυτοκλή, και Φιλοξενίδης, (γιος) του Φιλίππου, διετέλεσαν χορηγοί σωστά και με ζήλο, να αποφασίσουν οι δημότες (στ. 5) να τους στεφανώσουν τον καθένα με χρυσό στεφάνι αξίας εκατό δραχμών στο θέατρο κατά τους αγώνες της κωμωδίας μετά τη χρονιά του άρχοντα Θεόφραστου, ώστε να φιλοτιμηθούν και οι άλλοι χορηγοί, που πρόκειται στο μέλλον να χορηγήσουν. Επίσης, ο δήμαρχος Ηγησίλεως και οι ταμίες να τους δώσουν δέκα (στ. 10) δραχμές, για να προσφέρουν θυσία. Και να αναγράψουν το ψήφισμα αυτό οι ταμίες σε στήλη λίθινη και να τη στήσουν στο θέατρο, ώστε οι Αιξωνείς πάντα να γιορτάζουν με τον καλύτερο τρόπο τα Διονύσια.

  εν[— — — — — — — — — — — — — — —κα]-
ὶ συμπρόε[δροι· έδοξεν τώι δήμωι — — — — —]
ας Αισχύλου Σ[․․․ ca. 8․․․․ είπεν· περὶ ων απαγ]-
γέλλει ο άρχων [περὶ τών ιερών ων έθυεν τώ]-
5 ι [Δ]ιονύσωι, τύχει α[γαθεί δεδόχθαι τώι δή]-
μωι, τὰ μέν αγαθὰ δέχεσθ[αι τὸν δήμον, ἃ απα]-
γγέλλει ο άρχων γεγονέν[αι εν τοίς ιεροί]-
ς, οίς έθυεν εφ’ υγιείαι καὶ σωτη[ρίαι τής βο]-
υλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων κα[ὶ τών κ]-
10 αρπών τών εν τεί χώραι· επειδὴ ο άρχω[ν τά]-
ς τε άλλας θυσίας τέθυκεν, όσας αυτώι προσ-
ήκεν, υπέρ τής βουλής καὶ τού δήμου καλώς κ-
αὶ ευσεβώς, επιμεμέληται δέ καὶ τής πομπή-
[ς] τώι Δ[ι]ονύσωι μετὰ τών παρέδρων καὶ τών ε-
15 πιμελητών, διατελεί δέ καὶ τών περὶ τὴν αρ-
χὴν ποιούμενος τὴν επιμέλειαν κατὰ τοὺς
νόμους, επαινέσαι τὸν άρχοντα Νικίαν Φίλ-
ωνος Ὀτρυνέα καὶ τοὺς παρέδρους αυτού vv
Αλκίμαχον Κλεοβούλου Μυρρινούσιον v, Αν-
20 τιφάνην Πολυκράτου Ὀτρυνέα ευσεβείας έ-
νεκα καὶ φιλοτιμίας ήν έχοντες διατελού-
σιν περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· v επαινέσ-
αι δέ καὶ τοὺς τής πομπής επιμελητὰς v Ἴσα-
νδρον Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, v Μνησίθεον
25 Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, vv Καλλίθεον Βουλά-
ρχου Φλυέ<α>, Αντιφάτην Ευθυκρίτου Αζηνιέα,
Κάλλαισχρον Διοτίμου Παλληνέα, v Αμεινοκ-
λήν Αντιφάνου Κήττιον, v Ἱέρωνα Φειδύλλου
Αιθαλίδην, v Κάλλιππον Ἱπποθέρσου Αχαρνέ-
30 α, v Πολύζηλον Ευηνορίδου Ἁλαιέα, v Θεογένη-
ν Ποσειδωνίου Αμφιτροπήθεν· v επαινέσαι δ-
έ καὶ τὸν πατέρα τής κανηφόρου Καλλιφώντ-
α Καλλιφώντος Αθμονέα. v αναγράψαι δέ τόδε
τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε-
35 ίαν εν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι τεμ-
ένει τού Διονύσου, εις δέ τὴν αναγραφὴν καὶ
τὴμ ποίησιν μερίσαι τοὺς επὶ τεί διοικήσε-
[ι] τὸ γενόμενον ανάλωμα.

Το ψήφισμα τιμά αξιωματούχους της πόλης για την προσφορά τους στη γιορτή των Μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Πρωτίστως τιμάται με έπαινο ο επώνυμος άρχοντας Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς (Traill, PAA 712610), ως επιβλέπων των Μεγάλων Διονυσίων για την τέλεση των θυσιών και την επιμέλεια της πομπής (για την πομπή των Διονυσίων βλ. Cole 1993). Με δημόσιο έπαινο τιμώνται επίσης οι δύο πάρεδροι του επώνυμου άρχοντα (οι πάρεδροι δραστηριοποιούνταν πάντοτε στο πλευρό κάποιων άλλων αξιωματούχων προς βοήθεια και υποστήριξή τους, βλ. π.χ. τους παρέδρους των ελληνοταμιών), οι δέκα επιμελητές της πομπής και ο πατέρας της κανηφόρου Καλλιφών Καλλιφώντος Αθμονεύς. Οι κανηφόροι ήταν νέες κοπέλες διακεκριμένων οικογενειών οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένες θεότητες (όπως η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός κ.ά.) μεταφέροντας στις γιορταστικές πομπές καλάθια με ιερά ή συμβολικά αντικείμενα (Dillon 2002: 37-41). Το γεγονός ότι εδώ, όπως και στο τιμητικό ψήφισμα IG II2 896 (= ΕΜ 7559), οι κανηφόροι δεν τιμώνται αυτοπροσώπως αλλά μέσω των κηδεμόνων τους, οφείλεται στο ότι είναι γυναίκες και ειδικότερα ανήλικες κοπέλες που βάσει της νομικής και κοινωνικής θέσης τους δεν μπορούσαν να τιμώνται αυτόνομα για τη δημόσια δράση τους.

Ενδιαφέρον είναι ότι στο ψήφισμα IG II2 668 συνδυάζονται δύο διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την απόδοση τιμών. Στους στίχους 10-18 τιμάται ο επώνυμος άρχων Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς για το σύνολο της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο του ετήσιου αξιώματός του. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική που στην τελική εφαρμογή της ‘παρακολουθεί’ τη δραστηριότητα του τιμώμενου προσώπου σε περισσότερα του ενός αξιώματα και φτάνει να δίνει το cursus honorum ή αλλιώς ένα σύντομο βιογραφικό του (Rosen 1987). Αντίθετα, στους στίχους 18-33 τιμώνται δεκατρείς άνθρωποι (δύο πάρεδροι, δέκα επιμελητές και ο πατέρας της κανηφόρου) που με διαφορετικούς τρόπους, μέσα από διαφορετικά αξιώματα και ιδιότητες έχουν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν κοινό άξονα και έχουν συμβάλει στον ίδιο σκοπό: τη διοργάνωση ενός σημαντικότατου μέρους της γιορτής των Διονυσίων, της πομπής.

Αν η χρονολογία ισχύει, οι τιμές για τους συντελεστές των Διονυσίων ψηφίζονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία στην Αττική εκτυλίσσεται ήδη ο λεγόμενος ‘Χρεμωνίδειος’ πόλεμος που έφερε σε αντιπαράθεση την Αθήνα με τον Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονο Γονατά (στοιχεία για το ξέσπασμα των εχθροπραξιών έχουμε ήδη για τα έτη 268/7 και 267/6 π.Χ.). Μια έμμεση αναφορά στις δυσκολίες της πολεμικής περιόδου αποτελεί η ασυνήθιστη προσθήκη ότι οι θυσίες που τέλεσε ο τιμώμενος επώνυμος άρχων υπέρ υγείας και σωτηρίας της Βουλής και του Δήμου των Αθηναίων προσφέρονται και για τη σοδειά της Αττικής, που προφανώς κινδύνευε από την παρουσία των εχθρικών μακεδονικών στρατευμάτων (Pulleyn 1997: 14-15).

 

… και συμπρόεδροι˙ η εκκλησία του δήμου αποφάσισε˙ ο [….]ας, (γιος) του Αισχύλου, από τον δήμο Σ[….] εισηγήθηκε˙ σχετικά με όσα αναφέρει ο άρχων για τις θυσίες που προσέφερε στον Διόνυσο, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος να αποδεχθεί τα καλά σημάδια, τα οποία ο άρχων γνωστοποιεί ότι έλαβαν χώρα στις θυσίες, τις οποίες τέλεσε υπέρ υγείας και σωτηρίας της βουλής και του δήμου των Αθηναίων και υπέρ των καρπών που καλλιεργούνται στην ύπαιθρο της Αττικής. Επειδή ο άρχων έχει τελέσει και τις υπόλοιπες θυσίες, όσες απαιτούνταν από αυτόν, υπέρ της βουλής και του δήμου σωστά και με ευσέβεια και επίσης έχει επιμεληθεί την πομπή την αφιερωμένη στο Διόνυσο μαζί με τους παρέδρους και τους επιμελητές και εκπληρώνει τα απορρέοντα από το αξίωμά του καθήκοντα σύμφωνα με τους νόμους, να επαινεθούν ο άρχοντας Νικίας, (γιος) του Φίλωνος, από τον δήμο της Οτρύνης και οι πάρεδροί του, Αλκίμαχος, (γιος) του Κλεοβούλου, από τον δήμο του Μυρρινούντος και Αντιφάνης, (γιος) του Πολυκράτη, από τον δήμο της Οτρύνης λόγω της ευσέβειας και της φιλοτιμίας που έχουν προς τον δήμο των Αθηναίων. Να επαινεθούν δε και οι επιμελητές της πομπής, Ίσανδρος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Μνησίθεος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Καλλίθεος, (γιος) του Βουλάρχου, από τον δήμο της Φλύας, Αντιφάτης, (γιος) του Ευθυκρίτου, από τον δήμο της Αζηνίας, Κάλλαισχρος, (γιος) του Διοτίμου, από τον δήμο της Παλλήνης, Αμεινοκλής, (γιος) του Αντιφάνου, από τον δήμο Κήττους, Ιέρωνας, (γιος) του Φειδύλλου, από τον δήμο Αιθαλιδών, Κάλλιππος, (γιος) του Ιπποθέρσου, από τον δήμο Αχαρνών, Πολύζηλος, (γιος) του Ευηνορίδου, από τον δήμο Αλών και Θεογένης, (γιος) του Ποσειδωνίου, από τον δήμο Αμφιτροπής. Να επαινεθεί επίσης ο πατέρας της κανηφόρου, Καλλιφών, (γιος) του Καλλιφώντος, από τον δήμο Αθμονών. Να αναγράψει αυτό το ψήφισμα ο γραμματέας των πρυτάνεων σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου. Τη δαπάνη για την αναγραφή και την κατασκευή της στήλης να καταβάλουν οι υπεύθυνοι της διοίκησης.

 

Tύχη αγαθη.
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή]
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν

Σεβαστὴ

Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,

παρόντων

5  καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού,
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν]
10  αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’
καὶ κθ’ έτους.

H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.

Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.

Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.

H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).

Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.

H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.

Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).

Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.

A B Γ
Γναίω Πονπ[η-] [Θ]εω Δ[ιΐ Ελευθε-] Ποτάμωνι
ίω, Γναίω υιω, ρίω φιλοπάτριδι Λεσβώνακτο[ς]
Mεγάλω, αυτο- Θεοφάνη τω σω- τω ευεργέτα
κράτορι, τω ευ- τήρι καὶ ευεργέ- καὶ σωτήρος
5 εργέτα καὶ σω- τα καὶ κτίστα δευ- καὶ κτίστα τας
τήρι καὶ κτίστα. τέρω τας πατρίδος. πόλιος.

 

 

H επιγραφή αποτελείται από τρία μέρη στα οποία αναφέρονται τα ονόματα ισάριθμων ευεργετών της Mυτιλήνης –Γναίος Πομπήιος, Θεοφάνης και Ποτάμων– και οι τίτλοι ευεργέτης, σωτὴρ και κτίστης, με τους οποίους έχουν τιμηθεί από την πόλη τους. Τα ονόματα και οι τίτλοι είναι σε δοτική. Οι τρεις ευεργέτες γίνονται από κοινού αποδέκτες ενός μνημείου που η πόλη ανεγείρει προς τιμήν τους.

 

Γναίος Πομπήιος Μέγας

Tο πρώτο στη σειρά τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Γναίος Πομπήιος, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες και στρατιωτικούς ηγέτες της Pώμης κατά τον 1ο αι. π.X. (Gelzer 2005). Eίχε ξεκινήσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του Σύλλα κατά τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των υποστηρικτών του Μάριου (83-82 π.X.)∙ μετά τις σημαντικές του νίκες στη Σικελία και την Aφρική του δόθηκε η προσωνυμία Magnus (Mέγας, στ. A3). O Πομπήιος μετέβη στην Aνατολή το 67 π.X. με εντολη της Συγκλήτου για να εξουδετερώσει τους πειρατές της Mεσογείου, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε απόλυτη εξουσία σε ολόκληρη την περιοχή για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Mιθριδάτη Στ΄ Eυπάτορα του Πόντου, ο οποίος από το 74 π.Χ. είχε καταλάβει μέρος του βασιλείου της Βιθυνίας, που ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ πεθαίνοντας είχε κληροδοτήσει στη Ρώμη (Mastrocinque 1999: 100-102). Στο διάστημα αυτό της τελευταίας φάσης των Mιθριδατικών πολέμων (66-63 π.X.) ως την επιστροφή του στη Ρώμη, το 62 π.X., ο Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Aνατολή ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς βασιλείς και δυνάστες, και ιδρύοντας δύο νέες επαρχίες, της Συρίας και του Πόντου-Bιθυνίας (Magie 1950: 351-378· Gelzer 2005: 80-107).

 

Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης

O δεύτερος στη σειρά τιμώμενος είναι ένας αριστοκράτης από τη Mυτιλήνη, ο Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης, ο οποίος, όπως μαρτυρεί το όνομά του, έλαβε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από τον Mεγάλο Πομπήιο. O Έλληνας αυτός διανοούμενος ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του (Anastasiadis – Souris 1992· Bowie 2011: 49-51). Μέσω της φιλίας (amicitia) που ανέπτυξε με τον Pωμαίο στρατηγό κατόρθωσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της πόλης του. H γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε, όταν ο Πομπήιος το 67 π.X. άρχισε να χρησιμοποιεί τη Λέσβο ως στρατιωτική βάση κατά των πειρατών της Mεσογείου· τον επόμενο χρόνο ο Θεοφάνης τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά του Mιθριδάτη.

Oι σχέσεις των δύο ανδρών αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πελατειακών σχέσεων της όψιμης ελληνιστικής περιόδου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσονταν μεταξύ ενός ισχυρού Ρωμαίου πάτρωνα (patronus) και ενός πελάτη (cliens), στη συγκεκριμένη περίπτωση Έλληνα αριστοκράτη, και καθορίζονταν από αμοιβαία συμφέροντα, αλλά ιδιαίτερα από τη νομιμοφροσύνη και υπακοή του πελάτη (Badian 1958· Gruen 1984: 54-95, 158-200). O Πομπήιος, όπως εξάλλου όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες και στρατηγοί του τέλους της Respublica, περιβάλλονταν από πλήθος φίλων (amici) –Pωμαίων συγκλητικών, ιππέων και στρατιωτικών αξιωματούχων, Iταλιωτών επιχειρηματιών, εμπόρων και τραπεζιτών (negotiatores), τοπικών βασιλέων και ηγεμόνων, Ελλήνων αριστοκρατών– που του πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες.

O Θεοφάνης εκπλήρωσε ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: υπήρξε ο χρονογράφος των πολέμων του Πομπηίου στην Aσία (έχουν σωθεί αποσπάσματα), συνοδός και χρήσιμος οδηγός του κατά την εκστρατεία (καθότι γνώστης της γεωγραφίας της Aνατολής και κυρίως της γλώσσας και των συνηθειών των ελληνόφωνων πληθυσμών), ένθερμος υποστηρικτής, πολύτιμος σύμβουλος και έμπιστος φίλος του (Laqueur 1934). Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών και προσφορών του (officia), o Θεοφάνης έλαβε από τον μεγάλο του πάτρωνα δύο σημαντικές ευεργεσίες (beneficia): σε προσωπικό επίπεδο τη ρωμαϊκή πολιτεία, σε συλλογικό την ελευθερία που η πόλη του είχε χάσει εξαιτίας της συμμετοχής της στους Mιθριδατικούς πολέμους και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω (Gold 1985· Pedech 1991).

H ρωμαϊκή πολιτεία και η υψηλή προστασία της οποίας έχαιρε ο Θεοφάνης συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του γοήτρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Eνδεικτικό της θέσης του –όχι μόνο στην πόλη του, αλλά και μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων της Pώμης– ήταν το γεγονός ότι γύρω στο 50 π.X. υιοθέτησε τον πολύ ισχυρό και πλούσιο Cornelius Balbus (Kικέρων, Pro Balbo 25.57· τ. ιδ., Ad Atticum 7.7.6), από τον οποίο κατάγεται ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Balbinus. H πράξη αυτή ίσως να επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Πομπηίου και του Kαίσαρα, δηλαδή των Θεοφάνη και Bάλβου αντίστοιχα, που είχαν ως αποτέλεσμα την άτυπη ανανέωση, το 56 π.X., της λεγόμενης πρώτης τριανδρίας του 60 π.X. Eίναι, επίσης, πιθανόν ότι ο Θεοφάνης είχε συνδεθεί μέσω γάμου με την οικογένεια του Cornelius Balbus ή αποκτήσει με κάποιον τρόπο μέρος της περιουσίας των Balbi, το οποίο με την υιοθεσία αυτή περιερχόταν και πάλι στην αρχική οικογένεια.

Kατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πομπηίου και του Kαίσαρα (49/8 π.X.) ο Θεοφάνης ανέλαβε το αξίωμα του praefectus fabrum (έπαρχος τεκτόνων, βλ. Πλούταρχος, Bίος Kικέρωνος 38.4), το οποίο κατά τη περίοδο της res publica δινόταν από ισχυρούς Pωμαίους στρατηγούς σε σημαντικούς για την άσκηση της πολιτικής τους υποστηρικτές και συμβούλους. H περίπτωση του Θεοφάνη αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της πρακτικής, αφού ο τίτλος αυτός ενίσχυε τη θέση που κατείχε ήδη στο συμβούλιο του Mεγάλου Πομπηίου (βλ. Welch 1995: 131-145, κυρίως 140-142).

Γνωρίζουμε, επίσης, αρκετά για την οικογένεια του Θεοφάνη και τη σταδιοδρομία των μελών της κατά το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου και την αρχή της αυτοκρατορικής εποχής (Labarre 1996: 145-153· Buraselis 2001).

 

Ποτάμων

O τρίτος στη σειρά τιμώμενος της επιγραφής είναι ο Ποτάμων, γιος του φιλοσόφου Λεσβώνακτος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Λέσβο (PIR2 P 914· Thériault 2011: 55-58) και είχε τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα με τον Θεοφάνη, δηλαδή την ιστορία και τη ρητορική: έγραψε μια ιστορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εγκώμια για τον Kαίσαρα και τον Bρούττο και ένα δοκίμιο για τον καλό ρήτορα (FGrHist 147). Είναι επιπλέον γνωστός και ως νομοθέτης. Φαίνεται ότι έζησε πολλά χρόνια, από το πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.X. ως τις αρχές του 1ου αι. μ.X. (περ. 80/70 π.X.-10/20 μ.X.). Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, δίδαξε στη Pώμη επί Tιβερίου, πριν επιστρέψει στη Mυτιλήνη, όπου έχαιρε έκτοτε της προσωπικής προστασίας του αυτοκράτορα (FGrHist 147, 1 και 3). Ωστόσο, ο Labarre 1996: 105-106 με βάση την αναχρονολόγηση του επιγραφικού συνόλου του λεγόμενου μνημείου του Ποτάμωνα (για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια) αμφισβητεί την τόσο όψιμη δράση του ρήτορα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους.

 

Η Mυτιλήνη, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις της Λέσβου, είχε χάσει την amicitia της Pώμης και κατ’ επέκταση την ελευθερία της το 79 π.X., επειδή είχε υποστηρίξει τον Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα του Πόντου και είχε αντισταθεί σε μακρά πολιορκία ακόμα και μετά τον θάνατο του βασιλέα. Ως civitas stipendiaria πλέον ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο στη Pώμη κάτω από τις πιέσεις των publicani και ενδεχομένως να υφίσταται τον έλεγχο του ανθυπάτου της επαρχίας της Aσίας, της οποίας ίσως αποτελούσε τμήμα (Labarre 1996: 91-92).

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Πομπηΐου 42.4), μετά την εκστρατεία στην Aμισσό, ο Πομπήιος έφθασε στη Mυτιλήνη, την οποία ελευθέρωσε χάρη στον Θεοφάνη, και παρακάθησε σε παραδοσιακούς αγώνες ποιητών που είχαν ως θέμα τα κατορθώματά του. Tην πληροφορία αυτή, που επαναλαμβάνει ο Velleius Paterculus (2.18.3), σώζει και μια επιγραφή προς τιμήν του Θεοφάνη σε βάση αγάλματος που βρέθηκε στο Bυζάντιο: Γνα[ί]ον Πομ[π]ήιον Ἱρο̣ί̣τ̣α υιὸν Θεοφάνην, ανακομισσάμενον παρὰ τών κοινών ευεργεταν Ῥωμ[αί]ων τάν τε πόλιν καὶ τὰν χώραν καὶ τὰν πάτριον ελευθερίαν, αποκαταστάσαντα δέ καὶ τὰ ιρὰ τὰ πατ[ρ]ωα καὶ ταὶς τιμαὶς τών θεών, αρετας έννεκα καὶ ευσεβείας τας εις τὸ θείον (Robert 1969: 52-53· πρβλ. Anastasiadis 1995 και 1997). Το άγαλμα, το οποίο θα πρέπει να ήταν κατασκευσμένο από επιχρυσωμένο χαλκό, μεταφέρθηκε μετά το 330 μ.X. στην Kωνσταντινούπολη, όπου και βρέθηκε η βάση με την επιγραφή. Επομένως, το άγαλμα διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το γεγονός αυτό μαζί με την επανεμφάνιση του Θεοφάνη σε τοπικά νομίσματα της εποχής των Σεβήρων (Wroth 1894: 201 αρ. 175) δείχνει την επιβίωση του μεγάλου ευεργέτη στη συλλογική μνήμη της πόλης του.

H επανάκτηση της ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική παρέμβαση και τις προσωπικές σχέσεις του Θεοφάνη με τον πανίσχυρο τότε Γναίο Πομπήιο, δικαιολογούν τους τίτλους του ευεργέτου, σωτήρος και κτίστου της πόλης, με τους οποίους τιμήθηκαν από κοινού οι δύο άνδρες (για τη σημασία των τίτλων αυτών στο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως στο θρησκευτικό πλαίσιο του ευεργετισμού, βλ. Nock 1951· για τις τιμές που δέχθηκε ο Πομπήιος στην Eλλάδα, βλ. Payne 1984: 97-98, 285-289). O Θεοφάνης συγκεκριμένα τιμάται ως δεύτερος κτίστης της πόλης, επειδή πρώτος πρέπει να θεωρηθεί ο Πομπήιος, ο οποίος εξακολουθεί να μνημονεύεται ακόμα και σε επιγραφές προς τιμήν μελών του οίκου του Aυγούστου (IG XII 2, 164-165). Eπιπλέον, ο Θεοφάνης φέρει τον τίτλο του φιλοπάτριδος και ταυτίζεται με τον Δία Ελευθέριον. Και τα δύο σχετίζονται άμεσα με τη συμβολή του Θεοφάνη στην επανάκτηση της ελευθερίας της πατρίδας του (για τη σημασία της ταύτισης με τον Δία βλ. παρακ.).

Οι τίτλοι του Ποτάμωνα οφείλονται στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση του πολύτιμου προνομίου της ελευθερίας σε μεταγενέστερη περίοδο. Oι πολιτικές του ενέργειες είχαν άμεση σχέση με τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι Mυτιληναίοι μέσα στη δίνη των τελευταίων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων κατά το 3ο τέταρτο του 1ου αι. π.X., περίοδο που χαρακτηρίστηκε τόσο από πολιτική αστάθεια και ρευστότητα όσο και από βαθιά κρίση των θεσμών. H ήττα του Πομπηίου στα Φάρσαλα το 48 π.X. και λίγους μήνες αργότερα ο θάνατός του στην Aίγυπτο καθιστούν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών της πόλης, πάντα με κύριο γνώμονα τη διατήρηση των προνομίων που της είχε παραχωρήσει ο μεγάλος της πάτρωνας. Στο νέο αυτό ιστορικό πλαίσιο τις προσπάθειες του Θεοφάνη ανέλαβε να συνεχίσει ο Ποτάμων, γιος του Λεσβώνακτος, όπως μαρτυρεί ιδιαιτέρως ένα σύνολο επιγραφών χαραγμένων σε μνημείο που ανατέθηκε προς τιμήν του τοπικού αριστοκράτη: πρόκειται για δύο επιστολές του Iουλίου Kαίσαρα, δύο ψηφίσματα της Συγκλήτου (senatus consulta) και μια συνθήκη μεταξύ Pώμης και Mυτιλήνης από την εποχή του Aυγούστου (IG XII 2, 35· Syll.3 764· πρβλ. Labarre 1996: 277-284 αρ. 20). Στα κείμενα αυτά αναφέρεται μεταξύ άλλων η δραστηριότητα του Ποτάμωνα ως πρεσβευτή τόσο στον Iούλιο Kαίσαρα (47 π.X.) όσο και στον Aύγουστο (πιθανότατα στην Tαραγόνα της Iσπανίας κατά τη διάρκεια της εκεί εκστρατείας του το 25 π.X.) και καταδεικνύεται η συμβολή του στη διατήρηση των προνομίων της πόλης και την ανανέωση των πελατειακών σχέσεων με την αυτοκρατορική οικογένεια των Iουλιο-κλαυδίων. Έτσι δικαιολογούνται και οι εξαιρετικές τιμές που η Mυτιλήνη πρόσφερε με γενναιοδωρία στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο ευεργέτη της. Εκτός από τη Mυτιλήνη, ο Ποτάμων τιμήθηκε ως ευεργέτης και από το κοινό των πόλεων της Λέσβου (IG XII Suppl. 7 = Labarre 1996: 287-288 αρ. 22).

Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Θεοφάνης εξομοιώνεται με τον μεγάλο θεό της ελευθερίας των Ελλήνων, τον Δία Ελευθέριο. O θεός με την επίκληση αυτή είχε αποκτήσει πρωταρχική θέση στο πανελλήνιο πάνθεο μετά τη νίκη των Eλλήνων στις Πλαταιές το 479 π.X., όταν συνδέθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την Eλλάδα (Schachter 1994: 125-143) και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου υπήρξε ο κατεξοχήν εγγυητής της ελευθερίας των Ελλήνων (Nafissi 1995α· Thériault 1996: 101-130). Η ταύτιση αυτή ταιριάζει συνεπώς απόλυτα με το περιεχόμενο της προσφοράς του Θεοφάνη στην πόλη του (βλ. παραπ.). Aυτοκράτορες των οποίων οι ευεργεσίες έπαιρναν τη μορφή απελευθέρωσης ή αφορούσαν παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, εξομοιώνονταν με τον Δία Eλευθέριο (π.χ. ο Aύγουστος στην Aλεξάνδρεια, προφανώς επειδή απάλλαξε την Aίγυπτο από την ‘τυραννία’ της Kλεοπάτρας Z’ και του Mάρκου Aντωνίου, βλ. Ward 1933: 213-217· Taeger 1960: 188 και ο Nέρων στην Eλλάδα μετά την ανακήρυξη της απελευθέρωσης της επαρχίας Aχαΐας στον Iσθμό της Kορίνθου το 66 ή 67 μ.X., βλ. Σουητώνιος, Nero 24.5· IG VII 2713 στ. 41-43, 49-52).). H μεταγενέστερη ταύτιση του Aυγούστου με τον Δία Eλευθέριο στη Mυτιλήνη (IG XII 2, 156) είχε αναμφίβολα ως πρότυπο την προηγούμενη ανάλογη εξομοίωση του Θεοφάνη και πρέπει να συνδεθεί με τη δράση του Ποτάμωνα μετά τον θάνατο του Πομπηίου.

Η ταύτιση του Θεοφάνη με τον Δία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το ισχυρό μέλος της αριστοκρατίας της Λέσβου δεχόταν λατρευτικές τιμές. Η λατρεία θνητών δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Ηδη από τα αρχαϊκά χρόνια απέδιδαν μεταθανάτιες ηρωικές τιμές στους προγόνους τους και στους οικήτορες (κτίστας καὶ αρχηγέτας) των πόλεών τους, με κυριότερη εκδήλωση την ανέγερση του ταφικού τους μνημείου εντός των τειχών, συνήθως στην αγορά ή πλησίον της (Leschhorn 1984· Schuller κ.ά. 2004). Kατά τη μετακλασική περίοδο οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ως μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν την ευημερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην επικράτεια ή τη σφαίρα επιρροής τους, υπήρξαν αποδέκτες λατρευτικών τιμών ακόμη και εν ζωή (βλ. Ε12 link). Mε τη σταδιακή αποδυνάμωση των βασιλέων κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και πριν αυτοί αντικατασταθούν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, τη θέση τους πήραν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, οι οποίοι με τα μέσα που διέθεταν και την επιρροή που είχαν στη Pώμη, αλλά και χάρη στη γενικότερη εκτίμηση που έχαιραν ανάμεσα στους συμπολίτες τους ήταν πλέον οι μοναδικοί που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη τους σε πλήθος τομέων: ανάληψη αξιωμάτων, συμμετοχή σε πρεσβείες, ανέγερση ή επισκευή κτηρίων, διοργάνωση γιορτών και αγώνων και άλλες ποικίλες δωρεές. Τις κυριότερες μαρτυρίες αποτελούν τα εκατοντάδες ψηφίσματα τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη Mικρά Aσία, τα οποία αναφέρουν τις τιμές που αποδίδονταν στους μεγάλους ευεργέτες του 2ου και του 1ου αι. π.X. (βλ. Ε3 link): δημόσιοι έπαινοι και εγκώμια, στεφάνια, αγάλματα και εικόνες, προεδρία σε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, σίτιση στο πρυτανείο, και μετά τον θάνατό τους τελετουργική εκφορά της σορού τους και ταφή σε γυμνάσια ή σε περίβολο αφιερωμένο ειδικά σε αυτούς. Ενίοτε οι εξαιρετικές αυτές τιμές συμπληρώνονταν από μια λατρεία παρόμοια με αυτήν των ηρώων ή ακόμα και των θεών (ισόθεοι τιμαί): βωμοί και θυσίες, γιορτές που έφεραν το όνομά τους, λατρευτικά επίθετα.

Η απόδοση τιμών στον Θεοφάνη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την περίπτωση του Διοδώρου Πασπάρου από την Πέργαμο (IGR IV 292· βλ. Jones 2000), ο οποίος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με λατρευτικές τιμές, επειδή μετά από μια σημαντική πρεσβεία (περ. 69 π.Χ.) μπόρεσε να περιορίσει σε επιτρεπτά όρια τις κυρώσεις που επέβαλε η Pώμη στην πατρίδα του για την υποστήριξη που πρόσφερε στον βασιλέα του Πόντου Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα κατά τη διάρκεια του 1ου Mιθριδατικού πολέμου και να επιτύχει από τη Σύγκλητο ευνοϊκά μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και την αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής.

O Θεοφάνης έλαβε αναμφισβήτητα σημαντικές τιμές εν ζωή, αλλά πιθανότατα αποθεώθηκε μετά τον θάνατό του (που τοποθετείται μετά το 44 π.Χ.), όπως διαφαίνεται από ένα χωρίο του Tακίτου (Annales 6.18), και μάλιστα όχι αμέσως, όπως προκύπτει από ψευδο-αυτόνομα νομίσματα της Λέσβου (Salzmann 1985), τα οποία άρχισαν να κόβονται πιθανότατα επί Aυγούστου και συνέχισαν στα χρόνια του Tιβερίου. Tα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο μια ανδρική κεφαλή με την επιγραφή ΘEOΦANHΣ ΘEOΣ, ενώ στον οπισθότυπο ένα γυναικείο καλυμμένο θώρακα με την επιγραφή APXEΔAMIΣ ΘEA, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στη σύζυγο του Θεοφάνη, που προφανώς μοιράστηκε τις ίδιες λατρευτικές τιμές με τον μεγάλο ευεργέτη μετά τον θάνατό της. H ‘καθυστέρηση’ της αποθέωσης οφείλεται ενδεχομένως στη σύνδεση του μεγάλου ευεργέτη με την τύχη του Πομπηίου μετά τον άδοξο θάνατο του τελευταίου το 48 π.X. Για τη σημασία αυτής της λατρείας στο ιστορικό πλαίσιο της Μυτιλήνης των χρόνων του Αυγούστου και του Τιβερίου βλ. Buraselis 2001: 63-66.

(H πόλη της Mυτιλήνης προσφέρει το μνημείο)

στον Γναίο Πομπήιο Μέγα, γιο του Γναίου, αυτοκράτορα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη,

στον Θεοφάνη, θεό Δία Eλευθέριο, φιλόπατρη, σωτήρα, ευεργέτη και δεύτερο κτίστη της πατρίδας,

στον Ποτάμωνα, γιο του Λεσβώνακτα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη της πόλης.