Έτους σμα΄, μη(νὸς) Πανήμου β΄· | |
Μεγάλη Άρτεμις Αναει- | |
τις καὶ Μὶς Τιαμου· επὶ | |
Ιουκούνδος εγένετο εν | |
5 | διαθέσι μανικη καὶ υπὸ πάν- |
των διεφημίσθη ὡς υπὸ | |
Τατίας τής πενθερας αυ- | |
τού φάρμακον αυτω δεδόσ- | |
θαι, η δέ Τατιὰς επέστησεν | |
10 | σκήπτρον καὶ αρὰς έθηκεν |
εν τω ναω ὡς ικανοποιού- | |
σα περὶ τού πεφημίσθαι αυ- | |
τὴν εν συνειδήσι τοιαύτη, | |
οι θεοὶ αυτὴν εποίησαν εν | |
15 | κολάσει, ήν ου διέφυγεν· ο- |
μοίως καὶ Σωκράτης ο υιὸς | |
αυτής παράγων τὴν ίσοδον | |
τὴν ις τὸ άλσος απάγουσαν | |
δρέπανον κρατών αμπελοτό- | |
20 | μον, εκ τής χειρὸς έπεσεν |
αυτω επὶ τὸν πόδα καὶ ού- | |
τως μονημέρω κολάσει α- | |
πηλλάγη. Μεγάλοι ούν οι θε- | |
οὶ οι εν Αζιττοις· επεζήτησαν | |
25 | λυθήναι τὸ σκήπτρον καὶ τὰς |
αρὰς τὰς γενομένας εν τω | |
ναω· ἃ έλυσαν τὰ Ιοκούνδου | |
καὶ Μοσχίου, έγγονοι δέ τής | |
Τατίας, Σωκράτεια καὶ Μοσχας | |
30 | καὶ Ιουκούνδος καὶ Μενεκρά- |
της κατὰ πάντα εξειλασάμενοι | |
τοὺς θεοὺς, καὶ απὸ νοίν ευλογού- | |
μεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυ- | |
νάμις τών θεών. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Η επιγραφή διηγείται το αμάρτημα της Τατίας, που υποτίθεται ότι δηλητηρίασε ή έκανε μάγια στον γαμπρό της. Όπως όλα τα κείμενα αυτού του είδους, το παρόν καταγράφει το αμάρτημα, που στην προκείμενη περίπτωση συνίσταται σε μαγεία και άδικες κατάρες (στ. 3-13), τη θεία τιμωρία που αυτό επέφερε στην Τατία και τον γιο της (στ. 14-23), καθώς και την εξιλέωση των κληρονόμων της Τατίας (στ. 24-32). Περιλαμβάνει, ακόμη, επιφωνήσεις των θεών (στ. 23-24) και ορίζει την αναγραφή σε στήλη (στ. 33: στηλογραφείν) και τη συνεχή δοξολογία των θεών (στ. 32-34).
Οι θεότητες
Οι θεοί που αναφέρονται στους στ. 2-3 είναι οι ιρανικής καταγωγής, εξελληνισμένες θεότητες Άρτεμις Αναΐτις (η ιρανική Anahita· βλ. Keil 1923: 250-251) και Μης ή Μην (ο θεός της σελήνης· βλ. Lane, CMRDM III· Hübner 2003). Το όνομα του Μηνός ακολουθείται από το όνομα (στη γενική) Τιαμου (ο τονισμός είναι άγνωστος), που υποδηλώνει τον ιδρυτή της λατρείας (Τιαμος). Στους στ. 23-24 μαθαίνουμε ότι οι θεοί αυτοί είχαν το ιερό τους σε ένα μέρος με το τοπωνύμιο Αζιτα (ο τονισμός είναι επίσης άγνωστος). Υπενθυμίζεται ότι η στήλη που έφερε την επιγραφή ήταν διακοσμημένη στο επάνω μέρος με εγχάρακτη ημισέληνο, σύμβολο του θεού Μηνός.
Το αμάρτημα και η θεϊκή τιμωρία
Στους στ. 3-13 δίνεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του αδικήματος, που έχει ενδιαφέρον τόσο από θρησκειολογική όσο και από κοινωνιολογική άποψη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αφύσικη ή παράλογη συμπεριφορά ενός άντρα αποδόθηκε σε μάγια που υποτίθεται ότι του έκανε η πεθερά του, η Τατία (ή Τατιάς). Η Τατία προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της με όρκους και κατάρες κατά των συκοφαντών της. Σε δημόσια τελετή στο ιερό επικαλέστηκε την επέμβαση των θεών, στήνοντας σκήπτρο. Με το στήσιμο ενός σκήπτρου, συμβόλου του θεού, ένας ιδιώτης ή μια κοινότητα επικαλείται τη θεϊκή τιμωρία για όσους έχουν κάνει κάποιο αδίκημα (πρβλ. Herrmann – Malay, Lydia αρ. 66· Petzl, Beichtinschriften 3 και 35). Η Τατία κατέθεσε επίσης κατάρες στον ναό (πρβλ. I.Knidos I 150)· κατά πάσα πιθανότητα οι κατάρες απευθύνονταν όχι μόνο κατά των συκοφαντών της αλλά και κατά της ίδιας, σε περίπτωση που ήταν ένοχη (πρβλ. I.Knidos I 147). Τέτοιου είδους κατάρες επείχαν τη θέση διακήρυξης αθωότητας. Ο θάνατος της Τατίας και ένα θανατηφόρο ατύχημα του γιου της θεωρήθηκαν θεοδικία και επιβεβαίωσαν στους συγχωριανούς της τις υποψίες τους (στ. 14-23).
Η εξιλέωση
Για την εξιλέωσή τους οι πιστοί κατέφευγαν στα τοπικά ιερά και στη βοήθεια των ιερέων. Στις συζητήσεις τους με τα υποτιθέμενα θύματα της οργής των θεών οι ιερείς προσδιόριζαν, μερικές φορές κάνοντας χρήση χρησμών, το αδίκημα που είχε προκαλέσει τη θεία δίκη. Προκειμένου να εξευμενίσουν το θείο, οι πιστοί ήταν υποχρεωμένοι, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτελέσουν καθαρμούς, να πληρώσουν πρόστιμο και να κάνουν κάποιο αφιέρωμα. Οι τελετουργίες κατευνασμού των θεών περιελάμβαναν ακόμη την καταγραφή του θαύματος σε στήλη και τη διαρκή ευλογία των θεών, μάλλον με επιφωνήσεις (βλ. Chaniotis 2009).
Στην προκείμενη περίπτωση οι θεοί ζήτησαν (μέσω των ιερέων ή με χρησμό) να ανακληθούν οι (άδικες) κατάρες της Τατίας (στ. 23-27). Αυτό πραγματοποιήθηκε τελικά από τα εγγόνια της, τα παιδιά της κόρης της Μόσχιον (θηλυκό όνομα ουδετέρου γένους) και του γαμπρού της Ιουκούνδου (στ. 27-32). Στοιχείο της συμφιλίωσης με το θείο είναι οι επιφωνήσεις που εξυμνούν τη μεγαλοσύνη των θεών που είχαν επιβάλει την τιμωρία (βλ. σχετικά Chaniotis 2010· Peterson – Markschies 2012: 196-208, 562-564): Μεγάλη Άρτεμις Αναειτις καὶ Μὶς Τιαμου (στ. 2-3), Μεγάλοι ούν οι θεοὶ οι εν Αζιττοις (στ. 23-24). Οι επιφωνήσεις αυτές είναι μέρος της συνεχούς δοξολογίας των θεών που προβλέπεται μαζί με την καταγραφή του θαύματος σε στήλη (στ. 32-33: καὶ απὸ νοίν ευλογούμεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυνάμις τών θεών).
Ονόματα
Το όνομα της πρωταγωνίστριας αποδίδεται με δύο μορφές: Τατία (στ. 7 και 29) και Τατιάς (στ. 9). Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου ονόματος, όπως και τα Τάτα, Τάτιον, Τάτιν, Τατίς κ.ά. Το όνομα ανήκει σε διαδεδομένη κατηγορία ονομάτων που παράγονται με την επανάληψη της ίδιας συλλαβής (“Lallennamen”), όπως Παπας, Λάλα, Τάτα κ.λπ. Είναι ενδιαφέρον ότι τρία από τα εγγόνια της Τατίας έχουν ονόματα με οικογενειακή παράδοση: Σωκράτεια (πρβλ. το όνομα του γιου της Τατίας, Σωκράτης), Μοσχας (πρβλ. το όνομα της μητέρας του, Μόσχιον) και Ιουκούνδος (συνωνυμία με τον πατέρα του).
Την 2α Πανήμου του 241ου έτους. Μεγάλοι (θεοί) είναι η Άρτεμις Αναϊτις και ο Μής Τιαμου. Επειδή ο Ιουκούνδος άρχισε να συμπεριφέρεται σαν (στ. 5) τρελός και όλοι διέδιδαν τη φήμη ότι του είχε δοθεί μαγικό ποτό (ή δηλητήριο) από την πεθερά του, την Τατία, και η Τατία έστησε (στ. 10) σκήπτρο και κατέθεσε κατάρες στον ναό δήθεν για να βρει το δίκιο της, για τη φήμη που είχε διαδοθεί, αν και γνώριζε την ενοχή της, οι θεοί τής επέβαλαν (στ. 15) τιμωρία από την οποία δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Το ίδιο κι ο Σωκράτης, ο γιος της. Καθώς περνούσε από την είσοδο που οδηγεί στο άλσος (του ιερού), κρατώντας κλαδευτήρι για τα αμπέλια, (στ. 20) το κλαδευτήρι έπεσε από το χέρι του στο πόδι του κι έτσι χάθηκε με μονοήμερη τιμωρία. Μεγάλοι είναι λοιπόν οι θεοί στα Αζιτα. Ζήτησαν (στ. 25) να λυθούν / να ανακληθούν το σκήπτρο και οι κατάρες που έγιναν στον ναό. Τα πήραν πίσω τα παιδιά του Ιουκούνδου και του Μοσχίου και τα εγγόνια της Τατίας, η Σωκράτεια, ο Μοσχάς, (στ. 30) ο Ιουκούνδος και ο Μενεκράτης, κατευνάζοντας με κάθε τρόπο τους θεούς. Και από τώρα ευλογούμε (τους θεούς), αφού γράψαμε σε στήλη τις δυνάμεις / τα θαύματα των θεών.
Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ], | |
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-] | |
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-] | |
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης] | |
5 | αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης] |
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-] | |
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ | |
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]- | |
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί] | |
10 | [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα- |
[ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ] | |
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι] | |
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]- | |
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-] | |
15 | [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω] |
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ- | |
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν | |
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης. |
Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.
O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.
O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).
Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).
Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).
Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).
Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.
Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.
H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).
H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.
O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).
Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.