[θεοί].
έδοξ[εν] τήι̣ βουλήι καὶ τώι δήμωι·
Θεμισ[τοκλ]ή̣ς̣ Ν̣εοκλέ̣ους Φρεάρριος είπεν·
τὴ[μ] μέ̣ν̣ πό[λιν παρ]ακ̣α̣τ[αθέ]σθαι τήι Αθηναι τήι Αθηνώ-
5 μ [μεδεο]ύ[σηι] κ[αὶ τοίς άλλ]οις θε̣οίς ά̣πα̣σιν φυλάττει-
ν κ̣α̣[ὶ] α̣μ̣[ύνειν τὸμ βά]ρ̣β̣α̣ρ̣[ο]ν υπέρ τής χώρας· Αθηναίου-
[ς δ’ άπ]α̣[ντας καὶ τοὺς ξένο]υ̣ς τοὺς οικούντας Αθήνησι
[τὰ τέκ]ν[α καὶ τὰς γυναίκ]α̣ς̣ ε̣[ις] Τροιζήνα καταθέσθαι
τ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 20 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] τού̣ α̣ρχηγέτου τής χώρας· τ-
10 [οὺς δέ πρεσβύτας καὶ τὰ] κτήματα εις Σαλαμίνα καταθ-
έ[σ]θ[αι· τοὺς δέ ταμίας καὶ τ]ὰς ιερέας εν τήι ακροπόλε-
[ι μένειν φυλάττοντας τὰ τώ]ν̣ θ̣εών· τοὺς δέ άλλους Αθη-
[ναίους άπαντας καὶ τοὺς ξέ]νο̣υς τοὺς ηβώντας εισβαί-
νειν ε̣[ις τὰς ετοιμασθ]ε̣[ί]σ̣[α]ς̣ διακοσίας ναύς καὶ αμύ-
15 νεσ[θαι] τ[ὸμ βάρβαρον υπέρ τή]ς ελευθερίας τής τε εαυ-
τώ̣ν [καὶ τών άλλων Ελλήνων] μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Κο-
ρ̣ι̣ν̣[θίων καὶ Αιγινητών] κ̣α̣ὶ τών άλλων τώμ βουλομένω-
[ν] κ̣οινω[νήσειν τού κινδύνο]υ· καταστήσαι δέ καὶ τριη̣-
[ρ]ά̣[ρχους διακοσίους ένα επὶ] τὴν ναύν εκάστην τοὺς [σ]-
20 τρατη[γ]οὺ[ς αρχομένους τ]ήι αύριον ημέραι εκ τών κ[εκ]-
τ̣η̣μ̣έ̣ν̣[ω]ν̣ γ̣[ήν] τ̣[ε κ]α̣ὶ̣ [οικί]αν Αθ[ή]νησι καὶ οίς άμ παίδ[ες]
ωσ̣ι γνή[σιοι μὴ πρεσβυτέρο]υς πεντήκοντα ετών κα̣[ὶ ε]-
πικλ[ηρώσαι αυτ]ο̣ί̣ς [τ]ὰς να̣ύς· vv καταλέξαι δέ καὶ επ̣[ι]-
βάτας [δ]έκα̣ [εφ’ εκάστη]ν ναύν εκ τών υπέρ είκοσιν έτη [γ]-
25 εγονότω[ν μέχρι τριά]κο̣ντα ετών καὶ τοξότας τέτταρ-
ας· δια[κληρώσαι δέ κ]α̣ὶ̣ [τ]ὰ̣ς̣ υ̣πηρεσίας επὶ τὰς ναύς ότ-
αμπερ κ[αὶ τοὺς τριηράρ]χους επικληρώσιν· αναγράψα-
ι δέ κα̣[ὶ τοὺς άλλους κατὰ] ναύ̣ν̣ τοὺς στρατηγοὺς εις λ-
ευκώ[ματα, τοὺς μέν Α]θ̣η̣ν̣α̣ί̣ο̣υ̣ς εκ τών ληξιαρχικών γρ-
30 αμματεί̣[ων, τοὺς] δ̣έ̣ ξ[έν]ους εκ τών απογεγραμμένων πα̣-
[ρ]ὰ̣ τ̣ώι [πολε]μ̣[άρχ]ω̣[ι]· ανα̣γράφειν δέ νέμοντας κατὰ τάξ-
ει[ς ε]ις διακοσία[ς] α̣[ν]ὰ̣ εκατὸν αριθμὸν καὶ επιγράψα-
ι τ̣ή̣ι̣ [τάξ]ει̣ ε̣κ̣ά̣στηι τής τρι̣ήρους τούνομα καὶ τού τρι-
η̣ράρχου καὶ τ̣ή̣ς̣ υ̣πηρε[σί]ας, όπως άν ειδώσιν εις οποί-
35 αν τριήρη ε[μ]βήσεται η [τ]άξις ε[κ]άστη· επειδὰν δέ νεμη-
θ̣ώσ̣ιν άπα[σ]αι αι τάξεις καὶ επικληρωθώσι ταίς τριή-
ρεσ̣ι, πλ̣η̣ρούν α̣[π]άσας̣ τὰς διακοσίας ναύς τὴμ βουλὴν
καὶ τ̣[ο]ὺ̣σ̣τρατηγ̣οὺ[ς θύ]σαντας αρεστήριον τώι Διὶ τώι
Παγκρατεί καὶ τήι Αθηναι {καὶ}(?) τήι Νίκηι καὶ τώι Ποσει-
40 δώνι τώι Ασφα[λ]είωι· vv επειδὰν δέ πεπληρωμέναι ωσιν
αι νήες̣, τα[ί]ς μέν εκατὸν αυτών βοηθείν επὶ τὸ Αρτεμίσ-
[ι]ο̣ν τ̣ὸ̣ Ευβοϊκόν, ταίς δέ εκατὸν αυτών περὶ τὴν Σαλαμ-
ίνα καὶ τὴν άλλην Αττικὴν ναυλοχείν καὶ φυλάττειν
τὴν χώρ̣α̣ν· όπως δ’ άν καὶ ομονοούντες άπαντες Αθηναίοι
45 α̣μ̣ύ̣νωνται τὸμ βάρβαρον, τοὺς μέν μεθεστηκότας τὰ [δ]-
[έκα] έτη απιέναι εις Σαλαμίνα καὶ μένειν αυτοὺς̣ ε̣[κε]-
[ί έως άν τι τώι δήμ]ω̣ι δόξηι περὶ αυτών· τοὺς δέ [ατίμου]-
[ς — — — — — — — — — —] reliquiae incertae — — — — — — —

Στο συγκεκριμένο ψήφισμα εμφανίζεται ο Θεμιστοκλής να εισηγείται σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής το 481/0 π.Χ.: ανάθεση της προστασίας της Αθήνας στην Αθηνά και σε όλους τους θεούς (στ. 4-6), εκκένωση της πόλης με αποστολή των γυναικόπαιδων στην Τροιζήνα, των ηλικιωμένων και της κινητής περιουσίας στην Σαλαμίνα (στ. 6-11), φύλαξη της Ακρόπολης (στ. 11-12), επάνδρωση διακοσίων πλοίων (στ. 12-35) και ολοκλήρωση της διαδικασίας με τέλεση θυσιών (στ. 35-40), αποστολή εκατό πλοίων στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και εκατό σε περιπολίες γύρω από την Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική (στ. 40-44), επίτευξη ομόνοιας μεταξύ των Αθηναίων με ανάκληση των οστρακισμένων και προσωρινή εγκατάστασή τους στην Σαλαμίνα (στ. 44-47).

Την απόφαση των Αθηναίων να αντιμετωπίσουν πανδημεί –μαζί με όσους Έλληνες θελήσουν να κάνουν το ίδιο– την περσική επίθεση με πλοία υπακούοντας στον περίφημο δελφικό χρησμό περί ξύλινων τειχών (Ηρόδοτος 7.141) μαρτυρεί ο Ηρόδοτος (7.144.3). Η ηροδότεια διήγηση δεν βοηθά στην αποκατάσταση της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων και έτσι η τοποθέτηση της απόφασης αυτής σε σχέση με την εκστρατεία στα Τέμπη και τις συγκρούσεις στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο (Ηρόδοτος 7.172-177) παραμένει ασαφής. Την τελική εκκένωση της Αθήνας από τον πληθυσμό της τοποθετεί, ωστόσο, ο Ηρόδοτος (8.40-41) αργότερα, όταν τα νέα της ήττας στις Θερμοπύλες φτάνουν στην πόλη.

Παραπάνω από έναν αιώνα αργότερα (348 π.Χ.), καθώς η Αθήνα αποδυναμώνεται με την άνοδο της Μακεδονίας, ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Αισχίνης –συνεργάτης ακόμη του Ευβούλου και εναντιωνόμενος στα επεκτατικά σχέδια του Φιλίππου Β΄– εμφανίζεται να επιδιώκει πατριωτικό ενθουσιασμό στην εκκλησία του δήμου διαβάζοντας το ψήφισμα του Θεμιστοκλή μαζί με αυτό του Μιλτιάδη πριν από το Μαραθώνα και τον όρκο των Αθηναίων εφήβων (Δημοσθένης, Περὶ τής παραπρεσβείας 303, 311). Τη ρητορεία των Περσικών καλλιεργεί η εχθρική προς τους Μακεδόνες παράταξη υποβάλλοντας την ιδέα της ταύτισης των Μακεδόνων με τους βαρβάρους (πρβλ. Δημοσθένης, Ὀλυνθιακός Γ΄ 17, 24). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η παράθεση του όρκου των εφήβων μαζί με εκείνου των Ελλήνων στις Πλαταιές από τον Λυκούργο στο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους (77 και 81).

Μεταγενέστερες γραμματειακές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής εποχής, όπως ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 10.4), ο Αίλιος Αριστείδης (1.154, 3.247) και ο Λιβάνιος (Declamatio 9.38), μνημονεύουν το ψήφισμα του Θεμιστοκλή πιο συγκεκριμένα και αναφέρονται στο περιεχόμενό του με διατυπώσεις που βρίσκονται πολύ κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας. Σε μία στοά της αγοράς στην Τροιζήνα ο Παυσανίας (2.31.7) βλέπει αγάλματα των γυναικών και των παιδιών που οι Αθηναίοι εμπιστεύτηκαν στους Τροιζήνιους.

Το ότι η επιγραφή χαράχτηκε –αν κρίνουμε με βάση τα γράμματα– περίπου δύο αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.), βρέθηκε στην Τροιζήνα, δηλαδή στην πόλη όπου το ψήφισμα ορίζει να σταλούν τα γυναικόπαιδα, και χαράχτηκε μάλλον επί τόπου (η προέλευση του μαρμάρου παραμένει ασαφής) έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις σχετικά με τη γνησιότητα του αθηναϊκού ψηφίσματος και τη σχέση του με όσα αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι απόψεις διΐστανται ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν το κείμενο (ή τουλάχιστον ένα μέρος του) πρωτότυπο ψήφισμα του 481/0 π.Χ. και εκείνους που πιστεύουν ότι πρόκειται (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει) για μεταγενέστερο κατασκεύασμα του 4ου ή του 3ου αι. π.Χ. Είναι γεγονός ότι το ψήφισμα παρουσιάζει αναχρονισμούς που δεν επιτρέπουν την ενιαία αναγωγή του στον 5ο αι. π.Χ. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι: 1) η μεγάλη έκταση και οι πολλαπλές επακριβείς ρυθμίσεις –στοιχεία ασυνήθιστα στα πρώιμα αθηναϊκά ψηφίσματα, 2) η χρήση πατρώνυμου και δημοτικού δίπλα στο όνομα του Θεμιστοκλή (πρόκειται για ονομαστική πρακτική που μας είναι γνωστή στις αθηναϊκές επιγραφές πολύ αργότερα), 3) οι θεότητες που απαριθμούνται στους στ. 38-40, και 4) η γλώσσα και κυρίως η έλλειψη χασμωδιών. Ερωτηματικά εγείρει, επιπλέον, η διαπίστωση ότι οι μεταγενέστερες γραμματειακές πηγές βρίσκονται κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας δημιουργώντας την εντύπωση ότι το έχουν υπόψη τους, ενώ προγενέστερες μαρτυρίες –κυρίως ο Ηρόδοτος– αποδίδουν τα γεγονότα με τρόπο που δυσκολεύει τη σύνδεσή τους με το συγκεκριμένο ψήφισμα.

Με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε ως τώρα η εξεύρεση μιας γενικά αποδεκτής εξήγησης μοιάζει απίθανη. Βέβαιο παραμένει, πάντως, ότι ένα λαμπρό γεγονός του αθηναϊκού παρελθόντος και συγκεκριμένα της αντίστασης ενάντια στους Πέρσες ανακαλείται στη μνήμη μέσα στα επόμενα διακόσια έτη καταρχήν από την Αθήνα (βλ. παραπάνω Αισχίνης, 348 π.Χ.) και στη συνέχεια από την Τροιζήνα. Προϊόν αυτής της δεύτερης ανάκλησης αποτελεί η συγκεκριμένη επιγραφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανασύνθεση των συνθηκών κάτω από τις οποίες το κείμενο αναγράφηκε (κατά ορισμένους συντέθηκε) στην Τροιζήνα τον 3ο αι. π.Χ.: το περιεχόμενό του τεκμηριώνει τις παραδοσιακά φιλικές σχέσεις Αθήνας και Τροιζήνας και αποτελεί ενδεχομένως μέρος της προπαγάνδας του Χρεμωνίδειου πολέμου κατά τον οποίο Αθήνα, Σπάρτη και πολυάριθμες πόλεις της Πελοποννήσου συμμάχησαν υπό την αιγίδα του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου ενάντια στους Μακεδόνες. Καθώς υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. η Τροιζήνα ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, είναι πολύ πιθανό να συμμετείχε ως δορυφόρος των Πτολεμαίων στη συμμαχία αυτή, αν και δεν εμφανίζεται ανάμεσα στις πόλεις που απαριθμούνται μεμονωμένα στο σχετικό ψήφισμα (βλ. σελ. 121 στ. 23-26 και σελ. 122 στ. 36-41). Πάντως, η επιδίωξη της ελευθερίας (στ. 15) και της ομόνοιας (στ. 44) βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την πολιτική ρητορική της εποχής του Χρεμωνιδείου πολέμου, όπως και η σύγκρουση Περσών και Ελλήνων που συσχετίζεται με αυτή ανάμεσα στους Μακεδόνες και τις ελληνικές πόλεις (βλ. σελ. 125).

Θεοί. Αποφάσισαν η βουλή και ο δήμος, εισηγήθηκε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλέους από το δήμο των Φρεάρρων. Οι Αθηναίοι να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά, (στ. 5) προστάτιδα της Αθήνας και σε όλους τους άλλους θεούς, ώστε να τη φυλάνε και να αποκρούουν τους βαρβάρους για το καλό της χώρας. Όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που κατοικούν στην Αθήνα να εγκαταστήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα… του αρχηγέτη της χώρας. (στ. 10) Να εγκαταστήσουν τους γέροντες και την κινητή περιουσία στην Σαλαμίνα. Οι ταμίες και οι ιέρειες να μείνουν στην Ακρόπολη για να φυλάνε την περιουσία των θεών. Όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και οι ξένοι που έχουν περάσει την εφηβεία να επιβιβάζονται στα διακόσια πλοία που έχουν ετοιμαστεί και (στ. 15) να αποκρούουν τους βαρβάρους για την ελευθερία τη δική τους και των άλλων Ελλήνων μαζί με τους Λακεδαιμονίους και τους Κορινθίους και τους Αιγινήτες και όσους άλλους θέλουν να συμμετάσχουν στον κίνδυνο. Οι στρατηγοί ξεκινώντας από την αυριανή μέρα να ορίσουν διακόσιους τριήραρχους, ένα σε κάθε πλοίο, (στ. 20) από όσους έχουν γη και κατοικία στην Αθήνα και γνήσια τέκνα και δεν είναι πάνω από πενήντα ετών. Και να τους ορίσουν με κλήρο τα πλοία. Να κατανείμουν και δέκα πεζοναύτες (επιβάται) σε κάθε πλοίο από αυτούς που είναι μεταξύ είκοσι (στ. 25) και τριάντα ετών και τέσσερις τοξότες. Να ορίσουν με πλοίο και τους βοηθητικούς αξιωματούχους (υπηρεσίαι) στα πλοία, όταν κληρώσουν και τους τριήραρχους. Οι στρατηγοί να καταγράψουν και τους άλλους που υπηρετούν σε κάθε πλοίο (ενν. τους κωπηλάτες) σε λευκώματα, τους μεν Αθηναίους βάσει των ληξιαρχικών γραμματείων, (στ. 30) τους δε ξένους από τις απογραφές που είναι κατατεθειμένες στον πολέμαρχο. Να τους καταγράψουν χωρίζοντάς τους σε διακόσια τμήματα ανά εκατό και να έχει κάθε τμήμα ως τίτλο το όνομα της τριήρους και του τριήραρχου και της υπηρεσίας, για να γνωρίζουν σε ποιά (στ. 35) τριήρη θα επιβιβαστεί κάθε τμήμα. Όταν κατανεμηθούν όλα τα τμήματα και κληρωθούν στις τριήρεις, να τους επιβιβάσουν στα διακόσια πλοία η βουλή και οι στρατηγοί, αφού προσφέρουν αρεστή θυσία στον Δία τον Παγκράτη και στην Αθηνά και στη Νίκη και στον Ποσειδώνα (στ. 40) τον Ασφάλειο. Όταν γεμίσουν τα πλοία, με εκατό από αυτά να σπεύσουν σε βοήθεια στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, με άλλα εκατό να πλέουν γύρω από τη Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική και να προστατεύουν τη χώρα. Ώστε να αποκρούουν όλοι οι Αθηναίοι μονοιασμένοι (στ. 45) τους βαρβάρους και οι καταδικασμένοι σε δεκαετή εξορία να πάνε στην Σαλαμίνα και να μένουν εκεί, ώσπου να αποφασίσει ο δήμος κάτι γι’ αυτούς.

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —νίου
[— — — — — — — — — — — τὸ μ]έν δημόσιον κουφισθη ταύ[της τής]
[δαπάνης — — — — —  — — μ]ηδέ τὸ {μέν} γυμνάσιον καὶ οι πά[ντες πο]-
[λίται (;), καὶ εί τινες] ξένοι παρεπιδημήσουσιν, τὸν απο— — —
5 [— — — — — — — — εις] κόσμον καὶ θεραπείαν τού σώματος — —
[— — — — — παραχ]ρήμα τὸ προγεγραμμένον, όπως κα[τ’ έτος]
[οι αεὶ ενεστώ]τες άρχοντες, όταν καὶ τὰ λοιπὰ δημ[όσια]
[έργα εγδίδωσι]ν, απὸ τού επὶ Αριστοπόλεος στρατηγού [ενιαυ]-
[τού κατὰ τὰ δόγμα]τα τών τής πόλεος συνέδρων καὶ τού δ[ήμου]
10 [καὶ τὴν ελαϊκὴ]ν πιπράσκωσι παροχὴν, [εν]τεταμένως [σκοπούν]-
[τες, όπως εκ τής ε]μής χάριτος καὶ δωρεας αθάνατα προσ[γίνη]-
[ται κέρδη τού αρ]γυρίου εγδιδομένου καὶ τών λαμβανόν[των τὸ]
[αργύριον εγγύ]ας ενγαίους τη πόλει διδόντων αξι[οχρέονας],
[ίνα εκ τών τόκων τ]ὸ έλαιον εις αιώνα τοίς Γυθεατών πολί[ταις τε]
15 [καὶ ξένοις χορ]ηγήται, πασάν τε πίστιν καὶ σπουδὴν [οι άρχον]-
[τες καὶ οι σύ]νεδροι εισφέρωνται κατ’ έτος, όπως αΐδιο[ς η τού ε]-
[λαίου δόσις τώι] γυμνασίωι διαμίνη καὶ τη πόλει, μηδενὸ[ς τολμών]-
[τος μήτε κατ’ ιδία]ν μήτε δημοσία τής εμής χάριτος κατολ[ιγωρείν]
[εὰν δέ οι γινόμ]ενοι κατ’ έτος άρχοντες ἢ οι σύνεδροι ἢ η πό[λις ο]-
20 [λιγωρήσωσιν] τής εις αιώνα τού ελαίου χορηγίας ἢ μὴ κα[τὰ τὰ]
[γεγραμμένα εγ]δανείσωσι τὸ αργύριον ἢ μὴ αξιοχρέονας [ενγαί]-
[ους εγγύας λάβωσ]ιν παρὰ τών τὸν ελαϊκὸν μελλόντων [τώι δημο]-
[σίωι αποφέρε]ιν τόκον, ίνα εκ παντὸς ή τὸ άλειμμα [τη πό]-,
[λει, ἢ μὴ μερ]<ι>μνήσωσι εις τὸ τὴν εμὴν τού αργυρίου [δορ]-
25 [εὰν εμμένει]ν, αλλὰ μὴ τής πόλεως γενέσθαι δόξα[ν κατολι]-
[γωρίας, εξέστω] τω βουλομένω καὶ Ελλήνων καὶ Ῥωμαίω[ν κα]-
[τηγορήσαι ολι]γωρίας τής πόλεως επὶ τού δήμου [τών Λακε]-
[δαιμονίων, δεχο]μένων μέν τών αρχόντων τὴν επανγελί[αν ταύ]-
[την, τὸ δέ αντίγ]ραφον διδόντος τού κατηγόρου καὶ προθεσ[μί]-
30 [αν προγράφοντο]ς· μὴ δεχομένων δέ εκκολλήσαντ[α εξα-]
[ποστείλαι εις Σπάρτην. τ]ὸ μέν τέταρτον έστω μέρος [τών]
[ο]κτακ[ισχιλίων διναρίων] τού κατηγορήσαντος, εὰν ελ[έν]-
[ξη] τὴ[ν τών Γυθεατών] ραθυ[μία]ν, τὰ δέ εξακισχίλια δινά[ρια τής]
[π]όλεως [τών Λακεδ]αιμονίων. εὰ[ν δ]έ καὶ Λακεδαιμόνιοι [ολι]-
35 [γω]ρήσωσιν [τής εμ]ής χάριτος, έστω [τὰ ε]ξακισχίλια διν[άρια]
[τής] Σεβαστή[ς θε]ας, ελένξαντος τού β[ουλ]ομένου τὴν [Λα]-
[κεδα]ιμονίων ολιγ[ω]ρίαν καὶ τοίς Σεβαστοίς τὸ αρ̣[γύριο]ν ανε[νεγ]-
[κόν]τ̣ος. βούλομαι δέ καὶ τοὺς δούλους τής τού [ελαίου εις αιώ]-
[να χορηγ]ίας μετέχει<ν> κατ’ έτος επὶ ἓξ ημέρας, τρίς [μέν τὰς σε]-
40 [βαστέ]ους καὶ τρίς τὰς τής θεού, μήτε άρχοντος [μήτε συνέδρου]
[μήτε γ]υμνασιάρχου κωλύοντος αυτοὺς αλείφεσθαι, κ[αὶ εις]
[λιθίν]ας τρείς στήλας αναγραφήναι τὴν τής εμής [χάριτος ε]-
[πὶ τοίς] ρητοίς γεινομένην τω γυμνασίωι καὶ τη πόλει δω[ρεάν],
[ίνα μί]α μέν εν αγορα πρὸ τής εμής οικίας εις τὸν τ[οίχον]
45 [προσερ]εισθήι, μία δέ εις τὸ Καισάρηον ανασταθη παρὰ τὰ[ς ․․]
[․․․․ πύ]λας τεθείσα, μία δέ εις τὸ γυμνάσιον, ίνα καὶ πολ[ί]-
[ταις καὶ] ξένοις εις αιώνα φανερὰ καὶ εύγνωστος ή πασιν [η]
[τής εμ]ής χάριτος φιλανθρωπία. παρακατατίθεμαι δέ τη [πό]-
[λει καὶ το]ίς συνέδροις καὶ τοὺς θρεπτούς μου καὶ απ[ε]-
50 [λευθέρους] πάντας τε καὶ πάσας. ενεύχομαί τε υμείν θε[οὺς]
[πάντας] καὶ τὴν τών Σεβαστών Τύχην, καὶ ζώσης εμού [καὶ εὰν]
[ανθρώπιν]όν τι πάθω, καὶ κατὰ άνδρα καὶ κοινη τὴν αρίστην [τής]
[βουλήσεως] μου καὶ ων εγὼ τειμώ καὶ τετείμηκα θρε[πτών]
[καὶ απελε]υθέρων διὰ παντὸς υμας ποιήσασθαι πρόνο[ιαν]
55 [όπως αιεὶ αν]επείλη<π>τοι διὰ τὴν απάντων υμών εις εμέ ε[ύ]-
[νοιαν καὶ ανενόχλ]ητοι φυλαχθώσιν. αθάνατος γὰρ είναι δόξω
[τοιαύτην ποιησ]αμένη δικαίαν καὶ συνπαθεστάτην εμοὶ παρ[α]-
[<κατά>θήκην, ἧς ου μὴ καθυ]στεριώ τη πόλει πεπιστευκύα.
[έγραψα Πόπλιος Φαί]νιος Πρείμος ο θρεπτὸς καὶ απελεύθερο[ς Φαι]-
60 [νίας Αρωματίου κ]ελευούσης διὰ φροντιστού καὶ κυρίου Πο[πλίου]
[Ὀφελλίου Κρίσπο]υ· Φαινί[α] Α<ρ>ωμάτιον ευδοκώ τοίς προγε[γραμ]-
[μένοις πασιν]· Πόπλιος Ὀφέλλιος Κρίσπος ο φροντισ[τὴς]
[καὶ κύριος συνευδοκώ] τοίς προγεγραμμένοις.
                                                                       (έτους) οβ΄.

Η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον στο γυμνάσιο του Γυθείου

Η ύπαρξη και η εύρυθμη λειτουργία γυμνασίου σε μία πόλη ήταν καίριας σημασίας όπως υποδηλώνει ο Παυσανίας στα Φωκικά (10.4.1) και αποδεικνύει η παρέμβαση του επαρχιακού διοικητή της Μακεδονίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του γυμνασίου της Βέροιας (I.Beroia 7). Η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων αποτελούσε ωστόσο σημαντικό οικονομικό βάρος για τις πόλεις, οι οποίες συχνά στηρίζονταν σε ευεργεσίες βασιλέων, πολιτών ή και των ίδιων των γυμνασίαρχων, οι οποίοι ενίοτε χρηματοδοτούσαν εξ ιδίων τη θητεία τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. το Γύθειο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία δεν είχαν μάλλον αντιμετωπιστεί πλήρως ως τον επόμενο αιώνα, όπως φαίνεται να δηλωνόταν στους πρώτους στίχους της επιγραφής, οι οποίοι δεν σώζονται. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον, η οποία θα ήταν μία πλούσια απελεύθερη (βλ. και τη χαρακτηριστική κατάληξη –ιον του ονόματός της), γεγονός που δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι οι απελεύθεροι (liberti) μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία και να ανέλθουν σημαντικά στην «ιεραρχία» της κοινωνίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η Φαινία, συγκεκριμένα, όπως υποδεικνύει και πάλι το όνομά της, ίσως δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο αρωματικών ελαίων και συνδεόταν με τη gens Faenia, μέλη της οποίας ανέπτυσσαν την ίδια περίπου εποχή ανάλογες δραστηριότητες στη Ρώμη και τις δυτικές επαρχίες (Rizakis 2005: 238-239 και Harter-Uibopuu 2004: 3).

Από την περιουσία που είχε συγκεντρώσει μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, η Φαινία δωρίζει στην πόλη 8.000 δηνάρια, ποσό σχετικά υψηλό συγκριτικά με παρόμοιες δωρεές (πρβλ. I.Iasos II 248, I.Ephesos 3071, αλλά IG XII 9, 236). Ως γυναίκα η Φαινία χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου της, προκειμένου να έχει ισχύ η δικαιοπραξία που συνήψε, όπως δηλώνεται στους στ. 59-63, όπου ο κύριος και φροντιστής, Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, δίνει τη συγκατάθεσή του (για την πλεοναστική παρουσία και τον ρόλο του φροντιστού (curator) στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου βλ. Harter-Uibopuu 2004: 3). Το ποσό κατατίθεται στο δημόσιο ταμείο του Γυθείου και υπεύθυνοι για τη διαχείρισή του ορίζονται οι άρχοντες και οι σύνεδροι της πόλης, και όχι κάποιος έκτακτος αξιωματούχος ή σώμα αξιωματούχων όπως σε άλλες περιπτώσεις. Όσον αφορά τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αυτές δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια. Ορίζεται μόνο ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι θα πρέπει να παρέχουν δάνεια από το κληροδοτούμενο ποσό, όταν δημοπρατούνται και τα υπόλοιπα δημόσια έργα (στ. 7-10), αναφορά που παραπέμπει στην υιοθέτηση καθιερωμένων στην πόλη πρακτικών. Οι δανειολήπτες πρέπει να δίνουν ως εγγύηση έγγειο ιδιοκτησία ανάλογης αξίας προς το ποσό που δανείζονται, ενώ από τους τόκους που θα προκύπτουν θα εξασφαλίζεται σε βάθος χρόνου η αγορά ελαίου για το γυμνάσιο.

 

Πρόνοιες για τη σωστή διαχείριση του κληροδοτήματος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρόνοιες της ευεργέτιδας για την προστασία του κληροδοτήματος από κακή διαχείριση των αρχόντων και των συνέδρων (στ. 19-25). Η Φαινία δίνει το δικαίωμα σε όποιον πολίτη επιθυμεί, Έλληνα ή Ρωμαίο, να καταγγείλει όσους δεν τηρούν τους συμπεφωνημένους όρους. Σύμφωνα με τον Wilhelm ο βουλόμενος θα καταθέσει την εισανγελίαν στους Λακεδαιμόνιους, και η δίκη θα διεξαχθεί στη Σπάρτη (για την εδώ υιοθετούμενη γραφή επανγελί[αν] βλ. Harter-Uibopuu 2004: 10, η οποία θεωρεί περιττή τη διόρθωση επί το «αθηναϊκότερον» σε εισανγελίαν). Αν οι άρχοντες του Γυθείου δεν «αποδεχτούν» την καταγγελία, ο κατήγορος θα μπορεί να αφαιρέσει τα σχετικά έγγραφα από τα αρχεία της πόλης. Η Harter-Uibopuu θεωρεί μη πειστική αυτή την εκδοχή, καθώς ο έλεγχος των αρχόντων μιας πόλης από μια άλλη δεν μαρτυρείται στις πηγές, η συμπλήρωση Σπάρτην στον στ. 31 είναι ύποπτη, αφού στο υπόλοιπο κείμενο χρησιμοποιούνται οι όροι Λακεδαιμόνιοι και πόλις τών Λακεδαιμονίων (βλ. όμως IGBulg III 2, 1573), ενώ τέλος εγείρονται τα εξής ερωτήματα: α) γιατί να υπάρχουν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση στα αρχεία του Γυθείου, αφού οι άρχοντες δεν έχουν δεχτεί να την εξετάσουν και β) γιατί να πρέπει να αποσταλούν στη Σπάρτη, εφόσον η κατηγορία πρέπει να διατυπωθεί εξ αρχής επὶ τού δήμου τών Λακεδαιμονίων. Βάσει των συμπληρώσεων που προτείνει, η Harter-Uibopuu υποστηρίζει ότι η καταγγελία θα υποβαλλόταν στις αρχές του Γυθείου. Αν γινόταν δεκτή, ο κατήγορος θα κατέθετε αντίγραφο στους συνέδρους, οι οποίοι θα πραγματοποιούσαν τον έλεγχον, και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Σε περίπτωση άρνησης, θα έπρεπε να αφαιρέσει από τα αρχεία της πόλης τα σχετικά με το κληροδότημα έγγραφα (για την ερμηνεία του όρου εκκολήσαντ[α] και τις συναφείς δυσκολίες βλ. Wilhelm 1951: 100), καθώς το Γύθειο δεν θα είχε τηρήσει τους όρους της δωρεάς, και ο έλεγχος του κεφαλαίου θα περνούσε στη Σπάρτη (στ. 32-34).

Εντούτοις μερικά επιχειρήματα της Harter-Uibopuu κρίνονται αδύναμα. Πρώτον, το επιχείρημα ότι μια διαδικασία ελέγχου αρχόντων (εύθυναι) δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα σε άλλη πόλη, δεν είναι ισχυρό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη εδώ διαδικασία είναι έκτακτη και δεν σχετίζεται με τον καθιερωμένο έλεγχο των αρχόντων στο τέλος της θητείας τους. Επιπλέον, η άποψη ότι το εύρος του σώματος των συνέδρων μπορούσε να εγγυηθεί μία δίκαιη κρίση έναντι των αρχόντων και των συνέδρων δεν είναι επίσης πειστική, δεδομένης της καχυποψίας της Φαινίας έναντι των αρχών της πόλης, η οποία είναι εμφανής σε δύο σημεία του κειμένου (στ. 29-30 και 40-41· πρβλ. IG XII 3, 174 και SEG LVI 1359, 53-55). Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράδοξο να αρνηθούν οι άρχοντες του Γυθείου εξ αρχής την εξέταση της υποβληθείσας σε αυτούς κατηγορίας, πράξη που θα στερούσε οποιαδήποτε πιθανότητα ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης ή θα σήμαινε ακόμη και την άμεση απώλεια της διαχείρισης του κληροδοτήματος. Τέλος, εσφαλμένο είναι το επιχείρημα ότι η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της Σπάρτης, θα μπορούσε να οδηγήσει την τελευταία σε αυθαίρετες ενέργειες, προκειμένου να περάσει στην κατοχή της το κληροδοτούμενο κεφάλαιο. Παραβλέπεται, έτσι, ότι η Σπάρτη θα έπρεπε να αξιοποιήσει το ποσό για τον ίδιο σκοπό και όχι προς όφελός της, καθώς και ότι προβλέπονταν ανάλογες ποινές σε περίπτωση κακοδιαχείρισης της δωρεάς και από τους Λακεδαιμόνιους (στ. 34-38).

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η προβλεπόμενη διαδικασία μπορεί να αποκατασταθεί ως εξής. Ο βουλόμενος θα έπρεπε να υποβάλει την κατηγορία στις αρχές της Σπάρτης. Οι άρχοντες του Γυθείου θα έπρεπε να λάβουν γνώση και να αποδεχθούν τις ενέργειες του κατηγόρου, ο οποίος θα κατέθετε αντίγραφο της καταγγελίας και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν οι άρχοντες του Γυθείου αρνούνταν να συνεργαστούν, κάτι που πιθανώς θα αποδείκνυε την ενοχή τους, ο βουλόμενος θα μπορούσε να αφαιρέσει τα έγγραφα κύρωσης της δωρεάς, ώστε να κατατεθούν στα αρχεία της Σπάρτης, που θα ήταν ο νέος διαχειριστής του κληροδοτήματος. Υπέρ αυτής της εκδοχής φαίνεται να τάσσεται και ο J. Fournier, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι αρχές του Γυθείου θα έπρεπε να αποδεχτούν την κατηγορία, ακόμη και για να διεξαχθεί η δίκη στη Σπάρτη (Fournier 2010: 176).

 

Πρόνοιες της Φαινίας Αρωμάτιον υπέρ δούλων και απελευθέρων

Η Φαινία, ως απελεύθερη και η ίδια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τους δικούς της θρεπτούς και απελευθέρους, όσο και για άτομα σε καθεστώς δουλείας γενικότερα. Έχει σχολιαστεί από πολλούς μελετητές η παραχώρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο γυμνάσιο σε δούλους, φαινόμενο σπάνιο, ιδίως πριν τους αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά όχι αμάρτυρο, όπως αποδεικνύουν επιγραφές από άλλες ελληνικές πόλεις (βλ. ενδεικτικά IG IV 606 [Άργος], SEG XLII 559 [I.Amphaxitis 281, Ανθεμούς], I.Beroia 7, στ. 65-66). Η Φαινία Αρωμάτιον τρόπον τινά επιβάλλει την επιθυμία της στις αρχές του Γυθείου ευρισκόμενη πιθανώς σε πλεονεκτική θέση, η οποία της έδινε τη δυνατότητα να πιέσει τις αρχές να δεχτούν τους όρους της (για διαπραγματεύσεις μεταξύ ευεργετών και πόλεων βλ. Harter-Uibopuu 2011: 119-125). Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η παραχώρηση αυτή γίνεται προς το τέλος του κειμένου, σε μία ενότητα που χαρακτηρίζεται από έναν πιο προσωπικό τόνο, ενώ η δυνατότητα συμμετοχής των ξένων δηλώνεται εξ αρχής. Επιπλέον, η συμμετοχή των δούλων στο γυμνάσιο δεν θα είναι ισότιμη, αφού προβλέπονται για αυτούς έξι συγκεκριμένες ημέρες, οι οποίες συνδέονται με σημαντικές εορτές (για τη σχέση των εορτών αυτών με την αυτοκρατορική λατρεία βλ. Camia – Kantiréa 2010: 382-383).
            Όσον αφορά τους θρεπτούς και απελευθέρους της, η ευεργέτιδα δηλώνει την επιθυμία της να αναλάβει η πόλη την προστασία τους μετά τον θάνατό της. Ο όρος θρεπτοί (alumni) δεν δηλώνει μια κατηγορία προσώπων με συγκεκριμένα νομικά χαρακτηριστικά, αλλά γενικά τέκνα που δεν ανατράφηκαν από τους φυσικούς τους γονείς, νόθα τέκνα, ακόμη και δούλους (για τους θρεπτούς βλ. Σβέρκος – Σαββοπούλου 2018: 80-81). Σε αυτή την κατηγορία μπορούσαν, λοιπόν, να ανήκουν τόσο ελεύθερα άτομα όσο και άτομα δουλικής καταγωγής, ενώ παράλληλα η διατύπωση της επιγραφής δεν επιτρέπει να διακρίνουμε το νομικό καθεστώς των θρεπτών της Φαινίας. Ο Πόπλιος Φαίνιος Πρείμος ανήκει και στις δύο «κατηγορίες», αλλά δεν τεκμαίρεται το ίδιο και για τους υπολοίπους, αν και η απουσία οριστικού άρθρου μετά τον σύνδεσμο καὶ (στ. 49-50) ίσως υποδεικνύει ότι πρόκειται για μία ενιαία ομάδα (βλ. αντίθετα Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14). Όσον αφορά το ρήμα παρακατίθεμαι, που χρησιμοποιείται από τη Φαινία, αυτό δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη και νομικά δεσμευτική πράξη (Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14), ενώ τα επίθετα ανενόχλητος (πρβλ. CIRB 70) και κυρίως ανεπείληπτος αποτελούν τεχνικούς όρους που απαντούν συχνά σε απελευθερωτικές επιγραφές και δηλώνουν την απαγόρευση κακομεταχείρισης και εκ νέου υποδούλωσης των απελευθέρων. Η Harter-Uibopuu θεωρεί ότι η Φαινία Αρωμάτιον επεδίωκε με την πρόνοια αυτή τη μετά θάνατον απελευθέρωση των δούλων της, ωστόσο η άποψη αυτή παραβλέπει την αναφορά στους ήδη απελευθερωθέντες δούλους και το γεγονός ότι η επιθυμία αυτή θα διατυπωνόταν ρητά, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως εκ τούτου η Φαινία στόχευε κυρίως στην προστασία των θρεπτών της ορίζοντας άτυπα τις αρχές και τους πολίτες του Γυθείου εγγυητές της ελευθερίας τους.

… να απαλλαγεί το δημόσιο ταμείο από το βάρος αυτής της δαπάνης και το γυμνάσιο και όλοι οι πολίτες και όποιοι τυχόν ξένοι βρίσκονται στην πόλη, … τον καλλωπισμό και την επιμέλεια του σώματος … το προαναφερθέν, έτσι ώστε κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος που θα είναι στρατηγός ο Αριστόπολις, όταν οι εκάστοτε εν ενεργεία άρχοντες εκμισθώνουν και τα υπόλοιπα δημόσια έργα σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνέδρων της πόλης και του δήμου, να αναθέτουν και την προμήθεια του ελαίου με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να προκύπτουν παντοτινά κέρδη από τη δωρεά μου. Αυτό θα επιτευχθεί, εφόσον παρασχεθούν δάνεια από το δοθέν κεφάλαιο και δοθεί ως εγγύηση από τους δανειολήπτες στην πόλη έγγειος ιδιοκτησία αντίστοιχης αξίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται από τους τόκους το έλαιον για τους πολίτες του Γυθείου και τους ξένους εις το διηνεκές. Οι άρχοντες και οι σύνεδροι να επιδεικνύουν φερεγγυότητα και ενδιαφέρον κάθε έτος, ώστε να είναι αιώνια η παροχή του ελαίου στο γυμνάσιο και την πόλη, και κανείς να μην τολμά να αμελήσει τη δωρεά μου ούτε σε ιδιωτικό ούτε σε δημόσιο επίπεδο. Εάν ωστόσο οι άρχοντες κάθε έτους ή οι σύνεδροι ή η πόλη επιδείξουν ολιγωρία σχετικά με την εις το διηνεκές παροχή του ελαίου ή δώσουν δάνεια από το κεφάλαιο αντίθετα με όσα έχουν οριστεί ή δεν λάβουν ίσης αξίας έγγειο ιδιοκτησία ως εγγύηση από αυτούς που θα καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο τον τόκο -ώστε η πόλη να εξασφαλίζει για πάντα το έλαιον-, ή τέλος δεν μεριμνήσουν ώστε να παραμείνει αιώνια η δωρεά του κεφαλαίου, για να μην δυσφημιστεί η πόλη, επειδή δηλαδή επιδεικνύει αμέλεια, να έχει το δικαίωμα όποιος επιθυμεί, είτε Έλληνας είτε Ρωμαίος, να καταγγείλει την ολιγωρία της πόλης ενώπιον του δήμου των Λακεδαιμονίων. Και εφόσον οι άρχοντες (του Γυθείου) κάνουν δεκτή την καταγγελία, να καταθέτει αντίγραφο ο κατήγορος και να ορίζει ημέρα εκδίκασης. Εάν δεν την κάνουν δεκτή, να αφαιρεί (τα έγγραφα;) και να τα αποστέλλει στη Σπάρτη. Και το ένα τέταρτο των οκτώ χιλιάδων δηναρίων να δίνεται στον κατήγορο, εάν αποδείξει τη ραθυμία των Γυθεατών, ενώ τα έξι χιλιάδες δηνάρια να δίνονται στην πόλη των Λακεδαιμονίων· εάν και οι Λακεδαιμόνιοι αδιαφορήσουν για τη δωρεά μου, να περιέρχονται τα έξι χιλιάδες δηνάρια στη Σεβαστή θεά, αφού αποδείξει όποιος επιθυμεί την ολιγωρία των Λακεδαιμονίων και αφιερώσει το ποσό στους Σεβαστούς. Επιθυμώ επίσης να έχουν μερίδιο στην εις το διηνεκές δωρεά του ελαίου και οι δούλοι για έξι ημέρες κάθε χρόνο, τρεις τις αφιερωμένες στους Σεβαστούς και τρεις τις αφιερωμένες στην θεά, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας άρχοντας ούτε σύνεδρος, ούτε γυμνασίαρχος να αλείφονται με το έλαιον. Και να αναγραφεί σε τρεις λίθινες στήλες η δωρεά που κάνω, ευνοϊκά διακείμενη προς την πόλη και το γυμνάσιο, μαζί με τους προβλεπόμενους όρους, έτσι ώστε να ανιδρυθεί μία στην αγορά στον τοίχο μπροστά από την οικία μου, μία να στηθεί στο Καισάρειον κοντά στις … πύλες και μία στο γυμνάσιο, ώστε να είναι ες αεί εμφανής και γνωστή σε όλους, και στους πολίτες και στους ξένους, η φιλανθρωπία και η εύνοιά μου. Παραδίδω επίσης στην πόλη και τους συνέδρους όλες και όλους τους θρεπτούς και τους απελευθέρους μου. Σας ξορκίζω στο όνομα όλων των θεών και στην Τύχη των Σεβαστών, και όσο ζω και όταν πεθάνω, και ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, λόγω της εύνοιάς σας απέναντί μου, να μεριμνάτε διαρκώς με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου και για τους θρεπτούς και απελευθέρους μου, τους οποίους εγώ τιμούσα και τιμώ, ώστε να παραμείνουν ελεύθεροι και άθικτοι. Γιατί θα μείνω αθάνατη, εάν αφήσω μια τόσο δίκαιη και σύμφωνη με τις αξίες μου παρακαταθήκη, σε σχέση με την οποία ελπίζω να μην διαψευστώ που εμπιστεύθηκα την πόλη. Συνετάχθη από τον Πόπλιο Φαίνιο Πρείμο, θρεπτό και απελεύθερο, με εντολή της Φαινίας Αρωματίου με την εξουσιοδότηση του φροντιστή και κυρίου της Πόπλιου Οφέλλιου Κρίσπου. Εγώ, η Φανία Αρωμάτιον, συμφωνώ με όλα τα παραπάνω. Εγώ, ο Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, ο φροντιστής και κύριος, δίνω τη συγκατάθεσή μου για τα ανωτέρω. (Έτος) οβ΄.

[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – –  τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]-
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω]
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]-
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν-
5 των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα-
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ-
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat
10 Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει-
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – –
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ-
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat
15 Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια·
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια·
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια·
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου·
20 Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν·
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν·
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν·
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν·
25 Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν·
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα·
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι-
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου·
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα·
30 Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα·
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν·
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν·
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων·
35 Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου.
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]-
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά-
40 ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ-
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ-
ματέως συνέδρων Επινίκου.

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.

Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).

Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον  Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.

 

Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις

Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.

Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.

 

Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο

Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και  υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:

(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.

Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.

(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.

Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.

Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.

Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.

(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.

Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.

Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.

(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.

Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».

Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.

(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.

Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.

Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.

Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.

Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.

(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.

Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.

Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ-
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος.
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί-
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ
5 Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε-
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε-
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε-
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς
10 [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο-
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα-
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό
  ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]-
15 [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]-
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]-
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ-
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγν̣  [τ]ών πραχθέντων καὶ νο-
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί-
20 [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε-
25 [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν-
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη-
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…]
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]

Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).

Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.

Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).

O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.

 

Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.

Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).

Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.

Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).

Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).

 

Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).

Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).

Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.

Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.

Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.

Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).

Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …

Γραμματέως συνέδρων Φιλοξενίδα τού επὶ Θεοδώ̣[ρου]
                                                      δόγμα·
Επεὶ Πόπλιος Kορνήλιος Σκειπίων ο ταμίας καὶ αντιστράταγος ανυ-
περβλήτω χρώμενος ευνοία τα εις τὸν Σεβαστὸν καὶ τὸν οίκον αυ-
5 τού πάντα μίαν τε μεγίσταν καὶ τιμιωτάταν ευχὰν πεποιημένος,
εις άπαν αβλαβή τούτον φυλάσσεσθαι, ὡς απὸ τών καθ’ έκαστον εαυτού
επιδείκνυται έργων, ετέλεσε μέν τὰ Kαισάρεια μηδέν μήτε δαπάνας
μήτε φιλοτιμίας ενλείπων μηδέ τας υπέρ ταν διὰ τού Σεβαστού θυσιαν
ευχαριστίας ποτὶ τοὺς θεοὺς άμα καὶ τὰς πλείστας τών κατὰ τὰν επα-                                                                                                     ρχείαν πό-
10 λεων σὺν εαυτω τὸ αυτὸ τούτο ποιείν κατασκευασάμενος· επιγνοὺς δέ                                                                                                      καὶ Γάιον
τὸν υιὸν τού Σεβαστού τὸν υπέρ τας ανθρώπων πάντων σωτηρίας τοίς                                                                                                      βαρβάροις μα-
χόμενον υγιαίνειν τε καὶ κινδύνους εκφυγόντα αντιτετιμωρήσθαι τοὺς                                                                                                     πολε-
μίους, υπερχαρὴς ὢν επὶ ταίς αρίσταις ανγελίαις, στεφαναφορείν τε                                                                                                        πάντοις δι-
έταξε καὶ θύειν, απράγμονας όντας καὶ αταράχους, αυτός τε βουθυτών                                                                                                                περὶ
15 τας Γαΐου σωτηρίας καὶ θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις, ὡς έριν μέν
γείνε-
σθαι τὰ γενόμενα τών γεγονότων, τὸ δέ σεμνὸν αυτού δι’ ίσου φυλαχ-                                                                                                       θήμεν, εφιλο-
τιμήθη δέ καὶ διαλιπὼν απὸ ταν Kαίσαρος αμεραν αμέρας δύο τὰν                                                                                                             αρχὰν ταν
υπέρ Γαΐου θυσιαν ποιήσασθαι απὸ τας αμέρας εν ᾇ τὸ πρώτον ύπατος                                                                                                     απεδεί-
χθη· διετάξατο δέ αμίν καὶ καθ’ έκαστον ενιαυτὸν τὰν αμέραν ταύταν

μετὰ

20 θυσιαν καὶ στεφαναφορίας διάγειν όσοις δυνάμεθα ιλαρώτατα καὶ [. . . .                                                                                                   .]τατα,
έδοξε τοίς συνέδροις πρὸ δέκα πέντε καλανδών [- – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]

Ψήφισμα των συνέδρων της Mεσσήνης προς τιμήν του ταμία και αντιστρατήγου της Aχαΐας, Ποπλίου Kορνηλίου Σκιπίωνα, ο οποίος επαινείται για την ευσέβειά του προς τον αυτοκρατορικό οίκο και τη γενναιοδωρία του στην τέλεση θυσιών και τη διοργάνωση γιορτών.
Στο προοίμιο του ψηφίσματος αναφέρονται ως χρονολογικό στοιχείο δύο αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης: o γραμματέας των συνέδρων Φιλοξενίδας και ο άρχων Θεόδωρος. Tο συνέδριον (βουλή) αποτέλεσε τον σημαντικότερο πολιτικό θεσμό της Mεσσήνης, ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ελληνιστικής περιόδου.
Ένας ακόμη αξιωματούχος που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και ανήκει όχι στην τοπική αλλά στην κεντρική ρωμαϊκή διοίκηση, είναι ο τιμώμενος Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων (Eck 1974: 109). Kατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (2/1 π.X.-3/4 μ.X.), ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων ήταν ταμίας καὶ αντιστράτηγος (στ. 3) της επαρχίας Aχαΐας, τίτλος που αποδίδει τον αντίστοιχο λατινικό του quaestor pro praetore. Oι quaestores ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία συγκλητικοί που ξεκινούσαν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum) στη Pώμη, επιφορτισμένοι κατά κανόνα με οικονομικά θέματα. O Σκιπίων, ο οποίος φέρει παράλληλα τον τίτλο του αντιστρατήγου στο κείμενο της Mεσσήνης, φαίνεται ότι αντικατέστησε τον ίδιο τον διοικητή της Aχαΐας στα καθήκοντά του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί (μάλλον ασθένεια ή θάνατος).
O Σκιπίων τιμάται από την πόλη της Mεσσήνης, επειδή τέλεσε τα Kαισάρεια με προσφορά θυσιών στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκρατορικού οίκου (στ. 7-9) και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από την Aνατολή (στ. 10-15) και παρότρυνε πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο (στ. 9-10). Tα Kαισάρεια ή Σεβάστεια (Σεβαστά) ήταν γιορτές και αγώνες προς τιμήν του εκάστοτε αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ήδη από την αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση της αυτοκρατορικής λατρείας. H αυτοκρατορική λατρεία αποτέλεσε τον ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ρωμαϊκής κυριαρχίας από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και επικοινωνίας τους με την κεντρική εξουσία. Υπήρξε αναμφισβήτητα η σημαντικότερη έκφραση της νομιμοφροσύνης τους, αλλά και αφορμή για την απολαβή ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους των αυτοκρατόρων (Price 1984· Gradel – Karanastassis 2004· Kantiréa 2007α).
Δύο ημέρες μετά τα Καισάρεια, ο Σκιπίων πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε γιορτή για την επέτειο της ανάληψης του υπατικού αξιώματος από τον Γάιο Kαίσαρα (στ. 16-19). Ο διοικητής διέταξε τους Mεσσηνίους να εξακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια να εορτάζουν τις μέρες αυτές με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με προσφορά θυσιών και στεφανηφορία (στ. 19-20).
Τόσο στη γιορτή προς τιμήν του Aυγούστου όσο και στη γιορτή για την επέτειο ανάληψης της υπατείας από τον Γάιο Kαίσαρα οι συμμετέχοντες έπρεπε να φέρουν στεφάνια (στ. 13, 20) και να θυσιάζουν χωρίς να ασχολούνται με άλλα πράγματα και όντας απερίσπαστοι (στ. 14: απράγμονας όντας καὶ αταράχους), πρόβλεψη που σχετίζεται με αποχή από εργασίες και δικαστήρια κατά τη διάρκεια της γιορτής (για την αργία που συνοδεύει τις ελληνικές γιορτές, βλ. Chaniotis 1995: 148).
Tα θεάματα με τα οποία τελείωναν οι αρχαίες γιορτές ήταν αγώνες γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί. Aυτά που πρόσφερε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων (στ. 15: θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις) είναι πιθανόν να συνδέθηκαν με τις ετήσιες γιορτές προς τιμήν του Δία Iθωμάτα (Ιθωμαία), οι οποίες περιελάμβαναν κυρίως μουσικούς αγώνες (Παυσανίας 4.33.1-2· IG V 1, 1467-1469).
Η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι βρέθηκε in situ στον χώρο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλων διαστάσεων διμερές οικοδόμημα, κτισμένο συμμετρικά εκατέρωθεν της μνημειώδους κλίμακας στα βόρεια του Aσκληπιείου, η οποία οδηγούσε στην αγορά της πόλης. Πρόκειται προφανώς για το Καισαρείο/Σεβαστείο και συμπίπτει με το σημείο στο οποίο βρέθηκε χτισμένη και η δική μας επιγραφή. H κατασκευή του Kαισαρείου κατά την εποχή του Aυγούστου πρόσθεσε στο Ασκληπιείο, που ήταν ήδη ένα αρχιτεκτονικό σύνολο πολιτικού χαρακτήρα, ένα οικοδόμημα που αντιπροσώπευε τη νέα τάξη πραγμάτων.

Όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας επί (άρχοντος) Θεοδώρου. Ψήφισμα. Eπειδή ο Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων, ο ταμίας και αντιστράτηγος, επέδειξε ανυπέρβλητη εύνοια προς τον Σεβαστό και όλο τον οίκο του (στ. 5) και έκανε μια και μοναδική προσευχή, τη μέγιστη και σημαντικότερη, να παραμένει πάντοτε αυτός (ο οίκος) αβλαβής, όπως το αποδεικνύει με κάθε του πράξη, και τέλεσε τα Kαισάρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα ούτε σε δαπάνες ούτε σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις ούτε τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς για τον Σεβαστό, και συγχρόνως ετοίμασε τις περισσότερες από τις πόλεις της επαρχίας (στ. 10) να πράξουν το ίδιο μαζί του∙ όταν έμαθε ότι ο Γάιος (Kαίσαρας), ο γιος του Σεβαστού, ο οποίος πολεμούσε τους βαρβάρους για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ήταν υγιής και, έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους, τιμώρησε τους εχθρούς, υπερβολικά χαρούμενος για τις πολύ ευχάριστες ειδήσεις διέταξε όλους να φορούν στεφάνια και να θυσιάζουν απαλλαγμένοι από ασχολίες και απερίσπαστοι, και ο ίδιος θυσίασε βόδια (στ. 15) για τη σωτηρία του Γαΐου (Kαίσαρα) και πρόσφερε ποικίλα θεάματα, ώστε αυτά που έγιναν τότε να ξεπερνούν αυτά που είχαν γίνει (στο παρελθόν), και (φρόντισε) εξίσου να διαφυλαχθεί η ευσέβεια∙ αφού άφησε (να περάσουν) δύο ημέρες από τις ημέρες που ήταν αφιερωμένες στον Kαίσαρα, φρόντισε να αρχίσει τις θυσίες για τον Γάιο την ημέρα που αναδείχθηκε ύπατος για πρώτη φορά και μας διέταξε κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα να τη γιορτάζουμε με (στ. 20) θυσίες και στεφανηφορία, όσο μπορούμε περισσότερο εύθυμα και . . . Aποφάσισαν οι σύνεδροι στις (…) πριν από τις 15 Καλένδες (του μηνός) . . .