1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα- | |
τεί Φιλαδελφείας | |
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου | |
Μακεδόνος τών Πρωτογένου | |
5 | καὶ Πρωτογένου τού υιού |
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι | |
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ- | |
νων τινών λαμπαδάρχων | |
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους) | |
10 | τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς |
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης | |
ανδρών ου καθηκόντως | |
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε- | |
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣- | |
15 | σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής |
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών- | |
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις | |
αυταρκείται εμοί τε καὶ | |
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις, | |
20 | ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού |
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι | |
αγώνι κατασυνεργούντες | |
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ- | |
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ- | |
25 | ιδείν με αγνωμονούμενον |
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν | |
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς | |
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι | |
γυμνασίου νεανίσκους, | |
30 | όπως απολυθώ τής λαμπα- |
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο- | |
τάξαι μου τὸ υπόμνημα | |
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣- | |
[τος απολώμαι (;) – – -] |
Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.
Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχον (ή ιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχον (ή ιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).
Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).
Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.
Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχης (ή λαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιών (ή λαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).
Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).
Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).
Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.
Ο γυμνασίαρχος (ή γυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).
Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).
Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).
Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).
Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …
1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
Η ένταξη της επιγραφής στο ιστορικό της πλαίσιο
Η επιγραφή που σώζεται μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια τη μάχη κατά την οποία πέθανε ο Δεξίλεως, καθώς αναφέρεται η τοποθεσία στην οποία διεξήχθη αυτή η μάχη, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο χρόνος που αυτή έλαβε χώρα, με την αναφορά του επώνυμου άρχοντος κατά την θητεία του οποίου πέθανε ο Δεξίλεως. Αυτός ήταν ο Ευβουλίδης ο οποίος ανέλαβε ως επώνυμος άρχων της Αθήνας το έτος 394/3 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η μάχη στην οποία συμμετείχε και σκοτώθηκε ο Δεξίλεως ήταν αυτή του ποταμού Νεμέα (394 π.Χ.), στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.17), οι Αθηναίοι ιππείς που συμμετείχαν στη μάχη ήταν λιγότεροι από εξακόσιοι (600), ενώ σύμφωνα με τον ίδιο συνολικά οι Θηβαίοι, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) οπλίτες και χίλιους πεντακόσιους πενήντα (1.550) ιππείς. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Διόδωρος (14.82.10) είναι σαφώς πιο μετριοπαθείς. Ο αντι-σπαρτιατικός συνασπισμός είχε στην διάθεση του δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οπλίτες, ενώ οι ιππείς ανέρχονταν σε πεντακόσιους (500) περίπου. Οι δυνάμεις των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.16), σε δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιους (13.500) περίπου οπλίτες, εξακόσιους (600) ιππείς, τριακόσιους (300) Κρήτες τοξότες και τετρακόσιους (400) σφενδονήτες. Αντιθέτως ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ανέρχονταν σε είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) οπλίτες και πεντακόσιους (500) ιππείς.
Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις απώλειες των δύο αντίπαλων συνασπισμών στη συγκεκριμένη μάχη. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις οκτώ (8) στρατιώτες ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους περίπου δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί (Németh 1994: 95). Ο Ξενοφών, επιθυμώντας να τονίσει τη γενναιότητα και τις ικανότητες των Σπαρτιατών οπλιτών, έχει σκοπίμως παραποιήσει τους αριθμούς, οι οποίοι δεν υιοθετούνται από τους σύγχρονους ερευνητές. Αν ίσχυαν αυτοί οι αριθμοί δεν θα ήταν δυνατό οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οι Αργείοι στη μάχη της Κορώνειας που διεξήχθη μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα να παρατάξουν αξιόμαχο και πολυπληθές στράτευμα (Ξενοφών, Ελληνικά 4.3.15). Ο Διόδωρος από την άλλη υποστηρίζει ότι οι νεκροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε χίλιους εκατό (1.100) στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Αθηναίων και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσιους (2800) περίπου στρατιώτες. Τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος είναι περισσότερο αληθοφανή σε σχέση με εκείνα που παραθέτει ο Ξενοφών.
Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ξενοφών σχετικά με τον αριθμό των Αθηναίων ιππέων που συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα εύκολα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη μάχη αυτή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα συμμετείχαν εξακόσιοι (600) Αθηναίοι ιππείς. Από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., μέχρι και το 394 π.Χ., έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η μάχη σου ποταμού Νεμέα, μόλις μία φορά ακόμη οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σε εκστρατεία εκτός των συνόρων της Αττικής εξακόσιους (600) ιππείς, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Μεγάρων, το 424 π.Χ. (Θουκυδίδης 4.68.5). Επιπροσθέτως ο Ξενοφών, αν και παραθέτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιππέων για τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους (χίλιους πεντακόσιους πενήντα [1.550]), εντούτοις αυτοί δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη μάχη του ποταμού Νεμέα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αξιοπιστίας των Αθηναίων ιππέων την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς αυτοί είχαν συνδεθεί με τους Τριάκοντα Τυράννους (404/403 π.Χ.· Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.2). Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αθηναίων απέναντι στους ιππείς υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε παρότρυναν τριακόσιους από αυτούς (300) να συμμετάσχουν στο εκστρατευτικό σώμα του Θίβρωνος στη Μικρά Ασία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1.4).
Επί πλέον οι απώλειες των Αθηναίων ιππέων περιορίστηκαν σε ένδεκα άτομα σύμφωνα με την επιγραφή IG II2 5222, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές ότι οι πεσόντες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιγραφή αφορούν τις συνολικές απώλειες των Αθηναίων ιππέων και όχι την καταγραφή των απωλειών επιμέρους αθηναϊκών φυλών (Harding 1985: 33). Η επιγραφή ωστόσο, δεν αναφέρει ότι οι ένδεκα ιππείς ανήκαν σε μία συγκεκριμένη φυλή, αν και η επιγραφή σώζεται ακέραιη. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι αριθμοί που παραθέτει ο Διόδωρος σχετικά με τον αριθμό των ιππέων του αντι-σπαρτιατικού συνασπισμού κρίνονται περισσότερο αληθοφανείς. Συνεπώς ο αριθμός των Αθηναίων ιππέων πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εξακοσίων Αθηναίων ιππέων που παραθέτει ο Ξενοφών λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Η ίδια η επιτύμβια στήλη (IG II2 6217) στην οποία αναφέρεται το όνομα του Δεξίλεω παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Η αινιγματική φράση ότι ήταν ένας εκ των πέντε ιππέων που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ερευνητές, καθώς στην επιγραφή IG II2 5222 γίνεται αναφορά σε ένδεκα (11) νεκρούς ιππείς στην Κόρινθο την ίδια εποχή. Οι δύο βασικές επιστημονικές υποθέσεις είναι οι εξής: 1) ο Δεξίλεως ανήκε στους 4-5 πιο ικανούς ιππείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ἱππαρχικός 8.25) παρέμεναν πίσω από την υπόλοιπη παράταξη και προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον των εχθρών, όταν οι τελευταίοι έστρεφαν το μέτωπό τους, για να κάνουν έφοδο. Λόγω ανεπάρκειας σχετικών μαρτυριών, όμως, δεν καθίσταται σαφές αν στο συγκεκριμένο χωρίο ο Ξενοφών παρουσιάζει μία συνήθη στρατιωτική τακτική ή αν προτείνει μία καινοτόμο τακτική επιμέρους τμήματος του αθηναϊκού ιππικού (Bugh 1988: 138)· 2) η επιτάφια επιγραφή του Δεξίλεω αναφέρεται στους νεκρούς ιππείς που σχετίζονται με την Ακαμαντίδα φύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μισοί περίπου του συνόλου των νεκρών ιππέων ανήκαν στην Αδαμαντίδα φυλή. Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο στην αρχαία Αθήνα (πρβλ. ενδεικτικά τη μάχη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ., όπου, σύμφωνα με τον ατθιδογράφο Κλείδημο [Πλούταρχος, Αριστείδης 19.6], θυσιάστηκαν πενήντα δύο (52) Αθηναίοι στρατιώτες από την Αιαντίδα φυλή). Πιθανότατα οι ιππείς της Ακαμαντίδος φυλής βρέθηκαν σε ένα σημείο όπου η ένταση της μάχης ήταν μεγάλη, εξ ου και οι μεγάλες απώλειες αυτών. Οι ιππείς των Αθηναίων σε πολλές περιπτώσεις δεν πολεμούσαν με το σύνολο των δυνάμεων τους, αλλά συμμετείχαν σε μάχες με μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα βασισμένα στη διαίρεση των Αθηναίων σε φυλές (Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.4, 2.4.31· Διόδωρος Σικελιώτης 18.10.3).
Η αποσύνδεση του Δεξίλεω από το καθεστώς των Τριάκοντα (404/3 π.Χ.)
Η αναφορά στους δύο επώνυμους άρχοντες κατά το έτος γέννησης του Δεξίλεω, 414/3 π.Χ. (Τείσανδρος), και κατά το έτος θανάτου του, 394/3 π.Χ. (Ευβουλίδης), θα πρέπει να συνδέεται με την απόπειρα των συγγενών του να δηλώσουν απερίφραστα ότι ο Δεξίλεως δεν είχε ουδεμία σχέση με το καθεστώς των Τριακόντα το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα απεχθές στους Αθηναίους, καθώς σύμφωνα με τα ονόματα των επωνύμων άρχόντων που παρατίθενται ο Δεξίλεως ήταν μόλις είκοσι ετών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να είχε ενεργό ρόλο στο καθεστώς των Τριάκοντα.
Ο Δεξίλεως, ο γιος του Λυσανίου από το δήμο του Θορικού. Γεννήθηκε επί άρχοντα Τεισάνδρου, πέθανε επί άρχοντα Ευβουλίδου στην Κόρινθο, ένας από τους πέντε ιππείς.
(1η στήλη)
Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει | |
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου | |
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος | |
Θραικός, | |
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος | |
5 | τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ- |
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣ | |
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ] | |
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς | |
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε | |
10 | Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος |
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου | |
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣ | |
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι | |
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ ̣ ̣ς | |
15 | ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου |
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣ | |
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣ | |
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-] | |
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας. | |
20 | ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣ |
Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).
Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.
Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι
Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.
Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.
Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).
Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).
Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).
Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.
Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).
Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).
Ὀρφανός και προστάτις
Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux. 9· PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.
Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.
Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.