(1ο χέρι) | |
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου] | |
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς] | |
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής | |
5 | Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ- |
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ- | |
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ- | |
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ- | |
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν | |
10 | ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)- |
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε- | |
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν | |
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα | |
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς | |
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα- | |
15 | τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ |
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι | |
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ | |
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος | |
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε | |
20 | καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου |
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο, | |
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν | |
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού | |
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν | |
25 | τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς |
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό- | |
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας | |
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα- | |
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον | |
30 | δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον |
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος | |
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος | |
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία | |
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα. | |
—— | |
(2ο χέρι) | |
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε- | |
λούτος τής Θέωνος έκαστα | |
40 | ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί . |
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς | |
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα | |
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα. | |
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος | |
45 | Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα. |
Η διδασκαλική που σώθηκε στον P.Oxy. ΙΙ 275 αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης μαθητείας με παροχή άμισθης εργασίας. O Τρύφωνας του Διονυσίου δίνει τον γιο του Θοώνη ως μαθητευόμενο στον υφαντή Πτολεμαίο του Παυσιρίωνα, προκειμένου να τον διδάξει την υφαντική τέχνη για χρονικό διάστημα ενός έτους.
Ο τύπος του νομικού εγγράφου: το «ιδιωτικό πρωτόκολλο»
Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ηγεμονία) τα νομικά έγγραφα που συντάσσονταν στην Αίγυπτο από υπαλλήλους και συμβολαιογράφους των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. στα αγορανομεία και τα γραφεία) ονομάζονταν δημόσιοι χρηματισμοί και διακρίνονταν κυρίως από τη θέση της ημερομηνίας στην αρχή του κειμένου και τη χρήση του πρωτοκόλλου (Wolff 1978: 86-87, 139-140· Mitteis 1912: 58-61), δηλαδή της τριτοπρόσωπης δήλωσης της πράξης στην αρχή του κύριου περιεχομένου του νομικού κειμένου. Σε αυτήν την κατηγορία κειμένων παρατηρείται και η χρήση της ομολογίας, δηλωθείσας με το ρήμα ομολογέω-ώ. Υπήρχαν όμως και είδη νομικών εγγράφων, όπως π.χ. το χειρόγραφον, τα οποία συντάσσονταν από ιδιώτες, και ως εκ τούτου δεν είχαν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών. Διακριτικά στοιχεία αυτών αποτελούν η θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κύριου περιεχομένου του εγγράφου και η χρήση του πρώτου προσώπου, με ή χωρίς τη χρήση ομολογίας (Mitteis 1912: 72-75· Schwarz 1961· Wolff 1978: 107).
Το είδος της προς εξέταση σύμβασης μαθητείας είναι το αποκαλούμενο από τους νομικούς παπυρολόγους «ιδιωτικό πρωτόκολλο», ένα είδος εγγράφου το οποίο κατά κανόνα διακρίνεται εκ πρώτης όψεως από τη μακρόστενη μορφή του κειμένου του (20 έως 40 γράμματα ανά αράδα). Η ονομασία αυτού του είδους εγγράφου προκύπτει από το γεγονός ότι συντασσόταν από ιδιώτες, όπως αυτό φαίνεται από τη θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κειμένου, αλλά σε μορφή πρωτοκόλλου προς μίμηση των εγγράφων που γράφονταν από συμβολαιογράφους και υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών (Wolff 1978: 123· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 49-50). Ωστόσο, υπήρχαν κατά την περίοδο της Ηγεμονίας δύο νομικές διαδικασίες, η δημοσίωσις και η εκμαρτύρησις, με τις οποίες το «ιδιωτικό πρωτόκολλο» και το χειρόγραφον μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών (Wolff 1978: 129· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 63).
Οι συμβαλλόμενοι και η δικαιοπραξία
Ο P.Oxy. ΙΙ 275 ανήκει στο αρχείο τού ενός από τους δύο συμβαλλομένους, του υφαντουργού Τρύφωνα (Piccolo 2003), ο οποίος μάλλον έμαθε τη γερδιακὴν τέχνην από τον πατέρα του, τον Διονύσιο (Brewster 1927: 133, 139). Ενώ όμως ο Τρύφωνας θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του, ο τελευταίος επρόκειτο να μαθητεύσει δίπλα σε άλλον υφαντουργό, πρακτική συνήθης στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, πιθανόν γιατί με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά των υφαντουργών καρπώνονταν εμπειρίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στο σπίτι του πατέρα τους (van Minnen 1987: 79). Εκτός αυτού, ήδη από το 52 μ.Χ. ο Τρύφωνας έπασχε από καταρράκτη και μερική απώλεια όρασης (Brewster 1927: 140· Marganne 1994), συνθήκη που καθιστούσε αναγκαία την καθοδήγηση του Θοώνη από άλλον υφαντουργό.
Το εν λόγω δικαιοπρακτικό κείμενο αναφέρει (στ. 1-6) τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία των ατόμων που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα ταυτοποίησης των συμβαλλομένων (Hübsch 1968: 107-108). Συγκεκριμένα καταγράφονται και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη τα ονόματα των γονέων τους συνοδευόμενα από τα πατρώνυμά τους, ενώ μόνο για τον τεχνίτη γίνεται η αναφορά στο επάγγελμά του (γέρδιος). Επίσης, στους στ. 7-9 το κείμενο εμπεριέχει και τα προσωπικά στοιχεία του μαθητευόμενου Θοώνη, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (στ. 8-9).
Στους στ. 6-7 αναγνωρίζεται η πράξη που δημιουργεί την έννομη σχέση μεταξύ των ιδιωτών: ο μέν Τρύφων (ενν. ομολογεί) εγδεδόσθαι. Το ρήμα εκδίδωμι στα νομικά κείμενα έχει τη σημασία του «μεταβιβάζω, διαθέτω», και δηλώνει τη μεταβίβαση ενός ατόμου χωρίς αυτεξουσιότητα από τον κηδεμόνα του σε ένα τρίτο πρόσωπο (Herrmann 1957-1958: 136). Αν και κατά κανόνα στις συμβάσεις μαθητείας δηλώνεται ρητώς ο σκοπός της μεταβίβασης του ατόμου, δηλαδή η κατάρτισή του στην εκάστοτε τέχνη (ώστε μαθείν· Herrmann 1957-1958: 120), στην παρούσα σύμβαση η έκδοσις συνδυάζεται μόνο με την υποχρέωση του Θοώνη, δηλαδή διακονού(ν)τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμενα αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην πασαν (στ. 10-13).
Οι υποχρεώσεις και οι κυρώσεις
Προέχον στοιχείο της παρούσας σύμβασης είναι η κατάρτιση του Θοώνη στην υφαντική τέχνη. Ωστόσο αυτός δεν λαμβάνεται υπόψιν ως δικαιοπρακτών, δηλαδή το έγγραφο αποτελεί μία δικαιοπραξία μεταξύ του κηδεμόνα του μαθητή και του δασκάλου-τεχνίτη (Herrmann 1957-1958: 130).
Με τη σημερινή νομική ορολογία έχουμε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις: ο Τρύφωνας αναλαμβάνει τα έξοδα για τη διατροφή, τον ρουχισμό και τὰ δημόσια πάντα τού παιδός (στ. 17), δηλαδή των φόρων της λαογραφίας (κεφαλικού φόρου) και του χειρωναξίου (ειδικού φόρου επιτηδεύματος) (Herrmann 1957-1958: 126-127· Droß-Krüpe 2011: 110-111), ενώ ο Πτολεμαίος επιβαρύνεται με την παροχή χρηματικής αποζημίωσης στον Τρύφωνα για τα τροφεία και τον ιματισμό του Θοώνη (στ. 17-21).
Δεδομένου ότι κύρια υποχρέωση του Πτολεμαίου ήταν να διδάξει τον Θοώνη την υφαντουργική τέχνη, ο P. van Minnen συμπληρώνει τον στ. 13 (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην>), κάνοντας λόγο για παράλειψη του γραφέα και στηριζόμενος στους στ. 16-19 της σύμβασης μαθητείας SB Χ 10236, από το ίδιο αρχείο (van Minnen 1987: 79 σημ. 171· βλ. BL IX 179). Προς επίρρωσιν αυτής της διόρθωσης αρκεί να τονίσουμε ότι και σε άλλες συμβάσεις μαθητείας γίνεται διαχωρισμός των ομολογιών των δύο συμβαλλομένων με τα μόρια μέν-δέ. Μετά λοιπόν την ομολογία του Τρύφωνα (ο μέν Τρύφων εγδεδόσθαι) το νομικό κείμενο θα έπρεπε θεωρητικά να περιλαμβάνει και αυτήν του Πτολεμαίου (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν>).
Στους στ. 22-33 εμπεριέχονται ρήτρες μέσω των οποίων προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης όρων που διασφαλίζουν, όχι μόνο την παραμονή και την υπακοή του Θοώνη στο πλευρό του Πτολεμαίου για το χρονικό διάστημα του ενός έτους, αλλά και την επιθυμητή έκβαση της μαθητείας, δηλαδή την κατάρτιση του μαθητευομένου στην υφαντική τέχνη. Από τις εν λόγω ρήτρες μαθαίνουμε για τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν στην έννομη σχέση μεταξύ του κηδεμόνα και του δασκάλου-τεχνίτη.
Η υπογραφή και οι υπογραφείς
Ηδη από την πτολεμαϊκή και μέχρι τη βυζαντινή Αίγυπτο τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνταν να πιστοποιήσουν και να επιβεβαιώσουν με την υπογραφή τους τη γνησιότητα του περιεχομένου του νομικού εγγράφου που κατέγραφε τη δικαιοπραξία τους. Ο γραφικός χαρακτήρας της υπογραφής ήταν ένα σημαντικό μέσο για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της και την ταυτοποίηση του υπογράφοντος (Youtie 1981: 189-190). Στην υπογραφή οι συμβαλλόμενοι έγραφαν το όνομα τους και επαναλάμβαναν σε πρώτο πρόσωπο τα βασικά σημεία του νομικού εγγράφου, δηλαδή κατά κανόνα την αναγνώριση της πράξης και την κύρια υποχρέωση που προέκυψε από αυτή. Αρκετές φορές ωστόσο το περιεχόμενο της υπογραφής ήταν πιο γενικό και περιληπτικό, όπως αυτό συμβαίνει στην υπογραφή του υφαντή Πτολεμαίου (στ. 39-40: έκαστα ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί· Wolff 1978: 164-165).
Στους στ. 41-43 ωστόσο δηλώνεται ότι η υπογραφή του Πτολεμαίου δεν έχει γραφτεί από το δικό του χέρι αλλά από αυτό του Ζωίλου, γιατί δεν γνώριζε γράμματα. Ο υφαντής Πτολεμαίος μάλλον ανήκε στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες υπηκόων που δεν γνώριζαν γραφή, τους αγραμμάτους ‒ η δεύτερη ήταν αυτή των βραδέως γραφόντων, όσων δηλαδή μπορούσαν να γράψουν στα ελληνικά το όνομά τους και δύο ή τρείς αράδες, αν τους δινόταν αρκετός χρόνος. Τόσο οι αγράμματοι όσο και οι βραδέως γράφοντες είχαν ανάγκη τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου που ήταν ικανό να γράψει αντιστοίχως όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της υπογραφής τους (Youtie 1981: 188· Wolff 1978: 164). Επειδή όμως ο υπογραφεὺς δεν ήταν υπεύθυνος μόνο για τη σύνταξη της υπογραφής του ατόμου που εκπροσωπούσε, αλλά και για τον έλεγχο του περιεχομένου του νομικού εγγράφου, έπρεπε να είναι ένα έμπιστο άτομο, συγγενής ή φίλος, αλλιώς η προσφυγή σε έναν επαγγελματία γραφέα ήταν απαραίτητη (Kraus 2000: 327).
Αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον ο Τρύφωνας του Διονυσίου, γιου του Τρύφωνα και της Θαμούνιος, κόρης του Οννώφρη, και ο υφαντής Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, (στ. 5) κόρης του Θέωνα, αμφότεροι κάτοικοι της πόλης των Οξυρύγχων, ο μεν Τρύφωνας ότι έχει παραδώσει ως μαθητευόμενο στον Πτολεμαίο τον ανήλικο ακόμα γιο του Θοώνη της Σαραεύτος, κόρης του Απίωνα, για χρονικό διάστημα (στ. 10) ενός έτους από τη σημερινή ημέρα για να διακονεί και εκτελεί όλα όσα του υπαγορεύονται από τον Πτολεμαίο σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα της υφαντικής τέχνης. Ο δε Πτολεμαίος ομολογεί ότι θα διδάξει στον ανήλικο την υφαντική τέχνη στον βαθμό που την κατέχει ο ίδιος, ενώ ο ανήλικος θα τρέφεται και θα ντύνεται (στ. 15) κατά τη διάρκεια όλου του έτους από τον πατέρα του Τρύφωνα, στον οποίο και θα επιβληθούν όλοι οι φόροι του ανηλίκου, υπό τον όρο ότι ο Πτολεμαίος θα του δίνει μηνιαίως για τα έξοδα της διατροφής πέντε δραχμές, (στ. 20) και κατά την ολοκλήρωση όλου του έτους για τα έξοδα του ρουχισμού δώδεκα δραχμές, χωρίς να επιτρέπεται στον Τρύφωνα να αποσπάσει τον ανήλικο από τον Πτολεμαίο μέχρι να συμπληρωθεί το έτος, και όσες τυχόν (στ. 25) μέρες δεν είναι συνεπής (ο μαθητευόμενος) κατά τη διάρκεια αυτού, τόσες θα τον διαθέσει (ο πατέρας του) μετά το πέρας του έτους, ει δε μη, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για κάθε μέρα μία ασημένια δραχμή και στην περίπτωση απόσπασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του έτους να εκτίσει τη χρηματική ποινή (στ. 30) των εκατό δραχμών και στο δημόσιο ταμείο το ίδιο ποσό. Εάν όμως και ο Πτολεμαίος δεν διδάξει τον ανήλικο, θα υπέχει ως ένοχος τις ίδιες ποινές. Η παρούσα σύμβαση μαθητείας έχει ισχύ. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα (στ. 35) Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού. (2ο χέρι) Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, κόρης του Θέωνα, (στ. 40) θα πράξω κάθε ένα από αυτά κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου. Ζωίλος του Ώρου, γιου του Ζωίλου, και της Διεύτος, κόρης του Σωκέα, έγραψα εκ μέρους του καθότι δεν γνωρίζει γράμματα. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα (στ. 45) Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού.
Αλεξάνδρου τού Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει εβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρε- | |
σκαιδεκάτωι μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Hρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Hρακλείδης | |
Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρὰ τού πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τής μητρὸς Φιλωτίδος ελεύθερος | |
ελευθέραν προσφερομένην ειματισμὸν καὶ κόσμον (δραχμών) (χιλίων), παρεχέτω δέ Hρακλείδης Δημητρίαι | |
5 | όσα προσήκει γυναικὶ ελευθέραι πάντα, είναι δέ ημας κατὰ ταυτὸ όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι |
βουλήι Λεπτίνηι καὶ Hρακλείδηι. Ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου Δημητρία, | |
στερέσθω ωμ προσηνέγκατο πάντων, επιδειξάτω δέ Hρακλείδης ότι άν εγκαλήι Δημητρίαι εναντίον ανδρών τριών, | |
οὓς άν δοκιμάζωσιν αμφότεροι. Μὴ εξέστω δέ Hρακλείδηι γυναίκα άλλην επεισάγεσθαι εφ’ ύβρει Δημητρίας μηδέ | |
τεκνοποιείσθαι εξ άλλης γυναικὸς μηδέ κακοτεχνείν μηδέν παρευρέσει μηδεμιαι Hρακλείδην εις Δημητρίαν· | |
10 | ειὰν δέ τι ποιών τούτων αλίσκηται Hρακλείδης καὶ επιδείξηι Δημητρία εναντίον ανδρών τριών, οὓς άν δοκιμάζωσιν |
αμφότεροι, αποδότω Hρακλείδης Δημητρίαι τὴμ φερνὴν ήν προσηνέγκατο (δραχμὰς) (χιλίας) καὶ προσαποτεισάτω αργυρί- | |
ου Αλεξανδρείου (δραχμὰς) (χιλίας). H δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης Δημητρίαι καὶ τοίς μετὰ | |
Δημητρίας πράσσουσιν έκ τε αυτού Hρακλείδου καὶ τών Hρακλείδου πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών. H δέ συγγραφὴ | |
ήδε κυρία έστω πάντηι πάντως ὡς εκεί τού συναλλάγματος γεγενημένου, όπου άν επεγφέρηι Hρακλείδης κατὰ | |
15 | Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες επεγφέρωσιν κατὰ Hρακλείδου. Κύριοι δέ έστωσαν Hρακλεί- |
δης καὶ Δημητρία καὶ τὰς συγγραφὰς αυτοὶ τὰς αυτών φυλάσσοντες καὶ επεγφέροντες κατ΄ αλλήλων. Μάρτυρες | |
Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος | |
Κώιος. |
Πρόκειται για ένα συμβόλαιο γάμου και μάλιστα το αρχαιότερο που έχει σωθεί, το οποίο αποκαλείται συγγραφὴ συνοικισίας (στ. 2). Στο πρώτο τμήμα του συμβολαίου (στ. 2-4) δηλώνεται ότι ο Ηρακλείδης από την Τήμνο λαμβάνει τη Δημητρία ως νόμιμη σύζυγό του (γυναίκα γνησίαν) από τον πατέρα της Λεπτίνη από την Κω και τη μητέρα της Φιλώτιδα και ότι είναι και οι δύο ελεύθεροι. Στη συνέχεια (στ. 4-6) καθορίζεται το ύψος της προίκας που προσφέρει η Δημητρία, ενώ ο Ηρακλείδης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στη Δημητρία όσα ταιριάζουν σε μια ελεύθερη γυναίκα και να καθορίσει από κοινού με τον πατέρα της νύφης τον τόπο διαμονής του ζευγαριού. Στους στ. 6-13 ακολουθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο συζύγων και οι αντίστοιχες κυρώσεις στην περίπτωση που παραβούν κάτι από τα συμφωνηθέντα. Στους στ. 13-16 ορίζεται ότι το συμβόλαιο γάμου θα είναι έγκυρο οπουδήποτε το προσκομίσει είτε ο Ηρακλείδης είτε η Δημητρία και όσοι την αντιπροσωπεύουν, ενώ και τα δύο μέρη έχουν την υποχρέωση να φυλάξουν από ένα αντίγραφο του συμβολαίου, ρήτρα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια φύλασσε συνήθως ένας από τους μάρτυρες· η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να οφείλεται στο ότι πρόκειται για Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και επομένως βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση. Τέλος, αναφέρονται τα ονόματα των έξι μαρτύρων (στ. 16-18).
Μέχρι πρόσφατα το κείμενο αυτό θεωρούνταν το αρχαιότερο ελληνικό έγγραφο που έχει σωθεί σε πάπυρο· τη θέση αυτή, ωστόσο, πήρε ένα έγγραφο που προέρχεται από τη Saqqara και έχει χρονολογηθεί στο 331 π.Χ. (SB XIV 11942· Turner 1974). Συνεχίζει, εντούτοις, να αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο συμβόλαιο γάμου στα ελληνικά.
Συμβόλαια γάμου στους παπύρους της Αιγύπτου
Τα συμβόλαια γάμου που προέρχονται από την Αίγυπτο διακρίνονται σε δύο είδη, τη συγγραφὴν συνοικισίου / συνοικισίας, όπως είναι και το συμβόλαιο που εξετάζουμε, και τη συγγραφὴν ομολογίας (π.χ. P.Tebt. I 104· III 1, 815· P.Paris 13· P.Freib. III 26, 29, 30· P.Hib. II 208).
Στη συγγραφὴν συνοικισίας που εξετάζουμε ο σύζυγος εμφανίζεται να παραλαμβάνει τη νύφη από τον πατέρα της (για τη μνεία και της μητέρας βλ. παρακ.): λαμβάνει Hρακλείδης… (στ. 2-4)· αυτή η διατύπωση αποτυπώνει τον παραδοσιακό θεσμό της έκδοσης, ο οποίος φαίνεται ότι μεταφέρεται από τους Έλληνες στην Αίγυπτο (για την εισαγωγή του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου στην Αίγυπτο βλ. Taubenschlag 1936). Γενικότερα, αυτός ο τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας, έχει θεωρηθεί ως το έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο με έκδοση της γυναίκας και με το οποίο ξεκινούσε η συζυγική ζωή του ζευγαριού. Ο άλλος τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ ομολογίας, έχει θεωρηθεί ως ένα οικονομικό έγγραφο που ρύθμιζε το θέμα της προίκας, συναπτόταν πριν από τον γάμο και –αρχικά τουλάχιστον– δεν περιείχε όρους σχετικούς με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων και τη σχέση μεταξύ τους, θέματα που ρύθμιζε στη συνέχεια η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. ΙII 1, 815 fr. 4, 223/2 π.Χ.). Όμως, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, καθώς η συζυγική ζωή του ζευγαριού ξεκινούσε πολλές φορές ήδη με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας, το έγγραφο αυτό άρχισε να θεωρείται αρκετό για να δηλώσει τον ίδιο τον γάμο. Συνακόλουθα, η συγγραφὴ συνοικισίου έπαψε να θεωρείται απαραίτητη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ενώ όροι που αφορούσαν τη σχέση των δύο συζύγων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους εισήχθησαν στη συγγραφὴν ομολογίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. Ι 104, 92 π.Χ). Οι πάπυροι P.Freib. IIΙ 26, 29, 30 (179/8 π.Χ.) είναι ενδεικτικοί μιας μεταβατικής φάσης: και στις τρεις περιπτώσεις ο γάμος έχει ήδη αρχίσει με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας και η συγγραφὴ συνοικισίου θα συναφθεί μόνον εάν το ζητήσει η γυναίκα.
Οι συμβαλλόμενοι και οι μάρτυρες
Τα συμβαλλόμενα μέρη του συγκεκριμένου συμβολαίου είναι ο σύζυγος Ηρακλείδης (μάλλον στρατιώτης στη φρουρά της Ελεφαντίνης) και ο πατέρας της Δημητρίας, Λεπτίνης (πιθανότατα στρατιώτης ή έμπορος στην ίδια περιοχή). Η Δημητρία αποτελεί απλώς το αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ των ανδρών και δεν συμμετέχει καθόλου στη σύναψη του συμβολαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μια γυναίκα δεν έχει καμία νομική εξουσία και δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει στην υπογραφή ενός συμβολαίου, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιον άνδρα να ενεργεί ως κηδεμόνας της (κύριος). Το ότι η Δημητρία δεν έχει νομική υπόσταση φαίνεται και από το γεγονός ότι στο μέλλον χρειάζεται κάποιους που θα ενεργήσουν εκ μέρους της ως αντιπρόσωποι (οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό που θα ορισθεί να πληρώσει ο σύζυγός της, αν συλληφθεί να παραβαίνει κάποια από τις ορισμένες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις του (στ. 12-13, 15). Οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες μπορεί να είναι ο πατέρας της, ο αδελφός της, άλλοι συγγενείς ή ακόμη και κάποιοι τρίτοι.
Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται, ωστόσο, ότι ο Ηρακλείδης ‘λαμβάνει’ τη Δημητρία όχι μόνο από τον πατέρα της αλλά και από τη μητέρα της Φιλωτίδα. Δεν είναι βέβαιο αν η συμμετοχή της μητέρας στην έκδοση ανάγεται στο δωρικό δίκαιο της Κω, τόπου καταγωγής της οικογένειας της νύφης, καθώς κάποιες επιγραφές από το νησί καταγράφουν τους πολίτες της Κω τόσο με το όνομα του πατέρα όσο και της μητέρας τους (Modrzejewski 1981: 250 και σημ. 75· Pomeroy 1984: 90). ή πρόκειται τελικά για μια εξέλιξη στο θεσμό της έκδοσης που λαμβάνει χώρα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Yiftach-Firanko 2003: 43· Parca 2012: 323). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η χρήση στο στ. 5 του α΄ πληθυντικού προσώπου ημας, που αφήνει να διαφανεί η φωνή του ζευγαριού (Modrzejewski 1981: 249).
Από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο συμβόλαιο για τον τόπο κατοικίας του ζευγαριού (στ. 5), ο οποίος πρέπει να ορισθεί από κοινού από τον σύζυγο και τον πατέρα της νύφης (η μητέρα δεν έχει εδώ κανένα ρόλο), αλλά και από τo ότι ορίζεται με έμφαση η ισχύς του συμβολαίου παντού και η διατήρηση αντιγράφων του από τους δύο συζύγους και όχι από κάποιον συγγραφοφύλακα (στ. 13-16) διαφαίνεται η πιθανότητα μετακίνησης του ζεύγους. Η μετακίνηση, που σχετίζεται ενδεχομένως με το επάγγελμα/ιδιότητα του Ηρακλείδη (στρατιώτης), θα στερούσε από τη Δημητρία τη δυνατότητα να την αντιπροσωπεύσει μέλος της οικογένειάς της σε κάποια νομική διαδικασία, όπως στην περίπτωση της λύσης του γάμου της, αλλά και γενικότερα να της παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Γι᾿ αυτό τον λόγο το συμβόλαιο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να την εκπροσωπήσουν γενικά οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες (στ. 12-13, 15).
Από τους έξι μάρτυρες (στ. 16-18) οι τρεις (Αντικράτης, Λύσις, Διονύσιος) είναι συμπατριώτες του Ηρακλείδη και προφανώς προέρχονται από το περιβάλλον του, ένας, ο Αριστόδικος, κατάγεται από την Κω και προέρχεται μάλλον από το περιβάλλον του πατέρα της νύφης Λεπτίνη, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος από τη Γέλα με το όνομα Κλέων και ένας Κυρηναίος, ο Αριστόμαχος (για την εξαμάρτυρον συγγραφήν βλ. Jur.Pap. σ. 101-103).
Η προίκα
Η προίκα που δίνεται στον Ηρακλείδη από τον πατέρα της Δημητρίας περιγράφεται ως φερνὴ και αποτελείται από ρουχισμό και κοσμήματα, δηλαδή κινητά αντικείμενα που ικανοποιούν τις προσωπικές ανάγκες της νύφης (στ. 4, 11-12). Καθώς την περίοδο αυτή οι μετακινήσεις ήταν συνεχείς, μια προίκα αποτελούμενη από κινητά αντικείμενα θα ήταν πιθανότατα πιο επιθυμητή (Pomeroy 1984: 91). Τέτοιου τύπου προίκα δεν προσφέρει παρά μόνον έμμεσο οικονομικό όφελος στον σύζυγο, καθώς τον απαλλάσσει από το να προμηθεύσει ο ίδιος στη σύζυγό του τα είδη αυτά επιβαρύνοντας τα οικονομικά του δικού του οίκου. Η προίκα (φερνή) της Δημητρίας ορίζεται ότι έχει αξία χιλίων δραχμών, ένα ποσό αρκετά σημαντικό.
Η προίκα ήταν εθιμικά επιβεβλημένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αν και δεν ήταν νομικά απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός γάμου. Προσφερόταν από τον κύριον, τον κηδεμόνα της νύφης, στον μέλλοντα σύζυγο (Wolff 1952: 157-181· Wolff 1957). Στο συμβόλαιο που εξετάζουμε και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η προίκα προσφέρεται στον σύζυγο από τον πατέρα της νύφης. Σε συμβόλαια γάμου του 3ου αι. π.Χ. (π.χ. P.Tebt. ΙII 1, 815) εμφανίζεται ακόμη και η μητέρα μόνη να προσφέρει την προίκα στον σύζυγο της κόρης της, ενώ από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συμβόλαια που προέρχονται από τη χώρα της Αιγύπτου ο σύζυγος δηλώνει ότι έχει λάβει την προίκα απευθείας από την ίδια τη γυναίκα του (π.χ. P.Freib. III 29· P.Tebt. I 104). Ωστόσο, σε ορισμένα συμβόλαια από την Αλεξάνδρεια (συγχωρήσεις) την προίκα εξακολουθούν να προσφέρουν οι γονείς ως και τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. (π.χ. BGU IV 1100, 1102). Η πόλη φαίνεται να είναι πιο συντηρητική σε σχέση με τη χώρα της Αιγύπτου στο θέμα αυτό.
Οι υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο
Στα συμβόλαια γάμου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένα μεγάλο τμήμα αφιερώνεται στις υποχρεώσεις των δύο συζύγων και στις αντίστοιχες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν τις τηρήσουν αλλά και στην ενδεχόμενη διάλυση του γάμου (για τις υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο βλ. και Arnaoutoglou 1995: 17-21· Vérilhac – Vial 1998: 267-279).
Στο υπό εξέταση συμβόλαιο η παράβαση των υποχρεώσεων της συζύγου περιγράφεται σύντομα: ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου (στ. 6). Αν και εν πρώτοις φαίνεται να υπονοείται κυρίως η μοιχεία, υπάρχουν και άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ντροπή στον σύζυγο, όπως η απρεπής δημόσια συμπεριφορά και ενδυμασία της γυναίκας. Ας σημειωθεί ότι σε άλλα συμβόλαια, κυρίως του 2ου αι. π.Χ., ορίζονται επακριβώς οι υποχρεώσεις της γυναίκας. Ο Ηρακλείδης θα πρέπει να αποδείξει τις ενδεχόμενες κατηγορίες εναντίον της συζύγου του μπροστά σε τρεις άντρες τους οποίους θα πρέπει να εγκρίνει και η Δημητρία (στ. 7-8). Η ασαφής διατύπωση των υποχρεώσεων της Δημητρίας αφήνει περιθώριο για διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν η συμπεριφορά της είναι κακή και ντροπιάζει το σύζυγό της. Αν, ωστόσο, οι τρεις άνδρες θεωρήσουν ότι η Δημητρία έχει υποπέσει σε κάποια τέτοια πράξη, θα στερηθεί την προίκα της (στ. 7). Η στέρηση της προίκας της γυναίκας στην περίπτωση διαζυγίου από δική της υπαιτιότητα εμφανίζεται κυρίως στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU IV 1050), ενώ τα περισσότερα συμβόλαια γάμου από την πτολεμαϊκή χώρα, αν και αναφέρουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της συζύγου, δεν κάνουν μνεία κυρώσεων στην περίπτωση που εκείνη δεν τις τηρήσει. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κλασικής Αθήνας σε περίπτωση διάλυσης του γάμου κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες η προίκα επέστρεφε στην οικογένεια της γυναίκας (MacDowell 1996: 140).
Στο προκείμενο συμβόλαιο οι υποχρεώσεις του συζύγου ρυθμίζονται πιο αναλυτικά σε σχέση με αυτές της γυναίκας (στ. 8-9). Ο Ηρακλείδης οφείλει να παρέχει στη σύζυγό του ό,τι ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, δηλαδή όχι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όλα όσα κάνουν μια ελεύθερη γυναίκα σεβαστή –κυρίως ρούχα και κοσμήματα. Απαγορεύεται να φέρει άλλη γυναίκα στο σπίτι ή να αποκτήσει παιδιά από άλλη γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι το συμβόλαιο απαγορεύει μόνο τη μοιχεία που διαπράττεται εντός του οίκου. Δεν απαιτείται μονογαμία εκτός σπιτιού, αρκεί οι ενδεχόμενες ερωτικές σχέσεις να μην οδηγήσουν στην απόκτηση παιδιών. Με την απαγόρευση της απόκτησης παιδιών από κάποια άλλη γυναίκα διασφαλίζεται αφενός η θέση της Δημητρίας ως νόμιμης συζύγου, αφού μόνον εκείνη μπορεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του συζύγου της, και αφετέρου η θέση των παιδιών της. Καθώς στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει τη θέση της γυναίκας ως νόμιμης συζύγου και των παιδιών της ως νόμιμων τέκνων διακρίνοντάς τα από τα νόθα, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη των απαγορεύσεων αυτών στα ιδιωτικά συμβόλαια γάμου (Ogden 1996: 340). Απαγορεύεται, τέλος, ο σύζυγος να κακομεταχειρισθεί (κακοτεχνείν) με οποιονδήποτε τρόπο τη Δημητρία. Η ασάφεια εξασφαλίζει τη σύζυγο από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο και να την προσβάλει στον κοινωνικό της περίγυρο.
Αν ο Ηρακλείδης παραβεί κάποιον από τους όρους του συμβολαίου και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες κοινής αποδοχής, οφείλει όχι μόνο να επιστρέψει την προίκα, αλλά και να καταβάλει, επιπλέον, ως πρόστιμο ένα ποσό ισάξιο αυτής, δηλαδή 1000 δραχμές αργυρίου Αλεξανδρείου (στ. 11-12). Η ενδεχόμενη καταδίκη του συζύγου από τους τρεις άνδρες θα έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης (στ. 12: η δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης∙ για τον όρο αυτό βλ. Wolff 1941) και συνεπάγεται δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του “τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα”, προκειμένου να εισπραχθεί το πρόστιμο των 1000 δραχμών (στ. 11-13). Η φράση πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών είναι τυπική στα ελληνικά κείμενα (π.χ. Δημοσθ., Κατὰ Λακρ. 12), ενώ στα παπυρικά έγγραφα της Αιγύπτου θα αντικατασταθεί σύντομα με μια έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στη γεωγραφία της χώρας: εκ τών υπαρχόντων αυτώι πάντων (βλ. π.χ. P.Freib. IIΙ 30 στ. 28· BGU ΙV 1050 στ. 18). Η κατάσχεση απαντά μόνο σε ένα ακόμη συμβόλαιο από τη χώρα της Αιγύπτου (P.Hib. II 208), ενώ είναι συνήθης στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU ΙV 1050-1052, 1098-1101).
Κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του Αλεξάνδρου, γιου του Αλεξάνδρου, το 14ο έτος της σατραπείας του Πτολεμαίου, το μήνα Δίο. Συμβόλαιο γάμου του Ηρακλείδη και της Δημητρίας. Ο Ηρακλείδης (από την Τήμνο) παίρνει τη Δημητρία από την Κω ως νόμιμη σύζυγό του από τον πατέρα της Λεπτίνη, Κώιο, και τη μητέρα της Φιλωτίδα· και οι δύο είναι ελεύθεροι. Εκείνη φέρει ως προίκα ρουχισμό και κοσμήματα αξίας χιλίων δραχμών και ο Ηρακλείδης θα παρέχει στη Δημητρία (στ. 5) όλα όσα αρμόζουν σε ελεύθερη γυναίκα. Θα ζήσουμε δε μαζί όπου φαίνεται καλύτερο στον Λεπτίνη και τον Ηρακλείδη, αφού αποφασίσουν από κοινού. Εάν η Δημητρία συλληφθεί να κάνει κάποια κακή πράξη που ντροπιάζει τον άνδρα της Ηρακλείδη, να στερηθεί όλα όσα έφερε ως προίκα, ο Ηρακλείδης όμως να αποδείξει ό,τι τυχόν καταγγέλλει εναντίον της Δημητρίας μπροστά σε τρεις άνδρες τους οποίους θα εγκρίνουν και οι δύο. Να μην επιτρέπεται στον Ηρακλείδη να φέρει στο σπίτι άλλη γυναίκα προσβάλλοντας τη Δημητρία, ούτε να τεκνοποιήσει από άλλη γυναίκα, ούτε να κάνει κάποια κακή πράξη ο Ηρακλείδης εναντίον της Δημητρίας με οποιοδήποτε πρόσχημα. (στ. 10) Εάν όμως ο Ηρακλείδης συλληφθεί να κάνει κάτι από αυτά και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες, τους οποίους εγκρίνουν και οι δύο, να αποδώσει ο Ηρακλείδης στη Δημητρία την προίκα χιλίων δραχμών που εκείνη έχει προσκομίσει και να πληρώσει ως πρόστιμο επιπλέον χίλιες δραχμές σε αργυρό νόμισμα του Αλεξάνδρου. Η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της να έχουν το δικαίωμα εκτέλεσης, σαν να επρόκειτο για δίκη που έχει νομίμως ολοκληρωθεί, εις βάρος του ίδιου του Ηρακλείδη και όλης της περιουσίας του, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αυτό το συμβόλαιο να ισχύει από κάθε άποψη, όπου τυχόν ο Ηρακλείδης το προσκομίσει κατά (στ. 15) της Δημητρίας ή η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της το προσκομίσουν κατά του Ηρακλείδη, σαν να είχε γίνει η συμφωνία σε εκείνο το μέρος. Ο Ηρακλείδης και η Δημητρία να έχουν το δικαίωμα να φυλάξει ο καθένας το δικό του συμβόλαιο και να το προσκομίσουν ο ένας κατά του άλλου. Μάρτυρες: Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος Κώιος.
1 | άρχοντος Θεοξένο[υ] τού Φιλαιτώλου, μη[ν]ὸς δ[έ] |
Δαιδαφορίου, βουλευόντων Ε[πι]νίκου [τού Νικο]- | |
στράτου, Σατύρου τού Ζωΐλ[ο]υ· χεὶρ Θεοφίλου το[ύ Ευαμέ]- | |
ρου υπέρ Νικόμαχον Ευδίκου παρόντα καὶ κελεύ[ον]- | |
5 | τα γράψαι υπέρ αυτόν· απέδοτο Νικόμαχος καὶ Νεικ[ὼ] |
τω Απόλλωνι τω Πυθίω επ’ ελευθερία σώματα, οίς ονόματα | |
[Ζ]ωπύρα καὶ τὰ εξ αυτής Παράμον<ον> καὶ Κλέωνα καὶ Ζώπυρον, | |
[τε]ιμας αργυρίου έκαστον αυτών μ[να]ν τ[εσσά]ρων σ[υ]νευα- | |
[ρεσ]τέοντος αυτοίς κα<ὶ> τού υιού αυτών Διονυσίου· καὶ τὰν τε[ι]- | |
10 | [μὰν] απέχομεν πασαν. βεβαιωτὴρ κατασταθεὶς υπ’ [αυτών] |
κατὰ τοὺς νόμους τας πόλιος Λυ<σ>ίμαχος Νικ<ά>νορος, κα[θ]ὼς επίστευσα<ν> τω θεω τὰν ὠνὰν Ζωπύρα καὶ Παράμο- | |
νος καὶ Κλέων καὶ Ζώπ<υ>ρος, εφ’ ᾧτε ελεύθεροι είμεν καὶ ανέπαφοι απὸ πάντω<ν> τὸν πάντα βίον. | |
παραμεινάτωσαν δέ Παράμονος καὶ Κλέων καὶ Ζώπυρος Διονυσίω τὸν τας ζωας αυτού χρόνον | |
ποιούντες τὸ επιτασσόμενον παν τὸ δυνατόν. ει δέ μὴ ποιέοι[σ]αν, εξουσίαν εχέτω Διονύσιος επι- | |
15 | τειμέων τρόπω ᾧ κα θέλη, πλὰν μὴ πολέων. ει δέ τι πάθοι Διονύσιος τών κατ’ άνθρωπον απο- |
λιπὼν τέκνα γνήσια, δότωσαν οι εν τη παραμονη έκαστος δηνάρια εξήκοντα. Ζωπύρα δέ εξουσίαν | |
εχέτω ποιείν ά κα θέλη, μηδενὶ μηδέν προσήκουσα. ει δέ τις εφάπτοιτο τών προγεγραμμένων σωμ[ά]- | |
των επὶ κ<α>τα<δ>ουλισμω, βεβαίην παρεχόντω <τω> θεω τὰν ὠνὰν οί τε αποδόμενοι καὶ ο βεβαιω- | |
τὴρ καὶ οι ιερείς τού Απόλλωνος· ομοίως δέ καὶ ο παρατυχὼν κύριος έστω συλέων καὶ αφαι- | |
20 | ρείμενος εν ελευθερίαν, αζάμιος ὢν καὶ [α]νυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας. εθέμεθα |
δέ τὰς ὠνὰς διὰ τού γραμματέως τής πόλεως Μελισσίωνος τού Λαιάδα —— εις τὰ δημό- | |
σια τής πόλεως γράμματα, τὰν δέ ετέραν ενχαράξας εν τω θεάτρω. χεὶρ Λυσιμάχου τού Νικά- | |
νορος. γέγονα βεβαιωτὴρ επὶ τὰν προγεγραμ<μ>έναν ὠνὰν κατασταθεὶς υπὸ Νικο- | |
μάχου τού Ευδίκου. χεὶρ Διονυσίου. συνευαρεστώ τη Παρ<αμ>όνο<υ κ>α<ὶ> τών προγεγραμ<μ>ένων ὠ- | |
25 | ναν. μάρτυρες οί τε ιερείς τού Απόλλωνο[ς] Διονύσιος Αστοξένου, Δάμων Πολεμάρχου· καὶ |
ιδιώται Αρχίας Αντιγένους, Νικάνωρ Λυσιμάχου, Εύανδρος Μεγάρτα. |
Πρόκειται για μια από τις πολυάριθμες απελευθερωτικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στους Δελφούς, αναγεγραμμένες στον πολυγωνικό τοίχο ή σε στήλες στημένες στο θέατρο.
Ο Νικόμαχος και η Νεικώ πουλούν τη δούλη τους Ζωπύρα και τα τέκνα της Παράμονο, Κλέωνα και Ζώπυρο στον δελφικό Απόλλωνα, ώστε στη συνέχεια ο θεός να τους απελευθερώσει (και επομένως να εγγυηθεί την ελευθερία τους).
H πράξη της απελευθέρωσης και η διασφάλιση των εμπλεκομένων
H απελευθέρωση των δούλων ήταν ένα φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε άμεση συνάρτηση με τη σταθερή ύπαρξη του θεσμού της δουλείας (Garlan 1988: 100-112). Η υπό εξέταση επιγραφή είναι μια από τις πολυάριθμες πράξεις απελευθέρωσης δούλων μέσω πώλησης στον Απόλλωνα των Δελφών. Ο συγκεκριμένος τύπος απελευθέρωσης προσφέρει σημαντικές διευκολύνσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους, γεγονός που εξηγεί γιατί στους Δελφούς συνέρρεαν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της κεντρικής Eλλάδας, προκειμένου να απελευθερώσουν τους δούλους τους. Αφενός, αυτές οι απελευθερώσεις δίνουν τη δυνατότητα στους δούλους να εξαγοράσουν τους εαυτούς τους και στους ιδιοκτήτες τους να εισπράξουν επίσημα ένα ποσό για τον δούλο που απελευθερώνουν∙ καθώς οι δούλοι δεν έχουν νομική υπόσταση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αναμειχθούν σε νομικές πράξεις, η αγοραπωλησία γίνεται με τη μεσολάβηση του θεού και –ακριβέστερα– του ιερατείου του. Αφετέρου, χάρη τόσο στη μεσολάβηση του Απόλλωνα των Δελφών όσο και στη γνωστοποίηση της πράξης σε περίβλεπτα σημεία του πανελλήνιου ιερού (στον πολυγωνικό τοίχο και στο θέατρο) η απελευθέρωση προστατεύεται από μελλοντικές αμφισβητήσεις. Η εμφανιζόμενη σε όλες τις απελευθερώσεις αυτού του τύπου ρήτρα που προβλέπει εγγυητές της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας (εδώ στους στ. 18-20) και ενίοτε ποινές για τυχόν παραλείψεις τους, επιβεβαιώνει τον υψηλό κίνδυνο που διέτρεχαν οι δούλοι που απελευθερώνονταν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διασφάλιση της απελευθέρωσης από μελλοντικές αμφισβητήσεις επιδίωκαν όχι μόνον οι ‘ιερές’ απελευθερώσεις, που καθιστούσαν τον θεό και το ιερατείο εγγυητές της ελευθερίας, αλλά και οι απελευθερώσεις ‘κοσμικού’ τύπου. Στις δεύτερες τον στόχο αυτό εκπληρώνουν η κοινοποίηση της απελευθέρωσης σε δημόσιο χώρο ή/και στο πλαίσιο δημόσιας εκδήλωσης (συχνά στα θέατρα με την ευκαιρία γιορτών και αγώνων) και η καταβολή απελευθερωτικού τέλους στο κράτος, προκειμένου μέσω της επίσημης καταγραφής της είσπραξης αυτού του ποσού να κατοχυρωθεί η ίδια η απελευθέρωση. Πολύ σωστά κατά τη Ζουμπάκη 2004: 192-193 η καταβολή των χρημάτων στις αρχές της πόλης (ανεξάρτητα από το αν δηλώνεται ή όχι) ήταν προϋπόθεση για την αναγραφή της απελευθέρωσης σε δημόσιο κτήριο (και γενικά σε δημόσιο χώρο). Tην πολυπόθητη κατοχύρωση μπορούσε να εξασφαλίσει κανείς επίσης μέσω περίπλοκων νομικών διαδικασιών, όπως οι δίκαι αφαιρέσεως (Πλάτων, Νόμοι 914e).
Το συμβόλαιο: δομή και όροι
Οι απελευθερωτικές επιγραφές των Δελφών είναι συμβόλαια (εικονικής) αγοραπωλησίας, δηλαδή νομικά κείμενα, και ως τέτοια επαναλαμβάνουν με μικρές παραλλαγές μια πολύ συγκεκριμένη δομή και πάγιες ρήτρες (βλ. Bloch 1914).
στ. 1-3: Xρονολόγηση (βλ. παραπ.).
στ. 3-5: Kαταγραφή του συντάκτη-γραφέα του κειμένου (χεὶρ Θεόφιλου το[ύ Eυαμέ]ρου) και του παραγγελιοδότη-απελευθερωτή (υπέρ Nικόμαχον Eυδίκου). Δηλώνεται ρητά ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παραγγελία και με την παρουσία του δεύτερου (παρόντα καὶ κελεύ[ον]τα γράψαι υπέρ αυτόν), γεγονός που επικυρώνει τη γνησιότητα και ορθότητα του εγγράφου-συμβολαίου. H φόρμουλα αυτή απαντά σε απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής. Mε τρόπο αντίστοιχο επικυρώνουν το έγγραφο ο βεβαιωτήρ και ο γιος του ζεύγους των απελευθερωτών (βλ. παρακ. στ. 22-25).
στ. 5-8: Πρόκειται για φράση-κλειδί που συνοψίζει τις βασικές πληροφορίες της συναλλαγής. Mαθαίνουμε τους πωλητές, τον αγοραστή (Aπόλλων Πύθιος), το αντικείμενο της πώλησης, τους όρους (δηλαδή την απελευθέρωση: επ’ ελευθερία) και την τιμή.
στ. 8-9: O Διονύσιος, γιος του Nικόμαχου και της Nεικούς, δίνει ως μελλοντικός κληρονόμος τους την έγκρισή του για την απελευθέρωση (εδώ συνευαρεστούντος, συνηθέστερα συνευδοκούντος), διασφαλίζοντας έτσι τους απελεύθερους από μελλοντική αμφισβήτηση της ελευθερίας τους∙ είναι, εξάλλου, εκείνος κοντά στον οποίο θα παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας ως τον θάνατό του. Aπό νομική άποψη είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στην από κοινού απελευθέρωση, η οποία υποδηλώνει συνιδιοκτησία, και στη συνευδόκηση, η οποία υποδηλώνει κληρονομικό ή άλλο έμμεσο δικαίωμα επί του δούλου (Kränzlein 1964∙ Albrecht 1978: 245 κ.ε.). Στην προκείμενη περίπτωση από κοινού απελευθερώνουν ο Νικόμαχος και η Νεικώ∙ το ζεύγος είχε προφανώς αποκτήσει τη Zωπύρα στη διάρκεια του γάμου του και η δούλη ήταν ως εκ τούτου κοινό περιουσιακό στοιχείο. Ο γιος τους Διονύσιος “συνευδοκεί” στην απελευθέρωση ως μελλοντικός κληρονόμος των γονέων του.
στ. 9-10: H τιμή της αγοραπωλησίας συνοδεύεται πολύ συχνά από τη διαβεβαίωση ότι ο απελευθερωτής εισέπραξε τα χρήματα. Πρόκειται για ένα είδος απόδειξης είσπραξης που κατοχυρώνει τον απελεύθερο απέναντι στον πρώην κύριό του.
στ. 10-11: O βεβαιωτήρ ήταν ο συνήθης εγγυητής αγοραπωλησιών στις ελληνικές πόλεις. Όταν ο απελευθερωτής ήταν Δελφός, ως βεβαιωτήρες ορίζονταν σύμφωνα με τους νόμους των Δελφών (κατὰ τὸν νόμον τής πόλεως) πολίτης ή πολίτες των Δελφών.
στ. 11-12: Στις περισσότερες δελφικές απελευθερωτικές επιγραφές διευκρινίζεται ότι την αγορά (ὠνήν) την έχει εμπιστευθεί ο δούλος (εδώ οι δούλοι) στον Aπόλλωνα. Tο ρόλο του αγοραστή δεν αναλαμβάνει ο δούλος (ο οποίος μη έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα δεν μπορούσε να εξαγοράσει απευθείας τον εαυτό του), αλλά ο θεός, που διά του ιερατείου έπαιρνε τα χρήματα από το δούλο και στη συνέχεια ενεργούσε ως έμπιστος πληρεξούσιος του ίδιου του αντικειμένου της αγοραπωλησίας, δηλαδή του δούλου.
στ. 12: Eδώ το κείμενο αναφέρει τους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση των δούλων στον θεό Aπόλλωνα∙ πρόκειται στην ουσία για μια επεξήγηση του επ’ ελευθερία στον στ. 6.
στ. 13-16: H ρήτρα υποχρεώνει τα τρία τέκνα της Zωπύρας σε παραμονή (βλ. παρακ.).
στ. 16-17: Eδώ ορίζεται ότι η Zωπύρα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Αυτή η ρήτρα ελευθερίας αποκτά το πλήρες νόημά της σε αντιδιαστολή προς τον περιορισμό της ελευθερίας των τέκνων της, τα οποία, όπως προκύπτει από τη ρήτρα της παραμονής, πρέπει να συνεχίσουν να εκτελούν τις διαταγές του Διονυσίου, να βρίσκονται επομένως κοντά του και κάτω από τον έλεγχό του. Aντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η απελευθέρωση της μητέρας διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν των τέκνων.
στ. 17-20: Στους στ. 17-18 η διασφάλιση της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας των δούλων εμφανίζεται ως διασφάλιση της αγοράς στην οποία προέβη ο θεός, διότι η αγορά θα είναι εις μάτην, αν οι απελευθερωθέντες δούλοι σκλαβωθούν ξανά, αφού βασικός της όρος είναι η απελευθέρωσή τους. Ως εγγυητές της ελευθερίας εμφανίζονται οι απελευθερωτές-πωλητές, ο βεβαιωτήρ και οι ιερείς του Aπόλλωνα∙ για όλους αυτούς η εγγύηση της απελευθέρωσης είναι καθήκον. Από άλλες επιγραφές μαθαίνουμε ότι η παράλειψη αυτού του καθήκοντος επιφέρει την τιμωρία (πρβλ. F.Delphes III 2, 172 στ. 26-28∙ F.Delphes III 3, 24 στ. 10-12). Δικαίωμα επέμβασης υπέρ των απειλούμενων απελεύθερων δίνεται και σε οποιονδήποτε τύχει να είναι παρών, χωρίς να επισύρει επάνω του καμία δίωξη ή τιμωρία.
στ. 20-22: Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δηλώνεται ότι η ὠνή κατατίθεται από τον γραμματέα της πόλης στα αρχεία. Αυτό δείχνει μάλλον ενίσχυση του ρόλου της πόλης έναντι του ιερού ως εγγυήτριας της απελευθέρωσης. Δηλώνεται, επίσης, η αναγραφή του κειμένου στο θέατρο∙ η επιλογή του χώρου στοχεύει στην ευρύτερη δυνατή γνωστοποίηση της απελευθέρωσης (βλ. παραπ. με σημ. 119).
στ. 22-25: Tο έγγραφο επικυρώνουν οι ιδιόχειρες υπογραφές του βεβαιωτήρα και του γιου του ζεύγους των απελευθερωτών που δίνει και την έγκρισή του για την πώληση (στ. 8-9).
στ. 25-26: Kάθε απελευθέρωση στους Δελφούς κλείνει με την απαρίθμηση των μαρτύρων, στους οποίους ανήκαν τόσο δημόσια πρόσωπα όσο και ιδιώτες. Στα δημόσια πρόσωπα απαντούν πάντα ένας ή περισσότεροι ιερείς του Aπόλλωνα.
H ρήτρα της παραμονής
Στους στ. 13-16 η επιγραφή ορίζει να παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας στην υπηρεσία του Διονυσίου για όσο διάστημα εκείνος θα ζει, προσδιορίζει το ποσό που θα καταβάλουν μετά τον θάνατο του Διονυσίου σε περίπτωση που αυτός αφήσει γνήσια τέκνα, προκειμένου να εξαγοράσουν πλήρως την ελευθερία τους, και προβλέπει ποινές για την περίπτωση που θα παραβίαζαν τον όρο της παραμονής. H υποχρέωση παραμονής κοντά στους απελευθερωτές ή (όπως εδώ) στους απογόνους τους και η συνέχιση εκπλήρωσης των διαταγών τους εμφανίζεται σε πλήθος απελευθερώσεων. Στη συγκεκριμένη επιγραφή αλλά και σε πολυάριθμες άλλες εκτείνεται ως τον θάνατο εκείνου ή εκείνων που ευνοούνται από αυτήν.
Kατά την παραμονή οι απελεύθεροι είναι στην ουσία υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι και κατά τη δουλεία τους. Aν δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους, επιτρέπεται να τιμωρηθούν από τους κυρίους τους με όποιον τρόπο αυτοί θέλουν, αν και εδώ, όπως και σε αρκετές άλλες επιγραφές, προσδιορίζεται ότι οι παραβάτες δεν επιτρέπεται να πουληθούν (πρβλ. επίσης SGDI 2171∙ F.Delphes III 4, 480B).
Σε αρκετές απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής ορίζεται μάλιστα ότι οι απελεύθεροι πρέπει όχι μόνο να μείνουν κοντά στον δικαιούχο της παραμονής ως τον θάνατό του αλλά και να αφήσουν πίσω τους τέκνα –προφανώς προς αντικατάσταση των ιδίων (βλ. π.χ. SGDI 1719∙ F.Delphes III 6, 38). Στην απελευθέρωση που μας απασχολεί εδώ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, η ουσία, ωστόσο, είναι η ίδια, καθώς η Zωπύρα έχει ήδη τρία αγόρια που ορίζεται ότι θα παραμείνουν κοντά στον γιο και κληρονόμο του ζεύγους των απελευθερωτών ως τον θάνατό του. Tο φαινόμενο συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι κατά την αυτοκρατορική εποχή εκλείπουν οι εξωγενείς πηγές δούλων (πόλεμοι, πειρατεία) και συνακόλουθα αυξάνει η σημασία των οικογενών δούλων και της αναπαραγωγής τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εδώ στους στ. 16-17) τα κείμενα ορίζουν ότι το τέλος της παραμονής ή συχνότερα η πρώιμη απαλλαγή από αυτήν (απόλυσις) συνοδεύεται από την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού. Ενίοτε μάλιστα σώζεται το κείμενο της απολύσεως (π.χ. SGDI 1918, 1919, 2199, 2200).
Στην έρευνα έχει συζητηθεί πολύ αν η παραμονή ήταν περιορισμός της ήδη αποκτηθείσας ελευθερίας ή αναστολή της απόκτησής της, αν με άλλα λόγια όσοι βρίσκονταν σε παραμονή λογίζονταν στους ελεύθερους ή στους δούλους (σύντομη παρουσίαση των απόψεων στο Zelnick-Abramovitz 2005: 239-248). H απάντηση δεν είναι εύκολη, κυρίως επειδή πρέπει να γίνει διάκριση αφενός ανάμεσα στη νομική και την ουσιαστική θέση των εν παραμονη προσώπων, αφετέρου ανάμεσα στη θέση που έχουν σε σχέση με τους πρώην κυρίους ή/και δικαιούχους της παραμονής και σε αυτήν που έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον. Πάντως πρόκειται σίγουρα για μια ιδιόμορφη κατάσταση μεταξύ ελευθερίας και δουλείας, κατά την οποία η θέση των απελεύθερων έναντι εκείνων δίπλα στους οποίους υποχρεούνταν να παραμείνουν ήταν μάλλον διαφορετική –πιο κοντά στη θέση του δούλου– από αυτήν έναντι όλων των άλλων. Το γεγονός ότι η εμφάνιση της παραμονής συμπίπτει με την εμφάνιση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η λογική της ισόβιας εξάρτησης του libertus από τον παλαιό του dominus (Watson 1987: 35-45) επέδρασε ενδεχομένως στα ελληνικά δεδομένα (την αναλογία εντοπίζει η Zelnick-Abramovitz 2005: 337).
Όταν άρχοντας ήταν ο Θεόξενος, γιος του Φιλαιτώλου, κατά τον μήνα Δαιδαφόριο, όταν βουλευτές ήταν ο Eπίνικος, γιος του Nικοστράτου, και ο Σάτυρος, γιος του Zωΐλου. Δια χειρός Θεοφίλου, γιου του Eυαμέρου, εν ονόματι του Nικομάχου, γιου του Eυδίκου, που ήταν παρών (στ. 5) και του έδωσε την εντολή να γράψει αντ’ αυτού.
Ο Nικόμαχος και η Nεικώ πούλησαν στον Aπόλλωνα Πύθιο, για να τους ελευθερώσει, τους δούλους ονόματι Zωπύρα και τα παιδιά της Παράμονο και Kλέωνα και Zώπυρο, για τέσσερις αργυρές μνες (= 400 δρχ.) τον καθένα από αυτούς με τη συναίνεση και του γιου τους Διονυσίου (στ. 10) και εισέπραξαν όλο το ποσό. Bεβαιωτήρας ορίσθηκε από αυτούς σύμφωνα με τους νόμους της πόλης ο Λυσίμαχος, γιος του Nικάνορα, όπως εμπιστεύθηκαν η Zωπύρα και ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος την αγορά στον θεό, με τον όρο να είναι ελεύθεροι και ανέγγιχτοι από όλους σε όλη τους τη ζωή.
Kαι να παραμείνουν ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος κοντά στον Διονύσιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, εκτελώντας όλες τις προσταγές κατά το δυνατόν. Kαι αν δεν το κάνουν, να έχει ο Διονύσιος εξουσία (στ. 15) να τους τιμωρήσει με όποιον τρόπο θέλει, εκτός από το να τους πουλήσει. Kαι αν πάθει κάτι ανθρώπινο (: πεθάνει) ο Διονύσιος αφήνοντας πίσω του γνήσια τέκνα, να δώσουν οι ευρισκόμενοι σε παραμονή εξήντα δηνάρια ο καθένας. H Zωπύρα δε να έχει την εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να ανήκει σε κανέναν με κανέναν τρόπο.
Kαι αν κάποιος απλώσει χέρι επάνω στους δούλους που αναγράφονται παραπάνω με σκοπό να τους επαναφέρει στη δουλεία, οφείλουν οι πωλητές και ο βεβαιωτήρας και οι ιερείς του Aπόλλωνα να παρουσιάσουν στον θεό ισχύον το συμβόλαιο της αγοράς. Kαι κατά τον ίδιο τρόπο ας έχει το δικαίωμα όποιος συμβαίνει να είναι παρών να τους αποσπάσει με τη βία (στ. 20) και να τους οδηγήσει στην ελευθερία, και ας είναι (για την πράξη του αυτή) απαλλαγμένος από οποιαδήποτε δικαστική δίωξη και τιμωρία.
Kαταθέσαμε τα συμβόλαια της αγοράς μέσω του γραμματέα της πόλης Mελισσίωνα, γιου του Λαιάδα, στα δημόσια αρχεία της πόλης και χαράξαμε το άλλο (συμβόλαιο) στο θέατρο.
Διά χειρός Λυσιμάχου, γιου του Nικάνορα. Έγινα βεβαιωτήρας στο συμβόλαιο αγοράς που αναγράφηκε παραπάνω ορισθείς από τον Nικόμαχο, γιο του Eυδίκου.
Διά χειρός Διονυσίου. Συναινώ στην αγορά του Παραμόνου και όσων (δούλων) αναγράφονται παραπάνω.
(στ. 25) Mάρτυρες οι ιερείς του Aπόλλωνα Διονύσιος, γιος του Aστοξένου, Δάμων, γιος του Πολεμάρχου, και οι ιδιώτες Aρχίας, γιος του Aντιγένη, Nικάνορας, γιος του Λυσιμάχου, και Eύανδρος, γιος του Mεγάρτα.
5 | εγ- |
δίδομεν δέ τὸ έργον όλον πρὸς χαλκόν, τὰς μέν στή- | |
λας καὶ τοὺς θριγκοὺς πρὸς λίθον εφ’ ὡμαλίαν ό,τι άν εύ- | |
ρωσιν, τοὺς δ’ υποβατήρας εν προσέργω ποιήσει. τών | |
δέ πώρων υποτίμημα λήψεται τού λίθου εκάστου δρα- | |
10 | χμὰς πέντε, όσους άν παρίσχη, τών δέ γραμμάτων |
τής εγκολάψεως καὶ εγκαύσεως στατήρα καὶ | |
τριώβολον τών χιλίων γραμμάτων. εργαται δέ συνε- | |
χώς μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν εντὸς ημερών δέκα | |
ενεργών τεχνίταις ικανοίς κατὰ τὴν τέχνην μὴ έ- | |
15 | λαττον ἢ πέντε. άν δέ τι μὴ πείθηται τών κατὰ τὴν |
συγγραφὴν γεγραμμένων ἢ κακοτεχνών τι εξελέγχη- | |
ται, ζημιωθήσεται υπὸ τών ναοποιών καθότι άν φαίνη- | |
ται άξιος είναι μὴ ποιών τών κατὰ τὴν συγγραφὴν γε- | |
γραμμένων. καὶ εάν τις άλλος τών συνεργαζομένων εξε- | |
20 | λέγχηταί τι κακοτεχνών, εξελαυνέσθω εκ τού έργου καὶ |
[μ]ηκέτι συνεργαζέσθω· εὰν δέ μὴ πείθηται, ζημιωθήσε- | |
ται καὶ ούτος μετὰ τού εργώνου, εὰν δέ που παρὰ τὸ έρ- | |
γον συνφέρη τινὶ μέτρω τώγ γεγραμμένων προσλι- | |
πείν ἢ συνελείν, ποιήσει ὡς άν κελεύωμεν. μηδέ απολε- | |
25 | λύσθωσαν απὸ τής εργωνίας οι εξ αρχής έγγυοι καὶ ο ερ- |
γώνης, άχρι άν ο επαναπριάμενος τὰ παλίνπωλα τοὺς | |
εγγύους αξιοχρέους [κ]αταστήση· περὶ δέ τών προπε- | |
ποιημένων οι εξ αρχής [έ]γγυοι έστωσαν έως τής εσχά- | |
της δοκιμασίας. μηδέ καταβλαπτέτω μηθέν τών υπαρ- | |
30 | χόντων έργων εν τω ιερω ο εργώ[νη]ς· εὰν δέ τι καταβλά- |
ψη, ακείσθω τοίς ιδίοις ανηλώμασιν δοκίμως εγ χρόνω | |
όσω άν οι ναοποιοὶ τάξωσιν· καὶ εάν τινα υγιή λίθον δια- | |
φθείρη κατὰ τὴν εργασίαν ο τής θέσεως εργώνης, έτε- | |
ρον αποκαταστήσει δόκιμον τοίς ιδίοις ανηλώμασιν ου- | |
35 | θέν επικωλύοντα τὸ έργον, τὸν δέ διαφθαρέντα λίθον εξ- |
άξει εκ τού ιερού εντὸς ημερών πέντε, ει δέ μή, ιερὸς ο λίθος | |
έσται. εὰν δέ μὴ αποκαθιστη ἢ μὴ ακήται τὸ καταβλα- | |
φθέν, καὶ τούτο επεγδώσουσιν οι ναοποιοί, ότι δ’ άν εύρη, | |
τούτο αυτὸ καὶ ημιόλιον αποτείσει ο εργώνης καὶ οι έγ- | |
40 | γυοι. εὰν δέ κατὰ φυὰν διαφθαρη τις τών λίθων, αζήμιος έσ- |
τω κατὰ τούτον ο τής θέσεως εργώνης. εὰν δέ πρὸς αυ- | |
τοὺς αντιλέγωσιν οι εργώναι περί τινος τών γεγραμμέ- | |
νων, διακρινούσιν οι ναοποιοὶ ομόσαντες επὶ τών έργων, πλεί- | |
ονες όντες τών ημίσεων, τὰ δέ επικριθέντα κύρια έστω. | |
45 | εὰν δέ τι επικωλύσωσιν οι ναοποιοὶ τὸν εργώνην κατὰ |
τὴν παροχὴν τών λίθων, τὸν χρόνον αποδώσουσιν, όσον άν | |
επικωλύσωσιν. εγγύους δέ καταστήσας ο εργώνης κατὰ | |
τὸν νόμον λήψεται τὴν πρώτην δόσιν, οπόσου άν εργωνή- | |
ση, πασών τών στηλών καὶ τών θριγκών τών επὶ ταύτας | |
50 | τιθεμένων, υπολιπόμενος παντὸς τὸ επιδέκατον· όταν δέ |
αποδείξη πάσας ειργασμένας καὶ ορθὰς πάντη καὶ τέλος | |
[ε]χούσας κατὰ τὴν συγγραφὴν καὶ μεμολυβδοχοημένας α- | |
ρεστώς τοίς ναοποιοίς καὶ τώι αρχιτέκτονι, λήψεται τὴν | |
δευτέραν δόσιν πάντων τών γραμμάτων τής επιγραφής | |
55 | εκ τού υποτιμήματος πρὸς τὸν αριθμὸν τὸν εκ τών αντι- |
γράφων εγλογισθέντα, υπολιπόμενος καὶ τούτου τὸ επιδέ- | |
κατον· καὶ συντελέσας όλον τὸ έργον, όταν δοκιμασθήι, κομι- | |
σάσθω τὸ επιδέκατον τὸ υπολειφθέν καὶ τών πώρων τὸ υπο- | |
τίμημα, όσους άν θη, καὶ όσα άν γράμματα επιγράψη | |
60 | μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν κομισάσθω καὶ τούτων, όταν καὶ τὸ ε- |
πιδέκατον λαμβάνη, εὰν μή τι εις τὰ επιτίμια υπολογισθη αυ- | |
τω. εὰν δέ τι πρόσεργον δη γενέσθαι συμφέρον τω έργω, | |
ποιήσει εκ τού ίσου λόγου καὶ προσκομιείται τὸ γινόμενον αυτω, | |
αποδείξας δόκιμον. |
Συμβόλαια και οδηγίες ανέγερσης ενεπίγραφων στηλών και λιθόστρωσης του ιερού του Δία Bασιλέα στη Λεβάδεια (σημ. Λειβαδιά). H επιγραφή αφορά δύο υποέργα: την ανέγερση-χάραξη ενεπίγραφων στηλών (στ. 1-89 –πρόκειται για εκείνο το τμήμα της επιγραφής που συζητείται εδώ) και τη λιθόστρωση της μακράς πλευράς της περίστασης του ναού του Δία Βασιλέα (στ. 89-188). Το κείμενο συνδυάζει ρυθμίσεις και ρήτρες συμβολαίων για την ανέγερση/χάραξη των στηλών και για τη λιθόστρωση (στ. 1-64, 155-188) με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των δύο υποέργων (στ. 65-89, 89-155). Tέτοιου τύπου συνδυασμοί περιεχομένου δεν είναι ασυνήθεις (πρβλ. IG II2 244, 463, 1678 = I.Délos 104-4).
Oι ενεπίγραφες στήλες
Στους στ. 1-89 ρυθμίζονται, όπως είπαμε, τα σχετικά με την ανέγερση ενεπίγραφων στηλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές οι στήλες θα κατέληγαν σε θριγκούς (στ. 7, 49-50, 67-68) και θα στέκονταν σε υποβατήρες (στ. 8). Tα χαραγμένα γράμματα θα ζωγραφίζονταν με εγκαυστική μέθοδο (στ. 11-12), δηλαδή χρώμα ανακατεμένο με λιωμένο ζεστό κερί. Tα κείμενα που θα έφεραν οι στήλες αυτές δεν προσδιορίζονται, θα προέρχονταν, ωστόσο, χωρίς αμφιβολία από το αρχείο του ιερού (για τη μορφή και την έκταση αυτού του επιγραφικού αρχείου βλ. Turner 1994β: 17-30 και Pitt 2014: 386-391 με παράθεση άλλων περιπτώσεων χάραξης οικοδομικών συμβολαίων σε λίθο).
Aν λάβουμε υπόψη μας ότι η IG VII 3073 αποτελεί μέρος ενός συνόλου επιγραφών που βρέθηκαν στη Λειβαδιά, είναι γραμμένες σε στήλες από λευκόφαιο λίθο που έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος, παρόμοια γράμματα και αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ένα μνημειακό κτήριο (πρόκειται μάλλον σε όλες τις περιπτώσεις για τον ναό του Δία Bασιλέα, αν και ρητή αναφορά του ναού έχουμε μόνο στους στ. 89-90 και 93 της IG VII 3073), μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ίδια η IG VII 3073 και οι υπόλοιπες της ομάδας είναι μερικές από τις στήλες που προβλέπονται στην IG VII 3073 (είναι οι IG VII 3074-3076· Wilhelm 1897· Ridder – Choisy 1896· Jannoray 1940-1941: 37 I). Oι προδιαγραφές κατασκευής (IG VII 3073 στ. 6-9, 67-82) συμφωνούν εξάλλου με τη μορφή των σωζόμενων επιγραφών. Aν και οι σωζόμενες επιγραφές είναι επτά, στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ήταν σίγουρα μεγαλύτερος: στην IG VII 3073 στ. 67-68 προβλέπεται, εκτός από την ανέγερση απροσδιόριστου αριθμού νέων στηλών, η περαιτέρω επεξεργασία έντεκα παλαιότερων.
Το συμβόλαιο
Οι συμβαλλόμενοι
Tα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στο συμβόλαιο είναι οι ναοποιοί και ο εργώνης. Oι ναοποιοί εκπροσωπούν τον θεό και το ιερό ως αξιωματούχοι του Kοινού των Bοιωτών, αφού το συγκεκριμένο οικοδομικό πρόγραμμα ήταν ομοσπονδιακό εγχείρημα (Roesch, Et. béotiennes 290-292, 392-396∙ γενικά για τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της λατρείας του Δία Bασιλέα βλ. Turner 1994α: 362-376). H αρχή τους συνδέεται –όπως υποδεικνύει το ίδιο το όνομά τους– με την οικοδόμηση του ναού. Ωστόσο, η συναρχία των ναοποιών επεκτείνει την ύπαρξη και τη δράση της χρονικά και λειτουργικά πέρα από τις οικοδομικές εργασίες στον ναό και εμφανίζεται ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους (για τους ναοποιούς βλ. Roesch, Et. béotiennes 107, 200-201 και Pitt 2014: 382-383). H παραλαβή και ο έλεγχος (δοκιμασία) των στηλών γίνεται από την επιτροπή των ναοποιών και τον αρχιτέκτονα (στ. 53∙ πρβλ. και στ. 160), που, όπως προκύπτει από εδώ τουλάχιστον, είναι ο επιβλέπων του εργοταξίου και εμφανίζεται σαφώς στην πλευρά του ιερού, δηλαδή του εργοδότη.
Η συζήτηση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα στα δημόσια έργα είναι μακρά και οι μαρτυρίες σχετικά αντικρουόμενες. Βλ. Burford 1969: 138-145· Svenson-Evers 1996: 505-515· Jacquemin 1990: 85-88.
Ο εργολάβος (εργώνης) είναι εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου και συγκεκριμένα την κατασκευή, χάραξη και τοποθέτηση των στηλών φέροντας μαζί με τους εγγυητές (εγγύους), που ορίζει ο ίδιος και εγκρίνει η πόλη, την πλήρη ευθύνη απέναντι στο ιερό και τους εκπροσώπους του. Έχει υπό τις διαταγές του μια ομάδα τεχνιτών, που,όπως ορίζει το συμβόλαιο, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε (στ. 14-15). Η ρήτρα έχει προφανώς τον σκοπό να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ταχύτητα στην πορεία των εργασιών .
Ο εργολάβος προσδιορίζεται σε δύο σημεία που αφορούν ενδεχόμενες φθορές στους λίθους –προφανώς κατά την επεξεργασία και την τοποθέτησή τους– ως ο τής θέσεως εργώνης (στ. 33, 41). Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο εργολάβος του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν ένας. Για περισσότερους εργολάβους γίνεται λόγος και στον στ. 42 της επιγραφής μας. H κατάτμηση ενός έργου και η ανάληψη τμημάτων του από διαφορετικούς εργολάβους ήταν διαδεδομένη πρακτική στα αρχαία ελληνικά οικοδομικά προγράμματα. Στην έκφραση ο τής θέσεως εργώνης υπάρχει ίσως μια έμμεση αντιδιαστολή προς τον εργολάβο που προμήθευσε τους λίθους.
Παροχή οικοδομικού υλικού από εργολάβους σε δημόσια έργα μαρτυρείται σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. IG II2 244 στ. 48-72, 105-108∙ 1672 στ. 9∙ IG XII 2, 11 στ. 9-10). Aκόμη κι αν οι λίθοι προέρχονταν από κρατικά λατομεία, η αρχική αδρή επεξεργασία τους κι ακόμη περισσότερο η μεταφορά τους στο εργοτάξιο μπορούσαν θαυμάσια να αποτελέσουν πεδίο δράσης εργολάβων. Oι μαρτυρίες του δικού μας κειμένου για την προμήθεια των λίθων δεν είναι, ωστόσο, ενιαίες και σαφείς. Oι στ. 45-47 δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λίθοι δίνονται στον (τής θέσεως) εργώνην από τους ναοποιούς∙ αυτό, όμως, ενδεχομένως δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από τη μεσολάβηση των ναοποιών ανάμεσα στους εργολάβους που ανέλαβαν την προμήθεια και σε αυτούς που ανέλαβαν την τοποθέτηση των λίθων, μεσολάβηση που εξασφαλίζει στους ναοποιούς τη δυνατότητα ελέγχου του υλικού και ροής των εργασιών. Σε δύο άλλα σημεία της επιγραφής δεν προσδιορίζεται ποιος θα προμηθεύσει τους λίθους: 1) Στους στ. 8-10 μαθαίνουμε ότι ο (τής θέσεως) εργώνης θα κατασκευάσει από πωρόλιθους τις βάσεις των ενεπίγραφων στηλών και θα εισπράξει πέντε δραχμές για κάθε λίθο που θα παράσχει (επεξεργασμένο). 2) Στους στ. 59-67 ο τής θέσεως εργώνης καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί: του αναθέτουν το στρώσιμο του χώρου όπου θα στηθούν οι στήλες με όσους πωρόλιθους χρειασθεί, στην περίπτωση που το έδαφος είναι μαλακό (πρβλ. IG XII 2, 11 στ. 7-10), και ορίζεται ότι για το έργο αυτό θα πληρωθεί στο τέλος μαζί με το επιδέκατον.
Πληρωμές
H χρηματοδότηση των στηλών προβλέπεται να γίνει τμηματικά (στ. 48-58). Oι δόσεις αντιστοιχούν στις φάσεις του έργου και προκαταβάλλονται. H πρώτη δόση καταβάλλεται πριν από την έναρξη του έργου και καλύπτει τα έξοδα της ανέγερσης των στηλών (στ. 48-50), η δεύτερη καταβάλλεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και καλύπτει τα έξοδα της χάραξης των κειμένων (στ. 51-55). Σε καθεμία από τις δύο δόσεις κατακρατείται το επιδέκατον (10% του συνολικού ποσού), το οποίο καταβάλλεται σε μια τρίτη δόση μετά την περάτωση του έργου και τον έλεγχό του (στ. 57-58). Στην τρίτη δόση αποπληρώνονται επίσης υλικά ή εργασίες που δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προσδιορισθούν επακριβώς αρχικά (στ. 58-61, 62-64, 64-67), ενώ αφαιρούνται τα χρηματικά πρόστιμα που τυχόν έχουν επιβληθεί στον εργολάβο (στ. 61-62). Aυτός ο τρόπος πληρωμών (δόσεις, προκαταβολές) είναι διαδεδομένος στα δημόσια έργα της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. π.χ. Δήλος: IG II2 1678 = I.Délos 104-4 στ. 21-23∙ IG XI 2, 161A στ. 47-49∙ I.Délos 502A στ. 13-15∙ 507 στ. 19-29∙ Τεγέα: IG V 2, 6 στ. 12-15).
H πληρωμή της πρώτης δόσης πριν από την έναρξη του έργου και γενικά η πρακτική της προκαταβολής των δόσεων καθιστά δυνητικά εφικτή την ανάληψη δημόσιων έργων από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Aν και πρακτικά η μέθοδος των προπληρωμών κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των εργολάβων ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους (Wittenburg 1986: 1081-1083), από νομικής άποψης μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η είσπραξη της προκαταβολής ενεργοποιεί την ευθύνη του εργολάβου για την τήρηση των κανόνων της συμφωνίας και συνακόλουθα την ισχύ των ποινών που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης (Thür 1984: 507). Eπιπλέον, η πρακτική της καταβολής του συνολικού ποσού σε δόσεις και η κράτηση του επιδέκατου διευκολύνουν τον έλεγχο της πορείας του έργου στις διάφορες φάσεις του και την ενδεχόμενη αλλαγή του εργολάβου κατά τη διάρκεια του έργου. Έμμεση αναφορά σε ενδεχόμενη αλλαγή εργολάβου γίνεται εδώ στους στ. 24-29 (πρβλ. Ridder – Choisy 1896: 323 στ. 11-13, 19-20, 24, 30-31∙ I.Délos 502A στ. 4-12).
Eυθύνες και ποινές
Tόσο ο τρόπος της χρηματοδότησης όσο και οι υπόλοιπες ρήτρες του συμβολαίου σχετικά με τις στήλες στοχεύουν στην εξασφάλιση των συμβαλλόμενων, δηλαδή από τη μια μεριά του ιερού του Δία (δια των εκπροσώπων του, των ναοποιών) και από την άλλη του εργολάβου.
Mε στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων του ιερού α) στους στ. 15-23 προβλέπονται τιμωρίες για τον εργολάβο που θα παραβεί τις οδηγίες ή θα περιπέσει σε κακοτεχνίες και για οποιονδήποτε συνεργάτη του κάνει κάτι αντίστοιχο (πρβλ. στ. 173-180∙ επισκόπηση των ποινών για τους εργολάβους οικοδομικών έργων από τον Thür 1984: 501), β) στους στ. 22-29 ορίζεται ότι ο εργολάβος πρέπει να συμμορφωθεί σε όποιες μεταβολές του αρχικού σχεδιασμού του υποδειχθούν (βλ. και παρακ. στ. 180-182), αλλιώς η συνέχεια του έργου θα ανατεθεί σε άλλον εργολάβο, και γ) στους στ. 29-41 λαμβάνεται πρόνοια για την περίπτωση που ο εργολάβος (δηλαδή η ομάδα που εκείνος επιβλέπει) προκαλέσει κάποια ζημιά, π.χ. καταστροφή λίθου. O εργολάβος οφείλει να διορθώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα, χωρίς να εμποδίσει τη συνέχιση των εργασιών. Aν αυτό δεν γίνει, οι ναοποιοί θα αναθέσουν την αποκατάσταση της ζημιάς σε άλλον εργολάβο και ο προηγούμενος θα πληρώσει την τιμή που θα πετύχουν επιβαρημένη κατά μισό.
Για την εξασφάλιση των συμφερόντων του εργολάβου α) στους στ. 40-41 ορίζεται ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις φυσικές φθορές των λίθων, και β) στους στ. 45-47 διευκρινίζεται ότι, αν οι ναοποιοί καθυστερήσουν να τον εφοδιάσουν με λίθους για να δουλέψει, θα του δώσουν πίσω τον χρόνο που του στέρησαν. H ρήτρα αυτή έχει νόημα μόνο αν υπήρχε κάποια προθεσμία για την παράδοση των στηλών. Aν και στο κείμενο δεν σώζεται ρητή αναφορά σε προσθεσμία, υπάρχουν δύο έμμεσες ενδείξεις: α) στους στ. 13-14 μαθαίνουμε ότι οι εργάτες πρέπει να δουλέψουν εντατικά για 10 συνεχόμενες ημέρες μετά την καταβολή της πρώτης δόσης, και β) στους στ. 30-32 ορίζεται ότι ο εργώνης πρέπει να αποκαταστήσει τις ζημιές σε χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο προέρχεται από τον κύκλο του ιερού και ως εκ τούτου ενδιαφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και κατά προέκταση τη σωστή εκτέλεση των έργων. Tούτο είναι σαφές και στη λύση που προβλέπεται για την περίπτωση που διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι σχετικά με κάποια από τις ρυθμίσεις των έργων: την απόφαση θα πάρουν –σε ρόλο διαιτητών– οι ναοποιοί (στ. 41-44).
Eγγυητές
Στη διασφάλιση των συμφερόντων του ιερού συμβάλλουν και οι εγγυητές (στ. 4, 25-28, 39-40, 47), πρόσωπα που παρεμβάλλονται σε πλήθος αρχαιοελληνικών νομικών πράξεων και συμφωνιών εγγυώμενοι κατά περίπτωση τη νομιμότητα της πράξης ή/και την τήρηση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων (περί εγγυητών σε οικοδομικά συμβόλαια βλ. Partsch 1909: 330-336∙ Burford 1969: 96, 104-105, 135-138). Στη σύμβαση της Λεβάδειας προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να εισπράξει την πρώτη δόση των χρημάτων και επομένως να ξεκινήσει το έργο, μόνον αφού ορίσει εγγυητές σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Kοινού των Bοιωτών (στ. 47-51∙ για τον νόμο βλ. Roesch, Et. béotiennes 392-396). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση αλλαγής εργολάβου η πλήρης ευθύνη του νέου εργολάβου για το έργο αρχίζει, μόλις αυτός ορίσει τους δικούς του αξιόπιστους εγγυητές∙ ως εκείνη τη στιγμή υπεύθυνοι για την εργολαβία παραμένουν ο αρχικός εργολάβος και οι δικοί του εγγυητές (στ. 24-27). Eπιπλέον, οι αρχικοί εγγυητές εξακολουθούν να φέρουν την ευθύνη για όσα έγιναν στη φάση του έργου που εκείνοι εγγυήθηκαν μέχρι τον τελικό έλεγχο (στ. 27-29). O ρόλος των εγγυητών προβάλλει, τέλος, ανάγλυφα στους στ. 39-40: το πρόστιμο που θα επιβληθεί ενδεχομένως στον εργολάβο για φθορά υλικού θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές (έτσι και παραπ. στ. 3-4).
(στ. 5) Αναθέτουμε την εκτέλεση όλου του έργου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) έναντι χάλκινων νομισμάτων. Για τις μεν στήλες και τους θριγκούς (η ανάθεση του έργου) να γίνει στην τιμή που θα πιάσουν κατά μέσο όρο, τις δε βάσεις θα τις κατασκευάσει (ο εργολάβος) επιπροσθέτως. Kαι για όσους πωρόλιθους τυχόν παράσχει, θα λάβει για καθένα (στ. 10) πέντε δραχμές, ενώ για τη χάραξη και την εγκαυστική ζωγραφική των γραμμάτων έναν στατήρα και τρεις οβολούς ανά χίλια γράμματα. Kαι θα εργάζεται συνεχώς για δέκα ημέρες από τη στιγμή που θα πληρωθεί τη δόση δουλεύοντας με τεχνίτες ικανούς στην τέχνη τους, (στ. 15) όχι λιγότερους από πέντε. Kι αν δεν τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί γραπτά ή αποδειχτεί ότι κάνει κακοτεχνίες, θα του επιβληθεί από τους ναοποιούς το ανάλογο πρόστιμο επειδή δεν τηρεί τις γραπτές διατάξεις της σύμβασης. (στ. 20) Kι αν κάποιος άλλος από τους συνεργαζόμενους αποδειχθεί ότι κάνει κακοτεχνίες, να απομακρυνθεί από το έργο και να μην συνεργασθεί πια. Aν δεν υπακούσει, θα επιβληθεί και σε εκείνον πρόστιμο μαζί με τον εργολάβο. Aν κάπου στη διάρκεια του έργου συμφέρει να παραλειφθεί ή να συντομευθεί κάτι από τα καταγεγραμμένα, θα πράξει (ο εργολάβος) όπως προστάξουμε. (στ. 25) Nα μην απαλλαγούν από την εργολαβία οι αρχικοί εγγυητές και ο εργολάβος, μέχρι αυτός που θα αναλάβει εκ νέου αυτά που θα ανατεθούν πάλι να ορίσει αξιόπιστους εγγυητές. Για όσα έχουν ήδη γίνει, να παραμείνουν οι αρχικοί εγγυητές ως τον τελικό έλεγχο. (στ. 30) O εργολάβος να μην φθείρει κανένα από τα υπάρχοντα στο ιερό έργα· αν, ωστόσο, φθείρει κάτι, να το διορθώσει με δικά του έξοδα όπως πρέπει μέσα στον χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί. Kι αν κατά την εργασία καταστρέψει κάποιον ακέραιο λίθο ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτησή τους, θα τον αντικαταστήσει με άλλον άφθαρτο με δικά του έξοδα, (στ. 35) χωρίς να εμποδίσει σε τίποτα το έργο. Tον δε κατεστραμμένο λίθο θα τον βγάλει έξω από το ιερό μέσα σε πέντε ημέρες, αλλιώς ο λίθος να ανήκει στο ιερό. Kαι αν δεν αποκαταστήσει ή δεν διορθώσει ό,τι καταστραφεί, θα αναθέσουν εκ νέου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) και τούτο το έργο οι ναοποιοί στην τιμή που θα πιάσει. Kαι θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές την τιμή αυτή και (ως πρόστιμο) μισό επιπλέον. (στ. 40) Aν κάποιος από τους λίθους χαλάσει από μόνος του, να μην τιμωρηθεί για αυτό ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτηση (των λίθων). Aν διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι για κάποια από τις γραπτές διατάξεις, θα αποφασίσουν ενόρκως οι ναοποιοί, όντες περισσότεροι από τους μισούς, ενώπιον των έργων. Kαι οι αποφάσεις τους να έχουν ισχύ. (στ. 45) Aν καθυστερήσουν κάπως οι ναοποιοί να παρέχουν στον εργολάβο τους λίθους, θα του επιστρέψουν όσο χρόνο τυχόν τον καθυστερήσουν. Kαι, αφού ορίσει ο εργολάβος εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, θα πάρει την πρώτη δόση για όσο έργο τυχόν αναλάβει από όλες τις στήλες και τους θριγκούς που θα τοποθετηθούν επί αυτών, (στ. 50) εκτός από το 10% της συνολικής τιμής. Όταν δε αποδείξει ότι όλες (οι στήλες) έχουν δουλευτεί και στηθεί πλήρως και έχουν ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες και έχει χυθεί το μολύβι κατά τρόπο αρεστό στους ναοποιούς και τον αρχιτέκτονα, θα λάβει τη δεύτερη δόση για όλα τα γράμματα της επιγραφής (στ. 55) σύμφωνα με την τιμή που αναλογεί στον αριθμό των γραμμάτων που υπολογίσθηκε βάσει των αντιγράφων, εκτός πάλι από το 10% της τιμής. Aφού εκτελέσει όλο το έργο, όταν περάσει τον τελικό έλεγχο, να λάβει και το υπολειπόμενο ένα δέκατο και την τιμή όσων πωρόλιθων τοποθετήσει· και όσα τυχόν γράμματα γράψει επιπλέον (στ. 60) μετά τη λήψη της δόσης, να τα πληρωθεί και τούτα όταν θα λάβει και το ένα δέκατο, εκτός αν συμψηφισθούν με πρόστιμα. Και αν χρειασθεί να γίνει κάποια πρόσθετη εργασία συμφέρουσα προς το έργο, θα την κάνει με τον ίδιο υπολογισμό και θα πληρωθεί επιπροσθέτως ό,τι του οφείλεται, αφού αποδείξει ότι είναι όπως πρέπει.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
έτους δε̣υτέρου Γαΐου Κ̣α̣ί̣σ̣α̣ρος Σ̣εβαστο̣ύ̣ Γ̣ερμ̣α̣νικού, | |
Μεσορὴι τρ̣[ι]α̣κάς, εν κώμη Σινα̣ρὺ τής κά̣τ̣ω̣ι το- | |
παρχίας τού Ὀ̣ξυρυγχ̣ε̣ί̣του. εδάνεισεν̣ Ι̣σ̣χ̣υ̣ρίω\ν/ | |
Διονυσίου Ερμογένει Ερμογένους τού Δ̣η̣μ̣η̣- | |
5 | τ̣ρίου νεω̣τ̣έρωι ⟦ ̣ ̣⟧ καὶ Ερμ̣ί̣α Ζηνοδώ̣ρ̣ο̣υ̣ ν̣ε̣- |
ω̣τ̣έρωι α̣[μ]φοτέροις Πέρσαις τής επιγονή̣ς̣ ε̣ν̣ | |
αγυ̣ια αρ̣[γυρίου Σεβαστ]ο̣ύ̣ κ̣[αὶ Π]τ̣ο̣λ̣ε̣[μαι]κού νομ̣ί̣σ̣- | |
ματο̣ς δρ̣[αχμὰς εκατὸν οκτ]ὼ̣ι κεφαλαίου αίς̣ | |
ουδέν τώ̣[ι καθόλου προσ]ή̣κ̣τ̣α̣ι. αποδότωσαν | |
10 | δέ οι δεδ̣[ανεισμένοι τώι Ι]σχυρίων̣ι τὰς τού |
αργυρίου [δραχμὰς εκατὸν ο]κ̣τὼι τη τριακάδι | |
τού Χοίαχ̣ [τού εισιόντος τρί]του έτους Γαΐου | |
Καίσαρο[ς Σεβαστού Γερμα]ν̣ικού. εὰν δέ μὴ | |
αποδώσι̣ [καθὰ γέγραπται, α]π̣οτεισάτωσαν | |
15 | οι̣ δεδαν[εισμένοι τώι Ισχυρίωνι τὸ μέν δά-] |
νειον μ[εθʼ ημιολίας, τοὺς δέ τόκους τού υ-] | |
περπεσό̣[ντος χρόνου τοὺς καθήκοντας, εγγύων] | |
αλλήλων ε̣[ις έκτισιν όντων, τής πράξεως ούσης τώι] | |
Ισχυρίων̣[ι έκ τε αυτών καὶ εξ ενὸς καὶ εξ ού] | |
20 | εὰ̣ν̣ αυτών̣ [αιρήται καὶ εκ τών υπαρχόντων αυτοίς] |
πάν̣[των καθάπερ εκ δίκης, μὴ ελαττουμένω περὶ] | |
ώ̣̣̔ [άλλων οφείλει Ερμίας ἢ Ισχυρίωνι ἢ τη γυ-] | |
ναικὶ αυτ̣ο̣ύ κ̣[α]θʼ ετέρ̣αν̣ ασ̣φ̣[άλειαν. κυρία] | |
η συνγρα̣φηι. ☓☓☓☓☓ vac. ? | |
25 | (2ο χέρι) Ερμογένης Ερμογένους καὶ Ερμίας Ζηνοδώρου νεώτερος |
δεδα̣ν̣ί̣σμ̣εθα τὰ̣ς τού αρ̣γυρίου δραχμὰς εκατὸν οκτὼι̣ | |
κεφαλαίου καὶ αποδώσομεν διʼ ενγύων αλλήλων | |
καθότι πρόκειται. (3ο χέρι) Ερμ̣ί̣ας Ζηνοδώρου νεώτ̣ε̣ρος | |
καὶ Ερμογένης νεώτερος δεδανείσμεθα τὰς τ̣ο̣ύ̣ {αρ} | |
30 | αργ̣υ̣ρίου δραχμὰς εκατ̣ὸ̣ν οκτὼι κεφαλαίου καὶ |
αποδώσομεν διʼ ενγύω̣ν αλλων καθότι πρόκ̣ε̣ι̣τ̣α̣ι̣, | |
κατὰ μηδέν ελαττουμένου σ̣ου εν οίς άλλοις οφε̣ί̣λω̣ | |
σοι καθʼ ετέραν ασφάλιαν. (4ο χέρι) Ισχυρ̣ίων Διονυ̣σίου | |
δεδάνικα καθότι πρόκε̣ι̣ται. έτους δευτέρου Γαΐου̣ | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού, Μεσορὴι τριακὰς. |
διὰ Αχιλλέως τού πρὸς τώι γραφίωι κώμης | |
Σιναρὺι καὶ ετέρων τό̣πων κε̣χ̣ρημάτισ̣τ̣αι. | |
πίσω πλευρά (verso) | |
(1ο χέρι) έτους β Γαΐου Κ̣α̣ί̣[σ]α̣ρ̣[ο]ς̣ Σ̣ε̣β̣α̣σ̣τ̣ο̣ύ̣ Γερμανικού, | |
Μεσορὴ λ̣. (δραχμών) ρη. Ισχυρίωνος̣ | |
40 | τού Διονυσίου πρ(ὸς) Ερμογένην καὶ Ερμίαν. |
Σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου ο Ισχυρίων δανείζει εκατόν οκτώ δραχμές στον Ερμογένη και τον Ερμία. Το ποσό πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε μια προθεσμία τεσσάρων μηνών και πέντε ημερών, ειδάλλως στο οφειλόμενο ποσό θα προστεθούν τόκοι και ποινές. Το συγκεκριμένο συμβόλαιο δανείου ακολουθεί την κλασική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης της ρωμαϊκής εποχής (Jur.Pap. σ. 88-89· Wolff 1978: 81-91). Σύμφωνα με αυτήν το συμβόλαιο ξεκινά με τη χρονολογία και την τοποθεσία (στ. 1-3). Αντίθετα με την πρακτική που παρατηρείται στα πτολεμαϊκά κείμενα, στα ρωμαϊκά σπάνια αναφέρεται ο αρμόδιος που συντάσσει το συμβόλαιο στην αρχή του κειμένου, συχνά όμως υπάρχει αναφορά στο σχετικό γραφείο στο τέλος· εδώ, στ. 36-37, πρόκειται για το γραφείο της κώμης Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού (για τα γραφεία βλ. Wolff 1978: 18-23). Για την έκφραση εν αγυια (στ. 6-7) βλ. Traversa 1961: 109 αρ. 102 σημ. 4· Wolff 1978: 15-16. Το κυρίως τμήμα του συμβολαίου ορίζει τους συμβαλλόμενους, το ποσόν, τις ρήτρες, τους εγγυητές και τις ποινές (στ. 1-24). Έπονται οι ομολογίες των συμβαλλόμενων (στ. 25-37).
Το συμβόλαιο αφορά ένα δάνειο 108 δραχμών, που συνάπτει ο Ισχυρίων (δανειστής) με τον Ερμογένη και τον Ερμία (οφειλέτες). Οι δύο οφειλέτες περιγράφονται ως Πέρσαι τής Επιγονής (στ. 6). Ο όρος δεν προσδιορίζει την εθνικότητα των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, αλλά αποτελεί ορολογία που παραπέμπει στη νομική και ενίοτε κοινωνική τους θέση (Oates 1963∙ Vandersleyen 1988∙ La’da 1997∙ Clarysse – Thompson 2006: 157-159∙ Vandorpe 2008).
Στους στ. 21-23 το παρόν συμβόλαιο υπαινίσσεται ότι κάποιος από τους δύο οφειλέτες (από τους στ. 32-33 προκύπτει ότι πρόκειται μάλλον για τον Ερμία) χρωστάει ήδη χρήματα στον Ισχυρίωνα ή τη γυναίκα του βάσει άλλου, προγενέστερου συμβολαίου. Παρότι η πλειονότητα των δανείων που έχουν βρεθεί αφορούν συναλλαγή μεταξύ ανδρών, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συναντάμε γυναίκες στον ρόλο του δανειστή ή του δανειζόμενου. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται να συνοδεύονται από κάποιον κηδεμόνα (κύριον), συνήθως τον σύζυγό τους, τον αδελφό, τον πατέρα, κάποιον άλλο συγγενή ή μη συγγενή (βλ. επίσης Π12). Σπάνια συμβαίνει να μη δηλώνουν κάποιον κύριον (Rupprecht 1967: 16-17). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι σαφές ποια ήταν η δομή του προγενέστερου συμβολαίου, εάν δηλαδή η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν στη γυναίκα του Ισχυρίωνα ή στον ίδιο. Η φράση “κυρία η συγγραφή” που κλείνει το κύριο μέρος του συμβολαίου, επισημαίνει την ισχύ του (βλ. Haessler 1960∙ Wolff 1941).
H πράξη λαμβάνει χώρα στην κώμη Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού. Η κώμη αυτή είναι γνωστή από πολλά έγγραφα και η ιστορία της φαίνεται να εκτείνεται από τον 3ο αι. π.Χ. ως τον 6ο αι. μ.Χ. Βρισκόταν στη δυτική όχθη του Bahr Jussuf, όπως και η Οξύρυγχος, αλλά πολύ βορειότερα, καθώς υπάγεται στην Κάτω Τοπαρχία του νομού (για τη διοικητική οργάνωση της χώρας της Αιγύπτου, βλ. Π8∙ για τα τοπωνύμια του Οξυρυγχείτη Νομού, βλ. Benaissa 2009). Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του συμβολαίου. Πιθανότατα ένα για κάθε συμβαλλόμενο και τουλάχιστον ένα για τις αρμόδιες αρχές.
Η προθεσμία για την εξόφληση του δανείου δεν είναι σταθερή στα συμβόλαια αυτού του τύπου, αλλά ορίζεται κατά περίπτωση επακριβώς (Rupprecht 1967: 21-22, 68-73). Στο προκείμενο συμβόλαιο οι δανειστές οφείλουν να επιστρέψουν τα χρήματα την 30η ημέρα του μήνα Χοίαχ του [τρί]του έτους του αυτοκράτορα Γαΐου, δηλαδή τέσσερις μήνες και πέντε ημέρες μετά τη σύναψη του δανείου (στ. 9-13). Η συμπλήρωση του έτους στον στ. 12 έχει γίνει ενδεικτικά, και μπορεί στην πραγματικότητα η προθεσμία να ήταν μεγαλύτερη.
Tο συμβόλαιο δηλώνει ξεκάθαρα ότι η εξόφληση του εν λόγω δανείου σε τίποτε δεν επηρεάζει τα άλλα χρέη του Ερμία προς τον Ισχυρίωνα. Οι οφειλέτες αποδέχονται την ευθύνη να αποπληρώσουν το δάνειο προσωπικά υπογράφοντας ο καθένας το έγγραφο, αλλά και καλούνται να λειτουργήσουν ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, “δι’ ενγύων αλλήλων” (Taubenschlag 1955: 305-306).
Οι τόκοι δεν προσδιορίζονται στο κείμενο, ενδεχομένως επειδή έτειναν να είναι σταθεροί κατά την περίοδο που γράφτηκε ο πάπυρος. Σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής οι οφειλέτες θα πρέπει να επιστρέψουν το αρχικό κεφάλαιο και επιπλέον 50% της αξίας του (ημιολία), καθώς και τους τόκους για όλη την περίοδο της καθυστέρησης (πρβλ. ποινές για εργολάβους στην Ε38). Η πρόβλεψη αυτή είναι αναμενόμενη στα συμβόλαια δανείων της ρωμαϊκής εποχής (βλ. Lewis 1945). Αν οι οφειλέτες δεν τηρούσαν τους όρους του συμβολαίου, ο Ισχυρίων είχε δικαίωμα να στραφεί εναντίον ενός ή και των δύο, αφού το συμβόλαιο αυτό αποτελούσε εκτελεστό τίτλο.
Το συμβόλαιο προσδιορίζει το ακριβές είδος των νομισμάτων με τα οποία γίνεται η συναλλαγή (στ. 7-8). Το αργύριον Σεβαστὸν αναφέρεται στα τετράδραχμα του Τιβερίου, που ήταν κράμα από ασήμι και χαλκό (στ. 7-8· West – Johnson 1944: 1-12). Το επίθετο πτολεμαϊκόν (στ. 7) παραπέμπει στα ασημένια νομίσματα της εποχής του Αυγούστου, που ονομάζονται έτσι γιατί διατήρησαν τη σύνθεση των νομισμάτων της πτολεμαϊκής περιόδου. Οι δραχμές της εποχής του Αυγούστου είχαν πιθανότατα εξισωθεί με το σηστέρτιο, ενώ τα τετράδραχμα του Τιβερίου περιείχαν ποσοστά ασημιού αντίστοιχα με αυτά του ρωμαϊκού δηναρίου και είχαν αξία 27, 28 ή 29 οβολών (Rupprecht 1994: 33∙ Duncan-Jones 1994: 232-235).
Η γραφή είναι χαρακτηριστική για την εποχή. Στον πάπυρο εντοπίζονται τέσσερα διαφορετικά χέρια. Το πρώτο χέρι, αυτό του γραφέα (στ. 1-24 και πίσω πλευρά), μοιάζει, όπως είναι αναμενόμενο, εξασκημένο, αν και προδίδει αρκετή βιασύνη. Ο οφειλέτης Ερμογένης (δεύτερο χέρι, στ. 25-28) θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρισθεί βραδέως γράφων, αν και η γραφή του προδίδει έλλειψη σιγουριάς. Ο οφειλέτης Ερμίας (τρίτο χέρι, στ. 28-33) μπορεί να γράφει άνετα, αν και όχι τόσο όσο ο γραφέας. Αντίθετα, ο δανειστής Ισχυρίων (τέταρτο χέρι, στ. 33-37) εκτελεί τους χαρακτήρες των γραμμάτων με επιδεξιότητα που ξεπερνά και αυτή του γραφέα. Το κάθε χέρι μοιάζει να χρησιμοποιεί διαφορετικό καλάμι.
Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, στην κώμη Σιναρύ της Κάτω Τοπαρχίας του Οξυρυγχείτη Νομού. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισε στον Ερμογένη τον νεότερο, γιο του Ερμογένη, εγγονό του Δημητρίου, (στ. 5) και στον Ερμία τον νεότερο, γιο του Ζηνοδώρου, αμφότερους Πέρσες της Επιγονής, στον δρόμο, εκατόν οκτώ δραχμές σε αυτοκρατορικά και πτολεμαϊκά ασημένια νομίσματα, κεφάλαιο στο οποίο τίποτα δεν έχει προστεθεί. (στ. 10) Οι οφειλέτες να επιστρέψουν στον Ισχυρίωνα τις εκατόν οκτώ δραχμές στις 30 του Χοίαχ του επόμενου τρίτου έτους του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού. Εάν δεν τις επιστρέψουν σύμφωνα με το συμβόλαιο, να πληρώσουν (στ. 15) στον Ισχυρίωνα το δάνειο επιβαρυμένο με το μισό του ποσού, καθώς και τους απαραίτητους τόκους υπερημερίας. Και ας είναι εγγυητές ο ένας για τον άλλο για την εξόφληση. Ο Ισχυρίων έχει δικαίωμα απαίτησης και είσπραξης των χρημάτων από αυτούς (τους δύο) ή από τον έναν ή από όποιον (στ. 20) από αυτούς θελήσει και από το σύνολο της περιουσίας τους σαν να επρόκειτο για δικαστική απόφαση, ενώ τα δικαιώματά του δεν περιορίζονται όσον αφορά άλλα χρέη που οφείλει ο Ερμίας στον ίδιο ή τη γυναίκα του σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Να έχει ισχύ το συμβόλαιο. (στ. 25) Ο Ερμογένης, γιος του Ερμογένη, και ο Ερμίας ο νεóτερος, γιος του Ζηνοδώρου, δανεισθήκαμε το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Ο Ερμίας ο νεότερος, γιος του Ζηνοδώρου, και ο Ερμογένης ο νεότερος δανεισθήκαμε (στ. 30) το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, χωρίς αυτό να μειώνει τα δικαιώματά σου σχετικά με όσα άλλα σου οφείλω σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισα τα χρήματα σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Έτος δεύτερο του Γαΐου (στ. 35) Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή. Η συναλλαγή έγινε μέσω του Αχιλλέα, επόπτη του γραφείου της κώμης Σιναρύ και άλλων τόπων. Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, 108 δραχμές. Από τον Ισχυρίωνα, (στ. 40) γιο του Διονυσίου, προς τον Ερμογένη και τον Ερμία.
[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι. – – – – – επρυτάνευε· – – – – -] | |
[. . .] επεστάτε· Λ[. . .]Γ[- – εγραμμάτευε· – – – – – είπε· Ερ]- | |
[υθραί]ος απάγ̣εν̣ σ[ί]το[ν ες] Παναθέναια τὰ με̣γ̣άλ̣α̣ ά̣[χσιον μέ ολέ]- | |
[ζον]ος ἒ τριο͂ν μνο͂ν καὶ νέ̣με̣[ν] Ερυθραίον [τ]ο[ί]ς παρο͂σιΙ[. . 4 . .] | |
5 | [. . τ]ὸ{ι}ς ℎιερ̣οπο[ι]ὸς ΑΠΗΔΙΝΟΝΜΙΘΑΝΟΙ· ε̣ὰν δέ̣ απ̣άγ. . .[. . 4 . .] |
[. . .]ν αχσια[.] ἒ ΤΙΠΟΣΜΝΕΟΚΑΙΑΤΑΣΕ . . ΕΝΗΑΠΡΙΣΘΑΙΒΙ[- – c.4 – -] | |
[. . .]ΣΗΒΛΚΕΑΤΜΟΝΗΟ.ΟΥΧΙΟΨΟΝΟΣΣΤΙΝΑΧΑΝΡΛΧ[- – – c.9 – – -] | |
[. . .]ΡΕΟΝΟΣ.ΟΑΣ[. . . .]λον το͂ι̣ β̣ολομένοι Ερυθραίον· απ[ὸ το͂ν] | |
[κ]υάμον βολέν̣ ἐ̣͂ναι̣ εί̣κοσ̣ι καὶ ℎ̣εκατὸν άνδ̣ρας· τὸν δέ κ̣[υαμ]- | |
10 | [ε]υθ̣έντ̣α ΘΕ . ΘΕ . Θ̣Ν . εν τ̣ε͂ι [β]ολε͂ι καὶ ΕΝΟΣΕΟΟΝ ἐ͂ναι βολε[ύε]- |
[ν μ]έ̣ όλεζ̣ον ἒ τρι̣άκοντα έ̣τ̣ε̣ γεγονότα· δίοχσιν δ’ ἐ͂ναι [το͂ μέ δ]- | |
οκ̣ι̣μ̣α̣σ̣θ̣έν[τ]ος· βολεύεν δέ μέ εντὸ̣ς τεττάρον ε{ι}το͂ν [δίς. απο]- | |
κυαμεύσα[ι δ]έ καὶ καταστ̣ε͂σαι τ̣έ̣ν μέν νύ̣ν̣ βολέν τ̣ός τ̣’ [επισκ]- | |
ό̣π̣ος καὶ [τὸν] φ̣ρ[ό]ρ̣αρχον, τὸ δέ λοιπὸν τέν̣ βολέν καὶ τὸν [φρόρ]- | |
15 | αρχον, μέ̣ όλεζ̣ον ἒ τ̣ρ̣ιάκ̣οντα ε̣μέ̣ρας π̣ρ̣[ὶ]ν ε̣χσιέναι [τέν βολ]- |
έν· ομνύναι [δέ Δ]ία κα[ὶ] Απόλλο καὶ Δέμε[τρα] ε̣παρομ̣έ̣νο[ς εχσό]- | |
λ̣ειαν εφ̣[ιορκο͂ντι τε κ]αὶ παι[σ]ὶν· εχσό[ρ]κ̣[ο͂]ν δέ τ̣ὸν φ̣ρ̣ό[ραρ]- | |
[χο]ν κατ̣ὰ [ℎ]ιερ̣õν [τελ]εί{σ}ον (?)· τ̣έ̣ν δέ βολέν μ̣έ̣ όλ[ε]ζον κ̣ατα[καί]- | |
[εν ἒ β]õν τὰ ℎ̣ι̣ε̣ρ̣ε͂α̣ (?), ε̣ὰ̣ν δέ μέ, ἐ͂ναι ζ̣εμιο͂σαι [. .]ΛΕ[.]ΣΑΝΑΤ[- – c.4 – -] | |
20 | ΟΑΝΕΟΔΕΜΟΕΟΝΝΣΟΕ τ̣ὸν δε͂μον κατακαίεν μέ όλεζ̣ον [- – – c.6 – – -]· |
ομν[ύ]να[ι δ]έ̣ [τά]δε [τέν] β̣ολέν· β̣ολεύσο ℎος άν [δύ]νομ̣α̣ι̣ άρ̣ι̣στ[α κ]- | |
[αὶ] δι̣κα[ιότα]τα (?) Ερυθραίον το͂ι πλέθει καὶ Αθεναίον καὶ το͂ν [χσυ]- | |
νμά[χ]ον· [κ]αὶ ουκ [αποσ]τέσομαι Αθεναίον το͂ π[λ]έθος ουδέ [το͂ν] | |
χσυνμάχον το͂ν Αθεναίον ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλ̣λ̣οι π̣ε[ί]σομ̣[αι] | |
25 | αφ̣ι̣σ̣[τα]μέ̣νο̣[ι] ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλλον [π]εί[σο ουδέ ℎένα· ουδέ] |
το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον [κατ]αδέχσομαι ουδ[έ] ℎένα ούτ’ ά̣λ̣[λ]ον̣ κατ̣α̣δ̣[έχεσθ]- | |
[α]ι πείσο[μ]α[ι το͂ν ες] Μέδος φ̣ευ̣γ̣ό[ντο]ν άνευ τε̣͂[ς] β̣ολ̣ε̣͂ς̣ τ̣[ε͂ς Αθε]- | |
ναίον καὶ το͂ δέ̣μο· [ο]υδέ το͂ν μενόντον εχσελο͂ [ά]νε̣υ̣ τε̣͂ς β̣ο̣[λε͂ς] | |
τ̣ε͂ς Αθεναίον καὶ τ̣[ο͂] δ̣έμο. εὰν δέ τι̣ς αποκτέ̣νει̣ [. . . . Ερυθρα]- | |
30 | ί̣ος ℎέτερον Ερυ̣θ̣ρ̣[αί]ον (?), τεθ[ν]άτο εὰν [γν]οσθε͂ι· ε̣[ὰ]ν δ[. . . 6 . . .] |
[.] γ̣ν̣οσθε͂ι̣, φ̣ευγέτο ℎ̣άπ̣ασα̣ν̣ τέν̣ Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α καὶ τ]- | |
ὰ χρέματα δεμόσ[ια έσ]τ̣ο Ερυθραίον. εὰν δέ̣ τ̣ις [.]ΒΟ[. . . . 8 . . . .] | |
ΟΣ[. .] τὸς τυράννος τεχ̣νά[ζει] ε̣ς Ερυθρὰ{ι}ς̣ (?) καὶ [αυτ]ὸς [- – – c.6 – – -] | |
ΧΑΠΙ τεθνάτο [κ]α̣[ὶ] παίδες̣ ℎ̣οι εχς εκ̣ένο̣ ΕΓ.ΝΕΟ[. . . . . 10 . . . . .] | |
35 | ΕΙΟΘΕΜΙΛΕΘ[.]ΕΧΟΣ[- – c.5 – -] πα̣ίδες [ℎ]οι εχς [ε]κέν[ο – – – – c.10 – – – -] |
Ερυθραίο[.] ΚΑΙ[. . .]Ν Αθεναίον ΑΠΟΣΑΝΟΝ, τὰ δέ χρέ̣ματα [αυ]το͂ Τ? | |
Ακολουθούν δέκα στίχοι που δεν παράγουν νόημα, μεταξύ αυτών: | |
42 | [. . . 6 . . .]ΝΑΜΕΝΕΙ[.]ΤΟΜ[.]ΟΡ[.]ΟΝ τ̣οχσό̣τ̣ας ΔΕΚΑΤΑ[.]ΟΙ[.]ΟΟΣΕΝ |
45 | [. . 4 . .]βολε[. . . .]ΚΑΝΑ[- 1-2]ΟΑΣΙΕΡΑ εκ̣ τε̣͂ς φυλε͂ς ℎεκάστες Χ[- 3-4 -] |
Το ψήφισμα για τις Ερυθρές αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για τον προσδιορισμό των σχέσεων της Αθήνας με τους συμμάχους της και ως εκ τούτου για την ανασύνθεση της ιστορίας της αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι Ερυθρές ήταν πόλη της Ιωνίας, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Δεν γνωρίζουμε σε ποια δεκαετία προσχώρησε στη συμμαχία της Δήλου. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά την αποστασία της από αυτήν, πιθανολογούμε ότι έλαβε χώρα περί το 454 π.Χ., μετά την ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο (Θουκ. 1.109-110). Η εξέλιξη αυτή γέννησε την ελπίδα στη φιλοπερσική μερίδα των Ερυθρών για αλλαγή προστάτη και στενότερη συνεργασία με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει προσωρινά ένα φιλοπερσικό κίνημα στην πόλη. Στη συνέχεια, οι Ερυθρές επανήλθαν στη συμμαχία. Η χρονολόγηση, όμως, της επαναφοράς τους, όπως και του αντίστοιχου αθηναϊκού ψηφίσματος, παρουσιάζει, όπως είδαμε, προβλήματα.
Οι θρησκευτικές υποχρεώσεις των Ερυθραίων
Σύμφωνα με το ψήφισμα, οι Ερυθραίοι οφείλουν μετά την επαναφορά τους στη συμμαχία να συμμετέχουν στα Μεγάλα Παναθήναια, κάθε τέσσερα χρόνια, φέρνοντας μαζί τους σιτάρι καθορισμένης αξίας (όχι μικρότερης από τρεις μνες) (στ. 2-8). Μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει ότι έχει λάβει χώρα η μεταφορά του θησαυροφυλακίου από τη Δήλο στην Αθήνα (454/3 π.Χ.)· τότε έγινε και η Αθήνα το κέντρο όχι μόνο της συμμαχίας αλλά και του αιγαιακού χώρου, ρόλο τον οποίο κατείχε ως τότε το νησί της Δήλου (Constantakopoulou 2007: 69-70). Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, οι Ερυθρές ήταν η πρώτη πόλη που αναγκάστηκε να συμμετέχει στην περίλαμπρη αθηναϊκή εορτή. Η αξίωση αυτή ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για τη μετατροπή των Μεγάλων Παναθηναίων σε μία εορτή που θα αντικατόπτριζε τη λάμψη και το μεγαλείο της ηγεμονίας των Αθηναίων (Meiggs 1999: 292-293). Η συγκεκριμένη απαίτηση της Αθήνας συνδεόταν με την επιλογή της να προβάλλεται ως μητρόπολη των ιωνικών πόλεων, και της συμμαχίας της Δήλου εν γένει (βλ. σχετικά Bremmer 1997: 10-13· Meiggs 1999: 294· Parker 2008: 146-147 με υποσημ. 3), και μπορούσε να αιτιολογηθεί στη βάση της διατήρησης των παραδοσιακών δεσμών μεταξύ μητρόπολης και αποικιών της: αποτελούσε καθήκον των αποικιών να διατηρούν δεσμούς με τις μητροπόλεις τους συμμετέχοντας στις σημαντικότερες θρησκευτικές εορτές τους (πρβλ. και IG I³ 46, στ. 15-17, όπου οι άποικοι της Βρέας οφείλουν να στείλουν αγελάδα και πανοπλία στα Μεγάλα Παναθήναια και φαλλό στα Διονύσια· IG I³ 71, στ. 55-58, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να προσφέρουν αγελάδα και πανοπλία κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και να συμμετέχουν στην πομπή· IG I³ 78, στ. 14, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να αποστέλλουν κάθε χρόνο στην Ελευσίνα τους πρώτους καρπούς της νέας σοδειάς).
Η εγκαθίδρυση βουλής κατά τα αθηναϊκά δημοκρατικά πρότυπα
Στις Ερυθρές εγκαθιδρύεται βουλή σύμφωνα με τα αθηναϊκό δημοκρατικό πρότυπο (στ. 8-16). Η νέα αυτή βουλή θα αριθμεί 120 μέλη, τα οποία θα επιλέγονται κάθε χρόνο με κλήρωση (και στην Αθήνα τα μέλη της βουλής των πεντακοσίων κληρώνονται κάθε χρόνο, ωστόσο ο αριθμός τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 43.2). Προϋπόθεση για την ανάληψη του αξιώματος είναι να έχει συμπληρώσει ο υποψήφιος το τριακοστό έτος της ηλικίας του (το ίδιο ισχύει και στην Αθήνα), και κανείς δεν θα μπορεί να διατελέσει βουλευτής περισσότερο από μία φορά σε μία περίοδο τεσσάρων ετών (αντίθετα, στην Αθήνα ένας πολίτης ήταν δυνατόν να κληρωθεί βουλευτής μόνο δύο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 62.3).
Οι Αθηναίοι επίσκοποι και ο φρούραρχος είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της κλήρωσης των βουλευτών και της εγκατάστασης της πρώτης βουλής. Στο μέλλον το έργο αυτό θα εκτελείται από την απερχόμενη βουλή σε συνεργασία με τον φρούραρχο. Το αθηναϊκό αξίωμα του φρουράρχου εμφανίζεται κατά τον 5ο αιώνα μόνο στις Ερυθρές (Fornara 1983: 213). Ο φρούραρχος ήταν ο επικεφαλής της αθηναϊκής φρουράς. Οι αρμοδιότητές του, ωστόσο, δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικές. Όσον αφορά στα καθήκοντα των επισκόπων, είναι δύσκολο αυτά να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Πιθανολογείται ότι οι επίσκοποι ήταν αξιωματούχοι βραχείας παραμονής στις πόλεις στις οποίες στέλνονταν. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι στις Ερυθρές ήταν αρμόδιοι για την εγκαθίδρυση της πρώτης βουλής και όχι των επόμενων επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι επίσκοποι εγκαταστάθηκαν στην πόλη μόνο κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την επανένταξη της πόλης στη συμμαχία (πρβλ. και IG I3 34, στ. 5-7· Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1022-1055) (Highby 1936: 18-20· Meiggs 1999: 212-213).
Ο όρκος των Ερυθραίων βουλευτών
Στη συνέχεια του ψηφίσματος, ακολουθεί ο όρκος που πρέπει να δίνουν οι Ερυθραίοι βουλευτές πριν αναλάβουν θητεία (στ. 16-29) (για τον όρκο στην αρχαία Ελλάδα, βλ. Sommerstein – Torrance 2014). Οι Ερυθραίοι βουλευτές ορκίζονται ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με τον πιο καλό και δίκαιο τρόπο για το συμφέρον του «πλήθους» των Ερυθραίων, των Αθηναίων και των συμμάχων (στ. 21-23), ενώ παράλληλα ορκίζονται πίστη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων (στ. 23-25). Δύο στοιχεία ξεχωρίζουν: αφενός, η λέξη «πλήθος», η οποία είναι λιγότερο ουδέτερη από τη λέξη «δήμος» και δίνει έμφαση στη δύναμη των αριθμών και στον δημοκρατικό χαρακτήρα που είχε η παρέμβαση της Αθήνας (Meiggs 1999: 113 υποσημ. 1· Osborne – Rhodes, GHI: 118), και, αφετέρου, η διπλή αναφορά που γίνεται στους συμμάχους (βλ. και στ. 31 «Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α]»). Μνεία στους συμμάχους γίνεται και στον όρκο τον οποίο, όπως φαίνεται, πρέπει να δώσει ο δήμος των Ερυθρών (IG I3 15d, στ. 40-41). Αντίθετα, αναφορά στους συμμάχους απουσιάζει από τον όρκο που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα για την Κολοφώνα (IG I3 37), για την Ερέτρια και τη Χαλκίδα (IG I3 39 και 40), αλλά εμφανίζεται και πάλι στον όρκο που επιβλήθηκε στη Σάμο το 439/8 (IG I3 48, στ. 19). Η απουσία και επανεμφάνισή τους εξηγείται από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, μετά την ειρήνη του Καλλία, αποσιωπούσαν τον όρο «συμμαχία», ο οποίος αντικαταστάθηκε από άλλες διατυπώσεις, όπως «πόλεις όσων οι Αθηναίοι κρατούσι» (IG I3 156, 174, και 98· Θουκυδίδης, 5.18.7, 47.2), ενώ η αναφορά στους συμμάχους στον όρκο των Σαμίων θεωρείται εξαίρεση, που οφείλεται στη βαρύνουσα σημασία της Σάμου (βλ. σχετικά Highby 1936: 22-23· Meiggs 1943: 23· Mattingly 1996: 371-372· Meiggs 1999: 114· Moroo 2014: 105-106).
Οι Ερυθραίοι βουλευτές πρέπει, επίσης, να ορκιστούν ότι δεν πρόκειται, δίχως τη συναίνεση της Αθήνας, να αποπειραθούν να επαναφέρουν κανέναν από τους εξορίστους (το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον) ή από εκείνους που κατέφυγαν στους Μήδους, ούτε να εξορίσουν κάποιον από εκείνους που παρέμειναν (το͂ν μενόντον) στις Ερυθρές (στ. 25-29). Το απόσπασμα αυτό είναι διαφωτιστικό όσον αφορά στην ανασύνθεση της κατάστασης που επικρατούσε στην πόλη πριν από το ψήφισμα: ενισχύεται η άποψη πως ένα φιλοπερσικό κίνημα είχε εκδηλωθεί στις Ερυθρές, το οποίο αποσκοπούσε στην απόσχισή τους από τη συμμαχία των Αθηναίων. Η Αθήνα αντέδρασε παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην πόλη με την εκδίωξη της φιλοπερσικής μερίδας και των επικεφαλής της (στ. 33 τὸς τυράννος). Έπειτα, επανέφερε τις Ερυθρές στη συμμαχία και εγκατέστησε φρουρά, γεγονός το οποίο υποδηλώνεται από την παρουσία του φρουράρχου. Η φρουρά αποτελούσε ένα αποτελεσματικό μέτρο προστασίας τόσο από τους εσωτερικούς όσο και από τους εξωτερικούς κινδύνους. Εντούτοις, οι πολιτικές αρμοδιότητες του φρουράρχου υποδεικνύουν πως η Αθήνα ήθελε να ελέγχει και τις πολιτικές εξελίξεις (Meiggs 1943: 23-24· ATL III: 254-255· Meiggs – Lewis, GHI: 92· Meiggs 1999: 113-114· Osborne – Rhodes, GHI: 118).
Ποινές για συγκεκριμένα αδικήματα
Το ψήφισμα της Αθήνας για τις Ερυθρές καθορίζει, τέλος, τις ποινές οι οποίες θα επιβληθούν στους παραβάτες για συγκεκριμένα αδικήματα (στ. 29 και εξής), χωρίς, όμως, οι δικαστικές αυτές υποθέσεις να μεταφερθούν προς εκδίκαση στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπως θα γίνει σε αρκετές περιπτώσεις αργότερα (IG I3 40, στ. 71-76· IG I³ 21, στ. 76· Αντιφών, Περὶ τού Hρώδου φόνου, 47· Θουκυδίδης, 1.77.1· [Ξενοφών], Αθηναίων Πολιτεία, 1.16-18) (Highby 1936: 26-27· Meiggs 1943: 23· Kennedy 2006: 58-59· Rhodes 2014: 44 με υποσημ. 21· Bartzoka 2018: 113-118, 131-149). Ωστόσο, οι εν λόγω στίχοι σώζονται αποσπασματικά και η συμπλήρωσή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι, το αδίκημα του φόνου κάποιου Ερυθραίου από κάποιον συμπολίτη του φαίνεται πως, σε περίπτωση καταδίκης, επισύρει τη θανατική ποινή. Ακόμη, αναφέρεται ότι, σε περίπτωση καταδίκης του, αυτός θα εξοριστεί από το σύνολο των εδαφών της συμμαχίας των Αθηναίων και η περιουσία του θα καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Αυτή η ποινή της εξορίας μάλλον αφορά όσους διαφύγουν από τις Ερυθρές πριν από την επιβολή της θανατικής ποινής (Osborne – Rhodes, GHI: 118). Τη θανατική καταδίκη φαίνεται, επίσης, πως ορίζει το ψήφισμα και για όσους υποπέσουν στο αδίκημα της προδοσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους τυράννους (στ. 33), οι οποίοι ήταν πιθανότατα οι αρχηγοί του φιλοπερσικού κινήματος.
Απόφαση της βουλής και του δήμου. Η — φυλή επρυτάνευε· ο — ήταν επιστάτης· ο — ήταν γραμματέας. Ο — εισηγήθηκε. Οι Ερυθραίοι να αποστέλλουν σίτο στα Μεγάλα Παναθήναια, αξίας όχι μικρότερης από τρεις μνες, και να το διανέμουν σε όσους Ερυθραίους είναι παρόντες … οι ιεροποιοί … εάν αποστείλουν … (στ. 5)
…
…
οποιοσδήποτε Ερυθραίος επιθυμεί. Να αναδειχθεί με κλήρο βουλή αποτελούμενη από εκατόν είκοσι άνδρες· ο αναδειχθείς … στη βουλή και … να είναι δυνατόν να διατελέσει βουλευτής (στ. 10) μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας του. Να κινηθεί δίωξη εναντίον οποιουδήποτε δεν πέρασε από τη διαδικασία της δοκιμασίας. Να μην επιτρέπεται η ανάληψη του αξιώματος του βουλευτή για δεύτερη φορά εντός τεσσάρων ετών. Να αναδείξουν με κλήρο και να εγκαταστήσουν τη βουλή στο παρόν οι επίσκοποι και ο φρούραρχος, και στο εξής (να το κάνουν) η βουλή και ο φρούραρχος, σε διάστημα όχι μικρότερο από τριάντα ημέρες πριν ολοκληρωθεί η θητεία της βουλής. (στ. 15) Να ορκιστούν στον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα, επικαλούμενοι την ολοκληρωτική καταστροφή του επιόρκου και των παιδιών του· ο φρούραρχος να φροντίσει να δοθεί ο όρκος πάνω από ενήλικα θυσιαστήρια θύματα (;)· η βουλή να θυσιάσει όχι λιγότερο από μία αγελάδα (;), διαφορετικά να είναι δυνατόν να υπάρξει τιμωρία … ο δήμος να θυσιάσει όχι λιγότερο … (στ. 20)
Η βουλή να ορκιστεί τα εξής: «Θα εκτελέσω τα καθήκοντά μου ως βουλευτής όσο πιο καλά και δίκαια μπορώ για το συμφέρον του πλήθους των Ερυθραίων και των Αθηναίων και των συμμάχων· και δεν θα αποστατήσω από το πλήθος των Αθηναίων ούτε των συμμάχων των Αθηναίων εγώ ο ίδιος, ούτε θα παρασυρθώ από άλλον που αποστατεί εγώ ο ίδιος, ούτε άλλον θα παρασύρω κανέναν· ούτε (στ. 25) θα δεχθώ πίσω κανέναν από τους εξορίστους, ούτε θα παρασυρθώ να δεχθώ πίσω άλλον από εκείνους που έχουν βρει καταφύγιο στους Μήδους, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων· ούτε θα εξορίσω κανέναν από εκείνους που παραμένουν, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων». Εάν κάποιος Ερυθραίος (;) σκοτώσει άλλον Ερυθραίο, να θανατωθεί εάν καταδικαστεί· εάν … (στ. 30) καταδικαστεί, να εξοριστεί από ολόκληρη τη συμμαχία των Αθηναίων, και η περιουσία του να καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Εάν κάποιος μηχανορραφεί … τους τυράννους στις Ερυθρές, και ο ίδιος … να θανατωθεί και οι γιοι του … οι γιοι του … (στ. 35) των Ερυθραίων και (;) … των Αθηναίων … η περιουσία του … (στ. 36)
Παρεμβάλλονται πέντε στίχοι χωρίς νόημα
… τοξότες … (στ. 42)
Παρεμβάλλονται δύο στίχοι χωρίς νόημα
… από κάθε φυλή … (στ. 45)
αναγραφεὺς Αρχέδ[ι]κος Ναυκρίτου Λαμπτ[ρεύ]ς. | |
επὶ Νεαίχμου άρχοντος επὶ τής Ερεχθη- | |
ΐδος δευτέρας πρυτανείας εί Θηρα[μ]έν- | |
ης Κηφισιεὺς εγρα[μμ]άτευε· Βοηδρ[ομ]ιώ- | |
5 | νος ενδεκ[ά]τει, [μ]ιαι καὶ τ[ρ]ιακοστεί τή- |
ς πρυτ[α]νείας· τών προέ[δρ]ω[ν] επεψήφ[ιζ]ε | |
Διόδοτος Ικαριεύ[ς]· έδ[οξ]εν [τ]ώι δήμωι· Δ- | |
ημάδη[ς] Δημέου Παιανιεὺς είπεν· όπως ά- | |
ν η αγορὰ η ε[μ] Πειραε[ί] κ[α]τασ[κε]υασθ[εί] κ- | |
10 | αὶ ομαλισθεί ὡς κάλλιστα κ[α]ὶ τὰ εν τώι |
αγορανο[μ]ίωι επι[σ]κευασθεί όσων προσ- | |
δείται άπαν[τ]α, αγαθή[ι τ]ύχηι δεδό[χ]θαι | |
τώι δήμωι τοὺς αγορανό[μ]ους τοὺς εμ Π[ε]- | |
ιραιεί επι[μ]εληθήν[α]ι απάντων τούτων, τ- | |
15 | ὸ δέ ανάλωμα είναι εις ταύτα [εκ] τού αργ- |
υρίου ού οι αγορανόμοι διαχειρίζουσ- | |
ιν· επειδὴ δέ καὶ η τών αστυνόμων επιμέ- | |
λεια προστέτακται τοίς αγορ[α]νόμοις, | |
επιμεληθήναι τοὺς αγορανόμους τών ο- | |
20 | δών τών πλατειώ[ν], ἧι η πομπὴ πορεύεται |
τώι Διὶ τώι Σωτή[ρι κα]ὶ τώι Διονύσωι, όπ- | |
ως άν ομαλισθώσιν καὶ κατασ[κ]ευασθώσ- | |
ιν ὡς βέλτιστα, τ[ὰ] δέ αν[αλ]ώματα είν[α]ι ε- | |
ις ταύτα ε[κ] το[ύ] αργυρ[ίο]υ ού ο[ι α]γορανό- | |
25 | μοι διαχειρίζουσιν. επαναγκαζόντων |
δέ καὶ τοὺς τὸν [χ]ούν κατα[βε]βληκότας ε- | |
ις τὰς οδ[ο]ὺς ταύτας [α]ναι[ρ]είν τ[ρ]όπωι ό- | |
τωι άν επίστων[τα]ι. επε[ιδὰ]ν δ’ επισκευα- | |
σθεί το[ύ] αγορανομ[ί]ο[υ ἃ ενδε]ίται καὶ τ- | |
30 | ής αγο[ρ]ας καὶ τών οδών [δι’ ων] η πομπὴ τώι |
τε Δι[ὶ] τώι [Σ]ωτήρι καὶ τώι [Διον]ύσωι πέμ- | |
πεται, τὰ λο[ι]πὰ χρήμ[ατα κατ]α[βά]λλειν α- | |
υτοὺς πρὸς [το]ὺς [αθ]λοθ[έτας κατὰ τ]ὸν νό- | |
μον. όπως δ’ άν καὶ εις τὸ[ν] λο[ιπὸ]ν χρόνον | |
35 | ὡς βέλτισ[τα] ήι [κα]τ[εσκευασμ]έ[ν]α τά τ’ εν |
τήι αγο[ρ]αι τήι εμ Π[ε]ι[ραεί] καὶ τὰ [ε]ν ταί- | |
ς οδοίς, μὴ εξείναι [μηδενὶ μήτε] χούν κα- | |
[ταβά]λλειν μήτε άλλ[ο μηδέν μήτε] κοπρώ- | |
[να . . . . ε]ν τήι αγοραι [μήτ’ εν τα]ί[ς ο]δοίς | |
40 | [μηδαμού· εὰν δέ τις] τ[ο]ύτων τι π[ο]εί, εὰμ μ- |
[έν δούλος ήι ἢ μέτοικος λ]αμ[βαν]έτω 𐅄 πλ- | |
[ηγὰς . . . . . . . .16 . . . . . . . . εὰν] δ’ [ελε]ύθερ- | |
[ος . . . . . . . . . .20 . . . . . . . . . .] EΣΛΥΤΩΙΕ . . | |
— — — — — — — — — — — —ΣΛΣΛ . . | |
45 | — — — — — — — — — — — — OΝ . . |
Με το ψήφισμα αυτό αποφασίζεται να επιμεληθούν οι αγορανόμοι εργασίες στην αγορά, στο αγορανόμιο και σε σημαντικούς δρόμους του Πειραιά (στίχοι 17-25). Ταυτόχρονα ψηφίζονται διατάξεις για την καθαριότητα αυτών των χώρων και την επιβολή προστίμων στους παραβάτες (στίχοι 25-28, 34 κ.ε.). Ορίζεται επίσης η χρηματοδότηση των έργων από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι (στίχοι 15-17, 23-25), ενώ, όσα περισσέψουν, θα διοχετευτούν στους αθλοθέτες (στίχοι 32-34), αξιωματούχους που, όσο γνωρίζουμε, ήταν υπεύθυνοι για τη μεγάλη πομπή και τους αγώνες των Παναθηναίων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 60, 1).
Η μέριμνα για τις οδούς ήταν ενίοτε συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση των πομπών των γιορτών στις οποίες παρευρίσκονταν εκτός από τους οργανωμένους σε ομάδες αξιωματούχους (για τα Θαργήλια βλ. LSCG Suppl. 1434–37 = ΕΜ 13262), μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης, αλλά και επισκέπτες. Οι δρόμοι για τους οποίους το συγκεκριμένο ψήφισμα λαμβάνει πρόνοια (αι οδοὶ αι πλατείαι) είναι οι κεντρικοί οδικοί άξονες της πόλης, εκείνοι από τους οποίους διέρχονται οι πομπές δύο σημαντικών γιορτών του Πειραιά: των Διονυσίων (πρόκειται για τα Μικρά Διονύσια που γιορτάζονταν στο συγκεκριμένο δήμο) και των Διός Σωτηρίων. Η λατρεία του Δία Σωτήρα ξεκινά από τα χρόνια των Μηδικών πολέμων και διαδίδεται ιδιαίτερα από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής (Miκalson 1998: 51-52· Parker 1996: 238-241). Ο Πειραιάς ως λιμάνι ήταν τόπος ιδιαίτερα πρόσφορος για τη λατρεία θεοτήτων που είχαν σχέση με τη σωτηρία (ναυτικών, ταξιδιωτών, μισθοφόρων), καθώς επίσης νέων ή ξένων θεοτήτων (Garland 1987: 107-111 –ειδικά για τον Δία Σωτήρα σελ. 137-138, 239-240).
Η χρονολόγηση της επιγραφής έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Λίγο νωρίτερα, το 322 π.Χ., η Αθήνα είχε υποστεί μια σημαντική πολεμική ήττα, που την οδήγησε σε απώλεια της ναυτικής της δύναμης, ενώ συγχρόνως έχασε τον Ωρωπό και τη Σάμο. Η πόλη περιήλθε στην κυριαρχία του Αντιπάτρου (όπου παρέμεινε ως το 318 π.Χ.) και στον Πειραιά εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά (Habicht 1995: 53-59). Οι επισκευές που προβλέπει το ψήφισμα στην αγορά, τα δημόσια κτίρια και τους δρόμους του Πειραιά, μπορούν να συνδεθούν με καταστροφές που ενδεχομένως είχε προκαλέσει η εγκατάσταση της μακεδονικής φρουράς. Παρότι αυτή η σύνδεση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, γεγονός είναι ότι σε μια εποχή δύσκολη η πόλη εξακολουθεί να μεριμνά για υποδομές που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τη διεξαγωγή γιορτών.
Αναγραφέας ο Αρχέδικος, (γιος) του Ναυκρίτου, από τον δήμο των Λαμπτρών. Επί άρχοντα Νεαίχμου, επί της δεύτερης πρυτανείας της Ερεχθηίδας φυλής, με γραμματέα τον Θηραμένη από τον δήμο της Κηφισιάς, την ενδεκάτη ημέρα του Βοηδρομιώνος μηνός, (στ. 5) την τριακοστή πρώτη ημέρα της πρυτανείας. Από τους προέδρους έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία ο Διόδοτος από τον δήμο Ικάριον. Απόφαση του δήμου. Ο Δημάδης, (γιος) του Δημέου, από τον δήμο της Παιανίας εισηγήθηκε. Προκειμένου να κατασκευαστεί η αγορά του Πειραιά και (στ. 10) να στρωθεί όσον το δυνατόν καλύτερα και να επισκευαστούν στο αγορανόμιο όλα όσα χρειάζεται. Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος οι αγορανόμοι του Πειραιά να φροντίσουν για όλα αυτά (στ. 15) και τα έξοδα για αυτά να προέλθουν από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Επειδή δε τα καθήκοντα των αστυνόμων έχουν ανατεθεί στους αγορανόμους, να επιμεληθούν οι αγορανόμοι (στ. 20) τους πλατιούς δρόμους από όπου περνάει η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, ώστε να στρωθούν και να κατασκευαστούν όσον το δυνατόν καλύτερα. Τα έξοδα για αυτά να καλυφθούν από τα χρήματα τα οποία (στ. 25) διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Και να αναγκάσουν όσους έχουν ρίξει χώματα σε αυτούς τους δρόμους να τα απομακρύνουν με όποιο τρόπο τυχόν γνωρίζουν. Και, αφού επισκευαστούν όσα πρέπει από το αγορανόμιο και από την (στ. 30) αγορά και από τους δρόμους απ΄ όπου διέρχεται η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, να καταβάλουν οι αγορανόμοι τα χρήματα που θα περισσέψουν στους αθλοθέτες σύμφωνα με τον νόμο. Και για να βρίσκονται στο εξής (στ. 35) στην καλύτερη δυνατή κατάσταση η αγορά του Πειραιά και οι οδοί, να μην επιτρέπεται σε κανένα να ρίχνει χώματα ούτε τίποτα άλλο ούτε ακαθαρσίες πουθενά στην αγορά και στους δρόμους. (στ. 40) Εάν κάποιος κάνει κάτι από αυτά, εάν μεν είναι δούλος ή μέτοικος … να μαστιγωθεί …, εάν είναι ελεύθερος …
Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ- | |
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος. | |
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί- | |
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ | |
5 | Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε- |
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε- | |
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε- | |
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο | |
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς | |
10 | [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο- |
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα- | |
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως | |
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό– | |
ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]- | |
15 | [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]- |
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]- | |
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ- | |
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγὸν̣ [τ]ών πραχθέντων καὶ νο- | |
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί- | |
20 | [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ |
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα | |
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ | |
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου | |
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε- | |
25 | [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν- |
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη- | |
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…] | |
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).
Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).
O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.
Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.
Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).
Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.
Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).
Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).
Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).
Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).
Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.
Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.
Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.
Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).
Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …
[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου. | |
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς | |
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος | |
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον | |
5 | Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ- |
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ- | |
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες | |
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει- | |
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης | |
10 | περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι |
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι | |
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα- | |
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ- | |
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού- | |
15 | λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι- |
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ- | |
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου- | |
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς | |
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ- | |
20 | βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν- |
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί- | |
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ- | |
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν | |
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα | |
25 | είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]- |
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό- | |
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]- | |
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον | |
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]- | |
30 | γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε] |
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι], | |
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν] | |
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]- | |
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]- | |
35 | ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]- |
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι]. | |
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]- | |
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] | |
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε. |
Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).
Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).
Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).
Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).
Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.
Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;
Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.
Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.
2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.
Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.
Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).
Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.
H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.
Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.
αγαθήι τύχηι, ι̣ε̣ρ̣ονομούντος | |
Δημητρίου, μηνὸς Θαργηλιώνος | |
δευτέραι, Αλέξων Δάμωνος εί- | |
πεν· νόμον είναι Γαμβρειώταις | |
5 | τὰς πενθούσας έχειν φαιὰν εσθή- |
τα μὴ κατερρυπωμένην· χρήσθαι | |
δέ καὶ τοὺς άνδρας καὶ τοὺς παίδας | |
τοὺς πενθούντας εσθήτι φαιαι, | |
εὰμ μὴ βούλωνται λευκήι· επιτε- | |
10 | λείν δέ τὰ νόμιμα τοίς αποιχομέ- |
νοις έσχατον εν τρισὶ μησίν, τώι δέ | |
τετάρτωι λύειν τὰ πένθη τοὺς άν- | |
δρας, τὰς δέ γυναίκας τώι πέμπτωι, | |
καὶ εξανίστασθαι εκ τής κηδείας | |
15 | καὶ εκπορεύεσθαι τὰς γυναίκας |
τὰς εξόδους τὰς εν τώι νόμωι γε- | |
γραμμένας επάναγκον· τὸν δέ γυ- | |
ναικονόμον τὸν υπὸ τού δήμου αι- | |
ρούμενον τοίς αγνισμοίς τοίς πρὸ | |
20 | τών Θεσμοφορίων επεύχεσθαι τοίς εμ- |
μένουσιν καὶ ταίς πειθομέναις τώι- | |
δε τώι νόμωι εύ είναι καὶ τών υπαρχόν- | |
των αγαθών όνησιν, τοίς δέ μὴ πειθο- | |
μένοις μηδέ ταίς εμμενούσαις τα- | |
25 | ναντία· καὶ μὴ όσιον αυταίς είναι, ὡς |
ασεβούσαις, θύειν μηθενὶ θεών επὶ δέ- | |
κα έτη· τὸν δέ μετὰ Δημήτριον | |
στεφανηφόρον ταμίαν αιρεθέντα | |
αναγράψαι τόνδε τὸν νόμον εις δύο | |
30 | στήλας καὶ αναθείναι τὴμ μέν |
μίαν πρὸ τών θυρών τού Θεσμοφο- | |
ρίου, τὴν δέ πρὸ τού νεὼ τής Αρτέ- | |
μιδος τής Λοχίας· ανενεγκάτω | |
δέ ο ταμίας τὸ ανάλωμα τὸ γε- | |
35 | νόμενον εις τὰστήλας τώι |
πρώτωι λογιστηρίωι. |
H μικρασιατική πόλη Γάμβρειον, κοντά στην Πέργαμο, ψηφίζει έναν νόμο σχετικό με τις ταφικές τελετές και τους μετέχοντες σε αυτές. Ο νόμος εντάσσεται σε μια σειρά παρόμοιων κειμένων από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που αφορούν τα έξοδα των κηδειών, τη διαρρύθμιση και διακόσμηση των τάφων, τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων –κυρίως των γυναικών– στην τελετή της ταφής και στη λατρεία των νεκρών. Οι νόμοι που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την ταφή, το πένθος και τη λατρεία των νεκρών είναι πολυάριθμοι και προέρχονται από πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου (γενικά Engels 1998· Frisone 2000). Στην Αθήνα έχουμε σχετικούς νόμους του Σόλωνα (Πλούταρχος, Σόλων 12,5; 21,4-5 = Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72) και του Δημήτριου Φαληρέα (317/07 π.Χ., Κικέρων, de Iegibus 2, 66) και στη Σπάρτη ρυθμίσεις που ανάγονται στη νομοθεσία του Λυκούργου (Πλούταρχος, Βίος Λυκούργου 27, 1-4· Ηρόδοτος 6, 58, 1· Ξενοφών, Λακεδαιμονίων πολιτεία 15 , 9). Σχετικούς νόμους έχουμε επίσης από τη Γόρτυνα (5ος αι. π.Χ., I.Cret. IV 46B στ. 6-13· 7 6B = Koerner 1993: αρ. 137· 150 = Νomima II 84, 85), τους Λοκρούς (νόμος του Ζαλεύκου, 6ος αι. π.Χ.?, Ηρακλείδης Λέμβιος, Excerpta Politiarum αρ. 60, Dilts 1971· Ailius, Varia 6, 6), την Ιουλίδα στην Κέα (β’ μισό του 5ου αι. π.Χ., IG XII 5, 593 = LSCG 97 = Koerner 1993: αρ. 60), τις Συρακούσες (αρχές 5ου αι. π.Χ., Διόδωρος 11, 38, 2), τους Δελφούς (νόμος της φρατρίας των Λαβυαδών, περ. 400 π.Χ., CID I 9C στ. 19-52 = Koerner 1993: αρ. 46), τη Θάσο (περ. 400-350 π.Χ., LSCGSuppl. 64), τη Μασσαλία (Valerius Maximus 2, 6, 7-9) και τη Νίσυρο (3ος αι. π.Χ., ΙG XII 3, 87). Ειδικά για την προσπάθεια περιορισμού της πολυτέλειας των ταφών και των τάφων και τον έλεγχο της πόλης πάνω στις ταφικές πρακτικές βλ. Garland 1989· Zinserling 1991· Βernhardt 2003.
Ο παρών νόμος του Γαμβρείου προκύπτει από ψήφισμα του δήμου μετά από εισήγηση του Αλέξωνος, γιου του Δάμωνος. Αν εξαιρέσουμε τις ρυθμίσεις για την ανέγερση και χρηματοδότηση των στηλών (στ. 27-36), το κείμενο της εισήγησης είναι αυτούσιο το κείμενο του νόμου και αφορά τα ενδύματα και τη διάρκεια του πένθους, καθώς επίσης τη συμμετοχή των γυναικών στις πένθιμες τελετές. Οι συνέπειες της τήρησης ή της παραβίασης του νόμου προβλέπονται στην τελευταία παράγραφο (στ. 17-27).
Οι ρυθμίσεις αφορούν τη διεξαγωγή και τα έξοδα του συνόλου ή τμημάτων της ταφικής τελετής, όπως της πρόθεσης, της εκφοράς και της καθαυτό κηδείας. Αφορoύν επίσης τη διαμόρφωση του τάφου (τύμβος) και τη διακόσμησή του με επιτύμβιο μνημείο (σήμα), ενώ κάποιες ρυθμίσεις σχετίζονται με το διάστημα μετά την ταφή, την περίοδο του πένθους και τους σχετικούς καθαρμούς (για τις ταφικές συνήθειες και ειδικότερα τις μεταθανάτιες τιμές και τα νεκρόδειπνα στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις βλ. Kurtz – Boardman 1971· Garland 1985· Herfort-Koch 1992· Drexhage – Sünskes Thompson 1994).
Οι κανόνες αυτοί αποτελούν μαρτυρίες του θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου της εκάστοτε πολιτικής κοινότητας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και δεν πρέπει να οδηγούν σε γενικεύσεις. Ωστόσο, η αξία τους έγκειται σε αυτό ακριβώς: οι ιεροί νόμοι της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελούν επεμβάσεις στον θρησκευτικό βίο της κοινότητας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αποκατάστασης ή αναθεώρησης παραδοσιακών ταφικών πρακτικών/συνηθειών.
Πένθος και ένδυμα
Σύμφωνα με τον νόμο του Γαμβρείου οι γυναίκες που πενθούν πρέπει κατά τη διάρκεια της κηδείας και την περίοδο του πένθους να φέρουν γκρίζα ενδύματα, οι άνδρες και τα παιδιά γκρίζα ή λευκά (στ. 4-9). Ενώ, λοιπόν, για τις γυναίκες ορίζεται ένα συγκεκριμένο χρώμα, άνδρες και παιδιά μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο. Με αυτή τη ρύθμιση αφενός εισάγεται ένας νέος κανόνας για τα ενδύματα στην περίπτωση του πένθους, αφετέρου διασπάται η ενιαία εικόνα των πενθούντων που αποτυπωνόταν στο ένδυμα κοινού χρώματος (πιθανόν λευκού) και επιδιώκεται μια διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών (για την διαφοροποίηση των φύλων στους ιερούς νόμους βλ. Cole 1992).
Το ένδυμα παίζει σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική λατρεία (Mills 1984· Jaritz 1993). Ιεροί νόμοι διευθετούν την περιβολή ανδρών και γυναικών κατά την είσοδο στο ιερό ή στο τέμενος μιας συγκεκριμένης θεότητας, καθώς και κατά τη συμμετοχή στην πομπή ή σε άλλες τελετές, όπως στην περίπτωση του Γαμβρείου. Οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν την καθαριότητα και γενικά την καλή κατάσταση του ενδύματος (στ. 6: μὴ κατερρυπωμένην), το είδος του υφάσματος, το χρώμα και τη μορφή του ενδύματος για τους άνδρες και για τις γυναίκες, καθώς επίσης συμπληρωματικά στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης των πιστών, όπως τα υποδήματα, τα κοσμήματα και την κόμμωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ρυθμίσεις διακρίνουν άνδρες και γυναίκες, όπως εδώ. Ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα.
Ειδικά το χρώμα του ενδύματος έχει συμβολική σημασία (Radke 1936· Cullam 1986· Gage 1993: 11-27). Το άσπρο χρώμα (λευκόν ή λαμπρόν), το οποίο αποτελεί σύμφωνα με την αρχαία κλίμακα ένα από τα τέσσερα βασικά χρώματα, είναι κατά τον Δημόκριτο (DK 68 A 135 = Θεόφραστος, Περὶ αισθήσεων 73-76) «μὴ τραχὺ μηδ᾿ επισκιάζη μηδέ δυσδίοδον» και συνιστά το αντίθετο του μαύρου (μέλας). Συμβολικά στο λευκό χρώμα ενυπάρχει μια δύναμη αποτρεπτική απέναντι στον νεκρό και στους δαίμονες που τον περιβάλλουν. Λόγω των αποτρεπτικών ιδιοτήτων του το λευκό είναι το χρώμα που φορούν οι ιερείς σε δημόσιες εμφανίσεις και μεγάλες γιορτές (λευχειμονείν). Το φαιό είναι ένα ενδιάμεσο χρώμα μεταξύ του άσπρου και του μαύρου και σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δεν έχει καμία ιδιαίτερη (θετική ή αρνητική) ιδιότητα. Αν και το φαιό μαρτυρείται ως χρώμα πένθους μόνο στο Γάμβρειον, εμφανίζεται ως το χρώμα του νεκρικού καλύμματος σε μια επιγραφή από τους Δελφούς, που ρυθμίζει μεταξύ άλλων τα θέματα της ταφής στην φρατρία των Λαβυαδών (CID I 9C στ. 19-52, περ. 400 π.Χ.).
Η διάρκεια του πένθους
Η διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών επεκτείνεται και στo ζήτημα της διάρκειας του πένθους. Η διάρκεια του πένθους στο Γάμβρειον είναι μεγάλη σε σχέση με άλλες πόλεις: για τους άνδρες τέσσερις και για τις γυναίκες τρεις μήνες. Στην Αθήνα το πένθος διαρκεί ένα μήνα (Λυσίας 1, 14), στην Σπάρτη ένδεκα ημέρες (Πλούταρχος, Λυκούργος 27,2-4), στην Θάσο πέντε ημέρες (LSCG Suppl. 64 στ. 3-4 – τουλάχιστον για τους πεσόντες στις μάχες) και στην Ιουλίδα της Κέας η επιμνημόσυνη τελετή απαγορεύεται την τριακοστή μέρα μετά την ταφή (IG XII 5, 593 στ. 20). Σε ορισμένα ιερά η λόγω μιάσματος απαγόρευση εισόδου και θυσίας για τους συγγενείς του νεκρού κυμαίνεται ανάμεσα σε είκοσι και σαράντα ημέρες. Γενικά διαπιστώνεται η τάση των νομοθετών να περιορίζουν και όχι να επιμηκύνουν την διάρκεια του πένθους. Σε αντίθεση με αυτή τη γενική τάση τείνουμε να πιστέψουμε ότι στον νόμο του Γαμβρείου επιμηκύνεται η διάρκεια του πένθους των γυναικών, αν και η επιγραφή δεν μας δίνει συγκεκριμένα στοιχεία.
Η διάρκεια του πένθους έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η επαφή με τον θάνατο, δηλαδή η επαφή με τη σορό, η συμμετοχή στην προετοιμασία της ταφής, στον τελετουργικό θρήνο και στην ταφή καθαυτή, συνεπάγονταν μόλυνση/μίασμα για τους συγγενείς του νεκρού και για όλους τους μετέχοντες. Η επανένταξή τους στην κοινότητα γινόταν μόνο μετά από τελετές καθαρμού και μια περίοδο αποχής. Η παραβίαση αυτών των κανόνων μπορούσε να επιφέρει την εξάπλωση του μιάσματος και να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα, όπως μια μολυσματική ασθένεια (για το μίασμα βλ. Moulinier 1952· Parker 1983). Ενδιαφέροντες είναι οι ιεροί νόμοι που ορίζουν με λεπτομέρειες τη διεξαγωγή καθαρμών, καταγράφουν όσα γεγονότα και αντικείμενα προξενούν μίασμα και προβλέπουν τιμωρίες σε περίπτωση παραβιάσεων (π.χ. IPArk 20, Αρκαδία, περ. 525 π.Χ. και IG XII 4, 72, στ. 21-30, Κως, α’ μισό 3ου αι. π.Χ.).
H συμμετοχή των γυναικών στις ταφικές τελετές
Η επόμενη ρύθμιση αφορά μόνο τις γυναίκες (στ. 14-17): προβλέπεται ο αποκλεισμός τους από την ταφή, δηλαδή από το τελευταίο μέρος των επιθανάτιων τελετών, και η υπό όρους συμμετοχή τους στην ταφική πομπή. Για τον έλεγχο της συμπεριφοράς των γυναικών σε δημόσιο χώρο, σε κηδείες και κατά τη λατρεία των νεκρών βλ. Gould 1980· Hymphreys 1983· Pomeroy 1995· Wagner-Hasel 2000: 81-87. Στόχος προφανώς είναι να περιοριστούν οι υπερβολικοί θρήνοι και οδυρμοί και οι σχετικές δαπάνες. Οι ταφικές πομπές και οι κηδείες έδιναν στις εύπορες οικογένειες μια ευκαιρία επίδειξης του πλούτου και της δημοτικότητάς τους. Συγγενείς, άνδρες και γυναίκες, αλλά και μη συγγενείς, καθώς επίσης κατά παραγγελία μοιρολογίστρες μπορούσαν με τον μεγάλο αριθμό τους, καθώς επίσης με την υπερβολική και απείθαρχη συμπεριφορά τους να συμπαρασύρουν μια ολόκληρη πόλη και ενδεχομένως (ανάλογα με την αιτία του θανάτου) να ενισχύσουν την επιθυμία της εκδίκησης (πρβλ. την σχετική κριτική του Πλάτωνα (Νόμοι 959c-960a). Επίσης, ο κίνδυνος μιάσματος αύξαινε όσο μεγαλύτερη, κι ως εκ τούτου ανεξέλεγκτη, ήταν η ομάδα των μετεχόντων στην κηδεία.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίστοιχες μαρτυρίες υπάρχουν στη σολώνεια νομοθεσία (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνος 12, 5∙ 21, 4-5· Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72 b-c), στην επιγραφή της φρατρίας των Λαβυαδών στους Δελφούς (CID I 9C στ. 39-42) και στον νόμο της Ιουλίδας στην Κέα (IG XII 5, 593 = LSCG 97, όπου μάλιστα ορίζεται ο ακριβής αριθμός των γυναικών που δικαιούνται να μολυνθούν και οι οποίες πρέπει να έχουν συγγενική ή εξ αγχιστείας σχέση με τον νεκρό). Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι κανόνες σχετικά με τους συμμετέχοντες στις τελετές ή με τα διάφορα έθιμα (όπως τους θρήνους και τους οδυρμούς, την πορεία της πομπής, τη συμπεριφορά των μετεχόντων εντός και εκτός της οικίας, τις επιμνημόσυνες τελετές) πρέπει να εξηγηθούν τόσο σε λατρευτικό όσο σε κοινωνικό πλαίσιο.
Στο τελευταίο τμήμα του νόμου (στ. 17-27) στόχος είναι η τήρηση των κανόνων και η διαφύλαξη της τάξης στον δημόσιο βίο της πόλης. Θα περίμενε κανείς να οριστούν ως συνήθως ποινές για την περίπτωση που θα παραβιάζονταν όσα όριζε ο νόμος. Αντί αυτού προβλέπονται τα εξής: ο γυναικονόμος, ένας αξιωματούχος της πόλης (για τους γυναικονόμους βλ. Wehrli 1962· Garland 1990· Stavrianopoulou 2013), ο οποίος εκλέγεται για τις τελετές αγνισμού που λαμβάνουν χώρα πριν από τη γιορτή των Θεσμοφορίων (στ. 17-25, για τη γιορτή των Θεσμοφορίων και τις τελετές εξαγνισμού βλ. Versnel 1993: 228-288· Parker 2005: 270-283· Chlup 2007, και για τη συμμετοχή των γυναικών στα Θεσμοφόρια της Αθήνας βλ. Clinton 1996), οφείλει να διατυπώνει ευχές, θετικές για όσους τηρούν και αρνητικές για όσους παραβιάζουν τον νόμο (Latte 1920). Επομένως, ο γυναικονόμος δεν χειρίζεται νομικά μέσα ούτε επιβάλλει πρόστιμα, αλλά προσφεύγει σε ένα εναλλακτικό –και για τον αρχαίο κόσμο αποτελεσματικό– εργαλείο: διατυπώνει μια ευχή και συγχρόνως μια κατάρα ενώπιον της Δήμητρας και της Κόρης· όσοι παραβιάσουν τον νόμο θα αντιμετωπίσουν τη θεία δίκη (για αυτή την πρακτική βλ. Versnel 1981· Graf 1991· Aubriot-Sevin 1992· Pulleyn 1997).
Όπως προκύπτει από την προσεκτική διατύπωση του κειμένου, η ανταμοιβή και η τιμωρία αφορούν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, η εμπλοκή, ωστόσο, του γυναικονόμου και μάλιστα στο πλαίσιο της ετήσιας γυναικείας γιορτής των Θεσμοφορίων δείχνει ότι υπάρχει μια έμφαση στο γυναικείο φύλο. Ενδιαφέρον είναι ότι η πόλη δεν στηρίζεται μόνο στην αποτελεσματικότητα της ευχής και κυρίως της κατάρας του γυναικονόμου, αλλά προσθέτει μια ποινή για τις γυναίκες (όχι όμως και για τους άνδρες) που τυχόν θα παραβιάσουν τον νόμο (στ. 25-27): οι γυναίκες αυτές θα αποκλειστούν για δέκα έτη από τις θυσίες της πόλης.
Η έμφαση του νόμου στις γυναίκες επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα δύο λίθινα αντίγραφα του νόμου προβλέπεται να στηθούν στο Θεσμοφόριο και στο ιερό της Άρτεμης Λοχίας, δύο τόπους συνδεδεμένους με γυναικείες λατρείες και για αυτό πολυσύχναστους για τις γυναίκες (στ. 27-33).
Με καλή τύχη! Όταν ιερονόμος ήταν ο Δημήτριος, κατά τη δεύτερη μέρα του μήνα Θαργηλιώνα, ο Αλέξων, γιος του Δάμωνα, είπε. Να είναι νόμος στους Γαμβρειώτες, οι πενθούσες γυναίκες να φέρουν γκρίζο ένδυμα χωρίς σχισίματα. Οι άντρες και τα παιδιά που πενθούν να φορούν ένδυμα γκρίζο, αν δεν θέλουν, (να φορούν) λευκό. Να συντελούν όσα πρέπει για εκείνους που ‘φεύγουν’ εντός τριών μηνών, και τον τέταρτο μήνα οι άνδρες να λύνουν το πένθος, οι δε γυναίκες τον πέμπτο. Και να απομακρύνονται οι γυναίκες από την κηδεία και να μετέχουν στις εξόδιες ακολουθίες που ορίζονται από τον νόμο ως αναγκαστικές. Και ο γυναικονόμος που εκλέγεται από τον δήμο για τους αγνισμούς πριν από τα Θεσμοφόρια, να εύχεται όσοι (άνδρες) τηρούν και όσες (γυναίκες) υπακούουν σε αυτόν τον νόμο, να είναι καλά και να απολαμβάνουν τα αγαθά τους και για όσους δεν τον τηρούν και για όσες δεν υπακούουν (να εύχεται) τα αντίθετα. Kαι (με βάση το θεϊκό δίκαιο) να μην επιτρέπεται στις γυναίκες αυτές, επειδή διέπραξαν ασέβεια, να προσφέρουν θυσία σε κανέναν θεό για δέκα χρόνια.
Και όποιος εκλεγεί ταμίας μετά από το έτος του στεφανηφόρου Δημητρίου, να αναγράψει αυτόν τον νόμο σε δύο στήλες και να τις αναθέσει, την μία μπροστά από τις θύρες του Θεσμοφορίου και την άλλη μπροστά από τον ναό της Αρτέμιδος Λοχίας. Και ο ταμίας να αποδώσει λογαριασμό για τα έξοδα που έγιναν για τις στήλες στην πρώτη συνέλευση των λογιστών.