Α.1 | οίδε νό[μ]οι περὶ τώγ καταφθι[μέ]νω[ν· κατὰ] |
[τά]δε θά[π]τ̣εν τὸν θανόντα· εν εμ[α]τίο[ις τρ]- | |
[ι]σὶ λευκοίς, στρώματι καὶ ενδύματι [καὶ] | |
[ε]πιβλέματι. εξε͂ναι δέ καὶ εν ελάσ[σ]οσ[ι μ]- | |
5 | [έ] πλέονος αξίοις τοίς τρισὶ εκατὸν δ[ρα]- |
[χ]μέων· εχφέρεν δέ εγ κλίνηι σφηνόπο[δ]ι [κ]- | |
[α]ὶ μέ καλύπτεν τὰ δολ[ο]σχερ[έα] τοί[ς εματ]- | |
ίοις· φέρεν δέ οίνον επὶ τὸ σήμα μ̣έ π̣[λέον] | |
τριών χών καὶ έλαιον μέ πλέο[ν] εν̣ό[ς, τὰ δέ] | |
10 | [α]γγεί[α] αποφέρεσθαι. τὸν θανό[ν]τα [φέρεν] |
[κ]ατακεκαλυμμένον σιωπήι μέχρι [επὶ τὸ] | |
[σ]ήμα. προσφαγίωι [χ]ρε͂σθαι κ̣ατὰ τ̣ὰ π[άτρι]- | |
[α. τ]ὴγ κλίνην απὸ το[ύ] σή̣[μα]το[ς] καὶ τὰ σ[τρώ]- | |
ματα εσφέρεν ενδόσε, τήι δέ υστεραί[ηι δι]- | |
15 | αρραίνεν τὴν οικίην ελεύθερον θαλά[σση]- |
[ι] πρώτον, έπειτα δ̣έ̣ ύ[δ]ατι λούεν γή[ι] χ[ρίσ]- | |
αντα· επὴν δέ διαρανθήι, καθαρὴν ε͂ναι τὴν οικίην καὶ θύη θύεν εφί[στι]- | |
[α]. τὰς γυναίκας τὰς [ι]ούσας [ε]πὶ τὸ κήδ[εον] | |
απιέναι προτέρας τών {αν} ανδρών απὸ [τού] | |
20 | [σ]ήματος. επὶ τώι θανόντι τριηκόστ̣[ια μέ] |
[π]οιε͂ν. μέ υποτιθέναι κύλικα υπὸ τὴγ [κλί]- | |
[ν]ην, μεδέ τὸ ύδωρ εκχε͂ν μεδέ τὰ καλλύ[σμα]- | |
τα φέρεν επὶ τὸ σήμα. όπου άν [θ]άνηι, επὴ[ν ε]- | |
ξενιχθε͂ι, μέ ιέναι γυναίκας π[ρὸ]ς τ[ὴν οι]- | |
25 | κίην άλλας ἒ τὰς μιαινομένας· μια[ίνεσθ]- |
αι δέ μητέρα καὶ γυναίκα καὶ αδε[λφεὰς κ]- | |
αὶ θυγατέρας· πρὸς δέ ταύταις μέ π[λέον π]- | |
[έ]ντε γυναικών· παίδας δέ [δύο θ]υγ[ατέρας] | |
[α]νεψιών· άλλον [δ]έ μ[ε]δέν[α]. τοὺς μι[αινομέ]- | |
30 | [νους] λουσαμένο[υς] π[ε]ρ̣ὶ̣ κ̣α̣[ὶ κατακέ]φ[αλα] |
[ύδατ]ος [χ]ύσι κα[θαρ]οὺς ε͂ναι εωι [. . .7. . . .] | |
[. . .7. . . .]η․νυ[. . . . . . . . . .20. . . . . . . . . . ] | |
— — — — — — — — — — — — — — — — — — | |
Β.1 | [έδο]ξεν τήι v |
[β]ουλήι καὶ v | |
[τ]ώι δήμωι· v v | |
[τή]ι τρίτηι v | |
5 | [κα]ὶ τοίς ενι- |
[αυ]σίοις κα- v | |
[θ]αροὺς εί- v v | |
[ν]αι τοὺς ποι- | |
[ού]ντας· ες ι- v | |
10 | [ε]ρὸν δέ μὴ ι- v |
[έ]ναι καὶ τὴν | |
[ο]ι[κ]ίαν καθα- | |
[ρ]ὴν είναι, μέ̣- | |
[χρι] άν εκ τού | |
15 | [σ]ήματος έλθ- |
[ωσιν]. vacat |
Τα δύο κείμενα που παραθέτουμε έχουν να κάνουν με νόμους (Α, στ. 1) και ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου (Β, στ. 1-3) της Ιουλίδος της Κέας, τα οποία ρυθμίζουν τις ταφικές τελετουργίες στην πόλη.
Ρυθμίσεις σχετικά με την ταφή του νεκρού
Οι πρώτες ρυθμίσεις αφορούν την ενδυμασία του νεκρού, η οποία έχει δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι το λευκό της χρώμα (Α, στ. 2-3), το οποίο συνήθως συνδέεται με την καθαρότητα και τη φωτεινότητα και έρχεται σε αντίθεση με το σκοτάδι του Άδη (για τη σύνδεση λευκού χρώματος και θανάτου, βλ. Πλούταρχος, Αίτια Ῥωμαϊκά, 26˙ Παυσανίας, 4.13.3˙ Αρτεμίδωρος, Ὀνειροκριτικά, 2.3). Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η τριπλή επάλληλη ενδυμασία του νεκρού, η οποία διακρίνεται στο στρώμα που θα τοποθετηθεί κάτω από τον νεκρό, το ένδυμα και το επίβλημα, με τα οποία εκείνος θα καλυφθεί (στ. 2-4). Οι τρεις αυτές επάλληλες στρώσεις θυμίζουν όσα αποδίδει ο Πλούταρχος στον Σόλωνα και τη νομοθεσία του, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν να καλύπτονται οι νεκροί στην Αθήνα με περισσότερα από τρία ρούχα (Πλούταρχος, Σόλων, 21.6), ή τις θρησκευτικές ρυθμίσεις που μας έρχονται από τη φρατρία των Λαβυαδών στους Δελφούς, σύμφωνα με τις οποίες ο νεκρός έπρεπε να πλαισιωθεί τόσο με στρώμα όσο και με μαξιλάρι (ποικεφάλαιον) (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 29-31) (βλ. σχετικά Frisone 2000: 67-69˙ Blok 2006: 214˙ Leão – Rhodes 2015: 119-120). Οι νόμοι της Ιουλίδας προβλέπουν, επίσης, ανώτατο όριο δαπάνης για τα παραπάνω ενδύματα (στ. 5-6): οι ερευνητές, ωστόσο, διαφωνούν εάν το ποσό της δαπάνης ορίζεται στις 100 ή τις 300 δραχμές (Frisone 2000: 69-71). Πληροφορίες για οικονομικής φύσεως παρεμβάσεις που αφορούν τις ταφικές πρακτικές εντοπίζονται και στη νομοθεσία του Σόλωνα, όπως επίσης και στην παραπάνω επιγραφική μαρτυρία από τους Δελφούς (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 19-23, 25-29). Οι περιορισμοί αυτοί, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν μεταξύ τους, φαίνεται να ήταν μέρος της προσπάθειας που κατέβαλε η εκάστοτε κοινότητα προκειμένου να ρυθμίσει τις σχέσεις της με τους νεκρούς της απέναντι στο ζήτημα του θανάτου (Blok 2006: 230˙ πρβλ. και Garland 1989: 15˙ Engels 1998: 62).
Η επιγραφή αναφέρεται, στη συνέχεια, στην εκφοράν του νεκρού (στ. 6), το στάδιο δηλαδή εκείνο που διαδεχόταν την πρόθεσιν και κατά το οποίο το φέρετρο μεταφερόταν από το σπίτι του νεκρού στο νεκροταφείο (Garland 1985: 31-34). Ο νεκρός τοποθετείται πάνω σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια (στ. 6). Δεν είναι, όμως, ξεκάθαρο το νόημα του επόμενου στίχου, λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζει η ερμηνεία της λέξης (;) «[τ]ὰ δολ[ο]σ[χ]ερ[έα]» (βλ. σχετικά Frisone 2000: 71-75˙ Osborne – Rhodes, GHI 573˙ Greek Ritual Norms 35). Υπάρχει πρόβλεψη για τη μέγιστη ποσότητα κρασιού και λαδιού που θα μεταφερθεί στον τάφο (όχι παραπάνω από τρεις και μία χοές αντίστοιχα), και ορίζεται ότι τα αγγεία που θα χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά θα πρέπει να επιστραφούν στο σπίτι (στ. 8-10). Το ίδιο θα ισχύσει για την κλίνη και τα στρώματα (στ. 13-14). Όπως και στην περίπτωση των Λαβυαδών (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 31-33), έτσι και στην Ιουλίδα, ο νεκρός πρέπει να είναι καλυμμένος και να τηρείται σιγή κατά τη μεταφορά (στ. 10-11). Ειδικά στους Δελφούς, τονίζεται ότι απαγορεύονται αυστηρά οι θρήνοι τόσο κατά την ημέρα της ταφής όσο και την επόμενη, τη δέκατη μέρα ή ακόμη και κατά τις ετήσιες εορτές μνήμης του νεκρού (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 35-52) (πρβλ. και Κικέρων, De legibus, 2.64-65, για τον Σόλωνα και τις απαγορεύσεις των θρήνων). Το τελετουργικό συμπληρώνεται με την τέλεση θυσιών προς τιμήν του νεκρού (στ. 12, προσφάγιον), οι οποίες θα γίνουν σύμφωνα με τις πάτριες παραδόσεις (στ. 12-13). Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πάτριος» συνδέεται με τα θρησκευτικά έθιμα μιας πόλης (Mikalson 2016: 110-119), παρουσιάζει ταυτόχρονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της πολυσημίας του. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω επιγραφή, μπορεί να αναφέρεται είτε στις παραδόσεις της Ιουλίδας, είτε ευρύτερα στις παραδόσεις των Ιώνων, ή μπορεί, επίσης, να εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σε όσες πατροπαράδοτες ταφικές πρακτικές δεν μεταβλήθηκαν και σε όσες υπέστησαν αλλαγές (Frisone 2000: 79-80).
Ζητήματα κάθαρσης και μιαρότητας
Στην επιγραφή εμφανίζονται εκτενώς οι δύο αντίθετες έννοιες της μιαρότητας και του εξαγνισμού (Parker 1983). Ο θάνατος είναι συνυφασμένος με το στοιχείο της μιαρότητας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να αποκατασταθεί η κανονική σχέση με το θείο, ορίζεται ότι την επόμενη ημέρα της ταφής η οικία του νεκρού πρέπει να ραντιστεί από έναν ελεύθερο άνδρα πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με καθαρό, ώστε αμέσως μετά να τελεστούν οι εφέστιες θυσίες (στ. 14-18). Το νερό έχει μεγάλη σημασία στις καθαρτήριες τελετές (βλ. και Παυσανίας, 2.31.9˙ Πορφύριος, Περὶ αποχής εμψύχων, 2.44). Μάλιστα, η σημασία του τονίζεται και δεύτερη φορά στην ίδια επιγραφή, όταν σημειώνεται πως η κάθαρση όσων έχουν μιανθεί θα επιτευχθεί μόνο αφού πλύνουν όλο το σώμα και το κεφάλι τους με νερό (στ. 29-31) (Burkert 1985: 79-80). Άλλες εκδόσεις του κειμένου (π.χ. IG XII, 5 593˙ Greek Ritual Norms 35) αναφέρουν ότι η οικία θα ραντιστεί πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με ύσσωπο. Ο ύσσωπος ως φυτό είναι περισσότερο γνωστό από μεταγενέστερα έργα (βλ., π.χ., Ιωάννης, Ευαγγέλιον, 19.29, όπου αναφέρεται ότι τις τελευταίες ώρες του Χριστού στον σταυρό, και ενώ εκείνος διψούσε, στρατιώτες τον πλησίασαν με έναν σπόγγο με ξύδι πάνω σε ένα κλωνάρι υσσώπου˙ Εβδομήκοντα, Ψαλμοί, 50.9, όπου αναδεικνύεται σαφέστερα ο καθαρτήριος ρόλος του˙ πρβλ. και Osborne – Rhodes, GHI 571).
Η επιγραφή περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις για τους συγγενείς του νεκρού. Ειδικότερα, ορίζεται ότι καμία γυναίκα δεν επιτρέπεται να εισέλθει στην οικία του νεκρού μετά την εκφορά του, πλην όσων είναι ήδη μιασμένες. Στην τελευταία κατηγορία δεν ανήκουν όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στην ταφή του νεκρού, αλλά ο στενός οικογενειακός κύκλος, δηλαδή η μητέρα, η γυναίκα, οι αδελφές και οι κόρες του νεκρού. Επίσης, τονίζεται ότι δεν μπορούν να εισέλθουν περισσότερες από πέντε άλλες γυναίκες (στ. 23-29) (πρβλ. και Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον, 62, σχετικά με τη νομοθεσία του Σόλωνα για την ταφή των νεκρών και την παρουσία των γυναικών) (βλ. σχετικά Parker 1983: 40-41˙ Frisone 2000: 88-89).
Απαγορεύονται, τέλος, κάποιες ιδιαίτερες πρακτικές που πιθανώς συνδέονται με δεισιδαιμονικές αντιλήψεις σχετικά με το μίασμα που προκαλούσε ο θάνατος (Parker 1983: 35-36˙ Garland 1989: 13), όπως η τοποθέτηση κύλικας κάτω από την κλίνη, η ρίψη νερού και η μεταφορά σκουπιδιών (καλλύσματα) στον τάφο (στ. 21-23) (για τον όρο «καλλύσματα», βλ. Hσύχιος, Λεξικόν, 1330 και Blok 2006: 209).
Εκδηλώσεις μνήμης για τους νεκρούς
Οι νόμοι της Ιουλίδας απαγορεύουν την οργάνωση τελετουργικού που λάμβανε χώρα σε άλλες περιοχές την τριακοστή ημέρα μετά την ταφή, το οποίο συνήθως περιλάμβανε κάποιο δείπνο (στ. 20-21) (Frisone 2000: 84-85). Αντιθέτως, στο ψήφισμα του δήμου που ακολουθεί, γίνεται αναφορά σε επιμνημόσυνες για τον νεκρό πρακτικές κατά την τρίτη ημέρα μετά την ταφή, καθώς και κατά τις ετήσιες εκδηλώσεις προς τιμήν του (ας σημειωθεί, ωστόσο, η διχογνωμία που υπάρχει ως προς την ανάγνωση του κειμένου στο σημείο αυτό: δεν είναι σαφές εάν η έκφραση «[κα]ὶ τοίς ενι[αυ]σίοις» αναφέρεται στην τρίτη ημέρα μετά την ταφή του νεκρού και σε ετήσια τελετουργικά ή στην τρίτη ημέρα των ετήσιων εκδηλώσεων, βλ. σχετικά Frisone 2000: 92-93). Όσοι θα μετέχουν σε αυτές τις εκδηλώσεις θα είναι μεν καθαροί, δεν θα πρέπει όμως να εισέλθουν εντός ιερού, και η οικία τους δεν θα θεωρείται καθαρή μέχρι να επιστρέψουν από τον τάφο (Β, στ. 1-16).
A. Αυτοί είναι οι νόμοι για τους νεκρούς. Να θάψουν τον νεκρό σύμφωνα με τα ακόλουθα: με τρία λευκά ενδύματα, ένα κάτω από αυτόν (στρώμα), ένα ρούχο γύρω από αυτόν (ένδυμα) και ένα πάνω από αυτόν (επίβλημα)· και να υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν λιγότερα, η αξία και των τριών όμως να μην είναι μεγαλύτερη από 100 δραχμές· (στ. 5) να μεταφέρουν τον νεκρό σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια και τα ενδύματα να μην καλύπτουν εντελώς τις λαβές της κλίνης· να μην φέρουν στον τάφο κρασί παραπάνω από τρεις χοές και λάδι περισσότερο από μία, και να πάρουν τα αγγεία πίσω· να μεταφέρουν τον νεκρό (στ. 10) μέχρι τον τάφο, πλήρως καλυμμένο, σιωπηλά· να πραγματοποιήσουν μια προκαταρκτική θυσία σύμφωνα με την παράδοση· να φέρουν από τον τάφο πίσω (στο σπίτι) την κλίνη και τα στρώματα· και την επόμενη μέρα, ένας άνδρας ελεύθερος να ραντίσει το σπίτι με θαλασσινό νερό (στ. 15) πρώτα, και έπειτα, αφού το τρίψει με χώμα, να το πλύνει με καθαρό νερό· και αφού ραντιστεί η οικία, να είναι καθαρή και να προσφερθούν οι εφέστιες θυσίες· οι γυναίκες οι οποίες παρευρίσκονται στην ταφή να αποχωρούν από τον τάφο πριν από τους άνδρες· να μην τελούνται τα τελετουργικά της τριακοστής μέρας προς τιμήν του νεκρού· (στ. 20) να μην τοποθετούν κύλικα κάτω από την κλίνη, ούτε να χύνουν έξω νερό ούτε να μεταφέρουν τα σκουπίδια (καλλύσματα) στον τάφο. Όταν πεθάνει κάποιος, και αφού το σώμα του έχει μεταφερθεί, να μην επιτρέπεται να μπουν άλλες γυναίκες στο σπίτι εκτός από τις μιασμένες· και μιασμένες (στ. 25) να θεωρούνται ότι είναι η μητέρα και η γυναίκα και οι αδελφές και οι κόρες· και πέραν αυτών να μην υπάρχουν παραπάνω από πέντε γυναίκες, δύο παιδιά, κόρες των ανιψιών, και κανένας άλλος· όσοι από τους μιασμένους έχουν πλυθεί με ρέον ύδωρ, από το κεφάλι ως τα πόδια, να είναι καθαροί (στ. 31).
B. Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν· (στ. 3) αυτοί οι οποίοι τελούν εορτές μνήμης των νεκρών την τρίτη ημέρα και ετησίως να είναι καθαροί· (στ. 9) να μην εισέλθουν, όμως, σε ιερό, και η οικία να είναι καθαρή, έως ότου επιστρέψουν από τον τάφο (στ. 16).
επὶ Φρυνίχου άρχοντος, επὶ τής Λεωντίδος εν- | |
άτης πρυτανείας, ἧι Χαιρέστρατος Αμεινίου | |
Αχαρνεὺς εγραμμάτευεν· τών προέδρων επεψή- | |
φιζεν Μενέστρατος Αιξωνεύς· Ευκράτης Αρισ- | |
5 | τοτίμου Πειραιεὺς είπεν· αγαθήι τύχηι τού δ- |
ήμου τού Αθηναίων, δεδόχθαι τοίς νομοθέται- | |
ς· εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επὶ τυραννίδι | |
ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσηι ἢ τὸν δήμον τ- | |
ὸν Αθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Αθήνησιν | |
10 | καταλύσηι, ός άν τὸν τούτων τι ποιήσαντα απο- |
κ⟨τ⟩είνηι, όσιος έστω· μὴ εξείναι δέ τών βουλευ- | |
τών τών τής βουλής τής εξ Αρείου Πάγου καταλ- | |
ελυμένου τού δήμου ἢ τής δημοκρατίας τής Αθ- | |
ήνησιν ανιέναι εις Άρείον Πάγον μηδέ συνκα- | |
15 | θίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μη- |
δέ περὶ ενός· εὰν δέ τις τού δήμου ἢ τής δημοκρ- | |
ατίας καταλελυμένων τών Αθήνησιν ανίηι τώ- | |
ν βουλευτών τών εξ Αρείου Πάγου εις Άρειον Π- | |
άγον ἢ συνκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ἢ βολεύη- | |
20 | ι περί τινος, άτιμος έστω καὶ αυτὸς καὶ γένος |
τὸ εξ εκείνου, καὶ η ουσία δημοσία έστω αυτού | |
καὶ τής θεού τὸ επιδέκατον· αναγράψαι δέ τόν- | |
δε τὸν νόμον εν στήλαις λιθίναις δυοίν τὸν γ- | |
ραμματέα τής βουλής καὶ στήσαι τὴμ μέν επὶ τ- | |
25 | ής εισόδου τής εις Άρειον Πάγον τής εις τὸ βο- |
υλευτήριον εισιόντι, τὴν δέ εν τήι εκκλησία- | |
ι· εις δέ τὴν αναγραφὴν τών στηλών τὸν ταμίαν | |
δούναι τού δήμου : ΔΔ : δραχμὰς εκ τών κατὰ ψη- | |
φίσματα αναλισκομένων τώι δήμωι. vac. |
Η επιγραφή φέρει νόμο (ή νόμο που εντάσσεται στο σώμα ενός ψηφίσματος, βλ. Squillace 2018: 144), ο οποίος ψηφίστηκε μετά από πρόταση του Ευκράτη και έχει ως σκοπό να προστατεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Σώζονται τα ονόματα του επωνύμου άρχοντος Φρυνίχου (στ. 1), της πρυτανεύουσας φυλής Λεοντίδος (στ. 1-2), του γραμματέα Χαιρέστρατου (στ. 2-3) και του εισηγητή της πρότασης Ευκράτη (στ. 4-5), ο οποίος βρήκε τον θάνατο το 322 π.Χ., μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Αθήνα ([Λουκιανός], Δημοσθένους εγκώμιον, 31· Lambert 2018: 210). Αναγράφεται, επίσης, το όνομα του προέδρου των νομοθετών Μενέστρατου (στ. 3-4). Οι νομοθέτες αποτελούν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα ειδικό σώμα Αθηναίων πολιτών το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης νέων νόμων (Rhodes – Osborne, GHI: xviii, 390· Canevaro 2018).
Η επιγραφή αναγράφηκε σε δύο στήλες, από τις οποίες η μία τοποθετήθηκε στην είσοδο του Αρείου Πάγου και η άλλη στην Πνύκα (στ. 22-27), ως υπενθύμιση στους Αθηναίους ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό τους πολίτευμα (Teegarden 2014: 110). Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, ποιο από τα δύο αντίγραφα βρέθηκε στην Αγορά (Attic Inscriptions Online 33).
O Άρειος Πάγος τον 4ο αιώνα π.Χ.
Την κλασική εποχή ο Άρειος Πάγος απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες οι οποίοι έχουν ασκήσει το αξίωμα των εννέα αρχόντων και έχουν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους (εύθυναι). Τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία και αρμοδιότητά τους είναι η εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σωματικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 57.3).
Σύμφωνα, επίσης, με τις πηγές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Άρειος Πάγος έχει την αρμοδιότητα να διενεργεί έρευνες (βλ. ενδ. Αισχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 81-82· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους, 50-51, 62-63· Δημοσθένης, Περὶ τού στεφάνου, 132-134· βλ. σχετικά Harris 2016: 77-78).
Μεταξύ άλλων, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, ο Άρειος Πάγος μπορεί να διερευνήσει κάποιο ζήτημα ή κάποιο πρόσωπο ύποπτο για εγκλήματα πολιτικού χαρακτήρα, στη συνέχεια να συντάξει μια έκθεση των πορισμάτων του και να την υποβάλει στην εκκλησία του δήμου (απόφασις). Αν η αναφορά συνηγορεί υπέρ της ενοχής του υπόπτου, η εκκλησία του δήμου μπορεί να προχωρήσει στη δίωξή του, επιλέγοντας τα πρόσωπα τα οποία θα ενεργήσουν ως κατήγοροι και παραπέμποντας την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ηλιαία, η οποία είτε θα αθωώσει είτε θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο (de Bruyn 1995: 143-145· Rhodes 1995: 313· Hansen 19992: 292). Οι σχετικές μαρτυρίες τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ συνδέονται συχνά από τους ερευνητές με πρόσθετες εξουσίες που πιθανώς αποκτά ο Άρειος Πάγος τότε, συμπίπτουν δε χρονικά με μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πολιτική ιστορία της Αθήνας περίοδο, καθώς η αυξανόμενη επιρροή και δύναμη του Φιλίππου B΄ επηρεάζει σημαντικά την πολιτική που υιοθετεί η πόλη (Teegarden 2014: 100-101).
Την επαύριο της ήττας των Αθηναίων από τις δυνάμεις του Φιλίππου Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η Αθήνα λαμβάνει μια σειρά από έκτακτα μέτρα για να οργανώσει την αντίστασή της σε ενδεχόμενη επίθεση του Φιλίππου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το ψήφισμα του δήμου, σύμφωνα με το οποίο όσοι θα απέφευγαν το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας τους θα κρίνονταν ένοχοι προδοσίας και θα βίωναν την υπέρτατη τιμωρία. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, περισσότερα στοιχεία σχετικά με το όργανο που θα έπρεπε να τιμωρήσει τους παραβάτες. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος συνέλαβε και οδήγησε σε θάνατο τους προδότες που εγκατέλειψαν τότε την πόλη (Λυκούργος, Κατὰ Λεωκράτους, 52-54). Με βάση όσα είναι γνωστά ως τώρα για τη δικαιοδοσία του, φαίνεται ότι ο Άρειος Πάγος απέκτησε έκτακτες εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών ως προς το αν οι εξουσίες αυτές του δόθηκαν με κάποιο ψήφισμα ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου με δική του πρωτοβουλία υπερέβη τις αρμοδιότητές του (βλ. ενδ. Carawan 1985: 129-130· Wallace 1989: 118· de Bruyn 1995: 152-153· Hansen 19992: 291· Sullivan 2003: 133-134). Σώζεται, επίσης, μαρτυρία σχετικά με Αθηναίο πολίτη, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει στη Σάμο, μετά την ήττα, και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο ως προδότης της πόλης (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφώντος, 252). Σε αυτά τα στοιχεία έρχεται να προστεθεί, τέλος, και η παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του Φωκίωνα –ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ειρήνης με τον Φίλιππο– ως στρατηγού και όχι του Χαρίδημου (Πλούταρχος, Φωκίων, 16.4).
Ο νόμος του Ευκράτη
Ο νόμος τον οποίο εισηγήθηκε ο Ευκράτης αθωώνει αυτόν που θα σκοτώσει όποιον τυχόν επιχειρήσει να καταλύσει τη δημοκρατία (στ. 7-11). Ταυτόχρονα προβλέπει αυστηρές ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δήμευση περιουσίας και τη στέρηση δικαιωμάτων (άτιμος έστω, για την ατιμία, βλ. Youni 2019: 361-375) για εκείνα τα μέλη του Αρείου Πάγου τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την κατάλυση της δημοκρατίας (στ. 16-22).
Ο νόμος, και ιδίως η μνεία του στον Άρειο Πάγο, έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τη σύγχρονη έρευνα: ως μέτρο το οποίο λήφθηκε, αφενός, για να περιοριστεί η δύναμη που είχε αποκτήσει ο Άρειος Πάγος μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (de Bruyn 1995: 161), αφετέρου για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη συνεργασία του με τους Μακεδόνες (Ostwald 1955: 124-126), ή, ακόμη, και για να προστατευθεί ο Άρειος Πάγος από εξωτερικές πιέσεις οι οποίες θα τον ανάγκαζαν να νομιμοποιήσει ένα μη δημοκρατικό καθεστώς (Schwenk, Athens Alexander: 40-41)· ως ένας τρόπος με τον οποίο οι Αθηναίοι διεκήρυτταν ότι μένουν πιστοί στις αρχές της Κορινθιακής Συμμαχίας του Φιλίππου Β΄ (338/7 π.Χ.), σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις έπαιρναν όρκο να μην καταλύσουν τα ισχύοντα σε κάθε κράτος πολιτεύματα (IG II³ 1, 318, στ. 12-14) (Mossé 1970: 75-77)· ως μέσο με το οποίο οι Αθηναίοι καθιστούσαν σαφή την αφοσίωσή τους στο δημοκρατικό τους πολίτευμα (Wallace 1989: 179-184· Habicht 1997: 13-14) ή αποδείκνυαν στους υπόλοιπους Έλληνες ότι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πολιτειακή σταθερότητα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε επιβάλει τυραννικές κυβερνήσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις (Squillace 1994: 117-141· id. 2018: 148-151)· ως ένα μέτρο το οποίο ενθάρρυνε τον Άρειο Πάγο να επιτελέσει το καθήκον του ως προς την προστασία του πολιτεύματος, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση (Harris 2016: 79). Τέλος, πρόσφατα, διατυπώθηκε και η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που προβλέπονταν για τα μέλη του Αρείου Πάγου λειτουργούσαν ως προειδοποίηση για τους Αθηναίους ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό απειλή, σε περίπτωση που εκείνοι θα διαπίστωναν ότι οι Αρεοπαγίτες δεν συνήλθαν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους (Teegarden 2014: 104-105).
Και στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάλογες αποφάσεις προστασίας του πολιτεύματός τους. Αυτό φαίνεται στο ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε ο Δημόφαντος μετά το ολιγαρχικό κίνημα είτε του 411 είτε του 404 π.Χ. (Canevaro – Harris 2012: 119-125), το οποίο υποχρέωνε τους Αθηναίους πολίτες να συνδράμουν έμπρακτα στην προάσπιση της δημοκρατίας (Ανδοκίδης, Περὶ τών μυστηρίων, 96-98). Όπως και ο νόμος που πρότεινε ο Ευκράτης, έτσι και το ψήφισμα του Δημόφαντου όριζε, μεταξύ άλλων, ότι όποιος σκότωνε αυτόν που θα κατέλυε τη δημοκρατία δεν θα διωκόταν ποινικά (όσιος έστω καὶ ευαγής).
Επί άρχοντος Φρυνίχου, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίς, ένατη κατά σειρά, κατά την οποία ο Χαιρέστρατος, γιος του Αμεινίου, από τον δήμο των Αχαρνών, ήταν γραμματέας. Από τους προέδρους ο Μενέστρατος, από τον δήμο της Αιξωνής, έθετε το θέμα σε ψηφοφορία. Ο Ευκράτης, γιος του Αριστότιμου, (στ. 5) από τον δήμο του Πειραιά εισηγήθηκε. Με καλή τύχη του δήμου των Αθηναίων, οι νομοθέτες να αποφασίσουν: εάν κάποιος κινηθεί ενάντια στον δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή καταλύσει τον δήμο των Αθηναίων ή τη δημοκρατία στην Αθήνα, όποιος τυχόν σκοτώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο από αυτά (στ. 10) να μην θεωρείται μολυσμένος (όσιος)· και να μην επιτρέπεται σε κανέναν από τους βουλευτές της βουλής του Αρείου Πάγου, εάν ο δήμος ή η δημοκρατία στην Αθήνα έχουν καταλυθεί, να ανέβει στον Άρειο Πάγο ή να καθίσει για συνεδρίαση ή να συσκέπτεται (στ. 15) για οτιδήποτε· αλλά εάν, ενώ ο δήμος και η δημοκρατία της Αθήνας έχουν καταλυθεί, κάποιος από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου ανέβει στον Άρειο Πάγο ή κάθεται για συνεδρίαση ή συσκέπτεται για οτιδήποτε, να περιπέσει σε ατιμία και ο ίδιος και οι απόγονοί (στ. 20) του και η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο αυτής να αποδοθεί στη θεά. Αυτός ο νόμος να αναγραφεί σε δύο λίθινες στήλες από τον γραμματέα της βουλής, και να τοποθετηθεί η μία στην είσοδο του Αρείου Πάγου (στ. 25) από την οποία εισέρχεται κανείς στο βουλευτήριο, και η άλλη στην εκκλησία του δήμου. Για την αναγραφή των στηλών ο ταμίας του δήμου να δώσει είκοσι δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα (στ. 29).
Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ- | |
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος. | |
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί- | |
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ | |
5 | Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε- |
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε- | |
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε- | |
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο | |
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς | |
10 | [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο- |
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα- | |
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως | |
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό– | |
ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]- | |
15 | [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]- |
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]- | |
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ- | |
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγὸν̣ [τ]ών πραχθέντων καὶ νο- | |
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί- | |
20 | [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ |
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα | |
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ | |
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου | |
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε- | |
25 | [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν- |
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη- | |
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…] | |
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).
Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).
O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.
Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.
Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).
Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.
Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).
Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).
Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).
Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).
Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.
Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.
Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.
Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).
Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …
[ Θ ] ε ὸ ς α γ α θ [ ό ς .] | |
Αγαθαι τύχαι καὶ επὶ σωτηρίαι· επὶ κόσμ[ων εν μέν] | |
Ἱεραπύτναι τών σὺν Ενίπαντι τώ Ερμαίω μ̣[ηνὸς] | |
Ἱμαλίω, εν δέ Πριανσιοί επὶ κόσμων τών σὺ[ν Νέωνι τώ] | |
5 | Χιμάρω καὶ μηνὸς Δρομήιω· vac. τάδε συνέθε[ντο καὶ συνευ]- |
δόκησαν αλλάλοις Ἱεραπύτνιοι καὶ Πριάνσιοι [εμμένον]- | |
τες εν ταίς προϋπαρχώσαις στάλαις ιδίαι τε [ται κειμέναι] | |
Γορτυνίοις καὶ Ἱεραπ̣υτνίοις καὶ ται κατὰ κοινὸν̣ [Γορτυνίοις] | |
καὶ Ἱεραπυτνίοις καὶ Πριανσίοις καὶ εν ται φιλίαι [καὶ συμμα]- | |
10 | χίαι καὶ όρκοις τοίς προγεγονόσι εν ταύταις τ[αίς πόλεσιν] |
καὶ επὶ ται χώραι αι εκάτεροι έχοντες καὶ κρατόν[τες τὰν συν]- | |
θήκαν έθεντο ες τὸν πάντα χρόνον· vac. Ἱεραπυτν̣[ίοις] | |
καὶ Πριανσίο<ι>ς ήμεν παρ᾿ αλλάλοις ισοπολιτείαν καὶ επιγα- | |
μίας καὶ ένκτησιν καὶ μετοχὰν καὶ θείων καὶ ανθρωπίνων | |
15 | πάντων, όσοι κα έωντι έμφυλοι παρ᾿ εκατέροις, καὶ πωλόν- |
τας καὶ ὠνωμένος καὶ δανείζοντας καὶ δανειζομένος | |
καὶ τάλλα πάντα συναλάσσοντας κυρίος ήμεν κατὰ | |
τὸς υπάρχοντας παρ᾿ εκατέροις νόμος· vac. εξέστω δέ τώι | |
τε Ἱεραπυτνίωι σπείρεν εν ται Πριανσίαι καὶ τώι Πριαν- | |
20 | σιεί εν ται Ἱεραπυτνίαι διδώσι τὰ τέλεα καθάπερ οι άλλοι |
πολίται κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος· vac. ει δέ τί | |
κα ο Ἱεραπύτνιος υπέχθηται ες Πριανσ{ι}ὸν ἢ ο Πριανσιεὺς | |
ες Ἱεράπυτναν οτιούν, ατελέα έστω καὶ εσαγομένωι καὶ | |
εξαγομένωι αυτὰ καὶ τούτων τὸς καρπὸς καὶ κατὰ γαν | |
25 | καὶ κατὰ θάλασσαν· ων δέ κα αποδώται κατὰ θάλασσαν εώ- |
σας εξαγωγας τών υπεχθεσίμων αποδότω τὰ τέλεα | |
κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κειμένος· vac. κατὰ ταυτὰ δέ | |
καὶ εί τίς κα νέμ̣[ηι ατε]λὴς έστω· αι δέ κα σίνηται αποτεισά- | |
τω τὰ επιτίμια [ο] σι[νό]μενος κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κει- | |
30 | μένος. Πρειγήια δέ ω [κ]α χρείαν έχηι πορηίω, παρεχόντων |
οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τοίς Πριανσιεύσι, οι δέ Πριανσιέ<ε>ς | |
κόσμοι τοίς Ἱεραπυτνίοις· αι δέ μὴ παρισχαίεν, αποτεισάν- | |
των οι επίδαμοι τών κόσμων ται πρειγείαι στατήρας δέκα· | |
ο δέ κόσμος ο τών Ἱεραπυτνίων ερπέτω εν Πριανσιοί ες | |
35 | τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ τών κόσμων, |
ὡσαύτως δέ καὶ ο τών Πριανσιέων κόσμος ερπέτω εν Ἱε- | |
ραπύτναι ες τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ | |
τών κόσμων· εν δέ τοίς Hραίοις καὶ εν ταίς άλλαις εορταίς | |
οι παρατυγχάνοντες ερπόντων παρ᾿ αλλάλος ες ανδρήι- | |
40 | ον καθὼς καὶ οι άλλοι πολίται· αναγινωσκόντων δέ τὰν |
στάλαν κατ᾿ ενιαυτὸν οι τόκ᾿ αεὶ κοσμόντες παρ᾿ εκατέ- | |
ροις εν τοίς Ὑπερβώιοις καὶ προπαραγγελόντων αλλά- | |
λοις πρὸ αμεραν δέκα ή κα μέλλωντι αναγινώσκεν· | |
οποίοι δέ κα μὴ αναγνώντι ἢ μὴ παραγγήλωντι απο- | |
45 | τεισάντων οι αίτιοι τούτων στατήρας εκατόν, οι μέν |
Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τών Πριανσιέων ται πόλει, οι δέ | |
Πριανσιέες Ἱεραπυτνίων ται πόλει· vac. αι δέ τις αδικοίη | |
τὰ συνκείμενα κοιναι διαλύων ἢ κόσμος ἢ ιδιώτας, ε- | |
ξέστω τώι βωλομένωι δικάξασθαι επὶ τώ κοινώ δι- | |
50 | καστηρίω τίμαμα επιγραψάμενον τας δίκας κατὰ τὸ |
αδίκημα ό κά τις αδικήσηι· καὶ εί κα νικάσηι, λαβέτω τὸ | |
τρίτον μέρος τας δίκας ο δικαξάμενος, τὸ δέ λοιπὸν έσ- | |
τω ταν πόλεων· αι δέ τι θεών βωλομένων έλοιμεν αγα- | |
θὸν απὸ τών πολεμίων, ἢ κοιναι εξοδούσαντες ἢ ιδίαι τι- | |
55 | νές παρ᾿ εκατέρων ἢ κατὰ γαν ἢ κατὰ θάλασσαν, λαν- |
χανόντων εκάτεροι κατὰ τὸς άνδρας τὸς έρποντας | |
καὶ τὰς δεκάτας λαμβανόντων εκάτεροι ες τὰν ιδί- | |
αν πόλιν· υπέρ δέ τών προγεγονότων παρ᾿ εκατέροις | |
αδικημάτων αφ᾿ ω τὸ κοινοδίκιον απέλιπε χρόνω, ποιη- | |
60 | σάσθων τὰν διεξαγωγὰν οι σὺν Ενίπαντι καὶ Νέωνι κό[σ]- |
μοι εν ωι κα κοιναι δόξηι δικαστηρίω αμφοτέραις ταίς πό- | |
λεσι επ᾿ αυτών κοσμόντων καὶ τὸς εγγύος καταστασάν- | |
των υπέρ τούτων αφ᾿ ας κα αμέρας α στάλα τεθήι εμ μη- | |
νί· υπέρ δέ τών ύστερον εγγινομένων αδικημάτων προ- | |
65 | δίκωι μέν χρήσθων καθὼς τὸ διάγραμμα έχει· περὶ δέ τώ |
δικαστηρίω οι επιστάμενοι κατ᾿ ενιαυτὸν παρ᾿ εκατέροις | |
κόσμοι πόλιν στανυέσθων άγ κα αμφοτέραις ταίς πόλεσ[ι] | |
[δό]ξηι εξ ας τὸ επικριτήριον τέλεται, καὶ εγγύος καθιστάν- | |
των αφ᾿ ας κα αμέρας επισταντι επὶ τὸ αρχείον εν διμήνωι, | |
70 | καὶ διεξαγόντων ταύτα επ᾿ αυτών κοσμόντων κατὰ τὸ |
δοχθέν κοιναι σύμβολον· αι δέ κα μὴ ποιήσωντι οι κόσμοι κα- | |
θὼς γέγραπται, αποτεισάτω έκαστος αυτών στατήρας | |
πεντήκοντα, οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι Πριανσίων ται πόλει, | |
οι δέ Πριάνσιοι κόσμοι Ἱεραπυτνίων ται πόλει· αι δέ τί κα | |
75 | δόξηι αμφοτέραις ταίς πόλεσι βωλουομέναις επὶ τώι |
κοιναι συμφέροντι διορθώσασθαι, κύριον έστω τὸ διορ- | |
θωθέν· στασάντων δέ τὰς στάλας οι ενεστακότες ε- | |
κατερήι κόσμοι επ᾿ αυτών κοσμόντων, οι μέν Ἱεραπύ- | |
τνιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος καὶ οι | |
80 | Πριάνσιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος· |
οπότεροι δέ κα μὴ στάσωντι καθὼς γέγραπται απο- | |
τεισάντων τὰ αυτὰ πρόστιμα καθότι καὶ περὶ τών | |
δικαίων γέγραπται. |
Το κείμενο είναι συνθήκη ισοπολιτείας ανάμεσα στις κρητικές πόλεις Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα) και Πριανσό. Ανάμεσα στις πολυάριθμες κρητικές συνθήκες (συγκεντρωμένες στο Chaniotis 1996) είναι μια από τις εκτενέστερες και καλύτερα διατηρημένες. Όπως συνάγεται από τους στ. 8-10, η συνθήκη αυτή ακολουθεί και συμπληρώνει προγενέστερη συνθήκη ανάμεσα στην Πριανσό από τη μια πλευρά και τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα από την άλλη, η οποία σώζεται σε δύο αντίγραφα (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27).
Διάρθρωση της συνθήκης – Ρήτρες
1) Επίκληση των θεών και ευχή (στ. 1-2)
Επικλήσεις θεών και ευχές βρίσκονται πολύ συχνά στην αρχή συνθηκών και άλλων δημοσίων κειμένων (ψηφισμάτων, νόμων). Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες: ανάθεση του εγγράφου στους θεούς, επίκληση της προστασίας των θεών για το κείμενο και την επιγραφή. Δεδομένου ότι οι επικλήσεις και οι ευχές έχουν μεγάλη ομοιότητα με φράσεις που χρησιμοποιούνταν σε προσευχές, το πιθανότερο είναι ότι έχουν την προέλευσή τους στις προσευχές και τις επικλήσεις των θεών που εκφωνούνταν κατά τις τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στην εκκλησία του δήμου πριν από τη συζήτηση προτάσεων για ψηφίσματα και κατά τη σύναψη των συνθηκών (Woodhead 2009: 86· βλ. και Chaniotis 1996: 83-85).
2) Χρονολόγηση (στ. 2-5)
Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στο όνομα του προέδρου του συμβουλίου των κόσμων, που εκπροσωπούσαν την εκτελεστική εξουσία στις κρητικές πόλεις, αλλά είχαν συγχρόνως στρατιωτικά και δικαστικά καθήκοντα. Στις περισσότερες πόλεις το συμβούλιο των κόσμων ήταν δεκαμελές, με ετήσια θητεία. Όλα τα μέλη του συμβουλίου προέρχονταν από την ίδια φυλή, με βάση ένα σύστημα εκ περιτροπής εναλλαγής των φυλών στα αξιώματα (Link 1994: 97-112). Κάθε κρητική πόλη είχε το δικό της ημερολόγιο με διαφορετικά ονόματα μηνών (Trümpy 1997: 188-197). Ο Ιμάλιος είναι μάλλον θερινός μήνας, σχετιζόμενος με τη σοδειά και το άλεσμα του αλευριού (πρβλ. Ησύχιος, λλ. ιμαλιά, ιμάλιον και ιμαλίς∙ τὸ επίμετρον τών αλεύρων, επικαρπία). Ο μήνας Δρομείος παράγεται από τη γιορτή Δρομεία, μάλλον γιορτή σχετιζόμενη με τον Απόλλωνα Δρομαίο και την ένταξη των εφήβων στο σώμα των πολιτών∙ στην Κρήτη οι ενήλικοι άνδρες ονομάζονταν δρομείς (Tzifopoulos 1998).
3) Εισαγωγή στη συνθήκη (στ. 5-12)
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατύπωσης είναι ότι παραπέμπει σε μια προϋπάρχουσα συνθήκη. Το ρήμα συνευδοκείν (επικυρώνω από κοινού) σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι η παρούσα συνθήκη αποτελεί συμπλήρωση μιας παλαιότερης συνθήκης. Τέτοιες συμπληρώσεις ή αλλαγές ήταν δυνατές (βλ. παρακ., παράγραφο 18), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνονταν και από τις δύο πλευρές∙ σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακριβώς το ρήμα συνευδοκείν. Η πρόταση που εισάγεται με την πρόθεση επί + δοτική εκφράζει, όπως και η μετοχή εμμένοντες, τους όρους κάτω από τους οποίους ισχύει η νέα συνθήκη. Ο βασικός όρος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας των δύο συμβαλλομένων μερών και των συνόρων τους. Τα σύνορα αυτά περιγράφονται στην προγενέστερη συνθήκη, που δυστυχώς στο σημείο αυτό σώζεται πολύ αποσπασματικά και στα δύο αντίγραφά της (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27). Η πρόσφατη δημοσίευση του αντιγράφου της Γόρτυνας (SEG LIII 942) δείχνει ότι τα σύνορα των εδαφών της Πριανσού καθορίστηκαν από τους Γορτυνίους, τη σημαντικότερη πολιτική δύναμη αυτήν την εποχή και ηγέτη μιας μεγάλης συμμαχίας (στ. 15-17: [καὶ] τὰν χώραν ἃν ὡρί|ξαντο οι Γορτύνιοι πορ̣τὶ τὸνς Πριανσιέας μήτ᾿ αυ|τοὶ αφαιλησή<θ>θαι, μήτ᾿ ά[λλοις] επιτραψήν). Ο επανακαθορισμός των συνόρων μάλλον έγινε αναγκαίος μετά από πόλεμο ανάμεσα στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό. Με την προγενέστερη συνθήκη Γορτύνιοι και Ιεραπύτνιοι εγγυώνταν τα σύνορα της Πριανσού, του ασθενέστερου μέλους της συμμαχίας. Συνοριακοί διακανονισμοί είναι πολύ συνηθισμένοι στην ελληνιστική Κρήτη και σχετίζονται με τους ενδημικούς πολέμους που χαρακτηρίζουν την κρητική ιστορία περίπου ως το 110 π.Χ. (για τις ενδοκρητικές συγκρούσεις και τους συνοριακούς διακανονισμούς: Chaniotis 1996: 27-56, 153-159· για τους κρητικούς πολέμους βλ. επίσης Chaniotis 2005: 8-12).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ έχειν χώραν (νόμιμη ιδιοκτησία εδαφών) και κατέχειν χώραν (άσκηση της εδαφικής κυριαρχίας). Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία που ισχύει τη στιγμή της επικύρωσης της συνθήκης, καθιστώντας σαφές ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διεκδικήσεις εδαφών τα οποία μια πόλη θεωρεί ως νόμιμη ιδιοκτησία της, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται υπό την κατοχή άλλης πόλης.
4-5) Παραχώρηση δικαιωμάτων αστικού δικαίου (ισοπολιτεία, επιγαμία) και οικονομικών προνομίων (στ. 13-21)
Στην πρώτη ουσιαστική διάταξη της συνθήκης παραχωρούνται αμοιβαίως, πολύ επιγραμματικά, τρία σημαντικά δικαιώματα, πολύ συνηθισμένα σε κρητικές συνθήκες.
Ως ισοπολιτεία ορίζεται (στην Κρήτη) το δικαίωμα του πολίτη μιας των συμβαλλομένων πόλεων να εγκατασταθεί στην άλλη πόλη και να αποκτήσει εκεί πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ισοπολιτεία συνήθως συμπληρώνει συνθήκες συμμαχίας και αποτελούσε ένα μέτρο με το οποίο πόλεις με διαφορετικές ανάγκες και αλληλοσυμπληρούμενες δυνατότητες εξασφάλιζαν για τους πολίτες τους τη δυνατότητα να ασκήσουν οικονομικές δραστηριότητες σε μια άλλη πόλη. Η πόλη που έκανε την ευρύτερη χρήση αυτών των δυνατοτήτων ήταν η Ιεράπυτνα. Η σύγκριση των διατάξεων των σχετικών συνθηκών δείχνει ότι η ενεργοποίηση της ισοπολιτείας γινόταν ατομικά, όχι μαζικά, και συνδεόταν με ορισμένες προϋποθέσεις. Ο αιτών έπρεπε να είναι ενεργό μέλος φυλής (όπως σε αυτή τη συνθήκη), δηλαδή να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα ή να έχει εξοριστεί ή να είναι πολίτης τιμής ένεκεν. Ηταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη του, ρυθμίζοντας πρώτα όλες τις εκεί νομικές και οικονομικές του εκκρεμότητες και μάλλον πουλώντας όλη την εκεί ιδιοκτησία του. Η αποδοχή της αίτησής του αποφασιζόταν από την εκκλησία της άλλης πόλης∙αρκούσαν τρεις αρνητικές ψήφοι για την απόρριψη του αιτήματός του (βλ. κυρίως I.Cret. III, iv.1· Staatsverträge III 554· Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
Το δικαίωμα της επιγαμίας δεν χορηγείται μόνο σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν την ισοπολιτεία αλλά σε όλους τους πολίτες των συμβαλλομένων πόλεων. Με τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ πολιτών των δύο πόλεων τα παιδιά δεν θεωρούνταν νόθα, αλλά είχαν πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα (για το πρόβλημα των νόθων στην κρητική κοινωνία, αποτέλεσμα γάμων ατόμων με διαφορετική νομική θέση, βλ. Chaniotis 2002).
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το δικαίωμα της εγκτήσεως (Chaniotis 1996: 109-113). Σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, η ιδιοκτησία γής καὶ οικίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών, που μόνον κατ’ εξαίρεση παραχωρούνταν σε ξένους, συνήθως προξένους και ευεργέτες. Φαίνεται ότι στην ελληνιστική Κρήτη το πρόβλημα της ιδιοκτησίας γης ήταν ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες πόλεις, όπως συνάγεται από τη διέξοδο που εύρισκαν οι άκληροι πολίτες στην πειρατεία, στο επάγγελμα του μισθοφόρου και στη μαζική έξοδο και εγκατάσταση σε ξένες περιοχές, π.χ. στα εδάφη της Μιλήτου και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Chaniotis 2005: 80-85). Ωστόσο, κάποιες πόλεις φαίνεται ότι είχαν περίσσευμα γης, αλλά έλλειψη πολιτών. Αν και θεωρητικά η παραχώρηση της εγκτήσεως στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, στην πραγματικότητα ικανοποιούσε διαφορετικές, συμπληρωματικές ανάγκες. Η Ιεράπυτνα, που σύναψε περισσότερες συμφωνίες εγκτήσεως από οποιαδήποτε άλλη πόλη, αλλά και ακολούθησε επεκτατική πολιτική κατακτώντας και προσαρτώντας σχεδόν το σύνολο της ανατολικής Κρήτης, πρέπει να ήταν ο κυρίως ωφελούμενος από τη διάταξη αυτή.
Η συνθήκη επιτρέπει επιγραμματικά και τις οικονομικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες, δανεισμούς) με βάση τους νόμους που ισχύουν σε κάθε πόλη (στ. 15-18· σχετικά βλ. Guizzi 1999: 242-243). Όσοι πολίτες δεν έκαναν χρήση της ισοπολιτείας, αλλά επιθυμούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αγροτικές δραστηριότητες στα εδάφη της άλλης πόλης, αποκτούν το δικαίωμα του σπείρειν, δηλαδή το δικαίωμα της χρήσης των δημοσίων εδαφών της άλλης πόλης για καλλιέργειες, με καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Η ύπαρξη δημοσίων γαιών στις κρητικές πόλεις στην ελληνιστική εποχή μαρτυρείται και από μια επιγραφή της Κυδωνίας, η οποία αφορά την παραχώρηση (δημοσίων) γαιών σε ξένους (I.Cret. II, x.1).
6) Φύλαξη αγαθών (στ. 21-27)
Γενικά η εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών υπάγεται στην καταβολή δασμών, από την οποία ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί με την παραχώρηση της ατελείας βάσει ψηφίσματος. Στις κρητικές συνθήκες μεταξύ πόλεων καθορίζεται ότι η εξαγωγή από τη στεριά (που αφορά κυρίως κοπάδια) ήταν ατελής∙ ατελής ήταν επίσης η εισαγωγή και επανεξαγωγή αγαθών για προσωπική χρήση. Αντίθετα, οι εξαγωγές από τη θάλασσα, που αφορούσαν συνήθως εμπορικά προϊόντα, συνεπάγονταν τη χρήση λιμανιών και συνήθως ελέγχονταν ευκολότερα. Στις εξαγωγές αυτές καταβάλλονταν τέλη (εξαγωγὰν ήμεν κατὰ γαν μέν ατελεί, κατὰ θάλασσαν δέ καταβάλλοντι τὰ τέλεα κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος)∙ τα τέλη αυτά περιελάμβαναν και το ενλιμένιον, δηλαδή τα λιμενικά τέλη (Chaniotis 1996: 119∙ Guizzi 1999: 240). Από την εισαγωγή για εμπορικούς λόγους διαφέρει η εισαγωγή αγαθών προς φύλαξη στα εδάφη μιας ξένης πόλης με την οποία υπάρχει σχετική συνθήκη. Οι συχνοί πόλεμοι, οι επιδρομές σε αφύλακτες ορεινές περιοχές και στην ύπαιθρο και η πειρατεία στην ελληνιστική εποχή ανάγκαζαν πολλές φορές όσους απειλούνταν από τέτοιους κινδύνους να αναζητήσουν καταφύγιο στα εδάφη μιας γειτονικής πόλης, μαζί με κινητά υπάρχοντα, π.χ. κοπάδια (Müller 1975). Η ατελής εισαγωγή και επανεξαγωγή επιτρέπεται με τη συνθήκη αυτή. Η αναφορά στους “καρπούς” των εισαχθέντων δείχνει ότι πρόκειται κυρίως για κοπάδια ζώων που ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους στους βοσκοτόπους στην εσχατιά των πόλεων (Chaniotis 1999α: 200). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξαίρεση που γίνεται για αγαθά εισαχθέντα προς φύλαξη από τη θαλάσσια οδό (επομένως με πλοία), τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν∙ εδώ η καταβολή δασμών επιβάλλεται. Πρόκειται μάλλον για λάφυρα από πειρατικές επιδρομές –πολύτιμα αντικείμενα και δούλους (Müller 1975: 150 σημ. 74).
7) Επινομία (στ. 27-30)
Η διάταξη αυτή δεν αφορά την ευκαιριακή χρήση βοσκοτόπων στα εδάφη του εταίρου της συνθήκης, αλλά το φαινόμενο των χειμαδιών, της περιοδικής μετακίνησης κοπαδιών σε βοσκοτόπους με διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (για το φαινόμενο των χειμαδιών στην αρχαία Κρήτη βλ. Chaniotis 1999α: 198-205 και γενικά στην αρχαιότητα βλ. Waldherr 2001: 331-357· Arnold – Greenfield 2006· για επιγραφικές μαρτυρίες περί βοσκής και κτηνοτροφίας βλ. Chandezon 2003). Οι Ιεραπύτνιοι χρειάζονταν τους βοσκοτόπους στην ορεινή Πριανσό για τους θερινούς μήνες και αντίστροφα οι Πριάνσιοι χρειάζονταν για τα κοπάδια τους χειμαδιά στην πεδινή και παράκτια Ιεράπυτνα. Η χρήση των βοσκοτόπων ήταν ατελής για τους ξένους βοσκούς, ενώ αντίθετα φαίνεται ότι οι πολίτες κατέβαλλαν τέλη, που όντως μαρτυρούνται στην περίπτωση της Ιεράπυτνας (I.Cret. III, iv.1 = Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
8) Υποστήριξη πρεσβειών (στ. 30-33)
Αυτή είναι η μόνη μαρτυρία μιας τέτοιας διάταξης σε κρητικές συνθήκες, αλλά η προσφορά βοήθειας και προστασίας σε ξένους πρεσβευτές μαρτυρείται και αλλού (π.χ. I.Cret. III, iii.3 C). Το πρόστιμο για σχετική παράλειψη καταβάλλεται μόνο από τους παρόντες κόσμους (οι επίδαμοι). Οι πολύπλευρες υποχρεώσεις των κόσμων, κυρίως οι στρατιωτικές, επέβαλλαν τη συχνή απουσία τους∙ ορισμένοι κόσμοι (ίσως τα μισά μέλη του δεκαμελούς συμβουλίου) έπρεπε όμως να είναι παρόντες στην πόλη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό εξηγεί γιατί ο αριθμός των κόσμων ποικίλλει στις επιγραφές (5-10 ονόματα)· φαίνεται ότι ορισμένες φορές αναγράφονται μόνο τα ονόματα των επιδάμων κόσμων (Chaniotis 1996: 260-261 με παραδείγματα).
9) Πρόσκληση των ξένων κόσμων (στ. 34-38)
Η αμοιβαία πρόσκληση των ξένων κόσμων και των πολιτών (βλ. παράγρ. 10) ανήκει στα μέτρα για την εδραίωση της φιλίας δύο κρητικών πόλεων∙ αποτελεί ιδιαιτερότητα των κρητικών διακρατικών συνθηκών. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ανάλογες διατάξεις και σε άλλες συνθήκες (Chaniotis 1996: 130-133), οι ξένοι κόσμοι προσκαλούνταν σε δείπνο στην έδρα των αρχόντων (πρυτανείον), στη συνέλευση του λαού είχαν ιδιαίτερες τιμητικές θέσεις μαζί με τους τοπικούς κόσμους και φορούσαν ιδιαίτερο ένδυμα με τα διακριτικά του αξιώματός τους. Στόχος της διάταξης αυτής ήταν η απόλυτη εξομοίωση ντόπιων και ξένων κόσμων στο τελετουργικό επίπεδο, ως έκφραση της στενής σύνδεσης των εταίρων.
10) Αμοιβαία συμμετοχή σε γιορτές (στ. 38-40)
Σε άλλες κρητικές συνθήκες οι πολίτες του εταίρου καλούνται στις τοπικές γιορτές (Chaniotis 1996: 133). Αν και εδώ δεν γίνεται λόγος για πρόσκληση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες των δύο πόλεων προσκαλούνταν αμοιβαίως στις σημαντικότερες γιορτές. Η αναφορά στην πρόσκληση των ξένων πολιτών στα ανδρεία, τα κτήρια στα οποία γίνονταν τα συσσίτια, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει ότι το σύστημα των συσσιτίων συνεχιζόταν στην Κρήτη ως και τα ελληνιστικά χρόνια (για τα ανδρεία βλ. Lavrencic 1988· για τα συσσίτια βλ. Link 1991: 119-121· Chaniotis 1999β: 193-194).
11) Ανάγνωση της συνθήκης (στ. 40-47)
Μια από τις συνηθέστερες συμβατικές υποχρεώσεις των εταίρων στις κρητικές συνθήκες είναι η ετήσια ανάγνωση της συνθήκης. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση των διατάξεων και την εδραίωση της συνεργασίας, κάτι αναγκαίο αν λάβουμε υπόψη τους συχνούς πολέμους που μετέτρεπαν τον παλιό σύμμαχο σε εχθρό –και αντιστρόφως (Chaniotis 1996: 125-126). Υπεύθυνοι για την ανάγνωση, που λάμβανε χώρα σε σημαντικές γιορτές, ήταν οι κόσμοι, οι οποίοι είχαν επίσης την υποχρέωση να προσκαλέσουν εκπροσώπους της άλλης πόλης στην τελετή. Στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό η ανάγνωση πραγματοποιούνταν στη γιορτή Ὑπερβώια, γιορτή του Δία. Στην Κρήτη ο Δίας θεωρούνταν προστάτης των νέων και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος για την επιλογή αυτής της γιορτής, η οποία μάλλον σχετίζεται με την υποδοχή των εφήβων στο σώμα των πολιτών (για τα Ὑπερβώια και τη σχέση τους με τους εφήβους βλ. Brelich 1961: 72· Willetts 1962: 239· Leitao 1995: 136). Στη Λύττο η αντίστοιχη γιορτή, στην οποία γινόταν η ανάγνωση των συνθηκών, ήταν τα Περιβλημαία (I.Cret. III, xix.1 = Chaniotis 1996: 208-213 αρ. 11), κατά την οποία οι έφηβοι αντάλλαζαν το εφηβικό ένδυμα με εκείνο του πολίτη-πολεμιστή, στη Λατώ ήταν η επίσης εφηβική γιορτή Θεοδαίσια (Chaniotis 1996: 125-126 με σημ. 766-767). Η ανάγνωση της συνθήκης παρουσία των εφήβων πληροφορούσε τους νέους πολίτες για τις υποχρεώσεις της πόλης τους απέναντι σε φίλους και συμμάχους (Μέριμνα για την εξοικείωση των εφήβων με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της πόλης εμφανίζεται και σε γιορτές μη κρητικών πόλεων, π.χ. στην Τέω, SEG XLI 1003 ΙΙ C/D στ. 38-44).
12) Νομικά μέτρα για την περίπτωση παράβασης της συνθήκης (στ. 47-53)
Η προστασία των διατάξεων της συνθήκης αποτελούσε υποχρέωση κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης, και όχι μόνο το άμεσο θύμα της παράβασης, είχε δικαίωμα να εγείρει κατηγορίες κατά ιδιωτών ή αξιωματούχων που δεν τηρούσαν τη συνθήκη, εισπράττοντας το ένα τρίτο του προτεινόμενου προστίμου. Αυτό το δικαίωμα (στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως εισαγγελία) μαρτυρείται συχνά σε κρητικές συνθήκες, σε σχέση με αδικήματα κατά του συνόλου της κοινότητας (Chaniotis 1996: 147-148).
13) Διανομή των λαφύρων (στ. 53-58)
Στην ελληνιστική εποχή πολλές κρητικές πόλεις συμμετείχαν σε επιδρομές με στόχο τη λαφυραγωγία· θύματά τους ήταν κυρίως τα νησιά του Αιγαίου και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, αλλά πραγματοποιούνταν και χερσαίες επιδρομές στα εδάφη γειτονικών πόλεων (Brulé 1978· Petropoulou 1985· Chaniotis 2005: 118-119). Οι κρητικές συνθήκες συχνά περιέχουν ρυθμίσεις για τη διανομή των λαφύρων (βλ. π.χ. Chaniotis 1996: αρ. 93-94· γενικά για τη διανομή λαφύρων βλ. Pritchett 1991: 363-389· Ducrey 1999: 258-267.). Στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αναφορά σε λάφυρα από θαλάσσιες και χερσαίες επιδρομές, που θα πραγματοποιούνταν είτε από κοινού από τις δύο πόλεις (κοινη) –προφανώς υπό τη διοίκηση των αξιωματούχων των πόλεων– είτε από μεικτές μονάδες αποτελούμενες από πολίτες και των δύο πόλεων στρατολογημένους με ιδιωτική πρωτοβουλία (ιδία). Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πρακτική, τα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο. Πρώτα προσδιοριζόταν το ποσοστό των λαφύρων που αναλογούσε σε κάθε πόλη. Αυτό γινόταν με βάση τον αριθμό των ανδρών από κάθε πόλη που είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή. Ένα δέκατο (δεκάται) από τα λάφυρα που αντιστοιχούσαν σε κάθε πόλη παραχωρούνταν στην πόλη –ένα είδος φορολογίας– και αποτελούσαν μέρος των δημοσίων εσόδων. Τα υπόλοιπα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο στους πολεμιστές.
14-17) Δικονομικές διατάξεις (στ. 58-74)
Ένα μεγάλο τμήμα της συνθήκης ασχολείται με δικονομικά θέματα, των οποίων η ερμηνεία είναι δύσκολη δεδομένου ότι πολλές λεπτομέρειες ρυθμίζονταν από παλαιότερες συμβάσεις ή επρόκειτο να ρυθμιστούν στο μέλλον (βλ. στ. 59, 61, 65, 67-68, 70-71). Σύμφωνα με την ερμηνεία που ακολουθείται εδώ (πρβλ. Chaniotis 1996: 134-147, 261-263· Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010) η συνθήκη αναφέρεται στις εξής διαφορετικές διαδικασίες:
α) Κοινοδίκιον
Για το κοινοδίκιον, που μαρτυρείται σε αρκετές επιγραφές, έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: 1) δικαστήριο του Κοινού τών Κρηταιέων, μιας συμμαχίας κρητικών πόλεων (για το Κοινό των Κρηταιέων βλ. πιο πρόσφατα Chaniotis 2015), που επέλυε αντιδικίες μεταξύ πόλεων και μεταξύ ενός πολίτη και μιας ξένης πόλης (Gauthier 1972: 316-325), και 2) κοινό δικαστήριο δύο πόλεων για επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών τους (van Effenterre 1948: 146-147· πρβλ. Chaniotis 1996: 142-143· Ager 1996: 298). Μια αδημοσίευτη ακόμα επιγραφή, χωρίς να λύνει απόλυτα το πρόβλημα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του Ph. Gauthier ότι ήταν δικαστήριο του Κοινού των Κρηταιέων, με τη διαφορά ότι ήταν αρμόδιο όχι μόνο για αντιδικίες μεταξύ πόλεων, αλλά και για διαφορές μεταξύ ιδιωτών από διαφορετικές πόλεις (Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010). Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη σύνθεσή του· ίσως αποτελούνταν από δικαστές διαφόρων πόλεων, ίσως από αντιπροσώπους όλων των συμμάχων. Το κοινοδίκιο δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα, ίσως το 222 π.Χ., όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα (επαν)ίδρυσαν το Κοινό των Κρηταιέων. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή είχε αναστείλει τη λειτουργία του, μάλλον ως συνέπεια του Λυττίου πολέμου, όταν οι δύο ηγεμονικές δυνάμεις του Κοινού, η Γόρτυνα και η Κνωσός, διέκοψαν τη συνεργασία τους∙ επανιδρύθηκε το αργότερο το 184 π.Χ. (Πολύβιος 22.15.4). Η συνθήκη αυτή ασχολείται με το ζήτημα της επίλυσης των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ της Ιεράπυτνας και της Πριανσού και μεταξύ των πολιτών τους, τώρα που το κοινοδίκιο δεν λειτουργούσε πλέον. Το ζήτημα αυτό ανατίθεται στους κόσμους, οι οποίοι ως το τέλος της θητείας τους θα πρέπει να προσδιορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. δικαστήριο μιας τρίτης πόλης, ή ίσως ένα κοινό δικαστήριο κλπ.).
β) Πρόδικος
Οι αρμοδιότητες του προδίκου καθορίζονταν σε ένα έγγραφο του Κοινού τών Κρηταιέων, το διάγραμμα, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται (Chaniotis 1996: 137-141). Όπως συνάγεται από διάφορες αναφορές του σε επιγραφές, περιείχε μεταξύ άλλων κατάλογο αδικημάτων και τα προβλεπόμενα πρόστιμα (π.χ. Chaniotis 1996: 225-231 αρ. 18 στ. 36-38· Chaniotis – Kritzas 2010: 176) και προέβλεπε δύο τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών: ανάθεση της διαφοράς πρώτα σε επιδιαιτησία (προδίκωι χρήσθων), πριν από την παραπομπή σε δίκη, ή απευθείας παραπομπή σε δίκη (δίκα απρόδικος καπάρβολος εν κοινοδικίωι). Αυτό που αμφισβητείται έντονα στη σχετική έρευνα είναι αν οι αντίδικοι είναι πόλεις (Gauthier 1972: 318, 321-322, 324) ή ιδιώτες, πολίτες διαφορετικών πόλεων (Chaniotis 1996: 138-141). Γενικά στην ελληνική αρχαιότητα δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών με διαιτησία (σύλλυσις) και όχι με δίκη.
γ) Ξένο δικαστήριο
Οι υποθέσεις που ο πρόδικος δεν ήταν σε θέση να λύσει με διαιτησία παραπέμπονται σε ένα δικαστήριον αποτελούμενο από πολίτες τρίτης πόλης, την οποία καθόριζαν εκ νέου κάθε χρονιά από κοινού οι κόσμοι των δύο εταίρων. Η λέξη επικριτήριον μάλλον προσδιορίζει την απόφαση των ξένων δικαστών. Οι κόσμοι προσδιόριζαν μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας τους τους εγγυητές, που εγγυώνταν την τήρηση της διαδικασίας και την αποδοχή του αποτελέσματος της δίκης. Οι δίκες έπρεπε να διεξαχθούν πριν από τη λήξη του έτους. Οι λεπτομέρειες καθορίζονταν σε μια άλλη νομική σύμβαση (σύμβολον).
18) Τροποποίηση της συνθήκης (στ. 74-77)
Οι αρχαίες ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα επιτρέπουν τροποποιήσεις (αλλαγές, διαγραφές και προσθήκες), υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν και οι δύο εταίροι. Δεν είναι γνωστό αν οι τροποποιήσεις υπόκεινταν στην έγκριση της εκκλησίας και αν επικυρώνονταν με όρκο (Chaniotis 1996: 81-82).
19) Αναγραφή (στ. 77-83)
Η αναγραφή της συνθήκης σε λίθο και η δημοσίευσή της είναι επιβεβλημένη. Συχνά η δημοσίευση γινόταν σε δύο αντίγραφα, ένα σε κάθε πόλη, συνήθως σε κάποιο σημαντικό ιερό, μερικές φορές και σε τρίτο τόπο (Chaniotis 1996: 77-81). Αυτό το αντίγραφο χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, και από τη στήλη γινόταν η ανάγνωση του κειμένου (βλ. στ. 40-41). Μάλιστα στη συνθήκη αυτή (στ. 6) η λέξη στήλη χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της συνθήκης. Όπου σώζονται δύο ή περισσότερα αντίγραφα μιας συνθήκης, διαπιστώνονται μικροδιαφορές στη διατύπωση (Chaniotis 1996: 79 και SEG LIII 942· για αποκλίσεις μεταξύ αντιγράφων βλ. επίσης Ε1).
Αγαθός θεός. Για καλή τύχη και σωτηρία. Στη μεν Ιεράπυτνα κατά τη θητεία των κόσμων [ανώτατων αξιωματούχων] (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Ενίπαντα, τον γιο του Ερμαίου, τον μήνα Ιμάλιο· στη δε Πριανσό κατά τη θητεία των κόσμων (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Νέωνα, τον γιο (στ. 5) του Χιμάρου, τον μήνα Δρομείο. Τα παρακάτω συμφώνησαν και επικύρωσαν από κοινού οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι, παραμένοντας πιστοί στις προϋπάρχουσες στήλες (έγγραφες συμβάσεις), (συγκεκριμένα) και σε εκείνη που υπάρχει ξεχωριστά μεταξύ των Γορτυνίων και των Ιεραπυτνίων και σε εκείνη που υπάρχει από κοινού μεταξύ Γορτυνίων, Ιεραπυτνίων και Πριανσίων, και στη φιλία και τη συμμαχία (στ. 10) και τους όρκους που έχουν δοθεί σε αυτές τις πόλεις, επίσης αναγνωρίζοντας τα εδάφη που είχαν και κατείχαν όταν συμφώνησαν τη συνθήκη για όλα τα χρόνια. Οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι να έχουν αμοιβαίως το δικαίωμα της ισοπολιτείας (της απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων) και το δικαίωμα της επιγαμίας (της σύναψης νόμιμων γάμων) και το δικαίωμα της εγκτήσεως (της απόκτησης έγγειας ιδιοκτησίας) και συμμετοχή σε όλα τα θεία και τα ανθρώπινα, (στ. 15) όσοι αποτελούν μέλη φυλών σε κάθε πόλη∙ (να έχουν επίσης) και το δικαίωμα να πουλούν και να αγοράζουν και να δανείζουν και να δανείζονται και να πραγματοποιούν όλες τις άλλες συναλλαγές σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Ο Ιεραπύτνιος (πολίτης) να έχει το δικαίωμα να σπέρνει (καλλιεργεί γη) στα εδάφη των Πριανσίων και ο Πριάνσιος (στ. 20) στα εδάφη των Ιεραπυτνίων, καταβάλλοντας τα τέλη όπως και οι άλλοι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Αν ένας Ιεραπύτνιος φέρει προς φύλαξη κάτι στην Πριανσό ή κάποιος Πριάνσιος στην Ιεράπυτνα, να είναι απαλλαγμένος από τέλη κατά την εισαγωγή και εξαγωγή και των ίδιων των αντικειμένων ιδιοκτησίας και των καρπών τους, είτε γίνεται (η εισαγωγή/εξαγωγή) από τη χερσαία οδό (στ. 25) είτε από τη θάλασσα. Αν πουλήσει κάτι από αυτά που έφερε προς φύλαξη από τη θάλασσα, τότε να πληρώσει τα τέλη σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κανείς χρησιμοποιεί βοσκοτόπους, να μην καταβάλλει τέλη. Αλλά αν προκαλέσει ζημιές, αυτός που προκάλεσε τις ζημιές να πληρώσει τα πρόστιμα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. (στ. 30) Αν κάποια πρεσβεία έχει ανάγκη μεταφορικών μέσων, οι Ιεραπύτνιοι κόσμοι να τα διαθέτουν στους Πριανσίους και οι Πριάνσιοι κόσμοι στους Ιεραπυτνίους. Αν δεν τα διαθέσουν, να πληρώσουν όσοι κόσμοι είναι παρόντες στην πόλη δέκα στατήρες στην πρεσβεία. Οι κόσμοι των Ιεραπυτνίων να έρχονται στην Πριανσό στην (στ. 35) έδρα των αρχόντων και να κάθονται (να έχουν τιμητικές θέσεις) με τους κόσμους στην εκκλησία∙ το ίδιο και οι κόσμοι των Πριανσίων να έρχονται στην Ιεράπυτνα στην έδρα των αρχόντων και να κάθονται με τους κόσμους στην εκκλησία. Στη γιορτή των Ηραίων και στις άλλες γιορτές όσοι (πολίτες) τυχαίνει να βρεθούν στην (ξένη) πόλη να έρχονται στο ανδρείο (στ. 40) όπως και οι άλλοι πολίτες. Κάθε χρονιά οι εκάστοτε κόσμοι να διαβάζουν στην κάθε πόλη τη στήλη (με τη συνθήκη) στη γιορτή Υπερβώια και να προσκαλούν στην ανάγνωση οι μεν τους δε, δέκα μέρες πριν από την ημέρα που πρόκειται να τη διαβάσουν. Αν δεν τη διαβάσουν ή δεν προσκαλέσουν, (στ. 45) οι υπαίτιοι να πληρώσουν εκατό στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Αν κανείς, είτε κόσμος είτε ιδιώτης, αδικεί καταστρέφοντας όσα έχουν συνομολογηθεί από κοινού, έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να εγείρει κατηγορία εναντίον του στο κοινό (στ. 50) δικαστήριο προτείνοντας εγγράφως τη χρηματική ποινή αναλόγως με το αδίκημα στο οποίο θα έχει υποπέσει. Και αν νικήσει στη δίκη, ο κατήγορος θα εισπράξει το ένα τρίτο της χρηματικής ποινής, ενώ το υπόλοιπο θα ανήκει στις πόλεις. Αν με τη θέληση των θεών πάρουμε κάτι καλό (λάφυρα) από τους εχθρούς, είτε σε κοινή εκστρατεία είτε σε εκστρατεία που θα πραγματοποιήσουν ιδιωτικά κάποιοι (στ. 55) από τις δύο πόλεις, είτε σε γη είτε σε θάλασσα, να μοιράσουν ο καθένας χωριστά τα λάφυρα με κλήρο ανάλογα με τους άντρες που θα έχουν συμμετάσχει, και ο καθένας χωριστά να φέρει το δέκατο μέρος στη δική του πόλη. Για όσα αδικήματα έγιναν σε κάθε πόλη από τότε που έπαψε να λειτουργεί το κοινοδίκιον, (στ. 60) οι κόσμοι που ασκούν τα καθήκοντά τους με τον Ενίπαντα και τον Νέωνα να πραγματοποιήσουν τη διεξαγωγή των δικών σε όποιο δικαστήριο θα αποφασίσουν από κοινού οι δύο πόλεις, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καθορίζοντας τους σχετικούς εγγυητές μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα στηθεί η στήλη. Για όσα αδικήματα διαπραχθούν στο μέλλον (στ. 65) να χρησιμοποιήσουν πρόδικο, όπως προβλέπει το διάγραμμα. Σχετικά με το δικαστήριο, οι κόσμοι που αναλαμβάνουν κάθε χρονιά καθήκοντα να ορίζουν με κοινή απόφαση των δύο πόλεων μια τρίτη πόλη (διαιτητή), από την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση, και να ορίζουν εγγυητές μέσα σε δίμηνο από την ανάληψη των καθηκόντων τους· (στ. 70) και να πραγματοποιούν αυτά (τη δίκη) κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με τη συνθήκη διαιτησίας (σύμβολον) την οποία συμφώνησαν από κοινού. Αν οι κόσμοι δεν πράξουν σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα εδώ, να πληρώσει ο καθένας τους πενήντα στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι κόσμοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Εάν (στ. 75) και οι δύο πόλεις αποφασίσουν μετά από διαβουλεύσεις για το κοινό συμφέρον να βελτιώσουν (τη συνθήκη), να ισχύει αυτό που θα βελτιώσουν. Οι κόσμοι που έχουν αναλάβει καθήκοντα στις δύο πόλεις να στήσουν τις στήλες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι μεν Ιεραπύτνιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος, οι δε (στ. 80) Πριάνσιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος. Όποιοι δεν στήσουν τις στήλες, όπως είναι γραμμένο εδώ, να πληρώσουν τα ίδια πρόστιμα που γράφονται και σχετικά με τα ζητήματα δικαίου.