Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —νίου
[— — — — — — — — — — — τὸ μ]έν δημόσιον κουφισθη ταύ[της τής]
[δαπάνης — — — — —  — — μ]ηδέ τὸ {μέν} γυμνάσιον καὶ οι πά[ντες πο]-
[λίται (;), καὶ εί τινες] ξένοι παρεπιδημήσουσιν, τὸν απο— — —
5 [— — — — — — — — εις] κόσμον καὶ θεραπείαν τού σώματος — —
[— — — — — παραχ]ρήμα τὸ προγεγραμμένον, όπως κα[τ’ έτος]
[οι αεὶ ενεστώ]τες άρχοντες, όταν καὶ τὰ λοιπὰ δημ[όσια]
[έργα εγδίδωσι]ν, απὸ τού επὶ Αριστοπόλεος στρατηγού [ενιαυ]-
[τού κατὰ τὰ δόγμα]τα τών τής πόλεος συνέδρων καὶ τού δ[ήμου]
10 [καὶ τὴν ελαϊκὴ]ν πιπράσκωσι παροχὴν, [εν]τεταμένως [σκοπούν]-
[τες, όπως εκ τής ε]μής χάριτος καὶ δωρεας αθάνατα προσ[γίνη]-
[ται κέρδη τού αρ]γυρίου εγδιδομένου καὶ τών λαμβανόν[των τὸ]
[αργύριον εγγύ]ας ενγαίους τη πόλει διδόντων αξι[οχρέονας],
[ίνα εκ τών τόκων τ]ὸ έλαιον εις αιώνα τοίς Γυθεατών πολί[ταις τε]
15 [καὶ ξένοις χορ]ηγήται, πασάν τε πίστιν καὶ σπουδὴν [οι άρχον]-
[τες καὶ οι σύ]νεδροι εισφέρωνται κατ’ έτος, όπως αΐδιο[ς η τού ε]-
[λαίου δόσις τώι] γυμνασίωι διαμίνη καὶ τη πόλει, μηδενὸ[ς τολμών]-
[τος μήτε κατ’ ιδία]ν μήτε δημοσία τής εμής χάριτος κατολ[ιγωρείν]
[εὰν δέ οι γινόμ]ενοι κατ’ έτος άρχοντες ἢ οι σύνεδροι ἢ η πό[λις ο]-
20 [λιγωρήσωσιν] τής εις αιώνα τού ελαίου χορηγίας ἢ μὴ κα[τὰ τὰ]
[γεγραμμένα εγ]δανείσωσι τὸ αργύριον ἢ μὴ αξιοχρέονας [ενγαί]-
[ους εγγύας λάβωσ]ιν παρὰ τών τὸν ελαϊκὸν μελλόντων [τώι δημο]-
[σίωι αποφέρε]ιν τόκον, ίνα εκ παντὸς ή τὸ άλειμμα [τη πό]-,
[λει, ἢ μὴ μερ]<ι>μνήσωσι εις τὸ τὴν εμὴν τού αργυρίου [δορ]-
25 [εὰν εμμένει]ν, αλλὰ μὴ τής πόλεως γενέσθαι δόξα[ν κατολι]-
[γωρίας, εξέστω] τω βουλομένω καὶ Ελλήνων καὶ Ῥωμαίω[ν κα]-
[τηγορήσαι ολι]γωρίας τής πόλεως επὶ τού δήμου [τών Λακε]-
[δαιμονίων, δεχο]μένων μέν τών αρχόντων τὴν επανγελί[αν ταύ]-
[την, τὸ δέ αντίγ]ραφον διδόντος τού κατηγόρου καὶ προθεσ[μί]-
30 [αν προγράφοντο]ς· μὴ δεχομένων δέ εκκολλήσαντ[α εξα-]
[ποστείλαι εις Σπάρτην. τ]ὸ μέν τέταρτον έστω μέρος [τών]
[ο]κτακ[ισχιλίων διναρίων] τού κατηγορήσαντος, εὰν ελ[έν]-
[ξη] τὴ[ν τών Γυθεατών] ραθυ[μία]ν, τὰ δέ εξακισχίλια δινά[ρια τής]
[π]όλεως [τών Λακεδ]αιμονίων. εὰ[ν δ]έ καὶ Λακεδαιμόνιοι [ολι]-
35 [γω]ρήσωσιν [τής εμ]ής χάριτος, έστω [τὰ ε]ξακισχίλια διν[άρια]
[τής] Σεβαστή[ς θε]ας, ελένξαντος τού β[ουλ]ομένου τὴν [Λα]-
[κεδα]ιμονίων ολιγ[ω]ρίαν καὶ τοίς Σεβαστοίς τὸ αρ̣[γύριο]ν ανε[νεγ]-
[κόν]τ̣ος. βούλομαι δέ καὶ τοὺς δούλους τής τού [ελαίου εις αιώ]-
[να χορηγ]ίας μετέχει<ν> κατ’ έτος επὶ ἓξ ημέρας, τρίς [μέν τὰς σε]-
40 [βαστέ]ους καὶ τρίς τὰς τής θεού, μήτε άρχοντος [μήτε συνέδρου]
[μήτε γ]υμνασιάρχου κωλύοντος αυτοὺς αλείφεσθαι, κ[αὶ εις]
[λιθίν]ας τρείς στήλας αναγραφήναι τὴν τής εμής [χάριτος ε]-
[πὶ τοίς] ρητοίς γεινομένην τω γυμνασίωι καὶ τη πόλει δω[ρεάν],
[ίνα μί]α μέν εν αγορα πρὸ τής εμής οικίας εις τὸν τ[οίχον]
45 [προσερ]εισθήι, μία δέ εις τὸ Καισάρηον ανασταθη παρὰ τὰ[ς ․․]
[․․․․ πύ]λας τεθείσα, μία δέ εις τὸ γυμνάσιον, ίνα καὶ πολ[ί]-
[ταις καὶ] ξένοις εις αιώνα φανερὰ καὶ εύγνωστος ή πασιν [η]
[τής εμ]ής χάριτος φιλανθρωπία. παρακατατίθεμαι δέ τη [πό]-
[λει καὶ το]ίς συνέδροις καὶ τοὺς θρεπτούς μου καὶ απ[ε]-
50 [λευθέρους] πάντας τε καὶ πάσας. ενεύχομαί τε υμείν θε[οὺς]
[πάντας] καὶ τὴν τών Σεβαστών Τύχην, καὶ ζώσης εμού [καὶ εὰν]
[ανθρώπιν]όν τι πάθω, καὶ κατὰ άνδρα καὶ κοινη τὴν αρίστην [τής]
[βουλήσεως] μου καὶ ων εγὼ τειμώ καὶ τετείμηκα θρε[πτών]
[καὶ απελε]υθέρων διὰ παντὸς υμας ποιήσασθαι πρόνο[ιαν]
55 [όπως αιεὶ αν]επείλη<π>τοι διὰ τὴν απάντων υμών εις εμέ ε[ύ]-
[νοιαν καὶ ανενόχλ]ητοι φυλαχθώσιν. αθάνατος γὰρ είναι δόξω
[τοιαύτην ποιησ]αμένη δικαίαν καὶ συνπαθεστάτην εμοὶ παρ[α]-
[<κατά>θήκην, ἧς ου μὴ καθυ]στεριώ τη πόλει πεπιστευκύα.
[έγραψα Πόπλιος Φαί]νιος Πρείμος ο θρεπτὸς καὶ απελεύθερο[ς Φαι]-
60 [νίας Αρωματίου κ]ελευούσης διὰ φροντιστού καὶ κυρίου Πο[πλίου]
[Ὀφελλίου Κρίσπο]υ· Φαινί[α] Α<ρ>ωμάτιον ευδοκώ τοίς προγε[γραμ]-
[μένοις πασιν]· Πόπλιος Ὀφέλλιος Κρίσπος ο φροντισ[τὴς]
[καὶ κύριος συνευδοκώ] τοίς προγεγραμμένοις.
                                                                       (έτους) οβ΄.

Η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον στο γυμνάσιο του Γυθείου

Η ύπαρξη και η εύρυθμη λειτουργία γυμνασίου σε μία πόλη ήταν καίριας σημασίας όπως υποδηλώνει ο Παυσανίας στα Φωκικά (10.4.1) και αποδεικνύει η παρέμβαση του επαρχιακού διοικητή της Μακεδονίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του γυμνασίου της Βέροιας (I.Beroia 7). Η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων αποτελούσε ωστόσο σημαντικό οικονομικό βάρος για τις πόλεις, οι οποίες συχνά στηρίζονταν σε ευεργεσίες βασιλέων, πολιτών ή και των ίδιων των γυμνασίαρχων, οι οποίοι ενίοτε χρηματοδοτούσαν εξ ιδίων τη θητεία τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. το Γύθειο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία δεν είχαν μάλλον αντιμετωπιστεί πλήρως ως τον επόμενο αιώνα, όπως φαίνεται να δηλωνόταν στους πρώτους στίχους της επιγραφής, οι οποίοι δεν σώζονται. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον, η οποία θα ήταν μία πλούσια απελεύθερη (βλ. και τη χαρακτηριστική κατάληξη –ιον του ονόματός της), γεγονός που δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι οι απελεύθεροι (liberti) μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία και να ανέλθουν σημαντικά στην «ιεραρχία» της κοινωνίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η Φαινία, συγκεκριμένα, όπως υποδεικνύει και πάλι το όνομά της, ίσως δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο αρωματικών ελαίων και συνδεόταν με τη gens Faenia, μέλη της οποίας ανέπτυσσαν την ίδια περίπου εποχή ανάλογες δραστηριότητες στη Ρώμη και τις δυτικές επαρχίες (Rizakis 2005: 238-239 και Harter-Uibopuu 2004: 3).

Από την περιουσία που είχε συγκεντρώσει μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, η Φαινία δωρίζει στην πόλη 8.000 δηνάρια, ποσό σχετικά υψηλό συγκριτικά με παρόμοιες δωρεές (πρβλ. I.Iasos II 248, I.Ephesos 3071, αλλά IG XII 9, 236). Ως γυναίκα η Φαινία χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου της, προκειμένου να έχει ισχύ η δικαιοπραξία που συνήψε, όπως δηλώνεται στους στ. 59-63, όπου ο κύριος και φροντιστής, Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, δίνει τη συγκατάθεσή του (για την πλεοναστική παρουσία και τον ρόλο του φροντιστού (curator) στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου βλ. Harter-Uibopuu 2004: 3). Το ποσό κατατίθεται στο δημόσιο ταμείο του Γυθείου και υπεύθυνοι για τη διαχείρισή του ορίζονται οι άρχοντες και οι σύνεδροι της πόλης, και όχι κάποιος έκτακτος αξιωματούχος ή σώμα αξιωματούχων όπως σε άλλες περιπτώσεις. Όσον αφορά τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αυτές δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια. Ορίζεται μόνο ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι θα πρέπει να παρέχουν δάνεια από το κληροδοτούμενο ποσό, όταν δημοπρατούνται και τα υπόλοιπα δημόσια έργα (στ. 7-10), αναφορά που παραπέμπει στην υιοθέτηση καθιερωμένων στην πόλη πρακτικών. Οι δανειολήπτες πρέπει να δίνουν ως εγγύηση έγγειο ιδιοκτησία ανάλογης αξίας προς το ποσό που δανείζονται, ενώ από τους τόκους που θα προκύπτουν θα εξασφαλίζεται σε βάθος χρόνου η αγορά ελαίου για το γυμνάσιο.

 

Πρόνοιες για τη σωστή διαχείριση του κληροδοτήματος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρόνοιες της ευεργέτιδας για την προστασία του κληροδοτήματος από κακή διαχείριση των αρχόντων και των συνέδρων (στ. 19-25). Η Φαινία δίνει το δικαίωμα σε όποιον πολίτη επιθυμεί, Έλληνα ή Ρωμαίο, να καταγγείλει όσους δεν τηρούν τους συμπεφωνημένους όρους. Σύμφωνα με τον Wilhelm ο βουλόμενος θα καταθέσει την εισανγελίαν στους Λακεδαιμόνιους, και η δίκη θα διεξαχθεί στη Σπάρτη (για την εδώ υιοθετούμενη γραφή επανγελί[αν] βλ. Harter-Uibopuu 2004: 10, η οποία θεωρεί περιττή τη διόρθωση επί το «αθηναϊκότερον» σε εισανγελίαν). Αν οι άρχοντες του Γυθείου δεν «αποδεχτούν» την καταγγελία, ο κατήγορος θα μπορεί να αφαιρέσει τα σχετικά έγγραφα από τα αρχεία της πόλης. Η Harter-Uibopuu θεωρεί μη πειστική αυτή την εκδοχή, καθώς ο έλεγχος των αρχόντων μιας πόλης από μια άλλη δεν μαρτυρείται στις πηγές, η συμπλήρωση Σπάρτην στον στ. 31 είναι ύποπτη, αφού στο υπόλοιπο κείμενο χρησιμοποιούνται οι όροι Λακεδαιμόνιοι και πόλις τών Λακεδαιμονίων (βλ. όμως IGBulg III 2, 1573), ενώ τέλος εγείρονται τα εξής ερωτήματα: α) γιατί να υπάρχουν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση στα αρχεία του Γυθείου, αφού οι άρχοντες δεν έχουν δεχτεί να την εξετάσουν και β) γιατί να πρέπει να αποσταλούν στη Σπάρτη, εφόσον η κατηγορία πρέπει να διατυπωθεί εξ αρχής επὶ τού δήμου τών Λακεδαιμονίων. Βάσει των συμπληρώσεων που προτείνει, η Harter-Uibopuu υποστηρίζει ότι η καταγγελία θα υποβαλλόταν στις αρχές του Γυθείου. Αν γινόταν δεκτή, ο κατήγορος θα κατέθετε αντίγραφο στους συνέδρους, οι οποίοι θα πραγματοποιούσαν τον έλεγχον, και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Σε περίπτωση άρνησης, θα έπρεπε να αφαιρέσει από τα αρχεία της πόλης τα σχετικά με το κληροδότημα έγγραφα (για την ερμηνεία του όρου εκκολήσαντ[α] και τις συναφείς δυσκολίες βλ. Wilhelm 1951: 100), καθώς το Γύθειο δεν θα είχε τηρήσει τους όρους της δωρεάς, και ο έλεγχος του κεφαλαίου θα περνούσε στη Σπάρτη (στ. 32-34).

Εντούτοις μερικά επιχειρήματα της Harter-Uibopuu κρίνονται αδύναμα. Πρώτον, το επιχείρημα ότι μια διαδικασία ελέγχου αρχόντων (εύθυναι) δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα σε άλλη πόλη, δεν είναι ισχυρό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη εδώ διαδικασία είναι έκτακτη και δεν σχετίζεται με τον καθιερωμένο έλεγχο των αρχόντων στο τέλος της θητείας τους. Επιπλέον, η άποψη ότι το εύρος του σώματος των συνέδρων μπορούσε να εγγυηθεί μία δίκαιη κρίση έναντι των αρχόντων και των συνέδρων δεν είναι επίσης πειστική, δεδομένης της καχυποψίας της Φαινίας έναντι των αρχών της πόλης, η οποία είναι εμφανής σε δύο σημεία του κειμένου (στ. 29-30 και 40-41· πρβλ. IG XII 3, 174 και SEG LVI 1359, 53-55). Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράδοξο να αρνηθούν οι άρχοντες του Γυθείου εξ αρχής την εξέταση της υποβληθείσας σε αυτούς κατηγορίας, πράξη που θα στερούσε οποιαδήποτε πιθανότητα ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης ή θα σήμαινε ακόμη και την άμεση απώλεια της διαχείρισης του κληροδοτήματος. Τέλος, εσφαλμένο είναι το επιχείρημα ότι η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της Σπάρτης, θα μπορούσε να οδηγήσει την τελευταία σε αυθαίρετες ενέργειες, προκειμένου να περάσει στην κατοχή της το κληροδοτούμενο κεφάλαιο. Παραβλέπεται, έτσι, ότι η Σπάρτη θα έπρεπε να αξιοποιήσει το ποσό για τον ίδιο σκοπό και όχι προς όφελός της, καθώς και ότι προβλέπονταν ανάλογες ποινές σε περίπτωση κακοδιαχείρισης της δωρεάς και από τους Λακεδαιμόνιους (στ. 34-38).

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η προβλεπόμενη διαδικασία μπορεί να αποκατασταθεί ως εξής. Ο βουλόμενος θα έπρεπε να υποβάλει την κατηγορία στις αρχές της Σπάρτης. Οι άρχοντες του Γυθείου θα έπρεπε να λάβουν γνώση και να αποδεχθούν τις ενέργειες του κατηγόρου, ο οποίος θα κατέθετε αντίγραφο της καταγγελίας και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν οι άρχοντες του Γυθείου αρνούνταν να συνεργαστούν, κάτι που πιθανώς θα αποδείκνυε την ενοχή τους, ο βουλόμενος θα μπορούσε να αφαιρέσει τα έγγραφα κύρωσης της δωρεάς, ώστε να κατατεθούν στα αρχεία της Σπάρτης, που θα ήταν ο νέος διαχειριστής του κληροδοτήματος. Υπέρ αυτής της εκδοχής φαίνεται να τάσσεται και ο J. Fournier, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι αρχές του Γυθείου θα έπρεπε να αποδεχτούν την κατηγορία, ακόμη και για να διεξαχθεί η δίκη στη Σπάρτη (Fournier 2010: 176).

 

Πρόνοιες της Φαινίας Αρωμάτιον υπέρ δούλων και απελευθέρων

Η Φαινία, ως απελεύθερη και η ίδια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τους δικούς της θρεπτούς και απελευθέρους, όσο και για άτομα σε καθεστώς δουλείας γενικότερα. Έχει σχολιαστεί από πολλούς μελετητές η παραχώρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο γυμνάσιο σε δούλους, φαινόμενο σπάνιο, ιδίως πριν τους αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά όχι αμάρτυρο, όπως αποδεικνύουν επιγραφές από άλλες ελληνικές πόλεις (βλ. ενδεικτικά IG IV 606 [Άργος], SEG XLII 559 [I.Amphaxitis 281, Ανθεμούς], I.Beroia 7, στ. 65-66). Η Φαινία Αρωμάτιον τρόπον τινά επιβάλλει την επιθυμία της στις αρχές του Γυθείου ευρισκόμενη πιθανώς σε πλεονεκτική θέση, η οποία της έδινε τη δυνατότητα να πιέσει τις αρχές να δεχτούν τους όρους της (για διαπραγματεύσεις μεταξύ ευεργετών και πόλεων βλ. Harter-Uibopuu 2011: 119-125). Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η παραχώρηση αυτή γίνεται προς το τέλος του κειμένου, σε μία ενότητα που χαρακτηρίζεται από έναν πιο προσωπικό τόνο, ενώ η δυνατότητα συμμετοχής των ξένων δηλώνεται εξ αρχής. Επιπλέον, η συμμετοχή των δούλων στο γυμνάσιο δεν θα είναι ισότιμη, αφού προβλέπονται για αυτούς έξι συγκεκριμένες ημέρες, οι οποίες συνδέονται με σημαντικές εορτές (για τη σχέση των εορτών αυτών με την αυτοκρατορική λατρεία βλ. Camia – Kantiréa 2010: 382-383).
            Όσον αφορά τους θρεπτούς και απελευθέρους της, η ευεργέτιδα δηλώνει την επιθυμία της να αναλάβει η πόλη την προστασία τους μετά τον θάνατό της. Ο όρος θρεπτοί (alumni) δεν δηλώνει μια κατηγορία προσώπων με συγκεκριμένα νομικά χαρακτηριστικά, αλλά γενικά τέκνα που δεν ανατράφηκαν από τους φυσικούς τους γονείς, νόθα τέκνα, ακόμη και δούλους (για τους θρεπτούς βλ. Σβέρκος – Σαββοπούλου 2018: 80-81). Σε αυτή την κατηγορία μπορούσαν, λοιπόν, να ανήκουν τόσο ελεύθερα άτομα όσο και άτομα δουλικής καταγωγής, ενώ παράλληλα η διατύπωση της επιγραφής δεν επιτρέπει να διακρίνουμε το νομικό καθεστώς των θρεπτών της Φαινίας. Ο Πόπλιος Φαίνιος Πρείμος ανήκει και στις δύο «κατηγορίες», αλλά δεν τεκμαίρεται το ίδιο και για τους υπολοίπους, αν και η απουσία οριστικού άρθρου μετά τον σύνδεσμο καὶ (στ. 49-50) ίσως υποδεικνύει ότι πρόκειται για μία ενιαία ομάδα (βλ. αντίθετα Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14). Όσον αφορά το ρήμα παρακατίθεμαι, που χρησιμοποιείται από τη Φαινία, αυτό δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη και νομικά δεσμευτική πράξη (Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14), ενώ τα επίθετα ανενόχλητος (πρβλ. CIRB 70) και κυρίως ανεπείληπτος αποτελούν τεχνικούς όρους που απαντούν συχνά σε απελευθερωτικές επιγραφές και δηλώνουν την απαγόρευση κακομεταχείρισης και εκ νέου υποδούλωσης των απελευθέρων. Η Harter-Uibopuu θεωρεί ότι η Φαινία Αρωμάτιον επεδίωκε με την πρόνοια αυτή τη μετά θάνατον απελευθέρωση των δούλων της, ωστόσο η άποψη αυτή παραβλέπει την αναφορά στους ήδη απελευθερωθέντες δούλους και το γεγονός ότι η επιθυμία αυτή θα διατυπωνόταν ρητά, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως εκ τούτου η Φαινία στόχευε κυρίως στην προστασία των θρεπτών της ορίζοντας άτυπα τις αρχές και τους πολίτες του Γυθείου εγγυητές της ελευθερίας τους.

… να απαλλαγεί το δημόσιο ταμείο από το βάρος αυτής της δαπάνης και το γυμνάσιο και όλοι οι πολίτες και όποιοι τυχόν ξένοι βρίσκονται στην πόλη, … τον καλλωπισμό και την επιμέλεια του σώματος … το προαναφερθέν, έτσι ώστε κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος που θα είναι στρατηγός ο Αριστόπολις, όταν οι εκάστοτε εν ενεργεία άρχοντες εκμισθώνουν και τα υπόλοιπα δημόσια έργα σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνέδρων της πόλης και του δήμου, να αναθέτουν και την προμήθεια του ελαίου με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να προκύπτουν παντοτινά κέρδη από τη δωρεά μου. Αυτό θα επιτευχθεί, εφόσον παρασχεθούν δάνεια από το δοθέν κεφάλαιο και δοθεί ως εγγύηση από τους δανειολήπτες στην πόλη έγγειος ιδιοκτησία αντίστοιχης αξίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται από τους τόκους το έλαιον για τους πολίτες του Γυθείου και τους ξένους εις το διηνεκές. Οι άρχοντες και οι σύνεδροι να επιδεικνύουν φερεγγυότητα και ενδιαφέρον κάθε έτος, ώστε να είναι αιώνια η παροχή του ελαίου στο γυμνάσιο και την πόλη, και κανείς να μην τολμά να αμελήσει τη δωρεά μου ούτε σε ιδιωτικό ούτε σε δημόσιο επίπεδο. Εάν ωστόσο οι άρχοντες κάθε έτους ή οι σύνεδροι ή η πόλη επιδείξουν ολιγωρία σχετικά με την εις το διηνεκές παροχή του ελαίου ή δώσουν δάνεια από το κεφάλαιο αντίθετα με όσα έχουν οριστεί ή δεν λάβουν ίσης αξίας έγγειο ιδιοκτησία ως εγγύηση από αυτούς που θα καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο τον τόκο -ώστε η πόλη να εξασφαλίζει για πάντα το έλαιον-, ή τέλος δεν μεριμνήσουν ώστε να παραμείνει αιώνια η δωρεά του κεφαλαίου, για να μην δυσφημιστεί η πόλη, επειδή δηλαδή επιδεικνύει αμέλεια, να έχει το δικαίωμα όποιος επιθυμεί, είτε Έλληνας είτε Ρωμαίος, να καταγγείλει την ολιγωρία της πόλης ενώπιον του δήμου των Λακεδαιμονίων. Και εφόσον οι άρχοντες (του Γυθείου) κάνουν δεκτή την καταγγελία, να καταθέτει αντίγραφο ο κατήγορος και να ορίζει ημέρα εκδίκασης. Εάν δεν την κάνουν δεκτή, να αφαιρεί (τα έγγραφα;) και να τα αποστέλλει στη Σπάρτη. Και το ένα τέταρτο των οκτώ χιλιάδων δηναρίων να δίνεται στον κατήγορο, εάν αποδείξει τη ραθυμία των Γυθεατών, ενώ τα έξι χιλιάδες δηνάρια να δίνονται στην πόλη των Λακεδαιμονίων· εάν και οι Λακεδαιμόνιοι αδιαφορήσουν για τη δωρεά μου, να περιέρχονται τα έξι χιλιάδες δηνάρια στη Σεβαστή θεά, αφού αποδείξει όποιος επιθυμεί την ολιγωρία των Λακεδαιμονίων και αφιερώσει το ποσό στους Σεβαστούς. Επιθυμώ επίσης να έχουν μερίδιο στην εις το διηνεκές δωρεά του ελαίου και οι δούλοι για έξι ημέρες κάθε χρόνο, τρεις τις αφιερωμένες στους Σεβαστούς και τρεις τις αφιερωμένες στην θεά, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας άρχοντας ούτε σύνεδρος, ούτε γυμνασίαρχος να αλείφονται με το έλαιον. Και να αναγραφεί σε τρεις λίθινες στήλες η δωρεά που κάνω, ευνοϊκά διακείμενη προς την πόλη και το γυμνάσιο, μαζί με τους προβλεπόμενους όρους, έτσι ώστε να ανιδρυθεί μία στην αγορά στον τοίχο μπροστά από την οικία μου, μία να στηθεί στο Καισάρειον κοντά στις … πύλες και μία στο γυμνάσιο, ώστε να είναι ες αεί εμφανής και γνωστή σε όλους, και στους πολίτες και στους ξένους, η φιλανθρωπία και η εύνοιά μου. Παραδίδω επίσης στην πόλη και τους συνέδρους όλες και όλους τους θρεπτούς και τους απελευθέρους μου. Σας ξορκίζω στο όνομα όλων των θεών και στην Τύχη των Σεβαστών, και όσο ζω και όταν πεθάνω, και ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, λόγω της εύνοιάς σας απέναντί μου, να μεριμνάτε διαρκώς με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου και για τους θρεπτούς και απελευθέρους μου, τους οποίους εγώ τιμούσα και τιμώ, ώστε να παραμείνουν ελεύθεροι και άθικτοι. Γιατί θα μείνω αθάνατη, εάν αφήσω μια τόσο δίκαιη και σύμφωνη με τις αξίες μου παρακαταθήκη, σε σχέση με την οποία ελπίζω να μην διαψευστώ που εμπιστεύθηκα την πόλη. Συνετάχθη από τον Πόπλιο Φαίνιο Πρείμο, θρεπτό και απελεύθερο, με εντολή της Φαινίας Αρωματίου με την εξουσιοδότηση του φροντιστή και κυρίου της Πόπλιου Οφέλλιου Κρίσπου. Εγώ, η Φανία Αρωμάτιον, συμφωνώ με όλα τα παραπάνω. Εγώ, ο Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, ο φροντιστής και κύριος, δίνω τη συγκατάθεσή μου για τα ανωτέρω. (Έτος) οβ΄.

(πλευρά Α)

  υπέρ βασιλέως Αριαρά-
θους Επιφανούς Ατηζωας
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας
καὶ αγωνοθετήσας Ερμη
5 καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ-
μνασίαρχων [τών] απὸ τού
ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη-
νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου

 

(πλευρά Β)

Αθήναιος Hγ[

Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.

Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..

Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).

Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.

Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).

Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).

Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).

Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]

Αθήναιος ο γιος του Ηγ[