1 δακρυόεν τόδε σήμα, καὶ ει κενὸν ἠρίον ἧσται,
Φαρνάκου αυθαίμου τ’ αιπὺ Μύρωνος ομού,
τής Πάπου γενεας οικτρας, ξένοι, ούς Αμισηνοὺ[ς]
ναυαγοὺς Βορέου χείμ’ αποσεισαμένους
5 αγροίκων ξιφέεσσι Σεριφιὰς ωλεσε νήσος,
αμφὶ βαρυζήλου τέρμα βαλούσα τύχης.
Πρώτος δ’ εν Ῥήνης κόλποις στηλώσαθ’ εταίρων
τύμβον επ’ αστήνοις μνημόσυνον στεναχαν.
οίδε επέδοσαν εις τὸ ανάθημα ό ανέθηκεν
η βουλὴ η επ᾿ Ευθυκρίτου άρχοντος·
            βουλευταί·
     col. I Φιλόστρατος Αχαρνε(ύς)
5 Ευθυκράτης Αφιδ[[γ]]ναί(ος)
Χαιρέστρατος Ῥαμνού(σιος)
Ουλίας Στειριεύ(ς)
[Φ]άλανθος εκ Κερα(μέων)
Ευκράτης Λαμπρεύ(ς)
10 Λυκõργος Μελιτε(ύς)
Καλλισθένης Τρινεμ(εύς)
Ευετίων Σφήττιο(ς)
Ένπεδος Οιήθε(ν)
Θεοκρίνης Ὑβάδης
15 Φιλοκράτης Αιξωνεύ(ς)
Πρωτοκλής Κηφισιεύ(ς)
Βούλις Θοραιεύ(ς)
    col. II Δημήτριος Αφ<ι>δναίο(ς)
Αμεινίας Αγρυλήθε(ν)
20 Αν̣τίδοτος Συπαλήττι(ος)
Θεόδωρος Παλληνεύ(ς)
Επιγήθης Εροιάδη(ς)
Νίκανδρος Μαραθώνι(ος)
Λυσίθεος Ευ<ω>νυμ(εύς)
25 ταμίας·
Σωτιά̣δης Αχαρνεύ(ς)
γραμματεύς·
Σωκράτης Παιονίδ(ης)
Πυθόδηλος Ἁγνούσιο(ς)
vacat
30    οίδε εκ τών άλλων επέδοσαν·
     col. I
Φανόδημος Θυμαιτά(δης)
Δημάδης Παιανιεύ(ς)
Πολύε̣υκτος Σφήττιο(ς)
Ευ[– –6–7– – Κ]ολλυτε(ύς)
35 [Κ]ηφι̣σοφών Χολαργε(ύς)
    col. II
Αριστείδης Ἕρμ̣[ει(ος)]
Φείδιππος Μ[υρρινού(σιος)?]
Καλλιτέλη[ς – – – –]
Καλλικ– – – – – – –
40 Αριστίω[ν – – – – –]
vacat 0,022
Καλλισθ̣ένης Χαρ<μύλ>ου Τρινεμεὺς [είπεν]·
[ε]πειδὴ Ευθ̣υκράτης Αφιδ[ν]αίος καὶ Φιλ[όστρατος]
[Α]χαρνεὺς καὶ Χαιρέστρατος Ῥαμνούσι[ος αεὶ]
[δ]ιατελούσιν φιλοτιμούμε<ν>οι πρὸς τὴν βο[υλὴν]
45 [κ]αὶ τού αναθήματος τού εν Ανφιαράου τή[ι βου]–
[λ]εί συνεπεμελήθησαν καλώς καὶ φιλοτίμω[ς],
[δ]εδόχθαι τήι βουλεί· επαινέσαι Ευθυκράτην̣
Δρακοντί<δ>ου Αφιγναίον, Φιλόστρατον Φιλίνο[υ]
Αχαρνέα, Χαιρέστρατον Χαιρεδήμου Ῥαμνού–
50 σιον, καὶ στεφανώσαι έκαστον αυτών χρυσώι
στεφάνωι απὸ :𐅅: δραχμών, επὰν τὰς ευθ̣ύνας
δώσιν, όπως άν καὶ οι άλλοι φιλοτιμώνται πρὸς
τὴν βουλὴν ειδότες, ότι χάριτας αυτοίς η βουλὴ
απο[δ]ώσει τὰς αξίας εκάστωι, ων άν ευ<ε>ργετή–
55 σωσιν· αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμ–
ματέα τής βουλής εν στήλει λιθίνει καὶ στήσ[αι]
εν τώι ιερώι τού Αμφιαράου.

Η στήλη φέρει κατάλογο με τα ονόματα όσων συνέβαλαν οικονομικά σε δημόσια αφιέρωση που πραγματοποίησε η βουλή στο ιερό του Αμφιάραου στον Ωρωπό. Συγκεκριμένα, αναγράφονται τα ονόματα είκοσι ενός βουλευτών, του ταμία, δύο γραμματέων και άλλων δέκα Αθηναίων. Ακόμη στη στήλη παρατίθεται ψήφισμα της βουλής με το οποίο απονέμονται τιμές στους τρεις πρώτους βουλευτές που εμφανίζονται στον κατάλογο.

 

Τα ονόματα του καταλόγου

Τα ονόματα του καταλόγου δεν εμφανίζονται ομαδοποιημένα κατά φυλές (Λεονάρδος 1917: 42). Για τη σειρά εμφάνισής τους ενδέχεται να έχει ληφθεί υπόψη είτε το ποσό που συνεισέφεραν για την ανέγερση του αναθήματος είτε η ηλικία. Η απουσία, ωστόσο, επαρκών προσωπογραφικών στοιχείων για όλους τους συμμετέχοντες στον κατάλογο δεν επιτρέπει την εξαγωγή πιο ασφαλών συμπερασμάτων (Lambert 2012: 28-29). Κάποια από τα ονόματα είναι γνωστά και από άλλες μαρτυρίες. Ενδεικτικά και κατά σειρά αναγραφής στη στήλη:

από τους είκοσι έναν βουλευτές:

-στ. 6: ο Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα (Traill, PAA 975170): πιθανόν ταυτίζεται με τον γλύπτη Χαιρέστρατο, ο οποίος έζησε στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και φιλοτέχνησε το άγαλμα της Θέμιδος του Ραμνούντα.

-στ. 10: ο Λυκούργος από τον δήμο Μελίτης (Traill, PAA 611375): πιθανότατα διαιτητής το έτος 330/329 π.Χ., μαζί με τον Θεοκρίνη (βλ. και παρακάτω).

-στ. 12: ο Ευετίων από τον δήμο Σφηττού (Traill, PAA 430885): διαιτητής το έτος 329/328 π.Χ., εισηγητής ψηφίσματος το 328/327 π.Χ., και τριήραρχος.

-στ. 14: ο Θεοκρίνης από τον δήμο Υβάδων (Traill, PAA 508320): διαιτητής το έτος 330/329 π.Χ. και γνωστός συκοφάντης, σύμφωνα με τον λόγο Κατὰ Θεοκρίνου που αποδίδεται εσφαλμένα στον Δημοσθένη.

-στ. 18: ο Δημήτριος από τον δήμο Άφιδνας (Traill, PAA 310400): ίσως πρόκειται για τον Δημήτριο ο οποίος το έτος 332/331 π.Χ. πρότεινε τιμητικό ψήφισμα για τον Φανόδημο, επειδή ο τελευταίος έδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια και ζήλο για το ιερό του Αμφιάραου (IG II3 348, στ. 9, 10-17, 20-27 [βλ. και παρακάτω]).

-στ. 20: ο Αντίδοτος από τον δήμο Συπαληττού (Traill, PAA 132725): πιθανότατα ταυτίζεται με τον Αντίδοτο ο οποίος το έτος 333/332 π.Χ. εισηγήθηκε στη βουλή πρόταση σχετικά με το αίτημα χορήγησης του προνομίου της εγκτήσεως σε Κιτιείς εμπόρους (IG II3 337, στ. 7-9· Ε42).

από τους υπόλοιπους δέκα Αθηναίους:

-στ. 31: ο γνωστός ιστορικός και Ατθιδογράφος του 4ου αι. π.Χ. Φανόδημος από τον δήμο Θυμαιτάδων (Traill, PAA 915640): η δράση του συνδέεται άμεσα με το ιερό του Αμφιάραου. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, ότι ο ίδιος εισηγήθηκε ψήφισμα για απόδοση τιμών στον Αμφιάραο (332/331 π.Χ., IG II3 349, στ. 9-10), νόμο για την οργάνωση πενταετηρίδας προς τιμήν του και, παράλληλα, τιμήθηκε δύο φορές για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο ιερό (332/331 π.Χ., IG II3 348, στ. 10-17, 20-27· 329/328 π.Χ., IG II3 355, στ. 22). Οι Ατθιδογράφοι ήταν ιστορικοί του 4ου/3ου αι. π.Χ. οι οποίοι ασχολήθηκαν με την καταγραφή της ιστορίας της Αττικής.

-στ. 32: ο διάσημος πολιτικός και ρήτορας Δημάδης από τον δήμο Παιανίας (Traill, PAA 306085): και αυτός τιμήθηκε με στέφανο το έτος 329/328 π.Χ., μαζί με τον Φανόδημο, τον Λυκούργο και τον Κηφισοφώντα (βλ. παρακάτω), για την επιμέλεια που επέδειξε στη διοργάνωση των αγώνων προς τιμήν του Αμφιάραου (IG II3 355, στ. 24).

-στ. 33: ο επίσης γνωστός πολιτικός του 4ου αι. π.Χ. Πολύευκτος από τον δήμο Σφηττού (Traill, PAA 778285): μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται, αφενός, ανάμεσα στους Αθηναίους εκείνους των οποίων τη σύλληψη απαίτησε ο Αλέξανδρος Γ΄ το 335 π.Χ., στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν την καταστροφή της Θήβας (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.10.4), αφετέρου αντιτάχθηκε στις τιμές που προτάθηκαν για τον Δημάδη το ίδιο έτος (Λυκούργος, F9 Conomis) και, αργότερα, ενεπλάκη στην περίφημη υπόθεση του Αρπάλου (324/323 π.Χ., Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 100).

-στ. 35: ο Κηφισοφών από τον δήμο Χολαργού (Traill, PAA 569375): και αυτός ανήκει στην ομάδα των Αθηναίων εκείνων που επαινέθηκαν και στεφανώθηκαν για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στο ιερό (IG II3 355, στ. 30-31).

Όπως φαίνεται, ο κατάλογος περιλαμβάνει επιφανείς και γνωστούς άνδρες που έδρασαν στην Αθήνα το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με προσωπογραφικές μελέτες (Λεονάρδος 1917: 43-47· Lewis 1955: 35· Faraguna 1992: 239-243· Lambert 2012: 26-28), τα πρόσωπα αυτά, ιδιαίτερα όσα δεν ανήκουν στην ομάδα των Αθηναίων που διετέλεσαν μέλη της βουλής το 328/327 π.Χ., κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή της πόλης την εποχή του πολιτικού και ρήτορα Λυκούργου. Ηταν από διαφορετικές πολιτικές μερίδες, είχαν σημαντική οικονομική επιφάνεια και εμπειρία στα πολιτικά δρώμενα, και συμμετείχαν ενεργά στις προσπάθειες που κατέβαλλε συστηματικά η πόλη εκείνη την περίοδο για να αναδιοργανώσει τη λατρεία του Αμφιάραου και του ιερού του, μετά την προσάρτηση του Ωρωπού και του Αμφιάρειου στην Αθήνα το 335 π.Χ. (Knoepfler 1993: 279-302· βλ. κατασκευή κρήνης, επιμέλεια των υδραυλικών συστημάτων: IG II3 338, οργάνωση πενταετηρίδας προς τιμήν του Αμφιάραου, εργασίες επισκευών στο ιερό: IG II3 348 και 355· συνολικά για την αναδιοργάνωση του ιερού και της λατρείας του Αμφιάραου, βλ. σχετικά Faraguna 1992: 360-361· Mikalson 1998: 33-34· Sineux 2007: 99-109).

 

Οι δύο γραμματείς

Στον κατάλογο αναφέρονται επίσης δύο γραμματείς, ο Σωκράτης από τον δήμο Παιονιδών και ο Πυθόδηλος από τον δήμο Αγνούντα (στ. 27-29). Αφενός, ένας Αθηναίος με το όνομα Σωκράτης και με καταγωγή από τον δήμο των Παιονιδών εμφανίζεται στις πηγές σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, στην παρούσα επιγραφή, και, δεύτερον, σε έναν κατάλογο βουλευτών του έτους 304/303 π.Χ. (Agora XV 61 στ. 292), χωρίς, όμως, να είναι σαφές αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (Athenian Onomasticon, s.v. Σωκράτης· Traill, PAA 856920, 856925). Αφετέρου, ο Πυθόδηλος από τον Αγνούντα (Athenian Onomasticon, s.v. Πυθόδηλος· Traill, PAA 794110) φαίνεται να ήταν o γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» του έτους 328/327 π.Χ., καθώς μαρτυρείται την ίδια χρονιά με την ίδια ιδιότητα στα ακόλουθα ψηφίσματα: IG II3 357, στ. 3 και IG II3 359, στ. 4-5. Ο γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» ήταν ο κύριος γραμματέας της πόλης: ήταν υπεύθυνος για τα δημόσια έγγραφα, φρόντιζε για τη φύλαξη και την αντιγραφή τους και παρευρισκόταν στις συνεδριάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Το αξίωμά του ήταν ετήσιο και ο ίδιος κληρωνόταν μεταξύ των πολιτών που δεν ήταν μέλη της βουλής των 500 εκείνη τη χρονιά ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 54.3).

Στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν προφανώς και άλλοι γραμματείς, ο καθένας με διακριτές αρμοδιότητες. Γι’ αυτό και η παρουσία περισσότερων του ενός γραμματέων σε επιγραφικά κείμενα δεν πρέπει να ξενίζει: π.χ., IG II2 120, στ. 15-17 (αντιγράφεσθαι δέ τὸγ γραμματέα τὸγ κατὰ| [πρ]υτανείαν καὶ τοὺς άλλους γραμματ{τε}έας τοὺς επὶ τοί|[ς δ]ημοσίοις γράμμασιν) ή Agora XV 43, όπου στον κατάλογο με τα ονόματα των βουλευτών του έτους 335/334 π.Χ. αναγράφονται δύο γραμματείς, ο γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» (στ. 227) και ο γραμματέας «τώι δήμωι» (στ. 228), ο οποίος είχε την αρμοδιότητα να διαβάζει στη βουλή και την εκκλησία του δήμου τα προσκομιζόμενα έγγραφα ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 54.5). Για τον Σωκράτη από τον δήμο των Παιονιδών και τον ρόλο του ως γραμματέα έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις: αν ήταν γραμματέας «τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι», όπως παραπάνω (Lambert 2012: 30), γραμματέας «επὶ τοί[ς δ]ημοσίοις γράμμασιν» (Λεονάρδος 1917: 46) ή ένας ad hoc διορισμένος γραμματέας (Attic Inscriptions Online 73· για τους γραμματείς που συναντούμε στην αθηναϊκή δημοκρατία, βλ. Rhodes 1981: 599-605· Sickinger 1999: 142-143· Henry 2002: 91-114).

 

Το ψήφισμα της βουλής

Μετά τον κατάλογο ακολουθεί το ψήφισμα της βουλής των 500 (στ. 47: [δ]εδόχθαι τήι βουλεί). Σύμφωνα και με άλλες διαθέσιμες επιγραφικές μαρτυρίες (π.χ. IG II3 306, όπου περιλαμβάνονται τέσσερα ψηφίσματα της βουλής: στ. 6: δεδόχθαι τήι βουλήι, στ. 27: εψηφίσθαι τήι βουλήι, στ. 45: δεδόχθαι τήι βουλήι), δεν ήταν ασυνήθιστο για τη βουλή να λαμβάνει αποφάσεις για ζητήματα που την αφορούσαν, όπως εν προκειμένω η απόδοση τιμών σε τρία μέλη της, χωρίς να απαιτείται η έγκριση της εκκλησίας του δήμου (Rhodes – Lewis, Decrees 21· Lambert 2018: 232).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόταση του Καλλισθένη, βουλευτή του έτους 328/327 π.Χ., η βουλή θα απονείμει τιμές στους τρεις πρώτους βουλευτές του καταλόγου, Ευθυκράτη, Φιλόστρατο και Χαιρέστρατο, διότι επιδεικνύουν συνεχώς ζήλο στα καθήκοντά τους προς τη βουλή και επειδή επιμελήθηκαν «καλώς και με φιλοτιμία» την αφιέρωση που πραγματοποίησε η βουλή στο Αμφιάρειο (στ. 44: φιλοτιμούμε<ν>οι, στ. 46: καλώς καὶ φιλοτίμω[ς]). Ο όρος «φιλοτιμία», ο οποίος τονίζεται στην επιγραφή τρεις φορές (στ. 44, 46, 52), εμφανίζεται στα αττικά τιμητικά ψηφίσματα από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. με συγκεκριμένη σημασία· αναφέρεται στην προσωπική επιδίωξη για την απόκτηση τιμών, η οποία όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσφορά υπηρεσιών στην κοινότητα. Κατά συνέπεια, ο τρόπος διατύπωσης των τιμητικών ψηφισμάτων έχει διπλή στόχευση: αφενός να υπογραμμιστούν οι τιμές που απονέμονται σε όσους επέδειξαν φιλοτιμία στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους, αφετέρου να ενθαρρυνθεί η εκδήλωση αντίστοιχης συμπεριφοράς μελλοντικά και από άλλους πολίτες, με αντάλλαγμα, προφανώς, την απόδοση ανάλογων τιμών (στ. 52-55: όπως άν καὶ οι άλλοι φιλοτιμώνται πρὸς| τὴν βουλὴν ειδότες, ότι χάριτας αυτοίς η βουλὴ| απο[δ]ώσει τὰς αξίας εκάστωι, ων άν ευ<ε>ργετή|σωσιν· βλ. και Veligianni-Terzi 1997: 173-174, 282). Η τιμή αποδίδεται από την εκάστοτε πολιτική κοινότητα σε ένα πλαίσιο αμφίπλευρης πολιτικής σκοπιμότητας μέσα στο οποίο λειτουργεί το σχήμα της ευεργεσίας/δράσης προς όφελος της κοινότητας – ανταπόδοσης/επιβράβευσης από την κοινότητα (Whitehead 1983: 59-68· Domingo Gygax 2016: 221· Lambert 2018: 76, 94-95· Domingo Gygax 2021: 69-70). Οι τρεις τιμώμενοι του καταλόγου θα λάβουν έπαινο και θα στεφανωθούν με χρυσό στεφάνι αξίας πεντακοσίων δραχμών. Το ποσό των πεντακοσίων ή χιλίων δραχμών ήταν συνηθισμένο για στεφάνους που απονέμονταν σε ξένους ή πολίτες (Lambert 2004: 88). Οι τιμές θα αποδοθούν μόλις ολοκληρωθεί η λογοδοσία των βουλευτών (στ. 51-52: επὰν τὰς ευθ̣ύνας| δώσιν), όρος που διευκρινίζει τον χρόνο της απόδοσης των τιμών για όσους επιβραβεύονται για τη συνεισφορά τους ως δημόσιοι αξιωματούχοι (Harris 2017: 105-115).

Οι παρακάτω συνεισέφεραν στην αφιέρωση την οποία έκανε η βουλή επί άρχοντος Ευθύκριτου. Βουλευτές: Φιλόστρατος από τον δήμο Αχαρνών, (στ. 5) Ευθυκράτης από τον δήμο Άφιδνας, Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα, Ουλίας από τον δήμο Στειρίας, Φάλανθος από τον δήμο Κεραμέων, Ευκράτης από τον δήμο Λαμπτρών, (στ. 10) Λυκούργος από τον δήμο Μελίτης, Καλλισθένης από τον δήμο Τρινεμείας, Ευετίων από τον δήμο Σφηττού, Έμπεδος από τον δήμο Όης, Θεοκρίνης από τον δήμο Υβάδων, (στ. 15) Φιλοκράτης από τον δήμο Αιξωνής, Πρωτοκλής από τον δήμο Κηφισιάς, Βούλις από τον δήμο Θορών, Δημήτριος από τον δήμο Άφιδνας, Αμεινίας από τον δήμο Αγρυλής, (στ. 20) Αντίδοτος από τον δήμο Συπαληττού, Θεόδωρος από τον δήμο Παλλήνης, Επιγήθης από τον δήμο Εροιάδων, Νίκανδρος από τον δήμο Μαραθώνα, Λυσίθεος από τον δήμο Ευωνύμου. (στ. 25) Ταμίας: Σωτιάδης από τον δήμο Αχαρνών. Γραμματείς: Σωκράτης από τον δήμο Παιονιδών, Πυθόδηλος από τον δήμο Αγνούντα.

(στ. 30) Και συνεισέφεραν και οι εξής άλλοι: Φανόδημος από τον δήμο Θυμαιτάδων, Δημάδης από τον δήμο Παιανίας, Πολύευκτος από τον δήμο Σφηττού, Ευ(…) από τον δήμο Κολλυτού, (στ. 35) Κηφισοφών από τον δήμο Χολαργού, Αριστείδης από τον δήμο Έρμου, Φείδιππος από τον δήμο Μυρρινούντα (;), Καλλιτέλης από τον δήμο (…), Καλλικ(…) από τον δήμο (…), (στ. 40) Αριστίων από τον δήμο (…).

Ο Καλλισθένης, γιος του Χαρμύλου (;), από τον δήμο Τρινεμείας, εισηγήθηκε. Επειδή ο Ευθυκράτης από τον δήμο Άφιδνας και ο Φιλόστρατος από τον δήμο Αχαρνών και ο Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα πάντα δείχνουν συνεχώς ζήλο προς τη βουλή (στ. 45) και επειδή φρόντισαν από κοινού, καλώς και με φιλοτιμία, για την αφιέρωση που έκανε η βουλή στο Αμφιάρειο· να αποφασίσει η βουλή να επαινέσει τον Ευθυκράτη, γιο του Δρακοντίδη, από τον δήμο Άφιδνας, τον Φιλόστρατο, γιο του Φιλίνου, από τον δήμο Αχαρνών, τον Χαιρέστρατο, γιο του Χαιρέδημου, από τον δήμο Ραμνούντα, (στ. 50) και να στεφανώσει τον καθένα από αυτούς με χρυσό στεφάνι αξίας πεντακοσίων δραχμών, αφού θα έχουν λογοδοτήσει, ώστε και οι υπόλοιποι να δείξουν ζήλο προς τη βουλή, γνωρίζοντας ότι η βουλή θα απονείμει σε καθέναν από αυτούς ευχαριστίες αντάξιες των ευεργεσιών τους· (στ. 55) ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να την στήσει στο ιερό του Αμφιάραου.

αγαθήι τύχηι. επ’ αρχόντων Φύτωνος
εκ Πρωτείου, Φιλοστράτου Ειλυμνιέως,
Ευφραντίδου Διέως, Αριστομένου εξ
Άνω λόφο[υ], Φιλεταίρου εξ Ιρίστου, Λύκωνος
5 Ειριέως, ιεροθύτου Τιμησιθέου, τοίσδε
έδωκεν ο δήμος προξενίαν αυτοίς
καὶ εκγόνοις κατὰ τὸν νόμον·
Ἴδαι Δρωνίλου Εχιναίωι
Φαίακι Τιμασία Εχιναίωι
10 Ὑβρίλαι Ιδρόμα Εχιναίωι
Θευδώρωι Διονυσίου Σιδωνίωι
Φιλίτ[ω]ι Μνησιβούλου Αθηναίωι
Ευθυκρί[τ]ωι Ευθυκρίτου Αθηναίωι
Λακλείδ[α]ι Άχνωνος Φωκεί
15 Αρχίππωι Ευξένου Συρακοσίωι
Αρτεμιδώρωι Μέλανος Φασηλίτηι
Ασκλη[π]ιάδηι Hροδότου Σαμίωι
Διφίλωι Πολυώρου Τενεδίωι
Λέοντι Πανταλέοντος Ταραντίνωι
20 Φιλοχάρει Αυτοκλέους Κυρηναίωι
Ευρύαι Στρατονίκου Αιτωλώι
Νικοφώντι Αριστολάου Λοκρώι
Θευδώρωι Δαμοξένου Hρακλεώτηι
Παυσιμάχωι Π[ρ]ωτέου Ἁλικαρνασσεί
25 Λυκόφρονι Κινέου Hρακλεώτηι
Hρακλείτωι Ασκληπιάδου Ἁλικαρνασσεί
Αγαθάρχωι Ευφάνου Κυτινιεί
Δορκίναι Ευχείρου Εχιναίωι
Αριστοβούλωι Πεισιλάου Καλχηδονίωι
30 Αμύνται Μένωνος Μακεδόνι εξ Αιγέων
Αριστοβούλωι Περσαίου
Απολλοδώρωι Hρακλείδου Κυζικηνώι
[Κ]αλλίαι Ερμαφίλου Τενεδίωι
[Αγ]αθάρχωι Δημοκρίτου Αχαιώι εξ Αιγίρας
35 [Ιά]σονι Δημοκλέους Ερυθραίωι
..․c.6․․.ωι Αγεμάχου Αχαιώι εγ Λαρίσης
..․․c.7․.․ωι Αρχεδήμου Μακεδόνι εκ Θετταλονίκη[ς]
..․․․c.9․.․․έξεως Μακεδόνι εκ Θετταλονίκης
.․․․․.c.12․․․․..τ̣ους Μακεδόνι.

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Η επιγραφή ξεκινά με επίκληση (στ. 1: με τη βοήθεια της Καλής Τύχης) και στη συνέχεια δίνεται η χρονική ένδειξη, με αναφορά στη συναρχία των επώνυμων αρχόντων της Ιστιαίας, η οποία αριθμούσε έξι (6) μέλη (στ. 1-5: αναγράφεται το όνομά τους σε γενική και το δημοτικό τους· για τη συναρχία των επώνυμων αρχόντων στην Ιστίαια, βλ. Γιαννακόπουλος 2012: 23-34) και στον σημαντικότερο, κατά πάσα πιθανότητα, θρησκευτικό αξιωματούχο της, τον ιεροθύτην (στ. 5: αναγράφεται μόνο το όνομά του σε γενική, χωρίς δημοτικό· για το αξίωμα του εν γένει του ιεροθύτου, βλ. Winand 1990· για το αξίωμα του ιεροθύτου στην Ιστίαια, βλ. Winand 1990: 206-207· Γιαννακόπουλος 2012: 42-49). Η χρονική ένδειξη μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε με ασφάλεια την απόδοση του συνόλου των προξενιών στο ίδιο έτος. Η επιγραφή συνεχίζει με μία «ψηφισματική» διατύπωση (στ. 5-7: ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο). Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων σε δοτική (στ. 8-39: όνομα, πατρωνυμικό και εθνικό). Η δομή της επιγραφής αυτής βρίσκει παράλληλο στους εκτενείς καταλόγους προξένων του Αιτωλικού κοινού του 3ου και του πρώιμου 2ου αι. π.Χ. (IG IX 12 1: 13, 17, 21, 24, 25, 29, 30, 31· βλ. σχετικά και Mack 2015: 288-291, Παράρτημα αρ. 1).

 

Το προνόμιο της προξενίας

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η προξενία αποτελούσε τιμητικό προνόμιο το οποίο χορηγούνταν από πόλεις σε ξένους. Στους κλασικούς χρόνους οι αποδέκτες του προνομίου αυτού, οι οποίοι λάμβαναν τον τίτλο του προξένου, συνιστούσαν επίσημο δίκτυο τοπικών φίλων για την πόλιν που τους τιμούσε, αναλαμβάνοντας να παράσχουν βοήθεια και τις υπηρεσίες τους στους πολίτες της οι οποίοι επισκέπτονταν την πατρίδα τους (για το προνόμιο της προξενίας, βλ. αναλυτικά Mack 2015, με προγενέστερη σχετική βιβλιογραφία). Για τη φύση του προνομίου της προξενίας στους ελληνιστικούς χρόνους έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις από τους σύγχρονους ερευνητές. Σύμφωνα με μία άποψη, εξακολούθησε να αποτελεί τιμητικό καθήκον (Gauthier 1985: 131-149, ιδίως 136-145), σύμφωνα με άλλη κατέληξε να είναι απλώς ένας τιμητικός, συμβολικός τίτλος (Gschnitzer 1973), ενώ υπάρχουν και οι ερευνητές εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη συνθετότητα του ζητήματος και αποφεύγουν τις γενικεύσεις (Mack 2015: 8 και passim).

 

Προσωπογραφικές παρατηρήσεις

Όσον αφορά στους Ιστιαιείς αξιωματούχους της επιγραφής, ο άρχων με το όνομα Φύτων –σημειωτέον ότι το όνομα αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο– είναι πιθανώς ο ομώνυμος ιερομνήμων του φθινόπωρου του 254 π.Χ. (CID IV: 47 στ. 8).

Όσον αφορά στους προξένους, ο Αιτωλός (στ. 21), ο Λοκρός (στ. 22) και αυτός από την Ηράκλεια τὴν εν Τραχινία (στ. 23) ταυτίζονται, όπως προαναφέρθηκε, με ιερομνήμονες της Δελφικής Αμφικτυονίας του έτους 263 π.Χ. και η παρουσία τους στον κατάλογο αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με αρκετή ασφάλεια την απόδοση των προξενιών περί το 263 π.Χ. (βλ. αναλυτικά ανωτ. Χρονολογία).

Ο Αλικαρνασσεύς Παυσίμαχος, γιος του Πρωτέου, μέσω του ονόματος και του πατρωνυμικού του, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με άλλους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι στον 3ο αι. π.Χ. δραστηριοποιούνταν στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα και φαίνεται ότι αποτελούσαν μέλη μιας οικονομικά εύρωστης οικογένειας η οποία πιθανώς ασχολούνταν με το εμπόριο (Miller 1974 pace J. και L. Robert, BE 1974: αρ. 547): συγκεκριμένα, ο Παυσίμαχος Λεωνίδου μαρτυρείται ως πρόξενος των Δελφών (LGPN V B 7), ο Λεωνίδης Πρωτέου ως αναθέτης στοάς στη Φάρσαλο, από τα έσοδα της οποίας θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, γυμνικοί αγώνες και αγώνες λαμπαδηδρομίας προς τιμήν του με την ονομασία Λεωνίδεια, το 300-250 π.Χ. περ. (LGPN V B 3), και ο Παυσίμαχος Νουμηνίου μαρτυρείται ως πρόξενος της Φαρσάλου (LGPN V B 5).

Για τον έτερο Αλικαρνασσέα πρόξενον, τον Ηράκλειτο, γιο του Ασκληπιάδου (στ. 26), γνωρίζουμε ότι ήταν σημαίνουσα προσωπικότητα καθώς, όχι μόνο απαντά σε κατάλογο προξένων και από τη Χίο του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. (Vanseveren 1937: αρ. 6 Β στ. 11-13· πρβλ. Mack 2015: 301-303, Παράρτημα αρ. 4.2) αλλά και μαρτυρείται η ανέγερση ανδριάντα από τον αδελφό του προς τιμήν του στο Αμφιαράειον στον Ωρωπό, ως ανάθημα στο θεό (I.Oropos 415· 250-225 π.Χ. περίπου). Ο σημαντικός αυτός άνδρας δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον ομώνυμο Αλικαρνασσέα ποιητή και ξένον, το θάνατο του οποίου θρηνεί ο Κυρηναίος ποιητής Καλλίμαχος (Επίγραμμα 2 = A.P. vii. 80, Diog. Laert. ix. 17). Για τον εν λόγω ποιητή έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ήταν διπλωμάτης διεθνούς φήμης και συνδεόταν, πιθανώς, με την πτολεμαϊκή αυλή (βλ. σχετικά Swinnen 1970· Mack 2015: 160-161 και σημ. 32).

Ο τόπος καταγωγής του προξένου Αριστοβούλου, γιου του Περσαίου (στ. 31), δεν μαρτυρείται. Για ευνόητους λόγους, το εθνικό ενός προξένου σπανίως παραλείπεται από τις επιγραφές, είτε γιατί αυτός ήταν πολύ γνωστό και σημαίνον πρόσωπο (Mack 2015: 53 σημ. 104) ή γιατί δεν έμενε στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ασκήσει εκεί τις λειτουργίες που απέρρεαν από το προνόμιο της προξενίας (Knoepfler, Décrets érétriens 279-281). Το όνομα Αριστόβουλος ήταν κοινό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (απαντά τριακόσιες πενήντα έξι [356] φορές), σε αντίθεση με το όνομα Περσαίος, το οποίο πρέπει να ήταν εξαιρετικά σπάνιο, καθώς απαντά μόλις οκτώ (8) φορές. Κατά συνέπεια, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη εγγραφή ενός παρόμοιου ονόματος, δύο στίχους πιο πάνω (στ. 29: Αριστόβουλος Πεισιλάου Καλχηδόνιος) –ο D. Knoepfler (Knoepfler, Décrets érétriens 280) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό, κάτι τέτοιο όμως δε μπορεί να αποδειχτεί και, κατά την άποψή μας, δεν κρίνεται απαραίτητο–, τότε ο πρόξενος αυτός, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές, θα μπορούσε να είναι γιος ενός σημαντικού άνδρα, του στωικού φιλοσόφου Περσαίου από το Κίτιο της Κύπρου (βλ. σχετικά Erskine 2011· Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31), ο οποίος βρέθηκε στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά πιθανώς από τις αρχές της δεκαετίας του 270 π.Χ., έλαβε σημαντικά αξιώματα και, μάλιστα, άσκησε επιρροή στον Μακεδόνα βασιλέα για ζητήματα της Εύβοιας. Συγκεκριμένα, στον βίο του Μενεδήμου (Διογένης Λαέρτιος 2.143-144), ο Περσαίος εμφανίζεται να αποτρέπει τον Αντίγονο να προβεί σε αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ερέτρια για χάρη του Μενεδήμου. Στην περίπτωση αυτή, ο γιος του Περσαίου Αριστόβουλος θα ήταν αξιωματούχος στην Μακεδονία. Ο W. Mack (Mack 2015: 53 σημ. 104, 159 σημ. 28) θεωρεί πιθανή την ταύτιση αυτή και υποθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό Κιτιεύς θα ήταν μάλλον αποπροσανατολιστικό. Αν η ταύτιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα –οι όποιες επιφυλάξεις μας έγκεινται στο γεγονός ότι ο Περσαίος ανέλαβε τη διοίκηση της Κορίνθου κατά τα έτη 245-243 π.Χ. (βλ. σχετικά Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31) και, μη γνωρίζοντας το πότε γεννήθηκε, αναρωτιόμαστε αν την εποχή της παραχώρησης του προνομίου της προξενίας στον Αριστόβουλο από τους Ιστιαιείς ο Περσαίος μπορούσε να έχει ενήλικα τέκνα–, τότε ο πρόξενος των Ιστιαιέων θα μπορούσε ίσως –η εκδοχή αυτή φαντάζει πολύ λιγότερο πιθανή– να έχει συγγενική σχέση με τον Περσαίο, γιο του Γαζαίου, ο οποίος μαρτυρείται σε επιτάφια επιγραφή του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. από την Δημητριάδα (Αρβανιτόπουλος 1909: αρ. 109).

Στον τελευταίο στίχο της επιγραφής (στ. 39), ο πρόξενος, το όνομα του οποίου δεν σώζεται ολόκληρο, προσδιορίζεται ως Μακεδών, χωρίς αναφορά στην πόλη καταγωγής του. Έχει υποστηριχθεί, ορθώς κατά την άποψή μας, ότι στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το εθνικό της ευρύτερης περιοχής και όχι της πόλης καταγωγής του προξένου, τότε οι λόγοι παροχής του προνομίου της προξενίας δεν είχαν, επί της ουσίας, σχέση με την πόλη καταγωγής του, αλλά συνήθως με την σημαίνουσα ιδιότητά του (Mack 2015: 55-56 και σημ. 115). Όπως επισημαίνει ο W. Mack, αυτό συμβαίνει συνήθως με το εθνικό Μακεδών. Αυτοί οι Μακεδόνες, για τον ακριβή τόπο καταγωγής των οποίων δε γνωρίζουμε περισσότερα, συχνά γίνεται σαφές ότι λάμβαναν το προνόμιο της προξενίας ως αξιωματούχοι βασιλέων.

 

Ερμηνευτική προσέγγιση

Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης. Όταν άρχοντες ἠταν ο Φύτων από το δήμο του Πρωτείου, ο Φιλόστρατος από το δήμο του Ελυμνίου, ο Ευφραντίδης από το δήμο του Δίου, ο Αριστομένης από το δήμο του Άνω Λόφου, ο Φιλέταιρος από το δήμο του/της Ιρίστου, ο Λύκων από το δήμο των Ειριέων, όταν ιεροθύτης ήταν ο Τιμησίθεος, ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο·

(Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων)

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –
[- – – – – – – – ? μέ εξε̂μεν καταλ]-
ύ̣εσθαι [τὸ]ν̣ πόλεμον ḥι̣στ̣ι̣αι̣έ̣-
ας χορὶς Θεβαίον· hαγεμονία-
ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣
4 κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν.
                              vacat

Το ιστορικό πλαίσιο της συνθήκης

α) Πιθανές περίοδοι χρονολόγησης της συνθήκης. Η πρόταση των εκδοτών αυτής

Συνδυάζοντας κανείς τα επιγραφικά με τα ιστορικά δεδομένα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα από τα παρακάτω γεγονότα: 1) με την προσχώρηση όλης της Εύβοιας, συνεπώς και της Ιστιαίας, στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 394 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης 14.82.1· Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.17, 4.3.15· id. Αγησίλαος 2.6· για τον Κορινθιακό πόλεμο, βλ. Buckler 2003: 75-128· Fornis 2008)· 2) με ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Σπαρτιάτη αρμοστήν Αλκέτα και σε Θηβαίους, το χειμώνα του έτους 377/376 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Αλκέτας, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της Ιστιαίας-Ωρεού, του αστικού κέντρου των Ιστιαιέων, αιχμαλώτισε δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις κατά την επιστροφή τους από τις Παγασές, όπου είχαν πάει για να αγοράσουν σίτο, και φυλάκισε το πλήρωμά τους στην ακρόπολη. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι, όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη, οι Ιστιαιείς αποστάτησαν από τους Σπαρτιάτες και η σπαρτιατική φρουρά απομακρύνθηκε (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.56-57)· με την ένταξη της Ιστιαίας, όπως και όλης της Εύβοιας, στο θηβαϊκό στρατόπεδο μετά τη μάχη στα Λεύκτρα και την παραμονή τους σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο [370/369 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 6.5.23· id. Αγησίλαος 2.24· μάχη της Μαντινείας [362 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 7.5.4· Διόδωρος Σικ. 15.85.2, 6· 15.87.3· πρβλ. ibid. 15.84.4).

Οι εκδότες του σωζόμενου τμήματος της συνθήκης εξέφρασαν την άποψη ότι αυτή θα ταίριαζε περισσότερο ως επακόλουθο των γεγονότων του 377/376 π.Χ. καθώς, πέρα από την ύπαρξη κατάλληλου ιστορικού πλαισίου, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκέστερα η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και η αναφορά σε Θηβαίους και όχι σε Βοιωτούς (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 245-246, 248-249, 250). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι ο πόλεμος ο οποίος μαρτυρείται στους στ. 1 και 3 είναι ο λεγόμενος Βοιωτικός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Βοιωτών κατά τα έτη 378-371 π.Χ. (Διόδωρος Σικ. 15.25.1, 28.5· βλ. και Munn 1993· Buckler 2003: 232-295).

Η πρότασή τους έγινε αποδεκτή από αρκετούς σύγχρονους μελετητές (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170 [με σχετική επιφύλαξη]· BE 2014: αρ. 245· BE 2016: αρ. 129-130· Mackil 2013: 69 σημ. 33· De Luna στο De Luna – Zizza – Curnis 2016: 302· βλ. και Papazarkadas 2016β: 133-134). Σύμφωνα με τον D. Knoepfler (BE 2013: αρ. 170), η συμμαχία θα πρέπει να ακυρώθηκε αυτόματα με την είσοδο της Ιστιαίας στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, το 375 π.Χ.

Οι εκδότες της επιγραφής δεν απέκλεισαν ωστόσο κατηγορηματικά τη χρονολόγησή της μετά τη μάχη των Λεύκτρων, κυρίως λόγω της χρήσης του όρου ηγεμονία ή, ακριβέστερα, του διαλεκτικού τύπου hαγεμονία (στ. 2-3), ο οποίος παραπέμπει εύλογα στη Θηβαϊκή ηγεμονία των ετών 371-362 π.Χ. –σημειωτέον ότι εδώ έχουμε μάλλον την πρωιμότερη επιγραφική μαρτυρία του όρου (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 246-249). Θεώρησαν, όμως, πιθανότερο, ελλείψει περαιτέρω στοιχείων, ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή ο όρος hαγεμονία δεν θα πρέπει να δηλώνει τίποτε περισσότερο από την υπεροχή των Θηβαίων έναντι των Ιστιαιέων.

 

β) hαγεμονίαν… κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν: η πρόταση για χρονολόγηση της συνθήκης την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η πιθανή σύνδεσή της με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα

Κατά την άποψή μας, η τελευταία πρόταση της συνθήκης, hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4), συνιστά σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγησή της. Η πρόταση αυτή σημαίνει κυριολεκτικά την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τους Ιστιαιείς (πρβλ. Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.42· 2.2.20· 5.3.26). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται να υποδηλώνει ταυτόχρονα την πολιτική κυριαρχία των Θηβαίων ή τις φιλοδοξίες τους για πολιτική επικράτηση τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαπίστωση ότι ρήτρες με ανάλογο περιεχόμενο είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας (πρβλ. SEG XXVI 461 [SEG XLIX 392· SEG LI 449· συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αιτωλούς Ερξαδιείς, τέλη 6ου αι. π.Χ. – 388 π.Χ. [;]] στ. 4-7 [βλ. πρόσφατα Antonetti 2017· Antonetti – De Vido 2017: αρ. 29]). Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση, σε συνδυασμό με την παραπάνω διαπίστωση, είναι η πρόβλεψη για ανάληψη της ηγεμονίας του πολέμου στη θάλασσα από μία κατεξοχήν χερσαία δύναμη, όπως ήταν η Θήβα και, εν γένει, η Βοιωτία. Καλούμαστε, επομένως, να διερευνήσουμε αν στις περιόδους κατά τις οποίες διασταυρώθηκαν οι δρόμοι των Ιστιαιέων και των Θηβαίων, δηλαδή το 394, το 377/376, καθώς και μετά το 371 π.Χ., συνέτρεχαν οι λόγοι εκείνοι, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας.

Οι Βοιωτοί διέθεταν στόλο, πιθανώς όχι ιδιαίτερα αξιόλογου μεγέθους, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε όμως δε δρούσαν ανεξάρτητα αλλά ακολουθούσαν τους Λακεδαιμονίους στις ναυτικές επιχειρήσεις (Θουκυδίδης 8.3.2, 8.5.2, 8.106.3· Διόδωρος Σικελιώτης 13.98.4, 13.99.6· F.Delphes III 1: 52· για το στόλο των Θηβαίων εν γένει, βλ. Carrata Thomes 1952: 13-18· πριν από τη Θηβαϊκή ηγεμονία: Salmon 1953: 358-360· Buckler 1980: 163 και 308 σημ. 27).

Στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 395 π.Χ., οι Θηβαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, τους παραχώρησαν την ηγεμονία στην αντι-σπαρτιατική συμμαχία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.7-15, ιδίως 14). Αυτή η διάθεση “υποταγής” των Θηβαίων στους Αθηναίους, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το ύφος της επιγραφής.

Το 377/376 π.Χ., στο επεισόδιο ανάμεσα στους Θηβαίους και τον Αλκέτα ενεπλάκησαν δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις. Αυτές όμως δε συμμετείχαν σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είχαν επιστρατευτεί για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι των Παγασών. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι Θηβαίοι δεν είχαν λόγο να διεξάγουν πόλεμο στη θάλασσα· απεναντίας, στο πλαίσιο του Βοιωτικού πολέμου, κύριο μέλημά τους ήταν η αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων στην χώραν τους, σε χερσαίο δηλαδή έδαφος. Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, αν όχι και σε στρατιωτικό, δε θα πρέπει να ήταν ακόμη σε θέση να αξιώνουν ηγετικό ρόλο ούτε στην ξηρά, καθώς το επεισόδιο στην Ιστίαια-Ωρεό προηγήθηκε της ανάκτησης από αυτούς το 375 π.Χ. των γειτονικών βοιωτικών πόλεων (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.63· πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης 15.38.4) καθώς και της νίκης τους κατά των Λακεδαιμονίων στην Τεγύρα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.37.1-2, 15.81.2· Πλούταρχος, Πελοπίδας 16-17· επίσης Buckler 1995· Sprawski 2004. Σύμφωνα με τον Έφορο [Διόδωρος Σικ. 15.37.2· πρβλ. id. 15.39.1], τότε διεφάνησαν για πρώτη φορά οι δυνατότητες των Θηβαίων να αγωνιστούν για την ηγεμονία της Ελλάδος). Όσον αφορά στην ανάληψη από τους Θηβαίους της ηγεμονίας στη θάλασσα, έστω και υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής ηγεσίας σε ναυτικές επιχειρήσεις, αυτή θα αποτελούσε μάλλον παράδοξο την εποχή εκείνη. Υπενθυμίζεται ότι το 377/376 π.Χ. οι Θηβαίοι, σε αντίθεση με τους Ιστιαιείς, συμμετείχαν ήδη στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, και μια σειρά από μαρτυρίες καθόλη τη διάρκεια της συμμετοχής τους σε αυτή, φανερώνουν την “εξάρτησή” τους από το αθηναϊκό πολεμικό ναυτικό (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.62-63· 6.2.1, 6.4.3· [Δημοσθένης,] Κατὰ Τιμοθέου [49] 14-21, 48-54· IG II2 1607 A στ. 49-50, Β στ. 155-158). Πώς μπορούσε επομένως ένα μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, το οποίο δε δρούσε ανεξάρτητα από τους Αθηναίους σε ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να αξιώνει την ηγεμονία του πολέμου στη θάλασσα από μία πόλιν η οποία δεν ανήκε στη Συμμαχία;

Η έκβαση της μάχης στα Λεύκτρα εγκαινίασε την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας (371-362 π.Χ.). Το 367 π.Χ., οι Θηβαίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Το θέρος του έτους αυτού, συνεχώς βουλευόμενοι Θηβαίοι όπως άν τὴν ηγεμονίαν λάβοιεν τής Ελλάδος (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33), απέστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Κοινής Ειρήνης (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33-38· Πλούταρχος, Πελοπίδας 30· id. Αρταξέρξης 22.4-6· επίσης Bearzot 2011). Στην περσική αυλή ο Πελοπίδας αξίωσε την απόσυρση του αθηναϊκού στόλου από την ενεργό δράση (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.36: Αθηναίους ανέλκειν τὰς ναύς), προφανώς για να κατορθώσουν οι Θηβαίοι να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της Ελλάδος, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί ενόσω οι Αθηναίοι κρατούσαν τα σκήπτρα στη θάλασσα. Η αξίωση έγινε αποδεκτή από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β΄, προφανώς λόγω της ανησυχίας του για την αυξανόμενη παρουσία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, αλλά απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους Αθηναίους (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.37).

Από χωρίο του Διοδώρου (15.78.4-79.2) πληροφορούμαστε ότι το έτος 364/363 π.Χ. εγκαινιάστηκε το ναυτικό πρόγραμμα των Θηβαίων, κατόπιν εισήγησης του Επαμεινώνδα (Buckler 1980: 160-175· Roesch 1984· Stylianou 1998: 493-497· van Wijk 2020). Αναλυτικότερα, μαρτυρείται ότι ο σπουδαίος αυτός άνδρας προέτρεψε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν ηγεμονίας. Στην εισήγησή του, η οποία αναφέρεται ως προϊόν μακράς σπουδής (διελθὼν λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον), παρουσίασε το εγχείρημα αυτό ως συμφέρον και εφικτό, διατεινόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ευκολότερο για εκείνους οι οποίοι ήταν ήδη κυρίαρχοι στην ξηρά, να κυριαρχήσουν και στη θάλασσα. Με αυτό και πολλά ακόμη επιχειρήματα, έπεισε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν αρχής (Διόδωρος Σικελιώτης 15.78.4). Αμέσως οι Θηβαίοι ψήφισαν υπέρ της ναυπήγησης εκατό (100) τριήρων. Αποφάσισαν επίσης να παρακινήσουν τους Ροδίους, τους Χίους και τους Βυζαντίους να τους βοηθήσουν στα σχέδιά τους. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στις προαναφερθείσες πόλεις –ο πλους του χρονολογείται από τον Διόδωρο επίσης στο έτος 364/363 π.Χ. Αφού κατόρθωσε να προκαλέσει δέος στον Αθηναίο στρατηγό Λάχητα –αυτός είχε αποσταλεί με αξιόλογο στόλο προκειμένου να παρεμποδίσει τους Θηβαίους– και να τον αναγκάσει να αποπλεύσει, ιδίας τὰς πόλεις τοίς Θηβαίοις εποίησεν (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.1). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι αν ο Επαμεινώνδας είχε ζήσει περισσότερο, οι Θηβαίοι θα είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν, πέρα από την ηγεμονία στην ξηρά, και την ηγεμονία στη θάλασσα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.2: τη κατὰ γήν ηγεμονία καὶ τὴν τής θαλάττης αρχὴν προσεκτήσαντο· πρβλ. όμως Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1).

Το ταξίδι του Επαμεινώνδα επιβεβαιώνεται τόσο από άλλες φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες και χρονολογείται συνήθως το 364 ή, σπανιότερα, το 363/362 π.Χ. από τους σύγχρονους μελετητές μελετητές (Ισοκράτης, Πρὸς Φίλιππον [5] 53· Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1· Marcus Julianus Justinus, Epitome Historiarum Philippicarum Trogi Pompeii 16.4.3-4· βλ. επίσης IG VII 2408 [Θήβα, 364/363 π.Χ.]: ψήφισμα προξενίας του Βοιωτικού κοινού για πολίτη του Βυζαντίου· ed. pr. Blümel 1994: 157-158 πίν. 17: ψήφισμα προξενίας των Κνιδίων για τον Επαμεινώνδα. Για τη χρονολόγησή του ταξιδιού το 364 π.Χ. και τους λόγους αυτής, βλ. κυρίως Buckler 1980: 164, 169 κ.εξ. [τέλη καλοκαιριού]· το 363/362 π.Χ. και τους λόγους αυτής, Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181. Για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, βλ. Ruzicka 1998· Russell 2016). Το ζήτημα του ναυτικού προγράμματος των Θηβαίων, όμως, έχει οδηγήσει σε αντιγνωμία μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, καθώς από την αφήγηση του Διοδώρου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν αυτό υλοποιήθηκε ή όχι. Σημαντικός αριθμός μελετητών υποστηρίζει ότι αυτό υλοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό (Carrata Thomes 1952· Buckler 1980: ιδίως 160-175 και 308 σημ. 19· Hatzopoulos 1985: 253 και σημ. 70· Roesch 1984· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής θεωρείται η αναφορά του Διοδώρου στην αντίδραση του Λάχητος απέναντι στον Επαμεινώνδα η οποία ευνοεί την υπόθεση ότι ο Επαμεινώνδας έπλεε με μεγαλύτερο στόλο από τον αξιόλογου μεγέθους στόλο του Λάχητος. Επιπροσθέτως, έγινε προσπάθεια σύνδεσης ορισμένων προξενικών ψηφισμάτων του Βοιωτικού κοινού επί Θηβαϊκής ηγεμονίας με το ναυτικό πρόγραμμα (IG VII 2407 [Rhodes, Osborne, GHI αρ. 43· βλ. και Glotz 1933· Carrata Thomes 1952: 25 κ.εξ.· Roesch 1984: ιδίως 56 pace Cawkwell 1972: 272 σημ. 1· Stylianou 1998: 495]· SEG 34: 355 [κυρίως Roesch 1984: ιδίως 52-53, 57-60 pace Stylianou 1998: 495]· SEG 55: 564bis [Knoepfler 2005: 73-87· Mackil 2008· Fossey 2014: 17-19· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 258]). Η πλειονότητα των μελετητών αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις των Θηβαίων πριν από το 364 π.Χ. και γνωρίζοντας ότι για την υλοποίηση, μέρους έστω, του προγράμματος αυτού, απαιτούνταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα –υπενθυμίζεται ότι ο Διόδωρος τοποθετεί την ψήφιση του προγράμματος και το ταξίδι του Επαμεινώνδα στο ίδιο έτος–, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό εγκαινιάστηκε το 367/366 ή το 366/365 π.Χ. –ορισμένοι τοποθετούν την αφετηρία του ακόμη νωρίτερα–, πιθανώς με περσική χρηματοδότηση και με την εισαγωγή σημαντικού μέρους της ναυπηγήσιμης ξυλείας από τη Μακεδονία, τον κατεξοχήν τόπο παραγωγής υψηλής ποιότητας ναυπηγήσιμης ξυλείας (Carrata Thomes 1952: 22-24· Hammond – Griffith 1979: 185-188· Buckler 1980: 155, 160-161, 163· Roesch 1984: 52-53, 54, 58, 57-60· Hatzopoulos 1985· Borza 1987: 46 και σημ. 59· Mackil 2008: 181-185· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Ορισμένοι, πάλι, τοποθετούν τη ναυπήγηση του στόλου το 364 π.Χ. και το ταξίδι του Επαμεινώνδα το 363/362 π.Χ. (Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181). Υπάρχει, όμως, και σημαντική μερίδα ιστορικών οι οποίοι εκφράζουν την άποψη ότι ο στόλος αυτός δε ναυπηγήθηκε ποτέ. Αυτοί υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Διόδωρο, ότι τόσο η ψήφιση του ναυτικού προγράμματος όσο και το ταξίδι του Επαμεινώνδα έλαβαν χώρα το 364 π.Χ., και ότι τη δύναμη με την οποία έπλευσε ο Επαμεινώνδας δε συνιστούσε ο πρόσφατα εγκριθείς προς ναυπήγηση στόλος, αλλά προϋπάρχων μικρότερος στόλος (Cawkwell 1972: 270-275· Ruzicka 1998: 61 και σημ. 8· Stylianou 1998: 494-496: Διόδωρος Σικ. 79.1· Russell 2016: 67 και 186 σημ. 2· van Wijk 2020)· πρβλ. Schachter 2014). Προκειμένου, μάλιστα, να εξηγηθεί η αντίδραση του Λάχητος, έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτός αποχώρησε για πολιτικούς και όχι για στρατιωτικούς λόγους και ότι η αντίδραση αυτή δεν υπονοεί κάτι για το μέγεθος του στόλου του Επαμεινώνδα (Cawkwell 1972: 271· βλ. και Ruzicka 1998: 61 σημ. 8).

Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δε μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη. Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τόσο η αδυναμία των Θηβαίων να “αφοπλίσουν” μέσω της διπλωματίας το αθηναϊκό ναυτικό, επιτυγχάνοντας την επικύρωση της Κοινής Ειρήνης ως προστάται αυτής, όσο και οι αθηναϊκές πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον Τιμόθεο στο Αιγαίο από το 366 π.Χ. –σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών ιδρύθηκε αθηναϊκή κληρουχία στη Σάμο, το 365 π.Χ., η οποία έφερε στο νου πικρές μνήμες της Αθηναϊκής ηγεμονίας του 5ου αι. π.Χ.–, επέδρασαν πιθανώς καταλυτικά στην απόφαση των Θηβαίων να ναυπηγήσουν αξιόμαχο στόλο (βλ. σχετικά και Cawkwell 1972: 271 κ.εξ.· Buckler 1980: 160-161· πρβλ. ibid. 154-156· Russell 2016: 67). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται η απόκτηση ισχυρού βοιωτικού στόλου ως αντίβαρο του αθηναϊκού να προϋπήρχε ως σκέψη και οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μάχη των Λεύκτρων (πρβλ. Διόδωρος Σικ. 15.78.4: διελθὼν [ενν. ο Επαμεινώνδας] λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον). Σε κάθε περίπτωση, το ναυτικό πρόγραμμα δεν πρέπει να υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς δεν άφησε το αποτύπωμά του στα χρόνια που ακολούθησαν (βλ., πιο συγκεκριμένα, Cawkwell 1972: 271).

Όλα όσα προαναφέρθηκαν, μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ρήτρας hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4) σε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μόνο αν η συμμαχία αυτή τοποθετούνταν χρονικά στην εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας.

 

γ) Το ζήτημα της χρήσης του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και της αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς

Δύο είναι τα σημεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν ως προς τη χρονολόγηση επί Θηβαϊκής ηγεμονίας και στα οποία στηρίχθηκαν, ως ένα βαθμό, οι εκδότες της επιγραφής και θεώρησαν πιθανότερη τη σύναψη της συνθήκης αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ.: η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφάβητου και η αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς.

Ο χρόνος εγκατάλειψης του επιχώριου και υιοθέτησης του ιωνικού αλφάβητου στη Βοιωτία, και ιδίως στη Θήβα, αποτελεί ζήτημα το οποίο προβληματίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες τους μελετητές της περιοχής και η αλλαγή αυτή έχει συνδεθεί κατά καιρούς με συγκεκριμένα γεγονότα και έχει αναχθεί σε περιόδους κατά τις οποίες οι σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν αρμονικές: 1) στη δεκαετία του 390 π.Χ., στο πλαίσιο του Κορινθιακού πολέμου (Taillardat, Roesch 1966)· 2) στο έτος 379/378 π.Χ., τουλάχιστον στη Θήβα, ύστερα από την εκδίωξη των Σπαρτιατών από την Καδμεία (Knoepfler 1992: 423-424 αρ. 24· πρβλ. id. BE 2009: 244)· 3) περί τα έτη 379-376 π.Χ., αρχικά από τους Θηβαίους με τη στήριξη του δημοκρατικού καθεστώτος, τα οποία διαδέχθηκε μία περίοδος πειραματισμών σε όλη τη Βοιωτία (Vottéro 1996 [αν και υποστήριξε ότι για να είναι κανείς σίγουρος θα πρέπει να εντάξει την αλλαγή στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.]. Η άποψή του υιοθετήθηκε από τον N. Luraghi [2010: 83 σημ. 32, 87 σημ. 43]). Η πρόταση από τους εκδότες της για χρονολόγηση της συνθήκης που εξετάζουμε το 377/376 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα το έτος αυτό να εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα μελετητών ως terminus post quem για την υιοθέτηση της ιωνικής γραφής (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170· Papazarkadas 2016β: 135). Οι θέσεις αυτές λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για τη χρονολόγηση της υπό εξέταση συμμαχίας την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Θα πρέπει, όμως, να αναφερθεί, αφενός μεν ότι ο αριθμός των σωζόμενων σε λίθο βοιωτικών επιγραφών του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. δεν επαρκεί ώστε να αποκτήσουμε μία σαφή εικόνα για το χρόνο υιοθέτησης του ιωνικού αλφαβήτου, αφετέρου δε ότι σε νομίσματα τα οποία αποτελούν επίσημα τεκμήρια, και συγκεκριμένα στους “επώνυμους” θηβαϊκούς ή βοιωτικούς στατήρες, το επιχώριο αλφάβητο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σποραδικά έως τα μέσα της δεκαετίας του 360 π.Χ. (για τους “επώνυμους” στατήρες, βλ. Hepworth 1998· Schachter 2016). Οι νομισματικές αυτές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιχείρημα για τη στήριξη μιας άλλης άποψης που έχει διατυπωθεί από σύγχρονους μελετητές, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου αποτέλεσε σταδιακή και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία βασίστηκε, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαθεσιμότητα των χαρακτών που ήταν εξοικειωμένοι με το νέο αλφάβητο, και η οποία δεν ξεκίνησε απαραίτητα από τη Θήβα αλλά από άλλες βοιωτικές πόλεις, όπως οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν περισσότερες επαφές με την Αθήνα (βλ. σχετικά Hepworth 1989: 37-38· Schachter 2016: 44 και σημ. 13, 14, 25· επίσης Iversen 2010: 262-264 [κριτική από D. Knoepfler, BE 2012: αρ. 196], όπου, όμως, δεν γίνεται αναφορά στα νομίσματα· πρβλ. Matthaiou 2009, για τη σταδιακή υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα). Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η χρήση του επιχώριου αλφαβήτου δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τη χρονολόγηση της συμμαχίας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Άλλωστε, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκδότες της επιγραφής, «historical contextualization should take precedence over any arguments based exclusively on letter forms, important as these may be» (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 244).

Η χρήση του εθνικού Θηβαίοι αντί για το εθνικό Βοιωτοί ευνοεί τη χρονολόγηση της συνθήκης συμμαχίας αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ. καθώς παραπέμπει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σε μία περίοδο κατά την οποία το Βοιωτικό κοινό είχε διαλυθεί, κάτι που δεν ίσχυε ούτε την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, και κυρίως, ούτε της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι οι Θηβαίοι αποκλείστηκαν από την Κοινή Ειρήνη του 371 π.Χ., η οποία συνήφθη λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, επειδή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι πρέσβεις αυτών εκέλευον μεταγράφειν αντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ομωμοκότας (Ξενοφών, Ελληνικά 6.3.19). Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι επί Θηβαϊκής ηγεμονίας οι προξενίαι χορηγούνταν από το Βοιωτικό κοινό και όχι από τους Θηβαίους (για τα βοιωτικά [θηβαϊκά] ψηφίσματα προξενίας, βλ. Knoepfler 1978 (4ος αι. π.Χ.)· Fossey 2014: Part 1). Δεν θα πρέπει, όμως, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έκβαση της μάχης των Λεύκτρων εγκαινίασε ουσιαστικά την εποχή της Θηβαϊκής και όχι της Βοιωτικής ηγεμονίας. Συνθήκες συμμαχίας της εποχής εκείνης, χαραγμένες σε λίθο, δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Σε φιλολογικά κείμενα, όμως, μαρτυρείται η σύναψη συνθηκών από τους Θηβαίους και όχι από τους Βοιωτούς (βλ. αναλυτικότερα Aravantinos – Papazarkadas 2012: 249). Αν και, πιθανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι συγγραφείς γνώριζαν ότι η εξωτερική πολιτική ρυθμιζόταν από τους Θηβαίους και όχι από το σκιώδες Βοιωτικό κοινό, δε μπορεί να αποκλείσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένα από τα κείμενα αυτά αντανακλούν τη φρασεολογία των επίσημων εγγράφων. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο χωρίο του Ξενοφώντος (Ελληνικά 7.1.42), ο οποίος υπήρξε σύγχρονος της εποχής εκείνης, για τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Θηβαίων και Αχαιών, το 366 π.Χ.: Επαμεινώνδαςπιστὰ λαβὼν παρὰ τών Αχαιών ή μὴν συμμάχους έσεσθαι καὶ ακολουθήσειν όποι άν Θηβαίοι ηγώνται, ούτως απήλθεν οίκαδε.

 

Παρά τους σκοπέλους αυτούς, εμμένουμε στην άποψη ότι το σωζόμενο ενεπίγραφο τμήμα πρέπει να ανήκε σε συνθήκη συμμαχίας η οποία συνήφθη την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Οι Ιστιαιείς, όπως και οι υπόλοιποι Ευβοείς, συμμάχησαν με τους Θηβαίους πριν από την πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 370 π.Χ. Αν υποθέσει κανείς ότι το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης αυτής, τότε η ανάληψη της ηγεμονίας από τους Θηβαίους όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο από το γεγονός ότι τόσο οι ισχυροί μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα Θηβαίοι όσο και οι Ιστιαιείς δε βρίσκονταν πλέον υπό την ηγεσία του αθηναϊκού πολεμικού ναυτικού. Η ύπαρξη, ωστόσο, και πολιτικής χροιάς στη διάταξη αυτή, η οποία θα την συνέδεε με τις βλέψεις των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και, κατ’ επέκταση, με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα, ενισχύεται, κατά την άποψή μας, κυρίως από το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από ένα χωρίο του Ισοκράτους (Πρὸς Φίλιππον [5] 53), όπου γίνεται αναφορά στα πεπραγμένα των Θηβαίων μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, και το οποίο φέρει αυτομάτως στο νου τη διάταξη αυτή: … Εύβοιαν δ᾽ επόρθουν, εις Βυζάντιον δέ τριήρεις εξέπεμπον, ὡς καὶ γής καὶ θαλάττης άρξοντες (ο Russell 2016: 187 και σημ. 17 είναι ο μόνος που υπέθεσε, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση, ότι η αποσπασματικά σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων θα μπορούσε να συνδέεται με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα). Αν μπορούσε να αποδειχθεί η πολιτική διάσταση της ρήτρας, τότε θα οδηγούμαστε στις εξής υποθέσεις: 1) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης συμμαχίας που συνήφθη μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων περί το 370 π.Χ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεικνυόταν ότι οι Θηβαίοι είχαν από τότε βλέψεις, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, για θαλάσσια κυριαρχία· 2) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα μιας συνθήκης μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων η οποία υπογράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και συνδεόταν με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα. Ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προβληματίζει ιδιαίτερα λόγω της προϋπάρχουσας συνθήκης· 3) η ρήτρα συνδέεται με το εγχείρημα των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στη συμμαχία του 370 π.Χ. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ρήτρα ουσίας η οποία θα ταίριαζε καλύτερα να τοποθετηθεί πιο ψηλά στο κείμενο.

(βασισμένη στο Aravantinos – Papazarkadas 2012: 240)

(δεν θα επιτρέπεται;) στους Ιστιαιείς να εγκαταλείπουν (;) τον πόλεμο χωρίς τους Θηβαίους. Η ηγεμονία του πολέμου θα ανήκει στους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα.

1 Ξενοκράτης,
Θεόπομπος,
Μνασίλαος.
vacat
4 ανίκα τὸ Σπάρτας εκράτει δόρυ, τηνάκις είλεν
5 Ξεινοκράτης κλάρωι Ζηνὶ τροπαία φέρειν
ου τὸν απ’ Ευρώτα δείσας στόλον ουδέ Λάκαιναν
ασπίδα. “Θηβαίοι κρείσσονες εν πολέμωι”
καρύσσει Λεύκτροις νικαφόρα δουρὶ τροπαία,
ουδ’ Επαμεινώνδα δεύτεροι εδράμομεν.

Ξενοκράτης, Θεόπομπος, Μνασίλαος. Όταν το δόρυ της Σπάρτης ήταν κυρίαρχο, τότε έλαχε (στ. 5) στον Ξενοκράτη να φέρει τρόπαιο στον Δία, χωρίς να φοβηθεί τη στρατιά από τον Ευρώτα ή την ασπίδα των Λακεδαιμονίων. “Οι Θηβαίοι είναι καλύτεροι στον πόλεμο” διατυμπανίζει το τρόπαιο που κερδήθηκε από τη νίκη του δόρατος στα Λεύκτρα· ούτε από τον Επαμεινώνδα είμαστε δεύτεροι.

Όψη Α

[Λεοντὶς επρυτάνευε]
[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂]ι̣ [δέ]μ̣ο̣[ι· ․․․]
[․․․7․․․ επεστάτε, Γλ]α̣ύ̣κος είπε· [τε͂ι]
[Αθεναίαι τε͂ι Νί]κ̣ει ℎιέρεαν ℎέ άγ̣ [κλ]-
5 [ερομένε λάχε]ι εχς Αθεναίον ℎαπα[σο͂]-
[ν καθίστα]σθαι καὶ τὸ ℎιερὸν θυρο͂σα-
ι καθ’ ό τι άν Καλλικράτες χσυγγράφσ-
ει· απομισθο͂σαι δέ τὸς πολετὰς επὶ τ-
ε͂ς Λεοντίδος πρυτανείας. φέρεν δέ τ-
10 έν ℎιέρεαν πεντέκοντα δραχμὰς καὶ
τὰ σκέλε καὶ τὰ δέρματα φέρεν το͂ν δε-
μοσίον· νεὸν δέ οικοδομε͂σαι καθ’ ό τι
άν Καλλικράτες χσυγγράφσει καὶ βο-
μὸν λίθινον    vacat
15 ℎεστιαίος είπε· τρε͂ς άνδρας ℎελέσθ-
αι εγ βολε͂ς· τούτος δέ μετ[ὰ] Καλλικρά-
[το]ς χσυγγράφσαντας επ[ιδείχσαι τε͂]-
[ι βολ]ε͂ι καθ’ ό τι απομ[ισθοθέσεται ․․]
[․․6․․․]ει τὸ σ — — — — — — — — — — —
20 — — — — — — — — — — — — — — — — — —

 

Όψη Β

έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέ-
μοι· Αιγεὶς επρυτάνευε, Νεοκ-
λείδες εγραμμάτευε, Ἁγνόδε-
μος επεστάτε, Καλλίας είπε· τ-
5 ε͂ι ℎιερέαι τε͂ς Αθενάας τε͂ς Νί-
κες v πεντήκοντα δραχμὰς τὰ-
ς γεγραμμένας εν τήι στήλ[ηι]
αποδιδόναι τὸς κωλακρ[έτας],
[ο]ἳ άν κωλακρετώσι το͂ Θ̣[αργηλ]-
10 [ιώ]νος μηνὸς, τήι ιερ[έαι τής Α]-
[θην]αίας τής Νίκη[ς ․․․8․․․․]
— — — — — — — — — — — — — — —

Στην αποσπασματικά σωζόμενη στήλη έχουν αναγραφεί δύο ψηφίσματα˙ στην εμπρόσθια όψη της (Α) έχει αναγραφεί ψήφισμα σχετικά με την αναδιοργάνωση της λατρείας της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη. Αποφασίζεται να διορισθεί ιδιαίτερη ιέρεια για τη λατρεία της που μέχρι τότε ήταν δυνατό να εξυπηρετείται από την ιέρεια άλλης θεότητας (της Αθηνάς Πολιάδος; Βλ. Jordan 1979: 32-33˙ Mark 1993: 106)˙ η ιέρεια θα αναδειχθεί με κλήρο από το σύνολο των γυναικών της Αθήνας και ο ετήσιος μισθός της ορίζεται σε 50 δραχμές. Στην πληρωμή της συμπεριλαμβάνονται ακόμα τα σκέλη και τα δέρματα από τα σφάγια των θυσιών. Την επιλογή της ιέρειας με κλήρωση βεβαιώνει μια άλλη επιγραφή, το επιτύμβιο της Μυρρίνης, κόρης του Καλλιμάχου, της πρώτης ιέρειας της Αθηνάς Νίκης (ΕΜ 10956 = SEG XII 80) που χρονολογείται περί τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και σίγουρα μετά το 411 π.Χ., αφού γίνεται μνεία της στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (69, 88, 104 κλπ). Η επιλογή δια κλήρου αποτελεί σημαντική αλλαγή και ισχυρή ένδειξη για τον εκδημοκρατισμό της Αθήνας σε θέματα λατρείας κατά τον 5ο αι. π.Χ., αφού το ιερατικό αξίωμα για τα σημαντικότερα ιερά της πόλεως ανήκε παραδοσιακά μέχρι τότε στα παλαιά αθηναϊκά γένη.

Με το ψήφισμα αποφασίζεται ακόμα η κατασκευή θύρας στο ιερό σύμφωνα με τους όρους της συγγραφής υποχρεώσεων που θα συντάξει ο αρχιτέκτων Καλλικράτης, καθώς επίσης ναού και λίθινου βωμού με συγγραφή που θα εκπονηθεί από τον ίδιο αρχιτέκτονα. Ο Καλλικράτης είναι ο γνωστός και από άλλα σημαντικά δημόσια έργα αρχιτέκτονας, όπως ο Παρθενών (Πλούταρχος, Περικλής 13.4), η ενίσχυση του τείχους της Ακρόπολης (ΕΜ 6795 = IG I3 45), το δια μέσου τείχος (Πλούταρχος, Περικλής 16.5). Στην τροπολογία του Εστιαίου που ακολουθεί, προτάθηκε η εκλογή τριών μελών της βουλής προκειμένου να συνεργαστούν με τον Καλλικράτη για τη συγγραφή και να υποβάλουν τις προτάσεις τους στη βουλή. Σκοπός της τροπολογίας ήταν η επίσπευση, η διευκόλυνση και πιθανώς ο πληρέστερος έλεγχος της δύσκολης εργασίας.

Το ψήφισμα αυτό αποτελεί μία από τις πιο πολυσυζητημένες επιγραφές του 5ου αι. π.Χ. καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές ούτε για τη χρονολόγησή της, ούτε για το συσχετισμό της με το σωζόμενο σήμερα, μαρμάρινο ιωνικό ναό, ή με έναν παλαιότερο ναό στην ίδια θέση.

Η επιγραφή χρονολογήθηκε αρχικά περί το 448 π.Χ. λόγω της χρήσης του τρισκελούς Σ, το οποίο σύμφωνα με πολλούς μελετητές εγκαταλείφθηκε μετά το 445 π.Χ. Η αναδιοργάνωση της λατρείας και η οικοδόμηση του μαρμάρινου ιωνικού ναού που σώζεται μέχρι σήμερα, θεωρήθηκε επακόλουθο της ειρήνης με τους Πέρσες του έτους 450/449 π.Χ. (Καλλίειος ειρήνη). Γνωρίζουμε όμως ότι η οικοδόμηση του μαρμάρινου ιωνικού ναού πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία 430-420 π.Χ. Η χρονική αυτή απόσταση, ανάμεσα στο ψήφισμα και στην οικοδόμηση του ναού, αποδόθηκε σε αναστολή των εργασιών ως αποτέλεσμα του προγράμματος του Περικλή για την αναμόρφωση του χώρου των Προπυλαίων. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης (κυρίως οι Meritt – Wade-Gery 1963: 109-111. Για την ανακεφαλαίωση των απόψεων, βλ. Mark 1993: 115-122), η αντίθετη προς τον Περικλή πολιτική μερίδα πέτυχε τελικά την αναμόρφωση του οικοδομικού σχεδίου των Προπυλαίων που άρχισαν να οικοδομούνται το 437 π.Χ. και τη μείωση της έκτασης της νότιας πτέρυγάς τους, για χάρη της οικοδόμησης του σωζόμενου σήμερα ναού της Αθηνάς Νίκης.

Σύμφωνα με άλλους μελετητές, το ψήφισμα IG I3 35 χρονολογείται περί το 448 π.Χ., δεν αναφέρεται όμως στον μαρμάρινο ιωνικό ναό που σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά στον πώρινο προκάτοχό του από τον οποίο διασώθηκε η θεμελίωση ενός μικρού σηκού (Bundgaard 1976: 48-53˙ Mark 1993: 129-130˙ αντίθετα Shear 1999: 123-125).

Ο τρόπος γραφής του Σ έχει όμως θεωρηθεί, ήδη από τη δεκαετία του 1960, επισφαλές κριτήριο για τη χρονολόγηση των επιγραφών. Έτσι προτάθηκε η χρονολόγηση του ψηφίσματος στην περίοδο 427-424 π.Χ., ώστε να συμφωνεί με την οικοδόμηση του ναού, ενώ η αναδιοργάνωση της λατρείας της θεάς συνδέθηκε με τη νίκη της Αθηνάς απέναντι στη Σπάρτη και όχι με την ειρήνη με τους Πέρσες (Mattingly 1961: 169-171). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η πρώιμη χρονολόγηση της επιγραφής αμφισβητήθηκε ευρέως λόγω της αναχρονολόγησης ορισμένων άλλων επιγραφών στις οποίες ο συγκεκριμένος τύπος γράμματος συναντάται (πρβλ. ΕΜ 6568 = IG I3 11. Για την αναχρονολόγηση άλλων επιγραφών με τρισκελές Σ, βλ. Gill 2001: 274-276˙ Ματθαίου 2004: 120-121˙ Stroud 2006: 32-35). Σύμφωνα με τα νέα επιγραφικά δεδομένα, αλλά και τη μελέτη των οικοδομικών φάσεων του ναού σε σχέση με εκείνες των Προπυλαίων, το ψήφισμα IG I3 35 μπορεί πλέον πιθανότατα να χρονολογηθεί στην περίοδο 427-423 π.Χ. και ίσως, πιο συγκεκριμένα, στο έτος 426/425 π.Χ. ύστερα από τα γεγονότα της Πύλου (Gill 2001: 278).

Λίγο αργότερα, το έτος 424/3 π.Χ., αναγράφηκε το ψήφισμα στην οπίσθια όψη της στήλης (Β), στο οποίο αναφέρονται λεπτομέρειες σχετικά με την καταβολή αμοιβής στην ιέρεια˙ ορίζεται ότι το ποσό θα καταβληθεί από τους κωλακρέτες, άρχοντες επιφορτισμένους με τη διάθεση πιστώσεων, σε συγκεκριμένο χρόνο (το μήνα Θαργηλιώνα). Κατά μία άποψη, η αναφορά στην αμοιβή της ιέρειας δηλώνει καθυστέρηση στην καταβολή της –άγνωστο γιατί– αν και το ποσό ήταν μικρό. Πιθανώς όμως το μη σωζόμενο σήμερα τμήμα του ψηφίσματος αναφερόταν σε περαιτέρω αναδιοργάνωση της λατρείας της Αθηνάς Νίκης (Mark 1993: 108 και 136-138).

Όψη Α

Η Λεοντίς επρυτάνευε. Απόφαση της βουλής και του δήμου˙ . . . . . . ήταν επιστάτης˙ εισήγηση του Γλαύκου (;)˙ να οριστεί ιέρεια της Αθηνάς Νίκης (στ. 5) με κλήρωση μεταξύ όλων των Αθηναίων γυναικών και να κατασκευασθεί θύρα στο ιερό σύμφωνα με τους όρους της συγγραφής υποχρεώσεων που θα συντάξει ο Καλλικράτης˙ οι πωλητές να δημοπρατήσουν το έργο, όταν πρυτανεύει η Λεοντίς φυλή˙ (στ. 10) η ιέρεια να λαμβάνει ως αμοιβή πενήντα δραχμές και τα σκέλη και τα δέρματα από τα σφάγια των δημόσιων θυσιών˙ να οικοδομηθεί ναός και ξύλινος βωμός σύμφωνα με τους όρους της συγγραφής υποχρεώσεων που θα συντάξει ο Καλλικράτης. (στ. 15) Πρόταση του Εστιαίου˙ να εκλεγούν τρεις άνδρες από τη βουλή˙ αυτοί αφού συντάξουν τη συγγραφή υποχρεώσεων από Κοινού με τον Καλλικράτη, να παρουσιάσουν στη βουλή τους όρους σύμφωνα με τους οποίους θα δημοπρατηθεί. . .

 

Όψη Β

Απόφαση της βουλής και του δήμου˙ η Αιγηίς φυλή επρυτάνευε, ο Νεοκλείδης ήταν γραμματέας, ο Αγνόδημος επιστάτης, ο Καλλίας εισηγήθηκε˙ (στ. 5) οι κωλακρέτες, που θα τύχει να κατέχουν το αξίωμα κατά το μήνα Θαργηλιώνα, να πληρώσουν στην ιέρεια της Αθηνάς Νίκης τις πενήντα δραχμές που αναγράφονται στη στήλη˙ (στ. 10) στην ιέρεια της Αθηνάς Νίκης…

                         vacat
[Έδοξεν τ]ώι δήμωι· Αραβιαν[ὸς ήρχεν ․․․․c. 8․․․․ επρυ]-
[τάνευε]ν· Εύτυχος εγραμ[μάτευεν· ․․․․c. 8․․․․ επε]-
[στάτει]· Δρυαντιανὸς άρχων [τών Ευμολπιδών είπεν]·
[επει]δὴ καὶ διατελούμε[ν εν τοίς νύν καθάπερ] καὶ
5 [δ]ι̣ὰ τών παρωχημένων [χρόνων τελούντες τὰ μυ]στήρι-
α καὶ τὰ πάτρια προστάττ[ει νόμιμα μετὰ Ευμο]λπιδών
πεφροντικέναι όπως άν [εν κόσμωι αχθ]είη τὰ ιερὰ
δεύρο τ’ εκ τής̣ Ελευσείνο[ς καὶ πάλιν εξ] άστεως Ε-
λευσείνάδε, αγαθήι τύχ[ηι δεδόχθαι] τ̣ώι δήμωι προσ-
10 τάξαι τώι κοσμητήι τών [εφήβων κ]ατὰ τὰ αρχαία νόμι-
μα [ά]γειν Ελευσίνάδε τοὺ[ς εφήβ]ους τήι τρίτηι επὶ δέ-
[κα] τού Βοηδρομιώνος με[τὰ το]ύ ειθισμένου σχήμα-
[τος] τής άμα ιεροίς πομπ[ής, ί̣]να τήι τετράδι επὶ δέκα πα-
[ραπ]έμψωσιν τὰ ιερὰ μέχ[ρι] τού Ελευσεινίου τού υπὸ
15 [τήι π]όλει, ὡς άν κόσμο[ς τ]ε πλείων καὶ φρουρὰ μείζων
[περὶ] τὰ ιερὰ υπάρχο[ι], επειδὴ καὶ ο φαιδυντὴς τοίν θε-
[οίν] αγγέλλει κατὰ τὰ πάτρια τήι ιερείαι τής Αθηνας ὡς
[ήκει τὰ] ιερὰ κ[α]ὶ̣ η παραπέμπουσα στρατιά, κατὰ τὰ αυτὰ
[δέ τήι] ενάτηι επὶ δέκα τού Βοηδρομιώνος προσ-
20 [τάξα]ι̣ τώι κοσμητήι τών εφήβων άγειν τοὺς εφή[βους]
[πάλιν Ε]λευσείνάδε μετὰ τού αυτού σχήματος π̣[αραπέμ]-
[πο]ντας τὰ ιερά· μέλειν δέ τούτου τώι κατ’ εν[ιαυτὸν]
κ̣οσμητήι, όπως μηδέπ̣οτε τούτο εκλε[ιφθείη μη]-
δέ ολιγωρηθείη ποτέ τὰ τής ευσεβείας [τής πρὸς τὼ θε]-
25 ώ. παραπέμπειν δέ τοὺς εφήβους π[άντας, έχοντας]
τὴν πανοπλίαν, εστεφανωμέν[ους μυρρίνης στεφά]-
νωι, βαδείζοντας εν τάξει. επ[εὶ] δ[έ προστάττομεν τοίς ε]-
φήβοις τὴν τοσαύτην οδοιπορήσαι [οδόν, δίκαιον αυτοὺς]
καὶ θυσιών καὶ σπονδών καὶ παιάνων τώ[ν κατὰ τὴν]
30 οδὸν μεθέξειν, ὡς άν τά τε ιερὰ μετὰ φρουρα[ς ισχυρο]-
τέρας καὶ πομπής μακροτέρας άγοιτο, οί τε έφ[ηβοι]
παρακολουθούντες τήι περὶ τὸ θείον τής πόλεω[ς]
θεραπείαι καὶ άνδρες ευσεβ̣έστεροι γείνοιντο· μεθέ-
ξουσιν δ[έ] καὶ οι έφηβοι πάντες τών τε άλλων ων άν
35 παρέχ[ηι τ]οίς Ευμολπίδαις ο άρχων τού γένους, καὶ τή[ς]
δι[αν]ομής. γενέσθαι δέ τὴν γνώμην ταύτην φα[νερ]-
ὰν καὶ τήι εξ Αρείου πάγου βουλήι καὶ τήι βουλ[ήι] τών
Φ v καὶ τώι ιεροφάντηι καὶ τώι γένει τών Ευ[μο]λπιδών.
αναγράψαι δέ τὸ ψήφισμα τούτο τὸν [τα]μία[ν τ]ού γέ-
40 νους τών Ευμολπιδών εν τρισὶν [στή]λαις καὶ στήσαι
τὴν μέν εν Ελευσινίωι τώι υπὸ [τ]ε͂ι̣ π̣όλει, τὴν δέ εν v
τώι Διογενείωι, τὴν δέ εν Ελ̣ευσείνι εν τώι ιερώι πρὸ
         τού βου[λ]ευτηρίου.

Με πρόταση του άρχοντος του γένους των Ευμολπιδών, η πόλη μεριμνά για την σύμφωνα με παλιό έθιμο (κατὰ τὰ αρχαία νόμιμα) διεξαγωγή της πομπής των Ελευσινίων καθορίζοντας λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των εφήβων, υπό τον κοσμητή τους, ως συνοδών των ιερών αντικειμένων της ελευσίνιας λατρείας στην πλήρη πομπική διαδρομή από την Ελευσίνα προς το άστυ και από εκεί μετά πέντε μέρες πάλι προς την Ελευσίνα. Η παραπέμπουσα στρατιά των νέων Αθηναίων, εξαρτυμένη και στολισμένη κατά τις πάτριες προδιαγραφές, συντηρεί σχεδόν ρομαντικά και ξανατονώνει τα χρώματα ενός παλιού πίνακα θρησκευτικής παράδοσης της πόλης, ενώ το γένος των Ευμολπιδών διατηρεί πλήρη τα παλαιότατα δικαιώματά του ως προς τη διεξαγωγή της ελευσίνιας λατρείας. Ταυτόχρονα όμως το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο γίνεται όλο και περισσότερο ρωμαϊκό: ο επώνυμος άρχων Αραβιανός τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.) για την καθολική απονομή των ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων (Follet 1976: 510: 215/6-225/6 μ.Χ.), φαίνεται δε πολύ πιθανό να ταυτίζεται με τον γνωστό από αλλού πρεσβευτή του ανθυπάτου της Ασίας Μ. Ούλπιο Δομίτιο Αραβιανό (Follet 1976: 75-77). Η εδώ ονομαστική μορφή τόσο του ίδιου όσο και του τότε άρχοντος των Ευμολπιδών δεν παρουσιάζει καν το χαρακτηριστικό (βασικό) τριμερές σχήμα τυπικών ρωμαϊκών ονομάτων, με την κατάληξή της όμως (Αραβιανός, Δρυαντιανός) υποδεικνύει επίσης σαφώς την προχωρημένη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο με τις τότε διαδεδομένες ονομαστικές συνήθειες ως χρόνο της όλης ενέργειας (πρβλ. την κατά κανόνα χρονολόγηση των εις –ιανός ονομάτων της Αθήνας στο 2ο και 3ο αι. μ.Χ., όπως προκύπτει από τα αντίστοιχα λήμματα στο LGPN II, βάσει του καταλόγου της σελ. 504, καθώς και τις συναφείς παρατηρήσεις για το ονομαστικό λεξικό της Κω στο Buraselis 2000: 117). Η σημασία της εξ Αρείου Πάγου βουλής, ιδίως για την παρακολούθηση θρησκευτικών θεμάτων, και κατά την περίοδο αυτή υποδηλώνεται σαφώς (στ. 36-37), ενώ η κυρίως βουλή της πόλης έχει ξαναβρεί την παλιά της, πιο περιορισμένη σύνθεση (πεντακοσίων μελών, τυπικά τουλάχιστον), παρά την προσθήκη ως δέκατης τρίτης φυλής της Αδριανίδος. Ο ρόλος του άρχοντος των Ευμολπιδών ως οικονομικού χορηγού της τελετουργίας θυμίζει επίσης τον όλο και συχνότερο συνδυασμό κατοχής αξιωμάτων και ανάληψης ευεργετικών υποχρεώσεων προς την κοινότητα στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Ο δήμος δεν παρακάμπτεται, εξακολουθεί να αποφασίζει, αλλά τα διακεκριμένα μέλη της πολιτικής κοινότητας εισηγούνται και συμβαστάζουν αποφασιστικά την όλη συνέχεια του πολιτικού-θρησκευτικού σκηνικού.

Απόφαση του δήμου. Ο Αραβιανός ήταν (επώνυμος) άρχων […], ο Εύτυχος γραμματεύς […]. Μίλησε ο Δρυαντιανός ο άρχων των Ευμολπιδών. Επειδή και τώρα όπως (στ. 5) στα περασμένα χρόνια τελούμε πάντοτε τα (Ελευσίνια) Μυστήρια και τα πάτρια έθιμα ορίζουν να μεριμνούμε σε συνεργασία με το γένος των Ευμολπιδών, και για να έρχονται με λαμπρότητα τα ιερά (αντικείμενα) στο άστυ από την Ελευσίνα και για να επιστρέφουν μετά εκεί, με καλή τύχη αποφάσισε ο δήμος (στ. 10) να διατάξει τον κοσμητή των εφήβων να οδηγεί κατά το αρχαίο έθιμο τη δεκάτη τρίτη του Βοηδρομιώνος μηνός τους εφήβους στην Ελευσίνα κατά τον παραδοσιακό σχηματισμό της συνοδευτικής των ιερών πομπής, ώστε τη δεκάτη τετάρτη (του ίδιου μήνα) να συνοδεύσουν τα ιερά μέχρι του Ελευσινίου κάτω από (στ. 15) την Ακρόπολη, για να περιβάλλει τα ιερά μεγαλύτερη λαμπρότητα και φρουρά, αφού και ο φαιδυντής των δύο θεών (Δήμητρος και Κόρης) αναγγέλλει κατά τα πάτρια στην ιέρεια της Αθηνάς ότι έφθασαν τα ιερά και το συνοδευτικό στράτευμα. Με τον ίδιο δε τρόπο στις δέκα εννιά του Βοηδρομιώνος (στ. 20) να δοθεί εντολή στον κοσμητή των εφήβων να τους οδηγήσει πάλι στην Ελευσίνα με τον ίδιο σχηματισμό ως συνοδεία των ιερών. Να φροντίζει δε ο κοσμητής κάθε χρονιάς, ώστε ποτέ τα παραπάνω να μην παραλειφθούν ούτε να παραμεληθεί η εκδήλωση ευσεβείας προς τις δύο θεές. (στ. 25) Να συνοδεύουν δε (την πομπή) όλοι οι έφηβοι φορώντας τις πανοπλίες τους, στεφανωμένοι με στεφάνια μυρσίνης, βαδίζοντας με τάξη. Αφού δε διατάσσουμε τους εφήβους να βαδίσουν όλη αυτή τη διαδρομή, είναι δίκαιο να συμμετάσχουν και στις θυσίες, τις σπονδές και τους παιάνες (στ. 30) που θα διεξαχθούν καθ’ οδόν, ώστε και τα ιερά να προχωρούν με ισχυρότερη φρουρά, και μακρότερη πομπή, και οι έφηβοι, βλέποντας τη φροντίδα της πόλεως για τα θεία, να γίνονται και άντρες ευσεβέστεροι. Θα έχουν δε μερίδιο και όλοι οι έφηβοι και των άλλων (ειδών) που (στ. 35) θα παρέχει στους Ευμολπίδες ο άρχων του γένους, και της χρηματικής διανομής. Να γνωστοποιηθεί δε η απόφαση αυτή και στην εξ Αρείου Πάγου βουλή και στη βουλή των πεντακοσίων και στον ιεροφάντη και στο γένος των Ευμολπιδών. Να αναγράψει δε αυτό το ψήφισμα ο ταμίας του γένους (στ. 40) των Ευμολπιδών σε τρεις στήλες και να στήσει τη μία στο Ελευσίνιο κάτω από την Ακρόπολη, την άλλη στο Διογένειο (γυμνάσιο), την τρίτη δε στην Ελευσίνα στο ιερό μπροστά από το βουλευτήριο.

Αγαθήι τύχη τής βουλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων· επὶ Λυ-
σάνδρου τού Απολήξιδος άρχοντος, επὶ τής Πανδιονίδος
δωδεκάτης πρυτανείας, ή Γάϊος Γαΐου Ἁλαιεὺς εγραμμά-
τευεν· Σκιροφοριώνος ογδόηι μετ’ ικάδας, τρίτηι καὶ εικοστη
5 τής πρυτανείας· βουλὴ εν βουλευτηρίωι· τών προέδρων
επεψήφιζεν Θεάνγελος Θεανγέλου Αιθαλίδης καὶ συν-
πρόεδροι· έδοξεν τη βουλη· Μενίσκος Φιλοκλέους Κολωι-
νήθεν είπεν· v επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς τὴν
βουλὴν ο ειληχὼς ιερεὺς Ασκληπιού καὶ Ὑγιείας εις τὸν με-
10 τὰ Λύσανδρον άρχοντα ενιαυτὸν Διοκλής Διοκλέους Κηφι-
σιεὺς νεώτερος ενφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι τής πρό-
τερον ούσης εις τὸ ιερὸν εισόδου, ομοίως δέ καὶ τὴ̣ν οπίσω
τού προπύλου στέγην, έτι δέ καὶ τὸν ναὸν τού αρχαίου〚ου〛 αφι-
δρύματος τού τε Ασκληπιού καὶ τής Ὑγιείας καὶ διὰ τούτο παρα-
15 καλεί τὴν βουλὴν επιχωρήσαι εατώι κατασκευάσαντι εκ τών
ιδίων θυρώσαι τὸ αρχαίον πρόπυλον, στεγάσαι δέ καὶ τού
προπύλου τὸ οπίσωι μέρος καὶ τὸν ναὸν τὸν απέναντι τή[ς]
εισόδου χάριν τού τὴν αρχαίαν αποδοθήναι τώι ιερω τάξιν· vv αγαθη
τύχη δεδόχθαι τη βουλήι επικεχωρήσθαι Διοκλήι Διοκλέους Κηφι-
20 σιεί νεωτέρωι ποιήσασθαι τὴν ανάθεσιν τών θυρωμάτων
καὶ στεγάσαι τού προπύλου τὸ οπίσωι μέρος, κατασκευάσα[ι]
δέ καὶ τὸν αρχαίον (ναὸν) καθάπερ παρακαλεί καὶ ποιήσασθαι τὴν επ[ι]-
γραφὴν επὶ μέν τών θυρών καὶ τής στέγης τήνδε· vv Διοκλή[ς]
Διοκλέους Κηφισιεὺς νεώτερος ιερεὺς γενόμενος εν τώι ε-
25 πὶ Λυσιάδου άρχοντος ενιαυτώι τὰ θυρώματα καὶ τὴν οπίσωι
τού προπύλου στέγην Ασκληπιώι καὶ Ὑγιεία καὶ τώι δήμωι
ανέθηκεν· επὶ δέ τού ναού ομοίως· Διοκλής Διοκλέους Κη-
φισιεὺς νεώιτερος ιερεὺς γενόμενος εν τώι επὶ Λυσιάδου
άρχοντος ενιαυτώι τὸν ναὸν κατασκευάσας εκ τών ιδί-
30 ων Ασκληπιώι καὶ Ὑγιεία καὶ τώι (δήμωι) ανέθηκεν· ίνα τούτων συν-
τελουμένων ευσεβώς μέ̣ν̣ η βουλὴι τὰ πρὸς τὸ θείον έχη[ι],
γίνωνται δέ καί έτεροι ζηλωιταὶ τών ομοίων.

Ο ορισθείς με κλήρωση (ειληχώς) ιερέας του Ασκληπιού και ευεργέτης Διοκλής Διοκλέους Κηφισιεύς ο νεότερος αναλαμβάνει την επισκευή των θυρωμάτων στο πρόπυλο και μέρος της στέγης του ναού του Ασκληπιού και της Υγείας (πρβλ. Aleshire, Ath. Asklepieion 32-34), και τιμάται από την πόλη για τη δράση του αυτή. Η Αθήνα προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της μετά τη δίνη και τις καταστροφές του Πρώτου Μιθριδατικού Πολέμου. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι η βουλή παρουσιάζεται να αποφασίζει μόνη της, χωρίς τη συνεργασία του δήμου. Αν τέτοια παραδείγματα σε άλλες περιόδους μπορούν να έχουν μια εξήγηση στα πλαίσια των διοικητικών πρακτικών της αθηναϊκής δημοκρατίας (π.χ. ουσιαστική παραλαβή του προβουλευτικού κειμένου που εκπόνησε η βουλή και έγκρισή του ως ψηφίσματος του δήμου), εδώ η περίοδος έκδοσης του κειμένου (βάσει του σταθερά χρονολογημένου έτους του εδώ επώνυμου άρχοντος Λυσάνδρου, προκατόχου του Λυσιάδου: IG II2 1713 στ. 20-21), επιβάλλει άλλη ερμηνεία: πρόκειται για ένα παράδειγμα της επιβληθείσας από τους Ρωμαίους ολιγαρχικής διακυβέρνησης της πόλης, μεταξύ Σύλλα και Καίσαρα (86-48 π.Χ.), οπότε η εκκλησία του δήμου απλούστατα «αργεί» και η βουλή, με προφανώς αντίστοιχη σύνθεση, εκπροσωπεί μόνη της την περιορισμένη αθηναϊκή αυτοδιοίκηση (Rhodes 1972: 86, 127). Η μέριμνα για τους χώρους της λατρείας του Ασκληπιού με το σωτηριολογικό της περιεχόμενο συνάδει πλήρως με το πνεύμα αυτών των δύσκολων καιρών. Με την ευεργετική φροντίδα για την ευπρόσωπη λατρεία του Ασκληπιού και της Υγείας στην πόλη εκ μέρους του κατά παραδοσιακή δημοκρατική μέθοδο (κλήρωση!) εκλεγμένου ενιαύσιου ιερέα των θεοτήτων αυτών (προς τα τέλη του αιώνα ο ιερέας θα εκλέγεται πλέον δια βίου), η Αθήνα μοιάζει να προσπαθεί να διασώσει ένα κομμάτι του αυτοσεβασμού της. Είναι άλλωστε πολύ πιθανό οι φθορές να μην οφείλονταν μόνο στο χρόνο αλλά και στη φάση της πολιορκίας του Σύλλα (Aleshire, Ath. Asklepieion 16). Η θέση του ιερού, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, δεν ήταν μακριά από το Περίκλειο Ωδείο που κάηκε ακριβώς λίγο πριν από την κατάληψη της Ακρόπολης από τους Ρωμαίους (Αππιανός, Μιθριδάτειος 38· Παυσανίας 1.20.4).

Με καλή τύχη της βουλής και του δήμου των Αθηναίων. Επί του άρχοντος Λυσάνδρου, γιου του Απολήξιδος, στη δωδέκατη πρυτανεία, της Πανδιονίδος (φυλής), κατά την οποία γραμματεύς ήταν ο Γάιος, γιος του Γαΐου από το δήμο των Αλών, την εικοστή όγδοη μέρα του Σκιροφοριώνος, την εικοστή τρίτη μέρα (στ. 5) της πρυτανείας. Η βουλή συνεδρίαζε στο βουλευτήριο. Από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Θεάγγελος, ο γιος του Θεαγγέλου από το δήμο των Αιθαλιδών και οι συμπρόεδροί του. Η βουλή αποφάσισε, (αφού) μίλησε ο Μενίσκος, ο γιος του Φιλοκλέους από το δήμο του Κολωνού. Επειδή παρουσιάσθηκε στη βουλή ο εκλεγμένος με κλήρο για τη χρονιά μετά τον άρχοντα Λύσανδρο (δηλ. την επόμενη) ιερέας του Ασκληπιού και της Υγείας, (στ. 10) ο Διοκλής, γιος  του Διοκλή, από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (ομώνυμος), και εξηγεί ότι έχουν χαλάσει τα θυρώματα της παλιάς εισόδου του ιερού, ομοίως δε και η πίσω στέγη του προπύλου αλλά και ο ίδιος ο παλιός ναός όπου εγκαθιδρύθηκε η λατρεία του Ασκληπιού και της Υγείας, και γι’ αυτό (στ. 15) ζητεί από τη βουλή να του επιτρέψει να επισκευάσει με δικά του έξοδα το θύρωμα του παλιού προπύλου, να στεγάσει το πίσω μέρος του και (να επισκευάσει) το ναό απέναντι της εισόδου, ώστε να αποκατασταθεί η παλιά ευπρέπεια του ιερού, με καλή τύχη αποφάσισε η βουλή να εγκρίνει το αίτημά του (στ. 20) για την ανάθεση των θυρωμάτων και τη στέγαση του πίσω μέρους του προπύλου και την επισκευή του παλιού ναού, όπως ακριβώς ζητεί, να προστεθεί δε στα μεν θυρώματα και τη στέγη η εξής επιγραφή: «Ο Διοκλής, ο γιος του Διοκλή από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (με αυτά τα στοιχεία), (στ. 25) ανέθεσε τα θυρώματα και την πίσω στέγη του προπύλου στον Ασκληπιό και την Υγεία και τον Δήμο, όταν ιεράτευσε στη  χρονιά του άρχοντος Λυσιάδου». Ομοίως δε και στο ναό: «Ο Διοκλής, ο γιος του Διοκλή από το δήμο της Κηφισιάς, ο νεότερος (με αυτά τα στοιχεία), ανέθεσε το ναό επισκευασμένο εξ ιδίων στον Ασκληπιό και την Υγεία και τον Δήμο, όταν ιεράτευσε στη χρονιά του άρχοντος Λυσιάδου». (στ. 30) Ώστε, αφού συμβούν αυτά, η βουλή να έχει σταθεί ευσεβής προς το θείον, να παρακινούνται δε και άλλοι προς όμοιες πράξεις.

[— — — — — — — — — καὶ ανανεωσαμένου] τού δήμ[ο]-
[υ τὴ]ν θυσίαν καὶ τ[ὰ αγωνίσματα τών Πα]ναθηναίω-
ν τό τε στάδιον κατ[εσκεύασεν επαξί]ως καὶ ανατ-
ίθησιν τήι Αθηναι τήι [Νίκηι στήλ]ας εχούσας υπ-
5 ομνήματα τών [τώι βασιλεί] πεπραγμένων πρὸς το-
ὺς βαρβάρους υπέρ τής τών Ελλήνων σωτηρίας. vv
όπως άν ούν η βουλὴ καὶ ο δήμος φαίνηται διαφυλ-
άττων [τοίς ευεργέταις] τὰς χάριτας, v αγαθήι τύ-
χηι δεδόχθαι τήι βουλήι, v επαινέσαι μέν Hράκλ-
10 ειτον Ασκληπιάδου Αθμονέα καὶ στεφανώσαι χρ-
υσώι στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς θ-
εοὺς καὶ ευνοίας καὶ φιλοτιμίας ἧς έχων διατε-
[λεί περί] τε [τὸν βασιλέα Αντίγονον καὶ] τὴμ βουλ-
[ὴν καὶ τὸν] δήμον τὸν Αθηναίων· v καὶ αναγορεύσα-
15 [ι τούτον τὸν στέ]φανον εν τώι γυμνικώι αγώνι [τὸ]-
[ν αγωνοθέτην? κατὰ τὸ]ν νόμον· v επιμεληθήναι δέ
[τής ποήσεως τού στεφάνου τὸν επὶ] τής διοικήσε-
[ως· όπως άν ούν αυτώι υπόμνημα υπάρ]χηι τής φιλο-
[τιμίας, τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυταν]είαν ανα-
20 [γράψαι τόδε τὸ ψήφισμα εν στήληι· v εις δέ τ]ὴν στ-
[ήλην μερίσαι τὸν επὶ τήι διοικήσει τὸ γενόμε]ν-
[ον ανάλωμα].

Ψήφισμα για ένα φίλο και σύνδεσμο του Μακεδόνα βασιλιά και επικυρίαρχου της Αθήνας Αντίγονου Γονατά με την πόλη. Χαρακτηριστικό εδώ το παράδειγμα ενός Αθηναίου πολίτη και αξιωματούχου του βασιλιά (διατέλεσε φρούραρχος του Πειραιά, IG II2 1225) που συντελεί στη συνέχιση παραδοσιακών δραστηριοτήτων της πόλης (αγωνοθεσία των Παναθηναίων μετά τον Χρεμωνίδειο πόλεμο και πιθανότατα μετά και την απαλλαγή της Αθήνας από τη φρουρά του Αντιγόνου Γονατά στο Μουσείο) αλλά ταυτόχρονα αναθέτει στο ναό της Αθηνάς Νίκης στήλες με αναφορές των νικών του Μακεδόνα βασιλιά του «προς τους βαρβάρους» (το σημείο της ανάθεσης ήταν απόλυτα ταιριαστό λόγω της μαρτυρίας και της σημασίας της ανάγλυφης ζωφόρου του ναού της Αθηνάς Νίκης για την εποχή των Μηδικών). Πρόκειται μάλλον για κάποιας μορφής λογοτεχνική αναγραφή της επιτυχούς αντιμετώπισης των Γαλατών από τον Γονατά (μάχη της Λυσιμαχείας, 277 π.Χ.), σημείο σταθερής δόξας και νομιμοποίησης της βασιλικής εξουσίας του έναντι των ελληνικών πόλεων αλλά και της ίδιας της Μακεδονίας. Η πόλη δεν έχει αυτή ανεγείρει τις τιμητικές στήλες, όμως καταφάσκει έμμεσα πλήρως τη βασιλική φήμη και επικυριαρχία με την τίμηση του Ηράκλειτου, ο οποίος παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως ευεργέτης της πόλης του και βασικός συντελεστής στη ζωτική επαναλειτουργία βασικών θρησκευτικών και αθλητικών θεσμών της (αγώνες των Παναθηναίων) μετά από μια περίοδο περιορισμών και δυσπραγίας. Το ψήφισμα της πόλης μοιάζει να επικυρώνει ένα ιστορικό συμβιβασμό με τη βασιλική εξουσία. Στους στ. 5 και 13 είναι εμφανής η απόξεση των αναφορών στον Γονατά, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί μετά την οριστική ρήξη των σχέσεων Αθήνας και Αντιγονιδών στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.

—– και όταν ο δήμος επανέλαβε το έθιμο της θυσίας και των αγώνων των Παναθηναίων, (ο Ηράκλειτος) και το στάδιο επισκεύασε κατά τρόπο αντάξιο της πόλεως και αναθέτει στην Αθηνά Νίκη στήλες που περιέχουν (στ. 5) υπομνήματα των κατορθωμάτων του βασιλιά εναντίον των βαρβάρων για  τη σωτηρία των Ελλήνων. Για να δειχθεί λοιπόν η ευγνωμοσύνη της βουλής και του δήμου προς τους ευεργέτες, με καλή τύχη, αποφασίζει η βουλή να επαινεθεί (στ. 10) ο Ηράκλειτος, ο γιος του Ασκληπιάδη από το δήμο του Αθμόνου, και να στεφανωθεί με χρυσό στεφάνι λόγω της ευσέβειάς του προς τους θεούς και της εύνοιας και της φιλοτιμίας που δείχνει σταθερά έναντι του βασιλιά Αντιγόνου και της βουλής και του δήμου των Αθηναίων. Και ν’ αναγορεύσει (στ. 15) αυτό το στεφάνι ο αγωνοθέτης κατά το γυμνικό αγώνα σύμφωνα με το νόμο, να φροντίσει δε για την κατασκευή του ο επί της διοικήσεως. Για να διασφαλισθεί η ανάμνηση της ευεργεσίας του τιμώμενου, ο γραμματέας της πρυτανείας (στ. 20) ν’ αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε στήλη. Να διαθέσει δε το ποσό για την αναγραφή αυτή ο επί της διοικήσεως.

[επ]ὶ Ε[υκτήμον]ος άρχοντος, επὶ
[τή]ς Αντιγο[νίδος δ]ευτέρας πρ-
[υ]τανείας, ἧι Θεόφιλος Ξ̣ε̣ν̣ο̣φ[ώ]-
ντος ΚεφαλήθενVII εγραμμάτε[υε]-
5 ν· Μεταγειτνιώνος δεκάτει υσ-
τέραι· μιαι καὶ εικοστεί τής π-
ρυτανείας· εκκλησία· τών προέ-
δρων επεψήφιζε Λυσίμαχος Να-
υσιστράτου Προσπάλτιος καὶ
10 συνπρόεδροι· έδοξεν τώι δήμω-
ι· Φιλιππίδης Φιλομήλου Παια-
νιεὺς είπεν· επειδὴ οι πρέσβ<ε>-
ις οι αποσταλέντες πρὸς τὸν β-
ασιλέα Κάσσανδρον αποφαίνο-
15 υσι Ποσείδιππον συναποδημή-
σαντα μεθ’ εαυτών χρήσιμον εί-
ναι εαυτοίς αποδεικνύμενον
τὴν εύνοιαν, ήν είχε πρὸς τὸν δ-
ήμον τὸν Αθηναίων, δεδόχθαι τ-
20 ώι δήμωι· επαινέσαι Ποσείδιπ-
πον Βακχίου Κοθωκίδην καὶ στ-
εφανώσαι αυτὸν θαλλού στεφά-
νωι, όπως άν ὡς πλείστοι φιλοτ-
ιμώνται χρείαν παρέχεσθαι ε-
25 〚<πὶ>〛 τὰ συνφέροντα τώι δήμωι· αν-
αγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸ-
ν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε-
ίαν εν στήλει λιθίνει καὶ στή-
σαι εν ακροπόλει· εις δέ τὴν αν-
30 αγραφὴν τής στήλης δούναι τὸ-
ν εξεταστὴν καὶ τοὺς τριττυά-
ρχους v ΔΔ v δραχμάς.
              vacat 0,027
              (corona)

Στη στήλη σώζεται ψήφισμα προς τιμήν Αθηναίου πολίτη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Η πόλη τον τιμά με δημόσια στεφάνωση και ίδρυση στήλης, στην οποία θα αναγραφεί το ψήφισμα. Οι τιμές που αποδίδονται στον Ποσείδιππο έχουν, όπως αναγράφεται στο ψήφισμα, παραδειγματικό χαρακτήρα ώστε να παρακινούνται και άλλοι πολίτες να προσφέρουν τα μέγιστα στην πατρίδα. Εκτός από τα τυπικά στοιχεία που αναφέρονται στο ψήφισμα, στο τέλος του γίνεται μνεία δύο διαφορετικών αξιωματούχων, επιφορτισμένων κατά την εποχή αυτή με την πληρωμή της αναγραφής της στήλης, του εξεταστού (οικονομικού αξιωματούχου) και των τριττυάρχων (αξιώματος αρχικά σχετικού με την οργάνωση των ναυτικών πραγμάτων).

Με το ψήφισμα τιμάται ο Ποσείδιππος γιος του Βακχίου από το δήμο των Κοθωκιδών για τις υπηρεσίες που προσέφερε κατά τη διάρκεια αθηναϊκής πρεσβείας προς τον βασιλέα Κάσσανδρο. Η αποστολή της αθηναϊκής πρεσβείας έγινε μετά τη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) και την ήττα του Αντιγόνου και του Δημητρίου στο πλευρό των οποίων οι Αθηναίοι είχαν παραταχθεί. Μετά την ήττα και το θάνατο του Αντιγόνου οι Αθηναίοι προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από τον Δημήτριο και να πλησιάσουν τους υπόλοιπους βασιλείς. Η Αθήνα από το 307 έως το 301 π.Χ. είχε προσκολληθεί στον Δημήτριο, ο οποίος μέσω δικών του ανθρώπων υπαγόρευε την πολιτική της πόλης σε όλους τους τομείς. Η αναφερόμενη πρεσβεία εντάσσεται στις προσπάθειες των Αθηναίων να συνάψουν ειρήνη με τον βασιλέα της Μακεδονίας και να τηρήσουν από το σημείο αυτό και έπειτα στάση ουδετερότητας στις συγκρούσεις μεταξύ των Διαδόχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο, για πρώτη ίσως φορά, αποκαλείται ο Κάσσανδρος με τον τίτλο του βασιλέα, πράγμα που δεν συνέβαινε προηγουμένως στα κείμενα της περιόδου 307-301 π.Χ. όταν ο Κάσσανδρος ήταν εχθρός της πόλης, ως συμμάχου των Αντιγονιδών.

Το τιμητικό αυτό ψήφισμα προσφέρει πληροφορίες, άγνωστες από άλλες πηγές, σχετικά με τις υπηρεσίες του τιμωμένου προσώπου υπέρ της Αθήνας. Προφανώς οι καλές σχέσεις που είχε ο τιμώμενος με την αυλή του Κασσάνδρου ετέθησαν στην υπηρεσία της πατρίδος του, και μετά την επιστροφή της πρεσβείας οι υπόλοιποι απεσταλμένοι πρότειναν να τιμηθεί από την πόλη. Ανάλογο παράδειγμα τιμητικού ψηφίσματος, για πολύ σοβαρότερες όμως υπηρεσίες και άγνωστες από αλλού, έχουμε για τον Αθηναίο ποιητή Φιλιππίδη γιο του Φιλοκλέους από το δήμο της Κεφαλής (IG II2 657).

Επί Ευκτήμονος άρχοντος, όταν η Αντιγονίς φυλή πρυτάνευε δεύτερη κατά σειρά. Γραμματέας ήταν ο Θεόφιλος, γιος του Ξενοφώντος από το δήμο της Κεφαλής. (στ. 5) Εικοστή πρώτη του μηνός Μεταγειτνιώνος, εικοστή πρώτη μέρα της πρυτανείας. Σύγκληση της εκκλησίας του δήμου. Από τους προέδρους της εκκλησίας έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία ο Λυσίμαχος, γιος του Ναυσιστράτου από το δήμο των Προσπάλτων και (στ. 10) οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε ο δήμος˙ εισήγηση του Φιλιππίδου, γιου του Φιλομήλου από το δήμο της Παιανίας. Επειδή οι πρέσβεις που έστειλαν οι Αθηναίοι προς τον βασιλέα Κάσσανδρο δηλώνουν (στ. 15) ότι ο Ποσείδιππος ο οποίος τους συνόδευσε στην αποστολή τους, ήταν χρήσιμος σε αυτούς, αποδεικνύοντας την εύνοια που έχει προς το δήμο των Αθηναίων, να αποφασίσει (στ. 20) ο δήμος να επαινέσει τον Ποσείδιππο, γιο του Βακχίου από το δήμο των Κοθωκιδών και να τον στεφανώσει με στέφανο ελαίας, ώστε να φιλοτιμούνται όσο το δυνατόν περισσότεροι και να είναι χρήσιμοι (στ. 25) για τα συμφέροντα του δήμου˙ ο γραμματεύς κατά πρυτανείαν να αναγράψει το ψήφισμα αυτό σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στην Ακρόπολη˙ για την (στ. 30) αναγραφή της στήλης ο εξεταστής και οι τριττύαρχοι να δώσουν είκοσι δραχμές.