Αγαθήι τύχη τής βουλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων· επὶ Λυ- | |
σάνδρου τού Απολήξιδος άρχοντος, επὶ τής Πανδιονίδος | |
δωδεκάτης πρυτανείας, ή Γάϊος Γαΐου Ἁλαιεὺς εγραμμά- | |
τευεν· Σκιροφοριώνος ογδόηι μετ’ ικάδας, τρίτηι καὶ εικοστη | |
5 | τής πρυτανείας· βουλὴ εν βουλευτηρίωι· τών προέδρων |
επεψήφιζεν Θεάνγελος Θεανγέλου Αιθαλίδης καὶ συν- | |
πρόεδροι· έδοξεν τη βουλη· Μενίσκος Φιλοκλέους Κολωι- | |
νήθεν είπεν· v επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς τὴν | |
βουλὴν ο ειληχὼς ιερεὺς Ασκληπιού καὶ Ὑγιείας εις τὸν με- | |
10 | τὰ Λύσανδρον άρχοντα ενιαυτὸν Διοκλής Διοκλέους Κηφι- |
σιεὺς νεώτερος ενφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι τής πρό- | |
τερον ούσης εις τὸ ιερὸν εισόδου, ομοίως δέ καὶ τὴ̣ν οπίσω | |
τού προπύλου στέγην, έτι δέ καὶ τὸν ναὸν τού αρχαίου〚ου〛 αφι- | |
δρύματος τού τε Ασκληπιού καὶ τής Ὑγιείας καὶ διὰ τούτο παρα- | |
15 | καλεί τὴν βουλὴν επιχωρήσαι εατώι κατασκευάσαντι εκ τών |
ιδίων θυρώσαι τὸ αρχαίον πρόπυλον, στεγάσαι δέ καὶ τού | |
προπύλου τὸ οπίσωι μέρος καὶ τὸν ναὸν τὸν απέναντι τή[ς] | |
εισόδου χάριν τού τὴν αρχαίαν αποδοθήναι τώι ιερω τάξιν· vv αγαθη | |
τύχη δεδόχθαι τη βουλήι επικεχωρήσθαι Διοκλήι Διοκλέους Κηφι- | |
20 | σιεί νεωτέρωι ποιήσασθαι τὴν ανάθεσιν τών θυρωμάτων |
καὶ στεγάσαι τού προπύλου τὸ οπίσωι μέρος, κατασκευάσα[ι] | |
δέ καὶ τὸν αρχαίον (ναὸν) καθάπερ παρακαλεί καὶ ποιήσασθαι τὴν επ[ι]- | |
γραφὴν επὶ μέν τών θυρών καὶ τής στέγης τήνδε· vv Διοκλή[ς] | |
Διοκλέους Κηφισιεὺς νεώτερος ιερεὺς γενόμενος εν τώι ε- | |
25 | πὶ Λυσιάδου άρχοντος ενιαυτώι τὰ θυρώματα καὶ τὴν οπίσωι |
τού προπύλου στέγην Ασκληπιώι καὶ Ὑγιεία καὶ τώι δήμωι | |
ανέθηκεν· επὶ δέ τού ναού ομοίως· Διοκλής Διοκλέους Κη- | |
φισιεὺς νεώιτερος ιερεὺς γενόμενος εν τώι επὶ Λυσιάδου | |
άρχοντος ενιαυτώι τὸν ναὸν κατασκευάσας εκ τών ιδί- | |
30 | ων Ασκληπιώι καὶ Ὑγιεία καὶ τώι (δήμωι) ανέθηκεν· ίνα τούτων συν- |
τελουμένων ευσεβώς μέ̣ν̣ η βουλὴι τὰ πρὸς τὸ θείον έχη[ι], | |
γίνωνται δέ καί έτεροι ζηλωιταὶ τών ομοίων. |
Ο ορισθείς με κλήρωση (ειληχώς) ιερέας του Ασκληπιού και ευεργέτης Διοκλής Διοκλέους Κηφισιεύς ο νεότερος αναλαμβάνει την επισκευή των θυρωμάτων στο πρόπυλο και μέρος της στέγης του ναού του Ασκληπιού και της Υγείας (πρβλ. Aleshire, Ath. Asklepieion 32-34), και τιμάται από την πόλη για τη δράση του αυτή. Η Αθήνα προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της μετά τη δίνη και τις καταστροφές του Πρώτου Μιθριδατικού Πολέμου. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι η βουλή παρουσιάζεται να αποφασίζει μόνη της, χωρίς τη συνεργασία του δήμου. Αν τέτοια παραδείγματα σε άλλες περιόδους μπορούν να έχουν μια εξήγηση στα πλαίσια των διοικητικών πρακτικών της αθηναϊκής δημοκρατίας (π.χ. ουσιαστική παραλαβή του προβουλευτικού κειμένου που εκπόνησε η βουλή και έγκρισή του ως ψηφίσματος του δήμου), εδώ η περίοδος έκδοσης του κειμένου (βάσει του σταθερά χρονολογημένου έτους του εδώ επώνυμου άρχοντος Λυσάνδρου, προκατόχου του Λυσιάδου: IG II2 1713 στ. 20-21), επιβάλλει άλλη ερμηνεία: πρόκειται για ένα παράδειγμα της επιβληθείσας από τους Ρωμαίους ολιγαρχικής διακυβέρνησης της πόλης, μεταξύ Σύλλα και Καίσαρα (86-48 π.Χ.), οπότε η εκκλησία του δήμου απλούστατα «αργεί» και η βουλή, με προφανώς αντίστοιχη σύνθεση, εκπροσωπεί μόνη της την περιορισμένη αθηναϊκή αυτοδιοίκηση (Rhodes 1972: 86, 127). Η μέριμνα για τους χώρους της λατρείας του Ασκληπιού με το σωτηριολογικό της περιεχόμενο συνάδει πλήρως με το πνεύμα αυτών των δύσκολων καιρών. Με την ευεργετική φροντίδα για την ευπρόσωπη λατρεία του Ασκληπιού και της Υγείας στην πόλη εκ μέρους του κατά παραδοσιακή δημοκρατική μέθοδο (κλήρωση!) εκλεγμένου ενιαύσιου ιερέα των θεοτήτων αυτών (προς τα τέλη του αιώνα ο ιερέας θα εκλέγεται πλέον δια βίου), η Αθήνα μοιάζει να προσπαθεί να διασώσει ένα κομμάτι του αυτοσεβασμού της. Είναι άλλωστε πολύ πιθανό οι φθορές να μην οφείλονταν μόνο στο χρόνο αλλά και στη φάση της πολιορκίας του Σύλλα (Aleshire, Ath. Asklepieion 16). Η θέση του ιερού, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, δεν ήταν μακριά από το Περίκλειο Ωδείο που κάηκε ακριβώς λίγο πριν από την κατάληψη της Ακρόπολης από τους Ρωμαίους (Αππιανός, Μιθριδάτειος 38· Παυσανίας 1.20.4).
Με καλή τύχη της βουλής και του δήμου των Αθηναίων. Επί του άρχοντος Λυσάνδρου, γιου του Απολήξιδος, στη δωδέκατη πρυτανεία, της Πανδιονίδος (φυλής), κατά την οποία γραμματεύς ήταν ο Γάιος, γιος του Γαΐου από το δήμο των Αλών, την εικοστή όγδοη μέρα του Σκιροφοριώνος, την εικοστή τρίτη μέρα (στ. 5) της πρυτανείας. Η βουλή συνεδρίαζε στο βουλευτήριο. Από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Θεάγγελος, ο γιος του Θεαγγέλου από το δήμο των Αιθαλιδών και οι συμπρόεδροί του. Η βουλή αποφάσισε, (αφού) μίλησε ο Μενίσκος, ο γιος του Φιλοκλέους από το δήμο του Κολωνού. Επειδή παρουσιάσθηκε στη βουλή ο εκλεγμένος με κλήρο για τη χρονιά μετά τον άρχοντα Λύσανδρο (δηλ. την επόμενη) ιερέας του Ασκληπιού και της Υγείας, (στ. 10) ο Διοκλής, γιος του Διοκλή, από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (ομώνυμος), και εξηγεί ότι έχουν χαλάσει τα θυρώματα της παλιάς εισόδου του ιερού, ομοίως δε και η πίσω στέγη του προπύλου αλλά και ο ίδιος ο παλιός ναός όπου εγκαθιδρύθηκε η λατρεία του Ασκληπιού και της Υγείας, και γι’ αυτό (στ. 15) ζητεί από τη βουλή να του επιτρέψει να επισκευάσει με δικά του έξοδα το θύρωμα του παλιού προπύλου, να στεγάσει το πίσω μέρος του και (να επισκευάσει) το ναό απέναντι της εισόδου, ώστε να αποκατασταθεί η παλιά ευπρέπεια του ιερού, με καλή τύχη αποφάσισε η βουλή να εγκρίνει το αίτημά του (στ. 20) για την ανάθεση των θυρωμάτων και τη στέγαση του πίσω μέρους του προπύλου και την επισκευή του παλιού ναού, όπως ακριβώς ζητεί, να προστεθεί δε στα μεν θυρώματα και τη στέγη η εξής επιγραφή: «Ο Διοκλής, ο γιος του Διοκλή από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (με αυτά τα στοιχεία), (στ. 25) ανέθεσε τα θυρώματα και την πίσω στέγη του προπύλου στον Ασκληπιό και την Υγεία και τον Δήμο, όταν ιεράτευσε στη χρονιά του άρχοντος Λυσιάδου». Ομοίως δε και στο ναό: «Ο Διοκλής, ο γιος του Διοκλή από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (με αυτά τα στοιχεία), ανέθεσε το ναό επισκευασμένο εξ ιδίων στον Ασκληπιό και την Υγεία και τον Δήμο, όταν ιεράτευσε στη χρονιά του άρχοντος Λυσιάδου». (στ. 30) Ώστε, αφού συμβούν αυτά, η βουλή να έχει σταθεί ευσεβής προς το θείον, να παρακινούνται δε και άλλοι προς όμοιες πράξεις.
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] | |
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – – τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]- | |
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω] | |
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]- | |
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν- | |
5 | των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα- |
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς | |
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ | |
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ- | |
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat | |
10 | Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει- |
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat | |
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – – | |
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ- | |
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat | |
15 | Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια· |
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια· | |
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια· | |
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου· | |
20 | Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν· |
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν· | |
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν· | |
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν· | |
25 | Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν· |
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα· | |
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι- | |
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου· | |
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα· | |
30 | Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα· |
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν· | |
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν· | |
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ | |
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων· | |
35 | Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου. |
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον | |
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]- | |
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις | |
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά- | |
40 | ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ- |
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ- | |
ματέως συνέδρων Επινίκου. |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.
Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).
Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.
Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.
Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.
Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο
Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.
Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:
(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.
Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.
(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.
Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.
Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.
Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.
(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.
Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.
Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.
(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.
Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».
Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.
(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.
Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.
Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.
Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.
Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.
(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.
Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.
(3ο χέρι) έλ(αβον) (έτους) ιθ δ Μεχ(εὶρ) κ̣ϛ | |
(1ο χέρι) [. . . .]ωι | |
σ̣υνκεχωρήκαμ̣[εν] Π̣ ̣ ̣ ̣ιωι Κασιώ̣[τη]ι καὶ τοίς τούτου κληρονόμοις | |
κατʼ ενιαυτὸν εξάγειν πυρού αρτάβ[ας] μυρίας καὶ εισάγειν οίνου κεράμια | |
5 | Κ̣ωα πεντακισχείλια μηδέν υπὸ [μ]η̣δενὸς π̣ρ̣ασσομένωι τέλος |
[μ]ηδ΄ άλην καθόλου δαπάνην· επ[ικε]χωρήκαμεν δέ καὶ ων έχει κατ̣ὰ̣ | |
τὴν χώρ̣α̣ν̣ εδαφών πάντων ατ̣[έλει]α̣[ν ε]φ΄ ω· ουδέν ούτε εις τὴν διοί- | |
κησιν ούτε εις τὸν ίδιον ημών κα[. . .]ων λόγον καθ΄ οντινούν τρόπον | |
πραχθήσεται επὶ τὸν αεὶ χρόνον· ε[ίναι] δέ καὶ τοὺς γεωργούντας αυτώι | |
10 | πάντας ανεπάφους καὶ ατελείς μ[ηδ]έν υπ?ὸ? μ?η?δενὸς πρασσομέν[ο]υς̣ |
μηδ΄ εν ταίς κατὰ καιρὸν γεινομέν[αις ε]πιγραφαίς εν τοίς νομοίς συνεισ- | |
φόρους μηδέ λαϊκὰς ἢ στρατηγικ?[ὰς] πρασσομένους δαπάνας· τά τε | |
πρὸς τὴν? κατασπορὰν κτήνη κα[ὶ τ]ὰ? πρὸς τὴν τ?ών πυρών καταγωγὴν | |
υποζύγια καὶ πλοία κατ?ὰ τὸν αυτ[ὸν] τ̣ρόπον ανέπαφα καὶ ατελή καὶ | |
15 | ανενγ̣άρευτα είναι. γραφήτωι ού[ν oί]ς καθήκει, ίν΄ ειδότες |
κατακολουθώσι. | |
(2ο χέρι) γινέσθωι. |
Πρόκειται για βασιλικό διάταγμα με το οποίο η Κλεοπάτρα Ζ’ και ο γιος της και συμβασιλέας Καισαρίων χορηγούν προνόμια. Καθώς δεν προηγείται συνοδευτική επιστολή, το κείμενο φαίνεται να αποτελεί ‘εσωτερικό σημείωμα’ των βασιλέων προς κάποιον αξιωματούχο που ενεργεί ως ενδιάμεσος (van Minnen 2000: 30). Στη συνέχεια, αυτός ο αξιωματούχος θα έπρεπε –σύμφωνα με την εντολή που του δίνεται (στ. 15-16)– να δημιουργήσει αντίγραφα του διατάγματος και να το διαβιβάσει σε όσους αφορά –μεταξύ άλλων στον διοικητή και τον υπεύθυνο του ιδίου λόγου, όπως φαίνεται από τους στ. 7-8 – προσθέτοντας στην αρχή μια συνοδευτική επιστολή, όπως συνέβη σε άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ που σώζονται σε επιγραφές και συνοδεύονται από επιστολές (1. Rigsby 1996: 568-571 αρ. 226 [46 π.Χ.]· 2. C.Ord.Ptol. 76 [41 π.Χ.]).
Στον πρώτο στίχο του παπύρου υπάρχει η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία προστέθηκε προφανώς από την υπηρεσία στην Αλεξάνδρεια, όπου απευθυνόταν το διάταγμα. Ακολουθεί το ίδιο το διάταγμα, που αρχίζει με τη λέξη συνκεχωρήκαμεν, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά του ονόματος της Κλεοπάτρας. Αν πρόκειται, όπως υποστηρίζεται, για ‘εσωτερικό σημείωμα’ προς έναν ανώτερο αξιωματούχο, η παράλειψη αυτή είναι απόλυτα λογική, αφού εκείνος θα αναγνώριζε εύκολα ότι ήταν διάταγμα της βασίλισσας και θα φρόντιζε να το δηλώσει στην επιστολή με την οποία θα συνόδευε τα αντίγραφα που θα προωθούσε. Στους στ. 4-15 αναφέρονται τα προνόμια που χορηγούνται. Οι δύο τελευταίοι στίχοι 15-16 του διατάγματος περιέχουν την καθεαυτήν εντολή προς τον αξιωματούχο, η οποία εισάγεται με το ρήμα γραφήτω σε προστακτική: να διαβιβασθεί το διάταγμα σε όσους αφορά, ώστε να εφαρμοσθεί η χορήγηση των προνομίων. Τέλος, έχει προστεθεί από διαφορετικό χέρι η προστακτική γινέσθωι, με την οποία δίνεται η εντολή για την εκτέλεση όσων ορίζονται στο διάταγμα.
Η ταυτότητα του αξιωματούχου στον οποίο απευθύνεται το παρόν διάταγμα παραμένει άγνωστη. Από την κατάληξη του ονόματός του (στ. 2: [. . . .]ωι) αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον αξιωματούχο Θέωνα (Pros.Ptol. I 33), στον οποίο απευθύνονται τα άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ (βλ. παραπ. σημ. 198). Νωρίτερα κατά τη βασιλεία της Κλεοπάτρας, ο Θέωνας εμφανίζεται να κατέχει τον τίτλο του συγγενούς και το αξίωμα του πρὸς τοίς προχείροις, ένα αξίωμα που στην τελευταία φάση της βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή (55-51 π.Χ.) βλέπουμε συνδυασμένο με αυτό του διοικητή και του πρὸς τω ιδίω λόγω στο πρόσωπο κάποιου Ηφαιστίωνα (Pros.Ptol. I 31). Είναι πιθανόν ο αποδέκτης του δικού μας διατάγματος να κατείχε το αξίωμα του πρὸς τοίς προχείροις ως διάδοχος του Θέωνα. Βέβαιο πάντως είναι ότι το αξίωμά του, όποιο και αν είναι, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αφού φαίνεται ότι ενεργεί ως μεσολαβητής ανάμεσα στους μονάρχες και άλλους ανώτερους αξιωματούχους, όπως τους στρατηγούς των νομών, τους οποίους έχει ευθύνη να ενημερώσει για τις βασιλικές αποφάσεις.
Όσον αφορά τον αποδέκτη των προνομίων, που βρίσκεται στον στ. 3 του κειμένου, o van Minnen 2000 προτείνει την ανάγνωση Π̣ο̣π̣λ̣ίωι Κανιδ̣[ίω]ι και ταυτίζει το πρόσωπο αυτό με τον Publius Canidius Crassus, ο οποίος υπήρξε στρατηγός στις εκστρατείες του Αντωνίου εναντίον των Πάρθων και ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατάληψη της Αρμενίας και άλλων περιοχών στην Ανατολή. Επιπλέον, υπήρξε επικεφαλής του χερσαίου στρατεύματος κατά τη σύγκρουση Οκταβιανού και Μάρκου Αντωνίου στο Άκτιο και δολοφονήθηκε από τον Οκταβιανό αμέσως μετά τη νίκη του.
Έναν Ρωμαίο αναγνωρίζει εδώ και ο Zimmermann 2002: 136 που προτείνει την ανάγνωση Κ̣ο̣ι̣ν̣τ̣ωι Κασκ[ελίω]ι υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα άγνωστο μέχρι τώρα μέλος της gens Cascellia που κατείχε μεγάλη εδαφική ιδιοκτησία στην Αίγυπτο και δραστηριοποιούνταν στο χώρο του εμπορίου εξάγοντας σιτάρι και εισάγοντας κρασί.
Η Κλεοπάτρα χορηγεί αρχικά φορολογική απαλλαγή στην εξαγωγή 10000 αρταβών σιταριού ετησίως και στην εισαγωγή 5000 κώων κεραμίων οίνου (στ. 4-5· περί χορήγησης προνομίων πρβλ. Ε8 –από τη Δελφική Αμφικτυονία, Ε5 –από τη Φαναγόρεια). Καθώς ο αποδέκτης των προνομίων φαίνεται να κατείχε γη στην Αίγυπτο (στ. 7-8), η ποσότητα αυτή του σίτου θα μπορούσε να αποτελεί το πλεόνασμα της παραγωγής της δικής του ιδιοκτησίας, είναι πιθανόν, ωστόσο, ένα μέρος να είχε αγορασθεί στη χώρα της Αιγύπτου, προκειμένου να εξαχθεί. Το ότι χορηγείται ατέλεια για 10000 αρτάβες σίτου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη η ποσότητα που ο αποδέκτης του προνομίου εξήγε ετησίως.
Η φοροαπαλλαγή για την εισαγωγή του οίνου αφορά 5000 κωα κεράμια. Ο όρος κεράμιον δηλώνει το αγγείο που χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ενός προϊόντος, όπως εδώ του οίνου. Η χρήση ενός γεωγραφικού επιθέτου, όπως κωον (αλλά και κνίδιον, ρόδιον, κολοφώνιον κτλ.), για τον προσδιορισμό ενός αγγείου, είναι συνήθης τόσο κατά την πτολεμαϊκή αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο στην Αίγυπτο (Kruit – Worp 2000). Καθώς η φοροαπαλλαγή έπρεπε να αφορά μια συγκεκριμένη ποσότητα οίνου, η φράση κωα κεράμια δήλωνε πιθανότατα αγγεία συγκεκριμένης χωρητικότητας (ανάλογα με τα μέτρα που χρησιμοποιούνταν στη συγκεκριμένη περιοχή) και όχι απλά αγγεία από την Κω που περιείχαν κώο κρασί (van Minnen 2000: 33). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η χωρητικότητα του κώου κεραμίου υπολογίζεται γύρω στα 26 λίτρα (Kruit – Worp 2000: 118-119) και συνεπώς ο αποδέκτης των προνομίων μπορούσε να εισάγει ατελώς περίπου 130000 λίτρα οίνου, ποσότητα που μάλλον δεν ήταν μεγάλη ως προς το σύνολο του διακινούμενου οίνου. Το γεγονός αυτό μαζί με την παρατήρηση ότι οι 10000 αρτάβες σίτου (300 τόνοι περίπου) αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ποσότητας σιταριού που εξαγόταν από την Αίγυπτο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τους φόρους δεν ζημίωνε σημαντικά τα έσοδα του πτολεμαϊκού κράτους.
Το δεύτερο σημαντικό προνόμιο αφορά τη γη που κατείχε ο αποδέκτης των προνομίων στην Αίγυπτο (ίσως να του είχε χορηγηθεί από την Κλεοπάτρα παλαιότερα). Η γη αυτή απαλλάσσεται για πάντα από οποιουσδήποτε φόρους τόσο αυτούς που αφορούν το κρατικό ταμείο, τη διοίκησιν, όσο και εκείνους που περιέρχονται στον ίδιον ημών κα[….]ων λόγον, δηλαδή τον ιδιωτικό βασιλικό θησαυρό της Κλεοπάτρας και … (στ. 6-9). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι από τους φόρους της γης απαλλάσσονται και οι καλλιεργητές, οι οποίοι μάλιστα εξαιρούνται και από προσωπικές υποχρεώσεις και έκτακτες εισφορές που επιβάλλονταν κατά καιρούς στους νομούς της Αιγύπτου (στ. 9-12). Επιπλέον, οι ίδιοι καλλιεργητές απαλλάσσονται από λαϊκὰς ἢ στρατηγικὰς δαπάνας (στ. 12). Ο όρος λαϊκός αναφέρεται συνήθως στους Αιγύπτιους ιδιώτες και ο όρος στρατηγικός στους στρατηγούς των νομών∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, αυτή η απόδοση των όρων δεν θα είχε νόημα. Ο van Minnen 2003: 40-41 συνδέει τον όρο λαϊκός με τον όρο λαός που, όπως επισημαίνει, χρησιμοποιείται κάποιες φορές στα πτολεμαϊκά κείμενα για να δηλώσει γενικά τον στρατό (πρβλ. I.Egypte prose 16 στ. 12-13) και ερμηνεύει τη φράση ως “δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού”, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι αυτή η ερμηνεία είναι κάπως προβληματική.
Το τελευταίο προνόμιο που χορηγείται αφορά τα ζώα που χρησιμοποιούνταν στις γεωργικές εργασίες (δεν διευκρινίζεται αν αυτά ανήκαν στον αποδέκτη των προνομίων ή στους καλλιεργητές του) και τα υποζύγια και πλοία που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του σίτου. Ορίζεται ότι αυτά θα είναι ανέπαφα, ατελή και ανενγάρευτα, θα παραμένουν δηλαδή ανέγγιχτα και θα απαλλάσσονται από φόρους και αγγαρείες (στ. 12-15). Καθώς ο όρος αγγαρεία χρησιμοποιείται στους παπύρους κυρίως με τη σημασία της “χωρίς αμοιβή υποχρεωτικής εργασίας για μεταφορά αξιωματούχων, στρατιωτών, σιταριού” (Fachwörter, s.v. αγγαρεία), η λέξη ανενγάρευτα πρέπει να αφορά την απαλλαγή από επιτάξεις των ζώων, των υποζυγίων και των πλοίων, κυρίως από τον στρατό.
Η συνεχής στρατιωτική κινητοποίηση των πτολεμαϊκών δυνάμεων εν αναμονή της σύγκρουσης με τον Οκταβιανό και η παρουσία των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αντωνίου στην Αίγυπτο (για τους Ρωμαίους στρατιώτες στην Αίγυπτο βλ. Van’t Dack 1988) πρέπει να είχαν συντελέσει στο να πολλαπλασιασθούν οι έκτακτες οικονομικές εισφορές και οι πιέσεις από τον στρατό προς τον πληθυσμό της Αιγύπτου, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές τις απαλλαγές που προαναφέρθηκαν (oι έκτακτες εισφορές αποτελούσαν σύνηθες, αν όχι μόνιμο, φαινόμενο, και κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή, πατέρα της Κλεοπάτρας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ’ είχε καταβάλει αρκετές φορές χρήματα σε ισχυρούς Ρωμαίους άνδρες, για να κερδίσει την εύνοιά τους και να παραμείνει στον θρόνο της Αιγύπτου [Hölbl 1994: 197-200· Huss 2001: 680-683, 687, 692 κ.α.]).
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι τα συγκεκριμένα προνόμια που χορηγούνται από την Κλεοπάτρα δεν αφορούν μόνον τον άμεσο αποδέκτη αλλά και τους κληρονόμους του (στ. 3).
Το διάταγμα αυτό αποτελεί σημαντικότατη πηγή αφενός για τις σχέσεις του πτολεμαϊκού κράτους με τη Ρώμη και τον βαθμό ένταξης και δράσης επιφανών Ρωμαίων στην Αίγυπτο λίγο πριν από την καθοριστική σύγκρουση, αφετέρου για την πολιτική της Κλεοπάτρας Ζ’. Όποιος και αν είναι ο αποδέκτης των προνομίων –είτε πρόκειται για κάποιον Ρωμαίο έμπορο που ανήκε σε ένα σημαντικό γένος, όπως θα μπορούσε να είναι ο Κόιντος Κασκέλλιος, είτε πρόκειται για τον στρατηγό του Αντωνίου Πόπλιο Κανίδιο Κράσσο–, το διάταγμα αποκαλύπτει ότι κατά την ύστερη πτολεμαϊκή περίοδο κάποια μέλη της ρωμαϊκής ελίτ όχι μόνον ασκούσαν εμπόριο με την Αίγυπτο σε ευρεία κλίμακα, εισάγοντας είδη όπως κρασί και εξάγοντας σίτο, αλλά κατείχαν και γη. Η χορήγηση όλων αυτών των απαλλαγών αλλά και η ενδεχόμενη δωρεά γης στη χώρα της Αιγύπτου εντάσσονται σε μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας Ζ’ να αποκτήσει καλές σχέσεις με σημαίνοντες Ρωμαίους εξασφαλίζοντας έτσι πολιτικά οφέλη ή ακόμη αποτελεί μέσο για να τους κρατήσει στο δικό της στρατόπεδο. Ιδιαίτερα αν αποδέκτης των προνομίων είναι ο Πόπλιος Κανίδιος Κράσσος, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την ενέργεια ως μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας να κρατήσει τον Ρωμαίο στρατηγό με το μέρος της και να εξασφαλίσει μελλοντικά τις υπηρεσίες του ή πιθανόν να τον ανταμείψει για την προηγούμενη δράση του –ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου είχε συντελέσει στην κατάκτηση περιοχών (π.χ. Αρμενία), βασιλείς των οποίων είχαν αναγορευθεί τα παιδιά της βασίλισσας της Αιγύπτου στην περίφημη τελετή του 34 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, ένα μόλις χρόνο πριν το διάταγμα. Ενδεχομένως, μάλιστα, η Κλεοπάτρα να είχε σκοπό να αποζημιώσει τον Κανίδιο για απώλειες που είχε στη Ρώμη, όπου ο Οκταβιανός είχε πιθανόν δημεύσει την περιουσία του (van Minnen 2003: 40).
Είναι ενδιαφέρον ότι η πολιτική της Κλεοπάτρας προς τους Ρωμαίους διέφερε από αυτήν του πατέρα της: ο Πτολεμαίος ΙΒ’ Αυλητής πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε σημαίνοντες Ρωμαίους (βλ. Hazzard 2000: 146-148 με σημ. 219, 225), προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά τους –κάτι που είχε ως συνέπεια εκείνοι να ζητούν πάντα περισσότερα–, η διάδοχός του, αντίθετα, χρησιμοποίησε την τακτική των προνομίων, που δεν ζημίωναν σημαντικά, ή τουλάχιστον άμεσα, την οικονομία της Αιγύπτου.
Τα γράμματα του διατάγματος είναι ομοιόμορφα και προέρχονται από έμπειρο χέρι. Ο πρώτος στίχος του παπύρου (ημερομηνία παραλαβής του) είναι γραμμένος από διαφορετικό χέρι (το τρίτο στη χρονική σειρά), ενώ στο τέλος υπάρχει μια υπογραφή (γινέσθωι) από ένα άλλο, μικρότερο και προσεκτικότερο, χέρι (το δεύτερο στη χρονική σειρά). Σύμφωνα με τον van Minnen 2003: 37-38, πρόκειται για υπογραφή της ίδιας της Κλεοπάτρας, η οποία, αφού υπαγόρευσε σε κάποιον αξιωματούχο το κείμενο του διατάγματος, υπέγραψε με το δικό της χέρι από κάτω. Αμφιβολίες εκφράζουν σχετικά με την άποψη αυτή οι Bagnall – Derow 2004: 109-110 αρ. 63 και ο Legras 2013: 161.
(3ο χέρι) Έλαβα: έτος 19 = 4, Μεχείρ 26 (1ο χέρι) Προς [ ] Έχουμε παραχωρήσει στον ……… ………. και τους κληρονόμους του το προνόμιο της ετήσιας εξαγωγής 10000 αρταβών σίτου και της εισαγωγής 5000 κώων κεραμίων οίνου, (στ. 5) χωρίς να εισπράττει κανείς από αυτόν κανένα φόρο ούτε να υπάρχει καμία άλλη επιβάρυνση. Έχουμε παραχωρήσει επίσης ατέλεια για όλα τα εδάφη που κατέχει στη χώρα με τον όρο να μην εισπραχθεί κανένας φόρος ούτε για το δημόσιο ταμείο ούτε για τον ‘ίδιον λόγον’ το δικό μας …………. με κανέναν τρόπο για πάντα. Ακόμη, όλοι οι καλλιεργητές του (στ. 10) να απαλλάσσονται από αγγαρείες και φόρους, χωρίς κανείς να απαιτεί οτιδήποτε από αυτούς, ούτε καν να συνεισφέρουν στις εισφορές που επιβάλλονται κατά καιρούς στους νομούς ούτε να πληρώνουν τις δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού (;). Και τα ζώα που χρησιμοποιούνται για το όργωμα και τη σπορά και τα υποζύγια και τα πλοία για τη μεταφορά του σίτου να απαλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο από υποχρεώσεις και από φόρους και (στ. 15) να μην μπορούν να επιταχθούν για αγγαρείες. Να γραφεί λοιπόν σε αυτούς τους οποίους αφορά, ώστε γνωρίζοντάς το να ενεργούν ανάλογα. (2ο χέρι) Να γίνει.
Καλλίμαχος | |
ο συγγενὴς καὶ επ̣ι̣- | |
στράτηγος καὶ στρα- | |
τηγὸς τής Ινδικής | |
5 | καὶ Ερυθρας θαλάσσης |
ήκω πρὸς τὴν κ[υ]ρίαν Ἶσιν | |
καὶ πεπόηκα τὸ προσκύνημα | |
τού κυρίου βασιλέως θεού νέου | |
Διον(ύσ)ου Φιλοπάτορος | |
10 | Φ̣ι̣λ̣αδέλφου |
(έτους) ιθ´, Παχὼν θ´. |
O Καλλίμαχος μας είναι γνωστός από αρκετές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες δύο ακόμη προσκυνήματα στον μεγάλο ναό της Ίσιδας στις Φίλες: το ένα από αυτά κάνει ο ίδιος και πάλι για τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (I.Philae I 53), ενώ το άλλο κάνει ο Σαραπίων Δράκοντος για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56). Ο Καλλίμαχος ανήκε σε μια σημαντική οικογένεια, που είχε και άλλα επιφανή μέλη (Hutmacher 1965: 2-13· David Thomas 1975: 107-109· Blasius 2001: 91-92, 94· McGing 2004).
Ως συγγενής του βασιλέα ο Καλλίμαχος φέρει τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο της πτολεμαϊκής αυλής (Mooren 1977: 24-36· για τους τιμητικούς τίτλους των ελληνιστικών βασιλικών αυλών βλ. και Ε6 και Π6) και έχει ως εκ τούτου σημαντική θέση σε αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότατα αξιώματα που κατέχει.
Στο παρόν προσκύνημα, όπως και στα άλλα δύο (I.Philae I 53, 56) εμφανίζεται ως επιστράτηγος. Παρά τις διαφορετικές γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση και τις ακριβείς δικαιοδοσίες αυτού του υψηλού αξιώματος (για την ιστορία της έρευνας βλ. David Thomas 1975: 11-16), τυγχάνει κοινής αποδοχής η άποψη ότι η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών της κεντρικής πτολεμαϊκής διοίκησης να ελέγξει την αιγυπτιακή χώρα και κυρίως τις απομακρυσμένες περιοχές της Άνω Αιγύπτου· το αξίωμα εμφανίζεται μετά το 187/6 π.Χ., όταν αποκαταστάθηκε η πτολεμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που είχαν αυτονομηθεί με την εξέγερση του 207/6 π.Χ., και –όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του αξιώματος– είχε υπό τον έλεγχό του στρατηγούς, δηλαδή τους επικεφαλής επιμέρους νομών της Αιγύπτου.
Ο Καλλίμαχος κατέχει, επίσης, το αξίωμα του στρατηγού τής Ινδικής καὶ Ερυθρας θαλάσσης. Το αξίωμα με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει τόσο την Ερυθρά όσο και την Ινδική, δημιουργείται από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (Mooren 1972: 132-133), ενώ υπάρχει ίσως ήδη νωρίτερα με άλλη μορφή. Ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο του γεωγραφικού προσδιορισμού Ινδική (βλ. σημ. 136), ο σχετικός αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος σίγουρα με την επίβλεψη του εμπορίου από και προς την Αίγυπτο που περνούσε από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Καθώς η δημιουργία του αξιώματος αυτού με σκοπό τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή που το βασίλειο των Πτολεμαίων αντιμετωπίζει συρρίκνωση και (εσωτερικά/εξωτερικά) προβλήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους της δυναστείας.
H λατρεία της Ίσιδας υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά τον Αλέξανδρο, ενώ συγχρόνως διαδόθηκε πολύ εκτός Αιγύπτου, όπου εξάλλου ήταν γνωστή ήδη από τους προελληνιστικούς χρόνους (το σχετικό υλικό έχει συγκεντρωθεί στα Vidman, SIRIS και Bricault 2001).
Η συγκεκριμένη επιγραφή, όπως και πολυάριθμα άλλα προσκυνήματα στην Ίσιδα προέρχονται από το κέντρο λατρείας της θεάς στον χώρο της Αιγύπτου, το μεγάλο ιερό στο νησάκι του Νείλου Φίλες. Τα περισσότερα από αυτά τα προσκυνήματα έχουν γραφτεί στον νότιο τοίχο του νότιου πυλώνα του ιερού, δηλαδή στo προαύλιο του ιερού που βρίσκεται εκτός του κυρίως ναού, και προέρχονται κυρίως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Θηβαΐδας.
Στο συγκεκριμένο προσκύνημα, όπως και σε πολλά άλλα των Φιλών, η Ἶσις εμφανίζεται ως κυρία· πρόκειται για ένα από τα πολλά επίθετα που συνοδεύουν τη θεά και τα οποία συχνά υποδεικνύουν ιδιότητές της ή σύνδεσή της με άλλες θεότητες (Bricault 1996: 37-42). Το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον στ. 8 του παρόντος προσκυνήματος στον θεοποιημένο Πτολεμαίο ΙΒ’.
H σύνδεση του Καλλιμάχου και της οικογένειάς τους με τη λατρεία της Ίσιδας δεν περιορίζεται στο προσκύνημα που αναλύουμε εδώ. Στον ναό της θεάς στις Φίλες καταγράφονται δύο προσκυνήματα γιων του Καλλιμάχου στην Ίσιδα που χρονολογούνται περί τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα (I.Philae I 57, 58). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος έχει κάνει (το ίδιο έτος και ημέρα) ένα ακόμη προσκύνημα αφιερωμένο και πάλι στον Πτολεμαίο ΙΒ’ στο συγκεκριμένο ιερό (Ι.Philae Ι 53), ενώ ένας Σαραπίων Δράκοντος κάνει προσκύνημα στην Ίσιδα για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56, 51 π.Χ.). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο Καλλίμαχος κατασκευάζει ένα ιερό της Ίσιδας (Ισιδείον) στην Πτολεμαΐδα, το οποίο μάλιστα ανακηρύσσεται ατελές και άσυλο (SB 3926, 46 π.Χ. –για τη χρονολόγηση βλ. Bingen 1970: 375).
Όσο γενικευμένη κι αν ήταν η λατρεία της Ίσιδας, η εκδήλωση ευσέβειας προς αυτή για λογαριασμό του βασιλέα από τον κατεξοχήν υπεύθυνο για την ασφάλεια της πτολεμαϊκής χώρας επιστράτηγο, είχε πιθανότατα μια ειδικότερη πολιτική σημασία και αποτελούσε ίσως μια επιδέξια ένδειξη εύνοιας προς το γηγενές στοιχείο και τις παραδόσεις του.
Ο Καλλίμαχος, συγγενής (του βασιλέα) και επιστράτηγος και στρατηγός της Ινδικής (στ. 5) και Ερυθράς θάλασσας, προσήλθα στην κυρία Ίσιδα και έκανα το προσκύνημα του κυρίου βασιλέα θεού νέου Διονύσου Φιλοπάτορα (στ. 10) Φιλαδέλφου. Έτος 19ο, 9η Παχών.
A | B | Γ | |
Γναίω Πονπ[η-] | [Θ]εω Δ[ιΐ Ελευθε-] | Ποτάμωνι | |
ίω, Γναίω υιω, | ρίω φιλοπάτριδι | Λεσβώνακτο[ς] | |
Mεγάλω, αυτο- | Θεοφάνη τω σω- | τω ευεργέτα | |
κράτορι, τω ευ- | τήρι καὶ ευεργέ- | καὶ σωτήρος | |
5 | εργέτα καὶ σω- | τα καὶ κτίστα δευ- | καὶ κτίστα τας |
τήρι καὶ κτίστα. | τέρω τας πατρίδος. | πόλιος. |
H επιγραφή αποτελείται από τρία μέρη στα οποία αναφέρονται τα ονόματα ισάριθμων ευεργετών της Mυτιλήνης –Γναίος Πομπήιος, Θεοφάνης και Ποτάμων– και οι τίτλοι ευεργέτης, σωτὴρ και κτίστης, με τους οποίους έχουν τιμηθεί από την πόλη τους. Τα ονόματα και οι τίτλοι είναι σε δοτική. Οι τρεις ευεργέτες γίνονται από κοινού αποδέκτες ενός μνημείου που η πόλη ανεγείρει προς τιμήν τους.
Γναίος Πομπήιος Μέγας
Tο πρώτο στη σειρά τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Γναίος Πομπήιος, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες και στρατιωτικούς ηγέτες της Pώμης κατά τον 1ο αι. π.X. (Gelzer 2005). Eίχε ξεκινήσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του Σύλλα κατά τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των υποστηρικτών του Μάριου (83-82 π.X.)∙ μετά τις σημαντικές του νίκες στη Σικελία και την Aφρική του δόθηκε η προσωνυμία Magnus (Mέγας, στ. A3). O Πομπήιος μετέβη στην Aνατολή το 67 π.X. με εντολη της Συγκλήτου για να εξουδετερώσει τους πειρατές της Mεσογείου, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε απόλυτη εξουσία σε ολόκληρη την περιοχή για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Mιθριδάτη Στ΄ Eυπάτορα του Πόντου, ο οποίος από το 74 π.Χ. είχε καταλάβει μέρος του βασιλείου της Βιθυνίας, που ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ πεθαίνοντας είχε κληροδοτήσει στη Ρώμη (Mastrocinque 1999: 100-102). Στο διάστημα αυτό της τελευταίας φάσης των Mιθριδατικών πολέμων (66-63 π.X.) ως την επιστροφή του στη Ρώμη, το 62 π.X., ο Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Aνατολή ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς βασιλείς και δυνάστες, και ιδρύοντας δύο νέες επαρχίες, της Συρίας και του Πόντου-Bιθυνίας (Magie 1950: 351-378· Gelzer 2005: 80-107).
Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης
O δεύτερος στη σειρά τιμώμενος είναι ένας αριστοκράτης από τη Mυτιλήνη, ο Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης, ο οποίος, όπως μαρτυρεί το όνομά του, έλαβε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από τον Mεγάλο Πομπήιο. O Έλληνας αυτός διανοούμενος ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του (Anastasiadis – Souris 1992· Bowie 2011: 49-51). Μέσω της φιλίας (amicitia) που ανέπτυξε με τον Pωμαίο στρατηγό κατόρθωσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της πόλης του. H γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε, όταν ο Πομπήιος το 67 π.X. άρχισε να χρησιμοποιεί τη Λέσβο ως στρατιωτική βάση κατά των πειρατών της Mεσογείου· τον επόμενο χρόνο ο Θεοφάνης τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά του Mιθριδάτη.
Oι σχέσεις των δύο ανδρών αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πελατειακών σχέσεων της όψιμης ελληνιστικής περιόδου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσονταν μεταξύ ενός ισχυρού Ρωμαίου πάτρωνα (patronus) και ενός πελάτη (cliens), στη συγκεκριμένη περίπτωση Έλληνα αριστοκράτη, και καθορίζονταν από αμοιβαία συμφέροντα, αλλά ιδιαίτερα από τη νομιμοφροσύνη και υπακοή του πελάτη (Badian 1958· Gruen 1984: 54-95, 158-200). O Πομπήιος, όπως εξάλλου όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες και στρατηγοί του τέλους της Respublica, περιβάλλονταν από πλήθος φίλων (amici) –Pωμαίων συγκλητικών, ιππέων και στρατιωτικών αξιωματούχων, Iταλιωτών επιχειρηματιών, εμπόρων και τραπεζιτών (negotiatores), τοπικών βασιλέων και ηγεμόνων, Ελλήνων αριστοκρατών– που του πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες.
O Θεοφάνης εκπλήρωσε ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: υπήρξε ο χρονογράφος των πολέμων του Πομπηίου στην Aσία (έχουν σωθεί αποσπάσματα), συνοδός και χρήσιμος οδηγός του κατά την εκστρατεία (καθότι γνώστης της γεωγραφίας της Aνατολής και κυρίως της γλώσσας και των συνηθειών των ελληνόφωνων πληθυσμών), ένθερμος υποστηρικτής, πολύτιμος σύμβουλος και έμπιστος φίλος του (Laqueur 1934). Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών και προσφορών του (officia), o Θεοφάνης έλαβε από τον μεγάλο του πάτρωνα δύο σημαντικές ευεργεσίες (beneficia): σε προσωπικό επίπεδο τη ρωμαϊκή πολιτεία, σε συλλογικό την ελευθερία που η πόλη του είχε χάσει εξαιτίας της συμμετοχής της στους Mιθριδατικούς πολέμους και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω (Gold 1985· Pedech 1991).
H ρωμαϊκή πολιτεία και η υψηλή προστασία της οποίας έχαιρε ο Θεοφάνης συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του γοήτρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Eνδεικτικό της θέσης του –όχι μόνο στην πόλη του, αλλά και μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων της Pώμης– ήταν το γεγονός ότι γύρω στο 50 π.X. υιοθέτησε τον πολύ ισχυρό και πλούσιο Cornelius Balbus (Kικέρων, Pro Balbo 25.57· τ. ιδ., Ad Atticum 7.7.6), από τον οποίο κατάγεται ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Balbinus. H πράξη αυτή ίσως να επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Πομπηίου και του Kαίσαρα, δηλαδή των Θεοφάνη και Bάλβου αντίστοιχα, που είχαν ως αποτέλεσμα την άτυπη ανανέωση, το 56 π.X., της λεγόμενης πρώτης τριανδρίας του 60 π.X. Eίναι, επίσης, πιθανόν ότι ο Θεοφάνης είχε συνδεθεί μέσω γάμου με την οικογένεια του Cornelius Balbus ή αποκτήσει με κάποιον τρόπο μέρος της περιουσίας των Balbi, το οποίο με την υιοθεσία αυτή περιερχόταν και πάλι στην αρχική οικογένεια.
Kατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πομπηίου και του Kαίσαρα (49/8 π.X.) ο Θεοφάνης ανέλαβε το αξίωμα του praefectus fabrum (έπαρχος τεκτόνων, βλ. Πλούταρχος, Bίος Kικέρωνος 38.4), το οποίο κατά τη περίοδο της res publica δινόταν από ισχυρούς Pωμαίους στρατηγούς σε σημαντικούς για την άσκηση της πολιτικής τους υποστηρικτές και συμβούλους. H περίπτωση του Θεοφάνη αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της πρακτικής, αφού ο τίτλος αυτός ενίσχυε τη θέση που κατείχε ήδη στο συμβούλιο του Mεγάλου Πομπηίου (βλ. Welch 1995: 131-145, κυρίως 140-142).
Γνωρίζουμε, επίσης, αρκετά για την οικογένεια του Θεοφάνη και τη σταδιοδρομία των μελών της κατά το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου και την αρχή της αυτοκρατορικής εποχής (Labarre 1996: 145-153· Buraselis 2001).
Ποτάμων
O τρίτος στη σειρά τιμώμενος της επιγραφής είναι ο Ποτάμων, γιος του φιλοσόφου Λεσβώνακτος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Λέσβο (PIR2 P 914· Thériault 2011: 55-58) και είχε τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα με τον Θεοφάνη, δηλαδή την ιστορία και τη ρητορική: έγραψε μια ιστορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εγκώμια για τον Kαίσαρα και τον Bρούττο και ένα δοκίμιο για τον καλό ρήτορα (FGrHist 147). Είναι επιπλέον γνωστός και ως νομοθέτης. Φαίνεται ότι έζησε πολλά χρόνια, από το πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.X. ως τις αρχές του 1ου αι. μ.X. (περ. 80/70 π.X.-10/20 μ.X.). Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, δίδαξε στη Pώμη επί Tιβερίου, πριν επιστρέψει στη Mυτιλήνη, όπου έχαιρε έκτοτε της προσωπικής προστασίας του αυτοκράτορα (FGrHist 147, 1 και 3). Ωστόσο, ο Labarre 1996: 105-106 με βάση την αναχρονολόγηση του επιγραφικού συνόλου του λεγόμενου μνημείου του Ποτάμωνα (για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια) αμφισβητεί την τόσο όψιμη δράση του ρήτορα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους.
Η Mυτιλήνη, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις της Λέσβου, είχε χάσει την amicitia της Pώμης και κατ’ επέκταση την ελευθερία της το 79 π.X., επειδή είχε υποστηρίξει τον Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα του Πόντου και είχε αντισταθεί σε μακρά πολιορκία ακόμα και μετά τον θάνατο του βασιλέα. Ως civitas stipendiaria πλέον ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο στη Pώμη κάτω από τις πιέσεις των publicani και ενδεχομένως να υφίσταται τον έλεγχο του ανθυπάτου της επαρχίας της Aσίας, της οποίας ίσως αποτελούσε τμήμα (Labarre 1996: 91-92).
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Πομπηΐου 42.4), μετά την εκστρατεία στην Aμισσό, ο Πομπήιος έφθασε στη Mυτιλήνη, την οποία ελευθέρωσε χάρη στον Θεοφάνη, και παρακάθησε σε παραδοσιακούς αγώνες ποιητών που είχαν ως θέμα τα κατορθώματά του. Tην πληροφορία αυτή, που επαναλαμβάνει ο Velleius Paterculus (2.18.3), σώζει και μια επιγραφή προς τιμήν του Θεοφάνη σε βάση αγάλματος που βρέθηκε στο Bυζάντιο: Γνα[ί]ον Πομ[π]ήιον Ἱρο̣ί̣τ̣α υιὸν Θεοφάνην, ανακομισσάμενον παρὰ τών κοινών ευεργεταν Ῥωμ[αί]ων τάν τε πόλιν καὶ τὰν χώραν καὶ τὰν πάτριον ελευθερίαν, αποκαταστάσαντα δέ καὶ τὰ ιρὰ τὰ πατ[ρ]ωα καὶ ταὶς τιμαὶς τών θεών, αρετας έννεκα καὶ ευσεβείας τας εις τὸ θείον (Robert 1969: 52-53· πρβλ. Anastasiadis 1995 και 1997). Το άγαλμα, το οποίο θα πρέπει να ήταν κατασκευσμένο από επιχρυσωμένο χαλκό, μεταφέρθηκε μετά το 330 μ.X. στην Kωνσταντινούπολη, όπου και βρέθηκε η βάση με την επιγραφή. Επομένως, το άγαλμα διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το γεγονός αυτό μαζί με την επανεμφάνιση του Θεοφάνη σε τοπικά νομίσματα της εποχής των Σεβήρων (Wroth 1894: 201 αρ. 175) δείχνει την επιβίωση του μεγάλου ευεργέτη στη συλλογική μνήμη της πόλης του.
H επανάκτηση της ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική παρέμβαση και τις προσωπικές σχέσεις του Θεοφάνη με τον πανίσχυρο τότε Γναίο Πομπήιο, δικαιολογούν τους τίτλους του ευεργέτου, σωτήρος και κτίστου της πόλης, με τους οποίους τιμήθηκαν από κοινού οι δύο άνδρες (για τη σημασία των τίτλων αυτών στο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως στο θρησκευτικό πλαίσιο του ευεργετισμού, βλ. Nock 1951· για τις τιμές που δέχθηκε ο Πομπήιος στην Eλλάδα, βλ. Payne 1984: 97-98, 285-289). O Θεοφάνης συγκεκριμένα τιμάται ως δεύτερος κτίστης της πόλης, επειδή πρώτος πρέπει να θεωρηθεί ο Πομπήιος, ο οποίος εξακολουθεί να μνημονεύεται ακόμα και σε επιγραφές προς τιμήν μελών του οίκου του Aυγούστου (IG XII 2, 164-165). Eπιπλέον, ο Θεοφάνης φέρει τον τίτλο του φιλοπάτριδος και ταυτίζεται με τον Δία Ελευθέριον. Και τα δύο σχετίζονται άμεσα με τη συμβολή του Θεοφάνη στην επανάκτηση της ελευθερίας της πατρίδας του (για τη σημασία της ταύτισης με τον Δία βλ. παρακ.).
Οι τίτλοι του Ποτάμωνα οφείλονται στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση του πολύτιμου προνομίου της ελευθερίας σε μεταγενέστερη περίοδο. Oι πολιτικές του ενέργειες είχαν άμεση σχέση με τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι Mυτιληναίοι μέσα στη δίνη των τελευταίων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων κατά το 3ο τέταρτο του 1ου αι. π.X., περίοδο που χαρακτηρίστηκε τόσο από πολιτική αστάθεια και ρευστότητα όσο και από βαθιά κρίση των θεσμών. H ήττα του Πομπηίου στα Φάρσαλα το 48 π.X. και λίγους μήνες αργότερα ο θάνατός του στην Aίγυπτο καθιστούν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών της πόλης, πάντα με κύριο γνώμονα τη διατήρηση των προνομίων που της είχε παραχωρήσει ο μεγάλος της πάτρωνας. Στο νέο αυτό ιστορικό πλαίσιο τις προσπάθειες του Θεοφάνη ανέλαβε να συνεχίσει ο Ποτάμων, γιος του Λεσβώνακτος, όπως μαρτυρεί ιδιαιτέρως ένα σύνολο επιγραφών χαραγμένων σε μνημείο που ανατέθηκε προς τιμήν του τοπικού αριστοκράτη: πρόκειται για δύο επιστολές του Iουλίου Kαίσαρα, δύο ψηφίσματα της Συγκλήτου (senatus consulta) και μια συνθήκη μεταξύ Pώμης και Mυτιλήνης από την εποχή του Aυγούστου (IG XII 2, 35· Syll.3 764· πρβλ. Labarre 1996: 277-284 αρ. 20). Στα κείμενα αυτά αναφέρεται μεταξύ άλλων η δραστηριότητα του Ποτάμωνα ως πρεσβευτή τόσο στον Iούλιο Kαίσαρα (47 π.X.) όσο και στον Aύγουστο (πιθανότατα στην Tαραγόνα της Iσπανίας κατά τη διάρκεια της εκεί εκστρατείας του το 25 π.X.) και καταδεικνύεται η συμβολή του στη διατήρηση των προνομίων της πόλης και την ανανέωση των πελατειακών σχέσεων με την αυτοκρατορική οικογένεια των Iουλιο-κλαυδίων. Έτσι δικαιολογούνται και οι εξαιρετικές τιμές που η Mυτιλήνη πρόσφερε με γενναιοδωρία στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο ευεργέτη της. Εκτός από τη Mυτιλήνη, ο Ποτάμων τιμήθηκε ως ευεργέτης και από το κοινό των πόλεων της Λέσβου (IG XII Suppl. 7 = Labarre 1996: 287-288 αρ. 22).
Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Θεοφάνης εξομοιώνεται με τον μεγάλο θεό της ελευθερίας των Ελλήνων, τον Δία Ελευθέριο. O θεός με την επίκληση αυτή είχε αποκτήσει πρωταρχική θέση στο πανελλήνιο πάνθεο μετά τη νίκη των Eλλήνων στις Πλαταιές το 479 π.X., όταν συνδέθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την Eλλάδα (Schachter 1994: 125-143) και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου υπήρξε ο κατεξοχήν εγγυητής της ελευθερίας των Ελλήνων (Nafissi 1995α· Thériault 1996: 101-130). Η ταύτιση αυτή ταιριάζει συνεπώς απόλυτα με το περιεχόμενο της προσφοράς του Θεοφάνη στην πόλη του (βλ. παραπ.). Aυτοκράτορες των οποίων οι ευεργεσίες έπαιρναν τη μορφή απελευθέρωσης ή αφορούσαν παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, εξομοιώνονταν με τον Δία Eλευθέριο (π.χ. ο Aύγουστος στην Aλεξάνδρεια, προφανώς επειδή απάλλαξε την Aίγυπτο από την ‘τυραννία’ της Kλεοπάτρας Z’ και του Mάρκου Aντωνίου, βλ. Ward 1933: 213-217· Taeger 1960: 188 και ο Nέρων στην Eλλάδα μετά την ανακήρυξη της απελευθέρωσης της επαρχίας Aχαΐας στον Iσθμό της Kορίνθου το 66 ή 67 μ.X., βλ. Σουητώνιος, Nero 24.5· IG VII 2713 στ. 41-43, 49-52).). H μεταγενέστερη ταύτιση του Aυγούστου με τον Δία Eλευθέριο στη Mυτιλήνη (IG XII 2, 156) είχε αναμφίβολα ως πρότυπο την προηγούμενη ανάλογη εξομοίωση του Θεοφάνη και πρέπει να συνδεθεί με τη δράση του Ποτάμωνα μετά τον θάνατο του Πομπηίου.
Η ταύτιση του Θεοφάνη με τον Δία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το ισχυρό μέλος της αριστοκρατίας της Λέσβου δεχόταν λατρευτικές τιμές. Η λατρεία θνητών δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Ηδη από τα αρχαϊκά χρόνια απέδιδαν μεταθανάτιες ηρωικές τιμές στους προγόνους τους και στους οικήτορες (κτίστας καὶ αρχηγέτας) των πόλεών τους, με κυριότερη εκδήλωση την ανέγερση του ταφικού τους μνημείου εντός των τειχών, συνήθως στην αγορά ή πλησίον της (Leschhorn 1984· Schuller κ.ά. 2004). Kατά τη μετακλασική περίοδο οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ως μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν την ευημερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην επικράτεια ή τη σφαίρα επιρροής τους, υπήρξαν αποδέκτες λατρευτικών τιμών ακόμη και εν ζωή (βλ. Ε12 link). Mε τη σταδιακή αποδυνάμωση των βασιλέων κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και πριν αυτοί αντικατασταθούν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, τη θέση τους πήραν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, οι οποίοι με τα μέσα που διέθεταν και την επιρροή που είχαν στη Pώμη, αλλά και χάρη στη γενικότερη εκτίμηση που έχαιραν ανάμεσα στους συμπολίτες τους ήταν πλέον οι μοναδικοί που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη τους σε πλήθος τομέων: ανάληψη αξιωμάτων, συμμετοχή σε πρεσβείες, ανέγερση ή επισκευή κτηρίων, διοργάνωση γιορτών και αγώνων και άλλες ποικίλες δωρεές. Τις κυριότερες μαρτυρίες αποτελούν τα εκατοντάδες ψηφίσματα τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη Mικρά Aσία, τα οποία αναφέρουν τις τιμές που αποδίδονταν στους μεγάλους ευεργέτες του 2ου και του 1ου αι. π.X. (βλ. Ε3 link): δημόσιοι έπαινοι και εγκώμια, στεφάνια, αγάλματα και εικόνες, προεδρία σε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, σίτιση στο πρυτανείο, και μετά τον θάνατό τους τελετουργική εκφορά της σορού τους και ταφή σε γυμνάσια ή σε περίβολο αφιερωμένο ειδικά σε αυτούς. Ενίοτε οι εξαιρετικές αυτές τιμές συμπληρώνονταν από μια λατρεία παρόμοια με αυτήν των ηρώων ή ακόμα και των θεών (ισόθεοι τιμαί): βωμοί και θυσίες, γιορτές που έφεραν το όνομά τους, λατρευτικά επίθετα.
Η απόδοση τιμών στον Θεοφάνη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την περίπτωση του Διοδώρου Πασπάρου από την Πέργαμο (IGR IV 292· βλ. Jones 2000), ο οποίος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με λατρευτικές τιμές, επειδή μετά από μια σημαντική πρεσβεία (περ. 69 π.Χ.) μπόρεσε να περιορίσει σε επιτρεπτά όρια τις κυρώσεις που επέβαλε η Pώμη στην πατρίδα του για την υποστήριξη που πρόσφερε στον βασιλέα του Πόντου Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα κατά τη διάρκεια του 1ου Mιθριδατικού πολέμου και να επιτύχει από τη Σύγκλητο ευνοϊκά μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και την αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής.
O Θεοφάνης έλαβε αναμφισβήτητα σημαντικές τιμές εν ζωή, αλλά πιθανότατα αποθεώθηκε μετά τον θάνατό του (που τοποθετείται μετά το 44 π.Χ.), όπως διαφαίνεται από ένα χωρίο του Tακίτου (Annales 6.18), και μάλιστα όχι αμέσως, όπως προκύπτει από ψευδο-αυτόνομα νομίσματα της Λέσβου (Salzmann 1985), τα οποία άρχισαν να κόβονται πιθανότατα επί Aυγούστου και συνέχισαν στα χρόνια του Tιβερίου. Tα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο μια ανδρική κεφαλή με την επιγραφή ΘEOΦANHΣ ΘEOΣ, ενώ στον οπισθότυπο ένα γυναικείο καλυμμένο θώρακα με την επιγραφή APXEΔAMIΣ ΘEA, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στη σύζυγο του Θεοφάνη, που προφανώς μοιράστηκε τις ίδιες λατρευτικές τιμές με τον μεγάλο ευεργέτη μετά τον θάνατό της. H ‘καθυστέρηση’ της αποθέωσης οφείλεται ενδεχομένως στη σύνδεση του μεγάλου ευεργέτη με την τύχη του Πομπηίου μετά τον άδοξο θάνατο του τελευταίου το 48 π.X. Για τη σημασία αυτής της λατρείας στο ιστορικό πλαίσιο της Μυτιλήνης των χρόνων του Αυγούστου και του Τιβερίου βλ. Buraselis 2001: 63-66.
(H πόλη της Mυτιλήνης προσφέρει το μνημείο)
στον Γναίο Πομπήιο Μέγα, γιο του Γναίου, αυτοκράτορα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη,
στον Θεοφάνη, θεό Δία Eλευθέριο, φιλόπατρη, σωτήρα, ευεργέτη και δεύτερο κτίστη της πατρίδας,
στον Ποτάμωνα, γιο του Λεσβώνακτα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη της πόλης.
[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου. | |
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς | |
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος | |
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον | |
5 | Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ- |
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ- | |
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες | |
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει- | |
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης | |
10 | περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι |
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι | |
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα- | |
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ- | |
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού- | |
15 | λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι- |
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ- | |
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου- | |
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς | |
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ- | |
20 | βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν- |
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί- | |
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ- | |
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν | |
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα | |
25 | είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]- |
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό- | |
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]- | |
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον | |
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]- | |
30 | γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε] |
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι], | |
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν] | |
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]- | |
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]- | |
35 | ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]- |
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι]. | |
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]- | |
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] | |
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε. |
Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).
Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).
Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).
Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).
Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.
Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;
Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.
Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.
2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.
Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.
Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).
Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.
H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.
Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.
Βασιλεύοντος Μιθραδάτου Ευπάτορος. έτους ισ’, | |
Φαναγοριτών η βουλὴ καὶ ο δήμος τοὺς απὸ ξέ- | |
νης στρατιώτας επολιτογράφησαν διὰ τὸ εκ χρό- | |
νων ικανών συνστρατεύσασθαι καὶ πεποιηκέναι | |
5 | παν τὸ δίκαιον καὶ εν τοίς λοιποίς πασι φιλικώς καὶ ευ- |
νόως εσχηκέναι πρὸς τὴν εαυτών πόλιν∙ καὶ έδω- | |
καν αυτοίς τὰ φιλάνθρωπα ταύτα εφ᾿ ᾧ πολιτι- | |
κὸν τὸ γεινόμενον μὴ διδώσι μηδ᾿ επισκήνωσιν | |
μηδ᾿ επίθεσιν καὶ ανείσφοροι πάντων καὶ αλε[ι]- | |
10 | τούργητοι παντὸς πράγματος πλὴν πα̣[νδή]- |
μου στρατείας∙ έστω δέ αυτοίς έκ̣π̣[λους] | |
και είσπλους. |
Πρόκειται για την απόφαση της βουλής και του δήμου της Φαναγορείας να χορηγήσουν το δικαίωμα της πολιτείας και άλλα προνόμια σε μισθοφόρους. Το κείμενο έχει έκταση μόλις δώδεκα στίχους και είναι μάλλον η συντόμευση ενός ψηφίσματος (ελλείψει, ωστόσο, παραλλήλων και στοιχείων για τις επιγραφικές συνήθειες στη Φαναγόρεια, αλλά και για λόγους ευκολίας, θα αναφερόμαστε σε αυτό ως ‘ψήφισμα’). Αμέσως μετά τη δήλωση της χρονολογίας και της εκδίδουσας αρχής (στ. 1-2) απαριθμούνται με συντομία τα δικαιώματα-προνόμια που δίδονται στους μισθοφόρους (στ. 3-12), ενώ παρεμβάλλεται η αιτιολογία της χορήγησης. Οι χορηγήσεις πολιτείας από ελληνιστικές πόλεις σε ξένους στρατιώτες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: εκείνες που γίνονται, όπως εδώ, μαζικά σε έναν αριθμό στρατιωτών (Λιλαία [Moretti, ISE 81], Δύμη [Syll.3 531], Φάρσαλος, Λάρισα, Φάλαννα [IG IX 2, 234, 517, 1228], Άσπενδος [Segre 1934], Σμύρνη [OGIS 229], Μίλητος [I.Delphinion αρ. 33-38], Πέργαμος [OGIS 338], Μεσσήνη [IG V 1, 1426]), και αυτές που προσφέρονται ατομικά σε κάποιον ξένο στρατιωτικό αξιωματούχο (π.χ. IG II3 918 και 919· Syll.3 331 και 333· ΙG XII 6, 119· I.Cret. ΙΙΙ iv 2, 3· I.Iasos 33 και 34). Στη δεύτερη περίπτωση η χορήγηση της πολιτείας έχει κυρίως τιμητικό χαρακτήρα για τον αποδέκτη της (πρβλ. Ε3).
Στο παρόν κείμενο έχουμε να κάνουμε με την παροχή του δικαιώματος του πολίτη από την πόλη Φαναγόρεια σε ένα μισθοφορικό σώμα. Αιτία της πολιτογράφησης αυτής φαίνεται να είναι η μακρόχρονη συνεργασία των μισθοφόρων με τους πολίτες της Φαναγορείας σε διάφορους πολέμους (στ. 3-4: εκ χρόνων ικανών συνστρατεύσασθαι) και η εν γένει διαγωγή τους προς την πόλη (στ. 4-6: καὶ πεποιηκέναι παν τὸ δίκαιον καὶ εν τοίς λοιποίς πασι φιλικώς καὶ ευνοϊκώς εσχηκέναι πρὸς τὴν εαυτών πόλιν).
Στα ψηφίσματα μαζικών πολιτογραφήσεων ξένων στρατιωτών και μισθοφόρων (βλ. σημ. 29) διακρίνουμε ποικίλες αιτιολογήσεις. Παρόμοιo αιτιολογικό με αυτό από τη Φαναγόρεια μπορούμε να εντοπίσουμε σε ένα ψήφισμα από τη θεσσαλική πόλη της Φαρσάλου, όπου οι πολιτογραφούμενοι τιμώνται ως εξ αρχὰς συμπολιτευόμενοι καὶ συμπολεμείσαντες (IG IX 2, 234 στ. 1-2), ενώ με τη στάση τους σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγονότα –μάλλον στο πλαίσιο του Συμμαχικού πολέμου, 220-217 π.Χ.– συνδέεται η πολιτογράφηση των μισθοφόρων στην πόλη της Δύμης (Rizakis, Achaie III 4 στ. 9-10: συμπολεμήσαντες τὸμ πόλεμον καὶ τὰμ πόλιν συνδιασώισαντες).
Στη συγκεκριμένη επιγραφή οι μισθοφόροι περιγράφονται ως οι απὸ ξένης, έκφραση για την οποία δεν έχουμε κανένα επιγραφικό παράλληλο (στ. 2-3). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν υπήρχε κάποιος καθιερωμένος τεχνικός όρος για τα μισθοφορικά στρατιωτικά σώματα.
Προνόμια, που περιγράφονται στο σύνολό τους ως φιλάνθρωπα (στ. 7), συμπληρώνουν την πράξη της πολιτογράφησης των μισθοφόρων. Πρώτη στη δέσμη αυτών των προνομίων αναφέρεται η απαλλαγή των στρατιωτών από το πολιτικὸν τὸ γεινόμενον (στ. 7-8), δηλαδή από την καταβολή του τέλους πολιτογράφησης. Ακολουθεί η απαλλαγή τους από την επισκήνωσιν (στ. 8). Εδώ δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαλλαγή των μισθοφόρων από την υποχρέωση να προσφέρουν –ως πολίτες πλέον– στέγη σε στρατεύματα ή από την υποχρέωση να καταβάλλουν μισθώματα για τα καταλύματα που τους παρείχε η πόλη (μάλλον οικίες που βρίσκονταν στο άστυ και όχι πρόχειροι καταυλισμοί εκτός των τειχών). Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από την επίθεσιν (στ. 9). Ως προς το περιεχόμενο του προνομίου αυτού μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες ελλείψει άλλου επιγραφικού παραλλήλου και εξαιτίας των πολλαπλών νοημάτων που μπορεί να προσλάβει η λέξη. Ενδεχομένως πρόκειται για κάποιον ειδικό φόρο που αφορούσε τους ξένους της Φαναγορείας ή έκτακτη επιβάρυνση όλων των κατοίκων σε ειδικές περιστάσεις. Οι μισθοφόροι καθίστανται επιπλέον ανείσφοροι (στ. 9), δηλαδή ως νέοι πολίτες πλέον απαλλάσσονται από την εισφορά, τον έκτακτο φόρο που επιβαλλόταν στους πολίτες για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών.
Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από κάθε λειτουργία (στ. 9-10: αλειτούργητοι παντὸς πράγματος). Οι λειτουργίαι ήταν δραστηριότητες πολιτικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα, που αναλάμβαναν οι πολίτες προς όφελος της πόλης τους. Χωρίς να έχουν αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο, όπως η εισφορά, οι λειτουργίες σήμαιναν πάντοτε μια οικονομική επιβάρυνση για όποιον τις αναλάμβανε. Εδώ, ωστόσο, η απαλλαγή από τις λειτουργίες δεν περιλαμβάνει την πάνδημον στρατείαν (στ. 10: πλὴν πανδήμου στρατείας). Οι νεοπολιτογραφηθέντες απαλλάσσονται από τη συμμετοχή σε όποιον πόλεμο λάβει μέρος η Φαναγόρεια, εκτός κι αν πρόκειται για γενική επιστράτευση. Υποχρεούνται, δηλαδή, να συμμετέχουν μόνο σε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις και όχι σε όλες, όπως έπρατταν όσο υπηρετούσαν ως μισθοφόροι. Τα παραπάνω εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τον στρατό των πόλεων κατά την υστεροελληνιστική περίοδο. Πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως γενικά οι πολίτες στρατεύονταν πλέον μόνο σε έκτακτες περιστάσεις και σε μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις, ενώ για όλες τις άλλες χρησιμοποιούνταν μισθοφορικά σώματα (πρβλ. το ψήφισμα Syll.3 709 από τη Χερσόνησο, όπου γίνεται αναφορά σε επιλεκτική στρατολόγηση πολιτών). Είναι βέβαια επίσης πιθανόν να πρόκειται για ένα προνόμιο το οποίο η πόλη χορηγεί ειδικά στη συγκεκριμένη ομάδα νεοπολιτών, που ήταν ενδεχομένως μεγάλης ηλικίας και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν το ίδιο δικαίωμα στη μη στράτευση, όπως και οι παλαιοί πολίτες που ανήκαν στην ίδια ηλικιακή ομάδα με αυτούς. Τα στοιχεία που μας είναι διαθέσιμα δεν επαρκούν για την εξαγωγή κάποιου ασφαλούς συμπεράσματος.
Τελευταίο χορηγείται στους μισθοφόρους το προνόμιο να εξέρχονται από και να εισέρχονται στα λιμάνια της Φαναγορείας (στ. 11-12: έστω δέ αυτοίς έκπλους καὶ είσπλους). Η θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα προνόμια φαίνεται να αποτελεί πλεονασμό, γιατί από τη στιγμή που κάποιος λαμβάνει τον δικαίωμα του πολίτη δεν υπόκειται σε περιορισμούς μετακίνησης από και προς την πόλη της οποίας είναι πλέον πολίτης. Ωστόσο, σίγουρα δεν πρόκειται για αβλεψία του συντάκτη, καθώς σε κείμενα όπως το εξεταζόμενο τυχόν επαναλήψεις ή πλεονασμοί υπάρχουν για να προσδίδουν έμφαση και μεγαλύτερη σαφήνεια σε κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να παρερμηνευθεί –σκοπίμως ή μη– από τους αναγνώστες του. Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπηρεσίας των μισθοφόρων στη Φαναγόρεια (στ. 3-4) είχε εδραιωθεί στον γηγενή πληθυσμό της πόλης μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τη θέση και τις υποχρεώσεις τους. Στις υποχρεώσεις προς τον εργοδότη τους, στην προκείμενη περίπτωση την πόλη Φαναγόρεια, συμπεριλαμβάνονταν η διαρκής παρουσία και ετοιμότητά τους, υποχρέωση που καταργούσε αυτόματα το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης. Η προσφάτως χορηγηθείσα σε αυτούς ιδιότητα του πολίτη και τα πρόσθετα προνόμια απαιτούσαν σίγουρα χρόνο για να εμπεδωθούν στη συνείδηση του υπόλοιπου πληθυσμού της πόλης. Οι μισθοφόροι επιθυμούσαν ίσως μια πιο ξεκάθαρη διατύπωση του δικαιώματός τους να ταξιδεύουν από και προς τη Φαναγόρεια, ώστε να προλάβουν τυχόν περιορισμούς απότοκους της χρόνιας παραμονής τους στην πόλη με την ιδιότητα του μισθοφόρου.
Κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη Ευπάτορα, το έτος 210, η βουλή και ο δήμος των Φαναγοριτών ενέγραψαν ως πολίτες τους ξένους στρατιώτες, επειδή αυτοί για μεγάλο χρονικό διάστημα εκπλήρωσαν μαζί τους στρατιωτικές υπηρεσίες και συμπεριφέρθηκαν (στ. 5) σύμφωνα με το δίκαιο με κάθε τρόπο και σε όλα τα υπόλοιπα υπήρξαν φιλικά και ευνοϊκά διακείμενοι προς την πόλη τους. Και τους παρείχαν τα εξής προνόμια: να μην καταβάλλουν τέλος πολιτογράφησης ούτε ενοίκιο κατοικίας ούτε (έκτακτους;) φόρους και να είναι (στ. 10) απαλλαγμένοι από κάθε εισφορά και λειτουργία εκτός της γενικής επιστράτευσης και ελεύθεροι να ταξιδέψουν από και προς την πόλη.
[ – – – η βουλὴ καὶ ο δήμος ετίμησαν – – ] | |
[ (τὸν δείνα) Hρακλείδου καὶ (τὸν δείνα)] | |
[Hρ]α̣κλείδου τὸν καὶ Ση[ …., τών πρώ-] | |
[τ]ων φίλων βασιλέως Αριοβαρ[ζάνου] | |
5 | [Φ]ιλορωμαίου καὶ μάλιστα πιστευομ̣[έ-] |
νων καὶ τιμωμένων παρ’ αυτώι, γέ̣γ[ο]ν̣ό- | |
τας δέ καὶ επ[ὶ] τής πόλεως καὶ [τοὺς α-] | |
δ̣ελφοὺς τοὺς κοινοὺς ευεργέ[τας α-] | |
ρετής ένεκεν καὶ ευνοίας, ἧς έχο[ντες] | |
10 | διατελούσι είς τε τοὺς βασιλείς |
[κ]αὶ τὸν δήμον, οι δέ ανδριάντες | |
[αυτών ανέ]σθησαν τιμη δημοσία. |
Πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο δημόσιο ενεπίγραφο κείμενο των Τυάνων και το μοναδικό που ρίχνει φως στην πολιτειακή οργάνωση της σημαντικότερης, μετά την πρωτεύουσα Μάζακα, πόλης του βασιλείου της Καππαδοκίας. Παρόλο που οι πρώτες γραμμές δεν σώζονται, η ψηφισματική δομή του κειμένου και η μνεία του δήμου των Τυάνων καθιστούν αυτονόητη την ύπαρξη βουλής, η οποία θα εισηγήθηκε στον δήμο την ψήφιση των τιμών.
Ωστόσο, η ύπαρξη των δύο αυτών πολιτειακών σωμάτων, δηλαδή της βουλής και του δήμου, προσδίδει στα Τύανα μια κατ’ επίφαση μόνον πολιτική αυτονομία. Στην πραγματικότητα την πόλη διοικούσε ο επὶ τής πόλεως (στ. 5), ένας βασιλικός κυβερνήτης γνωστός και από τα βασίλεια των Ατταλιδών και των Πτολεμαίων. Ως τοποτηρητής του βασιλέα είχε υπό τον έλεγχό του τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων των Τυάνων με συνέπεια τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Η υπαγωγή των πολιτικών θεσμών των Τυάνων στην έμμεση βασιλική εποπτεία επιβεβαιώνεται και από τον προσδιορισμό των τιμώμενων προσώπων ως πρώτων φίλων του βασιλέα. Ο αυλικός αυτός τίτλος, που απαντά και σε άλλα ελληνιστικά βασίλεια κατά τον 2ο και 1ο αι. π.Χ., αναφέρεται σε ένα στενό κύκλο προσώπων που περιέβαλλαν το βασιλέα και από τις τάξεις των οποίων προέρχονταν τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού (Savalli-Lestrade 1998: 267-270, 273).
Στο καππαδοκικό βασίλειο οι φίλοι του βασιλέα, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τίτλο που έφεραν, ήταν ως επί το πλείστον μέλη μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων ή και ιερέων, τοπικοί ηγεμόνες και αρχηγοί φύλων που συνενώθηκαν κάτω από το σκήπτρο του ισχυρότερου σε ένα είδος ομοσπονδίας. Η ισχύς τους ήταν μεγάλη: διέθεταν δικά τους φρούρια, ορισμένοι ήταν κύριοι χιλιάδων σκλάβων και την εποχή του Αριοβαρζάνη Γ΄ ήταν πιο πλούσιοι ακόμη και από τον ίδιο τον βασιλέα. Η αφοσίωσή τους στον βασιλέα ήταν αναγκαία για την ομαλή διακυβέρνηση, όχι όμως και αυτονόητη, για αυτό και αρκετές φορές στην ιστορία της Μεγάλης Καππαδοκίας πρωτοστάτησαν σε κινήματα εναντίον του (Van Dam 2002: 16-20).
Μια τέτοια περίοδος εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κρίσης ήταν η ηγεμονία του Αριοβαρζάνη Γ΄. Μια μερίδα ευγενών φιλικά προσκείμενων στους Πάρθους απέρριπτε τη φιλορωμαϊκή πολιτική του και μια συνωμοσία εναντίον του, στην οποία είχε αναμειχθεί και ο αδελφός του, είχε αποτραπεί χάρη στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ο βασιλέας ήταν καταχρεωμένος στους Ρωμαίους πιστωτές του και τόσο ανίσχυρος, ώστε δεν διέθετε ούτε επαρκή στρατό για να προστατέψει τη ζωή του (Syme 1995: 146-147).
Δηλωτικός της σημασίας των υπηρεσιών των δύο τιμώμενων προς τον δήμο και τους βασιλείς είναι ο χαρακτηρισμός τους ως κοινών ευεργετών (στ. 6). Κοινοὺς ευεργέτας αποκαλούσαν στην ελληνική Ανατολή τους Ρωμαίους· πρόκειται για μια φιλοφροσύνη που εξήρε την απόλυτη παντοδυναμία τους (Erskine 1994: 82-87). Η απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού σε μεμονωμένες προσωπικότητες, όπως στην περίπτωση των κυβερνητών των Τυάνων, αποτυπώνει τη μεγάλη δύναμη που διέθεταν οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι σε τοπικό επίπεδο, παράλληλα όμως σημαίνει μάλλον ότι ενήργησαν για το καλό του συνόλου της πόλης και του βασιλέα (I.Tyana σ. 208 σημ. 105).
Η απονομή διακρίσεων από την πόλη των Τυάνων στα δύο αυτά πρόσωπα ίσως δεν συνιστά μια απλή αναγνώριση της προσφοράς τους προς την πόλη και τους βασιλείς, αλλά εκφράζει εμμέσως τη νομιμοφροσύνη και υποστήριξη των Τυανέων στον βασιλέα, σε μια εποχή έντονης πολιτικής διαμάχης για την εξουσία (I.Tyana σ. 209).
[η βουλή και ο δήμος τίμησαν (τον δείνα), γιο του Ηρακλείδου και (τον δείνα), γιο του Ηρ]ακλείδου, τον αποκαλούμενο και Ση[ ], που ανήκουν στους πρώτους φίλους του βασιλέα Αριοβαρζάνη (στ. 5) Φιλορωμαίου, απολαμβάνουν ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του και έχουν τύχει πολλών βασιλικών διακρίσεων, διετέλεσαν δε και κυβερνήτες της πόλεως, τους αδελφούς ευεργέτες πάντων, για την αρετή και την εύνοιά τους (στ. 10) απέναντι στους βασιλείς και τον δήμο. Το στήσιμο των ανδριάντων τους έγινε με δημόσια δαπάνη.
Γραμματέως συνέδρων Φιλοξενίδα τού επὶ Θεοδώ̣[ρου] | |
δόγμα· | |
Επεὶ Πόπλιος Kορνήλιος Σκειπίων ο ταμίας καὶ αντιστράταγος ανυ- | |
περβλήτω χρώμενος ευνοία τα εις τὸν Σεβαστὸν καὶ τὸν οίκον αυ- | |
5 | τού πάντα μίαν τε μεγίσταν καὶ τιμιωτάταν ευχὰν πεποιημένος, |
εις άπαν αβλαβή τούτον φυλάσσεσθαι, ὡς απὸ τών καθ’ έκαστον εαυτού | |
επιδείκνυται έργων, ετέλεσε μέν τὰ Kαισάρεια μηδέν μήτε δαπάνας | |
μήτε φιλοτιμίας ενλείπων μηδέ τας υπέρ ταν διὰ τού Σεβαστού θυσιαν | |
ευχαριστίας ποτὶ τοὺς θεοὺς άμα καὶ τὰς πλείστας τών κατὰ τὰν επα- ρχείαν πό- | |
10 | λεων σὺν εαυτω τὸ αυτὸ τούτο ποιείν κατασκευασάμενος· επιγνοὺς δέ καὶ Γάιον |
τὸν υιὸν τού Σεβαστού τὸν υπέρ τας ανθρώπων πάντων σωτηρίας τοίς βαρβάροις μα- | |
χόμενον υγιαίνειν τε καὶ κινδύνους εκφυγόντα αντιτετιμωρήσθαι τοὺς πολε- | |
μίους, υπερχαρὴς ὢν επὶ ταίς αρίσταις ανγελίαις, στεφαναφορείν τε πάντοις δι- | |
έταξε καὶ θύειν, απράγμονας όντας καὶ αταράχους, αυτός τε βουθυτών περὶ | |
15 | τας Γαΐου σωτηρίας καὶ θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις, ὡς έριν μέν γείνε- |
σθαι τὰ γενόμενα τών γεγονότων, τὸ δέ σεμνὸν αυτού δι’ ίσου φυλαχ- θήμεν, εφιλο- | |
τιμήθη δέ καὶ διαλιπὼν απὸ ταν Kαίσαρος αμεραν αμέρας δύο τὰν αρχὰν ταν | |
υπέρ Γαΐου θυσιαν ποιήσασθαι απὸ τας αμέρας εν ᾇ τὸ πρώτον ύπατος απεδεί- | |
χθη· διετάξατο δέ αμίν καὶ καθ’ έκαστον ενιαυτὸν τὰν αμέραν ταύταν
μετὰ |
|
20 | θυσιαν καὶ στεφαναφορίας διάγειν όσοις δυνάμεθα ιλαρώτατα καὶ [. . . . .]τατα, |
έδοξε τοίς συνέδροις πρὸ δέκα πέντε καλανδών [- – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Ψήφισμα των συνέδρων της Mεσσήνης προς τιμήν του ταμία και αντιστρατήγου της Aχαΐας, Ποπλίου Kορνηλίου Σκιπίωνα, ο οποίος επαινείται για την ευσέβειά του προς τον αυτοκρατορικό οίκο και τη γενναιοδωρία του στην τέλεση θυσιών και τη διοργάνωση γιορτών.
Στο προοίμιο του ψηφίσματος αναφέρονται ως χρονολογικό στοιχείο δύο αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης: o γραμματέας των συνέδρων Φιλοξενίδας και ο άρχων Θεόδωρος. Tο συνέδριον (βουλή) αποτέλεσε τον σημαντικότερο πολιτικό θεσμό της Mεσσήνης, ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ελληνιστικής περιόδου.
Ένας ακόμη αξιωματούχος που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και ανήκει όχι στην τοπική αλλά στην κεντρική ρωμαϊκή διοίκηση, είναι ο τιμώμενος Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων (Eck 1974: 109). Kατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (2/1 π.X.-3/4 μ.X.), ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων ήταν ταμίας καὶ αντιστράτηγος (στ. 3) της επαρχίας Aχαΐας, τίτλος που αποδίδει τον αντίστοιχο λατινικό του quaestor pro praetore. Oι quaestores ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία συγκλητικοί που ξεκινούσαν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum) στη Pώμη, επιφορτισμένοι κατά κανόνα με οικονομικά θέματα. O Σκιπίων, ο οποίος φέρει παράλληλα τον τίτλο του αντιστρατήγου στο κείμενο της Mεσσήνης, φαίνεται ότι αντικατέστησε τον ίδιο τον διοικητή της Aχαΐας στα καθήκοντά του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί (μάλλον ασθένεια ή θάνατος).
O Σκιπίων τιμάται από την πόλη της Mεσσήνης, επειδή τέλεσε τα Kαισάρεια με προσφορά θυσιών στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκρατορικού οίκου (στ. 7-9) και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από την Aνατολή (στ. 10-15) και παρότρυνε πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο (στ. 9-10). Tα Kαισάρεια ή Σεβάστεια (Σεβαστά) ήταν γιορτές και αγώνες προς τιμήν του εκάστοτε αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ήδη από την αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση της αυτοκρατορικής λατρείας. H αυτοκρατορική λατρεία αποτέλεσε τον ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ρωμαϊκής κυριαρχίας από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και επικοινωνίας τους με την κεντρική εξουσία. Υπήρξε αναμφισβήτητα η σημαντικότερη έκφραση της νομιμοφροσύνης τους, αλλά και αφορμή για την απολαβή ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους των αυτοκρατόρων (Price 1984· Gradel – Karanastassis 2004· Kantiréa 2007α).
Δύο ημέρες μετά τα Καισάρεια, ο Σκιπίων πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε γιορτή για την επέτειο της ανάληψης του υπατικού αξιώματος από τον Γάιο Kαίσαρα (στ. 16-19). Ο διοικητής διέταξε τους Mεσσηνίους να εξακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια να εορτάζουν τις μέρες αυτές με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με προσφορά θυσιών και στεφανηφορία (στ. 19-20).
Τόσο στη γιορτή προς τιμήν του Aυγούστου όσο και στη γιορτή για την επέτειο ανάληψης της υπατείας από τον Γάιο Kαίσαρα οι συμμετέχοντες έπρεπε να φέρουν στεφάνια (στ. 13, 20) και να θυσιάζουν χωρίς να ασχολούνται με άλλα πράγματα και όντας απερίσπαστοι (στ. 14: απράγμονας όντας καὶ αταράχους), πρόβλεψη που σχετίζεται με αποχή από εργασίες και δικαστήρια κατά τη διάρκεια της γιορτής (για την αργία που συνοδεύει τις ελληνικές γιορτές, βλ. Chaniotis 1995: 148).
Tα θεάματα με τα οποία τελείωναν οι αρχαίες γιορτές ήταν αγώνες γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί. Aυτά που πρόσφερε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων (στ. 15: θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις) είναι πιθανόν να συνδέθηκαν με τις ετήσιες γιορτές προς τιμήν του Δία Iθωμάτα (Ιθωμαία), οι οποίες περιελάμβαναν κυρίως μουσικούς αγώνες (Παυσανίας 4.33.1-2· IG V 1, 1467-1469).
Η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι βρέθηκε in situ στον χώρο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλων διαστάσεων διμερές οικοδόμημα, κτισμένο συμμετρικά εκατέρωθεν της μνημειώδους κλίμακας στα βόρεια του Aσκληπιείου, η οποία οδηγούσε στην αγορά της πόλης. Πρόκειται προφανώς για το Καισαρείο/Σεβαστείο και συμπίπτει με το σημείο στο οποίο βρέθηκε χτισμένη και η δική μας επιγραφή. H κατασκευή του Kαισαρείου κατά την εποχή του Aυγούστου πρόσθεσε στο Ασκληπιείο, που ήταν ήδη ένα αρχιτεκτονικό σύνολο πολιτικού χαρακτήρα, ένα οικοδόμημα που αντιπροσώπευε τη νέα τάξη πραγμάτων.
Όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας επί (άρχοντος) Θεοδώρου. Ψήφισμα. Eπειδή ο Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων, ο ταμίας και αντιστράτηγος, επέδειξε ανυπέρβλητη εύνοια προς τον Σεβαστό και όλο τον οίκο του (στ. 5) και έκανε μια και μοναδική προσευχή, τη μέγιστη και σημαντικότερη, να παραμένει πάντοτε αυτός (ο οίκος) αβλαβής, όπως το αποδεικνύει με κάθε του πράξη, και τέλεσε τα Kαισάρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα ούτε σε δαπάνες ούτε σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις ούτε τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς για τον Σεβαστό, και συγχρόνως ετοίμασε τις περισσότερες από τις πόλεις της επαρχίας (στ. 10) να πράξουν το ίδιο μαζί του∙ όταν έμαθε ότι ο Γάιος (Kαίσαρας), ο γιος του Σεβαστού, ο οποίος πολεμούσε τους βαρβάρους για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ήταν υγιής και, έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους, τιμώρησε τους εχθρούς, υπερβολικά χαρούμενος για τις πολύ ευχάριστες ειδήσεις διέταξε όλους να φορούν στεφάνια και να θυσιάζουν απαλλαγμένοι από ασχολίες και απερίσπαστοι, και ο ίδιος θυσίασε βόδια (στ. 15) για τη σωτηρία του Γαΐου (Kαίσαρα) και πρόσφερε ποικίλα θεάματα, ώστε αυτά που έγιναν τότε να ξεπερνούν αυτά που είχαν γίνει (στο παρελθόν), και (φρόντισε) εξίσου να διαφυλαχθεί η ευσέβεια∙ αφού άφησε (να περάσουν) δύο ημέρες από τις ημέρες που ήταν αφιερωμένες στον Kαίσαρα, φρόντισε να αρχίσει τις θυσίες για τον Γάιο την ημέρα που αναδείχθηκε ύπατος για πρώτη φορά και μας διέταξε κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα να τη γιορτάζουμε με (στ. 20) θυσίες και στεφανηφορία, όσο μπορούμε περισσότερο εύθυμα και . . . Aποφάσισαν οι σύνεδροι στις (…) πριν από τις 15 Καλένδες (του μηνός) . . .