Καλλίμαχος
ο συγγενὴς καὶ επ̣ι̣-
στράτηγος καὶ στρα-
τηγὸς τής Ινδικής
5 καὶ Ερυθρας θαλάσσης
ήκω πρὸς τὴν κ[υ]ρίαν Ἶσιν
καὶ πεπόηκα τὸ προσκύνημα
τού κυρίου βασιλέως θεού νέου
Διον(ύσ)ου Φιλοπάτορος
10                          Φ̣ι̣λ̣αδέλφου
(έτους) ιθ´, Παχὼν θ´.

O Καλλίμαχος μας είναι γνωστός από αρκετές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες δύο ακόμη προσκυνήματα στον μεγάλο ναό της Ίσιδας στις Φίλες: το ένα από αυτά κάνει ο ίδιος και πάλι για τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (I.Philae I 53), ενώ το άλλο κάνει ο Σαραπίων Δράκοντος για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56). Ο Καλλίμαχος ανήκε σε μια σημαντική οικογένεια, που είχε και άλλα επιφανή μέλη (Hutmacher 1965: 2-13· David Thomas 1975: 107-109· Blasius 2001: 91-92, 94· McGing 2004).

Ως συγγενής του βασιλέα ο Καλλίμαχος φέρει τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο της πτολεμαϊκής αυλής (Mooren 1977: 24-36· για τους τιμητικούς τίτλους των ελληνιστικών βασιλικών αυλών βλ. και Ε6 και Π6) και έχει ως εκ τούτου σημαντική θέση σε αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότατα αξιώματα που κατέχει.

Στο παρόν προσκύνημα, όπως και στα άλλα δύο (I.Philae I 53, 56) εμφανίζεται ως επιστράτηγος. Παρά τις διαφορετικές γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση και τις ακριβείς δικαιοδοσίες αυτού του υψηλού αξιώματος (για την ιστορία της έρευνας βλ. David Thomas 1975: 11-16), τυγχάνει κοινής αποδοχής η άποψη ότι η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών της κεντρικής πτολεμαϊκής διοίκησης να ελέγξει την αιγυπτιακή χώρα και κυρίως τις απομακρυσμένες περιοχές της Άνω Αιγύπτου· το αξίωμα εμφανίζεται μετά το 187/6 π.Χ., όταν αποκαταστάθηκε η πτολεμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που είχαν αυτονομηθεί με την εξέγερση του 207/6 π.Χ., και –όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του αξιώματος– είχε υπό τον έλεγχό του στρατηγούς, δηλαδή τους επικεφαλής επιμέρους νομών της Αιγύπτου.

Ο Καλλίμαχος κατέχει, επίσης, το αξίωμα του στρατηγού τής Ινδικής καὶ Ερυθρας θαλάσσης. Το αξίωμα με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει τόσο την Ερυθρά όσο και την Ινδική, δημιουργείται από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (Mooren 1972: 132-133), ενώ υπάρχει ίσως ήδη νωρίτερα με άλλη μορφή. Ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο του γεωγραφικού προσδιορισμού Ινδική (βλ. σημ. 136), ο σχετικός αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος σίγουρα με την επίβλεψη του εμπορίου από και προς την Αίγυπτο που περνούσε από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Καθώς η δημιουργία του αξιώματος αυτού με σκοπό τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή που το βασίλειο των Πτολεμαίων αντιμετωπίζει συρρίκνωση και (εσωτερικά/εξωτερικά) προβλήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους της δυναστείας.

 

H λατρεία της Ίσιδας υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά τον Αλέξανδρο, ενώ συγχρόνως διαδόθηκε πολύ εκτός Αιγύπτου, όπου εξάλλου ήταν γνωστή ήδη από τους προελληνιστικούς χρόνους (το σχετικό υλικό έχει συγκεντρωθεί στα Vidman, SIRIS και Bricault 2001).

Η συγκεκριμένη επιγραφή, όπως και πολυάριθμα άλλα προσκυνήματα στην Ίσιδα προέρχονται από το κέντρο λατρείας της θεάς στον χώρο της Αιγύπτου, το μεγάλο ιερό στο νησάκι του Νείλου Φίλες. Τα περισσότερα από αυτά τα προσκυνήματα έχουν γραφτεί στον νότιο τοίχο του νότιου πυλώνα του ιερού, δηλαδή στo προαύλιο του ιερού που βρίσκεται εκτός του κυρίως ναού, και προέρχονται κυρίως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Θηβαΐδας.

Στο συγκεκριμένο προσκύνημα, όπως και σε πολλά άλλα των Φιλών, η Ἶσις εμφανίζεται ως κυρία· πρόκειται για ένα από τα πολλά επίθετα που συνοδεύουν τη θεά και τα οποία συχνά υποδεικνύουν ιδιότητές της ή σύνδεσή της με άλλες θεότητες (Bricault 1996: 37-42). Το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον στ. 8 του παρόντος προσκυνήματος στον θεοποιημένο Πτολεμαίο ΙΒ’.

H σύνδεση του Καλλιμάχου και της οικογένειάς τους με τη λατρεία της Ίσιδας δεν περιορίζεται στο προσκύνημα που αναλύουμε εδώ. Στον ναό της θεάς στις Φίλες καταγράφονται δύο προσκυνήματα γιων του Καλλιμάχου στην Ίσιδα που χρονολογούνται περί τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα (I.Philae I 57, 58). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος έχει κάνει (το ίδιο έτος και ημέρα) ένα ακόμη προσκύνημα αφιερωμένο και πάλι στον Πτολεμαίο ΙΒ’ στο συγκεκριμένο ιερό (Ι.Philae Ι 53), ενώ ένας Σαραπίων Δράκοντος κάνει προσκύνημα στην Ίσιδα για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56, 51 π.Χ.). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο Καλλίμαχος κατασκευάζει ένα ιερό της Ίσιδας (Ισιδείον) στην Πτολεμαΐδα, το οποίο μάλιστα ανακηρύσσεται ατελές και άσυλο (SB 3926, 46 π.Χ. –για τη χρονολόγηση βλ. Bingen 1970: 375).

Όσο γενικευμένη κι αν ήταν η λατρεία της Ίσιδας, η εκδήλωση ευσέβειας προς αυτή για λογαριασμό του βασιλέα από τον κατεξοχήν υπεύθυνο για την ασφάλεια της πτολεμαϊκής χώρας επιστράτηγο, είχε πιθανότατα μια ειδικότερη πολιτική σημασία και αποτελούσε ίσως μια επιδέξια ένδειξη εύνοιας προς το γηγενές στοιχείο και τις παραδόσεις του.

Ο Καλλίμαχος, συγγενής (του βασιλέα) και επιστράτηγος και στρατηγός της Ινδικής (στ. 5) και Ερυθράς θάλασσας, προσήλθα στην κυρία Ίσιδα και έκανα το προσκύνημα του κυρίου βασιλέα θεού νέου Διονύσου Φιλοπάτορα (στ. 10) Φιλαδέλφου. Έτος 19ο, 9η Παχών.

επὶ Φρυνίχου άρχοντος, επὶ τής Λεωντίδος εν-
άτης πρυτανείας, ἧι Χαιρέστρατος Αμεινίου
Αχαρνεὺς εγραμμάτευεν· τών προέδρων επεψή-
φιζεν Μενέστρατος Αιξωνεύς· Ευκράτης Αρισ-
5 τοτίμου Πειραιεὺς είπεν· αγαθήι τύχηι τού δ-
ήμου τού Αθηναίων, δεδόχθαι τοίς νομοθέται-
ς· εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επὶ τυραννίδι
ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσηι ἢ τὸν δήμον τ-
ὸν Αθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Αθήνησιν
10 καταλύσηι, ός άν τὸν τούτων τι ποιήσαντα απο-
κ⟨τ⟩είνηι, όσιος έστω· μὴ εξείναι δέ τών βουλευ-
τών τών τής βουλής τής εξ Αρείου Πάγου καταλ-
ελυμένου τού δήμου ἢ τής δημοκρατίας τής Αθ-
ήνησιν ανιέναι εις Άρείον Πάγον μηδέ συνκα-
15 θίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μη-
δέ περὶ ενός· εὰν δέ τις τού δήμου ἢ τής δημοκρ-
ατίας καταλελυμένων τών Αθήνησιν ανίηι τώ-
ν βουλευτών τών εξ Αρείου Πάγου εις Άρειον Π-
άγον ἢ συνκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ἢ βολεύη-
20 ι περί τινος, άτιμος έστω καὶ αυτὸς καὶ γένος
τὸ εξ εκείνου, καὶ η ουσία δημοσία έστω αυτού
καὶ τής θεού τὸ επιδέκατον· αναγράψαι δέ τόν-
δε τὸν νόμον εν στήλαις λιθίναις δυοίν τὸν γ-
ραμματέα τής βουλής καὶ στήσαι τὴμ μέν επὶ τ-
25 ής εισόδου τής εις Άρειον Πάγον τής εις τὸ βο-
υλευτήριον εισιόντι, τὴν δέ εν τήι εκκλησία-
ι· εις δέ τὴν αναγραφὴν τών στηλών τὸν ταμίαν
δούναι τού δήμου : ΔΔ : δραχμὰς εκ τών κατὰ ψη-
φίσματα αναλισκομένων τώι δήμωι. vac.

Η επιγραφή φέρει νόμο (ή νόμο που εντάσσεται στο σώμα ενός ψηφίσματος, βλ. Squillace 2018: 144), ο οποίος ψηφίστηκε μετά από πρόταση του Ευκράτη και έχει ως σκοπό να προστατεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Σώζονται τα ονόματα του επωνύμου άρχοντος Φρυνίχου (στ. 1), της πρυτανεύουσας φυλής Λεοντίδος (στ. 1-2), του γραμματέα Χαιρέστρατου (στ. 2-3) και του εισηγητή της πρότασης Ευκράτη (στ. 4-5), ο οποίος βρήκε τον θάνατο το 322 π.Χ., μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Αθήνα ([Λουκιανός], Δημοσθένους εγκώμιον, 31· Lambert 2018: 210). Αναγράφεται, επίσης, το όνομα του προέδρου των νομοθετών Μενέστρατου (στ. 3-4). Οι νομοθέτες αποτελούν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα ειδικό σώμα Αθηναίων πολιτών το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης νέων νόμων (Rhodes – Osborne, GHI: xviii, 390· Canevaro 2018).

Η επιγραφή αναγράφηκε σε δύο στήλες, από τις οποίες η μία τοποθετήθηκε στην είσοδο του Αρείου Πάγου και η άλλη στην Πνύκα (στ. 22-27), ως υπενθύμιση στους Αθηναίους ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό τους πολίτευμα (Teegarden 2014: 110). Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, ποιο από τα δύο αντίγραφα βρέθηκε στην Αγορά (Attic Inscriptions Online 33).

 

O Άρειος Πάγος τον 4ο αιώνα π.Χ.

Την κλασική εποχή ο Άρειος Πάγος απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες οι οποίοι έχουν ασκήσει το αξίωμα των εννέα αρχόντων και έχουν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους (εύθυναι). Τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία και αρμοδιότητά τους είναι η εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σωματικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 57.3).

Σύμφωνα, επίσης, με τις πηγές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Άρειος Πάγος έχει την αρμοδιότητα να διενεργεί έρευνες (βλ. ενδ. Αισχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 81-82· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους, 50-51, 62-63· Δημοσθένης, Περὶ τού στεφάνου, 132-134· βλ. σχετικά Harris 2016: 77-78).

Μεταξύ άλλων, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, ο Άρειος Πάγος μπορεί να διερευνήσει κάποιο ζήτημα ή κάποιο πρόσωπο ύποπτο για εγκλήματα πολιτικού χαρακτήρα, στη συνέχεια να συντάξει μια έκθεση των πορισμάτων του και να την υποβάλει στην εκκλησία του δήμου (απόφασις). Αν η αναφορά συνηγορεί υπέρ της ενοχής του υπόπτου, η εκκλησία του δήμου μπορεί να προχωρήσει στη δίωξή του, επιλέγοντας τα πρόσωπα τα οποία θα ενεργήσουν ως κατήγοροι και παραπέμποντας την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ηλιαία, η οποία είτε θα αθωώσει είτε θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο (de Bruyn 1995: 143-145· Rhodes 1995: 313· Hansen 19992: 292). Οι σχετικές μαρτυρίες τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ συνδέονται συχνά από τους ερευνητές με πρόσθετες εξουσίες που πιθανώς αποκτά ο Άρειος Πάγος τότε, συμπίπτουν δε χρονικά με μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πολιτική ιστορία της Αθήνας περίοδο, καθώς η αυξανόμενη επιρροή και δύναμη του Φιλίππου B΄ επηρεάζει σημαντικά την πολιτική που υιοθετεί η πόλη (Teegarden 2014: 100-101).

Την επαύριο της ήττας των Αθηναίων από τις δυνάμεις του Φιλίππου Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η Αθήνα λαμβάνει μια σειρά από έκτακτα μέτρα για να οργανώσει την αντίστασή της σε ενδεχόμενη επίθεση του Φιλίππου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το ψήφισμα του δήμου, σύμφωνα με το οποίο όσοι θα απέφευγαν το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας τους θα κρίνονταν ένοχοι προδοσίας και θα βίωναν την υπέρτατη τιμωρία. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, περισσότερα στοιχεία σχετικά με το όργανο που θα έπρεπε να τιμωρήσει τους παραβάτες. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος συνέλαβε και οδήγησε σε θάνατο τους προδότες που εγκατέλειψαν τότε την πόλη (Λυκούργος, Κατὰ Λεωκράτους, 52-54). Με βάση όσα είναι γνωστά ως τώρα για τη δικαιοδοσία του, φαίνεται ότι ο Άρειος Πάγος απέκτησε έκτακτες εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών ως προς το αν οι εξουσίες αυτές του δόθηκαν με κάποιο ψήφισμα ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου με δική του πρωτοβουλία υπερέβη τις αρμοδιότητές του (βλ. ενδ. Carawan 1985: 129-130· Wallace 1989: 118· de Bruyn 1995: 152-153· Hansen 19992: 291· Sullivan 2003: 133-134). Σώζεται, επίσης, μαρτυρία σχετικά με Αθηναίο πολίτη, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει στη Σάμο, μετά την ήττα, και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο ως προδότης της πόλης (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφώντος, 252). Σε αυτά τα στοιχεία έρχεται να προστεθεί, τέλος, και η παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του Φωκίωνα –ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ειρήνης με τον Φίλιππο– ως στρατηγού και όχι του Χαρίδημου (Πλούταρχος, Φωκίων, 16.4).

 

Ο νόμος του Ευκράτη

Ο νόμος τον οποίο εισηγήθηκε ο Ευκράτης αθωώνει αυτόν που θα σκοτώσει όποιον τυχόν επιχειρήσει να καταλύσει τη δημοκρατία (στ. 7-11). Ταυτόχρονα προβλέπει αυστηρές ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δήμευση περιουσίας και τη στέρηση δικαιωμάτων (άτιμος έστω, για την ατιμία, βλ. Youni 2019: 361-375) για εκείνα τα μέλη του Αρείου Πάγου τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την κατάλυση της δημοκρατίας (στ. 16-22).

Ο νόμος, και ιδίως η μνεία του στον Άρειο Πάγο, έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τη σύγχρονη έρευνα: ως μέτρο το οποίο λήφθηκε, αφενός, για να περιοριστεί η δύναμη που είχε αποκτήσει ο Άρειος Πάγος μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (de Bruyn 1995: 161), αφετέρου για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη συνεργασία του με τους Μακεδόνες (Ostwald 1955: 124-126), ή, ακόμη, και για να προστατευθεί ο Άρειος Πάγος από εξωτερικές πιέσεις οι οποίες θα τον ανάγκαζαν να νομιμοποιήσει ένα μη δημοκρατικό καθεστώς (Schwenk, Athens Alexander: 40-41)· ως ένας τρόπος με τον οποίο οι Αθηναίοι διεκήρυτταν ότι μένουν πιστοί στις αρχές της Κορινθιακής Συμμαχίας του Φιλίππου Β΄ (338/7 π.Χ.), σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις έπαιρναν όρκο να μην καταλύσουν τα ισχύοντα σε κάθε κράτος πολιτεύματα (IG II³ 1, 318, στ. 12-14) (Mossé 1970: 75-77)· ως μέσο με το οποίο οι Αθηναίοι καθιστούσαν σαφή την αφοσίωσή τους στο δημοκρατικό τους πολίτευμα (Wallace 1989: 179-184· Habicht 1997: 13-14) ή αποδείκνυαν στους υπόλοιπους Έλληνες ότι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πολιτειακή σταθερότητα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε επιβάλει τυραννικές κυβερνήσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις (Squillace 1994: 117-141· id. 2018: 148-151)· ως ένα μέτρο το οποίο ενθάρρυνε τον Άρειο Πάγο να επιτελέσει το καθήκον του ως προς την προστασία του πολιτεύματος, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση (Harris 2016: 79). Τέλος, πρόσφατα, διατυπώθηκε και η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που προβλέπονταν για τα μέλη του Αρείου Πάγου λειτουργούσαν ως προειδοποίηση για τους Αθηναίους ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό απειλή, σε περίπτωση που εκείνοι θα διαπίστωναν ότι οι Αρεοπαγίτες δεν συνήλθαν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους (Teegarden 2014: 104-105).

Και στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάλογες αποφάσεις προστασίας του πολιτεύματός τους. Αυτό φαίνεται στο ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε ο Δημόφαντος μετά το ολιγαρχικό κίνημα είτε του 411 είτε του 404 π.Χ. (Canevaro – Harris 2012: 119-125), το οποίο υποχρέωνε τους Αθηναίους πολίτες να συνδράμουν έμπρακτα στην προάσπιση της δημοκρατίας (Ανδοκίδης, Περὶ τών μυστηρίων, 96-98). Όπως και ο νόμος που πρότεινε ο Ευκράτης, έτσι και το ψήφισμα του Δημόφαντου όριζε, μεταξύ άλλων, ότι όποιος σκότωνε αυτόν που θα κατέλυε τη δημοκρατία δεν θα διωκόταν ποινικά (όσιος έστω καὶ ευαγής).

Επί άρχοντος Φρυνίχου, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίς, ένατη κατά σειρά, κατά την οποία ο Χαιρέστρατος, γιος του Αμεινίου, από τον δήμο των Αχαρνών, ήταν γραμματέας. Από τους προέδρους ο Μενέστρατος, από τον δήμο της Αιξωνής, έθετε το θέμα σε ψηφοφορία. Ο Ευκράτης, γιος του Αριστότιμου, (στ. 5) από τον δήμο του Πειραιά εισηγήθηκε. Με καλή τύχη του δήμου των Αθηναίων, οι νομοθέτες να αποφασίσουν: εάν κάποιος κινηθεί ενάντια στον δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή καταλύσει τον δήμο των Αθηναίων ή τη δημοκρατία στην Αθήνα, όποιος τυχόν σκοτώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο από αυτά (στ. 10) να μην θεωρείται μολυσμένος (όσιος)· και να μην επιτρέπεται σε κανέναν από τους βουλευτές της βουλής του Αρείου Πάγου, εάν ο δήμος ή η δημοκρατία στην Αθήνα έχουν καταλυθεί, να ανέβει στον Άρειο Πάγο ή να καθίσει για συνεδρίαση ή να συσκέπτεται (στ. 15) για οτιδήποτε· αλλά εάν, ενώ ο δήμος και η δημοκρατία της Αθήνας έχουν καταλυθεί, κάποιος από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου ανέβει στον Άρειο Πάγο ή κάθεται για συνεδρίαση ή συσκέπτεται για οτιδήποτε, να περιπέσει σε ατιμία και ο ίδιος και οι απόγονοί (στ. 20) του και η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο αυτής να αποδοθεί στη θεά. Αυτός ο νόμος να αναγραφεί σε δύο λίθινες στήλες από τον γραμματέα της βουλής, και να τοποθετηθεί η μία στην είσοδο του Αρείου Πάγου (στ. 25) από την οποία εισέρχεται κανείς στο βουλευτήριο, και η άλλη στην εκκλησία του δήμου. Για την αναγραφή των στηλών ο ταμίας του δήμου να δώσει είκοσι δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα (στ. 29).

Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ],
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-]
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-]
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης]
5 αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης]
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-]
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]-
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί]
10 [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα-
 [ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ]
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι]
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]-
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-]
15 [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω]
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ-
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης.

Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.

 

O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.

O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).

Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).

 

Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).

Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).

Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.

Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.

H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).

 

H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.

O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).

 

 

 

Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.

 

Θεόφραστον [Hρ]α̣[κ]λ[είτου Αχαρν]έα, επιμελητὴν Δήλου γενόμενον
καὶ κατασκευάσαντα τὴν αγορὰν καὶ τὰ χώματα περιβαλόντα τώι λιμένι,
Αθηναίων οι κατοικούντες εν Δήλωι καὶ οι έμποροι καὶ οι ναύκληροι
καὶ Ῥωμαίων καὶ τών άλλων ξένων οι παρεπιδημούντες, αρετής
5  ένεκεν καὶ καλοκαγαθίας καὶ τής εις εαυ[το]ὺς ευεργεσίας ανέθηκαν.

Η θητεία του Θεόφραστου ως επιμελητή της Δήλου χρονολογείται κατά το έτος 126/5 (Roussel 1916: 297). Ως επιμελητής, κατείχε το σημαντικότερο αξίωμα πάνω στο νησί κατά την περίοδο της δεύτερης αθηναϊκής κληρουχίας (166-88). Η αθηναϊκή κληρουχία εγκαταστάθηκε στην Δήλο μετά το 166 π.Χ., όταν και με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, το νησί απώλεσε την ανεξαρτησία του και περιήλθε για δεύτερη φορά στην ιστορία του υπό τον έλεγχο της Αθήνας, ως ανταμοιβή για την στήριξη που προσέφερε στην Ρώμη κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (Στράβων 10.5.4).

Παράλληλα, ο ντόπιος πληθυσμός εκδιώχθηκε και παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατέλειας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, ως αντίποινα για το γεγονός ότι δεν υποστήριξε την Ρώμη στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς την περίοδο 166-88, το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι επαγγελματίες του εμπορίου (έμποροι, ναύκληροι, εγδοχείς), του χρήματος (τραπεζίται), αλλά και άλλοι ξένοι εργαζόμενοι ή πραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ατέλειαν του νησιού, κατέφτασαν από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου προκειμένου να οργανώσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Επίσης, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού συμπληρώνεται από τα θρησκευτικά σωματεία μυστηριακών λατρειών που ανθίζουν στο νησί καθώς και από τους επισκέπτες στο ιερό του Απόλλωνα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μωσαϊκό πολιτισμών και ένα ευρύτατο πλαίσιο ανθρώπινης κινητικότητας.

Το εν λόγω κείμενο εντάσσεται σε ένα σύνολο αφιερωματικών/αναθηματικών επιγραφών για επιμελητές της Δήλου και άλλους Αθηναίους αξιωματούχους και διάφορες προσωπικότητες του νησιού (I.Délos 1642, 1647, 1648, 1649, 1652, 1657, 1658, 1659, 1660, 1662, 1663, 1671, 1703, 1704, 1709, 1726, 1729). Ωστόσο, η περίπτωση του Θεόφραστου είναι η μοναδική στην οποία γνωστοποιείται ο ακριβής λόγος της αφιέρωσης: η κατασκευή μιας ολόκληρης αγοράς και η βελτίωση των υποδομών του λιμανιού στην περίοδο της μεγάλης ακμής του (Bruneau – Ducat 2005: 49: 227).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ανάθεση πραγματοποιεί ένα μεικτό πληθυσμιακό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους υπόλοιπους Έλληνες και ξένους που κατοικούν ή παρεπιδημούν στο νησί και τους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι προβάλλονται να έχουν την δική τους ‘νομική’ υπόσταση, αποτελώντας ξεχωριστό μέρος του πληθυσμού (Hatzfeld 1912: 104-111).

Η ύπαρξη τέτοιου είδους κειμένων σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή στα επιγραφικά τεκμήρια της Δήλου, κυρίως μετά το 130 π.Χ. Ενώ μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, οι Αθηναίοι κληρούχοι φαίνεται ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της δηλιακής ζωής, ωστόσο, μετά το 130, και μάλλον ύστερα από σταδιακές κοινωνικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, δεν είναι πλέον μόνοι τους για να καθορίζουν τα τοπικά ζητήματα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αναθηματικές και αφιερωματικές πρακτικές, η μεικτή κοινότητα της Δήλου φαίνεται να έχει συγκεκριμένο ρόλο ή/και λόγο στις σχετικές διαδικασίες, επικυρώνοντας την πληθωρική παρουσία των ξένων κατοίκων και παρεπιδημούντων, αλλά κυρίως την εντατική και βαθιά δικτύωσή τους με το περιβάλλον του νησιού (Reger 2003: 193-194).

Οι Αθηναίοι που κατοικούν στην Δήλο και οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες και οι Ρωμαίοι και οι άλλοι ξένοι που κατοικούν εκεί προσωρινά, αφιέρωσαν στον Θεόφραστο, γιο του Ηρακλείτου, από τον δήμο των Αχαρνών, ο οποίος υπήρξε επιμελητής της Δήλου και κατασκεύασε την αγορά και τα αναχώματα του λιμανιού, (στ. 5) εξαιτίας της αρετής του, της καλοσύνης του και της ευεργεσίας του προς αυτούς.

[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ]
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς]
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]-
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν]
5 [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]-
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ]
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν]
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]-
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]-
10 [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ-
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ-
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον
15 [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ-
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ-
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς·
20 καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό-
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι-
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας,
25 αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ-
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν
30 [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε-
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι]
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς]
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε-
35 [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή-
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες.  vacat
37a                          vacat
38                         η βουλὴ
                        ο δήμος
40                        Νικογένην
                       Νίκωνος
                       Φιλαΐδην

Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).

Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).

Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.

 

Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.

Η βουλή

Ο δήμος

τον Νικογένη,

(γιο) του Νίκωνα,

Φιλαΐδη

 

                 Θ         ε          ο          ί.
[Γ]λαυκίδης Σωσίππου είπεν · επειδὴ οι χορηγοὶ Αυτ[έα]-
ς Αυτοκλέους καὶ Φιλοξενίδης Φιλίππου καλώς [κα]-
[ὶ] φιλοτίμως εχορήγησαν · δεδόχθαι τοῑς δημότ[α]-
5 [ι]ς στεφανώσαι αυτοὺς χρυσώι στεφάνωι εκάτε-
[ρ]ον απὸ εκατὸν δραχμών εν τώι θεάτρωι τοίς κω-
μωιδοίς τοίς μετὰ Θεόφραστον άρχοντα, όπως άν
[φ]ιλοτιμώνται καὶ οι άλλοι χορηγοὶ οι μέλλοντες
[χ]ορηγείν. δούναι δέ αυτοίς καὶ εις θυσίαν δέκα δ-
10 ραχμὰς τὸν δήμαρχον Hγησίλεων καὶ τοὺς ταμία-
ας. ὰναγράψαι δέ καὶ τὸ ψήφισμα τόδε τοὺς ταμία-
ς έν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι θεάτρωι, όπως
άν Αιξωνείς αεὶ ὡς κάλλιστα <τὰ> Διονύσια ποιώσιν.

Το ψήφισμα του δήμου της Αιξωνής (σημ. Γλυφάδας) αποδίδει τιμές σε δύο χορηγούς αγώνα κωμωδίας στα αγροτικά Διονύσια (για την εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές των δήμων βλ. Wilson 2010: 45-54). Οι δύο χορηγοί ήταν επιφανείς δημότες της Αιξωνής: Ο Αυτέας εμφανίζεται ως μισθωτής γης το 345/4 π.Χ. (IG II2 2492), ενώ ο Φιλοξενίδης πιθανότατα συνδεόταν με την οικογένεια του Λυκούργου μέσω του γάμου της αδερφής του (Traill, PAA 940670, 929755).

Οι τιμές για τους δύο χορηγούς περιλαμβάνουν τη στεφάνωσή τους με χρυσό στέφανο στο θέατρο της Αιξωνής κατά τους κωμικούς αγώνες του επόμενου έτους, δηλ. του 312/1 π.Χ., καθώς και την προσφορά 10 δραχμών από τον δήμαρχο και τους ταμίες, προκειμένου οι τιμώμενοι να τελέσουν θυσία. Χορηγούς τιμούν οι δημότες της Αιξωνής και με τα ψηφίσματα IG II2 1198 και 1200 (= EM 139, 12667). Οι χορηγοί τιμώνται, επειδή εκπλήρωσαν με ζήλο (“φιλοτίμως“) τα χορηγικά τους καθήκοντα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η φιλοτιμία ενσωματώνεται στις πολιτικές αρετές των Αθηναίων και προβάλλεται ιδιαίτερα. Η χορηγία –και αργότερα η αγωνοθεσία– αποτέλεσε ένα από τα προσφορότερα πεδία εκδήλωσης της φιλοτιμίας (Δημοσθένης 18.257). Το πραγματικό βραβείο για τον χορηγό ήταν η εύνοια των πολιτών ή δημοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι κατά τη διεκδίκηση ενός πολιτικού αξιώματος ή στο δικαστήριο επικαλούνταν ως επιχείρημα υπέρ τους την ανάληψη της χορηγίας (Ξενοφών, Οικονομικὸς 2.5-6).

Στο παρόν ψήφισμα η απονομή των στεφάνων προβλέπεται να γίνει κατά τη διάρκεια των αγώνων στο θέατρο, ώστε να παραδειγματιστούν οι μελλοντικοί χορηγοί. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ανέγερση της στήλης με το ψήφισμα στον χώρο του θεάτρου. Προσφέροντας ένα αδιάσειστο τεκμήριο της δράσης και της ανταμοιβής των δύο χορηγών και εξυπηρετώντας την προσωπική τους επιδίωξη για τιμή και εύνοια των συνδημοτών τους, το ψήφισμα δημιουργεί ευγενή άμιλλα ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να είναι (οικονομικά) γενναιόδωροι και κίνητρο όμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μέσα από το ανταποδοτικό σύστημα της προσπάθειας-επιβράβευσης και την καλλιέργεια ενός συνόλου πολιτικών αρετών η εκάστοτε πολιτική κοινότητα (οι επιμέρους δήμοι ή η ίδια η πόλη), παρακινεί τα οικονομικώς ισχυρά μέλη της σε δράση προς όφελός της.

 

Θεοί. Ο Γλαυκίδης, (γιος) του Σωσίππου, εισηγήθηκε: επειδή οι χορηγοί Αυτέας, (γιος) του Αυτοκλή, και Φιλοξενίδης, (γιος) του Φιλίππου, διετέλεσαν χορηγοί σωστά και με ζήλο, να αποφασίσουν οι δημότες (στ. 5) να τους στεφανώσουν τον καθένα με χρυσό στεφάνι αξίας εκατό δραχμών στο θέατρο κατά τους αγώνες της κωμωδίας μετά τη χρονιά του άρχοντα Θεόφραστου, ώστε να φιλοτιμηθούν και οι άλλοι χορηγοί, που πρόκειται στο μέλλον να χορηγήσουν. Επίσης, ο δήμαρχος Ηγησίλεως και οι ταμίες να τους δώσουν δέκα (στ. 10) δραχμές, για να προσφέρουν θυσία. Και να αναγράψουν το ψήφισμα αυτό οι ταμίες σε στήλη λίθινη και να τη στήσουν στο θέατρο, ώστε οι Αιξωνείς πάντα να γιορτάζουν με τον καλύτερο τρόπο τα Διονύσια.

   [Τιμο]σθένης Μειξωνίδο
   Μειξωνίδης Τιμοσθένος
   Κλεόστρατος Τιμοσθένος
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν]
5 τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν].

Πρόκειται για ανάθεση τριών δημοτών της Αιγιλίας που είχαν νικήσει ως χορηγοί. Ο δήμος αυτός τοποθετείται είτε στην περιοχή του βουνού Όλυμπος (βόρεια της Αναβύσσου και της Σαρωνίδας), είτε στα Καλύβια Θορικού (Travlos 1988: 15, 16 + χάρτης 1 και 21 και Traill 1986: 146, αντίστοιχα).

Οι τρεις χορηγοί είναι πατέρας και γιοί, μέλη μιας από τις οικογένειες του δήμου που μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια έξοδα (τρεις χορηγούς –πατέρες και γιους– έχουμε επίσης σε δύο επιγραφές από το Ικάριον: IG II2 3095· 3098). Η εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές που προέρχονται από τους δήμους έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους (Whitehead 1986: 217-218· Wilson 2010: 45-54).

Η χορηγία είχε γίνει στα Διονύσια, αφού η ανάθεση απευθύνεται στον Διόνυσο, και πιθανόν στα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια, εφόσον τα χορηγικά μνημεία που ανεγείρονταν στους δήμους αφορούσαν κυρίως νίκες σε αυτά. Τα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια ήταν η πιο διαδεδομένη από τις πολυάριθμες γιορτές που λάμβαναν χώρα στους δήμους της Αττικής (η πιο πρόσφατη συγκέντρωση των μαρτυριών στον Wilson 2010). Η επιγραφή δεν μας δίνει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το είδος του αγώνα, αν και γνωρίζουμε ότι στα Διονύσια των δήμων τελούνταν κατά κύριο λόγο αγώνες δράματος (τραγωδίας και κωμωδίας). Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αφορμή για την κοινή ανάθεση αποτέλεσαν μεμονωμένες χορηγικές νίκες των τριών μελών της οικογένειας.

Κύριο ρήμα στη συγκεκριμένη επιγραφή δεν είναι τα συνήθη νικώ ή χορηγώ, αλλά το ανατίθημι. Η διατύπωση αυτή αναδεικνύει τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Αντίστοιχες επιγραφές έχουμε και από άλλους δήμους, όπως το Ικάριον (IG II2 3094 = ΕΜ 13316), τις Αχαρνές (IG ΙΙ2 3106), τον Θορικό (IG Ι3 1027bis), τον Ραμνούντα (I.Rhamnous 115). Οι χορηγοί ανέθεσαν στον Διόνυσο άγαλμα, το οποίο θα έδραζε στη σωζόμενη ημικυκλική κοιλότητα της βάσης, και βωμό. Χορηγικές αναθέσεις αγάλματος στον Διόνυσο έχουμε και από άλλους δήμους (πρβλ. Αλαί Αιξονίδες: IG II2 3091 = ΕΜ 12693· Ικάριον: IG II2 3095· 3098· Αναγυρούς: IG Ι3 969 = ΕΜ 13180· Θορικός: SEG XXXIV 174 και Ελευσίνα: IG II2 3090), όμως η ανάθεση βωμού είναι, αν η συμπλήρωση ισχύει, μοναδική με βάση τα ως τώρα δεδομένα. Το άγαλμα και ο βωμός θα είχαν ανεγερθεί στο θέατρο του δήμου ή στον ευρύτερο ιερό χώρο του Διονύσου.

Τα ποικίλης μορφής μνημεία που οι χορηγοί ανέθεταν για τις νίκες τους στους αγώνες των δήμων, καθώς και τα θέατρα στα οποία λάμβαναν χώρα οι σχετικές παραστάσεις ήταν προσαρμοσμένα στις περιορισμένες –σε σχέση με το άστυ– δυνατότητες και ανάγκες των δήμων (για τα θέατρα των δήμων βλ. Wilson 2010: 37-82). Το μοναδικό μνημείο από τα κατ’ αγροὺς Διονύσια που μπορεί να συναγωνιστεί σε μέγεθος και πολυτέλεια αυτά του άστεως, είναι το ανάθημα τριών προσώπων από το Ικάριον, πιθανότατα πατέρα και γιων· είχε τη μορφή ψηλού βάθρου με άγαλμα στην κορυφή, δεν ξέρουμε, ωστόσο, αν αφορούσε νίκη σε διθύραμβο ή δράμα (IG II2 3098· Wilson 2000: 249-250 εικ. 25).

O Τιμοσθένης (γιος) του Μειξωνίδη, o Μειξωνίδης (γιος) του Τιμοσθένους (και) o Κλεόστρατος (γιος) του Τιμοσθένους, έχοντας νικήσει ως χορηγοί, ανέθεσαν (στ. 5) στον Διόνυσο το άγαλμα και το βωμό.

  Νίκαν μέν Πτολεμαίου επώνυμοι Ατταλίδας τε
λαὸς έλεν, φυλας τ’ έκγονοι Ἁδριανού,
Αιγείδας τε φερεστέφανος, Πανδειονίδαι τε
αίμα τ’ Ερεχθειδαν, κούροι εγερσιβόαι.
5 Ῥυθμοίσιν δ’ έσποντο πολυπτύκτοις Αγαθοκλε<ύ>ς
[. . .]σοις, αυλοβόαν Ζώσιμον οσσόμενοι.
[..ca. 5-7…] αρχεν Αθανάοις, έντυνε δέ μολπάν
[χρησάμε]νος (?) ψαλμοίς αμφικρότοισι Τρύφων.
[nomen δ’ αμφ]ὶ άνασσα Χοραγία, αμφὶ δέ Νίκα
10 [έσπετο οι κλει]νά τ’ Αγλαΐα τρίποδος.
                                               vacat

Πρόκειται για ανάθεση τρίποδα μετά από νίκη σε αγώνα διθυράμβου στα Μεγάλα Διονύσια την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων. Στο έμμετρο κείμενο αναφέρονται όλα τα μέλη της νικήτριας ομάδας: οι φυλές από τις οποίες προέρχονταν οι χορευτές, ο ποιητής-συνθέτης Αγαθοκλής, ο αυλητής Ζώσιμος, ένας μουσικός έγχορδου οργάνου με το όνομα Τρύφων, ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας και βέβαια ο χορηγός που χρηματοδότησε τη συγκεκριμένη ομάδα (τα ονόματα των δύο τελευταίων δεν σώζονται).

Ο διθύραμβος ήταν τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αγώνες διθυράμβου γίνονταν με βεβαιότητα στα Μεγάλα Διονύσια, Παναθήναια και Θαργήλια. Τα μέλη των χορών ορίζονταν κατά φυλές. Κάθε φυλή διαγωνιζόταν με δύο χορούς: έναν στην κατηγορία των ανδρών και έναν στην κατηγορία των παίδων. Στα Μεγάλα Διονύσια κάθε χορός είχε 25 μέλη. Τα έξοδα των χορών καλύπτονταν από τους χορηγούς.

Το ότι το αγώνισμα του διθυράμβου διατηρήθηκε ως την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, οφείλεται κυρίως στον συντηρητισμό που διέκρινε το επίσημο πρόγραμμα των ελληνικών αγώνων (Aneziri 2014). Στη διατήρηση του διθυράμβου συνέβαλε και η σύνδεσή του με τη λατρεία, ενώ βλέπουμε επίσης ότι οι φυλές εξακολουθούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο συγκεκριμένο αγώνισμα (Wilson 2000: 198-262).

Οι ολιγάριθμες χορηγικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στη σκιά των πολυάριθμων επιγραφών της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Follet – Peppas-Delmouzou 2001). Διακρίνονται χρονικά σε δύο υποπεριόδους: τη φλαβιανή (69-96 μ.Χ.), με παραδείγματα τις IG II2 3112· 3113 (= ΕΜ 9515)· 3114 και 3115 (= ΕΜ 9517), και την αντωνίνεια (96-192 μ.Χ.) με παραδείγματα, εκτός της εξεταζόμενης, τις IG II2 3116 (= ΕΜ 2867)· 3117 (= ΕΜ 8351+8352+4591)· 3119 (= ΕΜ 9516+2271+2320+5946).

Στην ύστερη εποχή που ανήκει η επιγραφή μας παρατηρούνται δύο σημαντικές αλλαγές στους αγώνες διθυράμβου: 1) Οι δεκατρείς πια φυλές των Αθηναίων καταμερίζονται, σε δύο ομάδες των έξι ή επτά φυλών ή σε τρεις ομάδες των τεσσάρων ή πέντε φυλών, οι οποίες διαγωνίζονταν μεταξύ τους. 2) Ο αριθμός των χορευτών μειώνεται από πενήντα σε εικοσιπέντε, διότι ήταν πια δύσκολο για μια φυλή ή μια ομάδα φυλών να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα πενήντα άτομα ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε ένα αγώνισμα τόσο περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ επιπλέον οι χοροί του διθυράμβου και του δράματος παρέμεναν ιδιαίτερα δαπανηροί. Έτσι, εξασφαλιζόταν μεγάλη μείωση των δαπανών και συμμετοχή όλων των φυλών –έστω και μη αυτόνομα– στους αγώνες.

Τη δυσκολία των φυλών να συγκροτήσουν διθυραμβικούς χορούς επιβεβαιώνει ίσως και μια χορηγική επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ., η οποία μας πληροφορεί ότι ο τρίποδας απονεμήθηκε στον αθηναϊκό δήμο, ανακηρύσσοντας αυτόν ως νικητή, προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή της μη στεφάνωσης (IG II2 3114). Η μη στεφάνωση μπορούσε να είναι συνέπεια έλλειψης συμμετοχής στον αγώνα.

Στη συγκεκριμένη επιγραφή η νικήτρια ομάδα αποτελείται από έξι φυλές: Πτολεμαΐς, Ατταλίς, Ἁδριανίς, Αιγηΐς, Πανδιονίς, Ερεχθηΐς.

Στους στίχους 9-10 αναφέρεται ότι τον τρίποδα συνοδεύουν οι μορφές της Χορηγίας, της Νίκης και της Αγλαΐας. Η Αγλαϊα είναι μια από τις τρεις Χάριτες και σημαίνει συγχρόνως τον εορταστικό θρίαμβο. Εύλογα πρέπει να υποθέσουμε την παρουσία τριών αγαλματικών μορφών που αντιπροσώπευαν τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός των συμμετεχόντων ως «κούρων» (στίχος 4) μάλλον παραπέμπει σε χορό παίδων (πρβλ. Sutton 1989: 106).

Τη νίκη κέρδισαν οι επώνυμοι του Πτολεμαίου και η φυλή των Ατταλιδών και οι απόγονοι της φυλής του Αδριανού και η στεφανωμένη φυλή των Αιγειδών και οι Πανδιονίδες και η φυλή των Ερεχθειδών, νεαροί με δυνατή φωνή. Ακολουθούν τους περίπλοκους ρυθμούς του Αγαθοκλή, […] με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζώσιμο. (Ο δείνα) ήταν άρχοντας των Αθηναίων, ο Τρύφων συνόδευε το τραγούδι παίζοντας με τα δύο του χέρια τις χορδές. Τον τρίποδα του … (όνομα χορηγού) πλαισιώνουν η βασίλισσα Χορηγία, η Νίκη και η ένδοξη Αγλαϊα.

  εν[— — — — — — — — — — — — — — —κα]-
ὶ συμπρόε[δροι· έδοξεν τώι δήμωι — — — — —]
ας Αισχύλου Σ[․․․ ca. 8․․․․ είπεν· περὶ ων απαγ]-
γέλλει ο άρχων [περὶ τών ιερών ων έθυεν τώ]-
5 ι [Δ]ιονύσωι, τύχει α[γαθεί δεδόχθαι τώι δή]-
μωι, τὰ μέν αγαθὰ δέχεσθ[αι τὸν δήμον, ἃ απα]-
γγέλλει ο άρχων γεγονέν[αι εν τοίς ιεροί]-
ς, οίς έθυεν εφ’ υγιείαι καὶ σωτη[ρίαι τής βο]-
υλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων κα[ὶ τών κ]-
10 αρπών τών εν τεί χώραι· επειδὴ ο άρχω[ν τά]-
ς τε άλλας θυσίας τέθυκεν, όσας αυτώι προσ-
ήκεν, υπέρ τής βουλής καὶ τού δήμου καλώς κ-
αὶ ευσεβώς, επιμεμέληται δέ καὶ τής πομπή-
[ς] τώι Δ[ι]ονύσωι μετὰ τών παρέδρων καὶ τών ε-
15 πιμελητών, διατελεί δέ καὶ τών περὶ τὴν αρ-
χὴν ποιούμενος τὴν επιμέλειαν κατὰ τοὺς
νόμους, επαινέσαι τὸν άρχοντα Νικίαν Φίλ-
ωνος Ὀτρυνέα καὶ τοὺς παρέδρους αυτού vv
Αλκίμαχον Κλεοβούλου Μυρρινούσιον v, Αν-
20 τιφάνην Πολυκράτου Ὀτρυνέα ευσεβείας έ-
νεκα καὶ φιλοτιμίας ήν έχοντες διατελού-
σιν περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· v επαινέσ-
αι δέ καὶ τοὺς τής πομπής επιμελητὰς v Ἴσα-
νδρον Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, v Μνησίθεον
25 Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, vv Καλλίθεον Βουλά-
ρχου Φλυέ<α>, Αντιφάτην Ευθυκρίτου Αζηνιέα,
Κάλλαισχρον Διοτίμου Παλληνέα, v Αμεινοκ-
λήν Αντιφάνου Κήττιον, v Ἱέρωνα Φειδύλλου
Αιθαλίδην, v Κάλλιππον Ἱπποθέρσου Αχαρνέ-
30 α, v Πολύζηλον Ευηνορίδου Ἁλαιέα, v Θεογένη-
ν Ποσειδωνίου Αμφιτροπήθεν· v επαινέσαι δ-
έ καὶ τὸν πατέρα τής κανηφόρου Καλλιφώντ-
α Καλλιφώντος Αθμονέα. v αναγράψαι δέ τόδε
τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε-
35 ίαν εν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι τεμ-
ένει τού Διονύσου, εις δέ τὴν αναγραφὴν καὶ
τὴμ ποίησιν μερίσαι τοὺς επὶ τεί διοικήσε-
[ι] τὸ γενόμενον ανάλωμα.

Το ψήφισμα τιμά αξιωματούχους της πόλης για την προσφορά τους στη γιορτή των Μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Πρωτίστως τιμάται με έπαινο ο επώνυμος άρχοντας Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς (Traill, PAA 712610), ως επιβλέπων των Μεγάλων Διονυσίων για την τέλεση των θυσιών και την επιμέλεια της πομπής (για την πομπή των Διονυσίων βλ. Cole 1993). Με δημόσιο έπαινο τιμώνται επίσης οι δύο πάρεδροι του επώνυμου άρχοντα (οι πάρεδροι δραστηριοποιούνταν πάντοτε στο πλευρό κάποιων άλλων αξιωματούχων προς βοήθεια και υποστήριξή τους, βλ. π.χ. τους παρέδρους των ελληνοταμιών), οι δέκα επιμελητές της πομπής και ο πατέρας της κανηφόρου Καλλιφών Καλλιφώντος Αθμονεύς. Οι κανηφόροι ήταν νέες κοπέλες διακεκριμένων οικογενειών οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένες θεότητες (όπως η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός κ.ά.) μεταφέροντας στις γιορταστικές πομπές καλάθια με ιερά ή συμβολικά αντικείμενα (Dillon 2002: 37-41). Το γεγονός ότι εδώ, όπως και στο τιμητικό ψήφισμα IG II2 896 (= ΕΜ 7559), οι κανηφόροι δεν τιμώνται αυτοπροσώπως αλλά μέσω των κηδεμόνων τους, οφείλεται στο ότι είναι γυναίκες και ειδικότερα ανήλικες κοπέλες που βάσει της νομικής και κοινωνικής θέσης τους δεν μπορούσαν να τιμώνται αυτόνομα για τη δημόσια δράση τους.

Ενδιαφέρον είναι ότι στο ψήφισμα IG II2 668 συνδυάζονται δύο διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την απόδοση τιμών. Στους στίχους 10-18 τιμάται ο επώνυμος άρχων Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς για το σύνολο της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο του ετήσιου αξιώματός του. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική που στην τελική εφαρμογή της ‘παρακολουθεί’ τη δραστηριότητα του τιμώμενου προσώπου σε περισσότερα του ενός αξιώματα και φτάνει να δίνει το cursus honorum ή αλλιώς ένα σύντομο βιογραφικό του (Rosen 1987). Αντίθετα, στους στίχους 18-33 τιμώνται δεκατρείς άνθρωποι (δύο πάρεδροι, δέκα επιμελητές και ο πατέρας της κανηφόρου) που με διαφορετικούς τρόπους, μέσα από διαφορετικά αξιώματα και ιδιότητες έχουν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν κοινό άξονα και έχουν συμβάλει στον ίδιο σκοπό: τη διοργάνωση ενός σημαντικότατου μέρους της γιορτής των Διονυσίων, της πομπής.

Αν η χρονολογία ισχύει, οι τιμές για τους συντελεστές των Διονυσίων ψηφίζονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία στην Αττική εκτυλίσσεται ήδη ο λεγόμενος ‘Χρεμωνίδειος’ πόλεμος που έφερε σε αντιπαράθεση την Αθήνα με τον Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονο Γονατά (στοιχεία για το ξέσπασμα των εχθροπραξιών έχουμε ήδη για τα έτη 268/7 και 267/6 π.Χ.). Μια έμμεση αναφορά στις δυσκολίες της πολεμικής περιόδου αποτελεί η ασυνήθιστη προσθήκη ότι οι θυσίες που τέλεσε ο τιμώμενος επώνυμος άρχων υπέρ υγείας και σωτηρίας της Βουλής και του Δήμου των Αθηναίων προσφέρονται και για τη σοδειά της Αττικής, που προφανώς κινδύνευε από την παρουσία των εχθρικών μακεδονικών στρατευμάτων (Pulleyn 1997: 14-15).

 

… και συμπρόεδροι˙ η εκκλησία του δήμου αποφάσισε˙ ο [….]ας, (γιος) του Αισχύλου, από τον δήμο Σ[….] εισηγήθηκε˙ σχετικά με όσα αναφέρει ο άρχων για τις θυσίες που προσέφερε στον Διόνυσο, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος να αποδεχθεί τα καλά σημάδια, τα οποία ο άρχων γνωστοποιεί ότι έλαβαν χώρα στις θυσίες, τις οποίες τέλεσε υπέρ υγείας και σωτηρίας της βουλής και του δήμου των Αθηναίων και υπέρ των καρπών που καλλιεργούνται στην ύπαιθρο της Αττικής. Επειδή ο άρχων έχει τελέσει και τις υπόλοιπες θυσίες, όσες απαιτούνταν από αυτόν, υπέρ της βουλής και του δήμου σωστά και με ευσέβεια και επίσης έχει επιμεληθεί την πομπή την αφιερωμένη στο Διόνυσο μαζί με τους παρέδρους και τους επιμελητές και εκπληρώνει τα απορρέοντα από το αξίωμά του καθήκοντα σύμφωνα με τους νόμους, να επαινεθούν ο άρχοντας Νικίας, (γιος) του Φίλωνος, από τον δήμο της Οτρύνης και οι πάρεδροί του, Αλκίμαχος, (γιος) του Κλεοβούλου, από τον δήμο του Μυρρινούντος και Αντιφάνης, (γιος) του Πολυκράτη, από τον δήμο της Οτρύνης λόγω της ευσέβειας και της φιλοτιμίας που έχουν προς τον δήμο των Αθηναίων. Να επαινεθούν δε και οι επιμελητές της πομπής, Ίσανδρος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Μνησίθεος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Καλλίθεος, (γιος) του Βουλάρχου, από τον δήμο της Φλύας, Αντιφάτης, (γιος) του Ευθυκρίτου, από τον δήμο της Αζηνίας, Κάλλαισχρος, (γιος) του Διοτίμου, από τον δήμο της Παλλήνης, Αμεινοκλής, (γιος) του Αντιφάνου, από τον δήμο Κήττους, Ιέρωνας, (γιος) του Φειδύλλου, από τον δήμο Αιθαλιδών, Κάλλιππος, (γιος) του Ιπποθέρσου, από τον δήμο Αχαρνών, Πολύζηλος, (γιος) του Ευηνορίδου, από τον δήμο Αλών και Θεογένης, (γιος) του Ποσειδωνίου, από τον δήμο Αμφιτροπής. Να επαινεθεί επίσης ο πατέρας της κανηφόρου, Καλλιφών, (γιος) του Καλλιφώντος, από τον δήμο Αθμονών. Να αναγράψει αυτό το ψήφισμα ο γραμματέας των πρυτάνεων σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου. Τη δαπάνη για την αναγραφή και την κατασκευή της στήλης να καταβάλουν οι υπεύθυνοι της διοίκησης.

 

Επὶ Λυσίαδου άρχοντος οίδε ιεροποίησαν

Ῥωμαία

Χρύσιππος εξ Οίου Σμικυθίων Αναγυράσιος

Πτολεμαία

5.

 

 

 

 

10.

 

 

 

 

15.

 

 

 

 

20.

 

 

 

 

25.

 

 

 

 

30.

 

 

 

 

35.

 

 

 

5.      [Α]σκληπιόδοτος Πειραιε

6.      [Ν]ικογένης Φιλαίδης

7.      [Αν]θεστήριος εγ Μυρριν

8.      [Μ]νασαγόρας Αλεξανδ

9.      [Π]αυσίλυπος Πειραιεύς

10.  [Θ]εόφιλος Πειραιεύς

11.  [Α]πελλής Σουνιεύς

12.  Αρίβαζος Πειραιεύς

13.  Ανδρέας Παλληνεύς

14.  Άρεστος Μαραθώνιος

15.  Νικόμαχος Περιθοίδη

16.  Ασκληπιόδωρος Σουνι

17.  [Φ]ιλιππίδης Φλυεύς

18.  [Ε]ρ[μό]δωρος Φρεάρριος

19.  [Φ]είδιππος Φλυε

20.  [Τ]ιμησίθεος Εεχιεύς

21.  [Μ]έ[ν]ων? Αζηνιεύς

22.  [Γλ]αυκίας Θετταλός

23.  [Π]ρωτόλαος Συπαλήττ

24.  [Δ]ιονύσιος Κριωεύς

25.  Παναίτιος Ῥόδιος

26.  Δημόφιλος Πειραιεύς­

27.  [Θ]ράσιππος Ικαριεύς

28.  [Ἴ]ων Αμφιτροπήθε

29.  [Ά]λεξις Μαραθώνιος

30.  [Β]ίων Αζηνιεύς

31.  [Κ]ράτιππος Κηφισιεύ

32.  [Α]ρχέλαος Συπαλήττι

33.  [Θ]εόδωρος Ῥαμνούσιος

34.  [Α]ρίσταρχος Λευκονοεύς

35.   [Μ]έμνωνΣαρδιανός

36.  [Κ]αλλικράτης Αγγελή[θεν]

37.  [Λ]εύκιος

 

Αντίπατρος Πειραιεύς

Θηρύλος Πιθεύς

Σπόριος Ῥωμαίος

Ερμώναξ Ἕρμειος

Αρχικλής Λακιάδης

Λυκίσκος εξ Οίου

Πυθικὸς Αραφήνιος

Φιλήμων Ειρεσίδης

Μενέλαος Πειραιεύς

Κράτερμος Ῥαμνούσιος

Λεόντιχος Αχαρνεύς

Αλέξανδρος Ὀτρυνεύς

Βάκχιος Αθμονεύς

Βασιλείδης Πειραιεύς

Αγιάδας Γαργήττιος

Σέλευκος Δεκελεεύς

Δέξανδρος Αναφλύστιο[ς]

Γόργος Σφήττιος

Μητρόδωρος Πειραιεύς

Μήδειος Πειραιεύς

Μένανδρος Πειραιεύς

Ποσειδώνιος Λαμπτρεύ[ς]

Ποσειδώνιος Πειραιεύς

Εστιαίος Θημακεύς

Αρισταρχος Ῥαμνούσιος

Απολλόδωρος Πειραιεύς

Ασκληπιά[δ]ης Πειραι[εύς]

Λ— —

Το κείμενο είναι ένας κατάλογος όσων υπηρέτησαν ως ιεροποιοί σε δύο γιορτές, τα Ῥωμαία και τα Πτολεμαία, μια συγκεκριμένη χρονιά.

Τα Ρωμαία αποτελούσαν έναν από τους τρόπους με τους οποίους αποδίδονταν τιμές στη Ρώμη μεταξύ άλλων και από πόλεις του ελλαδικού χώρου ήδη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο (Mellor 1975: 97-107· Deshours 2011: 78). Από τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.) και εξής η Αθήνα είναι σταθερή σύμμαχος της Ρώμης και αποκομίζει σημαντικά οφέλη από αυτήν την πολιτική –σημαντικότερο εκ των οποίων η μεταβίβαση της κυριαρχίας της Δήλου από τους Ρωμαίους στην Αθήνα το 167 π.Χ. (Habicht 1995: 196-264). Η γιορτή των Ρωμαίων εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής. Λίγο μετά το 155 π.Χ. καταγράφεται επίσης θυσία στο ρωμαϊκό Δήμο από κοινού με άλλους θεούς (Agora ΧV 1807-12), ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους προεδρία στο θέατρο του Διονύσου είχαν τόσο ο ιερέας του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης, όσο και ο ιερέας της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου (IG II2 5047, 5114).

Όσον αφορά τα Πτολεμαία, η ίδρυση της γιορτής αυτής απεικονίζει τις καλές σχέσεις της πόλης με το βασίλειο των Πτολεμαίων μετά το 229 π.Χ. και συνδυάζεται με άλλες τιμές που η Αθήνα απευθύνει στον Πτολεμαίο Γ’ την ίδια περίοδο, όπως η εισαγωγή μίας νέας φυλής, της Πτολεμαΐδας, και η θέσπιση λατρείας του ίδιου και της συζύγου του, βασίλισσας Βερενίκης (Habicht 1992). Τα Πτολεμαία στην Αθήνα συνεχίζουν να γιορτάζονται και επί Πτολεμαίου Η’ Ευεργέτη Β’ (145-116 π.Χ.), ενώ οι μαρτυρίες για καλές σχέσεις φτάνουν μέχρι και τη βασιλεία του Πτολεμαίου Θ’ Σωτήρα Β’, παρότι ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι Πτολεμαίοι δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων.

Σχετικά με τους ιεροποιούς η πλέον κατατοπιστική πηγή που διαθέτουμε είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1322b), ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους ως αρμοδιότητες πρακτικής φύσης, που σχετίζονται με τη σωστή λειτουργία των ιερών. Στην Αθήνα υπήρχαν ιεροποιοί επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες γιορτές, όπως εδώ (Smith 1968: 8-29). Στον συγκεκριμένο κατάλογο μαρτυρούνται εξήντα ένα ονόματα ιεροποιών, ενώ από ένα ακόμη όνομα σώζεται το αρχικό γράμμα. Ο μεγάλος αριθμός των ιεροποιών στα Πτολεμαία (πενήντα εννέα ονόματα έναντι δύο μόλις ιεροποιών στα Ρωμαία) ερμηνεύεται ως ένδειξη μιας εξαιρετικά λαμπρής τέλεσης της συγκεκριμένης γιορτής (βλ. Thompson 1961: 605-606).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπογραφική εξέταση των ιεροποιών του καταλόγου. Πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Παναίτιος ο Ρόδιος (στίχος 25) και ο Μνασαγόρας από την Αλεξάνδρεια (στίχος 8) ή ο Αντίπατρος και ο Ασκληπιόδοτος από τον Πειραιά (στίχος 5), ταυτίζονται με Στωικούς φιλοσόφους, γεγονός που έκανε την επιγραφή γνωστή ως ‘αττική επιγραφή των Στωικών’ (Crönert 1904).

Όταν ο Λυσιάδης ήταν άρχοντας, οι παρακάτω διετέλεσαν ιεροποιοί
στα Ρωμαία
Χρύσιππος από τον δήμο του Οίου Σμικυθίων από τον δήμο του Αναγυρούντα
                                                           στα Πτολεμαία
Ασκληπιόδοτος από τον δήμο του Πειραιά Αντίπατρος από τον δήμο του Πειραιά
Νικογένης από τον δήμο των Φιλαίδων Θήρυλος από τον δήμο του Πίθου
Ανθεστήριος από τον δήμο της Μυρρινούτης Σπόριος Ρωμαίος
Μνασαγόρας Αλεξανδρεύς Ερμώναξ από τον δήμο του Έρμου
Παυσίλυπος από τον δήμο του Πειραιά Αρχικλής από τον δήμο των Λακιαδών
Θεόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Λυκίσκος από τον δήμο του Οίου
Απελλής από τον δήμο του Σουνίου Πυθικός από τον δήμο της Αραφήνος
Αρίβαζος από τον δήμο του Πειραιά Φιλήμων από τον δήμο των Ειρεσιδών
Ανδρέας από τον δήμο της Παλλήνης Μενέλαος από τον δήμο του Πειραιά
Άρεστος από τον δήμο του Μαραθώνα Κράτερμος από τον δήμο του Ραμνούντα
Νικόμαχος από τον δήμο των Περιθοιδών Λεόντιχος από τον δήμο των Αχαρνών
Ασκληπιόδωρος από τον δήμο του Σουνίου Αλέξανδρος από τον δήμο της Οτρύνης
Φιλιππίδης από τον δήμο της Φλυάδος Βάκχιος από τον δήμο του Αθμόνου
Ερμόδωρος από τον δήμο των Φρεαρρίων Βασιλείδης από τον δήμο του Πειραιά
Φείδιππος από τον δήμο της Φλυάδος Αγιάδας από τον δήμο του Γαργήττου
Τιμησίθεος από τον δήμο της Ερχιάδος Σέλευκος από τον δήμο της Δεκέλειας
Μένων από τον δήμο της Αζηνιάδος Δέξανδρος από τον δήμο της Αναφλύστου
Γλαυκίας Θεσσαλός Γόργος από τον δήμο της Σφηττού
Πρωτόλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Μητρόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Διονύσιος από τον δήμο της Κριωάδος Μήδειος από τον δήμο του Πειραιά
Παναίτιος Ρόδιος Μένανδρος από τον δήμο του Πειραιά
Δημόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Ποσειδώνιος από τον δήμο των Λαμπτρών
Θράσιππος από τον δήμο του Ικαρίου Ποσειδώνιος από τον δήμο του Πειραιά
Ίων από τον δήμο της Αμφιτρόπης Εστιαίος από τον δήμο του Θημακού
Άλεξις από τον δήμο του Μαραθώνα Αρίσταρχος από τον δήμο του Ραμνούντα
Βίων από τον δήμο της Αζηνιάδος Απολλόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Κράτιππος από τον δήμο της Κηφισιάς Ασκληπιάδης από τον δήμο του Πειραιά
Αρχέλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Λ
Θεόδωρος από τον δήμο του Ραμνούντα
Αρίσταρχος από τον δήμο του Λευκονίου
Μέμνων Σαρδιανός
Καλλικράτης από τον δήμο της Αγγέλης
Λεύκιος