[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
[θ ] ε ο [ ί]· | |||
I | [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]- | ||
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμάτευεν· | |||
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί- | |||
5 | [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα- | ||
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι· vacat | |||
έδοξεν τώι δήμωι· | |||
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος | |||
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον | |||
10 | [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν | ||
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv– | |||
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v | |||
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv– | |||
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα | |||
15 | τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v | ||
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v | |||
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά- | |||
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν | |||
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v | |||
20 | τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι- | ||
κών. vacat | |||
vacat 0,065 | |||
in corona hederacea: |
|||
22 | ο δήμος | ||
τὸν πατέρα | |||
τής κανη- | |||
25 | φόρου | ||
Ζώπυρον | |||
Δικαίου | |||
Μελιτέα | |||
vacat 0,035 | |||
II | επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί- | ||
30 | ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ- | ||
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο- | |||
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ] | |||
συμπρόεδροι· vacat έδοξεν τώι δήμωι· vacat | |||
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες | |||
35 | επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ- | ||
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ | |||
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ | |||
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v | |||
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣ | |||
40 | [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ | ||
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv | |||
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί- | |||
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]- | |||
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI | |||
45 | Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]- | ||
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI | |||
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv | |||
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII | |||
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]- | |||
50 | κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]- | ||
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]- | |||
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]- | |||
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]- | |||
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι] | |||
55 | εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]- | ||
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών. vacat | |||
vacat 0,085 | |||
in corona hederacea: | in corona oleaginea: | ||
57 | [η] βουλή, | ||
ο δήμος | |||
τοὺς παίδας | 65 | ο δή[μος] | |
60 | τοὺς ελευθέ- | τοὺς [επιμε]- | |
ρους καὶ τὸν | λητὰ[ς τής] | ||
διδάσκαλον | πομ[πής]. | ||
αυτώ[ν ․․]ΙΟ | |||
Σ[— — —] |
Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).
Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)
Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).
Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.
Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.
Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.
Αθήνα και Πτολεμαίοι
Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).
[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]
Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)
Ο δήμος (τιμά)
τον πατέρα
της κανη(στ. 25)φόρου
Ζώπυρο
γιο του Δικαίου
από το δήμο της Μελίτης
Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού) (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)
η βουλή και Ο δήμος (τιμά)
ο δήμος (τιμούν) τους επιμελητές
τους ελεύθερους της πομπής.
παίδες
και τον διδάσκαλό τους – – –
Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ | |
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι | |
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ | |
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη· | |
5 | έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι |
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια. | |
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η. |
Δομή και περιεχόμενο της επιστολής
Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.
Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.
Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»
Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».
Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).
Πτολεμαία
Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).
Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.
H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).
Αρσινόεια
Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.
Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).
Ζήνωνας και παλαίστρα
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).
Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.
Υφαντουργία και ιματισμός
Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.
Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).
Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).
Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.
Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.
1 | [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]- |
[ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]- | |
[βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —] | |
[— — — — — — — — — — — —] | |
4 | εγὼ π̣[— — — — — — — — —] |
5 | ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —] |
τών ο[— — — — — — — — —] | |
υμετ[ερ— — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — —]α̣ καὶ | |
10 | [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς |
[ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος | |
άν είην ομολογών καὶ τὸ | |
Ευμολπίδης είναι. αναλαμ- | |
βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣ | |
15 | προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε, |
ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | |
μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό- | |
τερόν τε καὶ σεμνότερον, | |
εί γέ τινα προσθήκην επιδέ- | |
20 | χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί- |
η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών | |
Ευμολπιδών γένους, όν προ- | |
εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο- | |
κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε- | |
25 | ρον εις τοὺς Ευμολπίδας, |
παραιτείσθαι νύν τὸ έργον | |
τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής | |
[τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην. | |
vacat έρρωσθε. | |
vacat |
Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).
Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.
Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.
Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.
Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).
Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).
Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).
Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.
Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.
Θραύσμα a
Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)
Θραύσμα c
Εγώ ….
Ο πρεσβευτής; ….. τα δικά σας (….)
Θραύσμα b
(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.
Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τού Ἱππία Αργείου | |
περὶ τας παρακαταθήκας τας Αθάνας. | |
Ι | επ’ ιερέως τας Αθάνας Αριστείδα, τού δέ Ἁλίου Πλε[ι]- |
στάρχου Πα. ιϛ΄. έδοξε μασ[τ]ροίς καὶ Λινδίοις Ἱππίας γ΄ Αργ. είπε· | |
5 | επειδὴ συνβαίνει τὰς μέν ποθόδους τὰς Λινδίων υστερείν, τὰ δέ ει[ς] |
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις αναλ[ώ]ματα πολλάκις επείγειν καὶ τού- | |
[τ]ω τρόπω τοὺς άρχοντας εις δυ[σχ]ρη̣στίαν ενπείπτειν, συνφέ̣- | |
ρον δέ εστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τώ]ν θεών τειμὰς καὶ τὸ τού [κ]οινού | |
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ό[ν]τος εξ ετοίμου αργυρίου εις τὰς | |
10 | παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τών θεών τειμάς· Τύχα Αγαθα· δεδό- |
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τούδε τού ψαφίσματος τὸ γεγο- | |
νὸς περίψαφον τ[ώ]ν ιεροταμιαν Μενεκράτευς καὶ Ασκλαπι- | |
άδα καὶ Ἁγησάνδρου απὸ τας ιεροταμείας αυτών εκ τας τ[ρι]- | |
[ε]τίας καὶ εί τι παρειλήφαντι εκ τούτου καὶ εί τί κα παραλάβωντ[ι] | |
15 | [τ]οὶ ενεστακότες ιεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ] |
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ιερὸν εις παρακαταθήκαν τας Αθάνα[ς] | |
[τ]ας Λινδίας καὶ τού Διὸς τού Πολιέως Καλλιστράτω β΄ τω ιερεί | |
[τ]ας Αθάνας εν[ια]υ̣σίω̣· [ομ]οίως δέ καὶ τοὶ επιστάται τοὶ άρχοντε[ς] | |
[τ]ὸν επ’ ιερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ενιαυ[τὸν] | |
20 | [ελέ]σθων άνδρας [ε΄] εγ μέν τών ιερατευκότων τ[ας] |
[Α]θάνας γ΄, εγ δέ τών̣ [άλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δέ αιρεθέ[ν]- | |
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τού ιερέως τας Αθάνας | |
τού δαμοσίου επ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ αποκείμεν[α εν] | |
[τ]ω νακορείω χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ε]πιδειξάν[τω] | |
25 | [τ]οίς μαστροίς καὶ Λινδίοι[ς εν τω] μα[στ]ρείω τω ε̣[ν τα] |
[π]όλει αγομένω τω – – κα[ὶ αποδ]όσθω α[υ]τὰ παρα[κο]- | |
[λ]ουθούντων πασι καὶ τών̣ [δα]μοσίων καὶ αποδόμεν̣[οι] | |
παραδόντω τὸ πεσὸν [α]ργ̣ύ̣ριον [τ]ω ιερεί τας Αθάνα[ς] | |
[ι]ερὸν ήμειν εν παρακατ̣[αθ]ήκα τας Αθάνας τας Λινδί[ας] | |
30 | καὶ τού Διὸς τού Πολιέω[ς]· επειδὴ δέ καὶ ανδριάντες |
[τ]ινές εντι εν τα αναβ[ά]σει καὶ αυτα τα άκρα ανεπίγραφοι καὶ | |
άσαμοι, συνφέρον δέ [ε]στι καὶ τούτους ήμειν επισάμους επιγρ[α]- | |
[φ]ὰν έχοντας ότι θεο(ί)ς ανάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τούδε | |
[τ]ού ψα τοὶ αυτοὶ επιστάται μ[ισθω]σάντω εκάστου ανδριάντος τὰν | |
35 | [ε]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, ει δεί τού ευρίσ- |
κοντος κατακυρού[ν ἢ μ]ή, καὶ [εί κ]α [δ]όξη τού ευρίσκοντος κα- | |
[τ]ακυρούν τὸ πεσὸν αργύριον, [α]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε- | |
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ε[κ]ά[σ]το[υ α] επιγραφ[ὰ απε]δόθ[η] παραδόντω ιερὸν | |
[ή]μ[ειν εις] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τας Α[θ]άνας τ[α]ς Λινδία̣ς καὶ τ[ού] | |
40 | [Διὸς τού Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δέ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς επιγραφὰς μὴ |
[εχόντων εξουσίαν απ]ε[νε]νκεί[ν] εκ τας άκρας ανδριάν[τας] | |
[τρόπω μηδ]ενὶ μηδέ παρευρέσει μηδεμια ἢ ένοχοι εόντ[ω] | |
[ασεβεί]α· πο̣ιησάμενοι δέ τὰν αίτησιν εχόντων εξουσ[ίαν] | |
[μετενεγκ]είν ά κα συνχωρήσωσι διὰ τας αιτήσιος Λίν[δ]ιοι· |
Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).
Το ιερό και η πόλη
Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι άρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ιεροταμίαι (στ. 12, 15), οι επιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ιεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο αρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ιερεὺς ο καθ’ υοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).
Η παρακαταθήκη
Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).
Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).
Επαναχρήσεις αγαλμάτων
Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ανεπίγραφοι) και διακριτικά (άσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (επίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).
Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.
Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ανεπίγραφοι και άσαμοι. Ίσως ο όρος «άσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ανεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).
Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.
Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ηλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).
[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ] | |
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς] | |
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]- | |
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν] | |
5 | [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]- |
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ] | |
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν] | |
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]- | |
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]- | |
10 | [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ- |
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς | |
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ- | |
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ | |
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον | |
15 | [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v |
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ- | |
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ- | |
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων | |
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς· | |
20 | καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό- |
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς | |
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος | |
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι- | |
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας, | |
25 | αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ- |
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι | |
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής | |
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι | |
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν | |
30 | [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε- |
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν | |
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι] | |
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς] | |
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε- | |
35 | [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή- |
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην | |
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες. vacat | |
37a | vacat |
38 | η βουλὴ |
ο δήμος | |
40 | Νικογένην |
Νίκωνος | |
Φιλαΐδην |
Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).
Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).
Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.
Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.
Η βουλή
Ο δήμος
τον Νικογένη,
(γιο) του Νίκωνα,
Φιλαΐδη
Θ ε ο ί. | |
[Γ]λαυκίδης Σωσίππου είπεν · επειδὴ οι χορηγοὶ Αυτ[έα]- | |
ς Αυτοκλέους καὶ Φιλοξενίδης Φιλίππου καλώς [κα]- | |
[ὶ] φιλοτίμως εχορήγησαν · δεδόχθαι τοῑς δημότ[α]- | |
5 | [ι]ς στεφανώσαι αυτοὺς χρυσώι στεφάνωι εκάτε- |
[ρ]ον απὸ εκατὸν δραχμών εν τώι θεάτρωι τοίς κω- | |
μωιδοίς τοίς μετὰ Θεόφραστον άρχοντα, όπως άν | |
[φ]ιλοτιμώνται καὶ οι άλλοι χορηγοὶ οι μέλλοντες | |
[χ]ορηγείν. δούναι δέ αυτοίς καὶ εις θυσίαν δέκα δ- | |
10 | ραχμὰς τὸν δήμαρχον Hγησίλεων καὶ τοὺς ταμία- |
ας. ὰναγράψαι δέ καὶ τὸ ψήφισμα τόδε τοὺς ταμία- | |
ς έν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι θεάτρωι, όπως | |
άν Αιξωνείς αεὶ ὡς κάλλιστα <τὰ> Διονύσια ποιώσιν. |
Το ψήφισμα του δήμου της Αιξωνής (σημ. Γλυφάδας) αποδίδει τιμές σε δύο χορηγούς αγώνα κωμωδίας στα αγροτικά Διονύσια (για την εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές των δήμων βλ. Wilson 2010: 45-54). Οι δύο χορηγοί ήταν επιφανείς δημότες της Αιξωνής: Ο Αυτέας εμφανίζεται ως μισθωτής γης το 345/4 π.Χ. (IG II2 2492), ενώ ο Φιλοξενίδης πιθανότατα συνδεόταν με την οικογένεια του Λυκούργου μέσω του γάμου της αδερφής του (Traill, PAA 940670, 929755).
Οι τιμές για τους δύο χορηγούς περιλαμβάνουν τη στεφάνωσή τους με χρυσό στέφανο στο θέατρο της Αιξωνής κατά τους κωμικούς αγώνες του επόμενου έτους, δηλ. του 312/1 π.Χ., καθώς και την προσφορά 10 δραχμών από τον δήμαρχο και τους ταμίες, προκειμένου οι τιμώμενοι να τελέσουν θυσία. Χορηγούς τιμούν οι δημότες της Αιξωνής και με τα ψηφίσματα IG II2 1198 και 1200 (= EM 139, 12667). Οι χορηγοί τιμώνται, επειδή εκπλήρωσαν με ζήλο (“φιλοτίμως“) τα χορηγικά τους καθήκοντα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η φιλοτιμία ενσωματώνεται στις πολιτικές αρετές των Αθηναίων και προβάλλεται ιδιαίτερα. Η χορηγία –και αργότερα η αγωνοθεσία– αποτέλεσε ένα από τα προσφορότερα πεδία εκδήλωσης της φιλοτιμίας (Δημοσθένης 18.257). Το πραγματικό βραβείο για τον χορηγό ήταν η εύνοια των πολιτών ή δημοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι κατά τη διεκδίκηση ενός πολιτικού αξιώματος ή στο δικαστήριο επικαλούνταν ως επιχείρημα υπέρ τους την ανάληψη της χορηγίας (Ξενοφών, Οικονομικὸς 2.5-6).
Στο παρόν ψήφισμα η απονομή των στεφάνων προβλέπεται να γίνει κατά τη διάρκεια των αγώνων στο θέατρο, ώστε να παραδειγματιστούν οι μελλοντικοί χορηγοί. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ανέγερση της στήλης με το ψήφισμα στον χώρο του θεάτρου. Προσφέροντας ένα αδιάσειστο τεκμήριο της δράσης και της ανταμοιβής των δύο χορηγών και εξυπηρετώντας την προσωπική τους επιδίωξη για τιμή και εύνοια των συνδημοτών τους, το ψήφισμα δημιουργεί ευγενή άμιλλα ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να είναι (οικονομικά) γενναιόδωροι και κίνητρο όμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μέσα από το ανταποδοτικό σύστημα της προσπάθειας-επιβράβευσης και την καλλιέργεια ενός συνόλου πολιτικών αρετών η εκάστοτε πολιτική κοινότητα (οι επιμέρους δήμοι ή η ίδια η πόλη), παρακινεί τα οικονομικώς ισχυρά μέλη της σε δράση προς όφελός της.
Θεοί. Ο Γλαυκίδης, (γιος) του Σωσίππου, εισηγήθηκε: επειδή οι χορηγοί Αυτέας, (γιος) του Αυτοκλή, και Φιλοξενίδης, (γιος) του Φιλίππου, διετέλεσαν χορηγοί σωστά και με ζήλο, να αποφασίσουν οι δημότες (στ. 5) να τους στεφανώσουν τον καθένα με χρυσό στεφάνι αξίας εκατό δραχμών στο θέατρο κατά τους αγώνες της κωμωδίας μετά τη χρονιά του άρχοντα Θεόφραστου, ώστε να φιλοτιμηθούν και οι άλλοι χορηγοί, που πρόκειται στο μέλλον να χορηγήσουν. Επίσης, ο δήμαρχος Ηγησίλεως και οι ταμίες να τους δώσουν δέκα (στ. 10) δραχμές, για να προσφέρουν θυσία. Και να αναγράψουν το ψήφισμα αυτό οι ταμίες σε στήλη λίθινη και να τη στήσουν στο θέατρο, ώστε οι Αιξωνείς πάντα να γιορτάζουν με τον καλύτερο τρόπο τα Διονύσια.
[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
Πρόκειται για ανάθεση τριών δημοτών της Αιγιλίας που είχαν νικήσει ως χορηγοί. Ο δήμος αυτός τοποθετείται είτε στην περιοχή του βουνού Όλυμπος (βόρεια της Αναβύσσου και της Σαρωνίδας), είτε στα Καλύβια Θορικού (Travlos 1988: 15, 16 + χάρτης 1 και 21 και Traill 1986: 146, αντίστοιχα).
Οι τρεις χορηγοί είναι πατέρας και γιοί, μέλη μιας από τις οικογένειες του δήμου που μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια έξοδα (τρεις χορηγούς –πατέρες και γιους– έχουμε επίσης σε δύο επιγραφές από το Ικάριον: IG II2 3095· 3098). Η εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές που προέρχονται από τους δήμους έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους (Whitehead 1986: 217-218· Wilson 2010: 45-54).
Η χορηγία είχε γίνει στα Διονύσια, αφού η ανάθεση απευθύνεται στον Διόνυσο, και πιθανόν στα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια, εφόσον τα χορηγικά μνημεία που ανεγείρονταν στους δήμους αφορούσαν κυρίως νίκες σε αυτά. Τα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια ήταν η πιο διαδεδομένη από τις πολυάριθμες γιορτές που λάμβαναν χώρα στους δήμους της Αττικής (η πιο πρόσφατη συγκέντρωση των μαρτυριών στον Wilson 2010). Η επιγραφή δεν μας δίνει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το είδος του αγώνα, αν και γνωρίζουμε ότι στα Διονύσια των δήμων τελούνταν κατά κύριο λόγο αγώνες δράματος (τραγωδίας και κωμωδίας). Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αφορμή για την κοινή ανάθεση αποτέλεσαν μεμονωμένες χορηγικές νίκες των τριών μελών της οικογένειας.
Κύριο ρήμα στη συγκεκριμένη επιγραφή δεν είναι τα συνήθη νικώ ή χορηγώ, αλλά το ανατίθημι. Η διατύπωση αυτή αναδεικνύει τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Αντίστοιχες επιγραφές έχουμε και από άλλους δήμους, όπως το Ικάριον (IG II2 3094 = ΕΜ 13316), τις Αχαρνές (IG ΙΙ2 3106), τον Θορικό (IG Ι3 1027bis), τον Ραμνούντα (I.Rhamnous 115). Οι χορηγοί ανέθεσαν στον Διόνυσο άγαλμα, το οποίο θα έδραζε στη σωζόμενη ημικυκλική κοιλότητα της βάσης, και βωμό. Χορηγικές αναθέσεις αγάλματος στον Διόνυσο έχουμε και από άλλους δήμους (πρβλ. Αλαί Αιξονίδες: IG II2 3091 = ΕΜ 12693· Ικάριον: IG II2 3095· 3098· Αναγυρούς: IG Ι3 969 = ΕΜ 13180· Θορικός: SEG XXXIV 174 και Ελευσίνα: IG II2 3090), όμως η ανάθεση βωμού είναι, αν η συμπλήρωση ισχύει, μοναδική με βάση τα ως τώρα δεδομένα. Το άγαλμα και ο βωμός θα είχαν ανεγερθεί στο θέατρο του δήμου ή στον ευρύτερο ιερό χώρο του Διονύσου.
Τα ποικίλης μορφής μνημεία που οι χορηγοί ανέθεταν για τις νίκες τους στους αγώνες των δήμων, καθώς και τα θέατρα στα οποία λάμβαναν χώρα οι σχετικές παραστάσεις ήταν προσαρμοσμένα στις περιορισμένες –σε σχέση με το άστυ– δυνατότητες και ανάγκες των δήμων (για τα θέατρα των δήμων βλ. Wilson 2010: 37-82). Το μοναδικό μνημείο από τα κατ’ αγροὺς Διονύσια που μπορεί να συναγωνιστεί σε μέγεθος και πολυτέλεια αυτά του άστεως, είναι το ανάθημα τριών προσώπων από το Ικάριον, πιθανότατα πατέρα και γιων· είχε τη μορφή ψηλού βάθρου με άγαλμα στην κορυφή, δεν ξέρουμε, ωστόσο, αν αφορούσε νίκη σε διθύραμβο ή δράμα (IG II2 3098· Wilson 2000: 249-250 εικ. 25).
O Τιμοσθένης (γιος) του Μειξωνίδη, o Μειξωνίδης (γιος) του Τιμοσθένους (και) o Κλεόστρατος (γιος) του Τιμοσθένους, έχοντας νικήσει ως χορηγοί, ανέθεσαν (στ. 5) στον Διόνυσο το άγαλμα και το βωμό.
Νίκαν μέν Πτολεμαίου επώνυμοι Ατταλίδας τε | |
λαὸς έλεν, φυλας τ’ έκγονοι Ἁδριανού, | |
Αιγείδας τε φερεστέφανος, Πανδειονίδαι τε | |
αίμα τ’ Ερεχθειδαν, κούροι εγερσιβόαι. | |
5 | Ῥυθμοίσιν δ’ έσποντο πολυπτύκτοις Αγαθοκλε<ύ>ς |
[. . .]σοις, αυλοβόαν Ζώσιμον οσσόμενοι. | |
[..ca. 5-7…] αρχεν Αθανάοις, έντυνε δέ μολπάν | |
[χρησάμε]νος (?) ψαλμοίς αμφικρότοισι Τρύφων. | |
[nomen δ’ αμφ]ὶ άνασσα Χοραγία, αμφὶ δέ Νίκα | |
10 | [έσπετο οι κλει]νά τ’ Αγλαΐα τρίποδος. |
vacat |
Πρόκειται για ανάθεση τρίποδα μετά από νίκη σε αγώνα διθυράμβου στα Μεγάλα Διονύσια την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων. Στο έμμετρο κείμενο αναφέρονται όλα τα μέλη της νικήτριας ομάδας: οι φυλές από τις οποίες προέρχονταν οι χορευτές, ο ποιητής-συνθέτης Αγαθοκλής, ο αυλητής Ζώσιμος, ένας μουσικός έγχορδου οργάνου με το όνομα Τρύφων, ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας και βέβαια ο χορηγός που χρηματοδότησε τη συγκεκριμένη ομάδα (τα ονόματα των δύο τελευταίων δεν σώζονται).
Ο διθύραμβος ήταν τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αγώνες διθυράμβου γίνονταν με βεβαιότητα στα Μεγάλα Διονύσια, Παναθήναια και Θαργήλια. Τα μέλη των χορών ορίζονταν κατά φυλές. Κάθε φυλή διαγωνιζόταν με δύο χορούς: έναν στην κατηγορία των ανδρών και έναν στην κατηγορία των παίδων. Στα Μεγάλα Διονύσια κάθε χορός είχε 25 μέλη. Τα έξοδα των χορών καλύπτονταν από τους χορηγούς.
Το ότι το αγώνισμα του διθυράμβου διατηρήθηκε ως την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, οφείλεται κυρίως στον συντηρητισμό που διέκρινε το επίσημο πρόγραμμα των ελληνικών αγώνων (Aneziri 2014). Στη διατήρηση του διθυράμβου συνέβαλε και η σύνδεσή του με τη λατρεία, ενώ βλέπουμε επίσης ότι οι φυλές εξακολουθούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο συγκεκριμένο αγώνισμα (Wilson 2000: 198-262).
Οι ολιγάριθμες χορηγικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στη σκιά των πολυάριθμων επιγραφών της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Follet – Peppas-Delmouzou 2001). Διακρίνονται χρονικά σε δύο υποπεριόδους: τη φλαβιανή (69-96 μ.Χ.), με παραδείγματα τις IG II2 3112· 3113 (= ΕΜ 9515)· 3114 και 3115 (= ΕΜ 9517), και την αντωνίνεια (96-192 μ.Χ.) με παραδείγματα, εκτός της εξεταζόμενης, τις IG II2 3116 (= ΕΜ 2867)· 3117 (= ΕΜ 8351+8352+4591)· 3119 (= ΕΜ 9516+2271+2320+5946).
Στην ύστερη εποχή που ανήκει η επιγραφή μας παρατηρούνται δύο σημαντικές αλλαγές στους αγώνες διθυράμβου: 1) Οι δεκατρείς πια φυλές των Αθηναίων καταμερίζονται, σε δύο ομάδες των έξι ή επτά φυλών ή σε τρεις ομάδες των τεσσάρων ή πέντε φυλών, οι οποίες διαγωνίζονταν μεταξύ τους. 2) Ο αριθμός των χορευτών μειώνεται από πενήντα σε εικοσιπέντε, διότι ήταν πια δύσκολο για μια φυλή ή μια ομάδα φυλών να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα πενήντα άτομα ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε ένα αγώνισμα τόσο περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ επιπλέον οι χοροί του διθυράμβου και του δράματος παρέμεναν ιδιαίτερα δαπανηροί. Έτσι, εξασφαλιζόταν μεγάλη μείωση των δαπανών και συμμετοχή όλων των φυλών –έστω και μη αυτόνομα– στους αγώνες.
Τη δυσκολία των φυλών να συγκροτήσουν διθυραμβικούς χορούς επιβεβαιώνει ίσως και μια χορηγική επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ., η οποία μας πληροφορεί ότι ο τρίποδας απονεμήθηκε στον αθηναϊκό δήμο, ανακηρύσσοντας αυτόν ως νικητή, προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή της μη στεφάνωσης (IG II2 3114). Η μη στεφάνωση μπορούσε να είναι συνέπεια έλλειψης συμμετοχής στον αγώνα.
Στη συγκεκριμένη επιγραφή η νικήτρια ομάδα αποτελείται από έξι φυλές: Πτολεμαΐς, Ατταλίς, Ἁδριανίς, Αιγηΐς, Πανδιονίς, Ερεχθηΐς.
Στους στίχους 9-10 αναφέρεται ότι τον τρίποδα συνοδεύουν οι μορφές της Χορηγίας, της Νίκης και της Αγλαΐας. Η Αγλαϊα είναι μια από τις τρεις Χάριτες και σημαίνει συγχρόνως τον εορταστικό θρίαμβο. Εύλογα πρέπει να υποθέσουμε την παρουσία τριών αγαλματικών μορφών που αντιπροσώπευαν τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός των συμμετεχόντων ως «κούρων» (στίχος 4) μάλλον παραπέμπει σε χορό παίδων (πρβλ. Sutton 1989: 106).
Τη νίκη κέρδισαν οι επώνυμοι του Πτολεμαίου και η φυλή των Ατταλιδών και οι απόγονοι της φυλής του Αδριανού και η στεφανωμένη φυλή των Αιγειδών και οι Πανδιονίδες και η φυλή των Ερεχθειδών, νεαροί με δυνατή φωνή. Ακολουθούν τους περίπλοκους ρυθμούς του Αγαθοκλή, […] με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζώσιμο. (Ο δείνα) ήταν άρχοντας των Αθηναίων, ο Τρύφων συνόδευε το τραγούδι παίζοντας με τα δύο του χέρια τις χορδές. Τον τρίποδα του … (όνομα χορηγού) πλαισιώνουν η βασίλισσα Χορηγία, η Νίκη και η ένδοξη Αγλαϊα.
εν[— — — — — — — — — — — — — — —κα]- | |
ὶ συμπρόε[δροι· έδοξεν τώι δήμωι — — — — —] | |
ας Αισχύλου Σ[․․․ ca. 8․․․․ είπεν· περὶ ων απαγ]- | |
γέλλει ο άρχων [περὶ τών ιερών ων έθυεν τώ]- | |
5 | ι [Δ]ιονύσωι, τύχει α[γαθεί δεδόχθαι τώι δή]- |
μωι, τὰ μέν αγαθὰ δέχεσθ[αι τὸν δήμον, ἃ απα]- | |
γγέλλει ο άρχων γεγονέν[αι εν τοίς ιεροί]- | |
ς, οίς έθυεν εφ’ υγιείαι καὶ σωτη[ρίαι τής βο]- | |
υλής καὶ τού δήμου τού Αθηναίων κα[ὶ τών κ]- | |
10 | αρπών τών εν τεί χώραι· επειδὴ ο άρχω[ν τά]- |
ς τε άλλας θυσίας τέθυκεν, όσας αυτώι προσ- | |
ήκεν, υπέρ τής βουλής καὶ τού δήμου καλώς κ- | |
αὶ ευσεβώς, επιμεμέληται δέ καὶ τής πομπή- | |
[ς] τώι Δ[ι]ονύσωι μετὰ τών παρέδρων καὶ τών ε- | |
15 | πιμελητών, διατελεί δέ καὶ τών περὶ τὴν αρ- |
χὴν ποιούμενος τὴν επιμέλειαν κατὰ τοὺς | |
νόμους, επαινέσαι τὸν άρχοντα Νικίαν Φίλ- | |
ωνος Ὀτρυνέα καὶ τοὺς παρέδρους αυτού vv | |
Αλκίμαχον Κλεοβούλου Μυρρινούσιον v, Αν- | |
20 | τιφάνην Πολυκράτου Ὀτρυνέα ευσεβείας έ- |
νεκα καὶ φιλοτιμίας ήν έχοντες διατελού- | |
σιν περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· v επαινέσ- | |
αι δέ καὶ τοὺς τής πομπής επιμελητὰς v Ἴσα- | |
νδρον Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, v Μνησίθεον | |
25 | Εχεδήμου Κυδαθηναιέα, vv Καλλίθεον Βουλά- |
ρχου Φλυέ<α>, Αντιφάτην Ευθυκρίτου Αζηνιέα, | |
Κάλλαισχρον Διοτίμου Παλληνέα, v Αμεινοκ- | |
λήν Αντιφάνου Κήττιον, v Ἱέρωνα Φειδύλλου | |
Αιθαλίδην, v Κάλλιππον Ἱπποθέρσου Αχαρνέ- | |
30 | α, v Πολύζηλον Ευηνορίδου Ἁλαιέα, v Θεογένη- |
ν Ποσειδωνίου Αμφιτροπήθεν· v επαινέσαι δ- | |
έ καὶ τὸν πατέρα τής κανηφόρου Καλλιφώντ- | |
α Καλλιφώντος Αθμονέα. v αναγράψαι δέ τόδε | |
τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε- | |
35 | ίαν εν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι τεμ- |
ένει τού Διονύσου, εις δέ τὴν αναγραφὴν καὶ | |
τὴμ ποίησιν μερίσαι τοὺς επὶ τεί διοικήσε- | |
[ι] τὸ γενόμενον ανάλωμα. |
Το ψήφισμα τιμά αξιωματούχους της πόλης για την προσφορά τους στη γιορτή των Μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Πρωτίστως τιμάται με έπαινο ο επώνυμος άρχοντας Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς (Traill, PAA 712610), ως επιβλέπων των Μεγάλων Διονυσίων για την τέλεση των θυσιών και την επιμέλεια της πομπής (για την πομπή των Διονυσίων βλ. Cole 1993). Με δημόσιο έπαινο τιμώνται επίσης οι δύο πάρεδροι του επώνυμου άρχοντα (οι πάρεδροι δραστηριοποιούνταν πάντοτε στο πλευρό κάποιων άλλων αξιωματούχων προς βοήθεια και υποστήριξή τους, βλ. π.χ. τους παρέδρους των ελληνοταμιών), οι δέκα επιμελητές της πομπής και ο πατέρας της κανηφόρου Καλλιφών Καλλιφώντος Αθμονεύς. Οι κανηφόροι ήταν νέες κοπέλες διακεκριμένων οικογενειών οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένες θεότητες (όπως η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός κ.ά.) μεταφέροντας στις γιορταστικές πομπές καλάθια με ιερά ή συμβολικά αντικείμενα (Dillon 2002: 37-41). Το γεγονός ότι εδώ, όπως και στο τιμητικό ψήφισμα IG II2 896 (= ΕΜ 7559), οι κανηφόροι δεν τιμώνται αυτοπροσώπως αλλά μέσω των κηδεμόνων τους, οφείλεται στο ότι είναι γυναίκες και ειδικότερα ανήλικες κοπέλες που βάσει της νομικής και κοινωνικής θέσης τους δεν μπορούσαν να τιμώνται αυτόνομα για τη δημόσια δράση τους.
Ενδιαφέρον είναι ότι στο ψήφισμα IG II2 668 συνδυάζονται δύο διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την απόδοση τιμών. Στους στίχους 10-18 τιμάται ο επώνυμος άρχων Νικίας Φίλωνος Οτρυνεύς για το σύνολο της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο του ετήσιου αξιώματός του. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική που στην τελική εφαρμογή της ‘παρακολουθεί’ τη δραστηριότητα του τιμώμενου προσώπου σε περισσότερα του ενός αξιώματα και φτάνει να δίνει το cursus honorum ή αλλιώς ένα σύντομο βιογραφικό του (Rosen 1987). Αντίθετα, στους στίχους 18-33 τιμώνται δεκατρείς άνθρωποι (δύο πάρεδροι, δέκα επιμελητές και ο πατέρας της κανηφόρου) που με διαφορετικούς τρόπους, μέσα από διαφορετικά αξιώματα και ιδιότητες έχουν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν κοινό άξονα και έχουν συμβάλει στον ίδιο σκοπό: τη διοργάνωση ενός σημαντικότατου μέρους της γιορτής των Διονυσίων, της πομπής.
Αν η χρονολογία ισχύει, οι τιμές για τους συντελεστές των Διονυσίων ψηφίζονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία στην Αττική εκτυλίσσεται ήδη ο λεγόμενος ‘Χρεμωνίδειος’ πόλεμος που έφερε σε αντιπαράθεση την Αθήνα με τον Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονο Γονατά (στοιχεία για το ξέσπασμα των εχθροπραξιών έχουμε ήδη για τα έτη 268/7 και 267/6 π.Χ.). Μια έμμεση αναφορά στις δυσκολίες της πολεμικής περιόδου αποτελεί η ασυνήθιστη προσθήκη ότι οι θυσίες που τέλεσε ο τιμώμενος επώνυμος άρχων υπέρ υγείας και σωτηρίας της Βουλής και του Δήμου των Αθηναίων προσφέρονται και για τη σοδειά της Αττικής, που προφανώς κινδύνευε από την παρουσία των εχθρικών μακεδονικών στρατευμάτων (Pulleyn 1997: 14-15).
… και συμπρόεδροι˙ η εκκλησία του δήμου αποφάσισε˙ ο [….]ας, (γιος) του Αισχύλου, από τον δήμο Σ[….] εισηγήθηκε˙ σχετικά με όσα αναφέρει ο άρχων για τις θυσίες που προσέφερε στον Διόνυσο, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος να αποδεχθεί τα καλά σημάδια, τα οποία ο άρχων γνωστοποιεί ότι έλαβαν χώρα στις θυσίες, τις οποίες τέλεσε υπέρ υγείας και σωτηρίας της βουλής και του δήμου των Αθηναίων και υπέρ των καρπών που καλλιεργούνται στην ύπαιθρο της Αττικής. Επειδή ο άρχων έχει τελέσει και τις υπόλοιπες θυσίες, όσες απαιτούνταν από αυτόν, υπέρ της βουλής και του δήμου σωστά και με ευσέβεια και επίσης έχει επιμεληθεί την πομπή την αφιερωμένη στο Διόνυσο μαζί με τους παρέδρους και τους επιμελητές και εκπληρώνει τα απορρέοντα από το αξίωμά του καθήκοντα σύμφωνα με τους νόμους, να επαινεθούν ο άρχοντας Νικίας, (γιος) του Φίλωνος, από τον δήμο της Οτρύνης και οι πάρεδροί του, Αλκίμαχος, (γιος) του Κλεοβούλου, από τον δήμο του Μυρρινούντος και Αντιφάνης, (γιος) του Πολυκράτη, από τον δήμο της Οτρύνης λόγω της ευσέβειας και της φιλοτιμίας που έχουν προς τον δήμο των Αθηναίων. Να επαινεθούν δε και οι επιμελητές της πομπής, Ίσανδρος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Μνησίθεος, (γιος) του Εχεδήμου, από τον δήμο των Κυδαθηναίων, Καλλίθεος, (γιος) του Βουλάρχου, από τον δήμο της Φλύας, Αντιφάτης, (γιος) του Ευθυκρίτου, από τον δήμο της Αζηνίας, Κάλλαισχρος, (γιος) του Διοτίμου, από τον δήμο της Παλλήνης, Αμεινοκλής, (γιος) του Αντιφάνου, από τον δήμο Κήττους, Ιέρωνας, (γιος) του Φειδύλλου, από τον δήμο Αιθαλιδών, Κάλλιππος, (γιος) του Ιπποθέρσου, από τον δήμο Αχαρνών, Πολύζηλος, (γιος) του Ευηνορίδου, από τον δήμο Αλών και Θεογένης, (γιος) του Ποσειδωνίου, από τον δήμο Αμφιτροπής. Να επαινεθεί επίσης ο πατέρας της κανηφόρου, Καλλιφών, (γιος) του Καλλιφώντος, από τον δήμο Αθμονών. Να αναγράψει αυτό το ψήφισμα ο γραμματέας των πρυτάνεων σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου. Τη δαπάνη για την αναγραφή και την κατασκευή της στήλης να καταβάλουν οι υπεύθυνοι της διοίκησης.
Επὶ Λυσίαδου άρχοντος οίδε ιεροποίησαν
Ῥωμαία Χρύσιππος εξ Οίου Σμικυθίων Αναγυράσιος Πτολεμαία |
||
5.
10.
15.
20.
25.
30.
35.
|
5. [Α]σκληπιόδοτος Πειραιε
6. [Ν]ικογένης Φιλαίδης 7. [Αν]θεστήριος εγ Μυρριν 8. [Μ]νασαγόρας Αλεξανδ 9. [Π]αυσίλυπος Πειραιεύς 10. [Θ]εόφιλος Πειραιεύς 11. [Α]πελλής Σουνιεύς 12. Αρίβαζος Πειραιεύς 13. Ανδρέας Παλληνεύς 14. Άρεστος Μαραθώνιος 15. Νικόμαχος Περιθοίδη 16. Ασκληπιόδωρος Σουνι 17. [Φ]ιλιππίδης Φλυεύς 18. [Ε]ρ[μό]δωρος Φρεάρριος 19. [Φ]είδιππος Φλυε 20. [Τ]ιμησίθεος Εεχιεύς 21. [Μ]έ[ν]ων? Αζηνιεύς 22. [Γλ]αυκίας Θετταλός 23. [Π]ρωτόλαος Συπαλήττ 24. [Δ]ιονύσιος Κριωεύς 25. Παναίτιος Ῥόδιος 26. Δημόφιλος Πειραιεύς 27. [Θ]ράσιππος Ικαριεύς 28. [Ἴ]ων Αμφιτροπήθε 29. [Ά]λεξις Μαραθώνιος 30. [Β]ίων Αζηνιεύς 31. [Κ]ράτιππος Κηφισιεύ 32. [Α]ρχέλαος Συπαλήττι 33. [Θ]εόδωρος Ῥαμνούσιος 34. [Α]ρίσταρχος Λευκονοεύς 35. [Μ]έμνωνΣαρδιανός 36. [Κ]αλλικράτης Αγγελή[θεν] 37. [Λ]εύκιος
|
Αντίπατρος Πειραιεύς
Θηρύλος Πιθεύς Σπόριος Ῥωμαίος Ερμώναξ Ἕρμειος Αρχικλής Λακιάδης Λυκίσκος εξ Οίου Πυθικὸς Αραφήνιος Φιλήμων Ειρεσίδης Μενέλαος Πειραιεύς Κράτερμος Ῥαμνούσιος Λεόντιχος Αχαρνεύς Αλέξανδρος Ὀτρυνεύς Βάκχιος Αθμονεύς Βασιλείδης Πειραιεύς Αγιάδας Γαργήττιος Σέλευκος Δεκελεεύς Δέξανδρος Αναφλύστιο[ς] Γόργος Σφήττιος Μητρόδωρος Πειραιεύς Μήδειος Πειραιεύς Μένανδρος Πειραιεύς Ποσειδώνιος Λαμπτρεύ[ς] Ποσειδώνιος Πειραιεύς Εστιαίος Θημακεύς Αρισταρχος Ῥαμνούσιος Απολλόδωρος Πειραιεύς Ασκληπιά[δ]ης Πειραι[εύς] Λ— — |
Το κείμενο είναι ένας κατάλογος όσων υπηρέτησαν ως ιεροποιοί σε δύο γιορτές, τα Ῥωμαία και τα Πτολεμαία, μια συγκεκριμένη χρονιά.
Τα Ρωμαία αποτελούσαν έναν από τους τρόπους με τους οποίους αποδίδονταν τιμές στη Ρώμη μεταξύ άλλων και από πόλεις του ελλαδικού χώρου ήδη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο (Mellor 1975: 97-107· Deshours 2011: 78). Από τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.) και εξής η Αθήνα είναι σταθερή σύμμαχος της Ρώμης και αποκομίζει σημαντικά οφέλη από αυτήν την πολιτική –σημαντικότερο εκ των οποίων η μεταβίβαση της κυριαρχίας της Δήλου από τους Ρωμαίους στην Αθήνα το 167 π.Χ. (Habicht 1995: 196-264). Η γιορτή των Ρωμαίων εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής. Λίγο μετά το 155 π.Χ. καταγράφεται επίσης θυσία στο ρωμαϊκό Δήμο από κοινού με άλλους θεούς (Agora ΧV 1807-12), ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους προεδρία στο θέατρο του Διονύσου είχαν τόσο ο ιερέας του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης, όσο και ο ιερέας της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου (IG II2 5047, 5114).
Όσον αφορά τα Πτολεμαία, η ίδρυση της γιορτής αυτής απεικονίζει τις καλές σχέσεις της πόλης με το βασίλειο των Πτολεμαίων μετά το 229 π.Χ. και συνδυάζεται με άλλες τιμές που η Αθήνα απευθύνει στον Πτολεμαίο Γ’ την ίδια περίοδο, όπως η εισαγωγή μίας νέας φυλής, της Πτολεμαΐδας, και η θέσπιση λατρείας του ίδιου και της συζύγου του, βασίλισσας Βερενίκης (Habicht 1992). Τα Πτολεμαία στην Αθήνα συνεχίζουν να γιορτάζονται και επί Πτολεμαίου Η’ Ευεργέτη Β’ (145-116 π.Χ.), ενώ οι μαρτυρίες για καλές σχέσεις φτάνουν μέχρι και τη βασιλεία του Πτολεμαίου Θ’ Σωτήρα Β’, παρότι ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι Πτολεμαίοι δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων.
Σχετικά με τους ιεροποιούς η πλέον κατατοπιστική πηγή που διαθέτουμε είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1322b), ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους ως αρμοδιότητες πρακτικής φύσης, που σχετίζονται με τη σωστή λειτουργία των ιερών. Στην Αθήνα υπήρχαν ιεροποιοί επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες γιορτές, όπως εδώ (Smith 1968: 8-29). Στον συγκεκριμένο κατάλογο μαρτυρούνται εξήντα ένα ονόματα ιεροποιών, ενώ από ένα ακόμη όνομα σώζεται το αρχικό γράμμα. Ο μεγάλος αριθμός των ιεροποιών στα Πτολεμαία (πενήντα εννέα ονόματα έναντι δύο μόλις ιεροποιών στα Ρωμαία) ερμηνεύεται ως ένδειξη μιας εξαιρετικά λαμπρής τέλεσης της συγκεκριμένης γιορτής (βλ. Thompson 1961: 605-606).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπογραφική εξέταση των ιεροποιών του καταλόγου. Πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Παναίτιος ο Ρόδιος (στίχος 25) και ο Μνασαγόρας από την Αλεξάνδρεια (στίχος 8) ή ο Αντίπατρος και ο Ασκληπιόδοτος από τον Πειραιά (στίχος 5), ταυτίζονται με Στωικούς φιλοσόφους, γεγονός που έκανε την επιγραφή γνωστή ως ‘αττική επιγραφή των Στωικών’ (Crönert 1904).
Όταν ο Λυσιάδης ήταν άρχοντας, οι παρακάτω διετέλεσαν ιεροποιοί | ||||
στα Ρωμαία | ||||
Χρύσιππος από τον δήμο του Οίου | Σμικυθίων από τον δήμο του Αναγυρούντα | |||
στα Πτολεμαία | ||||
Ασκληπιόδοτος από τον δήμο του Πειραιά | Αντίπατρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Νικογένης από τον δήμο των Φιλαίδων | Θήρυλος από τον δήμο του Πίθου | |||
Ανθεστήριος από τον δήμο της Μυρρινούτης | Σπόριος Ρωμαίος | |||
Μνασαγόρας Αλεξανδρεύς | Ερμώναξ από τον δήμο του Έρμου | |||
Παυσίλυπος από τον δήμο του Πειραιά | Αρχικλής από τον δήμο των Λακιαδών | |||
Θεόφιλος από τον δήμο του Πειραιά | Λυκίσκος από τον δήμο του Οίου | |||
Απελλής από τον δήμο του Σουνίου | Πυθικός από τον δήμο της Αραφήνος | |||
Αρίβαζος από τον δήμο του Πειραιά | Φιλήμων από τον δήμο των Ειρεσιδών | |||
Ανδρέας από τον δήμο της Παλλήνης | Μενέλαος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Άρεστος από τον δήμο του Μαραθώνα | Κράτερμος από τον δήμο του Ραμνούντα | |||
Νικόμαχος από τον δήμο των Περιθοιδών | Λεόντιχος από τον δήμο των Αχαρνών | |||
Ασκληπιόδωρος από τον δήμο του Σουνίου | Αλέξανδρος από τον δήμο της Οτρύνης | |||
Φιλιππίδης από τον δήμο της Φλυάδος | Βάκχιος από τον δήμο του Αθμόνου | |||
Ερμόδωρος από τον δήμο των Φρεαρρίων | Βασιλείδης από τον δήμο του Πειραιά | |||
Φείδιππος από τον δήμο της Φλυάδος | Αγιάδας από τον δήμο του Γαργήττου | |||
Τιμησίθεος από τον δήμο της Ερχιάδος | Σέλευκος από τον δήμο της Δεκέλειας | |||
Μένων από τον δήμο της Αζηνιάδος | Δέξανδρος από τον δήμο της Αναφλύστου | |||
Γλαυκίας Θεσσαλός | Γόργος από τον δήμο της Σφηττού | |||
Πρωτόλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου | Μητρόδωρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Διονύσιος από τον δήμο της Κριωάδος | Μήδειος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Παναίτιος Ρόδιος | Μένανδρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Δημόφιλος από τον δήμο του Πειραιά | Ποσειδώνιος από τον δήμο των Λαμπτρών | |||
Θράσιππος από τον δήμο του Ικαρίου | Ποσειδώνιος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Ίων από τον δήμο της Αμφιτρόπης | Εστιαίος από τον δήμο του Θημακού | |||
Άλεξις από τον δήμο του Μαραθώνα | Αρίσταρχος από τον δήμο του Ραμνούντα | |||
Βίων από τον δήμο της Αζηνιάδος | Απολλόδωρος από τον δήμο του Πειραιά | |||
Κράτιππος από τον δήμο της Κηφισιάς | Ασκληπιάδης από τον δήμο του Πειραιά | |||
Αρχέλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου | Λ | |||
Θεόδωρος από τον δήμο του Ραμνούντα | ||||
Αρίσταρχος από τον δήμο του Λευκονίου | ||||
Μέμνων Σαρδιανός | ||||
Καλλικράτης από τον δήμο της Αγγέλης | ||||
Λεύκιος |