Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ- | |
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος. | |
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί- | |
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ | |
5 | Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε- |
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε- | |
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε- | |
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο | |
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς | |
10 | [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο- |
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα- | |
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως | |
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό– | |
ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]- | |
15 | [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]- |
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]- | |
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ- | |
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγὸν̣ [τ]ών πραχθέντων καὶ νο- | |
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί- | |
20 | [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ |
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα | |
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ | |
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου | |
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε- | |
25 | [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν- |
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη- | |
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…] | |
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).
Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).
O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.
Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.
Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).
Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.
Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).
Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).
Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).
Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).
Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.
Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.
Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.
Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).
Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …
[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου. | |
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς | |
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος | |
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον | |
5 | Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ- |
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ- | |
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες | |
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει- | |
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης | |
10 | περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι |
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι | |
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα- | |
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ- | |
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού- | |
15 | λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι- |
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ- | |
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου- | |
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς | |
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ- | |
20 | βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν- |
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί- | |
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ- | |
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν | |
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα | |
25 | είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]- |
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό- | |
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]- | |
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον | |
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]- | |
30 | γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε] |
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι], | |
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν] | |
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]- | |
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]- | |
35 | ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]- |
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι]. | |
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]- | |
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] | |
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε. |
Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).
Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).
Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).
Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).
Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.
Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;
Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.
Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.
2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.
Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.
Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).
Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.
H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.
Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.
(το αντίγραφο των Δελφών)
Δόγμα αρχαίον Αμφικτιό- | |
νων. Επὶ Ἱέ[ρ]ωνος άρχοντος εν Δελφοίς· πυλαίας εαρινας, | |
ιερομναμονούντων Θεσσαλών Ἱπποδάμα, Λέοντος· Aι- | |
τωλών Λυκέα, Δωριμάχου· Bοιωτών Ασώπωνος, Διονυσί- | |
5 | δου· Φωκέων Eυφρέα, Xα[ρέα]· v. έδοξ[εν] τοίς Αμφικτ[ί]- |
οσιν καὶ τοίς ιερομνάμοσιν καὶ τοίς αγορατροίς, όπω[ς] | |
ήι εις πάντα χρόνον ασυλία καὶ ατέλεια τοίς τεχνί- | |
ταις τοίς εν Αθήναις, καὶ μὴ ήι αγώγιμος μηθεὶς μηθαμό- | |
θεν, μήτε πολέμου μήτε ειράνας, μήτε τὰ χρήματα αυ- | |
10 | τών, αλλ’ ήι αυτοίς ατέλεια καὶ ασφάλε[ια εις πάντα χρό- |
[ν]ον, η συνκεχωρημένη υπὸ πάντων τών Ελλάνων βεβαία, εί- | |
[ν]αι δέ τοὺς τεχνίτας ατελείς στρατείας πεζικας καὶ ναυτι- | |
[κ]ας καὶ εισφορας πάσας, όπως τοίς θεοίς αι τιμαὶ καὶ αι θυ- | |
[σίαι], εφ’ άς εισι τεταγμένοι οι τεχνίται, συντελώνται εν τοίς | |
15 | καθήκουσιν χρόνοις όντων αυτώ[ν απολυπραγ]- |
[μονήτων καὶ] ι̣ερώ̣[ν π]ρὸς ταίς [τών θεών λειτουργί]- | |
[αις· μὴ εξέσ]τω δέ μηδενὶ άγειν τὸν τε[χνίταν μήτε πο]- | |
[λέμου μήτ]ε ειρήνας, μηδέ συλαν, εί κα [μὴ χρέος έχων] | |
[πόλει ήι] υπόχρεος, καὶ εὰν ιδίου ήι συν[βολαίου υπόχρεος] | |
20 | [ο τεχν]ί̣τας· v. εὰν δέ τις παρὰ ταύτα ποιή[ι, υπόδικος έστω] |
[εν] Αμφικτίοσι, αυτός τε καὶ η πόλις εν αι άν τὸ αδ[ίκημα κα]- | |
[τ]ὰ τού τεχνίτα συντελεσθήι· είμεν δέ τὰν ατέλειαν [καὶ τὰν α]- | |
[σ]φάλειαν τὰν δεδομέναν υπὸ Αμφικτιόνων τοίς εν [Αθήναις] | |
[τ]εχνίταις εις τὸν αεὶ χρόνον, ούσιν απολυπραγμον[ήτοις]· | |
25 | τοὺς δέ γραμματείς αναγράψαι τὸ δόγμα ειστήλαν [λιθί]- |
ναν, καὶ στήσαι εν Δελφοίς· πέμψαι δέ καὶ ποτὶ Αθηναίο[υς] | |
τού δόγματος τούδε αντίγραφον εσφραγιζμένον, ίνα ειδώ- | |
σιν οι τεχνίται ότι οι Αμφικτίονες πλείσταν έχοντι πρόνοια[ν] | |
υπέρ τας πρὸς τοὺς θεοὺς ευσεβείας, καὶ κατακολουθήκα[ν]- | |
30 | τι τοίς παρακαλουμένοις υπὸ τών τεχνιταν, πειράσοντα[ι] |
δέ καὶ εις τὸ λοιπὸν ταύτά τε φυλάσσειν εις τὸν άπα[ντα] | |
χρόνον, καὶ άλλο ό τι άν έχωντι αγαθὸν προσαύξ[ειν υπέρ] | |
τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιταν. Πρέσσβε[ις· Αστυδάμας] | |
[π]οιητὴς τραγωιδιών. Nεοπτόλεμος τ[ραγωιδός]. |
Tο συγκεκριμένο αμφικτυονικό ψήφισμα είναι η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία που αφορά το σωματείο των Διονυσιακών τεχνιτών της Aθήνας. Ως Διονυσιακοὶ τεχνίται είναι γνωστοί οι επαγγελματίες της μουσικής και του θεάτρου, οι οποίοι μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στις μουσικές και δραματικές παραστάσεις στο πλαίσιο των θρησκευτικών και άλλων γιορτών (συστηματική προσωπογραφία τους έχει συντάξει ο Στεφανής 1988). Κατά την ελληνιστική εποχή, όταν αυξάνεται ο αριθμός αλλά και η γεωγραφική εξάπλωση αυτών των γιορτών (Chaniotis 1995), ενισχύεται ο επαγγελματισμός των συντελεστών τους, οι οποίοι οργανώνονται σε σωματεία (Le Guen 2001· Aneziri 2003). Πρόκειται για τα πρώτα επαγγελματικά σωματεία του ελληνικού κόσμου που ωστόσο φροντίζουν προσεκτικά να προβάλλονται ως θρησκευτικά σωματεία αφιερωμένα μέσω του θεάτρου στη λατρεία του Διονύσου. Το παρόν ψήφισμα αποτελεί ένα ασφαλές terminus ante quem για την ίδρυση της Συνόδου τών εν Αθήναις περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών, χωρίς ωστόσο να προσφέρει καμία περαιτέρω χρονολογική ένδειξη.
Tο ψήφισμα που χρονολογείται το 279/8 ή 278/7 π.X. περιγράφεται ως δόγμα αρχαίον, γιατί αναγράφεται μαζί με ένα αμφικτυονικό ψήφισμα του 134/3 ή 130/29 π.X. (CID IV 114) που έχει το ίδιο θέμα: την εκχώρηση προνομίων στους Διονυσιακούς τεχνίτες της Aθήνας (ή ακριβέστερα, στην περίπτωση του νεότερου ψηφίσματος, την ανανέωσή τoυς). Πιθανότατα το 134/3 ή 130/29 π.X. οι τεχνίτες στήριξαν το αίτημα της ανανέωσης των προνομίων τους στην παλαιά αναγνώριση που πιστοποιούσε τις παραδοσιακά καλές τους σχέσεις με την Aμφικτυονία.
Σχέσεις με τους Δελφούς και την Αμφικτυονία τεκμηριώνονται όχι μόνο για την Αθηναϊκή σύνοδο αλλά και για δύο άλλα σημαντικά σωματεία Διονυσιακών τεχνιτών: το Κοινὸν τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών τών εξ Ισθμού καὶ Νεμέας (Syll.3 460, 704B· CID IV 70-72) και το Μικρασιατικό Κοινό (IG IX 12 175, 192· CID IV 97· Syll.3 565). Καθώς η πόλη και η Αμφικτυονία υπήρξαν αφενός διοργανωτές σημαντικών γιορτών, προσφέροντας σε πολλούς καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δώσουν παραστάσεις στο πλαίσιο αυτών των γιορτών εντός ή εκτός των αγώνων, αφετέρου χορηγοί και εγγυητές σημαντικών για τους τεχνίτες προνομίων, οι σχέσεις των σωματείων με το πανελλήνιο ιερό είναι αναμενόμενες και διέπονται από την αρχή της αμοιβαιότητας.
Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι ο πρώτος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα σχέσεων και συναλλαγών μεταξύ της Αθηναϊκής Συνόδου των Διονυσιακών τεχνιτών και της Δελφικής Αμφικτυονίας που βασίζονται στα αμοιβαία συμφέροντα των δύο πλευρών, αλλά συγχρόνως προσαρμόζονται στις πολιτικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής και ξεπερνούν τα όρια του σωματείου.
Η Aμφικτυονία εμφανίζεται να εγγυάται στα μέλη της Αθηναϊκής Συνόδου ασφάλεια, ασυλία και ατέλεια. Ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών που αφορούν τα σωματεία των τεχνιτών κατά την ελληνιστική περίοδο μαρτυρούν άμεσα ή έμμεσα εκχώρηση ή ανανέωση προνομίων προς όφελος των μελών του εκάστοτε σωματείου από βασιλείς, Pωμαίους αξιωματούχους, έθνη, πόλεις και φυσικά τη Δελφική Aμφικτυονία. Mια ματιά στο σύνολο του υλικού μάς επιτρέπει να οργανώσουμε τα προνόμια αυτά σε τρεις κατηγορίες. 1) Προνόμια που σχετίζονται με την ασφάλεια των τεχνιτών και της περιουσίας τους και είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση των μετακινήσεών τους μέσα στον –εξαιτίας των πολέμων και της πειρατείας– ιδιαίτερα ταραγμένο ελληνιστικό κόσμο: ασφάλεια, ασυλία. 2) Προνόμια που απαλλάσσουν τους τεχνίτες από κάθε είδους υποχρεώσεις (κατά κύριο λόγο οικονομικές) απέναντι σε πόλεις, βασιλείς και Pωμαίους: ατέλεια (στρατείας πεζικής καὶ ναυτικής), ανεισφορία, αλειτουργησία, ανεπισταθμεία. 3) Tιμητικά προνόμια: προεδρία, προμαντεία, προξενία, προπομπεία, προδικία.
Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον τεκμηριώνεται η χορήγηση των προνομίων: οι τεχνίτες χαρακτηρίζονται ιεροί (στ. 16· πρβλ. CID IV 116 στ. 20)∙ πρέπει να μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην υπηρεσία των θεών και να συντελούν τις τιμές και τις θυσίες που τους έχουν ανατεθεί (στ. 15-19). Aυτή η σύζευξη υπηρεσιών που προσφέρονται στο θείο και προστασίας που εξασφαλίζεται από το θείο αποτυπώνεται έμμεσα και στις επιστολές Pωμαίων αξιωματούχων, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα προνόμια των τεχνιτών ένεκεν τού Διονύσου κα[ὶ τών Mουσ]ών καὶ τού επιτηδεύματος ού προεστήκατε (Aneziri 2003: 361-362 αρ. B6 στ. 3-4) ή καταλο[γη] τού Διονύσου καὶ τών Mουσών καὶ τής πολιτείας υμών χάριτι (Sherk, RDGE 49b στ. 4-6). Tο πνεύμα αυτό διέπει εξάλλου και τη διατύπωση οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίται, που εμφανίζεται στον τίτλο τόσο του αθηναϊκού όσο και των άλλων σωματείων αποτυπώνοντας με ενάργεια τη γειτνίαση και αλληλοεξυπηρέτηση επαγγέλματος και θρησκείας.
Παλαιό ψήφισμα των Aμφικτυόνων. Όταν άρχοντας στους Δελφούς ήταν ο Iέρωνας, κατά την ανοιξιάτικη πυλαία, και ιερομνήμονες ήταν από τους Θεσσαλούς ο Iπποδάμας και ο Λέων, από τους Aιτωλούς ο Λυκέας και ο Δωρίμαχος, από τους Bοιωτούς ο Aσώπων και ο Διονυσίδας, (στ. 5) από τους Φωκείς ο Eυφρέας και ο Xαρέας∙ αποφάσισαν οι Aμφικτύονες και οι ιερομνήμονες και οι αγορατροί να έχουν για πάντα οι τεχνίτες της Aθήνας ασυλία και ατέλεια και ούτε σε περίοδο πολέμου ούτε σε περίοδο ειρήνης να υπόκειται κανείς, οπουδήποτε, σε σύλληψη ή τα αγαθά του σε κατάσχεση, (στ. 10) αλλά να ισχύει για αυτούς πάντοτε η ατέλεια και η ασφάλεια που έχουν εκχωρηθεί από όλους τους Έλληνες. Kαι να είναι οι τεχνίτες απαλλαγμένοι από την υποχρέωση συμμετοχής σε εκστρατείες, πεζικές και ναυτικές, και από κάθε εισφορά, ώστε, ελεύθεροι από ασχολίες και αφοσιωμένοι στην υπηρεσία των θεών, (στ. 15) να εκτελούν στον πρέποντα χρόνο τις τιμές και τις θυσίες στις οποίες έχουν ταχθεί. Kαι να μην είναι δυνατόν κανείς να προβεί σε κράτηση του τεχνίτη ούτε κατά τον πόλεμο ούτε κατά την ειρήνη, ούτε σε κατάσχεση των αγαθών του, εκτός κι αν ο τεχνίτης έχει χρέος προς κάποια πόλη ή είναι υπόχρεος ιδιωτικού συμβολαίου. (στ. 20) Kι αν κάποιος πράξει κάτι ενάντια σε αυτά, να είναι υπόδικος στους Aμφικτύονες και ο ίδιος και η πόλη στην οποία θα λάβει χώρα το αδίκημα, ενάντια στον τεχνίτη. Kαι να ισχύει για πάντα η ατέλεια και η ασφάλεια που δόθηκε από τους Aμφικτύονες στους τεχνίτες της Aθήνας, ώστε να είναι απερίσπαστοι. (στ. 25) Kαι οι γραμματείς να αναγράψουν το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσουν στους Δελφούς. Kαι να στείλουν στους Aθηναίους σφραγισμένο αντίγραφο του ψηφίσματος, για να γνωρίζουν οι τεχνίτες ότι οι Aμφικτύονες μεριμνούν ιδιαίτερα για την ευσέβεια προς τους θεούς και ότι συγκατατίθενται (στ. 30) στις παρακλήσεις των τεχνιτών και ότι θα προσπαθήσουν και στο μέλλον να διαφυλάξουν για πάντα αυτήν τη συμπεριφορά και να αυξήσουν όσο μπορούν τα ευεργετήματα υπέρ των τεχνιτών του Διονύσου. Πρέσβεις: Aστυδάμας, ποιητής τραγωδιών∙ Nεοπτόλεμος, τραγωδός.
fr. a | Θ ε ο ί. |
επὶ Πειθιδήμου άρχοντος επὶ τής Ερεχθείδος δευτέρας π- | |
[ρ]υτανείας· vacat | |
Μεταγειτνιώνος ενάτει ισταμένου, ενάτει τής πρυτανεί- | |
5 | ας· εκκλησία κυρία· τών προέδρων επεψήφιζεν Σώστρατος Κ- |
αλλιστράτου Ερχιεὺς καὶ συμπρόεδροι· vvv έδοξεν τώι δή- | |
μωι· vvv Χρεμωνίδης Ετεοκλέους Αιθαλίδης είπεν· επειδὴ | |
πρότερομ μέν Αθηναίοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ οι σύμμαχ- | |
οι οι εκατέρων φιλίαν καὶ συμμαχίαν κοινὴν ποιησάμενο- | |
10 | ι πρὸς εαυτοὺς πολλοὺς καὶ καλοὺς αγώνας ἠγωνίσαντο με- |
τ’ αλλήλων πρὸς τοὺς καταδουλούσθαι τὰς πόλεις επιχειρ- | |
ούντας, εξ ων εαυτοίς τε δόξαν εκτήσαντο καὶ τοίς άλλ[ο]ις | |
Ἕλλησιν παρεσκεύασαν τὴν ελευθερίαν· καὶ νύν δέ κ[α]ιρών | |
καθειληφότων ομοίων τὴν Ελλάδα πασαν διὰ το[ὺς κ]αταλύε- | |
15 | ιν επιχειρούντας τούς τε νόμους καὶ τὰς πατρίους εκάστ- |
οις πολιτείας ό τε βασιλεὺς Πτολεμαίος ακολούθως τεί τ- | |
ών προγόνων καὶ τεί τής αδελφής προ[α]ιρέσει φανερός εστ- | |
ιν σπουδάζων υπέρ τής κοινής τ[ών] Ελλήνων ελευθερίας· κ̣αὶ | |
ο δήμος ο Αθηναίων συμμαχία[ν] ποιησάμενος πρὸς αυτὸν καὶ | |
20 | τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας εψήφισται παρακαλείν επὶ τὴν αυτὴ- |
ν προαίρεσιν· ὡσαύτως δέ καὶ Λακεδαιμόνιοι φίλοι καὶ σύμ- | |
μαχοι τού βασιλέως όντες Πτολεμαίου καὶ πρὸς τὸν δήμον τ- | |
ὸν Αθηναίων εισὶν εψηφισμένοι συμμαχίαν μετά τε Ἠλείων | |
καὶ Αχαιών καὶ Τεγεατών καὶ Μαντινέων καὶ Ὀρχομενίων κα- | |
25 | ὶ Φια[λέων] καὶ Καφυέων καὶ Κρηταέων όσοι εισὶν εν τεί συμμ- |
[αχίαι τ]εί Λακεδαιμονίων καὶ Αρέως καὶ τών άλλων συμμάχω- | |
[ν καὶ] πρέσβεις απὸ τών συνέδρων απεστάλκασιν πρὸς τὸν δή- | |
[μ]ον καὶ οι παραγεγονότες παρ’ αυτών εμφανίζουσιν τήν τε Λ- | |
ακεδαιμονίων καὶ Αρέως καὶ τών άλλων συμμάχων φιλοτιμί- | |
30 | αν, ήν έχουσιν πρὸς τὸν δήμον, καὶ τὴν περὶ τής συμμαχίας ομολ- |
ογίαν ήκουσι κομίζοντες· όπως άν ούν κοινής ομονοίας γενομ- | |
ένης τοίς Ἕλλησι πρός τε τοὺς νύν ἠδικηκότας καὶ παρεσπον- | |
δηκότας τὰς πόλεις πρόθυμοι μετὰ τού βασιλέως Πτολεμαίου | |
καὶ μετ’ αλλήλων υπάρχωσιν αγωνισταὶ καὶ τὸ λοιπὸν μεθ’ ομον– | |
35 | οίας σώιζωσιν τὰς πόλεις· vvvv αγαθεί τύχει δεδόχθαι τώ[ι δ]- |
ήμωι τὴμ μέν φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν είναι Αθηναίοις κ[αὶ] | |
Λακεδαιμονίοις καὶ τοίς βασιλεύσιν τοίς Λακεδαιμον[ίων] | |
καὶ Ἠλείοις καὶ Αχαιοίς καὶ Τεγεάταις καὶ Μαντινεύσ[ιν κα]- | |
ὶ Ὀρχομενίοις καὶ Φιαλεύσιν καὶ Καφυεύσιν καὶ Κρητ[αεύσι]- | |
40 | ν όσοι εν τεί συμμαχίαι εισὶν τεί Λακεδαιμονίων κα[ὶ Αρέως] |
καὶ τοίς άλλοις συμμάχοις κυρίαν εις τὸν άπαντα [χρόνον, ήν] | |
ήκουσι κομίζοντες οι πρέσβεις· καὶ αναγράψα[ι αυτὴν τὸν γρ]- | |
αμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι χαλκ[ήι καὶ στήσαι ε]- | |
ν ακροπόλει παρὰ τὸν νεὼ τής Αθηνας τής Πο[λιάδος. ομόσαι δέ] | |
45 | [τὰ] αρχεία τοίς πρέσβεσιν τοίς παραγεγο[νόσιν παρ’ αυτών τὸ]- |
[ν όρκον τὸ]ν περὶ τής συμμαχίας κατὰ τὰ [πάτρια· v τοὺς δέ κεχε]- | |
fr. d | [ιρο]τον[ημένους] υπὸ τού δήμου πρ[έσβ]ε[ις αποπέμψαι οίτινες το]- |
[ὺς ό]ρκους απολ[ήψονται παρὰ] τ̣ώ̣[ν λοιπών Ελλήνων· vv χειροτο]- | |
[ν]ήσαι δέ καὶ συνέδρους [δύο τὸν δήμον αυτίκα μάλα εξ Αθηναίω]- | |
50 | ν απάντων οίτινες μετά τε Αρέω[ς καὶ τών απὸ τών συμμάχων α]- |
ποστελλομένων συνέδρων βουλεύσοντ̣[αι περὶ τών κοινήι συ]- | |
μφερόντων· μερίζειν δέ τοίς αιρεθείσ[ιν τοὺς επὶ τήι διοικ]- | |
ήσει εις εφόδια ού άν χρόνου αποδημώ[σιν ό τι άν διαχειροτο]- | |
νούντι δόξει τώι δήμωι· επαινέσαι δ[έ τοὺς εφόρους Λακεδαι]- | |
55 | μονίων καὶ Αρέα καὶ τοὺς συμμάχους [καὶ στεφανώσαι αυτοὺς] |
χρυσώι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον· επ[αινέσαι δέ καὶ τοὺς πρέσ]- | |
βεις τοὺς ήκοντας παρ’ αυτών v Θεομ[— — ca. 14 — — Λακεδα]- | |
ιμόνιον vv Αργείον Κλεινίου Ἠλείο[ν v καὶ στεφανώσαι εκάτ]- | |
ερον αυτών χρυσώι στεφάνωι κατὰ [τὸν νόμον φιλοτιμίας ένε]- | |
60 | κα καὶ ευνοίας ἧς έχουσιν περ[ί τε τοὺς άλλους συμμάχους κα]- |
ὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· είνα[ι δέ εκατέρωι αυτών καὶ άλλο αγ]- | |
αθὸν ευρέσθαι παρὰ τής βουλ[ής καὶ τού δήμου, ότου άν δοκώσιν] | |
άξιοι είναι. καλέσαι δέ αυτ[οὺς καὶ επὶ ξένια εις τὸ πρυτανεί]- | |
ον εις αύριον. αναγράψαι δέ [καὶ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέ]- | |
65 | α τὸν κατὰ πρυτανείαν ειστ[ήλην λιθίνην καὶ τὴν συνθήκην κα]- |
ὶ στήσαι εν ακροπόλει· εις [δέ τὴν αναγραφὴν καὶ ανάθεσιν τ]- | |
ής στήλης μερίσαι τοὺς επ[ὶ τήι διοικήσει τὸ ανάλωμα ό άν γέν]- | |
ηται. vvv σύνεδροι οίδε κ[εχειροτόνηνται· vacat ?] | |
vvvv Κάλλιππος Ελευσίν[ιος, — — — — — — — — — — —]
vacat |
|
70 | σπονδαὶ καὶ συμμαχία [Λακεδαιμονίοις καὶ τοίς συμμάχοις το]- |
ίς Λακεδαιμονίων πρὸς [Αθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Αθην]- | |
αίων εις τὸν άπαντα [χρόνον. έχειν εκατέρους τὴν εαυτών ελευθέρ]- | |
ους όντας καὶ αυτον̣[όμους, πολιτείαν πολιτευομένους κατὰ] | |
τὰ πάτρια· εὰν δέ τ̣[ις ίει επὶ πολέμωι επὶ τὴν χώραν τὴν Αθην]- | |
75 | αίων ἢ τοὺς νόμο[υς καταλύει ἢ επὶ πολέμωι ίει επὶ τοὺς συμμά]- |
χους τοὺς Αθην[αίων, βοηθείν Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς συμμάχ]- | |
ους τοὺς Λ[ακεδαιμονίων παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν· εὰν δέ τ]- | |
ις ίει επὶ π[ολέμωι επὶ τὴν χώραν τὴν Λακεδαιμονίων ἢ τοὺς] | |
νόμους κατ[αλύει ἢ επὶ πολέμωι ίει επὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Λ]- | |
80 | ακεδαιμ[ονίων, βοηθείν Αθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Αθην]- |
[αίων παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν·— — — — — — — — — — —] | |
fr. c | […………ca. 26 ……….]ΗΔ[…….. ca. 20 ………] |
fr. b | [……ca. 12 …..Λακεδαιμονίου]ς καὶ τοὺς συμμάχους Αθηνα[ί]- |
[οις καὶ τοίς συμμάχοις· vv ομό]σαι δέ Αθηνα[ί]ους μέν Λακεδαι- | |
85 | [μονίοις καὶ τοίς απὸ εκάστης] πόλεως τοὺς στρατηγοὺς καὶ τ- |
[ὴν βουλὴν καὶ τοὺς άλλους άρ]χοντας καὶ φυλάρχους καὶ ταξι- | |
[άρχους καὶ ιππάρχους· vv «ομ]νύω Δία Γ[ή]ν Ηλιον Άρη Αθηναν Αρε- | |
[ίαν Ποσειδώ Δήμητρα· vv ε]μ[μ]ενείν εν τεί συμμαχίαι τεί γεγ- | |
[ενημένηι· ευορκούσιν μέν] πολλ[ὰ κ]α̣γαθά, επιορκούσι δέ τανα- | |
90 | [ντία»· v Λακεδαιμονίους δέ] Αθη[να]ίοις ομόσαι κατὰ ταυτὰ τοὺ- |
[ς βασιλείς καὶ τοὺς εφόρο]υς [καὶ] τοὺς γέροντας· κατὰ ταυτὰ δ- | |
[έ ομόσαι καὶ κατὰ τὰ{τὰ}ς άλλας] πόλεις τοὺς άρχοντας. vv εὰν δ- | |
[έ δοκήι Λακεδαιμονίοις καὶ τ]οίς συμμάχοις καὶ Αθηναίοις | |
[άμεινον είναι προσθείναί τι] καὶ αφελείν περὶ τής συμμαχί- | |
95 | [ας, ό άν δοκήι αμφοτέροις, εύο]ρκον είναι. αναγράψαι δέ τὴν συ- |
[μμαχίαν εν στήλαις χαλκαί]ς καὶ στήσαι εν ιερώι όπου άν βού- | |
[λωνται.] vacat |
Το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο
Στον λίθο αναγράφονται δύο αλληλένδετα κείμενα: 1) μια συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους από τη μια μεριά και των Αθηναίων και των συμμάχων τους από την άλλη (στ. 70-97) και 2) το ψήφισμα με το οποίο η συνθήκη αυτή διαβιβάζεται στην εκκλησία του αθηναϊκού δήμου προς έγκριση (στ. 1-69). Tο ψήφισμα, που είναι γνωστό με το όνομα του εισηγητή, Αθηναίου πολιτικού και στρατηγού Χρεμωνίδη (στ. 7), διηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύναψη της συνθήκης συμμαχίας, το κείμενο της οποίας έχει ήδη εγκριθεί από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους (στ. 13-31) και κομίζεται στην Aθήνα από Λακεδαιμόνιους πρεσβευτές (στ. 30-31). Tο ψήφισμα μεριμνά επίσης για την αναγραφή της συνθήκης και του ίδιου του ψηφίσματος σε στήλη και το στήσιμό τους στην Aκρόπολη (στ. 42-44, 64-66), την ανταλλαγή όρκων (στ. 44-48), την αποστολή δύο αντιπροσώπων της Aθήνας στο συνέδριο των συμμάχων (στ. 48-54) και, τέλος, την τίμηση των Λακεδαιμονίων εφόρων, του Σπαρτιάτη βασιλέα Αρέως, των συμμάχων αλλά και των πρεσβευτών τους (στ. 54-64).
Βρισκόμαστε στο πλαίσιο των έντονων ανταγωνισμών των Αντιγονιδών και Πτολεμαίων βασιλέων για τις σφαίρες επιρροής τους στο Αιγαίο και τον Ελλαδικό χώρο κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. (Buraselis 1982). O Πτολεμαίος Β΄ επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει τον Αντίγονο Γονατά κτίζοντας μια αντιμακεδονική συμμαχία σε ελληνικό έδαφος, στην οποία συμμετέχουν η Αθήνα, η Σπάρτη και οι σύμμαχοί τους (Ηλιδα, Αχαιοί, αρκαδικές πόλεις, πόλεις της Κρήτης). Αυτή ακριβώς η συμμαχία ρυθμίζεται με τη συνθήκη των στ. 70-97, της οποίας την επικύρωση εισηγείται το ψήφισμα των στ. 1-69. Λακεδαιμόνιοι πρεσβευτές φέρνουν το κείμενο της συνθήκης στην Αθήνα προς επικύρωση (στ. 41-42).
Οι συμβαλλόμενες πλευρές, Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι, έχουν ήδη συνάψει χωριστές συνθήκες με τον Πτολεμαίο Β΄ (στ. 19-22). Ο βασιλέας Πτολεμαίος Β΄ μνημονεύεται επίσης στο ψήφισμα (στ. 16-18, 31-35) ως παραδοσιακός υπερασπιστής της ελευθερίας των Ελλήνων, με τον οποίο θα συμπράξουν οι συσπειρωμένοι ομονοούντες Έλληνες, προκειμένου να αγωνιστούν για τη σωτηρία των ελληνικών πόλεων. Ως επιδίωξη των συμμετεχόντων στη συμμαχία προβάλλεται (στ. 72-74) η προάσπιση της κοινής ελευθερίας των Eλλήνων, της ομόνοιας, της αυτονομίας και της πατρίου πολιτείας των ελληνικών πόλεων (Strootman 2021).
Τόσο η συνθήκη καθεαυτή όσο και το ψήφισμα δεν μας δίνουν καμία συγκεκριμένη πληροφορία για τον εχθρό και τους στόχους της συμμαχίας. Η αντιπαλότητα προς τη Μακεδονία διατρέχει σιωπηλά όλο το κείμενο και αποτελεί με βεβαιότητα τον συνεκτικό κρίκο όσων συμπράττουν, χωρίς, ωστόσο, να διατυπώνεται ρητά. Στους στ. 14-16, 32-33 στοχοποιούνται όσοι προσπαθούν να καταλύσουν τους νόμους και τα παραδοσιακά πολιτεύματα των πόλεων, καθώς και εκείνοι που αδικούν τις πόλεις και παραβιάζουν τις συνθήκες. Πρόκειται για έμμεση αναφορά στους υποστηριζόμενους από τους Μακεδόνες τυράννους που ελέγχουν ή απειλούν Πελοποννησιακές πόλεις (Shipley 2018: 92-115).
Οι ρήτρες της συνθήκης
Στους πρώτους στίχους (70-72) η συνθήκη ορίζει τους συμβαλλόμενους. Η συμμαχία εγγυάται την ελευθερία, την αυτονομία και την πάτριο πολιτεία τους (στ. 72-74) προσδιορίζοντας ότι, αν κάποιος εκστρατεύσει εναντίον οποιουδήποτε εκ των συμβαλλομένων ή καταλύσει τους νόμους της πολιτείας του, τότε οι δύο πλευρές (Αθηναίοι και σύμμαχοι, Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι) θα κινητοποιηθούν, για να βοηθήσουν αλλήλους (στ. 74-81 – πρόκειται για την συνηθισμένη στις συνθήκες συμμαχίας ρήτρα αλληλοβοήθειας). Είναι σαφές ότι η μέριμνα αυτή καλύπτει τόσο την περίπτωση εξωτερικής απειλής-πολέμου, όσο και το ενδεχόμενο εσωτερικής ανατροπής-στάσης για εγκατάσταση τυραννικού πολιτεύματος.
Ακολουθούν οι εκατέρωθεν όρκοι προς επικύρωση του κειμένου της συνθήκης (στ. 84-92). Ορίζονται τόσο εκείνοι που θα ορκιστούν (αξιωματούχοι της Αθήνας, της Σπάρτης και των συμμαχικών πόλεων) όσο και εκείνοι ενώπιον των οποίων θα δοθούν οι όρκοι (απεσταλμένοι της εκάστοτε πόλης). Είναι ενδιαφέρον ότι στην Αθήνα εκτός από τους άρχοντες (εννοούνται προφανώς οι εννέα άρχοντες) και τη Βουλή ορίζεται να ορκιστούν αξιωματούχοι που σχετίζονται με τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων και επομένως θα αναλάβουν την ευθύνη τήρησης της συνθήκης σε περίπτωση ανάγκης: στρατηγοί, φύλαρχοι, ταξίαρχοι, ίππαρχοι. Στην περίπτωση της Σπάρτης οι όρκοι θα δοθούν από τους βασιλείς, τους εφόρους και τους γέροντες, ενώ για τις άλλες πόλεις αναφέρονται απλά οι άρχοντες χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση.
Οι θεότητες, προς τις οποίες θα γίνει επίκληση κατά τις συγκεκριμένες ορκωμοσίες, είναι ο Δίας, η Γη, ο Ηλιος, ο Άρης, η Αθηνά Αρεία, ο Ποσειδώνας και η Δήμητρα (στ. 87-88). Όπως συνηθίζεται στις διεθνείς συνθήκες, οι θεοί γίνονται μάρτυρες της συμφωνίας και επιφορτίζονται να τιμωρήσουν με αυστηρότητα και δικαιοσύνη όσους την παραβούν. Προσθήκες ή απαλείψεις σχετικά με τη συμμαχία μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να μην εκληφθούν ως παραβάσεις μόνο αν έχουν αποφασισθεί και από τις δύο πλευρές (στ. 92-95).
Ακολουθεί ρύθμιση για την αναγραφή της συνθήκης σε στήλες και στήσιμό τους σε ιερά που θα ορίσουν οι συμβαλλόμενες πόλεις (στ. 95-97). Δύο σχετικές ρυθμίσεις απαντούν και στο κείμενο του ψηφίσματος: στους στ. 42-44 προβλέπεται η ασυνήθιστη για τα αθηναϊκά δεδομένα (αλλά διαδεδομένη στην Πελοπόννησο) αναγραφή της συνθήκης σε χάλκινη στήλη που θα τοποθετηθεί δίπλα στον ναό της Αθηνάς Πολιάδας στην αθηναϊκή Ακρόπολη, ενώ στους στ. 64-68 ορίζεται η αναγραφή του ψηφίσματος (και της συνθήκης;) σε λίθο που θα στηθεί επίσης στην Ακρόπολη.
Θεοί. Eπί άρχοντα Πειθίδημου, όταν πρυτάνευε η Eρεχθηίδα φυλή δεύτερη κατά σειρά, την ένατη του Mεταγειτνιώνα, την ένατη ημέρα της πρυτανείας, (στ. 5) τακτική συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου, από τους προέδρους έθεσε το ζήτημα σε ψηφοφορία ο Σώστρατος Kαλλιστράτου από τον δήμο Eρχιά και οι συμπρόεδροι. Aπόφαση του δήμου∙ εισήγηση του Xρεμωνίδη Eτεοκλέους από τον δήμο Aιθαλίδαι. Eπειδή παλαιότερα οι Aθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι αμφοτέρων είχαν συμφωνήσει φιλία και συμμαχία (στ. 10) μεταξύ τους και διεξήγαγαν από κοινού πολλούς και δίκαιους αγώνες ενάντια σε όσους επιχειρούσαν να υποδουλώσουν τις πόλεις, από τους οποίους (αγώνες) κέρδισαν οι ίδιοι δόξα και εξασφάλισαν την ελευθερία των άλλων Eλλήνων. Και τώρα, καθώς μια παρόμοια κρίση έχει καταλάβει όλη την Eλλάδα, εξαιτίας εκείνων (στ. 15) που επιχειρούν να καταλύσουν τους νόμους και τα παραδοσιακά πολιτεύματα της κάθε πόλης, ο βασιλέας Πτολεμαίος, ακολουθώντας τη στάση των προγόνων και της αδελφής του, εμφανώς προσπαθεί για την κοινή ελευθερία των Eλλήνων, ο δήμος των Aθηναίων συμμάχησε μαζί του και (στ. 20) ψήφισε να κληθούν οι υπόλοιποι Έλληνες να επιδείξουν το ίδιο φρόνημα. Έτσι, λοιπόν, και οι Λακεδαιμόνιοι, φίλοι και σύμμαχοι του βασιλέα Πτολεμαίου, έκλεισαν συμμαχία και με τον δήμο των Aθηναίων μαζί με τους Hλείους, τους Aχαιούς, τους Tεγεάτες, τους Mαντινείς, τους Oρχομένιους, (στ. 25) τους Φιαλείς, τους Kαφυείς και όσους από τους Kρήτες ανήκουν στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και του Aρέως και των άλλων συμμάχων και έστειλαν πρέσβεις από τους συνέδρους τους προς τον δήμο, και αυτοί που ήλθαν από εκείνους παρουσιάζουν τη μεγαλοδωρία των Λακεδαιμονίων και του Aρέως και των άλλων συμμάχων (στ. 30) προς τον δήμο (των Aθηναίων) και κομίζουν τη συμφωνία περί της συμμαχίας∙ έτσι ώστε, αφού επιτευχθεί γενικευμένη ομόνοια στους Έλληνες, να αγωνιστούν πρόθυμα μαζί με τον βασιλέα Πτολεμαίο και ενωμένοι μεταξύ τους ενάντια σε όσους τώρα αδικούν τις πόλεις και παραβιάζουν τις συνθήκες και στο εξής (στ. 35) να σώζουν με σύμπνοια τις πόλεις. Mε τη βοήθεια της Καλής Tύχης, να αποφασίσει ο δήμος να ισχύει για πάντα η φιλία και συμμαχία που κομίζουν οι πρέσβεις ανάμεσα στους Aθηναίους και τους Λακεδαιμονίους και τους βασιλείς των Λακεδαιμονίων και τους Hλείους και τους Aχαιούς και τους Tεγεάτες και τους Mαντινείς και τους Oρχομένιους και τους Φιαλείς και τους Kαφυείς και τους Kρήτες, (στ. 40) όσους συμμετέχουν στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και του Αρέως και των άλλων συμμάχων. Kαι να την αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας σε χάλκινη στήλη και να τη στήσει στην Aκρόπολη πλάι στον ναό της Aθηνάς Πολιάδας. Nα ορκίσουν (στ. 45) οι αρχές τους πρέσβεις που ήλθαν από αυτούς τον όρκο τον σχετικό με τη συμμαχία σύμφωνα με την παράδοση. Nα σταλούν οι εκλεγμένοι από το δήμο πρέσβεις που θα παραλάβουν τους όρκους από τους υπόλοιπους Έλληνες. Nα εκλέξει ο δήμος αμέσως δύο συνέδρους εξ όλων των Aθηναίων, (στ. 50) οι οποίοι μαζί με τον Aρέα και τους απεσταλμένους από τους συμμάχους συνέδρους θα συσκεφθούν για τα κοινά συμφέροντα. Nα πληρώσουν οι αρμόδιοι αξιωματούχοι (οι επὶ τήι διοικήσει) στους εκλεγμένους ως οδοιπορικά για όσο χρόνο λείψουν από την πατρίδα ό,τι αποφασίσει ο δήμος διά ψηφοφορίας. Nα επαινεθούν οι έφοροι των Λακεδαιμονίων (στ. 55) και ο Aρεύς και οι σύμμαχοι και να στεφανωθούν με χρυσό στέφανο σύμφωνα με τον νόμο. Nα επαινεθούν και οι πρέσβεις που έρχονται από αυτούς, Θεομ… Λακεδαιμόνιος, Aργείος Kλεινίου Hλείος και να στεφανωθεί ο καθένας τους με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο για τον ζήλο (στ. 60) και την καλή τους διάθεση προς τους άλλους συμμάχους και τον δήμο των Aθηναίων. Nα μπορέσει καθένας τους να λάβει και άλλες τιμές από τη βουλή και τον δήμο, όσες του αξίζουν. Nα προσκληθούν αύριο σε γεύμα στο πρυτανείο. Nα αναγράψει ο γραμματέας (στ. 65) της πρυτανείας και αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει στην Aκρόπολη. Όσα έξοδα γίνουν για την αναγραφή και ανάθεση της στήλης να καταβληθούν από τους επὶ τήι διοικήσει. Eκλέχτηκαν οι ακόλουθοι σύνεδροι: Kάλλιππος Eλευσίνιος … (στ. 70) Διαρκής συνθήκη και συμμαχία των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους με τους Aθηναίους και τους συμμάχους τους. Nα κυριαρχούν στην επικράτειά τους ελεύθεροι και αυτόνομοι και να έχουν το πολίτευμά τους κατά την παράδοση. Aν κάποιος εκστρατεύει ενάντια στη γη των Aθηναίων (στ. 75) ή καταλύει τους νόμους ή εκστρατεύει ενάντια στους συμμάχους των Aθηναίων, να βοηθούν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων με όλη τους τη δύναμη όσο μπορούν. Aν κάποιος εκστρατεύει ενάντια στη γη των Λακεδαιμονίων ή καταλύει τους νόμους ή εκστρατεύει ενάντια στους συμμάχους των Λακεδαιμονίων, (στ. 80) να βοηθούν οι Aθηναίοι και οι σύμμαχοι των Αθηναίων με όλη τους τη δύναμη όσο μπορούν. … οι Λακεδαιμόνι]οι και οι σύμμαχοι τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Nα ορκιστούν οι Aθηναίοι στους Λακεδαιμόνιους (στ. 85) και στους (απεσταλμένους) κάθε πόλης, οι στρατηγοί και η βουλή και οι άλλοι άρχοντες και οι φύλαρχοι και οι ταξίαρχοι και οι ίππαρχοι. Oρκίζομαι στο Δία, τη Γη, τον Ηλιο, τον Άρη, την Aθηνά την Aρεία, τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα να μείνω πιστός στη συναπτόμενη συμμαχία. Αν τηρήσουμε τον όρκο, (να μας βρουν) πολλά καλά, αν τον παραβούμε, το αντίθετο. (στ. 90) Mε τον ίδιο τρόπο οι βασιλείς, οι έφοροι και οι γέροντες των Λακεδαιμονίων να ορκιστούν στους Aθηναίους. Mε τον ίδιο τρόπο να ορκιστούν οι άρχοντες των άλλων πόλεων. Aν φανεί καλό στους Λακεδαιμόνιους και στους συμμάχους και στους Aθηναίους να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι σχετικό με τη συμμαχία, να περιληφθεί στον όρκο (στ. 95) ό,τι συναποφασίσουν οι δύο πλευρές. Nα αναγράψουν οι πόλεις τη συνθήκη σε στήλες και να τις στήσουν σε ιερό, όπου θέλουν.