[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
επὶ Διονυσίου άρχοντος τού μετὰ | |
Παράμονον επὶ τής Αιαντίδος ε- | |
βδόμης πρυτανείας, ή Λάμιος Τιμού- | |
χου Ῥαμνούσιος εγραμμάτευεν· Γα- | |
5 | μηλιώνος ογδόη ισταμένου, ογδό- |
η τής πρυτανείας· βουλὴ εμ βουλευ- | |
τηρίωι· τών προέδρων επεψήφιζεν | |
Στρατοφών Στρατοκλέους Σουνι- | |
εὺς καὶ συνπρόεδροι· | |
10 | έδοξεν τεί βουλεί· |
Ῥήσος Αρτέμωνος Ἁλαιεὺς είπεν· | |
επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς | |
τὴν βουλὴν Διόγνητος εξ Οίου ταμί- | |
ας ναυκλήρων καὶ εμπόρων τών φε- | |
15 | ρόντων τὴν σύνοδον τού Διὸς τού |
Ξενίου εμφανίζει τεί βουλεί βούλεσ- | |
θαι τὴν σύνοδον αναθείναι εικόνα γρα- | |
πτὴν εν όπλω τού εαυτών προξέ- | |
νου, κεχειροτονημένου δέ καὶ επιμε- | |
20 | [λ]ητού επὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τού |
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ- | |
τού καὶ διὰ ταύτα παρακαλεί τὴν βου- | |
λὴν επικυρώσαι εαυτώι ψήφισμα· | |
αγαθε[ί] τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί επι- | |
25 | κεχω[ρ]ήσθα[ι] Διογνήτω καὶ τη συνόδω |
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ανάθεσιν τή[ς] γρα- | |
πτής εικόνος εν όπλω Διοδώρου τού | |
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ- | |
τού καθάπερ παρακαλεί τὴν βουλήν. |
Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.
Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.
Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.
Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «έδοξεν τεί βουλεί».
Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ., Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.
Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15, ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.
Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.
Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.
Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).
Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («επιμελητὴς Πειραιέως», IG II2 1283, «επιμελητὴς τού εν Πειραεί λιμένος» II2 2336 ή «επιμελητὴς επὶ τού λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.
Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ηταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).
Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «επικεχωρήσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.
Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.
Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) επιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.
[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι. – – – – – επρυτάνευε· – – – – -] | |
[. . .] επεστάτε· Λ[. . .]Γ[- – εγραμμάτευε· – – – – – είπε· Ερ]- | |
[υθραί]ος απάγ̣εν̣ σ[ί]το[ν ες] Παναθέναια τὰ με̣γ̣άλ̣α̣ ά̣[χσιον μέ ολέ]- | |
[ζον]ος ἒ τριο͂ν μνο͂ν καὶ νέ̣με̣[ν] Ερυθραίον [τ]ο[ί]ς παρο͂σιΙ[. . 4 . .] | |
5 | [. . τ]ὸ{ι}ς ℎιερ̣οπο[ι]ὸς ΑΠΗΔΙΝΟΝΜΙΘΑΝΟΙ· ε̣ὰν δέ̣ απ̣άγ. . .[. . 4 . .] |
[. . .]ν αχσια[.] ἒ ΤΙΠΟΣΜΝΕΟΚΑΙΑΤΑΣΕ . . ΕΝΗΑΠΡΙΣΘΑΙΒΙ[- – c.4 – -] | |
[. . .]ΣΗΒΛΚΕΑΤΜΟΝΗΟ.ΟΥΧΙΟΨΟΝΟΣΣΤΙΝΑΧΑΝΡΛΧ[- – – c.9 – – -] | |
[. . .]ΡΕΟΝΟΣ.ΟΑΣ[. . . .]λον το͂ι̣ β̣ολομένοι Ερυθραίον· απ[ὸ το͂ν] | |
[κ]υάμον βολέν̣ ἐ̣͂ναι̣ εί̣κοσ̣ι καὶ ℎ̣εκατὸν άνδ̣ρας· τὸν δέ κ̣[υαμ]- | |
10 | [ε]υθ̣έντ̣α ΘΕ . ΘΕ . Θ̣Ν . εν τ̣ε͂ι [β]ολε͂ι καὶ ΕΝΟΣΕΟΟΝ ἐ͂ναι βολε[ύε]- |
[ν μ]έ̣ όλεζ̣ον ἒ τρι̣άκοντα έ̣τ̣ε̣ γεγονότα· δίοχσιν δ’ ἐ͂ναι [το͂ μέ δ]- | |
οκ̣ι̣μ̣α̣σ̣θ̣έν[τ]ος· βολεύεν δέ μέ εντὸ̣ς τεττάρον ε{ι}το͂ν [δίς. απο]- | |
κυαμεύσα[ι δ]έ καὶ καταστ̣ε͂σαι τ̣έ̣ν μέν νύ̣ν̣ βολέν τ̣ός τ̣’ [επισκ]- | |
ό̣π̣ος καὶ [τὸν] φ̣ρ[ό]ρ̣αρχον, τὸ δέ λοιπὸν τέν̣ βολέν καὶ τὸν [φρόρ]- | |
15 | αρχον, μέ̣ όλεζ̣ον ἒ τ̣ρ̣ιάκ̣οντα ε̣μέ̣ρας π̣ρ̣[ὶ]ν ε̣χσιέναι [τέν βολ]- |
έν· ομνύναι [δέ Δ]ία κα[ὶ] Απόλλο καὶ Δέμε[τρα] ε̣παρομ̣έ̣νο[ς εχσό]- | |
λ̣ειαν εφ̣[ιορκο͂ντι τε κ]αὶ παι[σ]ὶν· εχσό[ρ]κ̣[ο͂]ν δέ τ̣ὸν φ̣ρ̣ό[ραρ]- | |
[χο]ν κατ̣ὰ [ℎ]ιερ̣õν [τελ]εί{σ}ον (?)· τ̣έ̣ν δέ βολέν μ̣έ̣ όλ[ε]ζον κ̣ατα[καί]- | |
[εν ἒ β]õν τὰ ℎ̣ι̣ε̣ρ̣ε͂α̣ (?), ε̣ὰ̣ν δέ μέ, ἐ͂ναι ζ̣εμιο͂σαι [. .]ΛΕ[.]ΣΑΝΑΤ[- – c.4 – -] | |
20 | ΟΑΝΕΟΔΕΜΟΕΟΝΝΣΟΕ τ̣ὸν δε͂μον κατακαίεν μέ όλεζ̣ον [- – – c.6 – – -]· |
ομν[ύ]να[ι δ]έ̣ [τά]δε [τέν] β̣ολέν· β̣ολεύσο ℎος άν [δύ]νομ̣α̣ι̣ άρ̣ι̣στ[α κ]- | |
[αὶ] δι̣κα[ιότα]τα (?) Ερυθραίον το͂ι πλέθει καὶ Αθεναίον καὶ το͂ν [χσυ]- | |
νμά[χ]ον· [κ]αὶ ουκ [αποσ]τέσομαι Αθεναίον το͂ π[λ]έθος ουδέ [το͂ν] | |
χσυνμάχον το͂ν Αθεναίον ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλ̣λ̣οι π̣ε[ί]σομ̣[αι] | |
25 | αφ̣ι̣σ̣[τα]μέ̣νο̣[ι] ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλλον [π]εί[σο ουδέ ℎένα· ουδέ] |
το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον [κατ]αδέχσομαι ουδ[έ] ℎένα ούτ’ ά̣λ̣[λ]ον̣ κατ̣α̣δ̣[έχεσθ]- | |
[α]ι πείσο[μ]α[ι το͂ν ες] Μέδος φ̣ευ̣γ̣ό[ντο]ν άνευ τε̣͂[ς] β̣ολ̣ε̣͂ς̣ τ̣[ε͂ς Αθε]- | |
ναίον καὶ το͂ δέ̣μο· [ο]υδέ το͂ν μενόντον εχσελο͂ [ά]νε̣υ̣ τε̣͂ς β̣ο̣[λε͂ς] | |
τ̣ε͂ς Αθεναίον καὶ τ̣[ο͂] δ̣έμο. εὰν δέ τι̣ς αποκτέ̣νει̣ [. . . . Ερυθρα]- | |
30 | ί̣ος ℎέτερον Ερυ̣θ̣ρ̣[αί]ον (?), τεθ[ν]άτο εὰν [γν]οσθε͂ι· ε̣[ὰ]ν δ[. . . 6 . . .] |
[.] γ̣ν̣οσθε͂ι̣, φ̣ευγέτο ℎ̣άπ̣ασα̣ν̣ τέν̣ Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α καὶ τ]- | |
ὰ χρέματα δεμόσ[ια έσ]τ̣ο Ερυθραίον. εὰν δέ̣ τ̣ις [.]ΒΟ[. . . . 8 . . . .] | |
ΟΣ[. .] τὸς τυράννος τεχ̣νά[ζει] ε̣ς Ερυθρὰ{ι}ς̣ (?) καὶ [αυτ]ὸς [- – – c.6 – – -] | |
ΧΑΠΙ τεθνάτο [κ]α̣[ὶ] παίδες̣ ℎ̣οι εχς εκ̣ένο̣ ΕΓ.ΝΕΟ[. . . . . 10 . . . . .] | |
35 | ΕΙΟΘΕΜΙΛΕΘ[.]ΕΧΟΣ[- – c.5 – -] πα̣ίδες [ℎ]οι εχς [ε]κέν[ο – – – – c.10 – – – -] |
Ερυθραίο[.] ΚΑΙ[. . .]Ν Αθεναίον ΑΠΟΣΑΝΟΝ, τὰ δέ χρέ̣ματα [αυ]το͂ Τ? | |
Ακολουθούν δέκα στίχοι που δεν παράγουν νόημα, μεταξύ αυτών: | |
42 | [. . . 6 . . .]ΝΑΜΕΝΕΙ[.]ΤΟΜ[.]ΟΡ[.]ΟΝ τ̣οχσό̣τ̣ας ΔΕΚΑΤΑ[.]ΟΙ[.]ΟΟΣΕΝ |
45 | [. . 4 . .]βολε[. . . .]ΚΑΝΑ[- 1-2]ΟΑΣΙΕΡΑ εκ̣ τε̣͂ς φυλε͂ς ℎεκάστες Χ[- 3-4 -] |
Το ψήφισμα για τις Ερυθρές αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για τον προσδιορισμό των σχέσεων της Αθήνας με τους συμμάχους της και ως εκ τούτου για την ανασύνθεση της ιστορίας της αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι Ερυθρές ήταν πόλη της Ιωνίας, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Δεν γνωρίζουμε σε ποια δεκαετία προσχώρησε στη συμμαχία της Δήλου. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά την αποστασία της από αυτήν, πιθανολογούμε ότι έλαβε χώρα περί το 454 π.Χ., μετά την ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο (Θουκ. 1.109-110). Η εξέλιξη αυτή γέννησε την ελπίδα στη φιλοπερσική μερίδα των Ερυθρών για αλλαγή προστάτη και στενότερη συνεργασία με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει προσωρινά ένα φιλοπερσικό κίνημα στην πόλη. Στη συνέχεια, οι Ερυθρές επανήλθαν στη συμμαχία. Η χρονολόγηση, όμως, της επαναφοράς τους, όπως και του αντίστοιχου αθηναϊκού ψηφίσματος, παρουσιάζει, όπως είδαμε, προβλήματα.
Οι θρησκευτικές υποχρεώσεις των Ερυθραίων
Σύμφωνα με το ψήφισμα, οι Ερυθραίοι οφείλουν μετά την επαναφορά τους στη συμμαχία να συμμετέχουν στα Μεγάλα Παναθήναια, κάθε τέσσερα χρόνια, φέρνοντας μαζί τους σιτάρι καθορισμένης αξίας (όχι μικρότερης από τρεις μνες) (στ. 2-8). Μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει ότι έχει λάβει χώρα η μεταφορά του θησαυροφυλακίου από τη Δήλο στην Αθήνα (454/3 π.Χ.)· τότε έγινε και η Αθήνα το κέντρο όχι μόνο της συμμαχίας αλλά και του αιγαιακού χώρου, ρόλο τον οποίο κατείχε ως τότε το νησί της Δήλου (Constantakopoulou 2007: 69-70). Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, οι Ερυθρές ήταν η πρώτη πόλη που αναγκάστηκε να συμμετέχει στην περίλαμπρη αθηναϊκή εορτή. Η αξίωση αυτή ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για τη μετατροπή των Μεγάλων Παναθηναίων σε μία εορτή που θα αντικατόπτριζε τη λάμψη και το μεγαλείο της ηγεμονίας των Αθηναίων (Meiggs 1999: 292-293). Η συγκεκριμένη απαίτηση της Αθήνας συνδεόταν με την επιλογή της να προβάλλεται ως μητρόπολη των ιωνικών πόλεων, και της συμμαχίας της Δήλου εν γένει (βλ. σχετικά Bremmer 1997: 10-13· Meiggs 1999: 294· Parker 2008: 146-147 με υποσημ. 3), και μπορούσε να αιτιολογηθεί στη βάση της διατήρησης των παραδοσιακών δεσμών μεταξύ μητρόπολης και αποικιών της: αποτελούσε καθήκον των αποικιών να διατηρούν δεσμούς με τις μητροπόλεις τους συμμετέχοντας στις σημαντικότερες θρησκευτικές εορτές τους (πρβλ. και IG I³ 46, στ. 15-17, όπου οι άποικοι της Βρέας οφείλουν να στείλουν αγελάδα και πανοπλία στα Μεγάλα Παναθήναια και φαλλό στα Διονύσια· IG I³ 71, στ. 55-58, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να προσφέρουν αγελάδα και πανοπλία κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και να συμμετέχουν στην πομπή· IG I³ 78, στ. 14, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να αποστέλλουν κάθε χρόνο στην Ελευσίνα τους πρώτους καρπούς της νέας σοδειάς).
Η εγκαθίδρυση βουλής κατά τα αθηναϊκά δημοκρατικά πρότυπα
Στις Ερυθρές εγκαθιδρύεται βουλή σύμφωνα με τα αθηναϊκό δημοκρατικό πρότυπο (στ. 8-16). Η νέα αυτή βουλή θα αριθμεί 120 μέλη, τα οποία θα επιλέγονται κάθε χρόνο με κλήρωση (και στην Αθήνα τα μέλη της βουλής των πεντακοσίων κληρώνονται κάθε χρόνο, ωστόσο ο αριθμός τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 43.2). Προϋπόθεση για την ανάληψη του αξιώματος είναι να έχει συμπληρώσει ο υποψήφιος το τριακοστό έτος της ηλικίας του (το ίδιο ισχύει και στην Αθήνα), και κανείς δεν θα μπορεί να διατελέσει βουλευτής περισσότερο από μία φορά σε μία περίοδο τεσσάρων ετών (αντίθετα, στην Αθήνα ένας πολίτης ήταν δυνατόν να κληρωθεί βουλευτής μόνο δύο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 62.3).
Οι Αθηναίοι επίσκοποι και ο φρούραρχος είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της κλήρωσης των βουλευτών και της εγκατάστασης της πρώτης βουλής. Στο μέλλον το έργο αυτό θα εκτελείται από την απερχόμενη βουλή σε συνεργασία με τον φρούραρχο. Το αθηναϊκό αξίωμα του φρουράρχου εμφανίζεται κατά τον 5ο αιώνα μόνο στις Ερυθρές (Fornara 1983: 213). Ο φρούραρχος ήταν ο επικεφαλής της αθηναϊκής φρουράς. Οι αρμοδιότητές του, ωστόσο, δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικές. Όσον αφορά στα καθήκοντα των επισκόπων, είναι δύσκολο αυτά να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Πιθανολογείται ότι οι επίσκοποι ήταν αξιωματούχοι βραχείας παραμονής στις πόλεις στις οποίες στέλνονταν. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι στις Ερυθρές ήταν αρμόδιοι για την εγκαθίδρυση της πρώτης βουλής και όχι των επόμενων επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι επίσκοποι εγκαταστάθηκαν στην πόλη μόνο κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την επανένταξη της πόλης στη συμμαχία (πρβλ. και IG I3 34, στ. 5-7· Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1022-1055) (Highby 1936: 18-20· Meiggs 1999: 212-213).
Ο όρκος των Ερυθραίων βουλευτών
Στη συνέχεια του ψηφίσματος, ακολουθεί ο όρκος που πρέπει να δίνουν οι Ερυθραίοι βουλευτές πριν αναλάβουν θητεία (στ. 16-29) (για τον όρκο στην αρχαία Ελλάδα, βλ. Sommerstein – Torrance 2014). Οι Ερυθραίοι βουλευτές ορκίζονται ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με τον πιο καλό και δίκαιο τρόπο για το συμφέρον του «πλήθους» των Ερυθραίων, των Αθηναίων και των συμμάχων (στ. 21-23), ενώ παράλληλα ορκίζονται πίστη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων (στ. 23-25). Δύο στοιχεία ξεχωρίζουν: αφενός, η λέξη «πλήθος», η οποία είναι λιγότερο ουδέτερη από τη λέξη «δήμος» και δίνει έμφαση στη δύναμη των αριθμών και στον δημοκρατικό χαρακτήρα που είχε η παρέμβαση της Αθήνας (Meiggs 1999: 113 υποσημ. 1· Osborne – Rhodes, GHI: 118), και, αφετέρου, η διπλή αναφορά που γίνεται στους συμμάχους (βλ. και στ. 31 «Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α]»). Μνεία στους συμμάχους γίνεται και στον όρκο τον οποίο, όπως φαίνεται, πρέπει να δώσει ο δήμος των Ερυθρών (IG I3 15d, στ. 40-41). Αντίθετα, αναφορά στους συμμάχους απουσιάζει από τον όρκο που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα για την Κολοφώνα (IG I3 37), για την Ερέτρια και τη Χαλκίδα (IG I3 39 και 40), αλλά εμφανίζεται και πάλι στον όρκο που επιβλήθηκε στη Σάμο το 439/8 (IG I3 48, στ. 19). Η απουσία και επανεμφάνισή τους εξηγείται από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, μετά την ειρήνη του Καλλία, αποσιωπούσαν τον όρο «συμμαχία», ο οποίος αντικαταστάθηκε από άλλες διατυπώσεις, όπως «πόλεις όσων οι Αθηναίοι κρατούσι» (IG I3 156, 174, και 98· Θουκυδίδης, 5.18.7, 47.2), ενώ η αναφορά στους συμμάχους στον όρκο των Σαμίων θεωρείται εξαίρεση, που οφείλεται στη βαρύνουσα σημασία της Σάμου (βλ. σχετικά Highby 1936: 22-23· Meiggs 1943: 23· Mattingly 1996: 371-372· Meiggs 1999: 114· Moroo 2014: 105-106).
Οι Ερυθραίοι βουλευτές πρέπει, επίσης, να ορκιστούν ότι δεν πρόκειται, δίχως τη συναίνεση της Αθήνας, να αποπειραθούν να επαναφέρουν κανέναν από τους εξορίστους (το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον) ή από εκείνους που κατέφυγαν στους Μήδους, ούτε να εξορίσουν κάποιον από εκείνους που παρέμειναν (το͂ν μενόντον) στις Ερυθρές (στ. 25-29). Το απόσπασμα αυτό είναι διαφωτιστικό όσον αφορά στην ανασύνθεση της κατάστασης που επικρατούσε στην πόλη πριν από το ψήφισμα: ενισχύεται η άποψη πως ένα φιλοπερσικό κίνημα είχε εκδηλωθεί στις Ερυθρές, το οποίο αποσκοπούσε στην απόσχισή τους από τη συμμαχία των Αθηναίων. Η Αθήνα αντέδρασε παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην πόλη με την εκδίωξη της φιλοπερσικής μερίδας και των επικεφαλής της (στ. 33 τὸς τυράννος). Έπειτα, επανέφερε τις Ερυθρές στη συμμαχία και εγκατέστησε φρουρά, γεγονός το οποίο υποδηλώνεται από την παρουσία του φρουράρχου. Η φρουρά αποτελούσε ένα αποτελεσματικό μέτρο προστασίας τόσο από τους εσωτερικούς όσο και από τους εξωτερικούς κινδύνους. Εντούτοις, οι πολιτικές αρμοδιότητες του φρουράρχου υποδεικνύουν πως η Αθήνα ήθελε να ελέγχει και τις πολιτικές εξελίξεις (Meiggs 1943: 23-24· ATL III: 254-255· Meiggs – Lewis, GHI: 92· Meiggs 1999: 113-114· Osborne – Rhodes, GHI: 118).
Ποινές για συγκεκριμένα αδικήματα
Το ψήφισμα της Αθήνας για τις Ερυθρές καθορίζει, τέλος, τις ποινές οι οποίες θα επιβληθούν στους παραβάτες για συγκεκριμένα αδικήματα (στ. 29 και εξής), χωρίς, όμως, οι δικαστικές αυτές υποθέσεις να μεταφερθούν προς εκδίκαση στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπως θα γίνει σε αρκετές περιπτώσεις αργότερα (IG I3 40, στ. 71-76· IG I³ 21, στ. 76· Αντιφών, Περὶ τού Hρώδου φόνου, 47· Θουκυδίδης, 1.77.1· [Ξενοφών], Αθηναίων Πολιτεία, 1.16-18) (Highby 1936: 26-27· Meiggs 1943: 23· Kennedy 2006: 58-59· Rhodes 2014: 44 με υποσημ. 21· Bartzoka 2018: 113-118, 131-149). Ωστόσο, οι εν λόγω στίχοι σώζονται αποσπασματικά και η συμπλήρωσή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι, το αδίκημα του φόνου κάποιου Ερυθραίου από κάποιον συμπολίτη του φαίνεται πως, σε περίπτωση καταδίκης, επισύρει τη θανατική ποινή. Ακόμη, αναφέρεται ότι, σε περίπτωση καταδίκης του, αυτός θα εξοριστεί από το σύνολο των εδαφών της συμμαχίας των Αθηναίων και η περιουσία του θα καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Αυτή η ποινή της εξορίας μάλλον αφορά όσους διαφύγουν από τις Ερυθρές πριν από την επιβολή της θανατικής ποινής (Osborne – Rhodes, GHI: 118). Τη θανατική καταδίκη φαίνεται, επίσης, πως ορίζει το ψήφισμα και για όσους υποπέσουν στο αδίκημα της προδοσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους τυράννους (στ. 33), οι οποίοι ήταν πιθανότατα οι αρχηγοί του φιλοπερσικού κινήματος.
Απόφαση της βουλής και του δήμου. Η — φυλή επρυτάνευε· ο — ήταν επιστάτης· ο — ήταν γραμματέας. Ο — εισηγήθηκε. Οι Ερυθραίοι να αποστέλλουν σίτο στα Μεγάλα Παναθήναια, αξίας όχι μικρότερης από τρεις μνες, και να το διανέμουν σε όσους Ερυθραίους είναι παρόντες … οι ιεροποιοί … εάν αποστείλουν … (στ. 5)
…
…
οποιοσδήποτε Ερυθραίος επιθυμεί. Να αναδειχθεί με κλήρο βουλή αποτελούμενη από εκατόν είκοσι άνδρες· ο αναδειχθείς … στη βουλή και … να είναι δυνατόν να διατελέσει βουλευτής (στ. 10) μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας του. Να κινηθεί δίωξη εναντίον οποιουδήποτε δεν πέρασε από τη διαδικασία της δοκιμασίας. Να μην επιτρέπεται η ανάληψη του αξιώματος του βουλευτή για δεύτερη φορά εντός τεσσάρων ετών. Να αναδείξουν με κλήρο και να εγκαταστήσουν τη βουλή στο παρόν οι επίσκοποι και ο φρούραρχος, και στο εξής (να το κάνουν) η βουλή και ο φρούραρχος, σε διάστημα όχι μικρότερο από τριάντα ημέρες πριν ολοκληρωθεί η θητεία της βουλής. (στ. 15) Να ορκιστούν στον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα, επικαλούμενοι την ολοκληρωτική καταστροφή του επιόρκου και των παιδιών του· ο φρούραρχος να φροντίσει να δοθεί ο όρκος πάνω από ενήλικα θυσιαστήρια θύματα (;)· η βουλή να θυσιάσει όχι λιγότερο από μία αγελάδα (;), διαφορετικά να είναι δυνατόν να υπάρξει τιμωρία … ο δήμος να θυσιάσει όχι λιγότερο … (στ. 20)
Η βουλή να ορκιστεί τα εξής: «Θα εκτελέσω τα καθήκοντά μου ως βουλευτής όσο πιο καλά και δίκαια μπορώ για το συμφέρον του πλήθους των Ερυθραίων και των Αθηναίων και των συμμάχων· και δεν θα αποστατήσω από το πλήθος των Αθηναίων ούτε των συμμάχων των Αθηναίων εγώ ο ίδιος, ούτε θα παρασυρθώ από άλλον που αποστατεί εγώ ο ίδιος, ούτε άλλον θα παρασύρω κανέναν· ούτε (στ. 25) θα δεχθώ πίσω κανέναν από τους εξορίστους, ούτε θα παρασυρθώ να δεχθώ πίσω άλλον από εκείνους που έχουν βρει καταφύγιο στους Μήδους, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων· ούτε θα εξορίσω κανέναν από εκείνους που παραμένουν, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων». Εάν κάποιος Ερυθραίος (;) σκοτώσει άλλον Ερυθραίο, να θανατωθεί εάν καταδικαστεί· εάν … (στ. 30) καταδικαστεί, να εξοριστεί από ολόκληρη τη συμμαχία των Αθηναίων, και η περιουσία του να καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Εάν κάποιος μηχανορραφεί … τους τυράννους στις Ερυθρές, και ο ίδιος … να θανατωθεί και οι γιοι του … οι γιοι του … (στ. 35) των Ερυθραίων και (;) … των Αθηναίων … η περιουσία του … (στ. 36)
Παρεμβάλλονται πέντε στίχοι χωρίς νόημα
… τοξότες … (στ. 42)
Παρεμβάλλονται δύο στίχοι χωρίς νόημα
… από κάθε φυλή … (στ. 45)
επὶ Φρυνίχου άρχοντος, επὶ τής Λεωντίδος εν- | |
άτης πρυτανείας, ἧι Χαιρέστρατος Αμεινίου | |
Αχαρνεὺς εγραμμάτευεν· τών προέδρων επεψή- | |
φιζεν Μενέστρατος Αιξωνεύς· Ευκράτης Αρισ- | |
5 | τοτίμου Πειραιεὺς είπεν· αγαθήι τύχηι τού δ- |
ήμου τού Αθηναίων, δεδόχθαι τοίς νομοθέται- | |
ς· εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επὶ τυραννίδι | |
ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσηι ἢ τὸν δήμον τ- | |
ὸν Αθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Αθήνησιν | |
10 | καταλύσηι, ός άν τὸν τούτων τι ποιήσαντα απο- |
κ⟨τ⟩είνηι, όσιος έστω· μὴ εξείναι δέ τών βουλευ- | |
τών τών τής βουλής τής εξ Αρείου Πάγου καταλ- | |
ελυμένου τού δήμου ἢ τής δημοκρατίας τής Αθ- | |
ήνησιν ανιέναι εις Άρείον Πάγον μηδέ συνκα- | |
15 | θίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μη- |
δέ περὶ ενός· εὰν δέ τις τού δήμου ἢ τής δημοκρ- | |
ατίας καταλελυμένων τών Αθήνησιν ανίηι τώ- | |
ν βουλευτών τών εξ Αρείου Πάγου εις Άρειον Π- | |
άγον ἢ συνκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ἢ βολεύη- | |
20 | ι περί τινος, άτιμος έστω καὶ αυτὸς καὶ γένος |
τὸ εξ εκείνου, καὶ η ουσία δημοσία έστω αυτού | |
καὶ τής θεού τὸ επιδέκατον· αναγράψαι δέ τόν- | |
δε τὸν νόμον εν στήλαις λιθίναις δυοίν τὸν γ- | |
ραμματέα τής βουλής καὶ στήσαι τὴμ μέν επὶ τ- | |
25 | ής εισόδου τής εις Άρειον Πάγον τής εις τὸ βο- |
υλευτήριον εισιόντι, τὴν δέ εν τήι εκκλησία- | |
ι· εις δέ τὴν αναγραφὴν τών στηλών τὸν ταμίαν | |
δούναι τού δήμου : ΔΔ : δραχμὰς εκ τών κατὰ ψη- | |
φίσματα αναλισκομένων τώι δήμωι. vac. |
Η επιγραφή φέρει νόμο (ή νόμο που εντάσσεται στο σώμα ενός ψηφίσματος, βλ. Squillace 2018: 144), ο οποίος ψηφίστηκε μετά από πρόταση του Ευκράτη και έχει ως σκοπό να προστατεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Σώζονται τα ονόματα του επωνύμου άρχοντος Φρυνίχου (στ. 1), της πρυτανεύουσας φυλής Λεοντίδος (στ. 1-2), του γραμματέα Χαιρέστρατου (στ. 2-3) και του εισηγητή της πρότασης Ευκράτη (στ. 4-5), ο οποίος βρήκε τον θάνατο το 322 π.Χ., μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Αθήνα ([Λουκιανός], Δημοσθένους εγκώμιον, 31· Lambert 2018: 210). Αναγράφεται, επίσης, το όνομα του προέδρου των νομοθετών Μενέστρατου (στ. 3-4). Οι νομοθέτες αποτελούν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα ειδικό σώμα Αθηναίων πολιτών το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης νέων νόμων (Rhodes – Osborne, GHI: xviii, 390· Canevaro 2018).
Η επιγραφή αναγράφηκε σε δύο στήλες, από τις οποίες η μία τοποθετήθηκε στην είσοδο του Αρείου Πάγου και η άλλη στην Πνύκα (στ. 22-27), ως υπενθύμιση στους Αθηναίους ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό τους πολίτευμα (Teegarden 2014: 110). Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, ποιο από τα δύο αντίγραφα βρέθηκε στην Αγορά (Attic Inscriptions Online 33).
O Άρειος Πάγος τον 4ο αιώνα π.Χ.
Την κλασική εποχή ο Άρειος Πάγος απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες οι οποίοι έχουν ασκήσει το αξίωμα των εννέα αρχόντων και έχουν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους (εύθυναι). Τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία και αρμοδιότητά τους είναι η εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σωματικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 57.3).
Σύμφωνα, επίσης, με τις πηγές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Άρειος Πάγος έχει την αρμοδιότητα να διενεργεί έρευνες (βλ. ενδ. Αισχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 81-82· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους, 50-51, 62-63· Δημοσθένης, Περὶ τού στεφάνου, 132-134· βλ. σχετικά Harris 2016: 77-78).
Μεταξύ άλλων, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, ο Άρειος Πάγος μπορεί να διερευνήσει κάποιο ζήτημα ή κάποιο πρόσωπο ύποπτο για εγκλήματα πολιτικού χαρακτήρα, στη συνέχεια να συντάξει μια έκθεση των πορισμάτων του και να την υποβάλει στην εκκλησία του δήμου (απόφασις). Αν η αναφορά συνηγορεί υπέρ της ενοχής του υπόπτου, η εκκλησία του δήμου μπορεί να προχωρήσει στη δίωξή του, επιλέγοντας τα πρόσωπα τα οποία θα ενεργήσουν ως κατήγοροι και παραπέμποντας την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ηλιαία, η οποία είτε θα αθωώσει είτε θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο (de Bruyn 1995: 143-145· Rhodes 1995: 313· Hansen 19992: 292). Οι σχετικές μαρτυρίες τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ συνδέονται συχνά από τους ερευνητές με πρόσθετες εξουσίες που πιθανώς αποκτά ο Άρειος Πάγος τότε, συμπίπτουν δε χρονικά με μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πολιτική ιστορία της Αθήνας περίοδο, καθώς η αυξανόμενη επιρροή και δύναμη του Φιλίππου B΄ επηρεάζει σημαντικά την πολιτική που υιοθετεί η πόλη (Teegarden 2014: 100-101).
Την επαύριο της ήττας των Αθηναίων από τις δυνάμεις του Φιλίππου Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η Αθήνα λαμβάνει μια σειρά από έκτακτα μέτρα για να οργανώσει την αντίστασή της σε ενδεχόμενη επίθεση του Φιλίππου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το ψήφισμα του δήμου, σύμφωνα με το οποίο όσοι θα απέφευγαν το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας τους θα κρίνονταν ένοχοι προδοσίας και θα βίωναν την υπέρτατη τιμωρία. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, περισσότερα στοιχεία σχετικά με το όργανο που θα έπρεπε να τιμωρήσει τους παραβάτες. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος συνέλαβε και οδήγησε σε θάνατο τους προδότες που εγκατέλειψαν τότε την πόλη (Λυκούργος, Κατὰ Λεωκράτους, 52-54). Με βάση όσα είναι γνωστά ως τώρα για τη δικαιοδοσία του, φαίνεται ότι ο Άρειος Πάγος απέκτησε έκτακτες εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών ως προς το αν οι εξουσίες αυτές του δόθηκαν με κάποιο ψήφισμα ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου με δική του πρωτοβουλία υπερέβη τις αρμοδιότητές του (βλ. ενδ. Carawan 1985: 129-130· Wallace 1989: 118· de Bruyn 1995: 152-153· Hansen 19992: 291· Sullivan 2003: 133-134). Σώζεται, επίσης, μαρτυρία σχετικά με Αθηναίο πολίτη, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει στη Σάμο, μετά την ήττα, και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο ως προδότης της πόλης (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφώντος, 252). Σε αυτά τα στοιχεία έρχεται να προστεθεί, τέλος, και η παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του Φωκίωνα –ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ειρήνης με τον Φίλιππο– ως στρατηγού και όχι του Χαρίδημου (Πλούταρχος, Φωκίων, 16.4).
Ο νόμος του Ευκράτη
Ο νόμος τον οποίο εισηγήθηκε ο Ευκράτης αθωώνει αυτόν που θα σκοτώσει όποιον τυχόν επιχειρήσει να καταλύσει τη δημοκρατία (στ. 7-11). Ταυτόχρονα προβλέπει αυστηρές ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δήμευση περιουσίας και τη στέρηση δικαιωμάτων (άτιμος έστω, για την ατιμία, βλ. Youni 2019: 361-375) για εκείνα τα μέλη του Αρείου Πάγου τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την κατάλυση της δημοκρατίας (στ. 16-22).
Ο νόμος, και ιδίως η μνεία του στον Άρειο Πάγο, έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τη σύγχρονη έρευνα: ως μέτρο το οποίο λήφθηκε, αφενός, για να περιοριστεί η δύναμη που είχε αποκτήσει ο Άρειος Πάγος μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (de Bruyn 1995: 161), αφετέρου για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη συνεργασία του με τους Μακεδόνες (Ostwald 1955: 124-126), ή, ακόμη, και για να προστατευθεί ο Άρειος Πάγος από εξωτερικές πιέσεις οι οποίες θα τον ανάγκαζαν να νομιμοποιήσει ένα μη δημοκρατικό καθεστώς (Schwenk, Athens Alexander: 40-41)· ως ένας τρόπος με τον οποίο οι Αθηναίοι διεκήρυτταν ότι μένουν πιστοί στις αρχές της Κορινθιακής Συμμαχίας του Φιλίππου Β΄ (338/7 π.Χ.), σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις έπαιρναν όρκο να μην καταλύσουν τα ισχύοντα σε κάθε κράτος πολιτεύματα (IG II³ 1, 318, στ. 12-14) (Mossé 1970: 75-77)· ως μέσο με το οποίο οι Αθηναίοι καθιστούσαν σαφή την αφοσίωσή τους στο δημοκρατικό τους πολίτευμα (Wallace 1989: 179-184· Habicht 1997: 13-14) ή αποδείκνυαν στους υπόλοιπους Έλληνες ότι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πολιτειακή σταθερότητα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε επιβάλει τυραννικές κυβερνήσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις (Squillace 1994: 117-141· id. 2018: 148-151)· ως ένα μέτρο το οποίο ενθάρρυνε τον Άρειο Πάγο να επιτελέσει το καθήκον του ως προς την προστασία του πολιτεύματος, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση (Harris 2016: 79). Τέλος, πρόσφατα, διατυπώθηκε και η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που προβλέπονταν για τα μέλη του Αρείου Πάγου λειτουργούσαν ως προειδοποίηση για τους Αθηναίους ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό απειλή, σε περίπτωση που εκείνοι θα διαπίστωναν ότι οι Αρεοπαγίτες δεν συνήλθαν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους (Teegarden 2014: 104-105).
Και στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάλογες αποφάσεις προστασίας του πολιτεύματός τους. Αυτό φαίνεται στο ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε ο Δημόφαντος μετά το ολιγαρχικό κίνημα είτε του 411 είτε του 404 π.Χ. (Canevaro – Harris 2012: 119-125), το οποίο υποχρέωνε τους Αθηναίους πολίτες να συνδράμουν έμπρακτα στην προάσπιση της δημοκρατίας (Ανδοκίδης, Περὶ τών μυστηρίων, 96-98). Όπως και ο νόμος που πρότεινε ο Ευκράτης, έτσι και το ψήφισμα του Δημόφαντου όριζε, μεταξύ άλλων, ότι όποιος σκότωνε αυτόν που θα κατέλυε τη δημοκρατία δεν θα διωκόταν ποινικά (όσιος έστω καὶ ευαγής).
Επί άρχοντος Φρυνίχου, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίς, ένατη κατά σειρά, κατά την οποία ο Χαιρέστρατος, γιος του Αμεινίου, από τον δήμο των Αχαρνών, ήταν γραμματέας. Από τους προέδρους ο Μενέστρατος, από τον δήμο της Αιξωνής, έθετε το θέμα σε ψηφοφορία. Ο Ευκράτης, γιος του Αριστότιμου, (στ. 5) από τον δήμο του Πειραιά εισηγήθηκε. Με καλή τύχη του δήμου των Αθηναίων, οι νομοθέτες να αποφασίσουν: εάν κάποιος κινηθεί ενάντια στον δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή καταλύσει τον δήμο των Αθηναίων ή τη δημοκρατία στην Αθήνα, όποιος τυχόν σκοτώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο από αυτά (στ. 10) να μην θεωρείται μολυσμένος (όσιος)· και να μην επιτρέπεται σε κανέναν από τους βουλευτές της βουλής του Αρείου Πάγου, εάν ο δήμος ή η δημοκρατία στην Αθήνα έχουν καταλυθεί, να ανέβει στον Άρειο Πάγο ή να καθίσει για συνεδρίαση ή να συσκέπτεται (στ. 15) για οτιδήποτε· αλλά εάν, ενώ ο δήμος και η δημοκρατία της Αθήνας έχουν καταλυθεί, κάποιος από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου ανέβει στον Άρειο Πάγο ή κάθεται για συνεδρίαση ή συσκέπτεται για οτιδήποτε, να περιπέσει σε ατιμία και ο ίδιος και οι απόγονοί (στ. 20) του και η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο αυτής να αποδοθεί στη θεά. Αυτός ο νόμος να αναγραφεί σε δύο λίθινες στήλες από τον γραμματέα της βουλής, και να τοποθετηθεί η μία στην είσοδο του Αρείου Πάγου (στ. 25) από την οποία εισέρχεται κανείς στο βουλευτήριο, και η άλλη στην εκκλησία του δήμου. Για την αναγραφή των στηλών ο ταμίας του δήμου να δώσει είκοσι δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα (στ. 29).
Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ], | |
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-] | |
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-] | |
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης] | |
5 | αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης] |
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-] | |
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ | |
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]- | |
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί] | |
10 | [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα- |
[ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ] | |
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι] | |
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]- | |
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-] | |
15 | [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω] |
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ- | |
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν | |
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης. |
Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.
O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.
O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).
Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).
Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).
Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).
Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.
Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.
H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).
H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.
O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).
Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.
[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ] | |
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς] | |
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]- | |
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν] | |
5 | [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]- |
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ] | |
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν] | |
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]- | |
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]- | |
10 | [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ- |
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς | |
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ- | |
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ | |
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον | |
15 | [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v |
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ- | |
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ- | |
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων | |
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς· | |
20 | καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό- |
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς | |
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος | |
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι- | |
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας, | |
25 | αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ- |
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι | |
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής | |
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι | |
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν | |
30 | [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε- |
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν | |
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι] | |
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς] | |
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε- | |
35 | [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή- |
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην | |
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες. vacat | |
37a | vacat |
38 | η βουλὴ |
ο δήμος | |
40 | Νικογένην |
Νίκωνος | |
Φιλαΐδην |
Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).
Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).
Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.
Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.
Η βουλή
Ο δήμος
τον Νικογένη,
(γιο) του Νίκωνα,
Φιλαΐδη
Θ ε ο ί. | |
[Γ]λαυκίδης Σωσίππου είπεν · επειδὴ οι χορηγοὶ Αυτ[έα]- | |
ς Αυτοκλέους καὶ Φιλοξενίδης Φιλίππου καλώς [κα]- | |
[ὶ] φιλοτίμως εχορήγησαν · δεδόχθαι τοῑς δημότ[α]- | |
5 | [ι]ς στεφανώσαι αυτοὺς χρυσώι στεφάνωι εκάτε- |
[ρ]ον απὸ εκατὸν δραχμών εν τώι θεάτρωι τοίς κω- | |
μωιδοίς τοίς μετὰ Θεόφραστον άρχοντα, όπως άν | |
[φ]ιλοτιμώνται καὶ οι άλλοι χορηγοὶ οι μέλλοντες | |
[χ]ορηγείν. δούναι δέ αυτοίς καὶ εις θυσίαν δέκα δ- | |
10 | ραχμὰς τὸν δήμαρχον Hγησίλεων καὶ τοὺς ταμία- |
ας. ὰναγράψαι δέ καὶ τὸ ψήφισμα τόδε τοὺς ταμία- | |
ς έν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι θεάτρωι, όπως | |
άν Αιξωνείς αεὶ ὡς κάλλιστα <τὰ> Διονύσια ποιώσιν. |
Το ψήφισμα του δήμου της Αιξωνής (σημ. Γλυφάδας) αποδίδει τιμές σε δύο χορηγούς αγώνα κωμωδίας στα αγροτικά Διονύσια (για την εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές των δήμων βλ. Wilson 2010: 45-54). Οι δύο χορηγοί ήταν επιφανείς δημότες της Αιξωνής: Ο Αυτέας εμφανίζεται ως μισθωτής γης το 345/4 π.Χ. (IG II2 2492), ενώ ο Φιλοξενίδης πιθανότατα συνδεόταν με την οικογένεια του Λυκούργου μέσω του γάμου της αδερφής του (Traill, PAA 940670, 929755).
Οι τιμές για τους δύο χορηγούς περιλαμβάνουν τη στεφάνωσή τους με χρυσό στέφανο στο θέατρο της Αιξωνής κατά τους κωμικούς αγώνες του επόμενου έτους, δηλ. του 312/1 π.Χ., καθώς και την προσφορά 10 δραχμών από τον δήμαρχο και τους ταμίες, προκειμένου οι τιμώμενοι να τελέσουν θυσία. Χορηγούς τιμούν οι δημότες της Αιξωνής και με τα ψηφίσματα IG II2 1198 και 1200 (= EM 139, 12667). Οι χορηγοί τιμώνται, επειδή εκπλήρωσαν με ζήλο (“φιλοτίμως“) τα χορηγικά τους καθήκοντα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η φιλοτιμία ενσωματώνεται στις πολιτικές αρετές των Αθηναίων και προβάλλεται ιδιαίτερα. Η χορηγία –και αργότερα η αγωνοθεσία– αποτέλεσε ένα από τα προσφορότερα πεδία εκδήλωσης της φιλοτιμίας (Δημοσθένης 18.257). Το πραγματικό βραβείο για τον χορηγό ήταν η εύνοια των πολιτών ή δημοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι κατά τη διεκδίκηση ενός πολιτικού αξιώματος ή στο δικαστήριο επικαλούνταν ως επιχείρημα υπέρ τους την ανάληψη της χορηγίας (Ξενοφών, Οικονομικὸς 2.5-6).
Στο παρόν ψήφισμα η απονομή των στεφάνων προβλέπεται να γίνει κατά τη διάρκεια των αγώνων στο θέατρο, ώστε να παραδειγματιστούν οι μελλοντικοί χορηγοί. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ανέγερση της στήλης με το ψήφισμα στον χώρο του θεάτρου. Προσφέροντας ένα αδιάσειστο τεκμήριο της δράσης και της ανταμοιβής των δύο χορηγών και εξυπηρετώντας την προσωπική τους επιδίωξη για τιμή και εύνοια των συνδημοτών τους, το ψήφισμα δημιουργεί ευγενή άμιλλα ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να είναι (οικονομικά) γενναιόδωροι και κίνητρο όμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μέσα από το ανταποδοτικό σύστημα της προσπάθειας-επιβράβευσης και την καλλιέργεια ενός συνόλου πολιτικών αρετών η εκάστοτε πολιτική κοινότητα (οι επιμέρους δήμοι ή η ίδια η πόλη), παρακινεί τα οικονομικώς ισχυρά μέλη της σε δράση προς όφελός της.
Θεοί. Ο Γλαυκίδης, (γιος) του Σωσίππου, εισηγήθηκε: επειδή οι χορηγοί Αυτέας, (γιος) του Αυτοκλή, και Φιλοξενίδης, (γιος) του Φιλίππου, διετέλεσαν χορηγοί σωστά και με ζήλο, να αποφασίσουν οι δημότες (στ. 5) να τους στεφανώσουν τον καθένα με χρυσό στεφάνι αξίας εκατό δραχμών στο θέατρο κατά τους αγώνες της κωμωδίας μετά τη χρονιά του άρχοντα Θεόφραστου, ώστε να φιλοτιμηθούν και οι άλλοι χορηγοί, που πρόκειται στο μέλλον να χορηγήσουν. Επίσης, ο δήμαρχος Ηγησίλεως και οι ταμίες να τους δώσουν δέκα (στ. 10) δραχμές, για να προσφέρουν θυσία. Και να αναγράψουν το ψήφισμα αυτό οι ταμίες σε στήλη λίθινη και να τη στήσουν στο θέατρο, ώστε οι Αιξωνείς πάντα να γιορτάζουν με τον καλύτερο τρόπο τα Διονύσια.
[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
Πρόκειται για ανάθεση τριών δημοτών της Αιγιλίας που είχαν νικήσει ως χορηγοί. Ο δήμος αυτός τοποθετείται είτε στην περιοχή του βουνού Όλυμπος (βόρεια της Αναβύσσου και της Σαρωνίδας), είτε στα Καλύβια Θορικού (Travlos 1988: 15, 16 + χάρτης 1 και 21 και Traill 1986: 146, αντίστοιχα).
Οι τρεις χορηγοί είναι πατέρας και γιοί, μέλη μιας από τις οικογένειες του δήμου που μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια έξοδα (τρεις χορηγούς –πατέρες και γιους– έχουμε επίσης σε δύο επιγραφές από το Ικάριον: IG II2 3095· 3098). Η εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές που προέρχονται από τους δήμους έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους (Whitehead 1986: 217-218· Wilson 2010: 45-54).
Η χορηγία είχε γίνει στα Διονύσια, αφού η ανάθεση απευθύνεται στον Διόνυσο, και πιθανόν στα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια, εφόσον τα χορηγικά μνημεία που ανεγείρονταν στους δήμους αφορούσαν κυρίως νίκες σε αυτά. Τα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια ήταν η πιο διαδεδομένη από τις πολυάριθμες γιορτές που λάμβαναν χώρα στους δήμους της Αττικής (η πιο πρόσφατη συγκέντρωση των μαρτυριών στον Wilson 2010). Η επιγραφή δεν μας δίνει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το είδος του αγώνα, αν και γνωρίζουμε ότι στα Διονύσια των δήμων τελούνταν κατά κύριο λόγο αγώνες δράματος (τραγωδίας και κωμωδίας). Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αφορμή για την κοινή ανάθεση αποτέλεσαν μεμονωμένες χορηγικές νίκες των τριών μελών της οικογένειας.
Κύριο ρήμα στη συγκεκριμένη επιγραφή δεν είναι τα συνήθη νικώ ή χορηγώ, αλλά το ανατίθημι. Η διατύπωση αυτή αναδεικνύει τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Αντίστοιχες επιγραφές έχουμε και από άλλους δήμους, όπως το Ικάριον (IG II2 3094 = ΕΜ 13316), τις Αχαρνές (IG ΙΙ2 3106), τον Θορικό (IG Ι3 1027bis), τον Ραμνούντα (I.Rhamnous 115). Οι χορηγοί ανέθεσαν στον Διόνυσο άγαλμα, το οποίο θα έδραζε στη σωζόμενη ημικυκλική κοιλότητα της βάσης, και βωμό. Χορηγικές αναθέσεις αγάλματος στον Διόνυσο έχουμε και από άλλους δήμους (πρβλ. Αλαί Αιξονίδες: IG II2 3091 = ΕΜ 12693· Ικάριον: IG II2 3095· 3098· Αναγυρούς: IG Ι3 969 = ΕΜ 13180· Θορικός: SEG XXXIV 174 και Ελευσίνα: IG II2 3090), όμως η ανάθεση βωμού είναι, αν η συμπλήρωση ισχύει, μοναδική με βάση τα ως τώρα δεδομένα. Το άγαλμα και ο βωμός θα είχαν ανεγερθεί στο θέατρο του δήμου ή στον ευρύτερο ιερό χώρο του Διονύσου.
Τα ποικίλης μορφής μνημεία που οι χορηγοί ανέθεταν για τις νίκες τους στους αγώνες των δήμων, καθώς και τα θέατρα στα οποία λάμβαναν χώρα οι σχετικές παραστάσεις ήταν προσαρμοσμένα στις περιορισμένες –σε σχέση με το άστυ– δυνατότητες και ανάγκες των δήμων (για τα θέατρα των δήμων βλ. Wilson 2010: 37-82). Το μοναδικό μνημείο από τα κατ’ αγροὺς Διονύσια που μπορεί να συναγωνιστεί σε μέγεθος και πολυτέλεια αυτά του άστεως, είναι το ανάθημα τριών προσώπων από το Ικάριον, πιθανότατα πατέρα και γιων· είχε τη μορφή ψηλού βάθρου με άγαλμα στην κορυφή, δεν ξέρουμε, ωστόσο, αν αφορούσε νίκη σε διθύραμβο ή δράμα (IG II2 3098· Wilson 2000: 249-250 εικ. 25).
O Τιμοσθένης (γιος) του Μειξωνίδη, o Μειξωνίδης (γιος) του Τιμοσθένους (και) o Κλεόστρατος (γιος) του Τιμοσθένους, έχοντας νικήσει ως χορηγοί, ανέθεσαν (στ. 5) στον Διόνυσο το άγαλμα και το βωμό.
Νίκαν μέν Πτολεμαίου επώνυμοι Ατταλίδας τε | |
λαὸς έλεν, φυλας τ’ έκγονοι Ἁδριανού, | |
Αιγείδας τε φερεστέφανος, Πανδειονίδαι τε | |
αίμα τ’ Ερεχθειδαν, κούροι εγερσιβόαι. | |
5 | Ῥυθμοίσιν δ’ έσποντο πολυπτύκτοις Αγαθοκλε<ύ>ς |
[. . .]σοις, αυλοβόαν Ζώσιμον οσσόμενοι. | |
[..ca. 5-7…] αρχεν Αθανάοις, έντυνε δέ μολπάν | |
[χρησάμε]νος (?) ψαλμοίς αμφικρότοισι Τρύφων. | |
[nomen δ’ αμφ]ὶ άνασσα Χοραγία, αμφὶ δέ Νίκα | |
10 | [έσπετο οι κλει]νά τ’ Αγλαΐα τρίποδος. |
vacat |
Πρόκειται για ανάθεση τρίποδα μετά από νίκη σε αγώνα διθυράμβου στα Μεγάλα Διονύσια την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων. Στο έμμετρο κείμενο αναφέρονται όλα τα μέλη της νικήτριας ομάδας: οι φυλές από τις οποίες προέρχονταν οι χορευτές, ο ποιητής-συνθέτης Αγαθοκλής, ο αυλητής Ζώσιμος, ένας μουσικός έγχορδου οργάνου με το όνομα Τρύφων, ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας και βέβαια ο χορηγός που χρηματοδότησε τη συγκεκριμένη ομάδα (τα ονόματα των δύο τελευταίων δεν σώζονται).
Ο διθύραμβος ήταν τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αγώνες διθυράμβου γίνονταν με βεβαιότητα στα Μεγάλα Διονύσια, Παναθήναια και Θαργήλια. Τα μέλη των χορών ορίζονταν κατά φυλές. Κάθε φυλή διαγωνιζόταν με δύο χορούς: έναν στην κατηγορία των ανδρών και έναν στην κατηγορία των παίδων. Στα Μεγάλα Διονύσια κάθε χορός είχε 25 μέλη. Τα έξοδα των χορών καλύπτονταν από τους χορηγούς.
Το ότι το αγώνισμα του διθυράμβου διατηρήθηκε ως την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, οφείλεται κυρίως στον συντηρητισμό που διέκρινε το επίσημο πρόγραμμα των ελληνικών αγώνων (Aneziri 2014). Στη διατήρηση του διθυράμβου συνέβαλε και η σύνδεσή του με τη λατρεία, ενώ βλέπουμε επίσης ότι οι φυλές εξακολουθούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο συγκεκριμένο αγώνισμα (Wilson 2000: 198-262).
Οι ολιγάριθμες χορηγικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στη σκιά των πολυάριθμων επιγραφών της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Follet – Peppas-Delmouzou 2001). Διακρίνονται χρονικά σε δύο υποπεριόδους: τη φλαβιανή (69-96 μ.Χ.), με παραδείγματα τις IG II2 3112· 3113 (= ΕΜ 9515)· 3114 και 3115 (= ΕΜ 9517), και την αντωνίνεια (96-192 μ.Χ.) με παραδείγματα, εκτός της εξεταζόμενης, τις IG II2 3116 (= ΕΜ 2867)· 3117 (= ΕΜ 8351+8352+4591)· 3119 (= ΕΜ 9516+2271+2320+5946).
Στην ύστερη εποχή που ανήκει η επιγραφή μας παρατηρούνται δύο σημαντικές αλλαγές στους αγώνες διθυράμβου: 1) Οι δεκατρείς πια φυλές των Αθηναίων καταμερίζονται, σε δύο ομάδες των έξι ή επτά φυλών ή σε τρεις ομάδες των τεσσάρων ή πέντε φυλών, οι οποίες διαγωνίζονταν μεταξύ τους. 2) Ο αριθμός των χορευτών μειώνεται από πενήντα σε εικοσιπέντε, διότι ήταν πια δύσκολο για μια φυλή ή μια ομάδα φυλών να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα πενήντα άτομα ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε ένα αγώνισμα τόσο περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ επιπλέον οι χοροί του διθυράμβου και του δράματος παρέμεναν ιδιαίτερα δαπανηροί. Έτσι, εξασφαλιζόταν μεγάλη μείωση των δαπανών και συμμετοχή όλων των φυλών –έστω και μη αυτόνομα– στους αγώνες.
Τη δυσκολία των φυλών να συγκροτήσουν διθυραμβικούς χορούς επιβεβαιώνει ίσως και μια χορηγική επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ., η οποία μας πληροφορεί ότι ο τρίποδας απονεμήθηκε στον αθηναϊκό δήμο, ανακηρύσσοντας αυτόν ως νικητή, προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή της μη στεφάνωσης (IG II2 3114). Η μη στεφάνωση μπορούσε να είναι συνέπεια έλλειψης συμμετοχής στον αγώνα.
Στη συγκεκριμένη επιγραφή η νικήτρια ομάδα αποτελείται από έξι φυλές: Πτολεμαΐς, Ατταλίς, Ἁδριανίς, Αιγηΐς, Πανδιονίς, Ερεχθηΐς.
Στους στίχους 9-10 αναφέρεται ότι τον τρίποδα συνοδεύουν οι μορφές της Χορηγίας, της Νίκης και της Αγλαΐας. Η Αγλαϊα είναι μια από τις τρεις Χάριτες και σημαίνει συγχρόνως τον εορταστικό θρίαμβο. Εύλογα πρέπει να υποθέσουμε την παρουσία τριών αγαλματικών μορφών που αντιπροσώπευαν τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός των συμμετεχόντων ως «κούρων» (στίχος 4) μάλλον παραπέμπει σε χορό παίδων (πρβλ. Sutton 1989: 106).
Τη νίκη κέρδισαν οι επώνυμοι του Πτολεμαίου και η φυλή των Ατταλιδών και οι απόγονοι της φυλής του Αδριανού και η στεφανωμένη φυλή των Αιγειδών και οι Πανδιονίδες και η φυλή των Ερεχθειδών, νεαροί με δυνατή φωνή. Ακολουθούν τους περίπλοκους ρυθμούς του Αγαθοκλή, […] με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζώσιμο. (Ο δείνα) ήταν άρχοντας των Αθηναίων, ο Τρύφων συνόδευε το τραγούδι παίζοντας με τα δύο του χέρια τις χορδές. Τον τρίποδα του … (όνομα χορηγού) πλαισιώνουν η βασίλισσα Χορηγία, η Νίκη και η ένδοξη Αγλαϊα.
εν[— — — — — — — — — — — — — — —κα]- | |
ὶ συμπρόε[δροι· έδοξεν τώι δήμωι — — — — —] | |
ας Αισχύλου Σ[․․․ ca. 8․․․․ είπεν· περὶ ων απαγ]- | |
γέλλει ο άρχων [περὶ τών ιερών ων έθυεν τώ]- | |
5 | ι [Δ]ιονύσωι, τύχει α[γαθεί δεδόχθαι τώι δή]- |
μωι, τὰ μέν αγαθὰ δέχεσθ[αι τὸν δήμον, ἃ απα]- | |
γγέλλει ο άρχων γεγονέν[αι εν τοίς ιεροί]- | |
ς, οίς έθυεν εφ’ υγιείαι καὶ σωτη[ρίαι τής βο]- | |
υλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων κα[ὶ τών κ]- | |
10 | αρπών τών εν τεί χώραι· επειδὴ ο άρχω[ν τά]- |
ς τε άλλας θυσίας τέθυκεν, όσας αυτώι προσ- | |
ήκεν, υπέρ τής βουλής καὶ τού δήμου καλώς κ- | |
αὶ ευσεβώς, επιμεμέληται δέ καὶ τής πομπή- | |
[ς] τώι Δ[ι]ονύσωι μετὰ τών παρέδρων καὶ τών ε- | |
15 | πιμελητών, διατελεί δέ καὶ τών περὶ τὴν αρ- |
χὴν ποιούμενος τὴν επιμέλειαν κατὰ τοὺς | |
νόμους, επαινέσαι τὸν άρχοντα Νικίαν Φίλ- | |
ωνος Ὀτρυνέα καὶ τοὺς παρέδρους αυτού vv | |
Αλκίμαχον Κλεοβούλου Μυρρινούσιον v, Αν- | |
20 | τιφάνην Πολυκράτου Ὀτρυνέα ευσεβείας έ- |
νεκα καὶ φιλοτιμίας ήν έχοντες διατελού- | |
σιν περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· v επαινέσ- | |
αι δέ καὶ τοὺς τής πομπής επιμελητὰς v Ἴσα- | |
νδρον Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, v Μνησίθεον | |
25 | Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, vv Καλλίθεον Βουλά- |
ρχου Φλυέ<α>, Αντιφάτην Ευθυκρίτου Αζηνιέα, | |
Κάλλαισχρον Διοτίμου Παλληνέα, v Αμεινοκ- | |
λήν Αντιφάνου Κήττιον, v Ἱέρωνα Φειδύλλου | |
Αιθαλίδην, v Κάλλιππον Ἱπποθέρσου Αχαρνέ- | |
30 | α, v Πολύζηλον Ευηνορίδου Ἁλαιέα, v Θεογένη- |
ν Ποσειδωνίου Αμφιτροπήθεν· v επαινέσαι δ- | |
έ καὶ τὸν πατέρα τής κανηφόρου Καλλιφώντ- | |
α Καλλιφώντος Αθμονέα. v αναγράψαι δέ τόδε | |
τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε- | |
35 | ίαν εν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι τεμ- |
ένει τού Διονύσου, εις δέ τὴν αναγραφὴν καὶ | |
τὴμ ποίησιν μερίσαι τοὺς επὶ τεί διοικήσε- | |
[ι] τὸ γενόμενον ανάλωμα. |
Το ψήφισμα τιμά αξιωματούχους της πόλης για την προσφορά τους στη γιορτή των Μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Πρωτίστως τιμάται με έπαινο ο επώνυμος άρχοντας Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς (Traill, PAA 712610), ως επιβλέπων των Μεγάλων Διονυσίων για την τέλεση των θυσιών και την επιμέλεια της πομπής (για την πομπή των Διονυσίων βλ. Cole 1993). Με δημόσιο έπαινο τιμώνται επίσης οι δύο πάρεδροι του επώνυμου άρχοντα (οι πάρεδροι δραστηριοποιούνταν πάντοτε στο πλευρό κάποιων άλλων αξιωματούχων προς βοήθεια και υποστήριξή τους, βλ. π.χ. τους παρέδρους των ελληνοταμιών), οι δέκα επιμελητές της πομπής και ο πατέρας της κανηφόρου Καλλιφών Καλλιφώντος Αθμονεύς. Οι κανηφόροι ήταν νέες κοπέλες διακεκριμένων οικογενειών οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένες θεότητες (όπως η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός κ.ά.) μεταφέροντας στις γιορταστικές πομπές καλάθια με ιερά ή συμβολικά αντικείμενα (Dillon 2002: 37-41). Το γεγονός ότι εδώ, όπως και στο τιμητικό ψήφισμα IG II2 896 (= ΕΜ 7559), οι κανηφόροι δεν τιμώνται αυτοπροσώπως αλλά μέσω των κηδεμόνων τους, οφείλεται στο ότι είναι γυναίκες και ειδικότερα ανήλικες κοπέλες που βάσει της νομικής και κοινωνικής θέσης τους δεν μπορούσαν να τιμώνται αυτόνομα για τη δημόσια δράση τους.
Ενδιαφέρον είναι ότι στο ψήφισμα IG II2 668 συνδυάζονται δύο διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την απόδοση τιμών. Στους στίχους 10-18 τιμάται ο επώνυμος άρχων Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς για το σύνολο της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο του ετήσιου αξιώματός του. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική που στην τελική εφαρμογή της ‘παρακολουθεί’ τη δραστηριότητα του τιμώμενου προσώπου σε περισσότερα του ενός αξιώματα και φτάνει να δίνει το cursus honorum ή αλλιώς ένα σύντομο βιογραφικό του (Rosen 1987). Αντίθετα, στους στίχους 18-33 τιμώνται δεκατρείς άνθρωποι (δύο πάρεδροι, δέκα επιμελητές και ο πατέρας της κανηφόρου) που με διαφορετικούς τρόπους, μέσα από διαφορετικά αξιώματα και ιδιότητες έχουν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν κοινό άξονα και έχουν συμβάλει στον ίδιο σκοπό: τη διοργάνωση ενός σημαντικότατου μέρους της γιορτής των Διονυσίων, της πομπής.
Αν η χρονολογία ισχύει, οι τιμές για τους συντελεστές των Διονυσίων ψηφίζονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία στην Αττική εκτυλίσσεται ήδη ο λεγόμενος ‘Χρεμωνίδειος’ πόλεμος που έφερε σε αντιπαράθεση την Αθήνα με τον Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονο Γονατά (στοιχεία για το ξέσπασμα των εχθροπραξιών έχουμε ήδη για τα έτη 268/7 και 267/6 π.Χ.). Μια έμμεση αναφορά στις δυσκολίες της πολεμικής περιόδου αποτελεί η ασυνήθιστη προσθήκη ότι οι θυσίες που τέλεσε ο τιμώμενος επώνυμος άρχων υπέρ υγείας και σωτηρίας της Βουλής και του Δήμου των Αθηναίων προσφέρονται και για τη σοδειά της Αττικής, που προφανώς κινδύνευε από την παρουσία των εχθρικών μακεδονικών στρατευμάτων (Pulleyn 1997: 14-15).
… και συμπρόεδροι˙ η εκκλησία του δήμου αποφάσισε˙ ο [….]ας, (γιος) του Αισχύλου, από τον δήμο Σ[….] εισηγήθηκε˙ σχετικά με όσα αναφέρει ο άρχων για τις θυσίες που προσέφερε στον Διόνυσο, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος να αποδεχθεί τα καλά σημάδια, τα οποία ο άρχων γνωστοποιεί ότι έλαβαν χώρα στις θυσίες, τις οποίες τέλεσε υπέρ υγείας και σωτηρίας της βουλής και του δήμου των Αθηναίων και υπέρ των καρπών που καλλιεργούνται στην ύπαιθρο της Αττικής. Επειδή ο άρχων έχει τελέσει και τις υπόλοιπες θυσίες, όσες απαιτούνταν από αυτόν, υπέρ της βουλής και του δήμου σωστά και με ευσέβεια και επίσης έχει επιμεληθεί την πομπή την αφιερωμένη στο Διόνυσο μαζί με τους παρέδρους και τους επιμελητές και εκπληρώνει τα απορρέοντα από το αξίωμά του καθήκοντα σύμφωνα με τους νόμους, να επαινεθούν ο άρχοντας Νικίας, (γιος) του Φίλωνος, από τον δήμο της Οτρύνης και οι πάρεδροί του, Αλκίμαχος, (γιος) του Κλεοβούλου, από τον δήμο του Μυρρινούντος και Αντιφάνης, (γιος) του Πολυκράτη, από τον δήμο της Οτρύνης λόγω της ευσέβειας και της φιλοτιμίας που έχουν προς τον δήμο των Αθηναίων. Να επαινεθούν δε και οι επιμελητές της πομπής, Ίσανδρος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Μνησίθεος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Καλλίθεος, (γιος) του Βουλάρχου, από τον δήμο της Φλύας, Αντιφάτης, (γιος) του Ευθυκρίτου, από τον δήμο της Αζηνίας, Κάλλαισχρος, (γιος) του Διοτίμου, από τον δήμο της Παλλήνης, Αμεινοκλής, (γιος) του Αντιφάνου, από τον δήμο Κήττους, Ιέρωνας, (γιος) του Φειδύλλου, από τον δήμο Αιθαλιδών, Κάλλιππος, (γιος) του Ιπποθέρσου, από τον δήμο Αχαρνών, Πολύζηλος, (γιος) του Ευηνορίδου, από τον δήμο Αλών και Θεογένης, (γιος) του Ποσειδωνίου, από τον δήμο Αμφιτροπής. Να επαινεθεί επίσης ο πατέρας της κανηφόρου, Καλλιφών, (γιος) του Καλλιφώντος, από τον δήμο Αθμονών. Να αναγράψει αυτό το ψήφισμα ο γραμματέας των πρυτάνεων σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου. Τη δαπάνη για την αναγραφή και την κατασκευή της στήλης να καταβάλουν οι υπεύθυνοι της διοίκησης.
Επὶ Λυσίαδου άρχοντος οίδε ιεροποίησαν
Ῥωμαία Χρύσιππος εξ Οίου Σμικυθίων Αναγυράσιος Πτολεμαία |
||
5.
10.
15.
20.
25.
30.
35.
|
5. [Α]σκληπιόδοτος Πειραιε
6. [Ν]ικογένης Φιλαίδης 7. [Αν]θεστήριος εγ Μυρριν 8. [Μ]νασαγόρας Αλεξανδ 9. [Π]αυσίλυπος Πειραιεύς 10. [Θ]εόφιλος Πειραιεύς 11. [Α]πελλής Σουνιεύς 12. Αρίβαζος Πειραιεύς 13. Ανδρέας Παλληνεύς 14. Άρεστος Μαραθώνιος 15. Νικόμαχος Περιθοίδη 16. Ασκληπιόδωρος Σουνι 17. [Φ]ιλιππίδης Φλυεύς 18. [Ε]ρ[μό]δωρος Φρεάρριος 19. [Φ]είδιππος Φλυε 20. [Τ]ιμησίθεος Εεχιεύς 21. [Μ]έ[ν]ων? Αζηνιεύς 22. [Γλ]αυκίας Θετταλός 23. [Π]ρωτόλαος Συπαλήττ 24. [Δ]ιονύσιος Κριωεύς 25. Παναίτιος Ῥόδιος 26. Δημόφιλος Πειραιεύς 27. [Θ]ράσιππος Ικαριεύς 28. [Ἴ]ων Αμφιτροπήθε 29. [Ά]λεξις Μαραθώνιος 30. [Β]ίων Αζηνιεύς 31. [Κ]ράτιππος Κηφισιεύ 32. [Α]ρχέλαος Συπαλήττι 33. [Θ]εόδωρος Ῥαμνούσιος 34. [Α]ρίσταρχος Λευκονοεύς 35. [Μ]έμνωνΣαρδιανός 36. [Κ]αλλικράτης Αγγελή[θεν] 37. [Λ]εύκιος
|
Αντίπατρος Πειραιεύς
Θηρύλος Πιθεύς Σπόριος Ῥωμαίος Ερμώναξ Ἕρμειος Αρχικλής Λακιάδης Λυκίσκος εξ Οίου Πυθικὸς Αραφήνιος Φιλήμων Ειρεσίδης Μενέλαος Πειραιεύς Κράτερμος Ῥαμνούσιος Λεόντιχος Αχαρνεύς Αλέξανδρος Ὀτρυνεύς Βάκχιος Αθμονεύς Βασιλείδης Πειραιεύς Αγιάδας Γαργήττιος Σέλευκος Δεκελεεύς Δέξανδρος Αναφλύστιο[ς] Γόργος Σφήττιος Μητρόδωρος Πειραιεύς Μήδειος Πειραιεύς Μένανδρος Πειραιεύς Ποσειδώνιος Λαμπτρεύ[ς] Ποσειδώνιος Πειραιεύς Εστιαίος Θημακεύς Αρισταρχος Ῥαμνούσιος Απολλόδωρος Πειραιεύς Ασκληπιά[δ]ης Πειραι[εύς] Λ— — |
Το κείμενο είναι ένας κατάλογος όσων υπηρέτησαν ως ιεροποιοί σε δύο γιορτές, τα Ῥωμαία και τα Πτολεμαία, μια συγκεκριμένη χρονιά.
Τα Ρωμαία αποτελούσαν έναν από τους τρόπους με τους οποίους αποδίδονταν τιμές στη Ρώμη μεταξύ άλλων και από πόλεις του ελλαδικού χώρου ήδη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο (Mellor 1975: 97-107· Deshours 2011: 78). Από τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.) και εξής η Αθήνα είναι σταθερή σύμμαχος της Ρώμης και αποκομίζει σημαντικά οφέλη από αυτήν την πολιτική –σημαντικότερο εκ των οποίων η μεταβίβαση της κυριαρχίας της Δήλου από τους Ρωμαίους στην Αθήνα το 167 π.Χ. (Habicht 1995: 196-264). Η γιορτή των Ρωμαίων εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής. Λίγο μετά το 155 π.Χ. καταγράφεται επίσης θυσία στο ρωμαϊκό Δήμο από κοινού με άλλους θεούς (Agora ΧV 1807-12), ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους προεδρία στο θέατρο του Διονύσου είχαν τόσο ο ιερέας του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης, όσο και ο ιερέας της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου (IG II2 5047, 5114).
Όσον αφορά τα Πτολεμαία, η ίδρυση της γιορτής αυτής απεικονίζει τις καλές σχέσεις της πόλης με το βασίλειο των Πτολεμαίων μετά το 229 π.Χ. και συνδυάζεται με άλλες τιμές που η Αθήνα απευθύνει στον Πτολεμαίο Γ’ την ίδια περίοδο, όπως η εισαγωγή μίας νέας φυλής, της Πτολεμαΐδας, και η θέσπιση λατρείας του ίδιου και της συζύγου του, βασίλισσας Βερενίκης (Habicht 1992). Τα Πτολεμαία στην Αθήνα συνεχίζουν να γιορτάζονται και επί Πτολεμαίου Η’ Ευεργέτη Β’ (145-116 π.Χ.), ενώ οι μαρτυρίες για καλές σχέσεις φτάνουν μέχρι και τη βασιλεία του Πτολεμαίου Θ’ Σωτήρα Β’, παρότι ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι Πτολεμαίοι δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων.
Σχετικά με τους ιεροποιούς η πλέον κατατοπιστική πηγή που διαθέτουμε είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1322b), ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους ως αρμοδιότητες πρακτικής φύσης, που σχετίζονται με τη σωστή λειτουργία των ιερών. Στην Αθήνα υπήρχαν ιεροποιοί επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες γιορτές, όπως εδώ (Smith 1968: 8-29). Στον συγκεκριμένο κατάλογο μαρτυρούνται εξήντα ένα ονόματα ιεροποιών, ενώ από ένα ακόμη όνομα σώζεται το αρχικό γράμμα. Ο μεγάλος αριθμός των ιεροποιών στα Πτολεμαία (πενήντα εννέα ονόματα έναντι δύο μόλις ιεροποιών στα Ρωμαία) ερμηνεύεται ως ένδειξη μιας εξαιρετικά λαμπρής τέλεσης της συγκεκριμένης γιορτής (βλ. Thompson 1961: 605-606).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπογραφική εξέταση των ιεροποιών του καταλόγου. Πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Παναίτιος ο Ρόδιος (στίχος 25) και ο Μνασαγόρας από την Αλεξάνδρεια (στίχος 8) ή ο Αντίπατρος και ο Ασκληπιόδοτος από τον Πειραιά (στίχος 5), ταυτίζονται με Στωικούς φιλοσόφους, γεγονός που έκανε την επιγραφή γνωστή ως ‘αττική επιγραφή των Στωικών’ (Crönert 1904).
Όταν ο Λυσιάδης ήταν άρχοντας, οι παρακάτω διετέλεσαν ιεροποιοί | ||||
στα Ρωμαία | ||||
Χρύσιππος από τον δήμο του Οίου | Σμικυθίων από τον δήμο του Αναγυρούντα | |||
στα Πτολεμαία | ||||
Ασκληπιόδοτος από τον δήμο του Πειραιά | Αντίπατρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Νικογένης από τον δήμο των Φιλαίδων | Θήρυλος από τον δήμο του Πίθου | |||
Ανθεστήριος από τον δήμο της Μυρρινούτης | Σπόριος Ρωμαίος | |||
Μνασαγόρας Αλεξανδρεύς | Ερμώναξ από τον δήμο του Έρμου | |||
Παυσίλυπος από τον δήμο του Πειραιά | Αρχικλής από τον δήμο των Λακιαδών | |||
Θεόφιλος από τον δήμο του Πειραιά | Λυκίσκος από τον δήμο του Οίου | |||
Απελλής από τον δήμο του Σουνίου | Πυθικός από τον δήμο της Αραφήνος | |||
Αρίβαζος από τον δήμο του Πειραιά | Φιλήμων από τον δήμο των Ειρεσιδών | |||
Ανδρέας από τον δήμο της Παλλήνης | Μενέλαος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Άρεστος από τον δήμο του Μαραθώνα | Κράτερμος από τον δήμο του Ραμνούντα | |||
Νικόμαχος από τον δήμο των Περιθοιδών | Λεόντιχος από τον δήμο των Αχαρνών | |||
Ασκληπιόδωρος από τον δήμο του Σουνίου | Αλέξανδρος από τον δήμο της Οτρύνης | |||
Φιλιππίδης από τον δήμο της Φλυάδος | Βάκχιος από τον δήμο του Αθμόνου | |||
Ερμόδωρος από τον δήμο των Φρεαρρίων | Βασιλείδης από τον δήμο του Πειραιά | |||
Φείδιππος από τον δήμο της Φλυάδος | Αγιάδας από τον δήμο του Γαργήττου | |||
Τιμησίθεος από τον δήμο της Ερχιάδος | Σέλευκος από τον δήμο της Δεκέλειας | |||
Μένων από τον δήμο της Αζηνιάδος | Δέξανδρος από τον δήμο της Αναφλύστου | |||
Γλαυκίας Θεσσαλός | Γόργος από τον δήμο της Σφηττού | |||
Πρωτόλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου | Μητρόδωρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Διονύσιος από τον δήμο της Κριωάδος | Μήδειος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Παναίτιος Ρόδιος | Μένανδρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Δημόφιλος από τον δήμο του Πειραιά | Ποσειδώνιος από τον δήμο των Λαμπτρών | |||
Θράσιππος από τον δήμο του Ικαρίου | Ποσειδώνιος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Ίων από τον δήμο της Αμφιτρόπης | Εστιαίος από τον δήμο του Θημακού | |||
Άλεξις από τον δήμο του Μαραθώνα | Αρίσταρχος από τον δήμο του Ραμνούντα | |||
Βίων από τον δήμο της Αζηνιάδος | Απολλόδωρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Κράτιππος από τον δήμο της Κηφισιάς | Ασκληπιάδης από τον δήμο του Πειραιά | |||
Αρχέλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου | Λ | |||
Θεόδωρος από τον δήμο του Ραμνούντα | ||||
Αρίσταρχος από τον δήμο του Λευκονίου | ||||
Μέμνων Σαρδιανός | ||||
Καλλικράτης από τον δήμο της Αγγέλης | ||||
Λεύκιος |