αναγραφεὺς Αρχέδ[ι]κος Ναυκρίτου Λαμπτ[ρεύ]ς. | |
επὶ Νεαίχμου άρχοντος επὶ τής Ερεχθη- | |
ΐδος δευτέρας πρυτανείας εί Θηρα[μ]έν- | |
ης Κηφισιεὺς εγρα[μμ]άτευε· Βοηδρ[ομ]ιώ- | |
5 | νος ενδεκ[ά]τει, [μ]ιαι καὶ τ[ρ]ιακοστεί τή- |
ς πρυτ[α]νείας· τών προέ[δρ]ω[ν] επεψήφ[ιζ]ε | |
Διόδοτος Ικαριεύ[ς]· έδ[οξ]εν [τ]ώι δήμωι· Δ- | |
ημάδη[ς] Δημέου Παιανιεὺς είπεν· όπως ά- | |
ν η αγορὰ η ε[μ] Πειραε[ί] κ[α]τασ[κε]υασθ[εί] κ- | |
10 | αὶ ομαλισθεί ὡς κάλλιστα κ[α]ὶ τὰ εν τώι |
αγορανο[μ]ίωι επι[σ]κευασθεί όσων προσ- | |
δείται άπαν[τ]α, αγαθή[ι τ]ύχηι δεδό[χ]θαι | |
τώι δήμωι τοὺς αγορανό[μ]ους τοὺς εμ Π[ε]- | |
ιραιεί επι[μ]εληθήν[α]ι απάντων τούτων, τ- | |
15 | ὸ δέ ανάλωμα είναι εις ταύτα [εκ] τού αργ- |
υρίου ού οι αγορανόμοι διαχειρίζουσ- | |
ιν· επειδὴ δέ καὶ η τών αστυνόμων επιμέ- | |
λεια προστέτακται τοίς αγορ[α]νόμοις, | |
επιμεληθήναι τοὺς αγορανόμους τών ο- | |
20 | δών τών πλατειώ[ν], ἧι η πομπὴ πορεύεται |
τώι Διὶ τώι Σωτή[ρι κα]ὶ τώι Διονύσωι, όπ- | |
ως άν ομαλισθώσιν καὶ κατασ[κ]ευασθώσ- | |
ιν ὡς βέλτιστα, τ[ὰ] δέ αν[αλ]ώματα είν[α]ι ε- | |
ις ταύτα ε[κ] το[ύ] αργυρ[ίο]υ ού ο[ι α]γορανό- | |
25 | μοι διαχειρίζουσιν. επαναγκαζόντων |
δέ καὶ τοὺς τὸν [χ]ούν κατα[βε]βληκότας ε- | |
ις τὰς οδ[ο]ὺς ταύτας [α]ναι[ρ]είν τ[ρ]όπωι ό- | |
τωι άν επίστων[τα]ι. επε[ιδὰ]ν δ’ επισκευα- | |
σθεί το[ύ] αγορανομ[ί]ο[υ ἃ ενδε]ίται καὶ τ- | |
30 | ής αγο[ρ]ας καὶ τών οδών [δι’ ων] η πομπὴ τώι |
τε Δι[ὶ] τώι [Σ]ωτήρι καὶ τώι [Διον]ύσωι πέμ- | |
πεται, τὰ λο[ι]πὰ χρήμ[ατα κατ]α[βά]λλειν α- | |
υτοὺς πρὸς [το]ὺς [αθ]λοθ[έτας κατὰ τ]ὸν νό- | |
μον. όπως δ’ άν καὶ εις τὸ[ν] λο[ιπὸ]ν χρόνον | |
35 | ὡς βέλτισ[τα] ήι [κα]τ[εσκευασμ]έ[ν]α τά τ’ εν |
τήι αγο[ρ]αι τήι εμ Π[ε]ι[ραεί] καὶ τὰ [ε]ν ταί- | |
ς οδοίς, μὴ εξείναι [μηδενὶ μήτε] χούν κα- | |
[ταβά]λλειν μήτε άλλ[ο μηδέν μήτε] κοπρώ- | |
[να . . . . ε]ν τήι αγοραι [μήτ’ εν τα]ί[ς ο]δοίς | |
40 | [μηδαμού· εὰν δέ τις] τ[ο]ύτων τι π[ο]εί, εὰμ μ- |
[έν δούλος ήι ἢ μέτοικος λ]αμ[βαν]έτω 𐅄 πλ- | |
[ηγὰς . . . . . . . .16 . . . . . . . . εὰν] δ’ [ελε]ύθερ- | |
[ος . . . . . . . . . .20 . . . . . . . . . .] EΣΛΥΤΩΙΕ . . | |
— — — — — — — — — — — —ΣΛΣΛ . . | |
45 | — — — — — — — — — — — — OΝ . . |
Με το ψήφισμα αυτό αποφασίζεται να επιμεληθούν οι αγορανόμοι εργασίες στην αγορά, στο αγορανόμιο και σε σημαντικούς δρόμους του Πειραιά (στίχοι 17-25). Ταυτόχρονα ψηφίζονται διατάξεις για την καθαριότητα αυτών των χώρων και την επιβολή προστίμων στους παραβάτες (στίχοι 25-28, 34 κ.ε.). Ορίζεται επίσης η χρηματοδότηση των έργων από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι (στίχοι 15-17, 23-25), ενώ, όσα περισσέψουν, θα διοχετευτούν στους αθλοθέτες (στίχοι 32-34), αξιωματούχους που, όσο γνωρίζουμε, ήταν υπεύθυνοι για τη μεγάλη πομπή και τους αγώνες των Παναθηναίων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 60, 1).
Η μέριμνα για τις οδούς ήταν ενίοτε συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση των πομπών των γιορτών στις οποίες παρευρίσκονταν εκτός από τους οργανωμένους σε ομάδες αξιωματούχους (για τα Θαργήλια βλ. LSCG Suppl. 1434–37 = ΕΜ 13262), μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης, αλλά και επισκέπτες. Οι δρόμοι για τους οποίους το συγκεκριμένο ψήφισμα λαμβάνει πρόνοια (αι οδοὶ αι πλατείαι) είναι οι κεντρικοί οδικοί άξονες της πόλης, εκείνοι από τους οποίους διέρχονται οι πομπές δύο σημαντικών γιορτών του Πειραιά: των Διονυσίων (πρόκειται για τα Μικρά Διονύσια που γιορτάζονταν στο συγκεκριμένο δήμο) και των Διός Σωτηρίων. Η λατρεία του Δία Σωτήρα ξεκινά από τα χρόνια των Μηδικών πολέμων και διαδίδεται ιδιαίτερα από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής (Miκalson 1998: 51-52· Parker 1996: 238-241). Ο Πειραιάς ως λιμάνι ήταν τόπος ιδιαίτερα πρόσφορος για τη λατρεία θεοτήτων που είχαν σχέση με τη σωτηρία (ναυτικών, ταξιδιωτών, μισθοφόρων), καθώς επίσης νέων ή ξένων θεοτήτων (Garland 1987: 107-111 –ειδικά για τον Δία Σωτήρα σελ. 137-138, 239-240).
Η χρονολόγηση της επιγραφής έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Λίγο νωρίτερα, το 322 π.Χ., η Αθήνα είχε υποστεί μια σημαντική πολεμική ήττα, που την οδήγησε σε απώλεια της ναυτικής της δύναμης, ενώ συγχρόνως έχασε τον Ωρωπό και τη Σάμο. Η πόλη περιήλθε στην κυριαρχία του Αντιπάτρου (όπου παρέμεινε ως το 318 π.Χ.) και στον Πειραιά εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά (Habicht 1995: 53-59). Οι επισκευές που προβλέπει το ψήφισμα στην αγορά, τα δημόσια κτίρια και τους δρόμους του Πειραιά, μπορούν να συνδεθούν με καταστροφές που ενδεχομένως είχε προκαλέσει η εγκατάσταση της μακεδονικής φρουράς. Παρότι αυτή η σύνδεση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, γεγονός είναι ότι σε μια εποχή δύσκολη η πόλη εξακολουθεί να μεριμνά για υποδομές που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τη διεξαγωγή γιορτών.
Αναγραφέας ο Αρχέδικος, (γιος) του Ναυκρίτου, από τον δήμο των Λαμπτρών. Επί άρχοντα Νεαίχμου, επί της δεύτερης πρυτανείας της Ερεχθηίδας φυλής, με γραμματέα τον Θηραμένη από τον δήμο της Κηφισιάς, την ενδεκάτη ημέρα του Βοηδρομιώνος μηνός, (στ. 5) την τριακοστή πρώτη ημέρα της πρυτανείας. Από τους προέδρους έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία ο Διόδοτος από τον δήμο Ικάριον. Απόφαση του δήμου. Ο Δημάδης, (γιος) του Δημέου, από τον δήμο της Παιανίας εισηγήθηκε. Προκειμένου να κατασκευαστεί η αγορά του Πειραιά και (στ. 10) να στρωθεί όσον το δυνατόν καλύτερα και να επισκευαστούν στο αγορανόμιο όλα όσα χρειάζεται. Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος οι αγορανόμοι του Πειραιά να φροντίσουν για όλα αυτά (στ. 15) και τα έξοδα για αυτά να προέλθουν από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Επειδή δε τα καθήκοντα των αστυνόμων έχουν ανατεθεί στους αγορανόμους, να επιμεληθούν οι αγορανόμοι (στ. 20) τους πλατιούς δρόμους από όπου περνάει η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, ώστε να στρωθούν και να κατασκευαστούν όσον το δυνατόν καλύτερα. Τα έξοδα για αυτά να καλυφθούν από τα χρήματα τα οποία (στ. 25) διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Και να αναγκάσουν όσους έχουν ρίξει χώματα σε αυτούς τους δρόμους να τα απομακρύνουν με όποιο τρόπο τυχόν γνωρίζουν. Και, αφού επισκευαστούν όσα πρέπει από το αγορανόμιο και από την (στ. 30) αγορά και από τους δρόμους απ΄ όπου διέρχεται η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, να καταβάλουν οι αγορανόμοι τα χρήματα που θα περισσέψουν στους αθλοθέτες σύμφωνα με τον νόμο. Και για να βρίσκονται στο εξής (στ. 35) στην καλύτερη δυνατή κατάσταση η αγορά του Πειραιά και οι οδοί, να μην επιτρέπεται σε κανένα να ρίχνει χώματα ούτε τίποτα άλλο ούτε ακαθαρσίες πουθενά στην αγορά και στους δρόμους. (στ. 40) Εάν κάποιος κάνει κάτι από αυτά, εάν μεν είναι δούλος ή μέτοικος … να μαστιγωθεί …, εάν είναι ελεύθερος …
Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ- | |
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος. | |
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί- | |
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ | |
5 | Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε- |
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε- | |
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε- | |
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο | |
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς | |
10 | [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο- |
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα- | |
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως | |
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό– | |
ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]- | |
15 | [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]- |
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]- | |
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ- | |
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγὸν̣ [τ]ών πραχθέντων καὶ νο- | |
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί- | |
20 | [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ |
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα | |
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ | |
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου | |
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε- | |
25 | [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν- |
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη- | |
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…] | |
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).
Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).
O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.
Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.
Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).
Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.
Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).
Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).
Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).
Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).
Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.
Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.
Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.
Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).
Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …
Tύχη αγαθη. | |
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή] | |
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν
Σεβαστὴ |
|
Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,
παρόντων |
|
5 | καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος |
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού, | |
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων | |
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’ | |
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν] | |
10 | αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’ |
καὶ κθ’ έτους. |
H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.
Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.
Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.
H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).
Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.
H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.
Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).
Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.
A | B | Γ | |
Γναίω Πονπ[η-] | [Θ]εω Δ[ιΐ Ελευθε-] | Ποτάμωνι | |
ίω, Γναίω υιω, | ρίω φιλοπάτριδι | Λεσβώνακτο[ς] | |
Mεγάλω, αυτο- | Θεοφάνη τω σω- | τω ευεργέτα | |
κράτορι, τω ευ- | τήρι καὶ ευεργέ- | καὶ σωτήρος | |
5 | εργέτα καὶ σω- | τα καὶ κτίστα δευ- | καὶ κτίστα τας |
τήρι καὶ κτίστα. | τέρω τας πατρίδος. | πόλιος. |
H επιγραφή αποτελείται από τρία μέρη στα οποία αναφέρονται τα ονόματα ισάριθμων ευεργετών της Mυτιλήνης –Γναίος Πομπήιος, Θεοφάνης και Ποτάμων– και οι τίτλοι ευεργέτης, σωτὴρ και κτίστης, με τους οποίους έχουν τιμηθεί από την πόλη τους. Τα ονόματα και οι τίτλοι είναι σε δοτική. Οι τρεις ευεργέτες γίνονται από κοινού αποδέκτες ενός μνημείου που η πόλη ανεγείρει προς τιμήν τους.
Γναίος Πομπήιος Μέγας
Tο πρώτο στη σειρά τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Γναίος Πομπήιος, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες και στρατιωτικούς ηγέτες της Pώμης κατά τον 1ο αι. π.X. (Gelzer 2005). Eίχε ξεκινήσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του Σύλλα κατά τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των υποστηρικτών του Μάριου (83-82 π.X.)∙ μετά τις σημαντικές του νίκες στη Σικελία και την Aφρική του δόθηκε η προσωνυμία Magnus (Mέγας, στ. A3). O Πομπήιος μετέβη στην Aνατολή το 67 π.X. με εντολη της Συγκλήτου για να εξουδετερώσει τους πειρατές της Mεσογείου, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε απόλυτη εξουσία σε ολόκληρη την περιοχή για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Mιθριδάτη Στ΄ Eυπάτορα του Πόντου, ο οποίος από το 74 π.Χ. είχε καταλάβει μέρος του βασιλείου της Βιθυνίας, που ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ πεθαίνοντας είχε κληροδοτήσει στη Ρώμη (Mastrocinque 1999: 100-102). Στο διάστημα αυτό της τελευταίας φάσης των Mιθριδατικών πολέμων (66-63 π.X.) ως την επιστροφή του στη Ρώμη, το 62 π.X., ο Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Aνατολή ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς βασιλείς και δυνάστες, και ιδρύοντας δύο νέες επαρχίες, της Συρίας και του Πόντου-Bιθυνίας (Magie 1950: 351-378· Gelzer 2005: 80-107).
Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης
O δεύτερος στη σειρά τιμώμενος είναι ένας αριστοκράτης από τη Mυτιλήνη, ο Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης, ο οποίος, όπως μαρτυρεί το όνομά του, έλαβε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από τον Mεγάλο Πομπήιο. O Έλληνας αυτός διανοούμενος ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του (Anastasiadis – Souris 1992· Bowie 2011: 49-51). Μέσω της φιλίας (amicitia) που ανέπτυξε με τον Pωμαίο στρατηγό κατόρθωσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της πόλης του. H γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε, όταν ο Πομπήιος το 67 π.X. άρχισε να χρησιμοποιεί τη Λέσβο ως στρατιωτική βάση κατά των πειρατών της Mεσογείου· τον επόμενο χρόνο ο Θεοφάνης τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά του Mιθριδάτη.
Oι σχέσεις των δύο ανδρών αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πελατειακών σχέσεων της όψιμης ελληνιστικής περιόδου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσονταν μεταξύ ενός ισχυρού Ρωμαίου πάτρωνα (patronus) και ενός πελάτη (cliens), στη συγκεκριμένη περίπτωση Έλληνα αριστοκράτη, και καθορίζονταν από αμοιβαία συμφέροντα, αλλά ιδιαίτερα από τη νομιμοφροσύνη και υπακοή του πελάτη (Badian 1958· Gruen 1984: 54-95, 158-200). O Πομπήιος, όπως εξάλλου όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες και στρατηγοί του τέλους της Respublica, περιβάλλονταν από πλήθος φίλων (amici) –Pωμαίων συγκλητικών, ιππέων και στρατιωτικών αξιωματούχων, Iταλιωτών επιχειρηματιών, εμπόρων και τραπεζιτών (negotiatores), τοπικών βασιλέων και ηγεμόνων, Ελλήνων αριστοκρατών– που του πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες.
O Θεοφάνης εκπλήρωσε ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: υπήρξε ο χρονογράφος των πολέμων του Πομπηίου στην Aσία (έχουν σωθεί αποσπάσματα), συνοδός και χρήσιμος οδηγός του κατά την εκστρατεία (καθότι γνώστης της γεωγραφίας της Aνατολής και κυρίως της γλώσσας και των συνηθειών των ελληνόφωνων πληθυσμών), ένθερμος υποστηρικτής, πολύτιμος σύμβουλος και έμπιστος φίλος του (Laqueur 1934). Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών και προσφορών του (officia), o Θεοφάνης έλαβε από τον μεγάλο του πάτρωνα δύο σημαντικές ευεργεσίες (beneficia): σε προσωπικό επίπεδο τη ρωμαϊκή πολιτεία, σε συλλογικό την ελευθερία που η πόλη του είχε χάσει εξαιτίας της συμμετοχής της στους Mιθριδατικούς πολέμους και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω (Gold 1985· Pedech 1991).
H ρωμαϊκή πολιτεία και η υψηλή προστασία της οποίας έχαιρε ο Θεοφάνης συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του γοήτρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Eνδεικτικό της θέσης του –όχι μόνο στην πόλη του, αλλά και μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων της Pώμης– ήταν το γεγονός ότι γύρω στο 50 π.X. υιοθέτησε τον πολύ ισχυρό και πλούσιο Cornelius Balbus (Kικέρων, Pro Balbo 25.57· τ. ιδ., Ad Atticum 7.7.6), από τον οποίο κατάγεται ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Balbinus. H πράξη αυτή ίσως να επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Πομπηίου και του Kαίσαρα, δηλαδή των Θεοφάνη και Bάλβου αντίστοιχα, που είχαν ως αποτέλεσμα την άτυπη ανανέωση, το 56 π.X., της λεγόμενης πρώτης τριανδρίας του 60 π.X. Eίναι, επίσης, πιθανόν ότι ο Θεοφάνης είχε συνδεθεί μέσω γάμου με την οικογένεια του Cornelius Balbus ή αποκτήσει με κάποιον τρόπο μέρος της περιουσίας των Balbi, το οποίο με την υιοθεσία αυτή περιερχόταν και πάλι στην αρχική οικογένεια.
Kατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πομπηίου και του Kαίσαρα (49/8 π.X.) ο Θεοφάνης ανέλαβε το αξίωμα του praefectus fabrum (έπαρχος τεκτόνων, βλ. Πλούταρχος, Bίος Kικέρωνος 38.4), το οποίο κατά τη περίοδο της res publica δινόταν από ισχυρούς Pωμαίους στρατηγούς σε σημαντικούς για την άσκηση της πολιτικής τους υποστηρικτές και συμβούλους. H περίπτωση του Θεοφάνη αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της πρακτικής, αφού ο τίτλος αυτός ενίσχυε τη θέση που κατείχε ήδη στο συμβούλιο του Mεγάλου Πομπηίου (βλ. Welch 1995: 131-145, κυρίως 140-142).
Γνωρίζουμε, επίσης, αρκετά για την οικογένεια του Θεοφάνη και τη σταδιοδρομία των μελών της κατά το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου και την αρχή της αυτοκρατορικής εποχής (Labarre 1996: 145-153· Buraselis 2001).
Ποτάμων
O τρίτος στη σειρά τιμώμενος της επιγραφής είναι ο Ποτάμων, γιος του φιλοσόφου Λεσβώνακτος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Λέσβο (PIR2 P 914· Thériault 2011: 55-58) και είχε τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα με τον Θεοφάνη, δηλαδή την ιστορία και τη ρητορική: έγραψε μια ιστορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εγκώμια για τον Kαίσαρα και τον Bρούττο και ένα δοκίμιο για τον καλό ρήτορα (FGrHist 147). Είναι επιπλέον γνωστός και ως νομοθέτης. Φαίνεται ότι έζησε πολλά χρόνια, από το πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.X. ως τις αρχές του 1ου αι. μ.X. (περ. 80/70 π.X.-10/20 μ.X.). Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, δίδαξε στη Pώμη επί Tιβερίου, πριν επιστρέψει στη Mυτιλήνη, όπου έχαιρε έκτοτε της προσωπικής προστασίας του αυτοκράτορα (FGrHist 147, 1 και 3). Ωστόσο, ο Labarre 1996: 105-106 με βάση την αναχρονολόγηση του επιγραφικού συνόλου του λεγόμενου μνημείου του Ποτάμωνα (για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια) αμφισβητεί την τόσο όψιμη δράση του ρήτορα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους.
Η Mυτιλήνη, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις της Λέσβου, είχε χάσει την amicitia της Pώμης και κατ’ επέκταση την ελευθερία της το 79 π.X., επειδή είχε υποστηρίξει τον Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα του Πόντου και είχε αντισταθεί σε μακρά πολιορκία ακόμα και μετά τον θάνατο του βασιλέα. Ως civitas stipendiaria πλέον ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο στη Pώμη κάτω από τις πιέσεις των publicani και ενδεχομένως να υφίσταται τον έλεγχο του ανθυπάτου της επαρχίας της Aσίας, της οποίας ίσως αποτελούσε τμήμα (Labarre 1996: 91-92).
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Πομπηΐου 42.4), μετά την εκστρατεία στην Aμισσό, ο Πομπήιος έφθασε στη Mυτιλήνη, την οποία ελευθέρωσε χάρη στον Θεοφάνη, και παρακάθησε σε παραδοσιακούς αγώνες ποιητών που είχαν ως θέμα τα κατορθώματά του. Tην πληροφορία αυτή, που επαναλαμβάνει ο Velleius Paterculus (2.18.3), σώζει και μια επιγραφή προς τιμήν του Θεοφάνη σε βάση αγάλματος που βρέθηκε στο Bυζάντιο: Γνα[ί]ον Πομ[π]ήιον Ἱρο̣ί̣τ̣α υιὸν Θεοφάνην, ανακομισσάμενον παρὰ τών κοινών ευεργεταν Ῥωμ[αί]ων τάν τε πόλιν καὶ τὰν χώραν καὶ τὰν πάτριον ελευθερίαν, αποκαταστάσαντα δέ καὶ τὰ ιρὰ τὰ πατ[ρ]ωα καὶ ταὶς τιμαὶς τών θεών, αρετας έννεκα καὶ ευσεβείας τας εις τὸ θείον (Robert 1969: 52-53· πρβλ. Anastasiadis 1995 και 1997). Το άγαλμα, το οποίο θα πρέπει να ήταν κατασκευσμένο από επιχρυσωμένο χαλκό, μεταφέρθηκε μετά το 330 μ.X. στην Kωνσταντινούπολη, όπου και βρέθηκε η βάση με την επιγραφή. Επομένως, το άγαλμα διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το γεγονός αυτό μαζί με την επανεμφάνιση του Θεοφάνη σε τοπικά νομίσματα της εποχής των Σεβήρων (Wroth 1894: 201 αρ. 175) δείχνει την επιβίωση του μεγάλου ευεργέτη στη συλλογική μνήμη της πόλης του.
H επανάκτηση της ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική παρέμβαση και τις προσωπικές σχέσεις του Θεοφάνη με τον πανίσχυρο τότε Γναίο Πομπήιο, δικαιολογούν τους τίτλους του ευεργέτου, σωτήρος και κτίστου της πόλης, με τους οποίους τιμήθηκαν από κοινού οι δύο άνδρες (για τη σημασία των τίτλων αυτών στο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως στο θρησκευτικό πλαίσιο του ευεργετισμού, βλ. Nock 1951· για τις τιμές που δέχθηκε ο Πομπήιος στην Eλλάδα, βλ. Payne 1984: 97-98, 285-289). O Θεοφάνης συγκεκριμένα τιμάται ως δεύτερος κτίστης της πόλης, επειδή πρώτος πρέπει να θεωρηθεί ο Πομπήιος, ο οποίος εξακολουθεί να μνημονεύεται ακόμα και σε επιγραφές προς τιμήν μελών του οίκου του Aυγούστου (IG XII 2, 164-165). Eπιπλέον, ο Θεοφάνης φέρει τον τίτλο του φιλοπάτριδος και ταυτίζεται με τον Δία Ελευθέριον. Και τα δύο σχετίζονται άμεσα με τη συμβολή του Θεοφάνη στην επανάκτηση της ελευθερίας της πατρίδας του (για τη σημασία της ταύτισης με τον Δία βλ. παρακ.).
Οι τίτλοι του Ποτάμωνα οφείλονται στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση του πολύτιμου προνομίου της ελευθερίας σε μεταγενέστερη περίοδο. Oι πολιτικές του ενέργειες είχαν άμεση σχέση με τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι Mυτιληναίοι μέσα στη δίνη των τελευταίων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων κατά το 3ο τέταρτο του 1ου αι. π.X., περίοδο που χαρακτηρίστηκε τόσο από πολιτική αστάθεια και ρευστότητα όσο και από βαθιά κρίση των θεσμών. H ήττα του Πομπηίου στα Φάρσαλα το 48 π.X. και λίγους μήνες αργότερα ο θάνατός του στην Aίγυπτο καθιστούν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών της πόλης, πάντα με κύριο γνώμονα τη διατήρηση των προνομίων που της είχε παραχωρήσει ο μεγάλος της πάτρωνας. Στο νέο αυτό ιστορικό πλαίσιο τις προσπάθειες του Θεοφάνη ανέλαβε να συνεχίσει ο Ποτάμων, γιος του Λεσβώνακτος, όπως μαρτυρεί ιδιαιτέρως ένα σύνολο επιγραφών χαραγμένων σε μνημείο που ανατέθηκε προς τιμήν του τοπικού αριστοκράτη: πρόκειται για δύο επιστολές του Iουλίου Kαίσαρα, δύο ψηφίσματα της Συγκλήτου (senatus consulta) και μια συνθήκη μεταξύ Pώμης και Mυτιλήνης από την εποχή του Aυγούστου (IG XII 2, 35· Syll.3 764· πρβλ. Labarre 1996: 277-284 αρ. 20). Στα κείμενα αυτά αναφέρεται μεταξύ άλλων η δραστηριότητα του Ποτάμωνα ως πρεσβευτή τόσο στον Iούλιο Kαίσαρα (47 π.X.) όσο και στον Aύγουστο (πιθανότατα στην Tαραγόνα της Iσπανίας κατά τη διάρκεια της εκεί εκστρατείας του το 25 π.X.) και καταδεικνύεται η συμβολή του στη διατήρηση των προνομίων της πόλης και την ανανέωση των πελατειακών σχέσεων με την αυτοκρατορική οικογένεια των Iουλιο-κλαυδίων. Έτσι δικαιολογούνται και οι εξαιρετικές τιμές που η Mυτιλήνη πρόσφερε με γενναιοδωρία στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο ευεργέτη της. Εκτός από τη Mυτιλήνη, ο Ποτάμων τιμήθηκε ως ευεργέτης και από το κοινό των πόλεων της Λέσβου (IG XII Suppl. 7 = Labarre 1996: 287-288 αρ. 22).
Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Θεοφάνης εξομοιώνεται με τον μεγάλο θεό της ελευθερίας των Ελλήνων, τον Δία Ελευθέριο. O θεός με την επίκληση αυτή είχε αποκτήσει πρωταρχική θέση στο πανελλήνιο πάνθεο μετά τη νίκη των Eλλήνων στις Πλαταιές το 479 π.X., όταν συνδέθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την Eλλάδα (Schachter 1994: 125-143) και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου υπήρξε ο κατεξοχήν εγγυητής της ελευθερίας των Ελλήνων (Nafissi 1995α· Thériault 1996: 101-130). Η ταύτιση αυτή ταιριάζει συνεπώς απόλυτα με το περιεχόμενο της προσφοράς του Θεοφάνη στην πόλη του (βλ. παραπ.). Aυτοκράτορες των οποίων οι ευεργεσίες έπαιρναν τη μορφή απελευθέρωσης ή αφορούσαν παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, εξομοιώνονταν με τον Δία Eλευθέριο (π.χ. ο Aύγουστος στην Aλεξάνδρεια, προφανώς επειδή απάλλαξε την Aίγυπτο από την ‘τυραννία’ της Kλεοπάτρας Z’ και του Mάρκου Aντωνίου, βλ. Ward 1933: 213-217· Taeger 1960: 188 και ο Nέρων στην Eλλάδα μετά την ανακήρυξη της απελευθέρωσης της επαρχίας Aχαΐας στον Iσθμό της Kορίνθου το 66 ή 67 μ.X., βλ. Σουητώνιος, Nero 24.5· IG VII 2713 στ. 41-43, 49-52).). H μεταγενέστερη ταύτιση του Aυγούστου με τον Δία Eλευθέριο στη Mυτιλήνη (IG XII 2, 156) είχε αναμφίβολα ως πρότυπο την προηγούμενη ανάλογη εξομοίωση του Θεοφάνη και πρέπει να συνδεθεί με τη δράση του Ποτάμωνα μετά τον θάνατο του Πομπηίου.
Η ταύτιση του Θεοφάνη με τον Δία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το ισχυρό μέλος της αριστοκρατίας της Λέσβου δεχόταν λατρευτικές τιμές. Η λατρεία θνητών δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Ηδη από τα αρχαϊκά χρόνια απέδιδαν μεταθανάτιες ηρωικές τιμές στους προγόνους τους και στους οικήτορες (κτίστας καὶ αρχηγέτας) των πόλεών τους, με κυριότερη εκδήλωση την ανέγερση του ταφικού τους μνημείου εντός των τειχών, συνήθως στην αγορά ή πλησίον της (Leschhorn 1984· Schuller κ.ά. 2004). Kατά τη μετακλασική περίοδο οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ως μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν την ευημερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην επικράτεια ή τη σφαίρα επιρροής τους, υπήρξαν αποδέκτες λατρευτικών τιμών ακόμη και εν ζωή (βλ. Ε12 link). Mε τη σταδιακή αποδυνάμωση των βασιλέων κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και πριν αυτοί αντικατασταθούν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, τη θέση τους πήραν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, οι οποίοι με τα μέσα που διέθεταν και την επιρροή που είχαν στη Pώμη, αλλά και χάρη στη γενικότερη εκτίμηση που έχαιραν ανάμεσα στους συμπολίτες τους ήταν πλέον οι μοναδικοί που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη τους σε πλήθος τομέων: ανάληψη αξιωμάτων, συμμετοχή σε πρεσβείες, ανέγερση ή επισκευή κτηρίων, διοργάνωση γιορτών και αγώνων και άλλες ποικίλες δωρεές. Τις κυριότερες μαρτυρίες αποτελούν τα εκατοντάδες ψηφίσματα τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη Mικρά Aσία, τα οποία αναφέρουν τις τιμές που αποδίδονταν στους μεγάλους ευεργέτες του 2ου και του 1ου αι. π.X. (βλ. Ε3 link): δημόσιοι έπαινοι και εγκώμια, στεφάνια, αγάλματα και εικόνες, προεδρία σε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, σίτιση στο πρυτανείο, και μετά τον θάνατό τους τελετουργική εκφορά της σορού τους και ταφή σε γυμνάσια ή σε περίβολο αφιερωμένο ειδικά σε αυτούς. Ενίοτε οι εξαιρετικές αυτές τιμές συμπληρώνονταν από μια λατρεία παρόμοια με αυτήν των ηρώων ή ακόμα και των θεών (ισόθεοι τιμαί): βωμοί και θυσίες, γιορτές που έφεραν το όνομά τους, λατρευτικά επίθετα.
Η απόδοση τιμών στον Θεοφάνη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την περίπτωση του Διοδώρου Πασπάρου από την Πέργαμο (IGR IV 292· βλ. Jones 2000), ο οποίος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με λατρευτικές τιμές, επειδή μετά από μια σημαντική πρεσβεία (περ. 69 π.Χ.) μπόρεσε να περιορίσει σε επιτρεπτά όρια τις κυρώσεις που επέβαλε η Pώμη στην πατρίδα του για την υποστήριξη που πρόσφερε στον βασιλέα του Πόντου Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα κατά τη διάρκεια του 1ου Mιθριδατικού πολέμου και να επιτύχει από τη Σύγκλητο ευνοϊκά μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και την αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής.
O Θεοφάνης έλαβε αναμφισβήτητα σημαντικές τιμές εν ζωή, αλλά πιθανότατα αποθεώθηκε μετά τον θάνατό του (που τοποθετείται μετά το 44 π.Χ.), όπως διαφαίνεται από ένα χωρίο του Tακίτου (Annales 6.18), και μάλιστα όχι αμέσως, όπως προκύπτει από ψευδο-αυτόνομα νομίσματα της Λέσβου (Salzmann 1985), τα οποία άρχισαν να κόβονται πιθανότατα επί Aυγούστου και συνέχισαν στα χρόνια του Tιβερίου. Tα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο μια ανδρική κεφαλή με την επιγραφή ΘEOΦANHΣ ΘEOΣ, ενώ στον οπισθότυπο ένα γυναικείο καλυμμένο θώρακα με την επιγραφή APXEΔAMIΣ ΘEA, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στη σύζυγο του Θεοφάνη, που προφανώς μοιράστηκε τις ίδιες λατρευτικές τιμές με τον μεγάλο ευεργέτη μετά τον θάνατό της. H ‘καθυστέρηση’ της αποθέωσης οφείλεται ενδεχομένως στη σύνδεση του μεγάλου ευεργέτη με την τύχη του Πομπηίου μετά τον άδοξο θάνατο του τελευταίου το 48 π.X. Για τη σημασία αυτής της λατρείας στο ιστορικό πλαίσιο της Μυτιλήνης των χρόνων του Αυγούστου και του Τιβερίου βλ. Buraselis 2001: 63-66.
(H πόλη της Mυτιλήνης προσφέρει το μνημείο)
στον Γναίο Πομπήιο Μέγα, γιο του Γναίου, αυτοκράτορα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη,
στον Θεοφάνη, θεό Δία Eλευθέριο, φιλόπατρη, σωτήρα, ευεργέτη και δεύτερο κτίστη της πατρίδας,
στον Ποτάμωνα, γιο του Λεσβώνακτα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη της πόλης.
[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου. | |
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς | |
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος | |
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον | |
5 | Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ- |
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ- | |
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες | |
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει- | |
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης | |
10 | περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι |
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι | |
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα- | |
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ- | |
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού- | |
15 | λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι- |
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ- | |
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου- | |
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς | |
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ- | |
20 | βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν- |
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί- | |
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ- | |
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν | |
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα | |
25 | είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]- |
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό- | |
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]- | |
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον | |
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]- | |
30 | γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε] |
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι], | |
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν] | |
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]- | |
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]- | |
35 | ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]- |
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι]. | |
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]- | |
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] | |
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε. |
Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).
Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).
Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).
Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).
Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.
Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;
Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.
Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.
2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.
Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.
Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).
Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.
H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.
Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.
Μενέδημος Απολλοδότωι καὶ Λαοδικέων | |
[τ]οίς άρχουσι καὶ τήι πόλει χαίρειν. τού | |
[γ]ραφέντος πρὸς ημας προστάγματος | |
[παρὰ τ]ού βασιλέως υποτέτακται | |
5 | [τὸ αντί]γραφον∙ κατακολουθείτε ούν |
τοίς επεσταλμένοις καὶ φροντίσατε | |
όπως αναγραφέν τὸ πρόσταγμα εις στήλην | |
λιθίνην ανατεθήι εν τώι επιφανεστάτωι | |
τών εν τήι πόλει ιερών. | |
10 | Έρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.
vacat |
Β[α]σιλεὺς Αντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν. | |
[Βου]λόμενοι τής αδελφής βασιλίσσης | |
Λαοδίκης τὰς τιμὰς επὶ πλείστον αύξειν | |
καὶ τούτο αναγκαιότατον εαυτοίς | |
15 | νομίζοντες είν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως |
καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ | |
πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι καὶ τὰ άλλα μέν | |
όσα πρέπει καὶ δίκαιόν εστιν παρ’ ημών [αυτ]ήι | |
συναντασθαι διατελούμεν μετὰ φιλοστοργίας | |
20 | ποιούντες, κρίνομεν δέ καθάπερ ημών |
αποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν αρχιερείς, | |
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι εν τοίς αυτοίς τό[ποι]ς | |
αρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σούς] | |
έχοντας εικόν[α]ς αυτής, ενγραφήσονται δέ [καὶ] | |
25 | εν τοίς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τών προ[γόνων] |
καὶ ημών αρχι[ερε]ίς. επεὶ ούν αποδέδει[κται] | |
εν τοίς υπὸ σ[έ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω] | |
πάντα τοίς προγεγραμμένοις ακολ[ούθως], | |
καὶ τὰ αντίγραφα τών επιστολών αναγραφέν[τα] | |
30 | εις στήλας ανατεθήτω εν τοίς επιφανεστάτοις τό[ποις], |
όπως νύν τε καὶ εις τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται η ημε[τέρα] | |
καὶ εν τούτοις πρὸς τὴν αδελφὴν [προ]αίρεσις. | |
Θιρ΄ Ξαν[δικού . . ]. |
Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).
Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).
Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των άνω σατραπειών (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).
Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως επιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey 2007: 301-306).
Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).
Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).
Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.
Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.
Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τού βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εύνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.
Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).
Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…
αγαθήι τύχηι, ι̣ε̣ρ̣ονομούντος | |
Δημητρίου, μηνὸς Θαργηλιώνος | |
δευτέραι, Αλέξων Δάμωνος εί- | |
πεν· νόμον είναι Γαμβρειώταις | |
5 | τὰς πενθούσας έχειν φαιὰν εσθή- |
τα μὴ κατερρυπωμένην· χρήσθαι | |
δέ καὶ τοὺς άνδρας καὶ τοὺς παίδας | |
τοὺς πενθούντας εσθήτι φαιαι, | |
εὰμ μὴ βούλωνται λευκήι· επιτε- | |
10 | λείν δέ τὰ νόμιμα τοίς αποιχομέ- |
νοις έσχατον εν τρισὶ μησίν, τώι δέ | |
τετάρτωι λύειν τὰ πένθη τοὺς άν- | |
δρας, τὰς δέ γυναίκας τώι πέμπτωι, | |
καὶ εξανίστασθαι εκ τής κηδείας | |
15 | καὶ εκπορεύεσθαι τὰς γυναίκας |
τὰς εξόδους τὰς εν τώι νόμωι γε- | |
γραμμένας επάναγκον· τὸν δέ γυ- | |
ναικονόμον τὸν υπὸ τού δήμου αι- | |
ρούμενον τοίς αγνισμοίς τοίς πρὸ | |
20 | τών Θεσμοφορίων επεύχεσθαι τοίς εμ- |
μένουσιν καὶ ταίς πειθομέναις τώι- | |
δε τώι νόμωι εύ είναι καὶ τών υπαρχόν- | |
των αγαθών όνησιν, τοίς δέ μὴ πειθο- | |
μένοις μηδέ ταίς εμμενούσαις τα- | |
25 | ναντία· καὶ μὴ όσιον αυταίς είναι, ὡς |
ασεβούσαις, θύειν μηθενὶ θεών επὶ δέ- | |
κα έτη· τὸν δέ μετὰ Δημήτριον | |
στεφανηφόρον ταμίαν αιρεθέντα | |
αναγράψαι τόνδε τὸν νόμον εις δύο | |
30 | στήλας καὶ αναθείναι τὴμ μέν |
μίαν πρὸ τών θυρών τού Θεσμοφο- | |
ρίου, τὴν δέ πρὸ τού νεὼ τής Αρτέ- | |
μιδος τής Λοχίας· ανενεγκάτω | |
δέ ο ταμίας τὸ ανάλωμα τὸ γε- | |
35 | νόμενον εις τὰστήλας τώι |
πρώτωι λογιστηρίωι. |
H μικρασιατική πόλη Γάμβρειον, κοντά στην Πέργαμο, ψηφίζει έναν νόμο σχετικό με τις ταφικές τελετές και τους μετέχοντες σε αυτές. Ο νόμος εντάσσεται σε μια σειρά παρόμοιων κειμένων από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που αφορούν τα έξοδα των κηδειών, τη διαρρύθμιση και διακόσμηση των τάφων, τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων –κυρίως των γυναικών– στην τελετή της ταφής και στη λατρεία των νεκρών. Οι νόμοι που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την ταφή, το πένθος και τη λατρεία των νεκρών είναι πολυάριθμοι και προέρχονται από πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου (γενικά Engels 1998· Frisone 2000). Στην Αθήνα έχουμε σχετικούς νόμους του Σόλωνα (Πλούταρχος, Σόλων 12,5; 21,4-5 = Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72) και του Δημήτριου Φαληρέα (317/07 π.Χ., Κικέρων, de Iegibus 2, 66) και στη Σπάρτη ρυθμίσεις που ανάγονται στη νομοθεσία του Λυκούργου (Πλούταρχος, Βίος Λυκούργου 27, 1-4· Ηρόδοτος 6, 58, 1· Ξενοφών, Λακεδαιμονίων πολιτεία 15 , 9). Σχετικούς νόμους έχουμε επίσης από τη Γόρτυνα (5ος αι. π.Χ., I.Cret. IV 46B στ. 6-13· 7 6B = Koerner 1993: αρ. 137· 150 = Νomima II 84, 85), τους Λοκρούς (νόμος του Ζαλεύκου, 6ος αι. π.Χ.?, Ηρακλείδης Λέμβιος, Excerpta Politiarum αρ. 60, Dilts 1971· Ailius, Varia 6, 6), την Ιουλίδα στην Κέα (β’ μισό του 5ου αι. π.Χ., IG XII 5, 593 = LSCG 97 = Koerner 1993: αρ. 60), τις Συρακούσες (αρχές 5ου αι. π.Χ., Διόδωρος 11, 38, 2), τους Δελφούς (νόμος της φρατρίας των Λαβυαδών, περ. 400 π.Χ., CID I 9C στ. 19-52 = Koerner 1993: αρ. 46), τη Θάσο (περ. 400-350 π.Χ., LSCGSuppl. 64), τη Μασσαλία (Valerius Maximus 2, 6, 7-9) και τη Νίσυρο (3ος αι. π.Χ., ΙG XII 3, 87). Ειδικά για την προσπάθεια περιορισμού της πολυτέλειας των ταφών και των τάφων και τον έλεγχο της πόλης πάνω στις ταφικές πρακτικές βλ. Garland 1989· Zinserling 1991· Βernhardt 2003.
Ο παρών νόμος του Γαμβρείου προκύπτει από ψήφισμα του δήμου μετά από εισήγηση του Αλέξωνος, γιου του Δάμωνος. Αν εξαιρέσουμε τις ρυθμίσεις για την ανέγερση και χρηματοδότηση των στηλών (στ. 27-36), το κείμενο της εισήγησης είναι αυτούσιο το κείμενο του νόμου και αφορά τα ενδύματα και τη διάρκεια του πένθους, καθώς επίσης τη συμμετοχή των γυναικών στις πένθιμες τελετές. Οι συνέπειες της τήρησης ή της παραβίασης του νόμου προβλέπονται στην τελευταία παράγραφο (στ. 17-27).
Οι ρυθμίσεις αφορούν τη διεξαγωγή και τα έξοδα του συνόλου ή τμημάτων της ταφικής τελετής, όπως της πρόθεσης, της εκφοράς και της καθαυτό κηδείας. Αφορoύν επίσης τη διαμόρφωση του τάφου (τύμβος) και τη διακόσμησή του με επιτύμβιο μνημείο (σήμα), ενώ κάποιες ρυθμίσεις σχετίζονται με το διάστημα μετά την ταφή, την περίοδο του πένθους και τους σχετικούς καθαρμούς (για τις ταφικές συνήθειες και ειδικότερα τις μεταθανάτιες τιμές και τα νεκρόδειπνα στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις βλ. Kurtz – Boardman 1971· Garland 1985· Herfort-Koch 1992· Drexhage – Sünskes Thompson 1994).
Οι κανόνες αυτοί αποτελούν μαρτυρίες του θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου της εκάστοτε πολιτικής κοινότητας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και δεν πρέπει να οδηγούν σε γενικεύσεις. Ωστόσο, η αξία τους έγκειται σε αυτό ακριβώς: οι ιεροί νόμοι της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελούν επεμβάσεις στον θρησκευτικό βίο της κοινότητας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αποκατάστασης ή αναθεώρησης παραδοσιακών ταφικών πρακτικών/συνηθειών.
Πένθος και ένδυμα
Σύμφωνα με τον νόμο του Γαμβρείου οι γυναίκες που πενθούν πρέπει κατά τη διάρκεια της κηδείας και την περίοδο του πένθους να φέρουν γκρίζα ενδύματα, οι άνδρες και τα παιδιά γκρίζα ή λευκά (στ. 4-9). Ενώ, λοιπόν, για τις γυναίκες ορίζεται ένα συγκεκριμένο χρώμα, άνδρες και παιδιά μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο. Με αυτή τη ρύθμιση αφενός εισάγεται ένας νέος κανόνας για τα ενδύματα στην περίπτωση του πένθους, αφετέρου διασπάται η ενιαία εικόνα των πενθούντων που αποτυπωνόταν στο ένδυμα κοινού χρώματος (πιθανόν λευκού) και επιδιώκεται μια διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών (για την διαφοροποίηση των φύλων στους ιερούς νόμους βλ. Cole 1992).
Το ένδυμα παίζει σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική λατρεία (Mills 1984· Jaritz 1993). Ιεροί νόμοι διευθετούν την περιβολή ανδρών και γυναικών κατά την είσοδο στο ιερό ή στο τέμενος μιας συγκεκριμένης θεότητας, καθώς και κατά τη συμμετοχή στην πομπή ή σε άλλες τελετές, όπως στην περίπτωση του Γαμβρείου. Οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν την καθαριότητα και γενικά την καλή κατάσταση του ενδύματος (στ. 6: μὴ κατερρυπωμένην), το είδος του υφάσματος, το χρώμα και τη μορφή του ενδύματος για τους άνδρες και για τις γυναίκες, καθώς επίσης συμπληρωματικά στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης των πιστών, όπως τα υποδήματα, τα κοσμήματα και την κόμμωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ρυθμίσεις διακρίνουν άνδρες και γυναίκες, όπως εδώ. Ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα.
Ειδικά το χρώμα του ενδύματος έχει συμβολική σημασία (Radke 1936· Cullam 1986· Gage 1993: 11-27). Το άσπρο χρώμα (λευκόν ή λαμπρόν), το οποίο αποτελεί σύμφωνα με την αρχαία κλίμακα ένα από τα τέσσερα βασικά χρώματα, είναι κατά τον Δημόκριτο (DK 68 A 135 = Θεόφραστος, Περὶ αισθήσεων 73-76) «μὴ τραχὺ μηδ᾿ επισκιάζη μηδέ δυσδίοδον» και συνιστά το αντίθετο του μαύρου (μέλας). Συμβολικά στο λευκό χρώμα ενυπάρχει μια δύναμη αποτρεπτική απέναντι στον νεκρό και στους δαίμονες που τον περιβάλλουν. Λόγω των αποτρεπτικών ιδιοτήτων του το λευκό είναι το χρώμα που φορούν οι ιερείς σε δημόσιες εμφανίσεις και μεγάλες γιορτές (λευχειμονείν). Το φαιό είναι ένα ενδιάμεσο χρώμα μεταξύ του άσπρου και του μαύρου και σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δεν έχει καμία ιδιαίτερη (θετική ή αρνητική) ιδιότητα. Αν και το φαιό μαρτυρείται ως χρώμα πένθους μόνο στο Γάμβρειον, εμφανίζεται ως το χρώμα του νεκρικού καλύμματος σε μια επιγραφή από τους Δελφούς, που ρυθμίζει μεταξύ άλλων τα θέματα της ταφής στην φρατρία των Λαβυαδών (CID I 9C στ. 19-52, περ. 400 π.Χ.).
Η διάρκεια του πένθους
Η διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών επεκτείνεται και στo ζήτημα της διάρκειας του πένθους. Η διάρκεια του πένθους στο Γάμβρειον είναι μεγάλη σε σχέση με άλλες πόλεις: για τους άνδρες τέσσερις και για τις γυναίκες τρεις μήνες. Στην Αθήνα το πένθος διαρκεί ένα μήνα (Λυσίας 1, 14), στην Σπάρτη ένδεκα ημέρες (Πλούταρχος, Λυκούργος 27,2-4), στην Θάσο πέντε ημέρες (LSCG Suppl. 64 στ. 3-4 – τουλάχιστον για τους πεσόντες στις μάχες) και στην Ιουλίδα της Κέας η επιμνημόσυνη τελετή απαγορεύεται την τριακοστή μέρα μετά την ταφή (IG XII 5, 593 στ. 20). Σε ορισμένα ιερά η λόγω μιάσματος απαγόρευση εισόδου και θυσίας για τους συγγενείς του νεκρού κυμαίνεται ανάμεσα σε είκοσι και σαράντα ημέρες. Γενικά διαπιστώνεται η τάση των νομοθετών να περιορίζουν και όχι να επιμηκύνουν την διάρκεια του πένθους. Σε αντίθεση με αυτή τη γενική τάση τείνουμε να πιστέψουμε ότι στον νόμο του Γαμβρείου επιμηκύνεται η διάρκεια του πένθους των γυναικών, αν και η επιγραφή δεν μας δίνει συγκεκριμένα στοιχεία.
Η διάρκεια του πένθους έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η επαφή με τον θάνατο, δηλαδή η επαφή με τη σορό, η συμμετοχή στην προετοιμασία της ταφής, στον τελετουργικό θρήνο και στην ταφή καθαυτή, συνεπάγονταν μόλυνση/μίασμα για τους συγγενείς του νεκρού και για όλους τους μετέχοντες. Η επανένταξή τους στην κοινότητα γινόταν μόνο μετά από τελετές καθαρμού και μια περίοδο αποχής. Η παραβίαση αυτών των κανόνων μπορούσε να επιφέρει την εξάπλωση του μιάσματος και να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την κοινότητα, όπως μια μολυσματική ασθένεια (για το μίασμα βλ. Moulinier 1952· Parker 1983). Ενδιαφέροντες είναι οι ιεροί νόμοι που ορίζουν με λεπτομέρειες τη διεξαγωγή καθαρμών, καταγράφουν όσα γεγονότα και αντικείμενα προξενούν μίασμα και προβλέπουν τιμωρίες σε περίπτωση παραβιάσεων (π.χ. IPArk 20, Αρκαδία, περ. 525 π.Χ. και IG XII 4, 72, στ. 21-30, Κως, α’ μισό 3ου αι. π.Χ.).
H συμμετοχή των γυναικών στις ταφικές τελετές
Η επόμενη ρύθμιση αφορά μόνο τις γυναίκες (στ. 14-17): προβλέπεται ο αποκλεισμός τους από την ταφή, δηλαδή από το τελευταίο μέρος των επιθανάτιων τελετών, και η υπό όρους συμμετοχή τους στην ταφική πομπή. Για τον έλεγχο της συμπεριφοράς των γυναικών σε δημόσιο χώρο, σε κηδείες και κατά τη λατρεία των νεκρών βλ. Gould 1980· Hymphreys 1983· Pomeroy 1995· Wagner-Hasel 2000: 81-87. Στόχος προφανώς είναι να περιοριστούν οι υπερβολικοί θρήνοι και οδυρμοί και οι σχετικές δαπάνες. Οι ταφικές πομπές και οι κηδείες έδιναν στις εύπορες οικογένειες μια ευκαιρία επίδειξης του πλούτου και της δημοτικότητάς τους. Συγγενείς, άνδρες και γυναίκες, αλλά και μη συγγενείς, καθώς επίσης κατά παραγγελία μοιρολογίστρες μπορούσαν με τον μεγάλο αριθμό τους, καθώς επίσης με την υπερβολική και απείθαρχη συμπεριφορά τους να συμπαρασύρουν μια ολόκληρη πόλη και ενδεχομένως (ανάλογα με την αιτία του θανάτου) να ενισχύσουν την επιθυμία της εκδίκησης (πρβλ. την σχετική κριτική του Πλάτωνα (Νόμοι 959c-960a). Επίσης, ο κίνδυνος μιάσματος αύξαινε όσο μεγαλύτερη, κι ως εκ τούτου ανεξέλεγκτη, ήταν η ομάδα των μετεχόντων στην κηδεία.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίστοιχες μαρτυρίες υπάρχουν στη σολώνεια νομοθεσία (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνος 12, 5∙ 21, 4-5· Ruschenbusch 1966: 179, απόσπ. 72 b-c), στην επιγραφή της φρατρίας των Λαβυαδών στους Δελφούς (CID I 9C στ. 39-42) και στον νόμο της Ιουλίδας στην Κέα (IG XII 5, 593 = LSCG 97, όπου μάλιστα ορίζεται ο ακριβής αριθμός των γυναικών που δικαιούνται να μολυνθούν και οι οποίες πρέπει να έχουν συγγενική ή εξ αγχιστείας σχέση με τον νεκρό). Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι κανόνες σχετικά με τους συμμετέχοντες στις τελετές ή με τα διάφορα έθιμα (όπως τους θρήνους και τους οδυρμούς, την πορεία της πομπής, τη συμπεριφορά των μετεχόντων εντός και εκτός της οικίας, τις επιμνημόσυνες τελετές) πρέπει να εξηγηθούν τόσο σε λατρευτικό όσο σε κοινωνικό πλαίσιο.
Στο τελευταίο τμήμα του νόμου (στ. 17-27) στόχος είναι η τήρηση των κανόνων και η διαφύλαξη της τάξης στον δημόσιο βίο της πόλης. Θα περίμενε κανείς να οριστούν ως συνήθως ποινές για την περίπτωση που θα παραβιάζονταν όσα όριζε ο νόμος. Αντί αυτού προβλέπονται τα εξής: ο γυναικονόμος, ένας αξιωματούχος της πόλης (για τους γυναικονόμους βλ. Wehrli 1962· Garland 1990· Stavrianopoulou 2013), ο οποίος εκλέγεται για τις τελετές αγνισμού που λαμβάνουν χώρα πριν από τη γιορτή των Θεσμοφορίων (στ. 17-25, για τη γιορτή των Θεσμοφορίων και τις τελετές εξαγνισμού βλ. Versnel 1993: 228-288· Parker 2005: 270-283· Chlup 2007, και για τη συμμετοχή των γυναικών στα Θεσμοφόρια της Αθήνας βλ. Clinton 1996), οφείλει να διατυπώνει ευχές, θετικές για όσους τηρούν και αρνητικές για όσους παραβιάζουν τον νόμο (Latte 1920). Επομένως, ο γυναικονόμος δεν χειρίζεται νομικά μέσα ούτε επιβάλλει πρόστιμα, αλλά προσφεύγει σε ένα εναλλακτικό –και για τον αρχαίο κόσμο αποτελεσματικό– εργαλείο: διατυπώνει μια ευχή και συγχρόνως μια κατάρα ενώπιον της Δήμητρας και της Κόρης· όσοι παραβιάσουν τον νόμο θα αντιμετωπίσουν τη θεία δίκη (για αυτή την πρακτική βλ. Versnel 1981· Graf 1991· Aubriot-Sevin 1992· Pulleyn 1997).
Όπως προκύπτει από την προσεκτική διατύπωση του κειμένου, η ανταμοιβή και η τιμωρία αφορούν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, η εμπλοκή, ωστόσο, του γυναικονόμου και μάλιστα στο πλαίσιο της ετήσιας γυναικείας γιορτής των Θεσμοφορίων δείχνει ότι υπάρχει μια έμφαση στο γυναικείο φύλο. Ενδιαφέρον είναι ότι η πόλη δεν στηρίζεται μόνο στην αποτελεσματικότητα της ευχής και κυρίως της κατάρας του γυναικονόμου, αλλά προσθέτει μια ποινή για τις γυναίκες (όχι όμως και για τους άνδρες) που τυχόν θα παραβιάσουν τον νόμο (στ. 25-27): οι γυναίκες αυτές θα αποκλειστούν για δέκα έτη από τις θυσίες της πόλης.
Η έμφαση του νόμου στις γυναίκες επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα δύο λίθινα αντίγραφα του νόμου προβλέπεται να στηθούν στο Θεσμοφόριο και στο ιερό της Άρτεμης Λοχίας, δύο τόπους συνδεδεμένους με γυναικείες λατρείες και για αυτό πολυσύχναστους για τις γυναίκες (στ. 27-33).
Με καλή τύχη! Όταν ιερονόμος ήταν ο Δημήτριος, κατά τη δεύτερη μέρα του μήνα Θαργηλιώνα, ο Αλέξων, γιος του Δάμωνα, είπε. Να είναι νόμος στους Γαμβρειώτες, οι πενθούσες γυναίκες να φέρουν γκρίζο ένδυμα χωρίς σχισίματα. Οι άντρες και τα παιδιά που πενθούν να φορούν ένδυμα γκρίζο, αν δεν θέλουν, (να φορούν) λευκό. Να συντελούν όσα πρέπει για εκείνους που ‘φεύγουν’ εντός τριών μηνών, και τον τέταρτο μήνα οι άνδρες να λύνουν το πένθος, οι δε γυναίκες τον πέμπτο. Και να απομακρύνονται οι γυναίκες από την κηδεία και να μετέχουν στις εξόδιες ακολουθίες που ορίζονται από τον νόμο ως αναγκαστικές. Και ο γυναικονόμος που εκλέγεται από τον δήμο για τους αγνισμούς πριν από τα Θεσμοφόρια, να εύχεται όσοι (άνδρες) τηρούν και όσες (γυναίκες) υπακούουν σε αυτόν τον νόμο, να είναι καλά και να απολαμβάνουν τα αγαθά τους και για όσους δεν τον τηρούν και για όσες δεν υπακούουν (να εύχεται) τα αντίθετα. Kαι (με βάση το θεϊκό δίκαιο) να μην επιτρέπεται στις γυναίκες αυτές, επειδή διέπραξαν ασέβεια, να προσφέρουν θυσία σε κανέναν θεό για δέκα χρόνια.
Και όποιος εκλεγεί ταμίας μετά από το έτος του στεφανηφόρου Δημητρίου, να αναγράψει αυτόν τον νόμο σε δύο στήλες και να τις αναθέσει, την μία μπροστά από τις θύρες του Θεσμοφορίου και την άλλη μπροστά από τον ναό της Αρτέμιδος Λοχίας. Και ο ταμίας να αποδώσει λογαριασμό για τα έξοδα που έγιναν για τις στήλες στην πρώτη συνέλευση των λογιστών.
[ Θ ] ε ὸ ς α γ α θ [ ό ς .] | |
Αγαθαι τύχαι καὶ επὶ σωτηρίαι· επὶ κόσμ[ων εν μέν] | |
Ἱεραπύτναι τών σὺν Ενίπαντι τώ Ερμαίω μ̣[ηνὸς] | |
Ἱμαλίω, εν δέ Πριανσιοί επὶ κόσμων τών σὺ[ν Νέωνι τώ] | |
5 | Χιμάρω καὶ μηνὸς Δρομήιω· vac. τάδε συνέθε[ντο καὶ συνευ]- |
δόκησαν αλλάλοις Ἱεραπύτνιοι καὶ Πριάνσιοι [εμμένον]- | |
τες εν ταίς προϋπαρχώσαις στάλαις ιδίαι τε [ται κειμέναι] | |
Γορτυνίοις καὶ Ἱεραπ̣υτνίοις καὶ ται κατὰ κοινὸν̣ [Γορτυνίοις] | |
καὶ Ἱεραπυτνίοις καὶ Πριανσίοις καὶ εν ται φιλίαι [καὶ συμμα]- | |
10 | χίαι καὶ όρκοις τοίς προγεγονόσι εν ταύταις τ[αίς πόλεσιν] |
καὶ επὶ ται χώραι αι εκάτεροι έχοντες καὶ κρατόν[τες τὰν συν]- | |
θήκαν έθεντο ες τὸν πάντα χρόνον· vac. Ἱεραπυτν̣[ίοις] | |
καὶ Πριανσίο<ι>ς ήμεν παρ᾿ αλλάλοις ισοπολιτείαν καὶ επιγα- | |
μίας καὶ ένκτησιν καὶ μετοχὰν καὶ θείων καὶ ανθρωπίνων | |
15 | πάντων, όσοι κα έωντι έμφυλοι παρ᾿ εκατέροις, καὶ πωλόν- |
τας καὶ ὠνωμένος καὶ δανείζοντας καὶ δανειζομένος | |
καὶ τάλλα πάντα συναλάσσοντας κυρίος ήμεν κατὰ | |
τὸς υπάρχοντας παρ᾿ εκατέροις νόμος· vac. εξέστω δέ τώι | |
τε Ἱεραπυτνίωι σπείρεν εν ται Πριανσίαι καὶ τώι Πριαν- | |
20 | σιεί εν ται Ἱεραπυτνίαι διδώσι τὰ τέλεα καθάπερ οι άλλοι |
πολίται κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος· vac. ει δέ τί | |
κα ο Ἱεραπύτνιος υπέχθηται ες Πριανσ{ι}ὸν ἢ ο Πριανσιεὺς | |
ες Ἱεράπυτναν οτιούν, ατελέα έστω καὶ εσαγομένωι καὶ | |
εξαγομένωι αυτὰ καὶ τούτων τὸς καρπὸς καὶ κατὰ γαν | |
25 | καὶ κατὰ θάλασσαν· ων δέ κα αποδώται κατὰ θάλασσαν εώ- |
σας εξαγωγας τών υπεχθεσίμων αποδότω τὰ τέλεα | |
κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κειμένος· vac. κατὰ ταυτὰ δέ | |
καὶ εί τίς κα νέμ̣[ηι ατε]λὴς έστω· αι δέ κα σίνηται αποτεισά- | |
τω τὰ επιτίμια [ο] σι[νό]μενος κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κει- | |
30 | μένος. Πρειγήια δέ ω [κ]α χρείαν έχηι πορηίω, παρεχόντων |
οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τοίς Πριανσιεύσι, οι δέ Πριανσιέ<ε>ς | |
κόσμοι τοίς Ἱεραπυτνίοις· αι δέ μὴ παρισχαίεν, αποτεισάν- | |
των οι επίδαμοι τών κόσμων ται πρειγείαι στατήρας δέκα· | |
ο δέ κόσμος ο τών Ἱεραπυτνίων ερπέτω εν Πριανσιοί ες | |
35 | τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ τών κόσμων, |
ὡσαύτως δέ καὶ ο τών Πριανσιέων κόσμος ερπέτω εν Ἱε- | |
ραπύτναι ες τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ | |
τών κόσμων· εν δέ τοίς Hραίοις καὶ εν ταίς άλλαις εορταίς | |
οι παρατυγχάνοντες ερπόντων παρ᾿ αλλάλος ες ανδρήι- | |
40 | ον καθὼς καὶ οι άλλοι πολίται· αναγινωσκόντων δέ τὰν |
στάλαν κατ᾿ ενιαυτὸν οι τόκ᾿ αεὶ κοσμόντες παρ᾿ εκατέ- | |
ροις εν τοίς Ὑπερβώιοις καὶ προπαραγγελόντων αλλά- | |
λοις πρὸ αμεραν δέκα ή κα μέλλωντι αναγινώσκεν· | |
οποίοι δέ κα μὴ αναγνώντι ἢ μὴ παραγγήλωντι απο- | |
45 | τεισάντων οι αίτιοι τούτων στατήρας εκατόν, οι μέν |
Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τών Πριανσιέων ται πόλει, οι δέ | |
Πριανσιέες Ἱεραπυτνίων ται πόλει· vac. αι δέ τις αδικοίη | |
τὰ συνκείμενα κοιναι διαλύων ἢ κόσμος ἢ ιδιώτας, ε- | |
ξέστω τώι βωλομένωι δικάξασθαι επὶ τώ κοινώ δι- | |
50 | καστηρίω τίμαμα επιγραψάμενον τας δίκας κατὰ τὸ |
αδίκημα ό κά τις αδικήσηι· καὶ εί κα νικάσηι, λαβέτω τὸ | |
τρίτον μέρος τας δίκας ο δικαξάμενος, τὸ δέ λοιπὸν έσ- | |
τω ταν πόλεων· αι δέ τι θεών βωλομένων έλοιμεν αγα- | |
θὸν απὸ τών πολεμίων, ἢ κοιναι εξοδούσαντες ἢ ιδίαι τι- | |
55 | νές παρ᾿ εκατέρων ἢ κατὰ γαν ἢ κατὰ θάλασσαν, λαν- |
χανόντων εκάτεροι κατὰ τὸς άνδρας τὸς έρποντας | |
καὶ τὰς δεκάτας λαμβανόντων εκάτεροι ες τὰν ιδί- | |
αν πόλιν· υπέρ δέ τών προγεγονότων παρ᾿ εκατέροις | |
αδικημάτων αφ᾿ ω τὸ κοινοδίκιον απέλιπε χρόνω, ποιη- | |
60 | σάσθων τὰν διεξαγωγὰν οι σὺν Ενίπαντι καὶ Νέωνι κό[σ]- |
μοι εν ωι κα κοιναι δόξηι δικαστηρίω αμφοτέραις ταίς πό- | |
λεσι επ᾿ αυτών κοσμόντων καὶ τὸς εγγύος καταστασάν- | |
των υπέρ τούτων αφ᾿ ας κα αμέρας α στάλα τεθήι εμ μη- | |
νί· υπέρ δέ τών ύστερον εγγινομένων αδικημάτων προ- | |
65 | δίκωι μέν χρήσθων καθὼς τὸ διάγραμμα έχει· περὶ δέ τώ |
δικαστηρίω οι επιστάμενοι κατ᾿ ενιαυτὸν παρ᾿ εκατέροις | |
κόσμοι πόλιν στανυέσθων άγ κα αμφοτέραις ταίς πόλεσ[ι] | |
[δό]ξηι εξ ας τὸ επικριτήριον τέλεται, καὶ εγγύος καθιστάν- | |
των αφ᾿ ας κα αμέρας επισταντι επὶ τὸ αρχείον εν διμήνωι, | |
70 | καὶ διεξαγόντων ταύτα επ᾿ αυτών κοσμόντων κατὰ τὸ |
δοχθέν κοιναι σύμβολον· αι δέ κα μὴ ποιήσωντι οι κόσμοι κα- | |
θὼς γέγραπται, αποτεισάτω έκαστος αυτών στατήρας | |
πεντήκοντα, οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι Πριανσίων ται πόλει, | |
οι δέ Πριάνσιοι κόσμοι Ἱεραπυτνίων ται πόλει· αι δέ τί κα | |
75 | δόξηι αμφοτέραις ταίς πόλεσι βωλουομέναις επὶ τώι |
κοιναι συμφέροντι διορθώσασθαι, κύριον έστω τὸ διορ- | |
θωθέν· στασάντων δέ τὰς στάλας οι ενεστακότες ε- | |
κατερήι κόσμοι επ᾿ αυτών κοσμόντων, οι μέν Ἱεραπύ- | |
τνιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος καὶ οι | |
80 | Πριάνσιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος· |
οπότεροι δέ κα μὴ στάσωντι καθὼς γέγραπται απο- | |
τεισάντων τὰ αυτὰ πρόστιμα καθότι καὶ περὶ τών | |
δικαίων γέγραπται. |
Το κείμενο είναι συνθήκη ισοπολιτείας ανάμεσα στις κρητικές πόλεις Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα) και Πριανσό. Ανάμεσα στις πολυάριθμες κρητικές συνθήκες (συγκεντρωμένες στο Chaniotis 1996) είναι μια από τις εκτενέστερες και καλύτερα διατηρημένες. Όπως συνάγεται από τους στ. 8-10, η συνθήκη αυτή ακολουθεί και συμπληρώνει προγενέστερη συνθήκη ανάμεσα στην Πριανσό από τη μια πλευρά και τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα από την άλλη, η οποία σώζεται σε δύο αντίγραφα (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27).
Διάρθρωση της συνθήκης – Ρήτρες
1) Επίκληση των θεών και ευχή (στ. 1-2)
Επικλήσεις θεών και ευχές βρίσκονται πολύ συχνά στην αρχή συνθηκών και άλλων δημοσίων κειμένων (ψηφισμάτων, νόμων). Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες: ανάθεση του εγγράφου στους θεούς, επίκληση της προστασίας των θεών για το κείμενο και την επιγραφή. Δεδομένου ότι οι επικλήσεις και οι ευχές έχουν μεγάλη ομοιότητα με φράσεις που χρησιμοποιούνταν σε προσευχές, το πιθανότερο είναι ότι έχουν την προέλευσή τους στις προσευχές και τις επικλήσεις των θεών που εκφωνούνταν κατά τις τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στην εκκλησία του δήμου πριν από τη συζήτηση προτάσεων για ψηφίσματα και κατά τη σύναψη των συνθηκών (Woodhead 2009: 86· βλ. και Chaniotis 1996: 83-85).
2) Χρονολόγηση (στ. 2-5)
Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στο όνομα του προέδρου του συμβουλίου των κόσμων, που εκπροσωπούσαν την εκτελεστική εξουσία στις κρητικές πόλεις, αλλά είχαν συγχρόνως στρατιωτικά και δικαστικά καθήκοντα. Στις περισσότερες πόλεις το συμβούλιο των κόσμων ήταν δεκαμελές, με ετήσια θητεία. Όλα τα μέλη του συμβουλίου προέρχονταν από την ίδια φυλή, με βάση ένα σύστημα εκ περιτροπής εναλλαγής των φυλών στα αξιώματα (Link 1994: 97-112). Κάθε κρητική πόλη είχε το δικό της ημερολόγιο με διαφορετικά ονόματα μηνών (Trümpy 1997: 188-197). Ο Ιμάλιος είναι μάλλον θερινός μήνας, σχετιζόμενος με τη σοδειά και το άλεσμα του αλευριού (πρβλ. Ησύχιος, λλ. ιμαλιά, ιμάλιον και ιμαλίς∙ τὸ επίμετρον τών αλεύρων, επικαρπία). Ο μήνας Δρομείος παράγεται από τη γιορτή Δρομεία, μάλλον γιορτή σχετιζόμενη με τον Απόλλωνα Δρομαίο και την ένταξη των εφήβων στο σώμα των πολιτών∙ στην Κρήτη οι ενήλικοι άνδρες ονομάζονταν δρομείς (Tzifopoulos 1998).
3) Εισαγωγή στη συνθήκη (στ. 5-12)
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατύπωσης είναι ότι παραπέμπει σε μια προϋπάρχουσα συνθήκη. Το ρήμα συνευδοκείν (επικυρώνω από κοινού) σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι η παρούσα συνθήκη αποτελεί συμπλήρωση μιας παλαιότερης συνθήκης. Τέτοιες συμπληρώσεις ή αλλαγές ήταν δυνατές (βλ. παρακ., παράγραφο 18), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνονταν και από τις δύο πλευρές∙ σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακριβώς το ρήμα συνευδοκείν. Η πρόταση που εισάγεται με την πρόθεση επί + δοτική εκφράζει, όπως και η μετοχή εμμένοντες, τους όρους κάτω από τους οποίους ισχύει η νέα συνθήκη. Ο βασικός όρος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας των δύο συμβαλλομένων μερών και των συνόρων τους. Τα σύνορα αυτά περιγράφονται στην προγενέστερη συνθήκη, που δυστυχώς στο σημείο αυτό σώζεται πολύ αποσπασματικά και στα δύο αντίγραφά της (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27). Η πρόσφατη δημοσίευση του αντιγράφου της Γόρτυνας (SEG LIII 942) δείχνει ότι τα σύνορα των εδαφών της Πριανσού καθορίστηκαν από τους Γορτυνίους, τη σημαντικότερη πολιτική δύναμη αυτήν την εποχή και ηγέτη μιας μεγάλης συμμαχίας (στ. 15-17: [καὶ] τὰν χώραν ἃν ὡρί|ξαντο οι Γορτύνιοι πορ̣τὶ τὸνς Πριανσιέας μήτ᾿ αυ|τοὶ αφαιλησή<θ>θαι, μήτ᾿ ά[λλοις] επιτραψήν). Ο επανακαθορισμός των συνόρων μάλλον έγινε αναγκαίος μετά από πόλεμο ανάμεσα στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό. Με την προγενέστερη συνθήκη Γορτύνιοι και Ιεραπύτνιοι εγγυώνταν τα σύνορα της Πριανσού, του ασθενέστερου μέλους της συμμαχίας. Συνοριακοί διακανονισμοί είναι πολύ συνηθισμένοι στην ελληνιστική Κρήτη και σχετίζονται με τους ενδημικούς πολέμους που χαρακτηρίζουν την κρητική ιστορία περίπου ως το 110 π.Χ. (για τις ενδοκρητικές συγκρούσεις και τους συνοριακούς διακανονισμούς: Chaniotis 1996: 27-56, 153-159· για τους κρητικούς πολέμους βλ. επίσης Chaniotis 2005: 8-12).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ έχειν χώραν (νόμιμη ιδιοκτησία εδαφών) και κατέχειν χώραν (άσκηση της εδαφικής κυριαρχίας). Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία που ισχύει τη στιγμή της επικύρωσης της συνθήκης, καθιστώντας σαφές ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διεκδικήσεις εδαφών τα οποία μια πόλη θεωρεί ως νόμιμη ιδιοκτησία της, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται υπό την κατοχή άλλης πόλης.
4-5) Παραχώρηση δικαιωμάτων αστικού δικαίου (ισοπολιτεία, επιγαμία) και οικονομικών προνομίων (στ. 13-21)
Στην πρώτη ουσιαστική διάταξη της συνθήκης παραχωρούνται αμοιβαίως, πολύ επιγραμματικά, τρία σημαντικά δικαιώματα, πολύ συνηθισμένα σε κρητικές συνθήκες.
Ως ισοπολιτεία ορίζεται (στην Κρήτη) το δικαίωμα του πολίτη μιας των συμβαλλομένων πόλεων να εγκατασταθεί στην άλλη πόλη και να αποκτήσει εκεί πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ισοπολιτεία συνήθως συμπληρώνει συνθήκες συμμαχίας και αποτελούσε ένα μέτρο με το οποίο πόλεις με διαφορετικές ανάγκες και αλληλοσυμπληρούμενες δυνατότητες εξασφάλιζαν για τους πολίτες τους τη δυνατότητα να ασκήσουν οικονομικές δραστηριότητες σε μια άλλη πόλη. Η πόλη που έκανε την ευρύτερη χρήση αυτών των δυνατοτήτων ήταν η Ιεράπυτνα. Η σύγκριση των διατάξεων των σχετικών συνθηκών δείχνει ότι η ενεργοποίηση της ισοπολιτείας γινόταν ατομικά, όχι μαζικά, και συνδεόταν με ορισμένες προϋποθέσεις. Ο αιτών έπρεπε να είναι ενεργό μέλος φυλής (όπως σε αυτή τη συνθήκη), δηλαδή να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα ή να έχει εξοριστεί ή να είναι πολίτης τιμής ένεκεν. Ηταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη του, ρυθμίζοντας πρώτα όλες τις εκεί νομικές και οικονομικές του εκκρεμότητες και μάλλον πουλώντας όλη την εκεί ιδιοκτησία του. Η αποδοχή της αίτησής του αποφασιζόταν από την εκκλησία της άλλης πόλης∙αρκούσαν τρεις αρνητικές ψήφοι για την απόρριψη του αιτήματός του (βλ. κυρίως I.Cret. III, iv.1· Staatsverträge III 554· Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
Το δικαίωμα της επιγαμίας δεν χορηγείται μόνο σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν την ισοπολιτεία αλλά σε όλους τους πολίτες των συμβαλλομένων πόλεων. Με τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ πολιτών των δύο πόλεων τα παιδιά δεν θεωρούνταν νόθα, αλλά είχαν πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα (για το πρόβλημα των νόθων στην κρητική κοινωνία, αποτέλεσμα γάμων ατόμων με διαφορετική νομική θέση, βλ. Chaniotis 2002).
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το δικαίωμα της εγκτήσεως (Chaniotis 1996: 109-113). Σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, η ιδιοκτησία γής καὶ οικίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών, που μόνον κατ’ εξαίρεση παραχωρούνταν σε ξένους, συνήθως προξένους και ευεργέτες. Φαίνεται ότι στην ελληνιστική Κρήτη το πρόβλημα της ιδιοκτησίας γης ήταν ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες πόλεις, όπως συνάγεται από τη διέξοδο που εύρισκαν οι άκληροι πολίτες στην πειρατεία, στο επάγγελμα του μισθοφόρου και στη μαζική έξοδο και εγκατάσταση σε ξένες περιοχές, π.χ. στα εδάφη της Μιλήτου και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Chaniotis 2005: 80-85). Ωστόσο, κάποιες πόλεις φαίνεται ότι είχαν περίσσευμα γης, αλλά έλλειψη πολιτών. Αν και θεωρητικά η παραχώρηση της εγκτήσεως στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, στην πραγματικότητα ικανοποιούσε διαφορετικές, συμπληρωματικές ανάγκες. Η Ιεράπυτνα, που σύναψε περισσότερες συμφωνίες εγκτήσεως από οποιαδήποτε άλλη πόλη, αλλά και ακολούθησε επεκτατική πολιτική κατακτώντας και προσαρτώντας σχεδόν το σύνολο της ανατολικής Κρήτης, πρέπει να ήταν ο κυρίως ωφελούμενος από τη διάταξη αυτή.
Η συνθήκη επιτρέπει επιγραμματικά και τις οικονομικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες, δανεισμούς) με βάση τους νόμους που ισχύουν σε κάθε πόλη (στ. 15-18· σχετικά βλ. Guizzi 1999: 242-243). Όσοι πολίτες δεν έκαναν χρήση της ισοπολιτείας, αλλά επιθυμούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αγροτικές δραστηριότητες στα εδάφη της άλλης πόλης, αποκτούν το δικαίωμα του σπείρειν, δηλαδή το δικαίωμα της χρήσης των δημοσίων εδαφών της άλλης πόλης για καλλιέργειες, με καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Η ύπαρξη δημοσίων γαιών στις κρητικές πόλεις στην ελληνιστική εποχή μαρτυρείται και από μια επιγραφή της Κυδωνίας, η οποία αφορά την παραχώρηση (δημοσίων) γαιών σε ξένους (I.Cret. II, x.1).
6) Φύλαξη αγαθών (στ. 21-27)
Γενικά η εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών υπάγεται στην καταβολή δασμών, από την οποία ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί με την παραχώρηση της ατελείας βάσει ψηφίσματος. Στις κρητικές συνθήκες μεταξύ πόλεων καθορίζεται ότι η εξαγωγή από τη στεριά (που αφορά κυρίως κοπάδια) ήταν ατελής∙ ατελής ήταν επίσης η εισαγωγή και επανεξαγωγή αγαθών για προσωπική χρήση. Αντίθετα, οι εξαγωγές από τη θάλασσα, που αφορούσαν συνήθως εμπορικά προϊόντα, συνεπάγονταν τη χρήση λιμανιών και συνήθως ελέγχονταν ευκολότερα. Στις εξαγωγές αυτές καταβάλλονταν τέλη (εξαγωγὰν ήμεν κατὰ γαν μέν ατελεί, κατὰ θάλασσαν δέ καταβάλλοντι τὰ τέλεα κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος)∙ τα τέλη αυτά περιελάμβαναν και το ενλιμένιον, δηλαδή τα λιμενικά τέλη (Chaniotis 1996: 119∙ Guizzi 1999: 240). Από την εισαγωγή για εμπορικούς λόγους διαφέρει η εισαγωγή αγαθών προς φύλαξη στα εδάφη μιας ξένης πόλης με την οποία υπάρχει σχετική συνθήκη. Οι συχνοί πόλεμοι, οι επιδρομές σε αφύλακτες ορεινές περιοχές και στην ύπαιθρο και η πειρατεία στην ελληνιστική εποχή ανάγκαζαν πολλές φορές όσους απειλούνταν από τέτοιους κινδύνους να αναζητήσουν καταφύγιο στα εδάφη μιας γειτονικής πόλης, μαζί με κινητά υπάρχοντα, π.χ. κοπάδια (Müller 1975). Η ατελής εισαγωγή και επανεξαγωγή επιτρέπεται με τη συνθήκη αυτή. Η αναφορά στους “καρπούς” των εισαχθέντων δείχνει ότι πρόκειται κυρίως για κοπάδια ζώων που ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους στους βοσκοτόπους στην εσχατιά των πόλεων (Chaniotis 1999α: 200). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξαίρεση που γίνεται για αγαθά εισαχθέντα προς φύλαξη από τη θαλάσσια οδό (επομένως με πλοία), τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν∙ εδώ η καταβολή δασμών επιβάλλεται. Πρόκειται μάλλον για λάφυρα από πειρατικές επιδρομές –πολύτιμα αντικείμενα και δούλους (Müller 1975: 150 σημ. 74).
7) Επινομία (στ. 27-30)
Η διάταξη αυτή δεν αφορά την ευκαιριακή χρήση βοσκοτόπων στα εδάφη του εταίρου της συνθήκης, αλλά το φαινόμενο των χειμαδιών, της περιοδικής μετακίνησης κοπαδιών σε βοσκοτόπους με διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (για το φαινόμενο των χειμαδιών στην αρχαία Κρήτη βλ. Chaniotis 1999α: 198-205 και γενικά στην αρχαιότητα βλ. Waldherr 2001: 331-357· Arnold – Greenfield 2006· για επιγραφικές μαρτυρίες περί βοσκής και κτηνοτροφίας βλ. Chandezon 2003). Οι Ιεραπύτνιοι χρειάζονταν τους βοσκοτόπους στην ορεινή Πριανσό για τους θερινούς μήνες και αντίστροφα οι Πριάνσιοι χρειάζονταν για τα κοπάδια τους χειμαδιά στην πεδινή και παράκτια Ιεράπυτνα. Η χρήση των βοσκοτόπων ήταν ατελής για τους ξένους βοσκούς, ενώ αντίθετα φαίνεται ότι οι πολίτες κατέβαλλαν τέλη, που όντως μαρτυρούνται στην περίπτωση της Ιεράπυτνας (I.Cret. III, iv.1 = Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
8) Υποστήριξη πρεσβειών (στ. 30-33)
Αυτή είναι η μόνη μαρτυρία μιας τέτοιας διάταξης σε κρητικές συνθήκες, αλλά η προσφορά βοήθειας και προστασίας σε ξένους πρεσβευτές μαρτυρείται και αλλού (π.χ. I.Cret. III, iii.3 C). Το πρόστιμο για σχετική παράλειψη καταβάλλεται μόνο από τους παρόντες κόσμους (οι επίδαμοι). Οι πολύπλευρες υποχρεώσεις των κόσμων, κυρίως οι στρατιωτικές, επέβαλλαν τη συχνή απουσία τους∙ ορισμένοι κόσμοι (ίσως τα μισά μέλη του δεκαμελούς συμβουλίου) έπρεπε όμως να είναι παρόντες στην πόλη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό εξηγεί γιατί ο αριθμός των κόσμων ποικίλλει στις επιγραφές (5-10 ονόματα)· φαίνεται ότι ορισμένες φορές αναγράφονται μόνο τα ονόματα των επιδάμων κόσμων (Chaniotis 1996: 260-261 με παραδείγματα).
9) Πρόσκληση των ξένων κόσμων (στ. 34-38)
Η αμοιβαία πρόσκληση των ξένων κόσμων και των πολιτών (βλ. παράγρ. 10) ανήκει στα μέτρα για την εδραίωση της φιλίας δύο κρητικών πόλεων∙ αποτελεί ιδιαιτερότητα των κρητικών διακρατικών συνθηκών. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ανάλογες διατάξεις και σε άλλες συνθήκες (Chaniotis 1996: 130-133), οι ξένοι κόσμοι προσκαλούνταν σε δείπνο στην έδρα των αρχόντων (πρυτανείον), στη συνέλευση του λαού είχαν ιδιαίτερες τιμητικές θέσεις μαζί με τους τοπικούς κόσμους και φορούσαν ιδιαίτερο ένδυμα με τα διακριτικά του αξιώματός τους. Στόχος της διάταξης αυτής ήταν η απόλυτη εξομοίωση ντόπιων και ξένων κόσμων στο τελετουργικό επίπεδο, ως έκφραση της στενής σύνδεσης των εταίρων.
10) Αμοιβαία συμμετοχή σε γιορτές (στ. 38-40)
Σε άλλες κρητικές συνθήκες οι πολίτες του εταίρου καλούνται στις τοπικές γιορτές (Chaniotis 1996: 133). Αν και εδώ δεν γίνεται λόγος για πρόσκληση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες των δύο πόλεων προσκαλούνταν αμοιβαίως στις σημαντικότερες γιορτές. Η αναφορά στην πρόσκληση των ξένων πολιτών στα ανδρεία, τα κτήρια στα οποία γίνονταν τα συσσίτια, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει ότι το σύστημα των συσσιτίων συνεχιζόταν στην Κρήτη ως και τα ελληνιστικά χρόνια (για τα ανδρεία βλ. Lavrencic 1988· για τα συσσίτια βλ. Link 1991: 119-121· Chaniotis 1999β: 193-194).
11) Ανάγνωση της συνθήκης (στ. 40-47)
Μια από τις συνηθέστερες συμβατικές υποχρεώσεις των εταίρων στις κρητικές συνθήκες είναι η ετήσια ανάγνωση της συνθήκης. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση των διατάξεων και την εδραίωση της συνεργασίας, κάτι αναγκαίο αν λάβουμε υπόψη τους συχνούς πολέμους που μετέτρεπαν τον παλιό σύμμαχο σε εχθρό –και αντιστρόφως (Chaniotis 1996: 125-126). Υπεύθυνοι για την ανάγνωση, που λάμβανε χώρα σε σημαντικές γιορτές, ήταν οι κόσμοι, οι οποίοι είχαν επίσης την υποχρέωση να προσκαλέσουν εκπροσώπους της άλλης πόλης στην τελετή. Στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό η ανάγνωση πραγματοποιούνταν στη γιορτή Ὑπερβώια, γιορτή του Δία. Στην Κρήτη ο Δίας θεωρούνταν προστάτης των νέων και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος για την επιλογή αυτής της γιορτής, η οποία μάλλον σχετίζεται με την υποδοχή των εφήβων στο σώμα των πολιτών (για τα Ὑπερβώια και τη σχέση τους με τους εφήβους βλ. Brelich 1961: 72· Willetts 1962: 239· Leitao 1995: 136). Στη Λύττο η αντίστοιχη γιορτή, στην οποία γινόταν η ανάγνωση των συνθηκών, ήταν τα Περιβλημαία (I.Cret. III, xix.1 = Chaniotis 1996: 208-213 αρ. 11), κατά την οποία οι έφηβοι αντάλλαζαν το εφηβικό ένδυμα με εκείνο του πολίτη-πολεμιστή, στη Λατώ ήταν η επίσης εφηβική γιορτή Θεοδαίσια (Chaniotis 1996: 125-126 με σημ. 766-767). Η ανάγνωση της συνθήκης παρουσία των εφήβων πληροφορούσε τους νέους πολίτες για τις υποχρεώσεις της πόλης τους απέναντι σε φίλους και συμμάχους (Μέριμνα για την εξοικείωση των εφήβων με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της πόλης εμφανίζεται και σε γιορτές μη κρητικών πόλεων, π.χ. στην Τέω, SEG XLI 1003 ΙΙ C/D στ. 38-44).
12) Νομικά μέτρα για την περίπτωση παράβασης της συνθήκης (στ. 47-53)
Η προστασία των διατάξεων της συνθήκης αποτελούσε υποχρέωση κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης, και όχι μόνο το άμεσο θύμα της παράβασης, είχε δικαίωμα να εγείρει κατηγορίες κατά ιδιωτών ή αξιωματούχων που δεν τηρούσαν τη συνθήκη, εισπράττοντας το ένα τρίτο του προτεινόμενου προστίμου. Αυτό το δικαίωμα (στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως εισαγγελία) μαρτυρείται συχνά σε κρητικές συνθήκες, σε σχέση με αδικήματα κατά του συνόλου της κοινότητας (Chaniotis 1996: 147-148).
13) Διανομή των λαφύρων (στ. 53-58)
Στην ελληνιστική εποχή πολλές κρητικές πόλεις συμμετείχαν σε επιδρομές με στόχο τη λαφυραγωγία· θύματά τους ήταν κυρίως τα νησιά του Αιγαίου και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, αλλά πραγματοποιούνταν και χερσαίες επιδρομές στα εδάφη γειτονικών πόλεων (Brulé 1978· Petropoulou 1985· Chaniotis 2005: 118-119). Οι κρητικές συνθήκες συχνά περιέχουν ρυθμίσεις για τη διανομή των λαφύρων (βλ. π.χ. Chaniotis 1996: αρ. 93-94· γενικά για τη διανομή λαφύρων βλ. Pritchett 1991: 363-389· Ducrey 1999: 258-267.). Στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αναφορά σε λάφυρα από θαλάσσιες και χερσαίες επιδρομές, που θα πραγματοποιούνταν είτε από κοινού από τις δύο πόλεις (κοινη) –προφανώς υπό τη διοίκηση των αξιωματούχων των πόλεων– είτε από μεικτές μονάδες αποτελούμενες από πολίτες και των δύο πόλεων στρατολογημένους με ιδιωτική πρωτοβουλία (ιδία). Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πρακτική, τα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο. Πρώτα προσδιοριζόταν το ποσοστό των λαφύρων που αναλογούσε σε κάθε πόλη. Αυτό γινόταν με βάση τον αριθμό των ανδρών από κάθε πόλη που είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή. Ένα δέκατο (δεκάται) από τα λάφυρα που αντιστοιχούσαν σε κάθε πόλη παραχωρούνταν στην πόλη –ένα είδος φορολογίας– και αποτελούσαν μέρος των δημοσίων εσόδων. Τα υπόλοιπα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο στους πολεμιστές.
14-17) Δικονομικές διατάξεις (στ. 58-74)
Ένα μεγάλο τμήμα της συνθήκης ασχολείται με δικονομικά θέματα, των οποίων η ερμηνεία είναι δύσκολη δεδομένου ότι πολλές λεπτομέρειες ρυθμίζονταν από παλαιότερες συμβάσεις ή επρόκειτο να ρυθμιστούν στο μέλλον (βλ. στ. 59, 61, 65, 67-68, 70-71). Σύμφωνα με την ερμηνεία που ακολουθείται εδώ (πρβλ. Chaniotis 1996: 134-147, 261-263· Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010) η συνθήκη αναφέρεται στις εξής διαφορετικές διαδικασίες:
α) Κοινοδίκιον
Για το κοινοδίκιον, που μαρτυρείται σε αρκετές επιγραφές, έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: 1) δικαστήριο του Κοινού τών Κρηταιέων, μιας συμμαχίας κρητικών πόλεων (για το Κοινό των Κρηταιέων βλ. πιο πρόσφατα Chaniotis 2015), που επέλυε αντιδικίες μεταξύ πόλεων και μεταξύ ενός πολίτη και μιας ξένης πόλης (Gauthier 1972: 316-325), και 2) κοινό δικαστήριο δύο πόλεων για επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών τους (van Effenterre 1948: 146-147· πρβλ. Chaniotis 1996: 142-143· Ager 1996: 298). Μια αδημοσίευτη ακόμα επιγραφή, χωρίς να λύνει απόλυτα το πρόβλημα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του Ph. Gauthier ότι ήταν δικαστήριο του Κοινού των Κρηταιέων, με τη διαφορά ότι ήταν αρμόδιο όχι μόνο για αντιδικίες μεταξύ πόλεων, αλλά και για διαφορές μεταξύ ιδιωτών από διαφορετικές πόλεις (Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010). Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη σύνθεσή του· ίσως αποτελούνταν από δικαστές διαφόρων πόλεων, ίσως από αντιπροσώπους όλων των συμμάχων. Το κοινοδίκιο δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα, ίσως το 222 π.Χ., όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα (επαν)ίδρυσαν το Κοινό των Κρηταιέων. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή είχε αναστείλει τη λειτουργία του, μάλλον ως συνέπεια του Λυττίου πολέμου, όταν οι δύο ηγεμονικές δυνάμεις του Κοινού, η Γόρτυνα και η Κνωσός, διέκοψαν τη συνεργασία τους∙ επανιδρύθηκε το αργότερο το 184 π.Χ. (Πολύβιος 22.15.4). Η συνθήκη αυτή ασχολείται με το ζήτημα της επίλυσης των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ της Ιεράπυτνας και της Πριανσού και μεταξύ των πολιτών τους, τώρα που το κοινοδίκιο δεν λειτουργούσε πλέον. Το ζήτημα αυτό ανατίθεται στους κόσμους, οι οποίοι ως το τέλος της θητείας τους θα πρέπει να προσδιορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. δικαστήριο μιας τρίτης πόλης, ή ίσως ένα κοινό δικαστήριο κλπ.).
β) Πρόδικος
Οι αρμοδιότητες του προδίκου καθορίζονταν σε ένα έγγραφο του Κοινού τών Κρηταιέων, το διάγραμμα, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται (Chaniotis 1996: 137-141). Όπως συνάγεται από διάφορες αναφορές του σε επιγραφές, περιείχε μεταξύ άλλων κατάλογο αδικημάτων και τα προβλεπόμενα πρόστιμα (π.χ. Chaniotis 1996: 225-231 αρ. 18 στ. 36-38· Chaniotis – Kritzas 2010: 176) και προέβλεπε δύο τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών: ανάθεση της διαφοράς πρώτα σε επιδιαιτησία (προδίκωι χρήσθων), πριν από την παραπομπή σε δίκη, ή απευθείας παραπομπή σε δίκη (δίκα απρόδικος καπάρβολος εν κοινοδικίωι). Αυτό που αμφισβητείται έντονα στη σχετική έρευνα είναι αν οι αντίδικοι είναι πόλεις (Gauthier 1972: 318, 321-322, 324) ή ιδιώτες, πολίτες διαφορετικών πόλεων (Chaniotis 1996: 138-141). Γενικά στην ελληνική αρχαιότητα δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών με διαιτησία (σύλλυσις) και όχι με δίκη.
γ) Ξένο δικαστήριο
Οι υποθέσεις που ο πρόδικος δεν ήταν σε θέση να λύσει με διαιτησία παραπέμπονται σε ένα δικαστήριον αποτελούμενο από πολίτες τρίτης πόλης, την οποία καθόριζαν εκ νέου κάθε χρονιά από κοινού οι κόσμοι των δύο εταίρων. Η λέξη επικριτήριον μάλλον προσδιορίζει την απόφαση των ξένων δικαστών. Οι κόσμοι προσδιόριζαν μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας τους τους εγγυητές, που εγγυώνταν την τήρηση της διαδικασίας και την αποδοχή του αποτελέσματος της δίκης. Οι δίκες έπρεπε να διεξαχθούν πριν από τη λήξη του έτους. Οι λεπτομέρειες καθορίζονταν σε μια άλλη νομική σύμβαση (σύμβολον).
18) Τροποποίηση της συνθήκης (στ. 74-77)
Οι αρχαίες ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα επιτρέπουν τροποποιήσεις (αλλαγές, διαγραφές και προσθήκες), υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν και οι δύο εταίροι. Δεν είναι γνωστό αν οι τροποποιήσεις υπόκεινταν στην έγκριση της εκκλησίας και αν επικυρώνονταν με όρκο (Chaniotis 1996: 81-82).
19) Αναγραφή (στ. 77-83)
Η αναγραφή της συνθήκης σε λίθο και η δημοσίευσή της είναι επιβεβλημένη. Συχνά η δημοσίευση γινόταν σε δύο αντίγραφα, ένα σε κάθε πόλη, συνήθως σε κάποιο σημαντικό ιερό, μερικές φορές και σε τρίτο τόπο (Chaniotis 1996: 77-81). Αυτό το αντίγραφο χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, και από τη στήλη γινόταν η ανάγνωση του κειμένου (βλ. στ. 40-41). Μάλιστα στη συνθήκη αυτή (στ. 6) η λέξη στήλη χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της συνθήκης. Όπου σώζονται δύο ή περισσότερα αντίγραφα μιας συνθήκης, διαπιστώνονται μικροδιαφορές στη διατύπωση (Chaniotis 1996: 79 και SEG LIII 942· για αποκλίσεις μεταξύ αντιγράφων βλ. επίσης Ε1).
Αγαθός θεός. Για καλή τύχη και σωτηρία. Στη μεν Ιεράπυτνα κατά τη θητεία των κόσμων [ανώτατων αξιωματούχων] (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Ενίπαντα, τον γιο του Ερμαίου, τον μήνα Ιμάλιο· στη δε Πριανσό κατά τη θητεία των κόσμων (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Νέωνα, τον γιο (στ. 5) του Χιμάρου, τον μήνα Δρομείο. Τα παρακάτω συμφώνησαν και επικύρωσαν από κοινού οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι, παραμένοντας πιστοί στις προϋπάρχουσες στήλες (έγγραφες συμβάσεις), (συγκεκριμένα) και σε εκείνη που υπάρχει ξεχωριστά μεταξύ των Γορτυνίων και των Ιεραπυτνίων και σε εκείνη που υπάρχει από κοινού μεταξύ Γορτυνίων, Ιεραπυτνίων και Πριανσίων, και στη φιλία και τη συμμαχία (στ. 10) και τους όρκους που έχουν δοθεί σε αυτές τις πόλεις, επίσης αναγνωρίζοντας τα εδάφη που είχαν και κατείχαν όταν συμφώνησαν τη συνθήκη για όλα τα χρόνια. Οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι να έχουν αμοιβαίως το δικαίωμα της ισοπολιτείας (της απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων) και το δικαίωμα της επιγαμίας (της σύναψης νόμιμων γάμων) και το δικαίωμα της εγκτήσεως (της απόκτησης έγγειας ιδιοκτησίας) και συμμετοχή σε όλα τα θεία και τα ανθρώπινα, (στ. 15) όσοι αποτελούν μέλη φυλών σε κάθε πόλη∙ (να έχουν επίσης) και το δικαίωμα να πουλούν και να αγοράζουν και να δανείζουν και να δανείζονται και να πραγματοποιούν όλες τις άλλες συναλλαγές σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Ο Ιεραπύτνιος (πολίτης) να έχει το δικαίωμα να σπέρνει (καλλιεργεί γη) στα εδάφη των Πριανσίων και ο Πριάνσιος (στ. 20) στα εδάφη των Ιεραπυτνίων, καταβάλλοντας τα τέλη όπως και οι άλλοι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Αν ένας Ιεραπύτνιος φέρει προς φύλαξη κάτι στην Πριανσό ή κάποιος Πριάνσιος στην Ιεράπυτνα, να είναι απαλλαγμένος από τέλη κατά την εισαγωγή και εξαγωγή και των ίδιων των αντικειμένων ιδιοκτησίας και των καρπών τους, είτε γίνεται (η εισαγωγή/εξαγωγή) από τη χερσαία οδό (στ. 25) είτε από τη θάλασσα. Αν πουλήσει κάτι από αυτά που έφερε προς φύλαξη από τη θάλασσα, τότε να πληρώσει τα τέλη σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κανείς χρησιμοποιεί βοσκοτόπους, να μην καταβάλλει τέλη. Αλλά αν προκαλέσει ζημιές, αυτός που προκάλεσε τις ζημιές να πληρώσει τα πρόστιμα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. (στ. 30) Αν κάποια πρεσβεία έχει ανάγκη μεταφορικών μέσων, οι Ιεραπύτνιοι κόσμοι να τα διαθέτουν στους Πριανσίους και οι Πριάνσιοι κόσμοι στους Ιεραπυτνίους. Αν δεν τα διαθέσουν, να πληρώσουν όσοι κόσμοι είναι παρόντες στην πόλη δέκα στατήρες στην πρεσβεία. Οι κόσμοι των Ιεραπυτνίων να έρχονται στην Πριανσό στην (στ. 35) έδρα των αρχόντων και να κάθονται (να έχουν τιμητικές θέσεις) με τους κόσμους στην εκκλησία∙ το ίδιο και οι κόσμοι των Πριανσίων να έρχονται στην Ιεράπυτνα στην έδρα των αρχόντων και να κάθονται με τους κόσμους στην εκκλησία. Στη γιορτή των Ηραίων και στις άλλες γιορτές όσοι (πολίτες) τυχαίνει να βρεθούν στην (ξένη) πόλη να έρχονται στο ανδρείο (στ. 40) όπως και οι άλλοι πολίτες. Κάθε χρονιά οι εκάστοτε κόσμοι να διαβάζουν στην κάθε πόλη τη στήλη (με τη συνθήκη) στη γιορτή Υπερβώια και να προσκαλούν στην ανάγνωση οι μεν τους δε, δέκα μέρες πριν από την ημέρα που πρόκειται να τη διαβάσουν. Αν δεν τη διαβάσουν ή δεν προσκαλέσουν, (στ. 45) οι υπαίτιοι να πληρώσουν εκατό στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Αν κανείς, είτε κόσμος είτε ιδιώτης, αδικεί καταστρέφοντας όσα έχουν συνομολογηθεί από κοινού, έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να εγείρει κατηγορία εναντίον του στο κοινό (στ. 50) δικαστήριο προτείνοντας εγγράφως τη χρηματική ποινή αναλόγως με το αδίκημα στο οποίο θα έχει υποπέσει. Και αν νικήσει στη δίκη, ο κατήγορος θα εισπράξει το ένα τρίτο της χρηματικής ποινής, ενώ το υπόλοιπο θα ανήκει στις πόλεις. Αν με τη θέληση των θεών πάρουμε κάτι καλό (λάφυρα) από τους εχθρούς, είτε σε κοινή εκστρατεία είτε σε εκστρατεία που θα πραγματοποιήσουν ιδιωτικά κάποιοι (στ. 55) από τις δύο πόλεις, είτε σε γη είτε σε θάλασσα, να μοιράσουν ο καθένας χωριστά τα λάφυρα με κλήρο ανάλογα με τους άντρες που θα έχουν συμμετάσχει, και ο καθένας χωριστά να φέρει το δέκατο μέρος στη δική του πόλη. Για όσα αδικήματα έγιναν σε κάθε πόλη από τότε που έπαψε να λειτουργεί το κοινοδίκιον, (στ. 60) οι κόσμοι που ασκούν τα καθήκοντά τους με τον Ενίπαντα και τον Νέωνα να πραγματοποιήσουν τη διεξαγωγή των δικών σε όποιο δικαστήριο θα αποφασίσουν από κοινού οι δύο πόλεις, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καθορίζοντας τους σχετικούς εγγυητές μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα στηθεί η στήλη. Για όσα αδικήματα διαπραχθούν στο μέλλον (στ. 65) να χρησιμοποιήσουν πρόδικο, όπως προβλέπει το διάγραμμα. Σχετικά με το δικαστήριο, οι κόσμοι που αναλαμβάνουν κάθε χρονιά καθήκοντα να ορίζουν με κοινή απόφαση των δύο πόλεων μια τρίτη πόλη (διαιτητή), από την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση, και να ορίζουν εγγυητές μέσα σε δίμηνο από την ανάληψη των καθηκόντων τους· (στ. 70) και να πραγματοποιούν αυτά (τη δίκη) κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με τη συνθήκη διαιτησίας (σύμβολον) την οποία συμφώνησαν από κοινού. Αν οι κόσμοι δεν πράξουν σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα εδώ, να πληρώσει ο καθένας τους πενήντα στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι κόσμοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Εάν (στ. 75) και οι δύο πόλεις αποφασίσουν μετά από διαβουλεύσεις για το κοινό συμφέρον να βελτιώσουν (τη συνθήκη), να ισχύει αυτό που θα βελτιώσουν. Οι κόσμοι που έχουν αναλάβει καθήκοντα στις δύο πόλεις να στήσουν τις στήλες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι μεν Ιεραπύτνιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος, οι δε (στ. 80) Πριάνσιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος. Όποιοι δεν στήσουν τις στήλες, όπως είναι γραμμένο εδώ, να πληρώσουν τα ίδια πρόστιμα που γράφονται και σχετικά με τα ζητήματα δικαίου.
(πλευρά Α)
υπέρ βασιλέως Αριαρά- | |
θους Επιφανούς Ατηζωας | |
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας | |
καὶ αγωνοθετήσας Ερμη | |
5 | καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ- |
μνασίαρχων [τών] απὸ τού | |
ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη- | |
νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου |
(πλευρά Β)
Αθήναιος Hγ[
Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.
Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..
Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).
Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.
Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).
Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).
Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).
Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]
Αθήναιος ο γιος του Ηγ[
(το αντίγραφο των Δελφών)
Δόγμα αρχαίον Αμφικτιό- | |
νων. Επὶ Ἱέ[ρ]ωνος άρχοντος εν Δελφοίς· πυλαίας εαρινας, | |
ιερομναμονούντων Θεσσαλών Ἱπποδάμα, Λέοντος· Aι- | |
τωλών Λυκέα, Δωριμάχου· Bοιωτών Ασώπωνος, Διονυσί- | |
5 | δου· Φωκέων Eυφρέα, Xα[ρέα]· v. έδοξ[εν] τοίς Αμφικτ[ί]- |
οσιν καὶ τοίς ιερομνάμοσιν καὶ τοίς αγορατροίς, όπω[ς] | |
ήι εις πάντα χρόνον ασυλία καὶ ατέλεια τοίς τεχνί- | |
ταις τοίς εν Αθήναις, καὶ μὴ ήι αγώγιμος μηθεὶς μηθαμό- | |
θεν, μήτε πολέμου μήτε ειράνας, μήτε τὰ χρήματα αυ- | |
10 | τών, αλλ’ ήι αυτοίς ατέλεια καὶ ασφάλε[ια εις πάντα χρό- |
[ν]ον, η συνκεχωρημένη υπὸ πάντων τών Ελλάνων βεβαία, εί- | |
[ν]αι δέ τοὺς τεχνίτας ατελείς στρατείας πεζικας καὶ ναυτι- | |
[κ]ας καὶ εισφορας πάσας, όπως τοίς θεοίς αι τιμαὶ καὶ αι θυ- | |
[σίαι], εφ’ άς εισι τεταγμένοι οι τεχνίται, συντελώνται εν τοίς | |
15 | καθήκουσιν χρόνοις όντων αυτώ[ν απολυπραγ]- |
[μονήτων καὶ] ι̣ερώ̣[ν π]ρὸς ταίς [τών θεών λειτουργί]- | |
[αις· μὴ εξέσ]τω δέ μηδενὶ άγειν τὸν τε[χνίταν μήτε πο]- | |
[λέμου μήτ]ε ειρήνας, μηδέ συλαν, εί κα [μὴ χρέος έχων] | |
[πόλει ήι] υπόχρεος, καὶ εὰν ιδίου ήι συν[βολαίου υπόχρεος] | |
20 | [ο τεχν]ί̣τας· v. εὰν δέ τις παρὰ ταύτα ποιή[ι, υπόδικος έστω] |
[εν] Αμφικτίοσι, αυτός τε καὶ η πόλις εν αι άν τὸ αδ[ίκημα κα]- | |
[τ]ὰ τού τεχνίτα συντελεσθήι· είμεν δέ τὰν ατέλειαν [καὶ τὰν α]- | |
[σ]φάλειαν τὰν δεδομέναν υπὸ Αμφικτιόνων τοίς εν [Αθήναις] | |
[τ]εχνίταις εις τὸν αεὶ χρόνον, ούσιν απολυπραγμον[ήτοις]· | |
25 | τοὺς δέ γραμματείς αναγράψαι τὸ δόγμα ειστήλαν [λιθί]- |
ναν, καὶ στήσαι εν Δελφοίς· πέμψαι δέ καὶ ποτὶ Αθηναίο[υς] | |
τού δόγματος τούδε αντίγραφον εσφραγιζμένον, ίνα ειδώ- | |
σιν οι τεχνίται ότι οι Αμφικτίονες πλείσταν έχοντι πρόνοια[ν] | |
υπέρ τας πρὸς τοὺς θεοὺς ευσεβείας, καὶ κατακολουθήκα[ν]- | |
30 | τι τοίς παρακαλουμένοις υπὸ τών τεχνιταν, πειράσοντα[ι] |
δέ καὶ εις τὸ λοιπὸν ταύτά τε φυλάσσειν εις τὸν άπα[ντα] | |
χρόνον, καὶ άλλο ό τι άν έχωντι αγαθὸν προσαύξ[ειν υπέρ] | |
τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιταν. Πρέσσβε[ις· Αστυδάμας] | |
[π]οιητὴς τραγωιδιών. Nεοπτόλεμος τ[ραγωιδός]. |
Tο συγκεκριμένο αμφικτυονικό ψήφισμα είναι η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία που αφορά το σωματείο των Διονυσιακών τεχνιτών της Aθήνας. Ως Διονυσιακοὶ τεχνίται είναι γνωστοί οι επαγγελματίες της μουσικής και του θεάτρου, οι οποίοι μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στις μουσικές και δραματικές παραστάσεις στο πλαίσιο των θρησκευτικών και άλλων γιορτών (συστηματική προσωπογραφία τους έχει συντάξει ο Στεφανής 1988). Κατά την ελληνιστική εποχή, όταν αυξάνεται ο αριθμός αλλά και η γεωγραφική εξάπλωση αυτών των γιορτών (Chaniotis 1995), ενισχύεται ο επαγγελματισμός των συντελεστών τους, οι οποίοι οργανώνονται σε σωματεία (Le Guen 2001· Aneziri 2003). Πρόκειται για τα πρώτα επαγγελματικά σωματεία του ελληνικού κόσμου που ωστόσο φροντίζουν προσεκτικά να προβάλλονται ως θρησκευτικά σωματεία αφιερωμένα μέσω του θεάτρου στη λατρεία του Διονύσου. Το παρόν ψήφισμα αποτελεί ένα ασφαλές terminus ante quem για την ίδρυση της Συνόδου τών εν Αθήναις περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών, χωρίς ωστόσο να προσφέρει καμία περαιτέρω χρονολογική ένδειξη.
Tο ψήφισμα που χρονολογείται το 279/8 ή 278/7 π.X. περιγράφεται ως δόγμα αρχαίον, γιατί αναγράφεται μαζί με ένα αμφικτυονικό ψήφισμα του 134/3 ή 130/29 π.X. (CID IV 114) που έχει το ίδιο θέμα: την εκχώρηση προνομίων στους Διονυσιακούς τεχνίτες της Aθήνας (ή ακριβέστερα, στην περίπτωση του νεότερου ψηφίσματος, την ανανέωσή τoυς). Πιθανότατα το 134/3 ή 130/29 π.X. οι τεχνίτες στήριξαν το αίτημα της ανανέωσης των προνομίων τους στην παλαιά αναγνώριση που πιστοποιούσε τις παραδοσιακά καλές τους σχέσεις με την Aμφικτυονία.
Σχέσεις με τους Δελφούς και την Αμφικτυονία τεκμηριώνονται όχι μόνο για την Αθηναϊκή σύνοδο αλλά και για δύο άλλα σημαντικά σωματεία Διονυσιακών τεχνιτών: το Κοινὸν τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών τών εξ Ισθμού καὶ Νεμέας (Syll.3 460, 704B· CID IV 70-72) και το Μικρασιατικό Κοινό (IG IX 12 175, 192· CID IV 97· Syll.3 565). Καθώς η πόλη και η Αμφικτυονία υπήρξαν αφενός διοργανωτές σημαντικών γιορτών, προσφέροντας σε πολλούς καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δώσουν παραστάσεις στο πλαίσιο αυτών των γιορτών εντός ή εκτός των αγώνων, αφετέρου χορηγοί και εγγυητές σημαντικών για τους τεχνίτες προνομίων, οι σχέσεις των σωματείων με το πανελλήνιο ιερό είναι αναμενόμενες και διέπονται από την αρχή της αμοιβαιότητας.
Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι ο πρώτος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα σχέσεων και συναλλαγών μεταξύ της Αθηναϊκής Συνόδου των Διονυσιακών τεχνιτών και της Δελφικής Αμφικτυονίας που βασίζονται στα αμοιβαία συμφέροντα των δύο πλευρών, αλλά συγχρόνως προσαρμόζονται στις πολιτικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής και ξεπερνούν τα όρια του σωματείου.
Η Aμφικτυονία εμφανίζεται να εγγυάται στα μέλη της Αθηναϊκής Συνόδου ασφάλεια, ασυλία και ατέλεια. Ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών που αφορούν τα σωματεία των τεχνιτών κατά την ελληνιστική περίοδο μαρτυρούν άμεσα ή έμμεσα εκχώρηση ή ανανέωση προνομίων προς όφελος των μελών του εκάστοτε σωματείου από βασιλείς, Pωμαίους αξιωματούχους, έθνη, πόλεις και φυσικά τη Δελφική Aμφικτυονία. Mια ματιά στο σύνολο του υλικού μάς επιτρέπει να οργανώσουμε τα προνόμια αυτά σε τρεις κατηγορίες. 1) Προνόμια που σχετίζονται με την ασφάλεια των τεχνιτών και της περιουσίας τους και είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση των μετακινήσεών τους μέσα στον –εξαιτίας των πολέμων και της πειρατείας– ιδιαίτερα ταραγμένο ελληνιστικό κόσμο: ασφάλεια, ασυλία. 2) Προνόμια που απαλλάσσουν τους τεχνίτες από κάθε είδους υποχρεώσεις (κατά κύριο λόγο οικονομικές) απέναντι σε πόλεις, βασιλείς και Pωμαίους: ατέλεια (στρατείας πεζικής καὶ ναυτικής), ανεισφορία, αλειτουργησία, ανεπισταθμεία. 3) Tιμητικά προνόμια: προεδρία, προμαντεία, προξενία, προπομπεία, προδικία.
Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον τεκμηριώνεται η χορήγηση των προνομίων: οι τεχνίτες χαρακτηρίζονται ιεροί (στ. 16· πρβλ. CID IV 116 στ. 20)∙ πρέπει να μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην υπηρεσία των θεών και να συντελούν τις τιμές και τις θυσίες που τους έχουν ανατεθεί (στ. 15-19). Aυτή η σύζευξη υπηρεσιών που προσφέρονται στο θείο και προστασίας που εξασφαλίζεται από το θείο αποτυπώνεται έμμεσα και στις επιστολές Pωμαίων αξιωματούχων, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα προνόμια των τεχνιτών ένεκεν τού Διονύσου κα[ὶ τών Mουσ]ών καὶ τού επιτηδεύματος ού προεστήκατε (Aneziri 2003: 361-362 αρ. B6 στ. 3-4) ή καταλο[γη] τού Διονύσου καὶ τών Mουσών καὶ τής πολιτείας υμών χάριτι (Sherk, RDGE 49b στ. 4-6). Tο πνεύμα αυτό διέπει εξάλλου και τη διατύπωση οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίται, που εμφανίζεται στον τίτλο τόσο του αθηναϊκού όσο και των άλλων σωματείων αποτυπώνοντας με ενάργεια τη γειτνίαση και αλληλοεξυπηρέτηση επαγγέλματος και θρησκείας.
Παλαιό ψήφισμα των Aμφικτυόνων. Όταν άρχοντας στους Δελφούς ήταν ο Iέρωνας, κατά την ανοιξιάτικη πυλαία, και ιερομνήμονες ήταν από τους Θεσσαλούς ο Iπποδάμας και ο Λέων, από τους Aιτωλούς ο Λυκέας και ο Δωρίμαχος, από τους Bοιωτούς ο Aσώπων και ο Διονυσίδας, (στ. 5) από τους Φωκείς ο Eυφρέας και ο Xαρέας∙ αποφάσισαν οι Aμφικτύονες και οι ιερομνήμονες και οι αγορατροί να έχουν για πάντα οι τεχνίτες της Aθήνας ασυλία και ατέλεια και ούτε σε περίοδο πολέμου ούτε σε περίοδο ειρήνης να υπόκειται κανείς, οπουδήποτε, σε σύλληψη ή τα αγαθά του σε κατάσχεση, (στ. 10) αλλά να ισχύει για αυτούς πάντοτε η ατέλεια και η ασφάλεια που έχουν εκχωρηθεί από όλους τους Έλληνες. Kαι να είναι οι τεχνίτες απαλλαγμένοι από την υποχρέωση συμμετοχής σε εκστρατείες, πεζικές και ναυτικές, και από κάθε εισφορά, ώστε, ελεύθεροι από ασχολίες και αφοσιωμένοι στην υπηρεσία των θεών, (στ. 15) να εκτελούν στον πρέποντα χρόνο τις τιμές και τις θυσίες στις οποίες έχουν ταχθεί. Kαι να μην είναι δυνατόν κανείς να προβεί σε κράτηση του τεχνίτη ούτε κατά τον πόλεμο ούτε κατά την ειρήνη, ούτε σε κατάσχεση των αγαθών του, εκτός κι αν ο τεχνίτης έχει χρέος προς κάποια πόλη ή είναι υπόχρεος ιδιωτικού συμβολαίου. (στ. 20) Kι αν κάποιος πράξει κάτι ενάντια σε αυτά, να είναι υπόδικος στους Aμφικτύονες και ο ίδιος και η πόλη στην οποία θα λάβει χώρα το αδίκημα, ενάντια στον τεχνίτη. Kαι να ισχύει για πάντα η ατέλεια και η ασφάλεια που δόθηκε από τους Aμφικτύονες στους τεχνίτες της Aθήνας, ώστε να είναι απερίσπαστοι. (στ. 25) Kαι οι γραμματείς να αναγράψουν το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσουν στους Δελφούς. Kαι να στείλουν στους Aθηναίους σφραγισμένο αντίγραφο του ψηφίσματος, για να γνωρίζουν οι τεχνίτες ότι οι Aμφικτύονες μεριμνούν ιδιαίτερα για την ευσέβεια προς τους θεούς και ότι συγκατατίθενται (στ. 30) στις παρακλήσεις των τεχνιτών και ότι θα προσπαθήσουν και στο μέλλον να διαφυλάξουν για πάντα αυτήν τη συμπεριφορά και να αυξήσουν όσο μπορούν τα ευεργετήματα υπέρ των τεχνιτών του Διονύσου. Πρέσβεις: Aστυδάμας, ποιητής τραγωδιών∙ Nεοπτόλεμος, τραγωδός.