Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου] | |
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω] | |
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου- | |
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά- | |
5 | τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω |
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία | |
Αρτέμεινι τη θυγατρί | |
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae) | |
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]- | |
10 | riae Artemini coiugi carissim[ae] |
et Iulio Iuliano equiti Romanọ | |
filio suo et Iuliae Artemini filiae. |
Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.
Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή
Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.
Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.
Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius, <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).
Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη
Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.
Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia
Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή (IG X 2.1, 384).
Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.
Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.
Ὥρωι Ἁρυώτου [λαογρ(άφω)] Βακ(χιάδος) καὶ Απύνχ(ει) | |
Ὀννώφρεως καὶ το(ίς) άλλ(οις) πρεσβ(υτέροις) | |
παρὰ Πετεύρε(ως) τού Ὥ̣ρ̣ο̣(υ) τών απὸ | |
κώμης Βακ(χιάδος). υπάρχ(ει) [μοι] εν τη κώμη | |
5 | (ήμισυ καὶ τέταρτον) μέρος ο[ι]κ(ίας) εν ᾧ καταγείνομ(αι) καὶ απο- |
γρά(φομαι) εμαυτόν τε καὶ [τ]οὺς εμοὺς | |
εις τὴ(ν) τού διεληλ(υθότος) θ̣ έ̣τ̣ο̣υ̣ς̣ Αυτοκράτορ(ος) | |
Καίσαρος Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού) | |
απογρα(φήν). | |
10 | ειμεὶ δέ Πετεύρις Ὥρ[ο(υ)] το(ύ) Ὥρο(υ) |
μη(τρὸς) Εριεύς τή(ς) Μενχείους δημ(όσιος) | |
γεωργ(ὸς) (ετών) λ άση(μος) | |
καὶ τὴν γυ(ναίκα) Ταπεί̣ν̣η̣(ν) [τὴ(ν) Α]π̣κ̣όι(τος) (ετών) κε | |
καὶ τοὺς ομοπατρίο(υς) κα[ὶ] ομομητρίο(υς) | |
15 | αδελφο(ὺς) Ὧρο(ν) (ετών) κ |
καὶ Ὡρίωνο άλλο(ν) (ετών) ζ. | |
υπάρχ(ει) δέ καὶ τώι αδελφώι τὸ λ̣ο̣ιπ(όν) (τέταρτον) μέ(ρος) | |
τή(ς) προκ(ειμένης) οικ(ίας) καὶ αυλ(ής) εν ᾧ καταγει(νόμεθα). | |
Πετεύρις ο προγεγραμμένος επιδέδω(κα) | |
20 | καὶ ομνύω Αυτοκράτορα Καίσαρα |
Δομιτιανὸν Σεβαστὸν Γερμανικὸν | |
α̣λ̣η̣θ̣ή̣ είναι τὰ προγ(εγραμμένα) καὶ μηδέ(ν) | |
διε̣ψεύσθα<ι>. έγραψεν Αφροδ(ίσιος) γραμ(ματεὺς) | |
τή(ς) κώμης μὴ ειδό̣το̣ς γράμματα | |
25 | (έτους) δεκάτου Αυτοκράτο̣ρ̣̣ος Καίσαρος |
Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού), Παχ(ὼν) ιε. |
Ο Πετεύρις από την κώμη Βακχιάδα στέλνει αυτήν την απογραφή εκ μέρους του εαυτού του και της οικογένειάς του στους αρμόδιους αξιωματούχους της κώμης του (στ. 1-4). Δίνει πρώτα λεπτομέρειες της ταυτότητάς του και της κατοικίας του (στ. 10-12) και ύστερα προσθέτει όσους ακόμη κατοικούν και απογράφονται στη συγκεκριμένη κατοικία, τον βαθμό συγγένειας, την ηλικία και την περιουσία τους, με γενική τάση να αναφέρει πρώτα τους στενότερους συγγενείς (στ. 13-18). Τέκνα φαίνεται να μην υπάρχουν, καθώς θα ήταν αναμενόμενο να αναφερθούν. Ακολουθούν ο συνήθης όρκος (στ. 20-23), η υπογραφή του ατόμου που συνέταξε το έγγραφο (στ. 23-24), και η ημερομηνία κατάθεσής του (στ. 25-26).
Στο τέλος του κειμένου (στ. 23-24) μαθαίνουμε ότι την απογραφή έγραψε ο Αφροδίσιος, ο γραμματεὺς τής κώμης. Ο κωμογραμματέας, υπάλληλος του κωμάρχη, ήταν διοικητικός υπάλληλος στο επίπεδο της κώμης (για την κώμη βλ. παρακ.). Στο παρόν κείμενο ο ρόλος του κωμογραμματέα είναι να συντάξει το έγγραφο εκ μέρους του Πετεύρεως, ο οποίος είναι αναλφάβητος. Το φαινόμενο αυτό απαντά εξαιρετικά συχνά στους παπύρους, και τον ρόλο του γραφέα μπορούν να αναλαμβάνουν όχι μόνο κρατικοί υπάλληλοι, αλλά και συγγενείς και γνωστοί (βλ. Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Στο παρόν έγγραφο διασώζεται το όνομα αλλά όχι και ο τίτλος του παραλήπτη. Στην πρώτη έκδοση (P.Mich. III) ο Boak εξηγεί ότι ο αναμενόμενος παραλήπτης θα ήταν ο κωμογραμματέας. Καθώς όμως στην προκείμενη περίπτωση ο κωμογραμματέας είναι εκείνος που συνέταξε το κείμενο της απογραφής, ο Boak επιλέγει να συμπληρώσει στον στ. 1 το αξίωμα του λαογράφου, ο οποίος επίσης συχνά εμφανίζεται ως παραλήπτης απογραφών. Οι λαογράφοι σχετίζονταν σίγουρα με τη λαογραφία, τον φόρο που πλήρωναν όλοι οι άνδρες μεταξύ 14 και 60 ετών (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι Ρωμαίοι πολίτες, καθώς και οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και της Αντινοόπολης). Λειτουργούσαν είτε μόνοι τους είτε κατά ομάδες, που έφταναν ως και τα έξι άτομα σε κάθε κώμη ή άμφοδο πόλης. Οι περισσότεροι ιστορικοί αμφιβάλλουν, ωστόσο, ότι οι λαογράφοι ασχολούνταν προσωπικά με την είσπραξη του φόρου, αφού γι’ αυτήν ήταν υπεύθυνοι οι πράκτορες (Mertens 1958: 80-83). Λαογράφοι απαντούν στα κείμενα από το πρώτο μισό του 1ου ως και το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Η πρώτη ένδειξη ότι η θέση αποτελούσε πια υποχρεωτική λειτουργία, υπηρεσία δηλαδή που οι πιο εύποροι αναλάμβαναν σαν έμμεση φορολογία, απαντά το 201 μ.Χ. (Lewis 1997β: 35· Drecoll 1997: 196, 279).
Οι πρεσβύτεροι (στ. 2) απαντούν από την πτολεμαïκή εποχή και ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Από το 118 μ.Χ. ή και νωρίτερα άρχισαν να αποτελούν υποχρεωτική λειτουργία. Δραστηριοποιούνταν στο επίπεδο την κώμης και υπηρετούσαν μέχρι ένα χρόνο (Lewis 1997β: 43· Drecoll 1997: 29, 201, 279). Η αρμοδιότητά τους σταδιακά εντοπίστηκε στον χώρο της οικονομικής διοίκησης (για τους πρεσβυτέρους γενικότερα βλ. Tomsin 1952).
Η οικογένεια που απογράφεται εδώ είναι γνωστή από διάφορα έγγραφα, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν αρχείο (Smolders 2013). Πρόκειται για τουλάχιστον είκοσι τρία έγγραφα, μεταξύ των οποίων έχουν βρεθεί και δύο ακόμη απογραφές, αυτές του 103 και του 117 μ.Χ. (Bagnall – Frier 1994: 192, 200). Το γενεαλογικό της δέντρο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα το οποίο παρατίθεται στον τρίτο τόμο των παπύρων του Μίσιγκαν, είναι το εξής:
Βελλής (;) Πετεύρις Ι (;)
| |
Κατοίτης Ωρος Ι Μεγχής
| | |
Ωρος Ωρος ΙΙ = Εριεύς Χαρίτων
| ___________________________ |
| | | | |
| Πετεύρις ΙΙ = Ταπείνη | Ὠρίων Ι = Θενατύμις
|________________ | |
| | Ωρος V
Ταπεκύσις = Ωρος ΙΙΙ
_______ |_________
| |
Ωρος ΙV Ὠρίων ΙΙ
Η οικογένεια δηλώνει ως τόπο κατοικίας την κώμη Βακχιάδα. Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε περίπου σαράντα διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, ο μεγαλύτερος νομός, χωριζόταν πρώτα σε μερίδας, και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες. Η Βακχιάς βρισκόταν στην Ηρακλείδου μερίδα του Αρσινοΐτη νομού.
O Πετεύρις, που απογράφει τον εαυτό του και την οικογένεια του, είναι δημόσιος γεωργός. Οι δημόσιοι γεωργοί ήταν μικροκαλλιεργητές που νοίκιαζαν χωράφια από το κράτος σε σταθερές τιμές. Συνήθως έπαιρναν δάνεια σπόρου από τις αρμόδιες αρχές του χωριού τους και πλήρωναν το ενοίκιο του χωραφιού σε χρήμα ή σε είδος ανάλογα με την καλλιέργεια (Rowlandson 1996: 223-224).
O Πετεύρις περιγράφει τον εαυτό του ως άσημον. Σε επίσημα έγγραφα, όπου η πιστοποίηση της ταυτότητας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, περιλαμβάνονταν εκτός από το όνομα, πατρώνυμο κλπ., και αναφορά φυσικών χαρακτηριστικών, όπως ουλές και χρώμα του δέρματος. Άσημος, δηλαδή μη σημαδεμένος, είναι εκείνος που δεν έχει προφανή χαρακτηριστικά που να ξεχωρίζουν (βλ. Hübsch 1968).
Ο Πετεύρις είναι ιδιοκτήτης των τριών τετάρτων του σπιτιού μέσα στο οποίο κατοικούν ο ίδιος, η γυναίκα του, και τα δύο του αδέλφια. Στον ένα αδελφό του ανήκει το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Η κατακερμάτιση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως γης και κατοικιών, ήταν πολύ χαρακτηριστική στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, και οφειλόταν στη διανομή της περιουσίας στα τέκνα. Το μέγεθος του σπιτιού δεν είναι κάτι που αναφέρεται στις απογραφές (αφού η αναφορά σε σπίτια έχει, όπως είπαμε, στόχο να ορίσει τον τόπο κατοικίας και όχι να δηλώσει περιουσιακά στοιχεία) και, όπως δείχνουν οι σχετικές ανασκαφές, υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα μεγέθη. Τα σπίτια είχαν ενίοτε περισσότερους από έναν ορόφους, και πολλές φορές υπόγειο. Τα περισσότερα ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο μέχρι και σε τρείς τοίχους, αλλά όλα είχαν πρόσβαση σε αυλή (Alston 2002: 52-58· Husson 1983: 45-54, 191-206).
Στον Ώρο, γιο του Αρυώτη, λαογράφο της Βακχιάδας και στον Απύγχη, γιο του Οννώφρη, και στους άλλους πρεσβύτερους, από τον Πετεύρι, γιο του Ώρου, έναν από αυτούς που κατοικούν στην κώμη Βακχιάδα. Στην κώμη (Βακχιάδα) μου ανήκουν (στ. 5) τα τρία τέταρτα ενός σπιτιού, στο οποίο κατοικώ και απογράφω τον εαυτό μου και τους δικούς μου κατά την απογραφή του περασμένου ενάτου έτους του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού. (στ. 10) Εγώ είμαι ο Πετεύρις, γιος του Ώρου και της Εριέως του Μενχείους, εγγονός του Ώρου, δημόσιος γεωργός, τριάντα ετών, ασημάδευτος· και (απογράφω) τη γυναίκα μου την Ταπείνη, κόρη του Απκόιτος, εικοσιπέντε ετών· και τους αδελφούς μου, από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, (στ. 15) Ώρο, είκοσι ετών, και τον άλλο, τον Ωρίωνα, επτά ετών. Στον αδελφό μου ανήκει το υπόλοιπο τέταρτο του εν λόγω σπιτιού και της αυλής στο οποίο κατοικούμε. Ο προαναφερθείς Πετεύρις κατέθεσα την απογραφή (στ. 20) και ορκίζομαι στο όνομα του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού ότι τα προγεγραμμένα είναι αληθή και ότι τίποτε δεν δηλώθηκε ψευδώς. (Το κείμενο της απογραφής) έγραψε ο Αφροδίσιος, γραμματέας της κώμης, γιατί ο Πετεύρις δεν ξέρει γράμματα. (στ. 25) Έτος δέκατο του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού, 15 Παχών.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
Σωκράτη καὶ Διδύμω τω καὶ Τυράννω | |
γραμματεύσι μητροπόλεως | |
παρὰ Ισχυρατος τού Πρωτα τού Μύσθου | |
[μ]ητρὸς Τασουχαρίου τής Διδα απ[ὸ α]μ- | |
5 | φόδου Ερμουθιακής καὶ τής τούτου γυ- |
ναικὸς Θαισαρίου τής Αμμωνίου [τ]ού | |
Μύσθου μητρὸς Θαισατος απὸ τού αυτού | |
αμφόδου Ερμουθιακής. απογραφόμεθα | |
τὸν γεννηθέντα ημείν εξ αλλήλων υιὸν | |
10 | Ισχυρα[ν] καὶ όντα εις τὸ ενεστὸς ιδ (έτος) Αντωνείνο(υ) |
Κα[ί]σαρος τού κυρίου (έτους) α. διὸ επιδίδωμ[ι] τὸ | |
τής επιγενήσεως υπόμνημα. | |
[Ισχυρ]ας (ετών) μδ άσημος. | |
Θαισάριον (ετών) κδ άσημος. | |
15 | έγραψ[ε]ν υπέρ αυτών Αμμώνιος νομογ(ράφος). |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Το παρόν έγγραφο στάλθηκε από τους γονείς ενός αγοριού, του Ισχυρά, στις αρμόδιες αρχές με στόχο να δηλώσει τη γέννησή του.
Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο συνιστά την απλούστερη μορφή δήλωσης γέννησης, ξεκινά με τα ονόματα και το αξίωμα των παραληπτών (στ. 1-2), δηλώνει λεπτομερώς την ταυτότητα των αποστολέων (στ. 3-9), δίνει τη χρονολογία, το όνομα και την ηλικία του παιδιού (στ. 10-11). Το κείμενο κλείνει με τις υπογραφές των αποστολέων και το όνομα αυτού που υπέγραψε εκ μέρους τους, καθώς, όπως φαίνεται, ήταν αναλφάβητοι (στ. 11-15· πρβλ. Π8).
Η δήλωση γέννησης και οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι
Στο συγκεκριμένο κείμενο η δήλωση γέννησης υποβλήθηκε κατά το πρώτο έτος του παιδιού. Αυτό μπορεί να μοιάζει φυσικό στους σύγχρονους αναγνώστες, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο κανόνας. Έχουν σωθεί δηλώσεις γέννησης που απογράφουν παιδιά ως και τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας τους (π.χ. P.Oxy. XXXVIII 2855, όπου δηλώνεται ένα αγόρι δεκατριών ετών· πρβλ. P.Ups.Frid. σελ. 64). Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η δήλωση γέννησης δεν είχε ως κύριο στόχο να ενημερώσει τις αρχές γι’ αυτή καθ’ εαυτήν τη γέννηση του παιδιού, αλλά να προετοιμάσει την εγγραφή του στον σχετικό φορολογικό κατάλογο και κυρίως την πρώτη απογραφή του ως μέλους διακεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας –σε περίπτωση που η οικογένεια ανήκε σε τέτοια κατηγορία (βλ. Nelson 1979· Lewis 1997α: 23). Συνεπώς, η δήλωση φαίνεται ότι μπορούσε να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή ως το 14ο έτος της ηλικίας του απογραφομένου, οπότε και σημειωνόταν η είσοδος στο γυμνάσιο ((Habermann 2004: 339-341). Ο χρόνος δηλαδή της δήλωσης γέννησης ενός παιδιού αντιστοιχούσε στα φορολογικά ή κοινωνικά συμφέροντα της οικογένειας.
Ωστόσο, η εξήγηση ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονταν στις αρχές με σκοπό να εξασφαλισθεί η διακεκριμένη κοινωνική θέση του νεαρού αγοριού που δήλωναν και τα συνακόλουθα προνόμια σχετικά με τη φορολογία και την εκπαίδευση, δεν συνάδει με το γεγονός ότι κάποιες δηλώσεις που έχουν βρεθεί αφορούν κορίτσια, τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ωφεληθούν από τα προνόμια αυτά (P.Ups.Frid. σελ. 63), καθώς και μερικά αγόρια τα οποία δεν μοιάζουν να ανήκουν σε διακεκριμένη κοινωνική θέση.
Η δήλωση απευθύνεται σε δύο γραμματείς μητροπόλεως. Οι γραμματείς τής μητροπόλεως είναι αντίστοιχη θέση με τους γραμματείς τών κωμών (για κώμας και μητροπόλεις, βλ. Π8).
O νομογράφος, που εδώ γράφει εκ μέρους των αναλφάβητων δηλούντων, ήταν ένα είδος συμβολαιογράφου. Είχε κυρίως δημόσια υπόσταση, ενώ ενίοτε η δράση του αφορούσε και ιδιωτικές υποθέσεις (Μertens 1958: 87-88).
Οι δηλούντες
Η δήλωση καταγράφει τη γέννηση του Ισχυρά. Όπως συνηθιζόταν, τη δήλωση συνέταξαν οι γονείς του παιδιού μέσω κάποιου γραφέα. Από τις λεπτομέρειες που δίνουν οι γονείς ως προς την ταυτότητά τους συνάγεται ότι ίσως ήταν πρώτα ξαδέλφια (καταγράφεται κοινό όνομα παππού –Μύσθος– από την πλευρά του πατεράδων τους, οι οποίοι ήταν ενδεχομένως αδέλφια). Αυτό δεν εκπλήσσει σε μια χώρα σαν την Αίγυπτο όπου εκείνη την εποχή ήταν ακόμη εξαιρετικά συνηθισμένοι οι γάμοι μεταξύ ομοθαλών (: πλήρων) αδελφών (για τον γάμο μεταξύ αδελφών στην Αίγυπτο, βλ. ενδεικτικά Hopkins 1980· Scheidel 1995· Scheidel 1997). Οι δηλούντες αυτοπροσδιορίζονται ως άσημοι, δηλαδή χωρίς ουλές ή άλλα εξωτερικά γνωρίσματα (πρβλ. Π8).
Από το γεγονός ότι η δήλωση απευθυνόταν στους γραμματείς μητροπόλεως, προκύπτει ότι ο Ισχυράς και η Θαισάριον πρέπει να κατοικούσαν και να απογράφονταν στην Αρσινοϊτών πόλιν, όπου και πράγματι βρισκόταν το άμφοδον Ερμουθιακής. Η ακριβής σημασία της λέξης άμφοδον έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας. Ο Wilcken, όπως και ο Rink, το μετέφρασαν ως “δρόμο” (O.Wilck. Ι σελ. 441· Rink 1924: 7). Ο Jouguet 1911: 283 αντίθετα το μετέφρασε ως “συνοικία”, και εξέφρασε την άποψη ότι αυτό μπορεί να σημαίνει είτε μια μικρή διοικητική μονάδα, είτε απλώς μια τοποθεσία. Η εξήγηση του Jouguet έχει υπερισχύσει στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά τη μελέτη του Daris 1981 που αφορά την μητρόπολιν του Αρσινοΐτη).
Προς τον Σωκράτη και τον Δίδυμο, που λέγεται επίσης και Τύραννος, γραμματείς της μητρόπολης· από τον Ισχυρά, γιο του Πρωτά, γιου του Μύσθου, και της Τασουχαρίου, κόρης του Διδά, από (στ. 5) το άμφοδο της Ερμουθιακής, και από τη γυναίκα του, τη Θαισάριον, κόρη του Αμμωνίου, γιού του Μύσθου, και της Θαισάτος, από το ίδιο άμφοδο της Ερμουθιακής. Απογράφουμε τον γιο μας, τον Ισχυρά, γεννημένο από εμάς τους δύο, (στ. 10) ο οποίος κατά τη φετινή χρονιά, το 14ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κυρίου, είναι ενός έτους. Ως εκ τούτου υποβάλλω τη δήλωση της γέννησης. Ισχυράς, ετών σαράντα τεσσάρων, ασημάδευτος. Θαισάριον, ετών είκοσι τεσσάρων, ασημάδευτη. (στ. 15) Έγραψε εκ μέρους τους ο Αμμώνιος ο γραφέας του νομού.