Διόγν[ε]τος Φρεάρριος εγραμμάτε[υε]· | |
Διοκλε͂ς ἐ͂ρχε· | |
έ̣δοχσεν τε͂ι βουλε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ακα[μ]αντὶ̣ς επ[ρ]υ̣τάνευε, [Δ]ι̣ό[γ]- | |
νετος εγραμμάτευε, Ευθύδικος [ε]πεστάτε, ․․Ε․․․ΑΝΕΣ είπε· τὸ[ν] | |
5 | Δράκοντος νόμον τὸμ περὶ το͂ φό[ν]ο αναγρα[φ]σά[ν]τον οι αναγρ̣αφε͂- |
ς το͂ν νόμον παραλαβόντες παρὰ το͂ β̣[α]σ̣[ι]λ̣έ[ος με]τ[ὰ το͂ γραμμ]ατέο- | |
ς τε͂ς βουλε͂ς εστέλει λιθίνει καὶ κα[τ]α[θ]έντ[ον πρόσ]θε[ν] τε͂ς στο- | |
ας τε͂ς βασιλείας· οι δέ πολεταὶ απ̣ομι[σθο]σ[άντον κατὰ τὸν ν]όμο- | |
ν, οι δέ ελλενοταμίαι δόντον τὸ αρ̣[γ]ύ[ρ]ι[ον]. | |
10 | προ͂τος άχσον. |
καὶ εὰμ μέ ’κ {²⁶εκ}²⁶ [π]ρονοί[α]ς [κ]τ[ένει τίς τινα, φεύγ]ε[ν· δ]ι- | |
κάζεν δέ τὸς βασιλέας αίτι̣ο[ν] φόν̣[ο] Ε․․․․․․․17․․․․․․․․Ε [β]ολ- | |
εύσαντα· τὸς δέ εφέτας διαγν[ο͂]ν̣[α]ι̣. [αιδέσασθαι δ’ εὰμ μέν πατέ]ρ ἐ͂- | |
ι ἒ αδελφὸ[ς] ἒ ℎυε͂ς, ℎάπαντ[α]ς, ἒ τὸν κ̣ο[λύοντα κρατε͂ν· εὰν δέ μέ] ℎ̣ού- | |
15 | τοι ὁ͂σι̣, μέχρ’ ανεφ[σι]ότετος καὶ̣ [ανεφσιο͂, εὰν ℎάπαντες αιδέσ]α̣σ- |
θαι εθέλοσι, τὸν κο[λύ]οντ̣α [κ]ρα[τε͂ν· εὰν δέ τούτον μεδέ ℎε͂ς ἐ͂ι, κτ]έ- | |
νει δέ άκο[ν], γνο͂σι δέ ℎοι̣ [πε]ντ[έκοντα καὶ ℎε͂ς ℎοι εφέται άκοντ]α̣ | |
κτε͂ναι, εσέσθ[ο]ν δέ ℎ̣[οι φ]ρ[άτορες εὰν εθέλοσι δέκα· τούτος δ]έ ℎ̣ο̣- | |
ι πεντέκο[ν]τ[α καὶ] ℎε͂ς αρ[ι]στ̣[ίνδεν ℎαιρέσθον. καὶ ℎοι δέ πρ]ότε[ρ]- | |
20 | ον κτέ[ν]α[ντ]ε[ς εν] το͂[ιδε το͂ι θεσμο͂ι ενεχέσθον. προειπε͂ν δ]έ το͂ι κ- |
τέν̣α̣ν̣[τι εν α]γορ̣[αι μέχρ’ ανεφσιότετος καὶ ανεφσιο͂· συνδιόκ]εν | |
δέ [κ]ανεφσ[ιὸς καὶ ανεφσιο͂ν παίδας καὶ γαμβρὸς καὶ πενθερὸ]ς κ- | |
αὶ φρ̣[ά]τ[ο]ρ[ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] αίτι- | |
ος [ἐ͂ι] φό[νο ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 26 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τὸς πεντέκοντ]α κα̣ὶ | |
25 | ℎένα ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ φόνο |
ℎέλ̣οσ[ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ εὰν δ]έ [τ]ις τ- | |
ὸ[ν αν]δ̣ρ̣[οφόνον κτένει ἒ αίτιος ἐ͂ι φόνο, απεχόμενον αγορα]ς εφο- | |
ρί[α]ς κ̣[α]ὶ [άθλον καὶ ℎιερο͂ν Αμφικτυονικο͂ν, ℎόσπερ τὸν Αθεν]αίον κ̣- | |
[τένα]ν̣[τα, εν τοίς αυτοίς ενέχεσθαι· διαγιγνόσκεν δέ τὸς] ε[φ]έτα[ς] | |
30 | ․ ․ ․ Ε̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ̣ει εμεδ̣- |
[απε͂ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]ΟΝΑΤ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Α̣Ν̣Α̣ ․ ․ | |
Ν̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ άρχον]τ̣α χερ̣- | |
ο͂ν̣ α[δίκον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 30 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ χερ]ο͂ν αδίκον κ- | |
35 | τέ[νει ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]Σ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ διαγιγνόσκ]εν̣ δέ τὸς ε- |
[φέτ]ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΙΣΕ ελεύθ- | |
ε[ρ]ος ἐ̣͂ι̣. κ̣α̣[ὶ εὰν φέροντα ἒ άγοντα βίαι αδίκος ευθὺς] α̣μυνόμενο- | |
ς κτέ[ν]ει, ν̣[εποινέ τεθνάναι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]Σ̣ΕΧΟΝΤΟΒ ․ | |
ΙΑΝ ․ ․ Λ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ]έν α̣πόστα̣- | |
40 | σιν ΤΟ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΣ δεκατε̣͂- |
[ς] ΤΟ ․ ․ Ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ε ΔΕΚΑ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 43 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΑ̣ΚΥΡ̣ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΜΝΥ̣Μ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΣ̣ΕΛ̣ ․ ․ | |
45 | ․ ․ ․ Φ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ν ․ ․ ΝΗ |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 47 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΙΠ | |
․ ․ ΕΝ ․ ․ Η ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΑΝ̣Α̣Ε | |
․ ․ ․ Κ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣ΗΕΚ | |
․ ․ 5 ․ ․ Ρ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Λ ․ ․ Ο̣Α | |
50 | ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Υ ․ ΙΤ̣ |
Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Π̣ΙΘ̣Ε ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 48 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣Ε̣ | |
․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι․Ο̣ ․ ․ | |
55 | ․ ․ 6 ․ ․ ․ Σ̣ΝΙ̣ — — — — |
[δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον]· | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ca. 32 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΣΕΝ̣ ․ | |
․ ․ ․ 8 ․ ․ ․ ․ Α̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ | |
(ίχνη γραμμάτων) |
Ο Δράκων αναφέρεται ως ο πρώτος νομοθέτης της Αθήνας και συντάκτης του πρώτου ποινικού κώδικα της πόλης που περιλάμβανε νόμους για διάφορα αδικήματα, όπως η ανθρωποκτονία, η κλοπή, ακόμα και η αργία (οκνηρία)· οι ποινές που όρισε έμειναν παροιμιώδεις για την αυστηρότητά τους. Συνέγραψε τους νόμους του επί άρχοντος Αρισταίχμου το 621/0 π.Χ. λίγα χρόνια μετά το “Κυλώνειο άγος”, τη σφαγή δηλαδή των οπαδών του Κύλωνα που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα και τη δίωξη με εξορία για τη σφαγή αυτή του γένους των Αλκμεωνιδών. Οι νόμοι του ανακλήθηκαν από τον Σόλωνα, ο οποίος διατήρησε σε ισχύ μόνον το νόμο περί φόνου ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 7.1· Πλούταρχος, Σόλων 17).
Η προκείμενη στήλη σώζει ψήφισμα της βουλής και του δήμου με το οποίο παραγγέλλεται στους αναγραφείς να παραλάβουν το νόμο του Δράκοντος περί φόνου από το αρχείο του άρχοντος βασιλέως και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη, η οποία θα στηθεί μπροστά στη Βασίλειο Στοά (στ. 1-9). Ακολουθεί η αναδημοσίευση του νόμου (στ. 10 κ.εξ.), ο οποίος είναι γνωστός εν μέρει και από τους αττικούς ρήτορες του 4ου αι. π.Χ. (Ανδοκίδης, Περί μυστηρίων 81, 83· Δημοσθένης, Κατὰ Αριστοκράτους 22-60 και Κατὰ Ευέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριών 52-73). Το ψήφισμα εκδόθηκε το έτος 409/8 π.Χ. στο πλαίσιο της αναδημοσίευσης της νομοθεσίας από τους αναγραφείς με επικεφαλής τον Νικόμαχο, μετά την πτώση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων το έτος 411 π.Χ.
Το σωζόμενο κείμενο του νόμου έχει τεθεί κάτω από επικεφαλίδες: προ͂τος άχσον (στ. 10) και [δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον] (στ. 56). Οι “άξονες” ήταν πιθανώς ξύλινες στήλες γραμμένες και στις τέσσερις πλευρές και στερεωμένες σε ξύλινο πλαίσιο με άξονες, ώστε με την περιστροφή τους να είναι αναγνώσιμες όλες οι πλευρές τους (για πιθανή αναπαράστασή τους, βλ. Stroud 1979: 45-47 και εικ. 1). Σε άξονες μαρτυρείται ότι είχαν αναγραφεί οι νόμοι του Δράκοντος και του Σόλωνος.
Το κείμενο του νόμου φαίνεται ότι ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, η ποινή για το οποίο είναι η εξορία (στ. 11). Ορίζει ποιοι είναι οι δικαστές που θα κρίνουν το αδίκημα και ακολούθως τη διαδικασία της δίωξης (στ. 12-13), η οποία επεκτείνεται όχι μόνο σε αυτόν που διέπραξε το αδίκημα ακούσια, αλλά και στον βολεύσαντα, δηλαδή αυτόν που το υποκίνησε (στ. 12-13), φράση στην οποία μπορεί, όπως έχει υποστηριχθεί, να αναγνωρισθεί και το αδίκημα του εκ προ μελέτης φόνου (Nörr 1983: 648 κ.εξ.). Ορίζονται ακόμη οι προϋποθέσεις για τη συγχώρηση του δράστη (στ. 13-19) και ο τόπος απαγγελίας της κατηγορίας (στ. 20-23).
Η συγχώρηση στο δράστη μπορεί να δοθεί μόνον ύστερα από την ομόφωνη συγκατάθεση όλων των στενών συγγενών του θύματος (πατέρα, αδελφού, γιου). Σε περίπτωση που αυτοί δεν υπάρχουν, η συγχώρηση μπορεί να δοθεί από άλλα μέλη της οικογένειας με την προϋπόθεση ότι η απόφασή τους θα είναι ομόφωνη (στ. 13-16). Αν δεν υπάρχει κανένας συγγενής του θύματος, οι εφέτες θα επιλέξουν δέκα μέλη της φρατρίας κατ’ αξίαν, οι οποίοι θα αποφασίσουν, αν θα δοθεί συγχώρηση στο δράστη (στ. 16-19) προκειμένου να μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα. Από τον Δημοσθένη (Κατὰ Αριστοκράτους 72) γνωρίζουμε ότι ο καταδικασμένος για ακούσιο φόνο έπρεπε να εγκαταλείψει την Αττική για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή μέχρι τα σύνορα, ενώ σε περίπτωση συγχώρησης έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τυπικό με θυσίες και καθαρμούς κατά την επιστροφή του.
Ο νόμος ακολούθως ορίζει ότι η ίδια διαδικασία για τη συγχώρηση του δράστη μπορεί να επεκταθεί σε αυτούς που διέπραξαν τον ακούσιο φόνο πριν από τη θέσπιση του νόμου (στ. 19-20). Μπορεί έτσι να αναγνωρισθεί ένας νομικός νεωτερισμός του Δράκοντος, αφού φαίνεται ότι, μέχρι τότε, η συγχώρηση δεν δινόταν με τον ίδιο τρόπο· παράλληλα με τη διάταξη αυτή υποδηλώνεται ότι η εργασία των αναγραφέων ήταν ακριβής στην παράθεση του “θεσμού”. Αν αναλογιστούμε επίσης ότι ο νόμος του Δράκοντος για την ανθρωποκτονία, ήταν επακόλουθο των γεγονότων του “Κυλώνειου άγους”, που είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του γένους των Αλκμεωνιδών, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αναδρομική ισχύ του νόμου (Stroud 1968: 51 και 72).
Ο νόμος αναφέρεται ακολούθως στο φόνο του καταδικασμένου ήδη για φόνο (ανδροφόνος) και άρα εξορίστου· ο φονέας του θα αντιμετωπισθεί ως φονέας ενός Αθηναίου (στ. 26-29). Τέλος προβλέπει ότι στον αιτιολογημένο φόνο ή φόνο εν αμύνη, ο δράστης απαλλάσσεται (στ. 33-37).
Οι διατάξεις του νόμου του Δράκοντος δείχνουν ότι με τη θέσπισή του το κράτος απέσπασε, από τον 7ο αι. π.Χ., την τιμωρία της ανθρωποκτονίας από τους συγγενείς των θυμάτων. Επειδή όμως η σωζόμενη επιγραφή ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές για το αν οι διατάξεις του Δράκοντος για τον εκ προθέσεως φόνο ίσχυαν κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και αν είχαν αναγραφεί στη στήλη μας, ή επειδή είχαν ήδη αναθεωρηθεί δεν συμπεριλήφθηκαν στη συγκεκριμένη αναδημοσίευση (ανακεφαλαίωση και σχολιασμός των σχετικών απόψεων: Gagarin 1981: 65-79· Sickinger 1999: 21-22). Στον προβληματισμό αυτό οδήγησε η χρήση του συνδέσμου καὶ στην αρχή του νόμου που, επειδή θεωρήθηκε ότι συνέδεε τις διατάξεις σχετικά με τα δύο διαφορετικά είδη ανθρωποκτονίας (εκ προθέσεως και ακούσιας), οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι qναγραφείς είχαν δημοσιεύσει μόνο το τμήμα του νόμου που ήταν ακόμα σε ισχύ κατά την εποχή της αναδημοσίευσης.
Η συστηματικότερη όμως μελέτη του λίθου έδειξε ότι ο σύνδεσμος καὶ στην αρχή του νόμου έχει επιδοτική σημασία και δεν συνδέει τις διατάξεις για τα δύο είδη φόνου. Παράλληλα, η αποσπασματική διατήρηση της στήλης του 409/8 π.Χ. και η φθορά μεγάλου τμήματος της επιφανείας της δεν αποκλείουν το γεγονός οι σχετικές με τον εκ προθέσεως φόνο διατάξεις να βρίσκονταν στο μη σωζόμενο σήμερα τμήμα της επιγραφής (Stroud 1968: 34-40). Έχει ακόμα διατυπωθεί από ορισμένους μελετητές η άποψη ότι οι διατάξεις του ακούσιου φόνου που εισάγονται με τη φράση καὶ εάν, αφορούν τόσο τον εκ προθέσεως, όσο και τον ακούσιο φόνο (Gagarin 1981: 96-110· αντίθετα Wallace 1989: 16-19).
Ένα άλλο σημείο διαφωνίας ανάμεσα στους μελετητές του αττικού δικαίου της κλασικής εποχής είναι, αν ο νόμος που αναγράφηκε στη στήλη είναι ο γνήσιος νόμος του Δράκοντος, ή αν έχουν συμπεριληφθεί μεταγενέστερες τροποποιήσεις στην αναδημοσίευσή του (MacDowell 1978: 68-70· αντίθετα Sickinger 1999: 18-20). Στο κείμενο όμως του νόμου χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις αρχαϊκές (π.χ. άξων, θεσμός αντί του νόμος), ή με την αρχαϊκή σημασία τους (π.χ. δικάζειν), καθώς και αρχαϊκές έννοιες και θεσμοί (αγορά εφορία, αριστίνδην) που δεν έχουν καμία θέση στη νομοθεσία της δημοκρατικής Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Αντίθετα, απηχούν παλαιότερες εποχές και την πολιτειακή κατάσταση της Αθήνας πριν από τις κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις υποδεικνύοντας ότι δεν έγινε επεξεργασία του νόμου πριν από την αναδημοσίευσή του.
Στην Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ. οι δίκες για ανθρωποκτονία δεν διεξάγονταν στην Ηλιαία. Οι υποθέσεις φόνων εκ προθέσεως δικάζονταν από τον Άρειο Πάγο που συνεδρίαζε στο ιερό των Ευμενίδων, στον ομώνυμο του δικαστηρίου λόφο. Οι ακούσιοι φόνοι δικάζονταν από το δικαστήριο των εφετών που συνεδρίαζε σε διαφορετικούς τόπους: στο ιερό της Παλλάδος για την εκδίκαση υποθέσεων ακούσιων φόνων ή φόνων δούλων ή μετοίκων, στο ναό του Δελφινίου Απόλλωνος για την εκδίκαση φόνων σε νόμιμη άμυνα και ακούσιων φόνων που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια πολέμων ή αγώνων, και τέλος στη Φρεαττώ για την εκδίκαση φόνων που είχαν διαπραχθεί από τους καταδικασμένους σε εξορία για άλλο ακούσιο φόνο. Τέλος, υποθέσεις φόνων των οποίων οι δράστες ήταν άγνωστοι ή ήταν ζώα ή άψυχα πράγματα εκδικάζονταν στο πρυτανείο.
Ο Διόγνητος από το δήμο των Φρεαρρίων ήταν γραμματεύς. Ο Διοκλής ήταν άρχων. Απόφαση της βουλής και του δήμου· η Ακαμαντίς φυλή επρυτάνευε, ο Διόγνητος ήταν γραμματεύς, ο Ευθύδικος ήταν επιστάτης, ο – – ε – – ανης εισηγήθηκε· το (στ. 5) νόμο του Δράκοντος περί φόνου να παραλάβουν οι αναγραφείς από τον βασιλέα μαζί με το γραμματέα της βουλής και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη και να τη στήσουν μπροστά από τη Βασίλειο Στοά· οι πωλητές να δημοπρατήσουν το έργο σύμφωνα με το νόμο και οι ελληνοταμίες να δώσουν τα χρήματα. (στ. 10) Πρώτος άξων. Ακόμα και αν κάποιος σκοτώσει ακουσίως άνθρωπο, να εξορίζεται· οι βασιλείς να δικάζουν τον αίτιο του φόνου… ή εκείνον που τον υποκίνησε και οι εφέτες να κρίνουν. Μπορεί να δοθεί συγγνώμη, αν υπάρχει πατέρας ή αδελφός ή γιος, εφ’ όσον συμφωνούν όλοι, αλλιώς να υπερισχύει η άποψη του αντιτιθέμενου· εάν δεν (στ. 15) υπάρχουν οι συγγενείς αυτού του βαθμού, μπορεί να δοθεί συγγνώμη από τους συγγενείς μέχρι το βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο εφ’ όσον συμφωνούν όλοι ανεξαρτήτως, αλλιώς να υπερισχύει η γνώμη του αντιτιθέμενου· εάν δεν υπάρχει κανένας από αυτούς και ο φόνος ήταν ακούσιος και οι πενήντα ένας, οι εφέτες, κρίνουν ότι ο φόνος ήταν ακούσιος, οι δέκα φράτορες, εάν το θέλουν, να του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα· και αυτούς να τους επιλέξουν οι πενήντα ένας κατ’ αξίαν. Και όσοι διέπραξαν φόνο πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (στ. 20) να αντιμετωπισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του. Η απαγγελία της κατηγορίας εναντίον του φονέως να γίνει στην αγορά από τους συγγενείς μέχρι τον βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο. Η δίωξη να γίνεται από κοινού και από τους εξαδέλφους και τα παιδιά των εξαδέλφων και τους γαμβρούς και τον πεθερό και τα μέλη της φρατρίας… υπεύθυνο για ανθρωποκτονία… και οι πενήντα ένας… φόνο… (στ. 26) Εάν κάποιος σκοτώσει τον φονέα ή είναι υπεύθυνος για το φόνο του ενώ (αυτός) απέχει από οποιαδήποτε συγκέντρωση που λαμβάνει χώρα στα σύνορα (της Αττικής) και από τους αγώνες και τις αμφικτυονικές τελετές, να έχει την ίδια τιμωρία, όπως εκείνος που σκότωσε Αθηναίο. Οι εφέτες να κρίνουν… (στ. 36) και εάν κάποιος αμυνόμενος σκοτώσει εκείνον που αδίκως λεηλατεί τη ζωή και την περιουσία του, να μείνει ατιμώρητος ο θάνατος…
Α.1 | οίδε νό[μ]οι περὶ τώγ καταφθι[μέ]νω[ν· κατὰ] |
[τά]δε θά[π]τ̣εν τὸν θανόντα· εν εμ[α]τίο[ις τρ]- | |
[ι]σὶ λευκοίς, στρώματι καὶ ενδύματι [καὶ] | |
[ε]πιβλέματι. εξε͂ναι δέ καὶ εν ελάσ[σ]οσ[ι μ]- | |
5 | [έ] πλέονος αξίοις τοίς τρισὶ εκατὸν δ[ρα]- |
[χ]μέων· εχφέρεν δέ εγ κλίνηι σφηνόπο[δ]ι [κ]- | |
[α]ὶ μέ καλύπτεν τὰ δολ[ο]σχερ[έα] τοί[ς εματ]- | |
ίοις· φέρεν δέ οίνον επὶ τὸ σήμα μ̣έ π̣[λέον] | |
τριών χών καὶ έλαιον μέ πλέο[ν] εν̣ό[ς, τὰ δέ] | |
10 | [α]γγεί[α] αποφέρεσθαι. τὸν θανό[ν]τα [φέρεν] |
[κ]ατακεκαλυμμένον σιωπήι μέχρι [επὶ τὸ] | |
[σ]ήμα. προσφαγίωι [χ]ρε͂σθαι κ̣ατὰ τ̣ὰ π[άτρι]- | |
[α. τ]ὴγ κλίνην απὸ το[ύ] σή̣[μα]το[ς] καὶ τὰ σ[τρώ]- | |
ματα εσφέρεν ενδόσε, τήι δέ υστεραί[ηι δι]- | |
15 | αρραίνεν τὴν οικίην ελεύθερον θαλά[σση]- |
[ι] πρώτον, έπειτα δ̣έ̣ ύ[δ]ατι λούεν γή[ι] χ[ρίσ]- | |
αντα· επὴν δέ διαρανθήι, καθαρὴν ε͂ναι τὴν οικίην καὶ θύη θύεν εφί[στι]- | |
[α]. τὰς γυναίκας τὰς [ι]ούσας [ε]πὶ τὸ κήδ[εον] | |
απιέναι προτέρας τών {αν} ανδρών απὸ [τού] | |
20 | [σ]ήματος. επὶ τώι θανόντι τριηκόστ̣[ια μέ] |
[π]οιε͂ν. μέ υποτιθέναι κύλικα υπὸ τὴγ [κλί]- | |
[ν]ην, μεδέ τὸ ύδωρ εκχε͂ν μεδέ τὰ καλλύ[σμα]- | |
τα φέρεν επὶ τὸ σήμα. όπου άν [θ]άνηι, επὴ[ν ε]- | |
ξενιχθε͂ι, μέ ιέναι γυναίκας π[ρὸ]ς τ[ὴν οι]- | |
25 | κίην άλλας ἒ τὰς μιαινομένας· μια[ίνεσθ]- |
αι δέ μητέρα καὶ γυναίκα καὶ αδε[λφεὰς κ]- | |
αὶ θυγατέρας· πρὸς δέ ταύταις μέ π[λέον π]- | |
[έ]ντε γυναικών· παίδας δέ [δύο θ]υγ[ατέρας] | |
[α]νεψιών· άλλον [δ]έ μ[ε]δέν[α]. τοὺς μι[αινομέ]- | |
30 | [νους] λουσαμένο[υς] π[ε]ρ̣ὶ̣ κ̣α̣[ὶ κατακέ]φ[αλα] |
[ύδατ]ος [χ]ύσι κα[θαρ]οὺς ε͂ναι εωι [. . .7. . . .] | |
[. . .7. . . .]η․νυ[. . . . . . . . . .20. . . . . . . . . . ] | |
— — — — — — — — — — — — — — — — — — | |
Β.1 | [έδο]ξεν τήι v |
[β]ουλήι καὶ v | |
[τ]ώι δήμωι· v v | |
[τή]ι τρίτηι v | |
5 | [κα]ὶ τοίς ενι- |
[αυ]σίοις κα- v | |
[θ]αροὺς εί- v v | |
[ν]αι τοὺς ποι- | |
[ού]ντας· ες ι- v | |
10 | [ε]ρὸν δέ μὴ ι- v |
[έ]ναι καὶ τὴν | |
[ο]ι[κ]ίαν καθα- | |
[ρ]ὴν είναι, μέ̣- | |
[χρι] άν εκ τού | |
15 | [σ]ήματος έλθ- |
[ωσιν]. vacat |
Τα δύο κείμενα που παραθέτουμε έχουν να κάνουν με νόμους (Α, στ. 1) και ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου (Β, στ. 1-3) της Ιουλίδος της Κέας, τα οποία ρυθμίζουν τις ταφικές τελετουργίες στην πόλη.
Ρυθμίσεις σχετικά με την ταφή του νεκρού
Οι πρώτες ρυθμίσεις αφορούν την ενδυμασία του νεκρού, η οποία έχει δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι το λευκό της χρώμα (Α, στ. 2-3), το οποίο συνήθως συνδέεται με την καθαρότητα και τη φωτεινότητα και έρχεται σε αντίθεση με το σκοτάδι του Άδη (για τη σύνδεση λευκού χρώματος και θανάτου, βλ. Πλούταρχος, Αίτια Ῥωμαϊκά, 26˙ Παυσανίας, 4.13.3˙ Αρτεμίδωρος, Ὀνειροκριτικά, 2.3). Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η τριπλή επάλληλη ενδυμασία του νεκρού, η οποία διακρίνεται στο στρώμα που θα τοποθετηθεί κάτω από τον νεκρό, το ένδυμα και το επίβλημα, με τα οποία εκείνος θα καλυφθεί (στ. 2-4). Οι τρεις αυτές επάλληλες στρώσεις θυμίζουν όσα αποδίδει ο Πλούταρχος στον Σόλωνα και τη νομοθεσία του, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν να καλύπτονται οι νεκροί στην Αθήνα με περισσότερα από τρία ρούχα (Πλούταρχος, Σόλων, 21.6), ή τις θρησκευτικές ρυθμίσεις που μας έρχονται από τη φρατρία των Λαβυαδών στους Δελφούς, σύμφωνα με τις οποίες ο νεκρός έπρεπε να πλαισιωθεί τόσο με στρώμα όσο και με μαξιλάρι (ποικεφάλαιον) (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 29-31) (βλ. σχετικά Frisone 2000: 67-69˙ Blok 2006: 214˙ Leão – Rhodes 2015: 119-120). Οι νόμοι της Ιουλίδας προβλέπουν, επίσης, ανώτατο όριο δαπάνης για τα παραπάνω ενδύματα (στ. 5-6): οι ερευνητές, ωστόσο, διαφωνούν εάν το ποσό της δαπάνης ορίζεται στις 100 ή τις 300 δραχμές (Frisone 2000: 69-71). Πληροφορίες για οικονομικής φύσεως παρεμβάσεις που αφορούν τις ταφικές πρακτικές εντοπίζονται και στη νομοθεσία του Σόλωνα, όπως επίσης και στην παραπάνω επιγραφική μαρτυρία από τους Δελφούς (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 19-23, 25-29). Οι περιορισμοί αυτοί, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν μεταξύ τους, φαίνεται να ήταν μέρος της προσπάθειας που κατέβαλε η εκάστοτε κοινότητα προκειμένου να ρυθμίσει τις σχέσεις της με τους νεκρούς της απέναντι στο ζήτημα του θανάτου (Blok 2006: 230˙ πρβλ. και Garland 1989: 15˙ Engels 1998: 62).
Η επιγραφή αναφέρεται, στη συνέχεια, στην εκφοράν του νεκρού (στ. 6), το στάδιο δηλαδή εκείνο που διαδεχόταν την πρόθεσιν και κατά το οποίο το φέρετρο μεταφερόταν από το σπίτι του νεκρού στο νεκροταφείο (Garland 1985: 31-34). Ο νεκρός τοποθετείται πάνω σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια (στ. 6). Δεν είναι, όμως, ξεκάθαρο το νόημα του επόμενου στίχου, λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζει η ερμηνεία της λέξης (;) «[τ]ὰ δολ[ο]σ[χ]ερ[έα]» (βλ. σχετικά Frisone 2000: 71-75˙ Osborne – Rhodes, GHI 573˙ Greek Ritual Norms 35). Υπάρχει πρόβλεψη για τη μέγιστη ποσότητα κρασιού και λαδιού που θα μεταφερθεί στον τάφο (όχι παραπάνω από τρεις και μία χοές αντίστοιχα), και ορίζεται ότι τα αγγεία που θα χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά θα πρέπει να επιστραφούν στο σπίτι (στ. 8-10). Το ίδιο θα ισχύσει για την κλίνη και τα στρώματα (στ. 13-14). Όπως και στην περίπτωση των Λαβυαδών (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 31-33), έτσι και στην Ιουλίδα, ο νεκρός πρέπει να είναι καλυμμένος και να τηρείται σιγή κατά τη μεταφορά (στ. 10-11). Ειδικά στους Δελφούς, τονίζεται ότι απαγορεύονται αυστηρά οι θρήνοι τόσο κατά την ημέρα της ταφής όσο και την επόμενη, τη δέκατη μέρα ή ακόμη και κατά τις ετήσιες εορτές μνήμης του νεκρού (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 35-52) (πρβλ. και Κικέρων, De legibus, 2.64-65, για τον Σόλωνα και τις απαγορεύσεις των θρήνων). Το τελετουργικό συμπληρώνεται με την τέλεση θυσιών προς τιμήν του νεκρού (στ. 12, προσφάγιον), οι οποίες θα γίνουν σύμφωνα με τις πάτριες παραδόσεις (στ. 12-13). Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πάτριος» συνδέεται με τα θρησκευτικά έθιμα μιας πόλης (Mikalson 2016: 110-119), παρουσιάζει ταυτόχρονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της πολυσημίας του. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω επιγραφή, μπορεί να αναφέρεται είτε στις παραδόσεις της Ιουλίδας, είτε ευρύτερα στις παραδόσεις των Ιώνων, ή μπορεί, επίσης, να εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σε όσες πατροπαράδοτες ταφικές πρακτικές δεν μεταβλήθηκαν και σε όσες υπέστησαν αλλαγές (Frisone 2000: 79-80).
Ζητήματα κάθαρσης και μιαρότητας
Στην επιγραφή εμφανίζονται εκτενώς οι δύο αντίθετες έννοιες της μιαρότητας και του εξαγνισμού (Parker 1983). Ο θάνατος είναι συνυφασμένος με το στοιχείο της μιαρότητας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να αποκατασταθεί η κανονική σχέση με το θείο, ορίζεται ότι την επόμενη ημέρα της ταφής η οικία του νεκρού πρέπει να ραντιστεί από έναν ελεύθερο άνδρα πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με καθαρό, ώστε αμέσως μετά να τελεστούν οι εφέστιες θυσίες (στ. 14-18). Το νερό έχει μεγάλη σημασία στις καθαρτήριες τελετές (βλ. και Παυσανίας, 2.31.9˙ Πορφύριος, Περὶ αποχής εμψύχων, 2.44). Μάλιστα, η σημασία του τονίζεται και δεύτερη φορά στην ίδια επιγραφή, όταν σημειώνεται πως η κάθαρση όσων έχουν μιανθεί θα επιτευχθεί μόνο αφού πλύνουν όλο το σώμα και το κεφάλι τους με νερό (στ. 29-31) (Burkert 1985: 79-80). Άλλες εκδόσεις του κειμένου (π.χ. IG XII, 5 593˙ Greek Ritual Norms 35) αναφέρουν ότι η οικία θα ραντιστεί πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με ύσσωπο. Ο ύσσωπος ως φυτό είναι περισσότερο γνωστό από μεταγενέστερα έργα (βλ., π.χ., Ιωάννης, Ευαγγέλιον, 19.29, όπου αναφέρεται ότι τις τελευταίες ώρες του Χριστού στον σταυρό, και ενώ εκείνος διψούσε, στρατιώτες τον πλησίασαν με έναν σπόγγο με ξύδι πάνω σε ένα κλωνάρι υσσώπου˙ Εβδομήκοντα, Ψαλμοί, 50.9, όπου αναδεικνύεται σαφέστερα ο καθαρτήριος ρόλος του˙ πρβλ. και Osborne – Rhodes, GHI 571).
Η επιγραφή περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις για τους συγγενείς του νεκρού. Ειδικότερα, ορίζεται ότι καμία γυναίκα δεν επιτρέπεται να εισέλθει στην οικία του νεκρού μετά την εκφορά του, πλην όσων είναι ήδη μιασμένες. Στην τελευταία κατηγορία δεν ανήκουν όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στην ταφή του νεκρού, αλλά ο στενός οικογενειακός κύκλος, δηλαδή η μητέρα, η γυναίκα, οι αδελφές και οι κόρες του νεκρού. Επίσης, τονίζεται ότι δεν μπορούν να εισέλθουν περισσότερες από πέντε άλλες γυναίκες (στ. 23-29) (πρβλ. και Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον, 62, σχετικά με τη νομοθεσία του Σόλωνα για την ταφή των νεκρών και την παρουσία των γυναικών) (βλ. σχετικά Parker 1983: 40-41˙ Frisone 2000: 88-89).
Απαγορεύονται, τέλος, κάποιες ιδιαίτερες πρακτικές που πιθανώς συνδέονται με δεισιδαιμονικές αντιλήψεις σχετικά με το μίασμα που προκαλούσε ο θάνατος (Parker 1983: 35-36˙ Garland 1989: 13), όπως η τοποθέτηση κύλικας κάτω από την κλίνη, η ρίψη νερού και η μεταφορά σκουπιδιών (καλλύσματα) στον τάφο (στ. 21-23) (για τον όρο «καλλύσματα», βλ. Hσύχιος, Λεξικόν, 1330 και Blok 2006: 209).
Εκδηλώσεις μνήμης για τους νεκρούς
Οι νόμοι της Ιουλίδας απαγορεύουν την οργάνωση τελετουργικού που λάμβανε χώρα σε άλλες περιοχές την τριακοστή ημέρα μετά την ταφή, το οποίο συνήθως περιλάμβανε κάποιο δείπνο (στ. 20-21) (Frisone 2000: 84-85). Αντιθέτως, στο ψήφισμα του δήμου που ακολουθεί, γίνεται αναφορά σε επιμνημόσυνες για τον νεκρό πρακτικές κατά την τρίτη ημέρα μετά την ταφή, καθώς και κατά τις ετήσιες εκδηλώσεις προς τιμήν του (ας σημειωθεί, ωστόσο, η διχογνωμία που υπάρχει ως προς την ανάγνωση του κειμένου στο σημείο αυτό: δεν είναι σαφές εάν η έκφραση «[κα]ὶ τοίς ενι[αυ]σίοις» αναφέρεται στην τρίτη ημέρα μετά την ταφή του νεκρού και σε ετήσια τελετουργικά ή στην τρίτη ημέρα των ετήσιων εκδηλώσεων, βλ. σχετικά Frisone 2000: 92-93). Όσοι θα μετέχουν σε αυτές τις εκδηλώσεις θα είναι μεν καθαροί, δεν θα πρέπει όμως να εισέλθουν εντός ιερού, και η οικία τους δεν θα θεωρείται καθαρή μέχρι να επιστρέψουν από τον τάφο (Β, στ. 1-16).
A. Αυτοί είναι οι νόμοι για τους νεκρούς. Να θάψουν τον νεκρό σύμφωνα με τα ακόλουθα: με τρία λευκά ενδύματα, ένα κάτω από αυτόν (στρώμα), ένα ρούχο γύρω από αυτόν (ένδυμα) και ένα πάνω από αυτόν (επίβλημα)· και να υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν λιγότερα, η αξία και των τριών όμως να μην είναι μεγαλύτερη από 100 δραχμές· (στ. 5) να μεταφέρουν τον νεκρό σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια και τα ενδύματα να μην καλύπτουν εντελώς τις λαβές της κλίνης· να μην φέρουν στον τάφο κρασί παραπάνω από τρεις χοές και λάδι περισσότερο από μία, και να πάρουν τα αγγεία πίσω· να μεταφέρουν τον νεκρό (στ. 10) μέχρι τον τάφο, πλήρως καλυμμένο, σιωπηλά· να πραγματοποιήσουν μια προκαταρκτική θυσία σύμφωνα με την παράδοση· να φέρουν από τον τάφο πίσω (στο σπίτι) την κλίνη και τα στρώματα· και την επόμενη μέρα, ένας άνδρας ελεύθερος να ραντίσει το σπίτι με θαλασσινό νερό (στ. 15) πρώτα, και έπειτα, αφού το τρίψει με χώμα, να το πλύνει με καθαρό νερό· και αφού ραντιστεί η οικία, να είναι καθαρή και να προσφερθούν οι εφέστιες θυσίες· οι γυναίκες οι οποίες παρευρίσκονται στην ταφή να αποχωρούν από τον τάφο πριν από τους άνδρες· να μην τελούνται τα τελετουργικά της τριακοστής μέρας προς τιμήν του νεκρού· (στ. 20) να μην τοποθετούν κύλικα κάτω από την κλίνη, ούτε να χύνουν έξω νερό ούτε να μεταφέρουν τα σκουπίδια (καλλύσματα) στον τάφο. Όταν πεθάνει κάποιος, και αφού το σώμα του έχει μεταφερθεί, να μην επιτρέπεται να μπουν άλλες γυναίκες στο σπίτι εκτός από τις μιασμένες· και μιασμένες (στ. 25) να θεωρούνται ότι είναι η μητέρα και η γυναίκα και οι αδελφές και οι κόρες· και πέραν αυτών να μην υπάρχουν παραπάνω από πέντε γυναίκες, δύο παιδιά, κόρες των ανιψιών, και κανένας άλλος· όσοι από τους μιασμένους έχουν πλυθεί με ρέον ύδωρ, από το κεφάλι ως τα πόδια, να είναι καθαροί (στ. 31).
B. Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν· (στ. 3) αυτοί οι οποίοι τελούν εορτές μνήμης των νεκρών την τρίτη ημέρα και ετησίως να είναι καθαροί· (στ. 9) να μην εισέλθουν, όμως, σε ιερό, και η οικία να είναι καθαρή, έως ότου επιστρέψουν από τον τάφο (στ. 16).
επὶ Φρυνίχου άρχοντος, επὶ τής Λεωντίδος εν- | |
άτης πρυτανείας, ἧι Χαιρέστρατος Αμεινίου | |
Αχαρνεὺς εγραμμάτευεν· τών προέδρων επεψή- | |
φιζεν Μενέστρατος Αιξωνεύς· Ευκράτης Αρισ- | |
5 | τοτίμου Πειραιεὺς είπεν· αγαθήι τύχηι τού δ- |
ήμου τού Αθηναίων, δεδόχθαι τοίς νομοθέται- | |
ς· εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επὶ τυραννίδι | |
ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσηι ἢ τὸν δήμον τ- | |
ὸν Αθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Αθήνησιν | |
10 | καταλύσηι, ός άν τὸν τούτων τι ποιήσαντα απο- |
κ⟨τ⟩είνηι, όσιος έστω· μὴ εξείναι δέ τών βουλευ- | |
τών τών τής βουλής τής εξ Αρείου Πάγου καταλ- | |
ελυμένου τού δήμου ἢ τής δημοκρατίας τής Αθ- | |
ήνησιν ανιέναι εις Άρείον Πάγον μηδέ συνκα- | |
15 | θίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μη- |
δέ περὶ ενός· εὰν δέ τις τού δήμου ἢ τής δημοκρ- | |
ατίας καταλελυμένων τών Αθήνησιν ανίηι τώ- | |
ν βουλευτών τών εξ Αρείου Πάγου εις Άρειον Π- | |
άγον ἢ συνκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ἢ βολεύη- | |
20 | ι περί τινος, άτιμος έστω καὶ αυτὸς καὶ γένος |
τὸ εξ εκείνου, καὶ η ουσία δημοσία έστω αυτού | |
καὶ τής θεού τὸ επιδέκατον· αναγράψαι δέ τόν- | |
δε τὸν νόμον εν στήλαις λιθίναις δυοίν τὸν γ- | |
ραμματέα τής βουλής καὶ στήσαι τὴμ μέν επὶ τ- | |
25 | ής εισόδου τής εις Άρειον Πάγον τής εις τὸ βο- |
υλευτήριον εισιόντι, τὴν δέ εν τήι εκκλησία- | |
ι· εις δέ τὴν αναγραφὴν τών στηλών τὸν ταμίαν | |
δούναι τού δήμου : ΔΔ : δραχμὰς εκ τών κατὰ ψη- | |
φίσματα αναλισκομένων τώι δήμωι. vac. |
Η επιγραφή φέρει νόμο (ή νόμο που εντάσσεται στο σώμα ενός ψηφίσματος, βλ. Squillace 2018: 144), ο οποίος ψηφίστηκε μετά από πρόταση του Ευκράτη και έχει ως σκοπό να προστατεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Σώζονται τα ονόματα του επωνύμου άρχοντος Φρυνίχου (στ. 1), της πρυτανεύουσας φυλής Λεοντίδος (στ. 1-2), του γραμματέα Χαιρέστρατου (στ. 2-3) και του εισηγητή της πρότασης Ευκράτη (στ. 4-5), ο οποίος βρήκε τον θάνατο το 322 π.Χ., μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Αθήνα ([Λουκιανός], Δημοσθένους εγκώμιον, 31· Lambert 2018: 210). Αναγράφεται, επίσης, το όνομα του προέδρου των νομοθετών Μενέστρατου (στ. 3-4). Οι νομοθέτες αποτελούν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα ειδικό σώμα Αθηναίων πολιτών το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης νέων νόμων (Rhodes – Osborne, GHI: xviii, 390· Canevaro 2018).
Η επιγραφή αναγράφηκε σε δύο στήλες, από τις οποίες η μία τοποθετήθηκε στην είσοδο του Αρείου Πάγου και η άλλη στην Πνύκα (στ. 22-27), ως υπενθύμιση στους Αθηναίους ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό τους πολίτευμα (Teegarden 2014: 110). Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, ποιο από τα δύο αντίγραφα βρέθηκε στην Αγορά (Attic Inscriptions Online 33).
O Άρειος Πάγος τον 4ο αιώνα π.Χ.
Την κλασική εποχή ο Άρειος Πάγος απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες οι οποίοι έχουν ασκήσει το αξίωμα των εννέα αρχόντων και έχουν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους (εύθυναι). Τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία και αρμοδιότητά τους είναι η εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σωματικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 57.3).
Σύμφωνα, επίσης, με τις πηγές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Άρειος Πάγος έχει την αρμοδιότητα να διενεργεί έρευνες (βλ. ενδ. Αισχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 81-82· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους, 50-51, 62-63· Δημοσθένης, Περὶ τού στεφάνου, 132-134· βλ. σχετικά Harris 2016: 77-78).
Μεταξύ άλλων, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, ο Άρειος Πάγος μπορεί να διερευνήσει κάποιο ζήτημα ή κάποιο πρόσωπο ύποπτο για εγκλήματα πολιτικού χαρακτήρα, στη συνέχεια να συντάξει μια έκθεση των πορισμάτων του και να την υποβάλει στην εκκλησία του δήμου (απόφασις). Αν η αναφορά συνηγορεί υπέρ της ενοχής του υπόπτου, η εκκλησία του δήμου μπορεί να προχωρήσει στη δίωξή του, επιλέγοντας τα πρόσωπα τα οποία θα ενεργήσουν ως κατήγοροι και παραπέμποντας την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ηλιαία, η οποία είτε θα αθωώσει είτε θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο (de Bruyn 1995: 143-145· Rhodes 1995: 313· Hansen 19992: 292). Οι σχετικές μαρτυρίες τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ συνδέονται συχνά από τους ερευνητές με πρόσθετες εξουσίες που πιθανώς αποκτά ο Άρειος Πάγος τότε, συμπίπτουν δε χρονικά με μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πολιτική ιστορία της Αθήνας περίοδο, καθώς η αυξανόμενη επιρροή και δύναμη του Φιλίππου B΄ επηρεάζει σημαντικά την πολιτική που υιοθετεί η πόλη (Teegarden 2014: 100-101).
Την επαύριο της ήττας των Αθηναίων από τις δυνάμεις του Φιλίππου Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η Αθήνα λαμβάνει μια σειρά από έκτακτα μέτρα για να οργανώσει την αντίστασή της σε ενδεχόμενη επίθεση του Φιλίππου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το ψήφισμα του δήμου, σύμφωνα με το οποίο όσοι θα απέφευγαν το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας τους θα κρίνονταν ένοχοι προδοσίας και θα βίωναν την υπέρτατη τιμωρία. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, περισσότερα στοιχεία σχετικά με το όργανο που θα έπρεπε να τιμωρήσει τους παραβάτες. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος συνέλαβε και οδήγησε σε θάνατο τους προδότες που εγκατέλειψαν τότε την πόλη (Λυκούργος, Κατὰ Λεωκράτους, 52-54). Με βάση όσα είναι γνωστά ως τώρα για τη δικαιοδοσία του, φαίνεται ότι ο Άρειος Πάγος απέκτησε έκτακτες εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών ως προς το αν οι εξουσίες αυτές του δόθηκαν με κάποιο ψήφισμα ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου με δική του πρωτοβουλία υπερέβη τις αρμοδιότητές του (βλ. ενδ. Carawan 1985: 129-130· Wallace 1989: 118· de Bruyn 1995: 152-153· Hansen 19992: 291· Sullivan 2003: 133-134). Σώζεται, επίσης, μαρτυρία σχετικά με Αθηναίο πολίτη, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει στη Σάμο, μετά την ήττα, και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο ως προδότης της πόλης (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφώντος, 252). Σε αυτά τα στοιχεία έρχεται να προστεθεί, τέλος, και η παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του Φωκίωνα –ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ειρήνης με τον Φίλιππο– ως στρατηγού και όχι του Χαρίδημου (Πλούταρχος, Φωκίων, 16.4).
Ο νόμος του Ευκράτη
Ο νόμος τον οποίο εισηγήθηκε ο Ευκράτης αθωώνει αυτόν που θα σκοτώσει όποιον τυχόν επιχειρήσει να καταλύσει τη δημοκρατία (στ. 7-11). Ταυτόχρονα προβλέπει αυστηρές ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δήμευση περιουσίας και τη στέρηση δικαιωμάτων (άτιμος έστω, για την ατιμία, βλ. Youni 2019: 361-375) για εκείνα τα μέλη του Αρείου Πάγου τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την κατάλυση της δημοκρατίας (στ. 16-22).
Ο νόμος, και ιδίως η μνεία του στον Άρειο Πάγο, έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τη σύγχρονη έρευνα: ως μέτρο το οποίο λήφθηκε, αφενός, για να περιοριστεί η δύναμη που είχε αποκτήσει ο Άρειος Πάγος μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (de Bruyn 1995: 161), αφετέρου για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη συνεργασία του με τους Μακεδόνες (Ostwald 1955: 124-126), ή, ακόμη, και για να προστατευθεί ο Άρειος Πάγος από εξωτερικές πιέσεις οι οποίες θα τον ανάγκαζαν να νομιμοποιήσει ένα μη δημοκρατικό καθεστώς (Schwenk, Athens Alexander: 40-41)· ως ένας τρόπος με τον οποίο οι Αθηναίοι διεκήρυτταν ότι μένουν πιστοί στις αρχές της Κορινθιακής Συμμαχίας του Φιλίππου Β΄ (338/7 π.Χ.), σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις έπαιρναν όρκο να μην καταλύσουν τα ισχύοντα σε κάθε κράτος πολιτεύματα (IG II³ 1, 318, στ. 12-14) (Mossé 1970: 75-77)· ως μέσο με το οποίο οι Αθηναίοι καθιστούσαν σαφή την αφοσίωσή τους στο δημοκρατικό τους πολίτευμα (Wallace 1989: 179-184· Habicht 1997: 13-14) ή αποδείκνυαν στους υπόλοιπους Έλληνες ότι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πολιτειακή σταθερότητα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε επιβάλει τυραννικές κυβερνήσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις (Squillace 1994: 117-141· id. 2018: 148-151)· ως ένα μέτρο το οποίο ενθάρρυνε τον Άρειο Πάγο να επιτελέσει το καθήκον του ως προς την προστασία του πολιτεύματος, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση (Harris 2016: 79). Τέλος, πρόσφατα, διατυπώθηκε και η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που προβλέπονταν για τα μέλη του Αρείου Πάγου λειτουργούσαν ως προειδοποίηση για τους Αθηναίους ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό απειλή, σε περίπτωση που εκείνοι θα διαπίστωναν ότι οι Αρεοπαγίτες δεν συνήλθαν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους (Teegarden 2014: 104-105).
Και στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάλογες αποφάσεις προστασίας του πολιτεύματός τους. Αυτό φαίνεται στο ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε ο Δημόφαντος μετά το ολιγαρχικό κίνημα είτε του 411 είτε του 404 π.Χ. (Canevaro – Harris 2012: 119-125), το οποίο υποχρέωνε τους Αθηναίους πολίτες να συνδράμουν έμπρακτα στην προάσπιση της δημοκρατίας (Ανδοκίδης, Περὶ τών μυστηρίων, 96-98). Όπως και ο νόμος που πρότεινε ο Ευκράτης, έτσι και το ψήφισμα του Δημόφαντου όριζε, μεταξύ άλλων, ότι όποιος σκότωνε αυτόν που θα κατέλυε τη δημοκρατία δεν θα διωκόταν ποινικά (όσιος έστω καὶ ευαγής).
Επί άρχοντος Φρυνίχου, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίς, ένατη κατά σειρά, κατά την οποία ο Χαιρέστρατος, γιος του Αμεινίου, από τον δήμο των Αχαρνών, ήταν γραμματέας. Από τους προέδρους ο Μενέστρατος, από τον δήμο της Αιξωνής, έθετε το θέμα σε ψηφοφορία. Ο Ευκράτης, γιος του Αριστότιμου, (στ. 5) από τον δήμο του Πειραιά εισηγήθηκε. Με καλή τύχη του δήμου των Αθηναίων, οι νομοθέτες να αποφασίσουν: εάν κάποιος κινηθεί ενάντια στον δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή καταλύσει τον δήμο των Αθηναίων ή τη δημοκρατία στην Αθήνα, όποιος τυχόν σκοτώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο από αυτά (στ. 10) να μην θεωρείται μολυσμένος (όσιος)· και να μην επιτρέπεται σε κανέναν από τους βουλευτές της βουλής του Αρείου Πάγου, εάν ο δήμος ή η δημοκρατία στην Αθήνα έχουν καταλυθεί, να ανέβει στον Άρειο Πάγο ή να καθίσει για συνεδρίαση ή να συσκέπτεται (στ. 15) για οτιδήποτε· αλλά εάν, ενώ ο δήμος και η δημοκρατία της Αθήνας έχουν καταλυθεί, κάποιος από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου ανέβει στον Άρειο Πάγο ή κάθεται για συνεδρίαση ή συσκέπτεται για οτιδήποτε, να περιπέσει σε ατιμία και ο ίδιος και οι απόγονοί (στ. 20) του και η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο αυτής να αποδοθεί στη θεά. Αυτός ο νόμος να αναγραφεί σε δύο λίθινες στήλες από τον γραμματέα της βουλής, και να τοποθετηθεί η μία στην είσοδο του Αρείου Πάγου (στ. 25) από την οποία εισέρχεται κανείς στο βουλευτήριο, και η άλλη στην εκκλησία του δήμου. Για την αναγραφή των στηλών ο ταμίας του δήμου να δώσει είκοσι δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα (στ. 29).
αγαθήι τύχηι, ι̣ε̣ρ̣ονομούντος | |
Δημητρίου, μηνὸς Θαργηλιώνος | |
δευτέραι, Αλέξων Δάμωνος εί- | |
πεν· νόμον είναι Γαμβρειώταις | |
5 | τὰς πενθούσας έχειν φαιὰν εσθή- |
τα μὴ κατερρυπωμένην· χρήσθαι | |
δέ καὶ τοὺς άνδρας καὶ τοὺς παίδας | |
τοὺς πενθούντας εσθήτι φαιαι, | |
εὰμ μὴ βούλωνται λευκήι· επιτε- | |
10 | λείν δέ τὰ νόμιμα τοίς αποιχομέ- |
νοις έσχατον εν τρισὶ μησίν, τώι δέ | |
τετάρτωι λύειν τὰ πένθη τοὺς άν- | |
δρας, τὰς δέ γυναίκας τώι πέμπτωι, | |
καὶ εξανίστασθαι εκ τής κηδείας | |
15 | καὶ εκπορεύεσθαι τὰς γυναίκας |
τὰς εξόδους τὰς εν τώι νόμωι γε- | |
γραμμένας επάναγκον· τὸν δέ γυ- | |
ναικονόμον τὸν υπὸ τού δήμου αι- | |
ρούμενον τοίς αγνισμοίς τοίς πρὸ | |
20 | τών Θεσμοφορίων επεύχεσθαι τοίς εμ- |
μένουσιν καὶ ταίς πειθομέναις τώι- | |
δε τώι νόμωι εύ είναι καὶ τών υπαρχόν- | |
των αγαθών όνησιν, τοίς δέ μὴ πειθο- | |
μένοις μηδέ ταίς εμμενούσαις τα- | |
25 | ναντία· καὶ μὴ όσιον αυταίς είναι, ὡς |
ασεβούσαις, θύειν μηθενὶ θεών επὶ δέ- | |
κα έτη· τὸν δέ μετὰ Δημήτριον | |
στεφανηφόρον ταμίαν αιρεθέντα | |
αναγράψαι τόνδε τὸν νόμον εις δύο | |
30 | στήλας καὶ αναθείναι τὴμ μέν |
μίαν πρὸ τών θυρών τού Θεσμοφο- | |
ρίου, τὴν δέ πρὸ τού νεὼ τής Αρτέ- | |
μιδος τής Λοχίας· ανενεγκάτω | |
δέ ο ταμίας τὸ ανάλωμα τὸ γε- | |
35 | νόμενον εις τὰστήλας τώι |
πρώτωι λογιστηρίωι. |
H μικρασιατική πόλη Γάμβρειον, κοντά στην Πέργαμο, ψηφίζει έναν νόμο σχετικό με τις ταφικές τελετές και τους μετέχοντες σε αυτές. Ο νόμος εντάσσεται σε μια σειρά παρόμοιων κειμένων από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που αφορούν τα έξοδα των κηδειών, τη διαρρύθμιση και διακόσμηση των τάφων, τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων –κυρίως των γυναικών– στην τελετή της ταφής και στη λατρεία των νεκρών. Οι νόμοι που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την ταφή, το πένθος και τη λατρεία των νεκρών είναι πολυάριθμοι και προέρχονται από πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου (γενικά Engels 1998· Frisone 2000). Στην Αθήνα έχουμε σχετικούς νόμους του Σόλωνα (Πλούταρχος, Σόλων 12,5; 21,4-5 = Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72) και του Δημήτριου Φαληρέα (317/07 π.Χ., Κικέρων, de Iegibus 2, 66) και στη Σπάρτη ρυθμίσεις που ανάγονται στη νομοθεσία του Λυκούργου (Πλούταρχος, Βίος Λυκούργου 27, 1-4· Ηρόδοτος 6, 58, 1· Ξενοφών, Λακεδαιμονίων πολιτεία 15 , 9). Σχετικούς νόμους έχουμε επίσης από τη Γόρτυνα (5ος αι. π.Χ., I.Cret. IV 46B στ. 6-13· 7 6B = Koerner 1993: αρ. 137· 150 = Νomima II 84, 85), τους Λοκρούς (νόμος του Ζαλεύκου, 6ος αι. π.Χ.?, Ηρακλείδης Λέμβιος, Excerpta Politiarum αρ. 60, Dilts 1971· Ailius, Varia 6, 6), την Ιουλίδα στην Κέα (β’ μισό του 5ου αι. π.Χ., IG XII 5, 593 = LSCG 97 = Koerner 1993: αρ. 60), τις Συρακούσες (αρχές 5ου αι. π.Χ., Διόδωρος 11, 38, 2), τους Δελφούς (νόμος της φρατρίας των Λαβυαδών, περ. 400 π.Χ., CID I 9C στ. 19-52 = Koerner 1993: αρ. 46), τη Θάσο (περ. 400-350 π.Χ., LSCGSuppl. 64), τη Μασσαλία (Valerius Maximus 2, 6, 7-9) και τη Νίσυρο (3ος αι. π.Χ., ΙG XII 3, 87). Ειδικά για την προσπάθεια περιορισμού της πολυτέλειας των ταφών και των τάφων και τον έλεγχο της πόλης πάνω στις ταφικές πρακτικές βλ. Garland 1989· Zinserling 1991· Βernhardt 2003.
Ο παρών νόμος του Γαμβρείου προκύπτει από ψήφισμα του δήμου μετά από εισήγηση του Αλέξωνος, γιου του Δάμωνος. Αν εξαιρέσουμε τις ρυθμίσεις για την ανέγερση και χρηματοδότηση των στηλών (στ. 27-36), το κείμενο της εισήγησης είναι αυτούσιο το κείμενο του νόμου και αφορά τα ενδύματα και τη διάρκεια του πένθους, καθώς επίσης τη συμμετοχή των γυναικών στις πένθιμες τελετές. Οι συνέπειες της τήρησης ή της παραβίασης του νόμου προβλέπονται στην τελευταία παράγραφο (στ. 17-27).
Οι ρυθμίσεις αφορούν τη διεξαγωγή και τα έξοδα του συνόλου ή τμημάτων της ταφικής τελετής, όπως της πρόθεσης, της εκφοράς και της καθαυτό κηδείας. Αφορoύν επίσης τη διαμόρφωση του τάφου (τύμβος) και τη διακόσμησή του με επιτύμβιο μνημείο (σήμα), ενώ κάποιες ρυθμίσεις σχετίζονται με το διάστημα μετά την ταφή, την περίοδο του πένθους και τους σχετικούς καθαρμούς (για τις ταφικές συνήθειες και ειδικότερα τις μεταθανάτιες τιμές και τα νεκρόδειπνα στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις βλ. Kurtz – Boardman 1971· Garland 1985· Herfort-Koch 1992· Drexhage – Sünskes Thompson 1994).
Οι κανόνες αυτοί αποτελούν μαρτυρίες του θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου της εκάστοτε πολιτικής κοινότητας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και δεν πρέπει να οδηγούν σε γενικεύσεις. Ωστόσο, η αξία τους έγκειται σε αυτό ακριβώς: οι ιεροί νόμοι της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελούν επεμβάσεις στον θρησκευτικό βίο της κοινότητας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αποκατάστασης ή αναθεώρησης παραδοσιακών ταφικών πρακτικών/συνηθειών.
Πένθος και ένδυμα
Σύμφωνα με τον νόμο του Γαμβρείου οι γυναίκες που πενθούν πρέπει κατά τη διάρκεια της κηδείας και την περίοδο του πένθους να φέρουν γκρίζα ενδύματα, οι άνδρες και τα παιδιά γκρίζα ή λευκά (στ. 4-9). Ενώ, λοιπόν, για τις γυναίκες ορίζεται ένα συγκεκριμένο χρώμα, άνδρες και παιδιά μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο. Με αυτή τη ρύθμιση αφενός εισάγεται ένας νέος κανόνας για τα ενδύματα στην περίπτωση του πένθους, αφετέρου διασπάται η ενιαία εικόνα των πενθούντων που αποτυπωνόταν στο ένδυμα κοινού χρώματος (πιθανόν λευκού) και επιδιώκεται μια διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών (για την διαφοροποίηση των φύλων στους ιερούς νόμους βλ. Cole 1992).
Το ένδυμα παίζει σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική λατρεία (Mills 1984· Jaritz 1993). Ιεροί νόμοι διευθετούν την περιβολή ανδρών και γυναικών κατά την είσοδο στο ιερό ή στο τέμενος μιας συγκεκριμένης θεότητας, καθώς και κατά τη συμμετοχή στην πομπή ή σε άλλες τελετές, όπως στην περίπτωση του Γαμβρείου. Οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν την καθαριότητα και γενικά την καλή κατάσταση του ενδύματος (στ. 6: μὴ κατερρυπωμένην), το είδος του υφάσματος, το χρώμα και τη μορφή του ενδύματος για τους άνδρες και για τις γυναίκες, καθώς επίσης συμπληρωματικά στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης των πιστών, όπως τα υποδήματα, τα κοσμήματα και την κόμμωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ρυθμίσεις διακρίνουν άνδρες και γυναίκες, όπως εδώ. Ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα.
Ειδικά το χρώμα του ενδύματος έχει συμβολική σημασία (Radke 1936· Cullam 1986· Gage 1993: 11-27). Το άσπρο χρώμα (λευκόν ή λαμπρόν), το οποίο αποτελεί σύμφωνα με την αρχαία κλίμακα ένα από τα τέσσερα βασικά χρώματα, είναι κατά τον Δημόκριτο (DK 68 A 135 = Θεόφραστος, Περὶ αισθήσεων 73-76) «μὴ τραχὺ μηδ᾿ επισκιάζη μηδέ δυσδίοδον» και συνιστά το αντίθετο του μαύρου (μέλας). Συμβολικά στο λευκό χρώμα ενυπάρχει μια δύναμη αποτρεπτική απέναντι στον νεκρό και στους δαίμονες που τον περιβάλλουν. Λόγω των αποτρεπτικών ιδιοτήτων του το λευκό είναι το χρώμα που φορούν οι ιερείς σε δημόσιες εμφανίσεις και μεγάλες γιορτές (λευχειμονείν). Το φαιό είναι ένα ενδιάμεσο χρώμα μεταξύ του άσπρου και του μαύρου και σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δεν έχει καμία ιδιαίτερη (θετική ή αρνητική) ιδιότητα. Αν και το φαιό μαρτυρείται ως χρώμα πένθους μόνο στο Γάμβρειον, εμφανίζεται ως το χρώμα του νεκρικού καλύμματος σε μια επιγραφή από τους Δελφούς, που ρυθμίζει μεταξύ άλλων τα θέματα της ταφής στην φρατρία των Λαβυαδών (CID I 9C στ. 19-52, περ. 400 π.Χ.).
Η διάρκεια του πένθους
Η διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών επεκτείνεται και στo ζήτημα της διάρκειας του πένθους. Η διάρκεια του πένθους στο Γάμβρειον είναι μεγάλη σε σχέση με άλλες πόλεις: για τους άνδρες τέσσερις και για τις γυναίκες τρεις μήνες. Στην Αθήνα το πένθος διαρκεί ένα μήνα (Λυσίας 1, 14), στην Σπάρτη ένδεκα ημέρες (Πλούταρχος, Λυκούργος 27,2-4), στην Θάσο πέντε ημέρες (LSCG Suppl. 64 στ. 3-4 – τουλάχιστον για τους πεσόντες στις μάχες) και στην Ιουλίδα της Κέας η επιμνημόσυνη τελετή απαγορεύεται την τριακοστή μέρα μετά την ταφή (IG XII 5, 593 στ. 20). Σε ορισμένα ιερά η λόγω μιάσματος απαγόρευση εισόδου και θυσίας για τους συγγενείς του νεκρού κυμαίνεται ανάμεσα σε είκοσι και σαράντα ημέρες. Γενικά διαπιστώνεται η τάση των νομοθετών να περιορίζουν και όχι να επιμηκύνουν την διάρκεια του πένθους. Σε αντίθεση με αυτή τη γενική τάση τείνουμε να πιστέψουμε ότι στον νόμο του Γαμβρείου επιμηκύνεται η διάρκεια του πένθους των γυναικών, αν και η επιγραφή δεν μας δίνει συγκεκριμένα στοιχεία.
Η διάρκεια του πένθους έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η επαφή με τον θάνατο, δηλαδή η επαφή με τη σορό, η συμμετοχή στην προετοιμασία της ταφής, στον τελετουργικό θρήνο και στην ταφή καθαυτή, συνεπάγονταν μόλυνση/μίασμα για τους συγγενείς του νεκρού και για όλους τους μετέχοντες. Η επανένταξή τους στην κοινότητα γινόταν μόνο μετά από τελετές καθαρμού και μια περίοδο αποχής. Η παραβίαση αυτών των κανόνων μπορούσε να επιφέρει την εξάπλωση του μιάσματος και να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα, όπως μια μολυσματική ασθένεια (για το μίασμα βλ. Moulinier 1952· Parker 1983). Ενδιαφέροντες είναι οι ιεροί νόμοι που ορίζουν με λεπτομέρειες τη διεξαγωγή καθαρμών, καταγράφουν όσα γεγονότα και αντικείμενα προξενούν μίασμα και προβλέπουν τιμωρίες σε περίπτωση παραβιάσεων (π.χ. IPArk 20, Αρκαδία, περ. 525 π.Χ. και IG XII 4, 72, στ. 21-30, Κως, α’ μισό 3ου αι. π.Χ.).
H συμμετοχή των γυναικών στις ταφικές τελετές
Η επόμενη ρύθμιση αφορά μόνο τις γυναίκες (στ. 14-17): προβλέπεται ο αποκλεισμός τους από την ταφή, δηλαδή από το τελευταίο μέρος των επιθανάτιων τελετών, και η υπό όρους συμμετοχή τους στην ταφική πομπή. Για τον έλεγχο της συμπεριφοράς των γυναικών σε δημόσιο χώρο, σε κηδείες και κατά τη λατρεία των νεκρών βλ. Gould 1980· Hymphreys 1983· Pomeroy 1995· Wagner-Hasel 2000: 81-87. Στόχος προφανώς είναι να περιοριστούν οι υπερβολικοί θρήνοι και οδυρμοί και οι σχετικές δαπάνες. Οι ταφικές πομπές και οι κηδείες έδιναν στις εύπορες οικογένειες μια ευκαιρία επίδειξης του πλούτου και της δημοτικότητάς τους. Συγγενείς, άνδρες και γυναίκες, αλλά και μη συγγενείς, καθώς επίσης κατά παραγγελία μοιρολογίστρες μπορούσαν με τον μεγάλο αριθμό τους, καθώς επίσης με την υπερβολική και απείθαρχη συμπεριφορά τους να συμπαρασύρουν μια ολόκληρη πόλη και ενδεχομένως (ανάλογα με την αιτία του θανάτου) να ενισχύσουν την επιθυμία της εκδίκησης (πρβλ. την σχετική κριτική του Πλάτωνα (Νόμοι 959c-960a). Επίσης, ο κίνδυνος μιάσματος αύξαινε όσο μεγαλύτερη, κι ως εκ τούτου ανεξέλεγκτη, ήταν η ομάδα των μετεχόντων στην κηδεία.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίστοιχες μαρτυρίες υπάρχουν στη σολώνεια νομοθεσία (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνος 12, 5∙ 21, 4-5· Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72 b-c), στην επιγραφή της φρατρίας των Λαβυαδών στους Δελφούς (CID I 9C στ. 39-42) και στον νόμο της Ιουλίδας στην Κέα (IG XII 5, 593 = LSCG 97, όπου μάλιστα ορίζεται ο ακριβής αριθμός των γυναικών που δικαιούνται να μολυνθούν και οι οποίες πρέπει να έχουν συγγενική ή εξ αγχιστείας σχέση με τον νεκρό). Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι κανόνες σχετικά με τους συμμετέχοντες στις τελετές ή με τα διάφορα έθιμα (όπως τους θρήνους και τους οδυρμούς, την πορεία της πομπής, τη συμπεριφορά των μετεχόντων εντός και εκτός της οικίας, τις επιμνημόσυνες τελετές) πρέπει να εξηγηθούν τόσο σε λατρευτικό όσο σε κοινωνικό πλαίσιο.
Στο τελευταίο τμήμα του νόμου (στ. 17-27) στόχος είναι η τήρηση των κανόνων και η διαφύλαξη της τάξης στον δημόσιο βίο της πόλης. Θα περίμενε κανείς να οριστούν ως συνήθως ποινές για την περίπτωση που θα παραβιάζονταν όσα όριζε ο νόμος. Αντί αυτού προβλέπονται τα εξής: ο γυναικονόμος, ένας αξιωματούχος της πόλης (για τους γυναικονόμους βλ. Wehrli 1962· Garland 1990· Stavrianopoulou 2013), ο οποίος εκλέγεται για τις τελετές αγνισμού που λαμβάνουν χώρα πριν από τη γιορτή των Θεσμοφορίων (στ. 17-25, για τη γιορτή των Θεσμοφορίων και τις τελετές εξαγνισμού βλ. Versnel 1993: 228-288· Parker 2005: 270-283· Chlup 2007, και για τη συμμετοχή των γυναικών στα Θεσμοφόρια της Αθήνας βλ. Clinton 1996), οφείλει να διατυπώνει ευχές, θετικές για όσους τηρούν και αρνητικές για όσους παραβιάζουν τον νόμο (Latte 1920). Επομένως, ο γυναικονόμος δεν χειρίζεται νομικά μέσα ούτε επιβάλλει πρόστιμα, αλλά προσφεύγει σε ένα εναλλακτικό –και για τον αρχαίο κόσμο αποτελεσματικό– εργαλείο: διατυπώνει μια ευχή και συγχρόνως μια κατάρα ενώπιον της Δήμητρας και της Κόρης· όσοι παραβιάσουν τον νόμο θα αντιμετωπίσουν τη θεία δίκη (για αυτή την πρακτική βλ. Versnel 1981· Graf 1991· Aubriot-Sevin 1992· Pulleyn 1997).
Όπως προκύπτει από την προσεκτική διατύπωση του κειμένου, η ανταμοιβή και η τιμωρία αφορούν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, η εμπλοκή, ωστόσο, του γυναικονόμου και μάλιστα στο πλαίσιο της ετήσιας γυναικείας γιορτής των Θεσμοφορίων δείχνει ότι υπάρχει μια έμφαση στο γυναικείο φύλο. Ενδιαφέρον είναι ότι η πόλη δεν στηρίζεται μόνο στην αποτελεσματικότητα της ευχής και κυρίως της κατάρας του γυναικονόμου, αλλά προσθέτει μια ποινή για τις γυναίκες (όχι όμως και για τους άνδρες) που τυχόν θα παραβιάσουν τον νόμο (στ. 25-27): οι γυναίκες αυτές θα αποκλειστούν για δέκα έτη από τις θυσίες της πόλης.
Η έμφαση του νόμου στις γυναίκες επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα δύο λίθινα αντίγραφα του νόμου προβλέπεται να στηθούν στο Θεσμοφόριο και στο ιερό της Άρτεμης Λοχίας, δύο τόπους συνδεδεμένους με γυναικείες λατρείες και για αυτό πολυσύχναστους για τις γυναίκες (στ. 27-33).
Με καλή τύχη! Όταν ιερονόμος ήταν ο Δημήτριος, κατά τη δεύτερη μέρα του μήνα Θαργηλιώνα, ο Αλέξων, γιος του Δάμωνα, είπε. Να είναι νόμος στους Γαμβρειώτες, οι πενθούσες γυναίκες να φέρουν γκρίζο ένδυμα χωρίς σχισίματα. Οι άντρες και τα παιδιά που πενθούν να φορούν ένδυμα γκρίζο, αν δεν θέλουν, (να φορούν) λευκό. Να συντελούν όσα πρέπει για εκείνους που ‘φεύγουν’ εντός τριών μηνών, και τον τέταρτο μήνα οι άνδρες να λύνουν το πένθος, οι δε γυναίκες τον πέμπτο. Και να απομακρύνονται οι γυναίκες από την κηδεία και να μετέχουν στις εξόδιες ακολουθίες που ορίζονται από τον νόμο ως αναγκαστικές. Και ο γυναικονόμος που εκλέγεται από τον δήμο για τους αγνισμούς πριν από τα Θεσμοφόρια, να εύχεται όσοι (άνδρες) τηρούν και όσες (γυναίκες) υπακούουν σε αυτόν τον νόμο, να είναι καλά και να απολαμβάνουν τα αγαθά τους και για όσους δεν τον τηρούν και για όσες δεν υπακούουν (να εύχεται) τα αντίθετα. Kαι (με βάση το θεϊκό δίκαιο) να μην επιτρέπεται στις γυναίκες αυτές, επειδή διέπραξαν ασέβεια, να προσφέρουν θυσία σε κανέναν θεό για δέκα χρόνια.
Και όποιος εκλεγεί ταμίας μετά από το έτος του στεφανηφόρου Δημητρίου, να αναγράψει αυτόν τον νόμο σε δύο στήλες και να τις αναθέσει, την μία μπροστά από τις θύρες του Θεσμοφορίου και την άλλη μπροστά από τον ναό της Αρτέμιδος Λοχίας. Και ο ταμίας να αποδώσει λογαριασμό για τα έξοδα που έγιναν για τις στήλες στην πρώτη συνέλευση των λογιστών.