Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

— — — — — — — — — —
 ̣  ̣  ̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ χει-]
ρισθεὶς ε̣πὶ̣ τύξει̣
τού εν̣ Ερμ̣ού̣ πόλ(ει) εκ-
πεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου
5 πρὸς παροχὴν τού
μεγίστου Αυτοκράτορο̣ς
Ἁδριανού Καίσαρος το̣ύ
κυρίου έ̣ως άν   ̣  ̣[± ;]
τεύσωσι τὸ κατʼ άνδρα
10 τών δεόν̣των  ̣  ̣  ̣[± ;]
οἳ κ(αὶ) πο̣λ(  ) τ̣  ̣  ̣(  ) [  ̣]  ̣ν̣τ̣ι̣  ̣  ̣[± ;]
δ̣ο  ̣ς̣ ἢ ένοχ̣[ο]ς εί[ην]
τώι όρκωι̣. [(Έτους)   ̣  ̣, ± ;]
κθ̣. Χαι̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ω-]
15 μοσα τ̣[ὸ]ν̣ προκ̣(είμενον) ό̣ρ̣κ̣ο̣ν̣.
— — — — — — — — — –

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Πρόκειται για έναν όρκο που παίρνουν κάτοικοι της Ερμούπολης σχετικά με την επικείμενη άφιξη του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνουν την λειτουργίαν να παράσχουν τον άρτο σε ποσότητα ικανή να ικανοποιήσει τον αυτοκράτορα και την συνοδεία του για την γιορτή που θα ακολουθούσε. Ο Αδριανός επισκέφθηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ., ωστόσο από καμία γραπτή πηγή δεν μαρτυρείται η διαμονή του στην Ερμούπολη· πιθανότατα πέρασε από εκεί πριν από την ίδρυση της Αντινοόπολης, προς τιμή του Αντινόου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η πόλη ήθελε να είναι έτοιμη σε ενδεχόμενη έλευσή του (Sijpesteijn 1991: 90).

 

Ο αυτοκράτορας Αδριανός και τα ταξίδια του

Ο Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117-138 μ.Χ.) κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, θεωρώντας απαραίτητη την επαφή με τους ντόπιους. Στις πόλεις που επισκέφθηκε οι κάτοικοι τον λάτρεψαν και αναφέρονταν σε αυτόν ως «τον πιο γενναιόδωρο αυτοκράτορα». Και όχι άδικα, μιας και φρόντιζε να χτίσει μεγάλα κτίρια, να ανακατασκευάσει όσα είχαν καταστραφεί, να προβεί σε σημαντικές δωρεές και ευεργεσίες στους γηγενείς. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 130 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ με την συνοδεία του επισκέφτηκε την Ιουδαία για να λύσει κάποια προβλήματα που αφορούσαν την εξέγερση των Ιουδαίων, την λεγόμενη Διασποράν, που μαρτυρείται στον P.Brem. 1 (115 μ.Χ., Ερμούπολη) και αφορά την πρώτη φάση της εξέγερσης των Ιουδαίων (Henderson 1968: 98-99). Παπυρικά έγγραφα μας πληροφορούν ότι ξεκίνησε τις ευεργεσίες αμέσως μετά την ενθρόνισή του (P.Giss. I 5, στ. 9-12· P.Giss. I 6, στ. 8-10 και P.Giss. I 7, στ. 10-14, από το 117 μ.Χ.).

Στο πρώτο του μεγάλο, τετραετές, ταξίδι ο Αδριανός επισκέφθηκε τις βόρειες, δυτικές και ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας (Speller 2003: 2). Έφτασε μέχρι την Ισπανία, Γαλατία, Βρετανία, όπου έχτισε και τείχος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του. Οι επιλογές του δείχνουν ότι απέφευγε το δυτικό μέρος του βασιλείου με το ψυχρό και βαρβαρικό κλίμα (Speller 2003: 81). Στο δεύτερο ταξίδι του βρέθηκε στην Β. Αφρική και στο τρίτο ταξίδεψε στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας.

 

Το ταξίδι του Αδριανού στην Αίγυπτο

Μετά την προσάρτηση της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (31 π.Χ.), οι Ρωμαίοι ηγεμόνες συνήθιζαν να ταξιδεύουν σε αυτή την επαρχία, όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και για να την γνωρίσουν από κοντά και να μάθουν τα απόκρυφα μυστικά του πολιτισμού της.

Ο Αδριανός επισκέφτηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ. και υπολογίζεται πως έμεινε στην χώρα οκτώ μήνες (Sijpesteijn 1969: 110-112). Η (πρώτη) αυτή επίσκεψη του αυτοκράτορα («επιβατήρια») μαρτυρείται και από άλλες παπυρικές πηγές, όπως το θρησκευτικό ημερολόγιο P.Oslo III 77 (169-176 μ.Χ., Αρσινοΐτης νομός), στ. 2, και ο P.Oxy. XXXI 2553 (175-225 μ.Χ., Οξύρυγχος), στ. 11-13 (Sijpesteijn 1969: 115). Λόγω του χρόνου, των δαπανών, των δυσκολιών ενός θαλάσσιου ταξιδιού (π.χ. κακοκαιρία, πειρατεία) αλλά και των δεισιδαιμονιών που συνόδευαν ένα ταξίδι δια θαλάσσης (Casson 1994· Speller 2003: 116· Bevan 2013), ο Αδριανός μάλλον δεν θα ριψοκινδύνευε την ζωή τη δική του του και της οικογένειάς του. Έτσι, φαίνεται ότι απέπλευσε από τη χώρα του Νείλου μετά τα μέσα Μαρτίου του 131 μ.Χ. (Sijpesteijn 1969: 110-112, 116).

Οι κάτοικοι της Ερμούπολης είχαν προγραμματίσει τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων για την επίσκεψη του Αδριανού στην πόλη, συγκεντρώνοντας τρόφιμα (στ. 4: πεπτωμ[έ]νου άρτου του κειμένου που μελετάμε), παρόλο που δεν είναι βέβαιο αν τελικά ο Αδριανός επισκέφτηκε τη συγκεκριμένη πόλη (Sijpesteijn 1991: 90). Η παροχή άρτου για την γιορτή φαίνεται πως αποτελούσε είδος λειτουργίας. Στην ρωμαϊκή εποχή παρατηρείται σημαντική αύξηση των λειτουργιών, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τις υποχρεώσεις τους και να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές. Τις υποχρεώσεις επωμίζονταν κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των μητροπόλεων και οι χωρικοί (Lewis 1997β: 9). Στην ρωμαϊκή Αίγυπτο, οι λειτουργίαι διευρύνθηκαν· είναι γνωστό ότι υπήρχαν περίπου εκατό λειτουργικά αξιώματα (π.χ. αγορανόμοι, λογισταί, νυκτοφύλακες κ.ά.) (Παπαθωμάς 2014: 500-507).

Οι υπήκοοι ήξεραν πως αν ο Ρωμαίος ηγέτης μείνει ευχαριστημένος από την διαμονή του δεν θα τους αφήσει χωρίς ανταμοιβή. Σύμφωνα με την E. Speller (2003: 95-97), οι Αιγύπτιοι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τον Αδριανό και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, ωστόσο μάλλον η προσπάθειά τους δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αν και ο Αδριανός επιθυμούσε να ταυτίσει την έλευσή του στην Αίγυπτο με τον πλούτο που προσφέρουν τα νερά του ποταμού στην χώρα και κατ’ επέκταση σε όλη την αυτοκρατορία (για αυτούς τους συμβολισμούς της επίσκεψης του ηγεμόνα στην Αίγυπτο βλ. Speller 2003: 101), η πλημμύρα του ποταμού το 130 μ.Χ. κρίθηκε ανεπαρκής και άρχισαν οι πρώτες ανησυχίες και δεισιδαιμονίες πως ο αυτοκράτωρ θα αποτελούσε τροχοπέδη στην εξέλιξη της Αιγύπτου. Η οικονομική ζημία λόγω της φτωχής σοδειάς, η εξάντληση των πόρων της χώρας για να ικανοποιηθεί ο Αδριανός και η συνοδεία του και οι φήμες για τον προβληματικό και ασταθή χαρακτήρα του αμαύρωσαν την αρχική εικόνα που είχαν όλοι για εκείνον. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ο θεοποιημένος αυτοκράτορας μετατράπηκε σε δύστροπο μονάρχη που προκάλεσε ζημιά κατά την παραμονή του στην χώρα του Νείλου. Την ίδια στιγμή, η χώρα δυσκολευόταν αρκετά στη διανομή των πόρων και των προϊόντων της ‒ το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής της Αιγύπτου κατέληγε στη Ρώμη (Speller 2003: 104). Η χώρα κλήθηκε να προσφέρει αγαθά όχι μόνο για τους κατοίκους της, αλλά και για τις ανάγκες της Ρώμης και για την ικανοποίηση του αυτοκράτορα. Αναλογιζόμενοι την απογοητευτική πλημμύρα του 130 μ.Χ., η Αίγυπτος με μεγάλη δυσκολία ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά της ως τροφοδότριας της αυτοκρατορίας.

Τελικά, ο Αδριανός έφυγε από τη χώρα του Νείλου  για την Αθήνα την άνοιξη του 131 μ.Χ., έχοντας μάλιστα «χάσει» λίγους μήνες πριν τον αγαπημένο του Αντίνοο. Οι κάτοικοι της αιγυπτιακής υπαίθρου έμειναν με μία πικρή γεύση από την παραμονή του ηγεμόνα στη χώρα. Κατηγορούσαν τον Αδριανό για την άγονη γη και ανησυχούσαν για μελλοντικές συμφορές. Αν και υπήρξε ένα γενικό κλίμα ευχαρίστησης στην αρχή της άφιξής του, ο Αδριανός δεν κατάφερε να απαλλάξει τους Αιγυπτίους από το βάρος της σκληρής καθημερινότητας, όπως εκείνοι προσδοκούσαν.

 

Ο όρκος στα παπυρικά έγγραφα

Ηδη από την αρχαία Ελλάδα, ο όρκος συνδυάζει τρία στοιχεία: α) δήλωση για το παρόν, το παρελθόν, ή το μέλλον, β) δυνάμεις μεγαλύτερες του εαυτού ως μάρτυρες, γ) κατάρα αν αυτός που ορκίζεται παραβιάσει τον όρκο του ή αν ορκίζεται ψευδώς (Sommerstein – Fletcher 2007: 2). Πολλές φορές η δύναμη του όρκου ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτός δίνεται σε ιερό μέρος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στο κείμενο που εξετάζουμε.

Η φράση των στ. 12-13 του SB XX 15159, «ένοχος όρκωι» (βλ. και στ. 15), συναντάται σε αρκετά παπυρικά έγγραφα. Πρόκειται για τυπική έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος έχει ορκιστεί πως θα κάνει κάτι και αν δεν το πραγματοποιήσει θα είναι υπεύθυνος του όρκου, δηλαδή θα υποστεί όποιες συνέπειες αρμόζουν στην μη τήρηση του λόγου του (πρβλ. P.Enteux. 26, στ. 8· BGU II 581, στ. 12· BGU XI 2085, στ. 14-15).

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι εμφανίζονται και ομόρριζες λέξεις, όπως «εύορκος» (= αυτός που τηρεί τον όρκο του), «εφίορκος» (επίορκος) (= αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους), όπως π.χ. στον BGU VI 1257 (270-258 π.Χ., Οξύρυγχος), στ. 9-10, ενώ σε έγγραφα του 2ου αι. μ.Χ. παρατηρούμε την λέξη «ενόρκως» (= έχοντας δώσει όρκο) σε συνδυασμό πολλές φορές με το ρήμα προσεφώνησεν (π.χ. P.Diog. 14, στ. 24). Ο τύπος ενορκούντες εμφανίζεται σε κείμενα μετά το 500 μ.Χ., όπως στον P.Cair.Masp. I 67002 (567 μ.Χ., Αντινοόπολη), στ. 24-25.

Το έγγραφο SB XX 15159 αναφέρεται στον όρκο που έδωσαν οι κάτοικοι της Ερμούπολης για την παροχή άρτου εν είδει λειτουργίας. Σύμφωνα με πηγές που παραθέτει η L. Capponi (2010: 500), ο  Αδριανός έβαλε τους Αιγυπτίους να δώσουν και όρκο πίστης σε αυτόν, αλλά και όρκο ότι δεν θα είχαν κρυμμένα όπλα, στο πλαίσιο της επανάστασης στην Ιουδαία.

 

Ο άρτος στα παπυρικά έγγραφα

Τα παπυρικά έγγραφα και τα όστρακα αποτελούν σημαντικούς μάρτυρες για την επεξεργασία των πρώτων υλών, την παρασκευή, τα ποικίλα είδη και την κατανάλωση άρτου και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Battaglia 1989· Römer 2006). Ο SB XX 15159 είναι το μοναδικό ως τώρα κείμενο στο οποίο μαρτυρείται το ονοματικό σύνολο «εκπεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου» (στ. 3-4). Η λέξη άρτος μαρτυρείται σε αρκετά κείμενα της μεταχριστιανικής εποχής, ενώ σε ορισμένους παπύρους και όστρακα συναντάμε ορολογία σχετική με το επάγγελμα του αρτοποιού αλλά και τον χώρο παρασκευής άρτου και άλλων σκευασμάτων (Battaglia 1989).

… να αναλάβει την παρασκευή καλά ψημένου ψωμιού στην Ερμούπολη (στ. 5) για παροχή του στον μέγιστο Αυτοκράτορα Αδριανό Καίσαρα τον κύριο. Μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο αυτό που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα (στ. 10) από αυτούς που το ανέλαβαν, οι οποίοι είναι και πολλοί…..  αλλιώς θα είναι ένοχος με όρκο/δίνοντας όρκο. Έτος …, 29η. (στ. 15) Έδωσα τον συγκεκριμένο όρκο.

Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου)
Hρακλ(είδου) μερίδος
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως)
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών).
5 αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α)
εις τὸ καταστήσαι καμή-
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ
τών άλλων κω(μών), δίδωμι
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο-
10 ρον καὶ επιτήδιον.
έστι δέ·
Πνεφερώς Ὀννώφρεως
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως.
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου
15 Κομμόδου Αντωνίνου
Καίσαρος τού κυρίου
Επὶφ ι̅β̅

Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).

 

Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος

Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).

Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.

Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.

Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).

 

Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους 

Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).

Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.

Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).

 

Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος

Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).

Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.

Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».

Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).

 

Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο

Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).

Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.

Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).

Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).

 

Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο

Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).

Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).

Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.

Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).

Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.

Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.

Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.