(3ο χέρι)              έλ(αβον) (έτους) ιθ δ Μεχ(εὶρ) κ̣ϛ
(1ο χέρι) [. . . .]ωι
σ̣υνκεχωρήκαμ̣[εν] Π̣  ̣  ̣  ̣ιωι Κασιώ̣[τη]ι καὶ τοίς τούτου κληρονόμοις
κατʼ ενιαυτὸν εξάγειν πυρού αρτάβ[ας] μυρίας καὶ εισάγειν οίνου κεράμια
5 Κ̣ωα πεντακισχείλια μηδέν υπὸ [μ]η̣δενὸς π̣ρ̣ασσομένωι τέλος
[μ]ηδ΄ άλην καθόλου δαπάνην· επ[ικε]χωρήκαμεν δέ καὶ ων έχει κατ̣ὰ̣
τὴν χώρ̣α̣ν̣ εδαφών πάντων ατ̣[έλει]α̣[ν ε]φ΄ ω· ουδέν ούτε εις τὴν διοί-
κησιν ούτε εις τὸν ίδιον ημών κα[. . .]ων λόγον καθ΄ οντινούν τρόπον
πραχθήσεται επὶ τὸν αεὶ χρόνον· ε[ίναι] δέ καὶ τοὺς γεωργούντας αυτώι
10 πάντας ανεπάφους καὶ ατελείς μ[ηδ]έν υπ?ὸ? μ?η?δενὸς πρασσομέν[ο]υς̣
μηδ΄ εν ταίς κατὰ καιρὸν γεινομέν[αις ε]πιγραφαίς εν τοίς νομοίς συνεισ-
φόρους μηδέ λαϊκὰς ἢ στρατηγικ?[ὰς] πρασσομένους δαπάνας· τά τε
πρὸς τὴν? κατασπορὰν κτήνη κα[ὶ τ]ὰ? πρὸς τὴν τ?ών πυρών καταγωγὴν
υποζύγια καὶ πλοία κατ?ὰ τὸν αυτ[ὸν] τ̣ρόπον ανέπαφα καὶ ατελή καὶ
15 ανενγ̣άρευτα είναι. γραφήτωι ού[ν oί]ς καθήκει, ίν΄ ειδότες
κατακολουθώσι.
(2ο χέρι) γινέσθωι.

 

Πρόκειται για βασιλικό διάταγμα με το οποίο η Κλεοπάτρα Ζ’ και ο γιος της και συμβασιλέας Καισαρίων χορηγούν προνόμια. Καθώς δεν προηγείται συνοδευτική επιστολή, το κείμενο φαίνεται να αποτελεί ‘εσωτερικό σημείωμα’ των βασιλέων προς κάποιον αξιωματούχο που ενεργεί ως ενδιάμεσος (van Minnen 2000: 30). Στη συνέχεια, αυτός ο αξιωματούχος θα έπρεπε –σύμφωνα με την εντολή που του δίνεται (στ. 15-16)– να δημιουργήσει αντίγραφα του διατάγματος και να το διαβιβάσει σε όσους αφορά –μεταξύ άλλων στον διοικητή και τον υπεύθυνο του ιδίου λόγου, όπως φαίνεται από τους στ. 7-8 – προσθέτοντας στην αρχή μια συνοδευτική επιστολή, όπως συνέβη σε άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ που σώζονται σε επιγραφές και συνοδεύονται από επιστολές (1. Rigsby 1996: 568-571 αρ. 226 [46 π.Χ.]· 2. C.Ord.Ptol. 76 [41 π.Χ.]).

Στον πρώτο στίχο του παπύρου υπάρχει η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία προστέθηκε προφανώς από την υπηρεσία στην Αλεξάνδρεια, όπου απευθυνόταν το διάταγμα. Ακολουθεί το ίδιο το διάταγμα, που αρχίζει με τη λέξη συνκεχωρήκαμεν, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά του ονόματος της Κλεοπάτρας. Αν πρόκειται, όπως υποστηρίζεται, για ‘εσωτερικό σημείωμα’ προς έναν ανώτερο αξιωματούχο, η παράλειψη αυτή είναι απόλυτα λογική, αφού εκείνος θα αναγνώριζε εύκολα ότι ήταν διάταγμα της βασίλισσας και θα φρόντιζε να το δηλώσει στην επιστολή με την οποία θα συνόδευε τα αντίγραφα που θα προωθούσε. Στους στ. 4-15 αναφέρονται τα προνόμια που χορηγούνται. Οι δύο τελευταίοι στίχοι 15-16 του διατάγματος περιέχουν την καθεαυτήν εντολή προς τον αξιωματούχο, η οποία εισάγεται με το ρήμα γραφήτω σε προστακτική: να διαβιβασθεί το διάταγμα σε όσους αφορά, ώστε να εφαρμοσθεί η χορήγηση των προνομίων. Τέλος, έχει προστεθεί από διαφορετικό χέρι η προστακτική γινέσθωι, με την οποία δίνεται η εντολή για την εκτέλεση όσων ορίζονται στο διάταγμα.

Η ταυτότητα του αξιωματούχου στον οποίο απευθύνεται το παρόν διάταγμα παραμένει άγνωστη. Από την κατάληξη του ονόματός του (στ. 2: [. . . .]ωι) αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον αξιωματούχο Θέωνα (Pros.Ptol. I 33), στον οποίο απευθύνονται τα άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ (βλ. παραπ. σημ. 198). Νωρίτερα κατά τη βασιλεία της Κλεοπάτρας, ο Θέωνας εμφανίζεται να κατέχει τον τίτλο του συγγενούς και το αξίωμα του πρς τοίς προχείροις, ένα αξίωμα που στην τελευταία φάση της βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή (55-51 π.Χ.) βλέπουμε συνδυασμένο με αυτό του διοικητή και του πρὸς τω ιδίω λόγω στο πρόσωπο κάποιου Ηφαιστίωνα (Pros.Ptol. I 31). Είναι πιθανόν ο αποδέκτης του δικού μας διατάγματος να κατείχε το αξίωμα του πρς τοίς προχείροις ως διάδοχος του Θέωνα. Βέβαιο πάντως είναι ότι το αξίωμά του, όποιο και αν είναι, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αφού φαίνεται ότι ενεργεί ως μεσολαβητής ανάμεσα στους μονάρχες και άλλους ανώτερους αξιωματούχους, όπως τους στρατηγούς των νομών, τους οποίους έχει ευθύνη να ενημερώσει για τις βασιλικές αποφάσεις.

Όσον αφορά τον αποδέκτη των προνομίων, που βρίσκεται στον στ. 3 του κειμένου, o van Minnen 2000 προτείνει την ανάγνωση Π̣ο̣π̣λ̣ίωι Κανιδ̣[ίω]ι και ταυτίζει το πρόσωπο αυτό με τον Publius Canidius Crassus, ο οποίος υπήρξε στρατηγός στις εκστρατείες του Αντωνίου εναντίον των Πάρθων και ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατάληψη της Αρμενίας και άλλων περιοχών στην Ανατολή. Επιπλέον, υπήρξε επικεφαλής του χερσαίου στρατεύματος κατά τη σύγκρουση Οκταβιανού και Μάρκου Αντωνίου στο Άκτιο και δολοφονήθηκε από τον Οκταβιανό αμέσως μετά τη νίκη του.

Έναν Ρωμαίο αναγνωρίζει εδώ και ο Zimmermann 2002: 136 που προτείνει την ανάγνωση Κ̣ο̣ι̣ν̣τ̣ωι Κασκ[ελίω]ι υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα άγνωστο μέχρι τώρα μέλος της gens Cascellia που κατείχε μεγάλη εδαφική ιδιοκτησία στην Αίγυπτο και δραστηριοποιούνταν στο χώρο του εμπορίου εξάγοντας σιτάρι και εισάγοντας κρασί.

Η Κλεοπάτρα χορηγεί αρχικά φορολογική απαλλαγή στην εξαγωγή 10000 αρταβών σιταριού ετησίως και στην εισαγωγή 5000 κώων κεραμίων οίνου (στ. 4-5· περί χορήγησης προνομίων πρβλ. Ε8 –από τη Δελφική Αμφικτυονία, Ε5 –από τη Φαναγόρεια). Καθώς ο αποδέκτης των προνομίων φαίνεται να κατείχε γη στην Αίγυπτο (στ. 7-8), η ποσότητα αυτή του σίτου θα μπορούσε να αποτελεί το πλεόνασμα της παραγωγής της δικής του ιδιοκτησίας, είναι πιθανόν, ωστόσο, ένα μέρος να είχε αγορασθεί στη χώρα της Αιγύπτου, προκειμένου να εξαχθεί. Το ότι χορηγείται ατέλεια για 10000 αρτάβες σίτου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη η ποσότητα που ο αποδέκτης του προνομίου εξήγε ετησίως.

Η φοροαπαλλαγή για την εισαγωγή του οίνου αφορά 5000 κωα κεράμια. Ο όρος κεράμιον δηλώνει το αγγείο που χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ενός προϊόντος, όπως εδώ του οίνου. Η χρήση ενός γεωγραφικού επιθέτου, όπως κωον (αλλά και κνίδιον, ρόδιον, κολοφώνιον κτλ.), για τον προσδιορισμό ενός αγγείου, είναι συνήθης τόσο κατά την πτολεμαϊκή αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο στην Αίγυπτο (Kruit – Worp 2000). Καθώς η φοροαπαλλαγή έπρεπε να αφορά μια συγκεκριμένη ποσότητα οίνου, η φράση κωα κεράμια δήλωνε πιθανότατα αγγεία συγκεκριμένης χωρητικότητας (ανάλογα με τα μέτρα που χρησιμοποιούνταν στη συγκεκριμένη περιοχή) και όχι απλά αγγεία από την Κω που περιείχαν κώο κρασί (van Minnen 2000: 33). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η χωρητικότητα του κώου κεραμίου υπολογίζεται γύρω στα 26 λίτρα (Kruit – Worp 2000: 118-119) και συνεπώς ο αποδέκτης των προνομίων μπορούσε να εισάγει ατελώς περίπου 130000 λίτρα οίνου, ποσότητα που μάλλον δεν ήταν μεγάλη ως προς το σύνολο του διακινούμενου οίνου. Το γεγονός αυτό μαζί με την παρατήρηση ότι οι 10000 αρτάβες σίτου (300 τόνοι περίπου) αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ποσότητας σιταριού που εξαγόταν από την Αίγυπτο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τους φόρους δεν ζημίωνε σημαντικά τα έσοδα του πτολεμαϊκού κράτους.

Το δεύτερο σημαντικό προνόμιο αφορά τη γη που κατείχε ο αποδέκτης των προνομίων στην Αίγυπτο (ίσως να του είχε χορηγηθεί από την Κλεοπάτρα παλαιότερα). Η γη αυτή απαλλάσσεται για πάντα από οποιουσδήποτε φόρους τόσο αυτούς που αφορούν το κρατικό ταμείο, τη διοίκησιν, όσο και εκείνους που περιέρχονται στον ίδιον ημών κα[….]ων λόγον, δηλαδή τον ιδιωτικό βασιλικό θησαυρό της Κλεοπάτρας και … (στ. 6-9). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι από τους φόρους της γης απαλλάσσονται και οι καλλιεργητές, οι οποίοι μάλιστα εξαιρούνται και από προσωπικές υποχρεώσεις και έκτακτες εισφορές που επιβάλλονταν κατά καιρούς στους νομούς της Αιγύπτου (στ. 9-12). Επιπλέον, οι ίδιοι καλλιεργητές απαλλάσσονται από λαϊκὰς ἢ στρατηγικὰς δαπάνας (στ. 12). Ο όρος λαϊκός αναφέρεται συνήθως στους Αιγύπτιους ιδιώτες και ο όρος στρατηγικός στους στρατηγούς των νομών∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, αυτή η απόδοση των όρων δεν θα είχε νόημα. Ο van Minnen 2003: 40-41 συνδέει τον όρο λαϊκός με τον όρο λαός που, όπως επισημαίνει, χρησιμοποιείται κάποιες φορές στα πτολεμαϊκά κείμενα για να δηλώσει γενικά τον στρατό (πρβλ. I.Egypte prose 16 στ. 12-13) και ερμηνεύει τη φράση ως “δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού”, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι αυτή η ερμηνεία είναι κάπως προβληματική.

Το τελευταίο προνόμιο που χορηγείται αφορά τα ζώα που χρησιμοποιούνταν στις γεωργικές εργασίες (δεν διευκρινίζεται αν αυτά ανήκαν στον αποδέκτη των προνομίων ή στους καλλιεργητές του) και τα υποζύγια και πλοία που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του σίτου. Ορίζεται ότι αυτά θα είναι ανέπαφα, ατελή και ανενγάρευτα, θα παραμένουν δηλαδή ανέγγιχτα και θα απαλλάσσονται από φόρους και αγγαρείες (στ. 12-15). Καθώς ο όρος αγγαρεία χρησιμοποιείται στους παπύρους κυρίως με τη σημασία της “χωρίς αμοιβή υποχρεωτικής εργασίας για μεταφορά αξιωματούχων, στρατιωτών, σιταριού” (Fachwörter, s.v. αγγαρεία), η λέξη ανενγάρευτα πρέπει να αφορά την απαλλαγή από επιτάξεις των ζώων, των υποζυγίων και των πλοίων, κυρίως από τον στρατό.

Η συνεχής στρατιωτική κινητοποίηση των πτολεμαϊκών δυνάμεων εν αναμονή της σύγκρουσης με τον Οκταβιανό και η παρουσία των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αντωνίου στην Αίγυπτο (για τους Ρωμαίους στρατιώτες στην Αίγυπτο βλ. Van’t Dack 1988) πρέπει να είχαν συντελέσει στο να πολλαπλασιασθούν οι έκτακτες οικονομικές εισφορές και οι πιέσεις από τον στρατό προς τον πληθυσμό της Αιγύπτου, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές τις απαλλαγές που προαναφέρθηκαν (oι έκτακτες εισφορές αποτελούσαν σύνηθες, αν όχι μόνιμο, φαινόμενο, και κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή, πατέρα της Κλεοπάτρας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ’ είχε καταβάλει αρκετές φορές χρήματα σε ισχυρούς Ρωμαίους άνδρες, για να κερδίσει την εύνοιά τους και να παραμείνει στον θρόνο της Αιγύπτου [Hölbl 1994: 197-200· Huss 2001: 680-683, 687, 692 κ.α.]).

Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι τα συγκεκριμένα προνόμια που χορηγούνται από την Κλεοπάτρα δεν αφορούν μόνον τον άμεσο αποδέκτη αλλά και τους κληρονόμους του (στ. 3).

Το διάταγμα αυτό αποτελεί σημαντικότατη πηγή αφενός για τις σχέσεις του πτολεμαϊκού κράτους με τη Ρώμη και τον βαθμό ένταξης και δράσης επιφανών Ρωμαίων στην Αίγυπτο λίγο πριν από την καθοριστική σύγκρουση, αφετέρου για την πολιτική της Κλεοπάτρας Ζ’. Όποιος και αν είναι ο αποδέκτης των προνομίων –είτε πρόκειται για κάποιον Ρωμαίο έμπορο που ανήκε σε ένα σημαντικό γένος, όπως θα μπορούσε να είναι ο Κόιντος Κασκέλλιος, είτε πρόκειται για τον στρατηγό του Αντωνίου Πόπλιο Κανίδιο Κράσσο–, το διάταγμα αποκαλύπτει ότι κατά την ύστερη πτολεμαϊκή περίοδο κάποια μέλη της ρωμαϊκής ελίτ όχι μόνον ασκούσαν εμπόριο με την Αίγυπτο σε ευρεία κλίμακα, εισάγοντας είδη όπως κρασί και εξάγοντας σίτο, αλλά κατείχαν και γη. Η χορήγηση όλων αυτών των απαλλαγών αλλά και η ενδεχόμενη δωρεά γης στη χώρα της Αιγύπτου εντάσσονται σε μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας Ζ’ να αποκτήσει καλές σχέσεις με σημαίνοντες Ρωμαίους εξασφαλίζοντας έτσι πολιτικά οφέλη ή ακόμη αποτελεί μέσο για να τους κρατήσει στο δικό της στρατόπεδο. Ιδιαίτερα αν αποδέκτης των προνομίων είναι ο Πόπλιος Κανίδιος Κράσσος, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την ενέργεια ως μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας να κρατήσει τον Ρωμαίο στρατηγό με το μέρος της και να εξασφαλίσει μελλοντικά τις υπηρεσίες του ή πιθανόν να τον ανταμείψει για την προηγούμενη δράση του –ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου είχε συντελέσει στην κατάκτηση περιοχών (π.χ. Αρμενία), βασιλείς των οποίων είχαν αναγορευθεί τα παιδιά της βασίλισσας της Αιγύπτου στην περίφημη τελετή του 34 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, ένα μόλις χρόνο πριν το διάταγμα. Ενδεχομένως, μάλιστα, η Κλεοπάτρα να είχε σκοπό να αποζημιώσει τον Κανίδιο για απώλειες που είχε στη Ρώμη, όπου ο Οκταβιανός είχε πιθανόν δημεύσει την περιουσία του (van Minnen 2003: 40).

Είναι ενδιαφέρον ότι η πολιτική της Κλεοπάτρας προς τους Ρωμαίους διέφερε από αυτήν του πατέρα της: ο Πτολεμαίος ΙΒ’ Αυλητής πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε σημαίνοντες Ρωμαίους (βλ. Hazzard 2000: 146-148 με σημ. 219, 225), προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά τους –κάτι που είχε ως συνέπεια εκείνοι να ζητούν πάντα περισσότερα–, η διάδοχός του, αντίθετα, χρησιμοποίησε την τακτική των προνομίων, που δεν ζημίωναν σημαντικά, ή τουλάχιστον άμεσα, την οικονομία της Αιγύπτου.

Τα γράμματα του διατάγματος είναι ομοιόμορφα και προέρχονται από έμπειρο χέρι. Ο πρώτος στίχος του παπύρου (ημερομηνία παραλαβής του) είναι γραμμένος από διαφορετικό χέρι (το τρίτο στη χρονική σειρά), ενώ στο τέλος υπάρχει μια υπογραφή (γινέσθωι) από ένα άλλο, μικρότερο και προσεκτικότερο, χέρι (το δεύτερο στη χρονική σειρά). Σύμφωνα με τον van Minnen 2003: 37-38, πρόκειται για υπογραφή της ίδιας της Κλεοπάτρας, η οποία, αφού υπαγόρευσε σε κάποιον αξιωματούχο το κείμενο του διατάγματος, υπέγραψε με το δικό της χέρι από κάτω. Αμφιβολίες εκφράζουν σχετικά με την άποψη αυτή οι Bagnall – Derow 2004: 109-110 αρ. 63 και ο Legras 2013: 161.

(3ο χέρι) Έλαβα: έτος 19 = 4, Μεχείρ 26 (1ο χέρι) Προς [ ] Έχουμε παραχωρήσει στον ……… ………. και τους κληρονόμους του το προνόμιο της ετήσιας εξαγωγής 10000 αρταβών σίτου και της εισαγωγής 5000 κώων κεραμίων οίνου, (στ. 5) χωρίς να εισπράττει κανείς από αυτόν κανένα φόρο ούτε να υπάρχει καμία άλλη επιβάρυνση. Έχουμε παραχωρήσει επίσης ατέλεια για όλα τα εδάφη που κατέχει στη χώρα με τον όρο να μην εισπραχθεί κανένας φόρος ούτε για το δημόσιο ταμείο ούτε για τον ‘ίδιον λόγον’ το δικό μας …………. με κανέναν τρόπο για πάντα. Ακόμη, όλοι οι καλλιεργητές του (στ. 10) να απαλλάσσονται από αγγαρείες και φόρους, χωρίς κανείς να απαιτεί οτιδήποτε από αυτούς, ούτε καν να συνεισφέρουν στις εισφορές που επιβάλλονται κατά καιρούς στους νομούς ούτε να πληρώνουν τις δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού (;). Και τα ζώα που χρησιμοποιούνται για το όργωμα και τη σπορά και τα υποζύγια και τα πλοία για τη μεταφορά του σίτου να απαλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο από υποχρεώσεις και από φόρους και (στ. 15) να μην μπορούν να επιταχθούν για αγγαρείες. Να γραφεί λοιπόν σε αυτούς τους οποίους αφορά, ώστε γνωρίζοντάς το να ενεργούν ανάλογα. (2ο χέρι) Να γίνει.

[ Θ ] ε  ὸ  ς   α  γ  α  θ  [  ό  ς  .]
Αγαθαι τύχαι καὶ επὶ σωτηρίαι· επὶ κόσμ[ων εν μέν]
Ἱεραπύτναι τών σὺν Ενίπαντι τώ Ερμαίω μ̣[ηνὸς]
Ἱμαλίω, εν δέ Πριανσιοί επὶ κόσμων τών σὺ[ν Νέωνι τώ]
5 Χιμάρω καὶ μηνὸς Δρομήιω· vac. τάδε συνέθε[ντο καὶ συνευ]-
δόκησαν αλλάλοις Ἱεραπύτνιοι καὶ Πριάνσιοι [εμμένον]-
τες εν ταίς προϋπαρχώσαις στάλαις ιδίαι τε [ται κειμέναι]
Γορτυνίοις καὶ Ἱεραπ̣υτνίοις καὶ ται κατὰ κοινὸν̣ [Γορτυνίοις]
καὶ Ἱεραπυτνίοις καὶ Πριανσίοις καὶ εν ται φιλίαι [καὶ συμμα]-
10 χίαι καὶ όρκοις τοίς προγεγονόσι εν ταύταις τ[αίς πόλεσιν]
καὶ επὶ ται χώραι αι εκάτεροι έχοντες καὶ κρατόν[τες τὰν συν]-
θήκαν έθεντο ες τὸν πάντα χρόνον· vac. Ἱεραπυτν̣[ίοις]
καὶ Πριανσίο<ι>ς ήμεν παρ᾿ αλλάλοις ισοπολιτείαν καὶ επιγα-
μίας καὶ ένκτησιν καὶ μετοχὰν καὶ θείων καὶ ανθρωπίνων
15 πάντων, όσοι κα έωντι έμφυλοι παρ᾿ εκατέροις, καὶ πωλόν-
τας καὶ ὠνωμένος καὶ δανείζοντας καὶ δανειζομένος
καὶ τάλλα πάντα συναλάσσοντας κυρίος ήμεν κατὰ
τὸς υπάρχοντας παρ᾿ εκατέροις νόμος· vac. εξέστω δέ τώι
τε Ἱεραπυτνίωι σπείρεν εν ται Πριανσίαι καὶ τώι Πριαν-
20 σιεί εν ται Ἱεραπυτνίαι διδώσι τὰ τέλεα καθάπερ οι άλλοι
πολίται κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος· vac. ει δέ τί
κα ο Ἱεραπύτνιος υπέχθηται ες Πριανσ{ι}ὸν ἢ ο Πριανσιεὺς
ες Ἱεράπυτναν οτιούν, ατελέα έστω καὶ εσαγομένωι καὶ
εξαγομένωι αυτὰ καὶ τούτων τὸς καρπὸς καὶ κατὰ γαν
25 καὶ κατὰ θάλασσαν· ων δέ κα αποδώται κατὰ θάλασσαν εώ-
σας εξαγωγας τών υπεχθεσίμων αποδότω τὰ τέλεα
κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κειμένος· vac. κατὰ ταυτὰ δέ
καὶ εί τίς κα νέμ̣[ηι ατε]λὴς έστω· αι δέ κα σίνηται αποτεισά-
τω τὰ επιτίμια [ο] σι[νό]μενος κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κει-
30 μένος. Πρειγήια δέ ω [κ]α χρείαν έχηι πορηίω, παρεχόντων
οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τοίς Πριανσιεύσι, οι δέ Πριανσιέ<ε>ς
κόσμοι τοίς Ἱεραπυτνίοις· αι δέ μὴ παρισχαίεν, αποτεισάν-
των οι επίδαμοι τών κόσμων ται πρειγείαι στατήρας δέκα·
ο δέ κόσμος ο τών Ἱεραπυτνίων ερπέτω εν Πριανσιοί ες
35 τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ τών κόσμων,
ὡσαύτως δέ καὶ ο τών Πριανσιέων κόσμος ερπέτω εν Ἱε-
ραπύτναι ες τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ
τών κόσμων· εν δέ τοίς Hραίοις καὶ εν ταίς άλλαις εορταίς
οι παρατυγχάνοντες ερπόντων παρ᾿ αλλάλος ες ανδρήι-
40 ον καθὼς καὶ οι άλλοι πολίται· αναγινωσκόντων δέ τὰν
στάλαν κατ᾿ ενιαυτὸν οι τόκ᾿ αεὶ κοσμόντες παρ᾿ εκατέ-
ροις εν τοίς Ὑπερβώιοις καὶ προπαραγγελόντων αλλά-
λοις πρὸ αμεραν δέκα ή κα μέλλωντι αναγινώσκεν·
οποίοι δέ κα μὴ αναγνώντι ἢ μὴ παραγγήλωντι απο-
45 τεισάντων οι αίτιοι τούτων στατήρας εκατόν, οι μέν
Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τών Πριανσιέων ται πόλει, οι δέ
Πριανσιέες Ἱεραπυτνίων ται πόλει· vac. αι δέ τις αδικοίη
τὰ συνκείμενα κοιναι διαλύων ἢ κόσμος ἢ ιδιώτας, ε-
ξέστω τώι βωλομένωι δικάξασθαι επὶ τώ κοινώ δι-
50 καστηρίω τίμαμα επιγραψάμενον τας δίκας κατὰ τὸ
αδίκημα ό κά τις αδικήσηι· καὶ εί κα νικάσηι, λαβέτω τὸ
τρίτον μέρος τας δίκας ο δικαξάμενος, τὸ δέ λοιπὸν έσ-
τω ταν πόλεων· αι δέ τι θεών βωλομένων έλοιμεν αγα-
θὸν απὸ τών πολεμίων, ἢ κοιναι εξοδούσαντες ἢ ιδίαι τι-
55 νές παρ᾿ εκατέρων ἢ κατὰ γαν ἢ κατὰ θάλασσαν, λαν-
χανόντων εκάτεροι κατὰ τὸς άνδρας τὸς έρποντας
καὶ τὰς δεκάτας λαμβανόντων εκάτεροι ες τὰν ιδί-
αν πόλιν· υπέρ δέ τών προγεγονότων παρ᾿ εκατέροις
αδικημάτων αφ᾿ ω τὸ κοινοδίκιον απέλιπε χρόνω, ποιη-
60 σάσθων τὰν διεξαγωγὰν οι σὺν Ενίπαντι καὶ Νέωνι κό[σ]-
μοι εν ωι κα κοιναι δόξηι δικαστηρίω αμφοτέραις ταίς πό-
λεσι επ᾿ αυτών κοσμόντων καὶ τὸς εγγύος καταστασάν-
των υπέρ τούτων αφ᾿ ας κα αμέρας α στάλα τεθήι εμ μη-
νί· υπέρ δέ τών ύστερον εγγινομένων αδικημάτων προ-
65 δίκωι μέν χρήσθων καθὼς τὸ διάγραμμα έχει· περὶ δέ τώ
δικαστηρίω οι επιστάμενοι κατ᾿ ενιαυτὸν παρ᾿ εκατέροις
κόσμοι πόλιν στανυέσθων άγ κα αμφοτέραις ταίς πόλεσ[ι]
[δό]ξηι εξ ας τὸ επικριτήριον τέλεται, καὶ εγγύος καθιστάν-
των αφ᾿ ας κα αμέρας επισταντι επὶ τὸ αρχείον εν διμήνωι,
70 καὶ διεξαγόντων ταύτα επ᾿ αυτών κοσμόντων κατὰ τὸ
δοχθέν κοιναι σύμβολον· αι δέ κα μὴ ποιήσωντι οι κόσμοι κα-
θὼς γέγραπται, αποτεισάτω έκαστος αυτών στατήρας
πεντήκοντα, οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι Πριανσίων ται πόλει,
οι δέ Πριάνσιοι κόσμοι Ἱεραπυτνίων ται πόλει· αι δέ τί κα
75 δόξηι αμφοτέραις ταίς πόλεσι βωλουομέναις επὶ τώι
κοιναι συμφέροντι διορθώσασθαι, κύριον έστω τὸ διορ-
θωθέν· στασάντων δέ τὰς στάλας οι ενεστακότες ε-
κατερήι κόσμοι επ᾿ αυτών κοσμόντων, οι μέν Ἱεραπύ-
τνιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος καὶ οι
80 Πριάνσιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος·
οπότεροι δέ κα μὴ στάσωντι καθὼς γέγραπται απο-
τεισάντων τὰ αυτὰ πρόστιμα καθότι καὶ περὶ τών
δικαίων γέγραπται.

Το κείμενο είναι συνθήκη ισοπολιτείας ανάμεσα στις κρητικές πόλεις Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα) και Πριανσό. Ανάμεσα στις πολυάριθμες κρητικές συνθήκες (συγκεντρωμένες στο Chaniotis 1996) είναι μια από τις εκτενέστερες και καλύτερα διατηρημένες. Όπως συνάγεται από τους στ. 8-10, η συνθήκη αυτή ακολουθεί και συμπληρώνει προγενέστερη συνθήκη ανάμεσα στην Πριανσό από τη μια πλευρά και τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα από την άλλη, η οποία σώζεται σε δύο αντίγραφα (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27).

 

Διάρθρωση της συνθήκης – Ρήτρες

1) Επίκληση των θεών και ευχή (στ. 1-2)

Επικλήσεις θεών και ευχές βρίσκονται πολύ συχνά στην αρχή συνθηκών και άλλων δημοσίων κειμένων (ψηφισμάτων, νόμων). Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες: ανάθεση του εγγράφου στους θεούς, επίκληση της προστασίας των θεών για το κείμενο και την επιγραφή. Δεδομένου ότι οι επικλήσεις και οι ευχές έχουν μεγάλη ομοιότητα με φράσεις που χρησιμοποιούνταν σε προσευχές, το πιθανότερο είναι ότι έχουν την προέλευσή τους στις προσευχές και τις επικλήσεις των θεών που εκφωνούνταν κατά τις τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στην εκκλησία του δήμου πριν από τη συζήτηση προτάσεων για ψηφίσματα και κατά τη σύναψη των συνθηκών (Woodhead 2009: 86· βλ. και Chaniotis 1996: 83-85).

 

2) Χρονολόγηση (στ. 2-5)

Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στο όνομα του προέδρου του συμβουλίου των κόσμων, που εκπροσωπούσαν την εκτελεστική εξουσία στις κρητικές πόλεις, αλλά είχαν συγχρόνως στρατιωτικά και δικαστικά καθήκοντα. Στις περισσότερες πόλεις το συμβούλιο των κόσμων ήταν δεκαμελές, με ετήσια θητεία. Όλα τα μέλη του συμβουλίου προέρχονταν από την ίδια φυλή, με βάση ένα σύστημα εκ περιτροπής εναλλαγής των φυλών στα αξιώματα (Link 1994: 97-112). Κάθε κρητική πόλη είχε το δικό της ημερολόγιο με διαφορετικά ονόματα μηνών (Trümpy 1997: 188-197). Ο Ιμάλιος είναι μάλλον θερινός μήνας, σχετιζόμενος με τη σοδειά και το άλεσμα του αλευριού (πρβλ. Ησύχιος, λλ. ιμαλιά, ιμάλιον και ιμαλίς∙ τὸ επίμετρον τών αλεύρων, επικαρπία). Ο μήνας Δρομείος παράγεται από τη γιορτή Δρομεία, μάλλον γιορτή σχετιζόμενη με τον Απόλλωνα Δρομαίο και την ένταξη των εφήβων στο σώμα των πολιτών∙ στην Κρήτη οι ενήλικοι άνδρες ονομάζονταν δρομείς (Tzifopoulos 1998).

 

3) Εισαγωγή στη συνθήκη (στ. 5-12)

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατύπωσης είναι ότι παραπέμπει σε μια προϋπάρχουσα συνθήκη. Το ρήμα συνευδοκείν (επικυρώνω από κοινού) σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι η παρούσα συνθήκη αποτελεί συμπλήρωση μιας παλαιότερης συνθήκης. Τέτοιες συμπληρώσεις ή αλλαγές ήταν δυνατές (βλ. παρακ., παράγραφο 18), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνονταν και από τις δύο πλευρές∙ σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακριβώς το ρήμα συνευδοκείν. Η πρόταση που εισάγεται με την πρόθεση επί + δοτική εκφράζει, όπως και η μετοχή εμμένοντες, τους όρους κάτω από τους οποίους ισχύει η νέα συνθήκη. Ο βασικός όρος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας των δύο συμβαλλομένων μερών και των συνόρων τους. Τα σύνορα αυτά περιγράφονται στην προγενέστερη συνθήκη, που δυστυχώς στο σημείο αυτό σώζεται πολύ αποσπασματικά και στα δύο αντίγραφά της (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27). Η πρόσφατη δημοσίευση του αντιγράφου της Γόρτυνας (SEG LIII 942) δείχνει ότι τα σύνορα των εδαφών της Πριανσού καθορίστηκαν από τους Γορτυνίους, τη σημαντικότερη πολιτική δύναμη αυτήν την εποχή και ηγέτη μιας μεγάλης συμμαχίας (στ. 15-17: [καὶ] τὰν χώραν ἃν ὡρί|ξαντο οι Γορτύνιοι πορ̣τὶ τὸνς Πριανσιέας μήτ᾿ αυ|τοὶ αφαιλησή<θ>θαι, μήτ᾿ ά[λλοις] επιτραψήν). Ο επανακαθορισμός των συνόρων μάλλον έγινε αναγκαίος μετά από πόλεμο ανάμεσα στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό. Με την προγενέστερη συνθήκη Γορτύνιοι και Ιεραπύτνιοι εγγυώνταν τα σύνορα της Πριανσού, του ασθενέστερου μέλους της συμμαχίας. Συνοριακοί διακανονισμοί είναι πολύ συνηθισμένοι στην ελληνιστική Κρήτη και σχετίζονται με τους ενδημικούς πολέμους που χαρακτηρίζουν την κρητική ιστορία περίπου ως το 110 π.Χ. (για τις ενδοκρητικές συγκρούσεις και τους συνοριακούς διακανονισμούς: Chaniotis 1996: 27-56, 153-159· για τους κρητικούς πολέμους βλ. επίσης Chaniotis 2005: 8-12).

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ έχειν χώραν (νόμιμη ιδιοκτησία εδαφών) και κατέχειν χώραν (άσκηση της εδαφικής κυριαρχίας). Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία που ισχύει τη στιγμή της επικύρωσης της συνθήκης, καθιστώντας σαφές ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διεκδικήσεις εδαφών τα οποία μια πόλη θεωρεί ως νόμιμη ιδιοκτησία της, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται υπό την κατοχή άλλης πόλης.

 

4-5) Παραχώρηση δικαιωμάτων αστικού δικαίου (ισοπολιτεία, επιγαμία) και οικονομικών προνομίων (στ. 13-21)

Στην πρώτη ουσιαστική διάταξη της συνθήκης παραχωρούνται αμοιβαίως, πολύ επιγραμματικά, τρία σημαντικά δικαιώματα, πολύ συνηθισμένα σε κρητικές συνθήκες.

Ως ισοπολιτεία ορίζεται (στην Κρήτη) το δικαίωμα του πολίτη μιας των συμβαλλομένων πόλεων να εγκατασταθεί στην άλλη πόλη και να αποκτήσει εκεί πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ισοπολιτεία συνήθως συμπληρώνει συνθήκες συμμαχίας και αποτελούσε ένα μέτρο με το οποίο πόλεις με διαφορετικές ανάγκες και αλληλοσυμπληρούμενες δυνατότητες εξασφάλιζαν για τους πολίτες τους τη δυνατότητα να ασκήσουν οικονομικές δραστηριότητες σε μια άλλη πόλη. Η πόλη που έκανε την ευρύτερη χρήση αυτών των δυνατοτήτων ήταν η Ιεράπυτνα. Η σύγκριση των διατάξεων των σχετικών συνθηκών δείχνει ότι η ενεργοποίηση της ισοπολιτείας γινόταν ατομικά, όχι μαζικά, και συνδεόταν με ορισμένες προϋποθέσεις. Ο αιτών έπρεπε να είναι ενεργό μέλος φυλής (όπως σε αυτή τη συνθήκη), δηλαδή να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα ή να έχει εξοριστεί ή να είναι πολίτης τιμής ένεκεν. Ηταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη του, ρυθμίζοντας πρώτα όλες τις εκεί νομικές και οικονομικές του εκκρεμότητες και μάλλον πουλώντας όλη την εκεί ιδιοκτησία του. Η αποδοχή της αίτησής του αποφασιζόταν από την εκκλησία της άλλης πόλης∙αρκούσαν τρεις αρνητικές ψήφοι για την απόρριψη του αιτήματός του (βλ. κυρίως I.Cret. III, iv.1· Staatsverträge III 554· Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).

Το δικαίωμα της επιγαμίας δεν χορηγείται μόνο σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν την ισοπολιτεία αλλά σε όλους τους πολίτες των συμβαλλομένων πόλεων. Με τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ πολιτών των δύο πόλεων τα παιδιά δεν θεωρούνταν νόθα, αλλά είχαν πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα (για το πρόβλημα των νόθων στην κρητική κοινωνία, αποτέλεσμα γάμων ατόμων με διαφορετική νομική θέση, βλ. Chaniotis 2002).

Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το δικαίωμα της εγκτήσεως (Chaniotis 1996: 109-113). Σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, η ιδιοκτησία γής καὶ οικίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών, που μόνον κατ’ εξαίρεση παραχωρούνταν σε ξένους, συνήθως προξένους και ευεργέτες. Φαίνεται ότι στην ελληνιστική Κρήτη το πρόβλημα της ιδιοκτησίας γης ήταν ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες πόλεις, όπως συνάγεται από τη διέξοδο που εύρισκαν οι άκληροι πολίτες στην πειρατεία, στο επάγγελμα του μισθοφόρου και στη μαζική έξοδο και εγκατάσταση σε ξένες περιοχές, π.χ. στα εδάφη της Μιλήτου και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Chaniotis 2005: 80-85). Ωστόσο, κάποιες πόλεις φαίνεται ότι είχαν περίσσευμα γης, αλλά έλλειψη πολιτών. Αν και θεωρητικά η παραχώρηση της εγκτήσεως στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, στην πραγματικότητα ικανοποιούσε διαφορετικές, συμπληρωματικές ανάγκες. Η Ιεράπυτνα, που σύναψε περισσότερες συμφωνίες εγκτήσεως από οποιαδήποτε άλλη πόλη, αλλά και ακολούθησε επεκτατική πολιτική κατακτώντας και προσαρτώντας σχεδόν το σύνολο της ανατολικής Κρήτης, πρέπει να ήταν ο κυρίως ωφελούμενος από τη διάταξη αυτή.

Η συνθήκη επιτρέπει επιγραμματικά και τις οικονομικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες, δανεισμούς) με βάση τους νόμους που ισχύουν σε κάθε πόλη (στ. 15-18· σχετικά βλ. Guizzi 1999: 242-243). Όσοι πολίτες δεν έκαναν χρήση της ισοπολιτείας, αλλά επιθυμούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αγροτικές δραστηριότητες στα εδάφη της άλλης πόλης, αποκτούν το δικαίωμα του σπείρειν, δηλαδή το δικαίωμα της χρήσης των δημοσίων εδαφών της άλλης πόλης για καλλιέργειες, με καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Η ύπαρξη δημοσίων γαιών στις κρητικές πόλεις στην ελληνιστική εποχή μαρτυρείται και από μια επιγραφή της Κυδωνίας, η οποία αφορά την παραχώρηση (δημοσίων) γαιών σε ξένους (I.Cret. II, x.1).

 

6) Φύλαξη αγαθών (στ. 21-27)

Γενικά η εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών υπάγεται στην καταβολή δασμών, από την οποία ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί με την παραχώρηση της ατελείας βάσει ψηφίσματος. Στις κρητικές συνθήκες μεταξύ πόλεων καθορίζεται ότι η εξαγωγή από τη στεριά (που αφορά κυρίως κοπάδια) ήταν ατελής∙ ατελής ήταν επίσης η εισαγωγή και επανεξαγωγή αγαθών για προσωπική χρήση. Αντίθετα, οι εξαγωγές από τη θάλασσα, που αφορούσαν συνήθως εμπορικά προϊόντα, συνεπάγονταν τη χρήση λιμανιών και συνήθως ελέγχονταν ευκολότερα. Στις εξαγωγές αυτές καταβάλλονταν τέλη (εξαγωγὰν ήμεν κατὰ γαν μέν ατελεί, κατὰ θάλασσαν δέ καταβάλλοντι τὰ τέλεα κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος)∙ τα τέλη αυτά περιελάμβαναν και το ενλιμένιον, δηλαδή τα λιμενικά τέλη (Chaniotis 1996: 119∙ Guizzi 1999: 240). Από την εισαγωγή για εμπορικούς λόγους διαφέρει η εισαγωγή αγαθών προς φύλαξη στα εδάφη μιας ξένης πόλης με την οποία υπάρχει σχετική συνθήκη. Οι συχνοί πόλεμοι, οι επιδρομές σε αφύλακτες ορεινές περιοχές και στην ύπαιθρο και η πειρατεία στην ελληνιστική εποχή ανάγκαζαν πολλές φορές όσους απειλούνταν από τέτοιους κινδύνους να αναζητήσουν καταφύγιο στα εδάφη μιας γειτονικής πόλης, μαζί με κινητά υπάρχοντα, π.χ. κοπάδια (Müller 1975). Η ατελής εισαγωγή και επανεξαγωγή επιτρέπεται με τη συνθήκη αυτή. Η αναφορά στους “καρπούς” των εισαχθέντων δείχνει ότι πρόκειται κυρίως για κοπάδια ζώων που ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους στους βοσκοτόπους στην εσχατιά των πόλεων (Chaniotis 1999α: 200). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξαίρεση που γίνεται για αγαθά εισαχθέντα προς φύλαξη από τη θαλάσσια οδό (επομένως με πλοία), τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν∙ εδώ η καταβολή δασμών επιβάλλεται. Πρόκειται μάλλον για λάφυρα από πειρατικές επιδρομές –πολύτιμα αντικείμενα και δούλους (Müller 1975: 150 σημ. 74).

 

7) Επινομία (στ. 27-30)

Η διάταξη αυτή δεν αφορά την ευκαιριακή χρήση βοσκοτόπων στα εδάφη του εταίρου της συνθήκης, αλλά το φαινόμενο των χειμαδιών, της περιοδικής μετακίνησης κοπαδιών σε βοσκοτόπους με διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (για το φαινόμενο των χειμαδιών στην αρχαία Κρήτη βλ. Chaniotis 1999α: 198-205 και γενικά στην αρχαιότητα βλ. Waldherr 2001: 331-357· Arnold – Greenfield 2006· για επιγραφικές μαρτυρίες περί βοσκής και κτηνοτροφίας βλ. Chandezon 2003). Οι Ιεραπύτνιοι χρειάζονταν τους βοσκοτόπους στην ορεινή Πριανσό για τους θερινούς μήνες και αντίστροφα οι Πριάνσιοι χρειάζονταν για τα κοπάδια τους χειμαδιά στην πεδινή και παράκτια Ιεράπυτνα. Η χρήση των βοσκοτόπων ήταν ατελής για τους ξένους βοσκούς, ενώ αντίθετα φαίνεται ότι οι πολίτες κατέβαλλαν τέλη, που όντως μαρτυρούνται στην περίπτωση της Ιεράπυτνας (I.Cret. III, iv.1 = Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).

 

8) Υποστήριξη πρεσβειών (στ. 30-33)

Αυτή είναι η μόνη μαρτυρία μιας τέτοιας διάταξης σε κρητικές συνθήκες, αλλά η προσφορά βοήθειας και προστασίας σε ξένους πρεσβευτές μαρτυρείται και αλλού (π.χ. I.Cret. III, iii.3 C). Το πρόστιμο για σχετική παράλειψη καταβάλλεται μόνο από τους παρόντες κόσμους (οι επίδαμοι). Οι πολύπλευρες υποχρεώσεις των κόσμων, κυρίως οι στρατιωτικές, επέβαλλαν τη συχνή απουσία τους∙ ορισμένοι κόσμοι (ίσως τα μισά μέλη του δεκαμελούς συμβουλίου) έπρεπε όμως να είναι παρόντες στην πόλη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό εξηγεί γιατί ο αριθμός των κόσμων ποικίλλει στις επιγραφές (5-10 ονόματα)· φαίνεται ότι ορισμένες φορές αναγράφονται μόνο τα ονόματα των επιδάμων κόσμων (Chaniotis 1996: 260-261 με παραδείγματα).

 

9) Πρόσκληση των ξένων κόσμων (στ. 34-38)

Η αμοιβαία πρόσκληση των ξένων κόσμων και των πολιτών (βλ. παράγρ. 10) ανήκει στα μέτρα για την εδραίωση της φιλίας δύο κρητικών πόλεων∙ αποτελεί ιδιαιτερότητα των κρητικών διακρατικών συνθηκών. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ανάλογες διατάξεις και σε άλλες συνθήκες (Chaniotis 1996: 130-133), οι ξένοι κόσμοι προσκαλούνταν σε δείπνο στην έδρα των αρχόντων (πρυτανείον), στη συνέλευση του λαού είχαν ιδιαίτερες τιμητικές θέσεις μαζί με τους τοπικούς κόσμους και φορούσαν ιδιαίτερο ένδυμα με τα διακριτικά του αξιώματός τους. Στόχος της διάταξης αυτής ήταν η απόλυτη εξομοίωση ντόπιων και ξένων κόσμων στο τελετουργικό επίπεδο, ως έκφραση της στενής σύνδεσης των εταίρων.

 

10) Αμοιβαία συμμετοχή σε γιορτές (στ. 38-40)

Σε άλλες κρητικές συνθήκες οι πολίτες του εταίρου καλούνται στις τοπικές γιορτές (Chaniotis 1996: 133). Αν και εδώ δεν γίνεται λόγος για πρόσκληση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες των δύο πόλεων προσκαλούνταν αμοιβαίως στις σημαντικότερες γιορτές. Η αναφορά στην πρόσκληση των ξένων πολιτών στα ανδρεία, τα κτήρια στα οποία γίνονταν τα συσσίτια, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει ότι το σύστημα των συσσιτίων συνεχιζόταν στην Κρήτη ως και τα ελληνιστικά χρόνια (για τα ανδρεία βλ. Lavrencic 1988· για τα συσσίτια βλ. Link 1991: 119-121· Chaniotis 1999β: 193-194).

 

11) Ανάγνωση της συνθήκης (στ. 40-47)

Μια από τις συνηθέστερες συμβατικές υποχρεώσεις των εταίρων στις κρητικές συνθήκες είναι η ετήσια ανάγνωση της συνθήκης. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση των διατάξεων και την εδραίωση της συνεργασίας, κάτι αναγκαίο αν λάβουμε υπόψη τους συχνούς πολέμους που μετέτρεπαν τον παλιό σύμμαχο σε εχθρό –και αντιστρόφως (Chaniotis 1996: 125-126). Υπεύθυνοι για την ανάγνωση, που λάμβανε χώρα σε σημαντικές γιορτές, ήταν οι κόσμοι, οι οποίοι είχαν επίσης την υποχρέωση να προσκαλέσουν εκπροσώπους της άλλης πόλης στην τελετή. Στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό η ανάγνωση πραγματοποιούνταν στη γιορτή Ὑπερβώια, γιορτή του Δία. Στην Κρήτη ο Δίας θεωρούνταν προστάτης των νέων και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος για την επιλογή αυτής της γιορτής, η οποία μάλλον σχετίζεται με την υποδοχή των εφήβων στο σώμα των πολιτών (για τα Ὑπερβώια και τη σχέση τους με τους εφήβους βλ. Brelich 1961: 72· Willetts 1962: 239· Leitao 1995: 136). Στη Λύττο η αντίστοιχη γιορτή, στην οποία γινόταν η ανάγνωση των συνθηκών, ήταν τα Περιβλημαία (I.Cret. III, xix.1 = Chaniotis 1996: 208-213 αρ. 11), κατά την οποία οι έφηβοι αντάλλαζαν το εφηβικό ένδυμα με εκείνο του πολίτη-πολεμιστή, στη Λατώ ήταν η επίσης εφηβική γιορτή Θεοδαίσια (Chaniotis 1996: 125-126 με σημ. 766-767). Η ανάγνωση της συνθήκης παρουσία των εφήβων πληροφορούσε τους νέους πολίτες για τις υποχρεώσεις της πόλης τους απέναντι σε φίλους και συμμάχους (Μέριμνα για την εξοικείωση των εφήβων με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της πόλης εμφανίζεται και σε γιορτές μη κρητικών πόλεων, π.χ. στην Τέω, SEG XLI 1003 ΙΙ C/D στ. 38-44).

 

12) Νομικά μέτρα για την περίπτωση παράβασης της συνθήκης (στ. 47-53)

Η προστασία των διατάξεων της συνθήκης αποτελούσε υποχρέωση κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης, και όχι μόνο το άμεσο θύμα της παράβασης, είχε δικαίωμα να εγείρει κατηγορίες κατά ιδιωτών ή αξιωματούχων που δεν τηρούσαν τη συνθήκη, εισπράττοντας το ένα τρίτο του προτεινόμενου προστίμου. Αυτό το δικαίωμα (στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως εισαγγελία) μαρτυρείται συχνά σε κρητικές συνθήκες, σε σχέση με αδικήματα κατά του συνόλου της κοινότητας (Chaniotis 1996: 147-148).

 

13) Διανομή των λαφύρων (στ. 53-58)

Στην ελληνιστική εποχή πολλές κρητικές πόλεις συμμετείχαν σε επιδρομές με στόχο τη λαφυραγωγία· θύματά τους ήταν κυρίως τα νησιά του Αιγαίου και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, αλλά πραγματοποιούνταν και χερσαίες επιδρομές στα εδάφη γειτονικών πόλεων (Brulé 1978· Petropoulou 1985· Chaniotis 2005: 118-119). Οι κρητικές συνθήκες συχνά περιέχουν ρυθμίσεις για τη διανομή των λαφύρων (βλ. π.χ. Chaniotis 1996: αρ. 93-94· γενικά για τη διανομή λαφύρων βλ. Pritchett 1991: 363-389· Ducrey 1999: 258-267.). Στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αναφορά σε λάφυρα από θαλάσσιες και χερσαίες επιδρομές, που θα πραγματοποιούνταν είτε από κοινού από τις δύο πόλεις (κοινη) –προφανώς υπό τη διοίκηση των αξιωματούχων των πόλεων– είτε από μεικτές μονάδες αποτελούμενες από πολίτες και των δύο πόλεων στρατολογημένους με ιδιωτική πρωτοβουλία (ιδία). Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πρακτική, τα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο. Πρώτα προσδιοριζόταν το ποσοστό των λαφύρων που αναλογούσε σε κάθε πόλη. Αυτό γινόταν με βάση τον αριθμό των ανδρών από κάθε πόλη που είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή. Ένα δέκατο (δεκάται) από τα λάφυρα που αντιστοιχούσαν σε κάθε πόλη παραχωρούνταν στην πόλη –ένα είδος φορολογίας– και αποτελούσαν μέρος των δημοσίων εσόδων. Τα υπόλοιπα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο στους πολεμιστές.

 

14-17) Δικονομικές διατάξεις (στ. 58-74)

Ένα μεγάλο τμήμα της συνθήκης ασχολείται με δικονομικά θέματα, των οποίων η ερμηνεία είναι δύσκολη δεδομένου ότι πολλές λεπτομέρειες ρυθμίζονταν από παλαιότερες συμβάσεις ή επρόκειτο να ρυθμιστούν στο μέλλον (βλ. στ. 59, 61, 65, 67-68, 70-71). Σύμφωνα με την ερμηνεία που ακολουθείται εδώ (πρβλ. Chaniotis 1996: 134-147, 261-263· Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010) η συνθήκη αναφέρεται στις εξής διαφορετικές διαδικασίες:

α) Κοινοδίκιον

Για το κοινοδίκιον, που μαρτυρείται σε αρκετές επιγραφές, έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: 1) δικαστήριο του Κοινού τών Κρηταιέων, μιας συμμαχίας κρητικών πόλεων (για το Κοινό των Κρηταιέων βλ. πιο πρόσφατα Chaniotis 2015), που επέλυε αντιδικίες μεταξύ πόλεων και μεταξύ ενός πολίτη και μιας ξένης πόλης (Gauthier 1972: 316-325), και 2) κοινό δικαστήριο δύο πόλεων για επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών τους (van Effenterre 1948: 146-147· πρβλ. Chaniotis 1996: 142-143· Ager 1996: 298). Μια αδημοσίευτη ακόμα επιγραφή, χωρίς να λύνει απόλυτα το πρόβλημα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του Ph. Gauthier ότι ήταν δικαστήριο του Κοινού των Κρηταιέων, με τη διαφορά ότι ήταν αρμόδιο όχι μόνο για αντιδικίες μεταξύ πόλεων, αλλά και για διαφορές μεταξύ ιδιωτών από διαφορετικές πόλεις (Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010). Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη σύνθεσή του· ίσως αποτελούνταν από δικαστές διαφόρων πόλεων, ίσως από αντιπροσώπους όλων των συμμάχων. Το κοινοδίκιο δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα, ίσως το 222 π.Χ., όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα (επαν)ίδρυσαν το Κοινό των Κρηταιέων. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή είχε αναστείλει τη λειτουργία του, μάλλον ως συνέπεια του Λυττίου πολέμου, όταν οι δύο ηγεμονικές δυνάμεις του Κοινού, η Γόρτυνα και η Κνωσός, διέκοψαν τη συνεργασία τους∙ επανιδρύθηκε το αργότερο το 184 π.Χ. (Πολύβιος 22.15.4). Η συνθήκη αυτή ασχολείται με το ζήτημα της επίλυσης των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ της Ιεράπυτνας και της Πριανσού και μεταξύ των πολιτών τους, τώρα που το κοινοδίκιο δεν λειτουργούσε πλέον. Το ζήτημα αυτό ανατίθεται στους κόσμους, οι οποίοι ως το τέλος της θητείας τους θα πρέπει να προσδιορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. δικαστήριο μιας τρίτης πόλης, ή ίσως ένα κοινό δικαστήριο κλπ.).

β) Πρόδικος

Οι αρμοδιότητες του προδίκου καθορίζονταν σε ένα έγγραφο του Κοινού τών Κρηταιέων, το διάγραμμα, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται (Chaniotis 1996: 137-141). Όπως συνάγεται από διάφορες αναφορές του σε επιγραφές, περιείχε μεταξύ άλλων κατάλογο αδικημάτων και τα προβλεπόμενα πρόστιμα (π.χ. Chaniotis 1996: 225-231 αρ. 18 στ. 36-38· Chaniotis – Kritzas 2010: 176) και προέβλεπε δύο τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών: ανάθεση της διαφοράς πρώτα σε επιδιαιτησία (προδίκωι χρήσθων), πριν από την παραπομπή σε δίκη, ή απευθείας παραπομπή σε δίκη (δίκα απρόδικος καπάρβολος εν κοινοδικίωι). Αυτό που αμφισβητείται έντονα στη σχετική έρευνα είναι αν οι αντίδικοι είναι πόλεις (Gauthier 1972: 318, 321-322, 324) ή ιδιώτες, πολίτες διαφορετικών πόλεων (Chaniotis 1996: 138-141). Γενικά στην ελληνική αρχαιότητα δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών με διαιτησία (σύλλυσις) και όχι με δίκη.

 

γ) Ξένο δικαστήριο

Οι υποθέσεις που ο πρόδικος δεν ήταν σε θέση να λύσει με διαιτησία παραπέμπονται σε ένα δικαστήριον αποτελούμενο από πολίτες τρίτης πόλης, την οποία καθόριζαν εκ νέου κάθε χρονιά από κοινού οι κόσμοι των δύο εταίρων. Η λέξη επικριτήριον μάλλον προσδιορίζει την απόφαση των ξένων δικαστών. Οι κόσμοι προσδιόριζαν μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας τους τους εγγυητές, που εγγυώνταν την τήρηση της διαδικασίας και την αποδοχή του αποτελέσματος της δίκης. Οι δίκες έπρεπε να διεξαχθούν πριν από τη λήξη του έτους. Οι λεπτομέρειες καθορίζονταν σε μια άλλη νομική σύμβαση (σύμβολον).

 

18) Τροποποίηση της συνθήκης (στ. 74-77)

Οι αρχαίες ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα επιτρέπουν τροποποιήσεις (αλλαγές, διαγραφές και προσθήκες), υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν και οι δύο εταίροι. Δεν είναι γνωστό αν οι τροποποιήσεις υπόκεινταν στην έγκριση της εκκλησίας και αν επικυρώνονταν με όρκο (Chaniotis 1996: 81-82).

 

19) Αναγραφή (στ. 77-83)

Η αναγραφή της συνθήκης σε λίθο και η δημοσίευσή της είναι επιβεβλημένη. Συχνά η δημοσίευση γινόταν σε δύο αντίγραφα, ένα σε κάθε πόλη, συνήθως σε κάποιο σημαντικό ιερό, μερικές φορές και σε τρίτο τόπο (Chaniotis 1996: 77-81). Αυτό το αντίγραφο χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, και από τη στήλη γινόταν η ανάγνωση του κειμένου (βλ. στ. 40-41). Μάλιστα στη συνθήκη αυτή (στ. 6) η λέξη στήλη χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της συνθήκης. Όπου σώζονται δύο ή περισσότερα αντίγραφα μιας συνθήκης, διαπιστώνονται μικροδιαφορές στη διατύπωση (Chaniotis 1996: 79 και SEG LIII 942· για αποκλίσεις μεταξύ αντιγράφων βλ. επίσης Ε1).

Αγαθός θεός. Για καλή τύχη και σωτηρία. Στη μεν Ιεράπυτνα κατά τη θητεία των κόσμων [ανώτατων αξιωματούχων] (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Ενίπαντα, τον γιο του Ερμαίου, τον μήνα Ιμάλιο· στη δε Πριανσό κατά τη θητεία των κόσμων (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Νέωνα, τον γιο (στ. 5) του Χιμάρου, τον μήνα Δρομείο. Τα παρακάτω συμφώνησαν και επικύρωσαν από κοινού οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι, παραμένοντας πιστοί στις προϋπάρχουσες στήλες (έγγραφες συμβάσεις), (συγκεκριμένα) και σε εκείνη που υπάρχει ξεχωριστά μεταξύ των Γορτυνίων και των Ιεραπυτνίων και σε εκείνη που υπάρχει από κοινού μεταξύ Γορτυνίων, Ιεραπυτνίων και Πριανσίων, και στη φιλία και τη συμμαχία (στ. 10) και τους όρκους που έχουν δοθεί σε αυτές τις πόλεις, επίσης αναγνωρίζοντας τα εδάφη που είχαν και κατείχαν όταν συμφώνησαν τη συνθήκη για όλα τα χρόνια. Οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι να έχουν αμοιβαίως το δικαίωμα της ισοπολιτείας (της απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων) και το δικαίωμα της επιγαμίας (της σύναψης νόμιμων γάμων) και το δικαίωμα της εγκτήσεως (της απόκτησης έγγειας ιδιοκτησίας) και συμμετοχή σε όλα τα θεία και τα ανθρώπινα, (στ. 15) όσοι αποτελούν μέλη φυλών σε κάθε πόλη∙ (να έχουν επίσης) και το δικαίωμα να πουλούν και να αγοράζουν και να δανείζουν και να δανείζονται και να πραγματοποιούν όλες τις άλλες συναλλαγές σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Ο Ιεραπύτνιος (πολίτης) να έχει το δικαίωμα να σπέρνει (καλλιεργεί γη) στα εδάφη των Πριανσίων και ο Πριάνσιος (στ. 20) στα εδάφη των Ιεραπυτνίων, καταβάλλοντας τα τέλη όπως και οι άλλοι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Αν ένας Ιεραπύτνιος φέρει προς φύλαξη κάτι στην Πριανσό ή κάποιος Πριάνσιος στην Ιεράπυτνα, να είναι απαλλαγμένος από τέλη κατά την εισαγωγή και εξαγωγή και των ίδιων των αντικειμένων ιδιοκτησίας και των καρπών τους, είτε γίνεται (η εισαγωγή/εξαγωγή) από τη χερσαία οδό (στ. 25) είτε από τη θάλασσα. Αν πουλήσει κάτι από αυτά που έφερε προς φύλαξη από τη θάλασσα, τότε να πληρώσει τα τέλη σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κανείς χρησιμοποιεί βοσκοτόπους, να μην καταβάλλει τέλη. Αλλά αν προκαλέσει ζημιές, αυτός που προκάλεσε τις ζημιές να πληρώσει τα πρόστιμα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. (στ. 30) Αν κάποια πρεσβεία έχει ανάγκη μεταφορικών μέσων, οι Ιεραπύτνιοι κόσμοι να τα διαθέτουν στους Πριανσίους και οι Πριάνσιοι κόσμοι στους Ιεραπυτνίους. Αν δεν τα διαθέσουν, να πληρώσουν όσοι κόσμοι είναι παρόντες στην πόλη δέκα στατήρες στην πρεσβεία. Οι κόσμοι των Ιεραπυτνίων να έρχονται στην Πριανσό στην (στ. 35) έδρα των αρχόντων και να κάθονται (να έχουν τιμητικές θέσεις) με τους κόσμους στην εκκλησία∙ το ίδιο και οι κόσμοι των Πριανσίων να έρχονται στην Ιεράπυτνα στην έδρα των αρχόντων και να κάθονται με τους κόσμους στην εκκλησία. Στη γιορτή των Ηραίων και στις άλλες γιορτές όσοι (πολίτες) τυχαίνει να βρεθούν στην (ξένη) πόλη να έρχονται στο ανδρείο (στ. 40) όπως και οι άλλοι πολίτες. Κάθε χρονιά οι εκάστοτε κόσμοι να διαβάζουν στην κάθε πόλη τη στήλη (με τη συνθήκη) στη γιορτή Υπερβώια και να προσκαλούν στην ανάγνωση οι μεν τους δε, δέκα μέρες πριν από την ημέρα που πρόκειται να τη διαβάσουν. Αν δεν τη διαβάσουν ή δεν προσκαλέσουν, (στ. 45) οι υπαίτιοι να πληρώσουν εκατό στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Αν κανείς, είτε κόσμος είτε ιδιώτης, αδικεί καταστρέφοντας όσα έχουν συνομολογηθεί από κοινού, έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να εγείρει κατηγορία εναντίον του στο κοινό (στ. 50) δικαστήριο προτείνοντας εγγράφως τη χρηματική ποινή αναλόγως με το αδίκημα στο οποίο θα έχει υποπέσει. Και αν νικήσει στη δίκη, ο κατήγορος θα εισπράξει το ένα τρίτο της χρηματικής ποινής, ενώ το υπόλοιπο θα ανήκει στις πόλεις. Αν με τη θέληση των θεών πάρουμε κάτι καλό (λάφυρα) από τους εχθρούς, είτε σε κοινή εκστρατεία είτε σε εκστρατεία που θα πραγματοποιήσουν ιδιωτικά κάποιοι (στ. 55) από τις δύο πόλεις, είτε σε γη είτε σε θάλασσα, να μοιράσουν ο καθένας χωριστά τα λάφυρα με κλήρο ανάλογα με τους άντρες που θα έχουν συμμετάσχει, και ο καθένας χωριστά να φέρει το δέκατο μέρος στη δική του πόλη. Για όσα αδικήματα έγιναν σε κάθε πόλη από τότε που έπαψε να λειτουργεί το κοινοδίκιον, (στ. 60) οι κόσμοι που ασκούν τα καθήκοντά τους με τον Ενίπαντα και τον Νέωνα να πραγματοποιήσουν τη διεξαγωγή των δικών σε όποιο δικαστήριο θα αποφασίσουν από κοινού οι δύο πόλεις, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καθορίζοντας τους σχετικούς εγγυητές μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα στηθεί η στήλη. Για όσα αδικήματα διαπραχθούν στο μέλλον (στ. 65) να χρησιμοποιήσουν πρόδικο, όπως προβλέπει το διάγραμμα. Σχετικά με το δικαστήριο, οι κόσμοι που αναλαμβάνουν κάθε χρονιά καθήκοντα να ορίζουν με κοινή απόφαση των δύο πόλεων μια τρίτη πόλη (διαιτητή), από την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση, και να ορίζουν εγγυητές μέσα σε δίμηνο από την ανάληψη των καθηκόντων τους· (στ. 70) και να πραγματοποιούν αυτά (τη δίκη) κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με τη συνθήκη διαιτησίας (σύμβολον) την οποία συμφώνησαν από κοινού. Αν οι κόσμοι δεν πράξουν σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα εδώ, να πληρώσει ο καθένας τους πενήντα στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι κόσμοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Εάν (στ. 75) και οι δύο πόλεις αποφασίσουν μετά από διαβουλεύσεις για το κοινό συμφέρον να βελτιώσουν (τη συνθήκη), να ισχύει αυτό που θα βελτιώσουν. Οι κόσμοι που έχουν αναλάβει καθήκοντα στις δύο πόλεις να στήσουν τις στήλες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι μεν Ιεραπύτνιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος, οι δε (στ. 80) Πριάνσιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος. Όποιοι δεν στήσουν τις στήλες, όπως είναι γραμμένο εδώ, να πληρώσουν τα ίδια πρόστιμα που γράφονται και σχετικά με τα ζητήματα δικαίου.

(το αντίγραφο των Δελφών)

Δόγμα αρχαίον Αμφικτιό-
νων. Επὶ Ἱέ[ρ]ωνος άρχοντος εν Δελφοίς· πυλαίας εαρινας,
ιερομναμονούντων Θεσσαλών Ἱπποδάμα, Λέοντος· Aι-
τωλών Λυκέα, Δωριμάχου· Bοιωτών Ασώπωνος, Διονυσί-
5 δου· Φωκέων Eυφρέα, Xα[ρέα]· v. έδοξ[εν] τοίς Αμφικτ[ί]-
οσιν καὶ τοίς ιερομνάμοσιν καὶ τοίς αγορατροίς, όπω[ς]
ήι εις πάντα χρόνον ασυλία καὶ ατέλεια τοίς τεχνί-
ταις τοίς εν Αθήναις, καὶ μὴ ήι αγώγιμος μηθεὶς μηθαμό-
θεν, μήτε πολέμου μήτε ειράνας, μήτε τὰ χρήματα αυ-
10 τών, αλλ’ ήι αυτοίς ατέλεια καὶ ασφάλε[ια εις πάντα χρό-
[ν]ον, η συνκεχωρημένη υπὸ πάντων τών Ελλάνων βεβαία, εί-
[ν]αι δέ τοὺς τεχνίτας ατελείς στρατείας πεζικας καὶ ναυτι-
[κ]ας καὶ εισφορας πάσας, όπως τοίς θεοίς αι τιμαὶ καὶ αι θυ-
[σίαι], εφ’ άς εισι τεταγμένοι οι τεχνίται, συντελώνται εν τοίς
15 καθήκουσιν χρόνοις όντων αυτώ[ν απολυπραγ]-
[μονήτων καὶ] ι̣ερώ̣[ν π]ρὸς ταίς [τών θεών λειτουργί]-
[αις· μὴ εξέσ]τω δέ μηδενὶ άγειν τὸν τε[χνίταν μήτε πο]-
[λέμου μήτ]ε ειρήνας, μηδέ συλαν, εί κα [μὴ χρέος έχων]
[πόλει ήι] υπόχρεος, καὶ εὰν ιδίου ήι συν[βολαίου υπόχρεος]
20 [ο τεχν]ί̣τας· v. εὰν δέ τις παρὰ ταύτα ποιή[ι, υπόδικος έστω]
[εν] Αμφικτίοσι, αυτός τε καὶ η πόλις εν αι άν τὸ αδ[ίκημα κα]-
[τ]ὰ τού τεχνίτα συντελεσθήι· είμεν δέ τὰν ατέλειαν [καὶ τὰν α]-
[σ]φάλειαν τὰν δεδομέναν υπὸ Αμφικτιόνων τοίς εν [Αθήναις]
[τ]εχνίταις εις τὸν αεὶ χρόνον, ούσιν απολυπραγμον[ήτοις]·
25 τοὺς δέ γραμματείς αναγράψαι τὸ δόγμα ειστήλαν [λιθί]-
ναν, καὶ στήσαι εν Δελφοίς· πέμψαι δέ καὶ ποτὶ Αθηναίο[υς]
τού δόγματος τούδε αντίγραφον εσφραγιζμένον, ίνα ειδώ-
σιν οι τεχνίται ότι οι Αμφικτίονες πλείσταν έχοντι πρόνοια[ν]
υπέρ τας πρὸς τοὺς θεοὺς ευσεβείας, καὶ κατακολουθήκα[ν]-
30 τι τοίς παρακαλουμένοις υπὸ τών τεχνιταν, πειράσοντα[ι]
δέ καὶ εις τὸ λοιπὸν ταύτά τε φυλάσσειν εις τὸν άπα[ντα]
χρόνον, καὶ άλλο ό τι άν έχωντι αγαθὸν προσαύξ[ειν υπέρ]
τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιταν. Πρέσσβε[ις· Αστυδάμας]
[π]οιητὴς τραγωιδιών. Nεοπτόλεμος τ[ραγωιδός].

 

Tο συγκεκριμένο αμφικτυονικό ψήφισμα είναι η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία που αφορά το σωματείο των Διονυσιακών τεχνιτών της Aθήνας. Ως Διονυσιακοὶ τεχνίται είναι γνωστοί οι επαγγελματίες της μουσικής και του θεάτρου, οι οποίοι μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στις μουσικές και δραματικές παραστάσεις στο πλαίσιο των θρησκευτικών και άλλων γιορτών (συστηματική προσωπογραφία τους έχει συντάξει ο Στεφανής 1988). Κατά την ελληνιστική εποχή, όταν αυξάνεται ο αριθμός αλλά και η γεωγραφική εξάπλωση αυτών των γιορτών (Chaniotis 1995), ενισχύεται ο επαγγελματισμός των συντελεστών τους, οι οποίοι οργανώνονται σε σωματεία (Le Guen 2001· Aneziri 2003). Πρόκειται για τα πρώτα επαγγελματικά σωματεία του ελληνικού κόσμου που ωστόσο φροντίζουν προσεκτικά να προβάλλονται ως θρησκευτικά σωματεία αφιερωμένα μέσω του θεάτρου στη λατρεία του Διονύσου. Το παρόν ψήφισμα αποτελεί ένα ασφαλές terminus ante quem για την ίδρυση της Συνόδου τών εν Αθήναις περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών, χωρίς ωστόσο να προσφέρει καμία περαιτέρω χρονολογική ένδειξη.

Tο ψήφισμα που χρονολογείται το 279/8 ή 278/7 π.X. περιγράφεται ως δόγμα αρχαίον, γιατί αναγράφεται μαζί με ένα αμφικτυονικό ψήφισμα του 134/3 ή 130/29 π.X. (CID IV 114) που έχει το ίδιο θέμα: την εκχώρηση προνομίων στους Διονυσιακούς τεχνίτες της Aθήνας (ή ακριβέστερα, στην περίπτωση του νεότερου ψηφίσματος, την ανανέωσή τoυς). Πιθανότατα το 134/3 ή 130/29 π.X. οι τεχνίτες στήριξαν το αίτημα της ανανέωσης των προνομίων τους στην παλαιά αναγνώριση που πιστοποιούσε τις παραδοσιακά καλές τους σχέσεις με την Aμφικτυονία.

Σχέσεις με τους Δελφούς και την Αμφικτυονία τεκμηριώνονται όχι μόνο για την Αθηναϊκή σύνοδο αλλά και για δύο άλλα σημαντικά σωματεία Διονυσιακών τεχνιτών: το Κοινὸν τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών τών εξ Ισθμού καὶ Νεμέας (Syll.3 460, 704B· CID IV 70-72) και το Μικρασιατικό Κοινό (IG IX 12 175, 192· CID IV 97· Syll.3 565). Καθώς η πόλη και η Αμφικτυονία υπήρξαν αφενός διοργανωτές σημαντικών γιορτών, προσφέροντας σε πολλούς καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δώσουν παραστάσεις στο πλαίσιο αυτών των γιορτών εντός ή εκτός των αγώνων, αφετέρου χορηγοί και εγγυητές σημαντικών για τους τεχνίτες προνομίων, οι σχέσεις των σωματείων με το πανελλήνιο ιερό είναι αναμενόμενες και διέπονται από την αρχή της αμοιβαιότητας.

Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι ο πρώτος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα σχέσεων και συναλλαγών μεταξύ της Αθηναϊκής Συνόδου των Διονυσιακών τεχνιτών και της Δελφικής Αμφικτυονίας που βασίζονται στα αμοιβαία συμφέροντα των δύο πλευρών, αλλά συγχρόνως προσαρμόζονται στις πολιτικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής και ξεπερνούν τα όρια του σωματείου.

Η Aμφικτυονία εμφανίζεται να εγγυάται στα μέλη της Αθηναϊκής Συνόδου ασφάλεια, ασυλία και ατέλεια. Ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών που αφορούν τα σωματεία των τεχνιτών κατά την ελληνιστική περίοδο μαρτυρούν άμεσα ή έμμεσα εκχώρηση ή ανανέωση προνομίων προς όφελος των μελών του εκάστοτε σωματείου από βασιλείς, Pωμαίους αξιωματούχους, έθνη, πόλεις και φυσικά τη Δελφική Aμφικτυονία. Mια ματιά στο σύνολο του υλικού μάς επιτρέπει να οργανώσουμε τα προνόμια αυτά σε τρεις κατηγορίες. 1) Προνόμια που σχετίζονται με την ασφάλεια των τεχνιτών και της περιουσίας τους και είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση των μετακινήσεών τους μέσα στον –εξαιτίας των πολέμων και της πειρατείας– ιδιαίτερα ταραγμένο ελληνιστικό κόσμο: ασφάλεια, ασυλία. 2) Προνόμια που απαλλάσσουν τους τεχνίτες από κάθε είδους υποχρεώσεις (κατά κύριο λόγο οικονομικές) απέναντι σε πόλεις, βασιλείς και Pωμαίους: ατέλεια (στρατείας πεζικής καὶ ναυτικής), ανεισφορία, αλειτουργησία, ανεπισταθμεία. 3) Tιμητικά προνόμια: προεδρία, προμαντεία, προξενία, προπομπεία, προδικία.

Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον τεκμηριώνεται η χορήγηση των προνομίων: οι τεχνίτες χαρακτηρίζονται ιεροί (στ. 16· πρβλ. CID IV 116 στ. 20)∙ πρέπει να μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην υπηρεσία των θεών και να συντελούν τις τιμές και τις θυσίες που τους έχουν ανατεθεί (στ. 15-19). Aυτή η σύζευξη υπηρεσιών που προσφέρονται στο θείο και προστασίας που εξασφαλίζεται από το θείο αποτυπώνεται έμμεσα και στις επιστολές Pωμαίων αξιωματούχων, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα προνόμια των τεχνιτών ένεκεν τού Διονύσου κα[ὶ τών Mουσ]ών καὶ τού επιτηδεύματος ού προεστήκατε (Aneziri 2003: 361-362 αρ. B6 στ. 3-4) ή καταλο[γη] τού Διονύσου καὶ τών Mουσών καὶ τής πολιτείας υμών χάριτι (Sherk, RDGE 49b στ. 4-6). Tο πνεύμα αυτό διέπει εξάλλου και τη διατύπωση οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίται, που εμφανίζεται στον τίτλο τόσο του αθηναϊκού όσο και των άλλων σωματείων αποτυπώνοντας με ενάργεια τη γειτνίαση και αλληλοεξυπηρέτηση επαγγέλματος και θρησκείας.

Παλαιό ψήφισμα των Aμφικτυόνων. Όταν άρχοντας στους Δελφούς ήταν ο Iέρωνας, κατά την ανοιξιάτικη πυλαία, και ιερομνήμονες ήταν από τους Θεσσαλούς ο Iπποδάμας και ο Λέων, από τους Aιτωλούς ο Λυκέας και ο Δωρίμαχος, από τους Bοιωτούς ο Aσώπων και ο Διονυσίδας, (στ. 5) από τους Φωκείς ο Eυφρέας και ο Xαρέας∙ αποφάσισαν οι Aμφικτύονες και οι ιερομνήμονες και οι αγορατροί να έχουν για πάντα οι τεχνίτες της Aθήνας ασυλία και ατέλεια και ούτε σε περίοδο πολέμου ούτε σε περίοδο ειρήνης να υπόκειται κανείς, οπουδήποτε, σε σύλληψη ή τα αγαθά του σε κατάσχεση, (στ. 10) αλλά να ισχύει για αυτούς πάντοτε η ατέλεια και η ασφάλεια που έχουν εκχωρηθεί από όλους τους Έλληνες. Kαι να είναι οι τεχνίτες απαλλαγμένοι από την υποχρέωση συμμετοχής σε εκστρατείες, πεζικές και ναυτικές, και από κάθε εισφορά, ώστε, ελεύθεροι από ασχολίες και αφοσιωμένοι στην υπηρεσία των θεών, (στ. 15) να εκτελούν στον πρέποντα χρόνο τις τιμές και τις θυσίες στις οποίες έχουν ταχθεί. Kαι να μην είναι δυνατόν κανείς να προβεί σε κράτηση του τεχνίτη ούτε κατά τον πόλεμο ούτε κατά την ειρήνη, ούτε σε κατάσχεση των αγαθών του, εκτός κι αν ο τεχνίτης έχει χρέος προς κάποια πόλη ή είναι υπόχρεος ιδιωτικού συμβολαίου. (στ. 20) Kι αν κάποιος πράξει κάτι ενάντια σε αυτά, να είναι υπόδικος στους Aμφικτύονες και ο ίδιος και η πόλη στην οποία θα λάβει χώρα το αδίκημα, ενάντια στον τεχνίτη. Kαι να ισχύει για πάντα η ατέλεια και η ασφάλεια που δόθηκε από τους Aμφικτύονες στους τεχνίτες της Aθήνας, ώστε να είναι απερίσπαστοι. (στ. 25) Kαι οι γραμματείς να αναγράψουν το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσουν στους Δελφούς. Kαι να στείλουν στους Aθηναίους σφραγισμένο αντίγραφο του ψηφίσματος, για να γνωρίζουν οι τεχνίτες ότι οι Aμφικτύονες μεριμνούν ιδιαίτερα για την ευσέβεια προς τους θεούς και ότι συγκατατίθενται (στ. 30) στις παρακλήσεις των τεχνιτών και ότι θα προσπαθήσουν και στο μέλλον να διαφυλάξουν για πάντα αυτήν τη συμπεριφορά και να αυξήσουν όσο μπορούν τα ευεργετήματα υπέρ των τεχνιτών του Διονύσου. Πρέσβεις: Aστυδάμας, ποιητής τραγωδιών∙ Nεοπτόλεμος, τραγωδός.

Βασιλεύοντος Μιθραδάτου Ευπάτορος. έτους ισ’,
Φαναγοριτών η βουλὴ καὶ ο δήμος τοὺς απὸ ξέ-
νης στρατιώτας επολιτογράφησαν διὰ τὸ εκ χρό-
νων ικανών συνστρατεύσασθαι καὶ πεποιηκέναι
5 παν τὸ δίκαιον καὶ εν τοίς λοιποίς πασι φιλικώς καὶ ευ-
νόως εσχηκέναι πρὸς τὴν εαυτών πόλιν∙ καὶ έδω-
καν αυτοίς τὰ φιλάνθρωπα ταύτα εφ᾿ ᾧ πολιτι-
κὸν τὸ γεινόμενον μὴ διδώσι μηδ᾿ επισκήνωσιν
μηδ᾿ επίθεσιν καὶ ανείσφοροι πάντων καὶ αλε[ι]-
10 τούργητοι παντὸς πράγματος πλὴν πα̣[νδή]-
μου στρατείας∙ έστω δέ αυτοίς έκ̣π̣[λους]
και είσπλους.

Πρόκειται για την απόφαση της βουλής και του δήμου της Φαναγορείας να χορηγήσουν το δικαίωμα της πολιτείας και άλλα προνόμια σε μισθοφόρους. Το κείμενο έχει έκταση μόλις δώδεκα στίχους και είναι μάλλον η συντόμευση ενός ψηφίσματος (ελλείψει, ωστόσο, παραλλήλων και στοιχείων για τις επιγραφικές συνήθειες στη Φαναγόρεια, αλλά και για λόγους ευκολίας, θα αναφερόμαστε σε αυτό ως ‘ψήφισμα’). Αμέσως μετά τη δήλωση της χρονολογίας και της εκδίδουσας αρχής (στ. 1-2) απαριθμούνται με συντομία τα δικαιώματα-προνόμια που δίδονται στους μισθοφόρους (στ. 3-12), ενώ παρεμβάλλεται η αιτιολογία της χορήγησης. Οι χορηγήσεις πολιτείας από ελληνιστικές πόλεις σε ξένους στρατιώτες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: εκείνες που γίνονται, όπως εδώ, μαζικά σε έναν αριθμό στρατιωτών (Λιλαία [Moretti, ISE 81], Δύμη [Syll.3 531], Φάρσαλος, Λάρισα, Φάλαννα [IG IX 2, 234, 517, 1228], Άσπενδος [Segre 1934], Σμύρνη [OGIS 229], Μίλητος [I.Delphinion αρ. 33-38], Πέργαμος [OGIS 338], Μεσσήνη [IG V 1, 1426]), και αυτές που προσφέρονται ατομικά σε κάποιον ξένο στρατιωτικό αξιωματούχο (π.χ. IG II3 918 και 919· Syll.3 331 και 333· ΙG XII 6, 119· I.Cret. ΙΙΙ iv 2, 3· I.Iasos 33 και 34). Στη δεύτερη περίπτωση η χορήγηση της πολιτείας έχει κυρίως τιμητικό χαρακτήρα για τον αποδέκτη της (πρβλ. Ε3).

Στο παρόν κείμενο έχουμε να κάνουμε με την παροχή του δικαιώματος του πολίτη από την πόλη Φαναγόρεια σε ένα μισθοφορικό σώμα. Αιτία της πολιτογράφησης αυτής φαίνεται να είναι η μακρόχρονη συνεργασία των μισθοφόρων με τους πολίτες της Φαναγορείας σε διάφορους πολέμους (στ. 3-4: εκ χρόνων ικανών συνστρατεύσασθαι) και η εν γένει διαγωγή τους προς την πόλη (στ. 4-6: καὶ πεποιηκέναι παν τὸ δίκαιον καὶ εν τοίς λοιποίς πασι φιλικώς καὶ ευνοϊκώς εσχηκέναι πρὸς τὴν εαυτών πόλιν).

Στα ψηφίσματα μαζικών πολιτογραφήσεων ξένων στρατιωτών και μισθοφόρων (βλ. σημ. 29) διακρίνουμε ποικίλες αιτιολογήσεις. Παρόμοιo αιτιολογικό με αυτό από τη Φαναγόρεια μπορούμε να εντοπίσουμε σε ένα ψήφισμα από τη θεσσαλική πόλη της Φαρσάλου, όπου οι πολιτογραφούμενοι τιμώνται ως εξ αρχὰς συμπολιτευόμενοι καὶ συμπολεμείσαντες (IG IX 2, 234 στ. 1-2), ενώ με τη στάση τους σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγονότα –μάλλον στο πλαίσιο του Συμμαχικού πολέμου, 220-217 π.Χ.– συνδέεται η πολιτογράφηση των μισθοφόρων στην πόλη της Δύμης (Rizakis, Achaie III 4 στ. 9-10: συμπολεμήσαντες τὸμ πόλεμον καὶ τὰμ πόλιν συνδιασώισαντες).

Στη συγκεκριμένη επιγραφή οι μισθοφόροι περιγράφονται ως οι απὸ ξένης, έκφραση για την οποία δεν έχουμε κανένα επιγραφικό παράλληλο (στ. 2-3). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν υπήρχε κάποιος καθιερωμένος τεχνικός όρος για τα μισθοφορικά στρατιωτικά σώματα.
Προνόμια, που περιγράφονται στο σύνολό τους ως φιλάνθρωπα (στ. 7), συμπληρώνουν την πράξη της πολιτογράφησης των μισθοφόρων. Πρώτη στη δέσμη αυτών των προνομίων αναφέρεται η απαλλαγή των στρατιωτών από το πολιτικὸν τὸ γεινόμενον (στ. 7-8), δηλαδή από την καταβολή του τέλους πολιτογράφησης. Ακολουθεί η απαλλαγή τους από την επισκήνωσιν (στ. 8). Εδώ δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαλλαγή των μισθοφόρων από την υποχρέωση να προσφέρουν –ως πολίτες πλέον– στέγη σε στρατεύματα ή από την υποχρέωση να καταβάλλουν μισθώματα για τα καταλύματα που τους παρείχε η πόλη (μάλλον οικίες που βρίσκονταν στο άστυ και όχι πρόχειροι καταυλισμοί εκτός των τειχών). Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από την επίθεσιν (στ. 9). Ως προς το περιεχόμενο του προνομίου αυτού μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες ελλείψει άλλου επιγραφικού παραλλήλου και εξαιτίας των πολλαπλών νοημάτων που μπορεί να προσλάβει η λέξη. Ενδεχομένως πρόκειται για κάποιον ειδικό φόρο που αφορούσε τους ξένους της Φαναγορείας ή έκτακτη επιβάρυνση όλων των κατοίκων σε ειδικές περιστάσεις. Οι μισθοφόροι καθίστανται επιπλέον ανείσφοροι (στ. 9), δηλαδή ως νέοι πολίτες πλέον απαλλάσσονται από την εισφορά, τον έκτακτο φόρο που επιβαλλόταν στους πολίτες για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών.
Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από κάθε λειτουργία (στ. 9-10: αλειτούργητοι παντὸς πράγματος). Οι λειτουργίαι ήταν δραστηριότητες πολιτικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα, που αναλάμβαναν οι πολίτες προς όφελος της πόλης τους. Χωρίς να έχουν αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο, όπως η εισφορά, οι λειτουργίες σήμαιναν πάντοτε μια οικονομική επιβάρυνση για όποιον τις αναλάμβανε. Εδώ, ωστόσο, η απαλλαγή από τις λειτουργίες δεν περιλαμβάνει την πάνδημον στρατείαν (στ. 10: πλὴν πανδήμου στρατείας). Οι νεοπολιτογραφηθέντες απαλλάσσονται από τη συμμετοχή σε όποιον πόλεμο λάβει μέρος η Φαναγόρεια, εκτός κι αν πρόκειται για γενική επιστράτευση. Υποχρεούνται, δηλαδή, να συμμετέχουν μόνο σε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις και όχι σε όλες, όπως έπρατταν όσο υπηρετούσαν ως μισθοφόροι. Τα παραπάνω εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τον στρατό των πόλεων κατά την υστεροελληνιστική περίοδο. Πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως γενικά οι πολίτες στρατεύονταν πλέον μόνο σε έκτακτες περιστάσεις και σε μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις, ενώ για όλες τις άλλες χρησιμοποιούνταν μισθοφορικά σώματα (πρβλ. το ψήφισμα Syll.3 709 από τη Χερσόνησο, όπου γίνεται αναφορά σε επιλεκτική στρατολόγηση πολιτών). Είναι βέβαια επίσης πιθανόν να πρόκειται για ένα προνόμιο το οποίο η πόλη χορηγεί ειδικά στη συγκεκριμένη ομάδα νεοπολιτών, που ήταν ενδεχομένως μεγάλης ηλικίας και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν το ίδιο δικαίωμα στη μη στράτευση, όπως και οι παλαιοί πολίτες που ανήκαν στην ίδια ηλικιακή ομάδα με αυτούς. Τα στοιχεία που μας είναι διαθέσιμα δεν επαρκούν για την εξαγωγή κάποιου ασφαλούς συμπεράσματος.
Τελευταίο χορηγείται στους μισθοφόρους το προνόμιο να εξέρχονται από και να εισέρχονται στα λιμάνια της Φαναγορείας (στ. 11-12: έστω δέ αυτοίς έκπλους καὶ είσπλους). Η θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα προνόμια φαίνεται να αποτελεί πλεονασμό, γιατί από τη στιγμή που κάποιος λαμβάνει τον δικαίωμα του πολίτη δεν υπόκειται σε περιορισμούς μετακίνησης από και προς την πόλη της οποίας είναι πλέον πολίτης. Ωστόσο, σίγουρα δεν πρόκειται για αβλεψία του συντάκτη, καθώς σε κείμενα όπως το εξεταζόμενο τυχόν επαναλήψεις ή πλεονασμοί υπάρχουν για να προσδίδουν έμφαση και μεγαλύτερη σαφήνεια σε κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να παρερμηνευθεί –σκοπίμως ή μη– από τους αναγνώστες του. Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπηρεσίας των μισθοφόρων στη Φαναγόρεια (στ. 3-4) είχε εδραιωθεί στον γηγενή πληθυσμό της πόλης μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τη θέση και τις υποχρεώσεις τους. Στις υποχρεώσεις προς τον εργοδότη τους, στην προκείμενη περίπτωση την πόλη Φαναγόρεια, συμπεριλαμβάνονταν η διαρκής παρουσία και ετοιμότητά τους, υποχρέωση που καταργούσε αυτόματα το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης. Η προσφάτως χορηγηθείσα σε αυτούς ιδιότητα του πολίτη και τα πρόσθετα προνόμια απαιτούσαν σίγουρα χρόνο για να εμπεδωθούν στη συνείδηση του υπόλοιπου πληθυσμού της πόλης. Οι μισθοφόροι επιθυμούσαν ίσως μια πιο ξεκάθαρη διατύπωση του δικαιώματός τους να ταξιδεύουν από και προς τη Φαναγόρεια, ώστε να προλάβουν τυχόν περιορισμούς απότοκους της χρόνιας παραμονής τους στην πόλη με την ιδιότητα του μισθοφόρου.

Κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη Ευπάτορα, το έτος 210, η βουλή και ο δήμος των Φαναγοριτών ενέγραψαν ως πολίτες τους ξένους στρατιώτες, επειδή αυτοί για μεγάλο χρονικό διάστημα εκπλήρωσαν μαζί τους στρατιωτικές υπηρεσίες και συμπεριφέρθηκαν (στ. 5) σύμφωνα με το δίκαιο με κάθε τρόπο και σε όλα τα υπόλοιπα υπήρξαν φιλικά και ευνοϊκά διακείμενοι προς την πόλη τους. Και τους παρείχαν τα εξής προνόμια: να μην καταβάλλουν τέλος πολιτογράφησης ούτε ενοίκιο κατοικίας ούτε (έκτακτους;) φόρους και να είναι (στ. 10) απαλλαγμένοι από κάθε εισφορά και λειτουργία εκτός της γενικής επιστράτευσης και ελεύθεροι να ταξιδέψουν από και προς την πόλη.