Μεθοναίον εκ Πιερ[ίας]·
[Φ]αίνιππος Φρυνίχο εγραμμάτ[ευε]·
[έδ]οχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ερεχθεὶς επρ[υτάν]-
[ευε], Σκόπας εγραμμάτευε, Τιμονίδες επεστάτε, Δ̣[ιοπ]-
5 [εί]θες είπε· δι[α]χειροτονε͂σαι τὸν δε͂μον αυτίκ[α πρὸ]-
[ς Μ]εθοναίος είτε φόρον δοκε͂ι τάττεν τὸν δε͂μο[ν αυτ]-
[ίκ]α μάλα ἒ εχ[σ]αρκε͂ν αυτοίς τελε͂ν ℎόσον τε͂ι θε[ο͂ι απ]-
[ὸ τ]ο͂ φόρο εγίγν̣ετο ℎὸν τοίς προτέροις Παν[αθ]ε[ναίο]-
[ις] ετετάχατο φέρεν, το͂ δε͂ άλλο ατελε͂ς ἐ͂να[ι· το͂ν δέ οφ]-
10 [ει]λεμάτον ℎὰ γεγράφαται το͂ι δεμοσίοι τ[ο͂ν απειτε]-
[μέ]ν̣ομ Μεθοναίοι οφείλοντες, εὰν ὀ͂σι επιτ[έδειοι Α]-
[θε]ναίοις όσπερ τε νύν καὶ έτι αμείνος, επι[χορε͂ν απ]-
[ότ]αχσιν περὶ τε͂ς πράχσεος Αθεναίος, καὶ εὰν̣ [κοινὸ]-
[ν] φσέφισμά τι περὶ το͂ν οφειλεμάτον το͂ν εν τε͂[ισι σα]-
15 [νί]σι γίγνεται μεδέν προσℎεκέτο Μεθοναίο[ις εὰμ μ]-
[έ χ]ορὶς γίγνεται φσέφισμα περὶ Μεθοναίον· π[ρέσβε]-
[ς δ]έ τρε͂ς πέμφσαι ℎυπέρ πεντέκοντα έτε γεγον[ότας]
[ℎο]ς Περδίκκα[ν], ειπε͂ν δέ Περδίκκαι ℎότι δοκε[ί δίκα]-
[ιο]ν ἐ͂ναι εαν Μεθοναίος τε͂ι θαλάττει χρε͂σθα[ι μεδέ]
20 [εχσ]ε͂ναι ℎορίσασθαι, καὶ εαν εισεμπορεύεσθ[αι καθ]-
[άπε]ρ τέος ε[ς] τέ̣ν χόραν καὶ μέτε αδικε͂ν μ[έ]τε [α]δ[ικε͂σ]-
[θαι] μεδέ στρα[τ]ιὰν διὰ τε͂ς χόρας τε͂ς Μεθ[ο]ναίον [διά]-
[γεν α]κόντομ [Με]θοναίον, καὶ εὰμ μέν ομολ[ο]γο͂σιν [ℎεκ]-
[άτερ]οι χσυ[μβι]βασάντον ℎοι πρέσβες, εὰν δέ μέ, [πρεσ]-
25 [βεί]αν εκάτ[ερ]ο[ι] πεμπόντον ες Διονύσια, τέλος [έχον]-
[τας] περὶ ℎο͂[ν] άν διαφ<έ>ρονται, πρὸς τέν βολέν κα[ὶ τὸν]
[δε͂μ]ον· ε[ι]π̣ε͂ν δέ [Π]ερδίκκαι ℎότι εὰν ℎοι στρατι[ο͂ται]
[ℎοι] εμ Ποτειδ[ά]αι επαινο͂σι γνόμας αγαθὰς ℎέ[χσοσι]
[περὶ] αυτο͂ Αθε[ν]αίοι. εχειροτόνεσεν ℎο δε͂μος [Μεθον]-
30 [αίο]ς τελε͂ν ℎ[όσο]ν τε͂ι θεο͂ι απὸ το͂ φόρο εγίγνε[το ℎὸν]
[τοί]ς προτέρο[ις] Παναθεναίοις ετετάχατο φ[έρεν, το͂]
[δέ ά]λλο ατε[λε͂ς ἐ͂]ναι. v έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ [το͂ι δέμ]-
[οι· ℎ]ιπποθο[ντὶς ε]πρυτάνευε, Μεγακλείδες [εγραμμά]-
[τευ]ε, Νι[κ]ο[․․5․․ ε]πεστάτε, Κλεόνυμος είπε· Μ[εθοναί]-
35 [οις] είν[αι εχ]σα[γο]γέν εγ Βυζαντίο σίτο μέχ[ρι ․․․․α]-
[κισχ]ιλίον μεδίμνον το͂ ενιαυτο͂ εκάστο, ℎοι [δέ ελλε]-
[σπ]οντοφύλακες μέτε αυτοὶ κολυόντον εχσάγεν μ[έτ]-
[ε άλ]λον εόντον κολύεν, ἒ ευθυνέσθον μυρίαισι δρ[αχ]-
[με͂ισ]ιν έκαστος· γραφσαμένος δέ πρὸς τὸς ελλεσπ[ον]-
40 [το]φύλακας εχσάγε[ν] μέχρι το͂ τεταγμένο· αζέμιος [δέ]
[έσ]το καὶ ε ναύς ε εχσάγοσα· ℎοι τι δ’ άν κοινὸν φσήφ[ισμ]-
[α π]ερὶ το͂ν χσυμμάχο[ν] φσεφίζονται Αθεναίοι πε[ρὶ β]-
[οε]θείας ἒ ά[λ]λο τι προ[σ]τάττο[ν]τες τε͂σι πόλεσι ἒ [περ]-
[ὶ σ]φο͂ν [ἒ] περὶ το͂ν πόλεον, ℎό τι άν ονομαστὶ περὶ τ[ε͂ς π]-
45 [όλε]ος τε͂[ς] Μεθοναίον φσεφίζονται τούτο προσέ[κεν]
[αυτοί]ς, τ[ὰ] δέ άλλα μέ, αλλὰ φυλάττοντες τέν σφετ[έρα]-
[ν αυτο͂ν ε]ν το͂ι τεταγμένοι όντον· ℎὰ δέ ℎυπὸ Περδ[ίκκ]-
[ο αδικε͂σ]θαί φασι βουλεύσασθαι Αθεναίος ℎοι τι ά[ν δο]-
[κ]ε͂ι [αγαθ]ὸν είναι περὶ Μεθοναίον επειδὰν απαν[τέσ]-
50 [ο]σ̣ι ε[ς τὸ]ν δε͂μον ℎοι πρέσβες [ℎ]οι παρὰ Περδίκκο [οί τ]-
ε μετ[ὰ Πλ]ειστίο οι[χ]όμενοι καὶ ℎοι μετὰ Λεογό[ρο· τε͂]-
[σ]ι δέ [άλλ]εσι πόλε[σι χ]ρηματίσαι επειδὰν εσέλ[θει ε]
[π]ρυ[ταν]εία ε δευτ[έρα] μετὰ τὰς εν το͂ι νεορίοι έ[δρας]
[ε]υ̣θ[ὺς] εκκλεσίαν [πο]έσαντες· συν[ε]χο͂ς δέ ποε͂ν τ[ὰς εκ]-
55 [ε]ί έ[δαα]ς έος άν δι[απρ]αχθε͂ι, άλλο δέ προχρεμα[τίσαι]
[το]ύ̣[το]ν μεδέν εὰμ μέ τι οι στρατε[γ]οὶ δέοντα[ι. v έδοχ]-
[σεν τε͂ι] βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Κεκροπὶς επρυ[τάνευε, ․]
[․․6․․․]ες εγραμμάτε[υ]ε, ℎ[ι]εροκλείδες ε[πεστάτε, ․․]
[․․6․․․] είπε· επειδέ έ[ταχσαν ℎοι τάκται τε͂σι πόλεσ]-
60 [ι ℎοπόσα]ι̣ Α̣θ̣εναί[οις φόρον φέροσι ․ ․ ․ ․ ․ 13 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]
                          lacuna
[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ακαμαντὶς επρυτά]-
[νευε, Φαίνιππος εγραμμάτευε, ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 17 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]

Πρόκειται για δύο καλά διατηρημένα αθηναϊκά ψηφίσματα (στ. 3-32 και 32-56) και τμήμα του προοιμίου ενός τρίτου ψηφίσματος (στ. 56-59) –φαίνεται ότι υπήρχε και τέταρτο ψήφισμα το οποίο δεν σώζεται–  που αφορούν τη Μεθώνη, αποικία των Ερετριέων στα παράλια του Θερμαϊκού και μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Η Μεθώνη δεν ακολούθησε το παράδειγμα της Ποτείδαιας και άλλων συμμάχων πόλεων των Αθηναίων στην περιοχή της Χαλκιδικής, οι οποίες το 432 π.Χ. αποστάτησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Την αποστασία των πόλεων αυτών υποκίνησε ο Περδίκκας Β΄, βασιλέας της Μακεδονίας, και κατά σύστασή του οι Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι εγκατέλειψαν τις παράλιες πόλεις τους και εγκαταστάθηκαν στην Όλυνθο (Θουκυδίδης 1.57.3, 58.2). Έκτοτε η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη και επιδεινώθηκε μετά την άφιξη στην περιοχή του στρατηγού της Σπάρτης Βρασίδα (424 π.Χ.).

Οι Αθηναίοι με τα ψηφίσματα αυτά παραχωρούν προνόμια στη Μεθώνη και λαμβάνουν και άλλα μέτρα για την προστασία της αναγνωρίζοντας την αφοσίωσή της και επιδιώκοντας παράλληλα την παραμονή της στη συμμαχία τους εξαιτίας της σημασίας που είχε ως στρατιωτική βάση.

Από τους στίχους 8-9 προκύπτει ότι αναθεώρηση του φόρου (τάξις) γινόταν από Παναθήναια σε Παναθήναια δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια, βλ. και στ. 31.

Οι σανίδες (στ. 14-15) ήταν ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες εγράφοντο δημόσιες ανακοινώσεις.

Οι Αθηναίοι το 431 π.Χ. και ενώ πολιορκούν την Ποτείδαια συνάπτουν πάλι συμμαχία με τον Περδίκκα (Θουκυδίδης 2.29.6). Από τα αναφερόμενα στο ψήφισμα (στ. 16 κ.εξ.) γίνεται φανερό ότι επιδιώκουν δια της διπλωματικής οδού να υποχρεώσουν τον Περδίκκα να μην παρεμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση του εμπορίου των Μεθωναίων και να μη διέρχεται με στρατό από τη χώρα τους.

Οι ελλησποντοφύλακες (στ. 36-37, 39-40) ήταν ειδικοί άρχοντες, οι οποίοι, μάλλον μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ελλησπόντου και έλεγχαν τα σιτοφορτία. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η διατροφή του αθηναϊκού πληθυσμού, ενώ παράλληλα οι σύμμαχοί τους ήταν εξαρτημένοι από αυτούς για την εισαγωγή σιτηρών.

Από το αναφερόμενο στο ψήφισμα, ότι παραχωρείται στους Μεθωναίους το προνόμιο να εξάγουν από το Βυζάντιο ετησίως ορισμένοι ποσότητα σιτηρών χωρίς να παρεμποδίζονται από τους ελλησποντοφύλακες, οι οποίοι και θα ενημερώνονταν σχετικά με την ποσότητα αυτή (στ. 35-40), προκύπτει ότι υπήρχε στο Βυζάντιο σιταποθήκη που ελεγχόταν από τους αξιωματούχους αυτούς.

Συνήθως οι συνεδριάσεις της βουλής (έδραι) γίνονταν στο βουλευτήριο, όπου και φυλάσσονταν τα κείμενα των ψηφισμάτων του δήμου. Όταν όμως επρόκειτο να συζητήσουν θέματα που αφορούσαν το ναυτικό εξοπλισμό, οι συνεδριάσεις γίνονταν στο νεώριο (στ. 53).

Και το δεύτερο αυτό ψήφισμα με το οποίο διευκολύνεται ο εφοδιασμός των Μεθωναίων σε σιτηρά και αυτοί εξαιρούνται από στρατιωτικές και άλλες υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα μέλη της συμμαχίας, εξαίρεση που αντισταθμίζεται από την προάσπιση της δικής τους γης, υπαγορεύθηκε από την ακόμη τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Χαλκιδική.

Περί Μεθωναίων εκ Πιερίας. Ο Φαίνιππος ο γιος του Φρυνίχου ήταν γραμματέας. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ερεχθηίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Σκόπας ήταν γραμματέας, ο Τιμωνίδης επιστάτης, ο Διοπείθης (στ. 5) εισηγήθηκε: να αποφασίσει ο δήμος πάραυτα με χειροτονία (σήκωμα των χεριών), εάν πρέπει να αναθεωρήσει αμέσως την ετήσια εισφορά των Μεθωναίων (φόρον) ή αρκεί αυτοί να καταβάλλουν μόνο όσο αναλογεί στη θεά από το πληρωτέο ποσό που καθορίσθηκε στα προηγούμενα Παναθήναια και να απαλλαγούν από την άλλη εισφορά. Αναφορικά με τις (στ. 10) εισφορές που έχουν αναγραφεί στο αθηναϊκό δημόσιο ότι οφείλουν οι Μεθωναίοι: εάν εξακολουθούν να διάκεινται ευνοϊκά προς τους Αθηναίους, όπως τώρα, και είναι ακόμη καλύτεροι, οι Αθηναίοι να παραχωρήσουν με ειδική πράξη μεμονωμένη καταβολή, και εάν κάποιο κοινό ψήφισμα ανακοινωθεί για οφειλές που αναφέρονται στις (στ. 15) ξύλινες πινακίδες (σανίδες), να μην ισχύει για τους Μεθωναίους, εάν δεν υπάρξει ειδικό για τους Μεθωναίους ψήφισμα. Να σταλούν δε τρεις απεσταλμένοι άνω των πενήντα ετών προς τον Περδίκκα, και να του πουν ότι θεωρείται δίκαιο να αφήσει τους Μεθωναίους να χρησιμοποιούν χωρίς περιορισμούς τη θάλασσα (στ. 20) και να εμπορεύονται με το εσωτερικό της χώρας, όπως στο παρελθόν, και να μη διαπράττει αδικήματα ούτε να αδικείται ούτε να διέρχεται στρατός από τη χώρα των Μεθωναίων παρά τη θέλησή τους. Και εάν μεν συμφωνήσουν καθένας χωριστά, οι απεσταλμένοι να τους συμφιλιώσουν, εάν δε όχι, (στ. 25) καθένας χωριστά να στείλουν πληρεξούσιους απεσταλμένους στα Διονύσια, με σκοπό να διατυπώσουν τις απόψεις τους αναφορικά με τις διαφορές τους προς τη βουλή και το δήμο. Να πουν στον Περδίκκα και ότι εάν οι στρατιώτες που βρίσκονται στην Ποτείδαια τον επαινούν, οι Αθηναίοι θα διατίθενται ευνοϊκά προς αυτόν. Ο δήμος αποφάσισε με χειροτονία οι Μεθωναίοι (στ. 30) να καταβάλλουν όσο αναλογεί στη θεά από το πληρωτέο ποσό του φόρου που καθορίσθηκε στα προηγούμενα Παναθήναια και να απαλλαγούν από την άλλη εισφορά. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ιπποθωντίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Μεγακλείδης ήταν γραμματέας, ο Νι[κ]ο. . . . επιστάτης, ο Κλεώνυμος εισηγήθηκε: (στ. 35) επιτρέπεται στους Μεθωναίους να εξάγουν από το Βυζάντιο σιτηρά έως οκτώ χιλιάδες μεδίμνους ετησίως, οι δε ελλησποντοφύλακες ούτε οι ίδιοι να τους παρεμποδίζουν να εξάγουν ούτε να επιτρέπουν σε άλλον να τους παρεμποδίζει, διαφορετικά καθένας από τους ελλησποντοφύλακες να τιμωρείται με πρόστιμο χιλίων δραχμών. Θα απευθύνονται δε εγγράφως προς τους ελλησποντοφύλακες (στ. 40) για να εξάγουν έως την ποσότητα που ορίσθηκε. Απαλλαγμένο χρηματικής τιμωρίας να είναι και το πλοίο που θα πραγματοποιεί την εξαγωγή. Όποιο κοινό ψήφισμα που αφορά τους συμμάχους ψηφίζουν οι Αθηναίοι για παροχή βοήθειας ή διατάζουν τις πόλεις για οτιδήποτε άλλο ή σχετικά με τους ίδιους ή με τις πόλεις, ό,τι ονομαστικά αποφασίζουν για την (στ. 45) πόλη των Μεθωναίων, αυτό μόνο να ισχύει γι’ αυτούς, ενώ τα άλλα όχι, αλλά να προστατεύουν τη γη τους, τηρώντας τις ορισμένες γι’ αυτούς υποχρεώσεις. Για εκείνα δε για τα οποία λέγουν ότι βλάπτονται από τον Περδίκκα, οι Αθηναίοι θα αποφασίσουν ό,τι είναι καλό για τους Μεθωναίους, μόλις παρουσιασθούν στο δήμο (στ. 50) οι απεσταλμένοι που βρίσκονταν στον Περδίκκα, και εκείνοι που είχαν μεταβεί με τον Πλειστία και εκείνοι με τον Λεωγόρα. Οι υποθέσεις δε των άλλων πόλεων να συζητηθούν με την είσοδο της δεύτερης πρυτανείας, η οποία αμέσως μετά τις συνεδριάσεις της βουλής στο νεώριο, να συγκαλέσει την εκκλησία του δήμου. Να συνεδριάζουν δε συνεχώς (στ. 55) έως ότου οι υποθέσεις ολοκληρωθούν, και να μην προτάξουν των συζητήσεων αυτών τίποτε άλλο, εκτός και εάν οι στρατηγοί έχουν άλλες επείγουσες υποθέσεις. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Κεκροπίδα ήταν πρυτανεύουσα, [. . . . . .] ήταν γραμματέας, Ιεροκλείδης ε[πιστάτης] [. . . . . .] εισηγήθηκε.

μπροστινή πλευρά (recto)

(1η στήλη)

(1ο χέρι) Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος.
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν.
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας
5 προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι
10 οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ-
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε-
15 λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-]
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣-
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ]
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε]
20 [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣-
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ]
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-]
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά-
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν
25 επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου-

 

(2η στήλη)

κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς.
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο-
30 τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται.
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο-
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο-
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι-
35 ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι-
λέως προσόδους βλαπτομένας ου-
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί-
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦  ̣⟧ εμοὶ
40 επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό-
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ
45 καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος]
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α-
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣-
50 ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ.
έρρωσο.
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε.

 

πίσω πλευρά (verso)

           Απολλωνίωι.
(2ο χέρι, αριστερά) Δημητρίου

Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).

Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).

Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).

Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι  εγδοχείς καὶ άλλοι.

Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά  για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II  409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.

Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.

Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).

Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.

Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).

Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).

Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).

Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).

Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.

Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.

(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.

επὶ Φαιδρίου άρχοντος, Ελαφηβολιώνος ογδόει, εκκλησί-
α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· Διονύσιος Διονυσίου
                αρχιθιασίτης είπεν·
επειδὴ Πάτρων Δωροθέου τών εκ τής συνόδου, επελθὼν
5 επὶ τὴν εκκλησίαν καὶ ανανεωσάμενος τὴν υπάρχου-
σαν αυτώι εύνοιαν εις τὴν σύν[ο]δον, καὶ ότι πολλὰς χρείας
παρείσχηται απροφασίστως, διατελεί δέ διὰ παντὸς κο[ι]-
νεί τε τεί συνόδωι λέγων καὶ πράττων τὰ συμφέροντ[α]
καὶ κατ’ ι<δί>αν εύνους υπάρχων εκάστωι τών πλοιζομέ[νων]
10 εμπόρων καὶ ναυκλήρων, νύν [δ’ έτι] μαλλον επ<η>υξημέ-
νης αυτής μετὰ τής τών θεών ευνοίας παρεκάλεσεν τὸ
κοινὸν εξαποστείλαι πρεσβείαν πρὸς τὸν δήμον τὸν Αθη-
ναίων όπως δοθη αυτοίς τόπος εν ωι κατασκευάσουσιν τέ-
μενος Hρακλέους τού πλείστων [αγαθ]ών παραιτίου γ[ε]-
15 γονότος τοίς ανθρώποις, αρχηγού δέ τής πατρίδος υπά[ρ]-
χοντος· αιρεθεὶς πρεσβευτὴς πρός τε τὴν βουλὴν καὶ
τὸν δήμον τὸν Αθηναίων, προθύμως αναδεξάμενος έ-
πλευσεν δαπανών εκ τών ιδίων εμφανίσας τε τὴν
τής συνόδου πρὸς τὸν δήμον εύνοιαν παρεκάλεσεν
20 αυτὸν καὶ διὰ ταύτην τὴν αιτίαν επετελέσατο
τὴν τών θιασιτών βούλησιν καὶ τὴν τών θεών τιμὴν <συνηύξησεν>
καθάπερ ήρμοττεν αυτώι· πεφιλανθρωπηκὼς δέ
καὶ πλείονας εν τοίς αρμόζουσιν καιροίς, είρηκεν
δέ καὶ υπέρ τής συνόδου εν τώι αναγκαιοτάτωι
25 καιρώι τὰ δίκαια μετὰ πάσης προθυμίας καὶ φιλοτι-
μίας καὶ εδέξατό τε τὸν θίασον εφ’ ημέρας δύο υπέρ
τού υού· 〚ΙΝ〛 ίνα ούν καὶ εις τὸν λοιπὸν χρόνον απαρά-
κλητον εαυτὸν παρασκευάζηι καὶ η σύνοδος φαί-
νηται φροντίζουσα τών διακειμένων ανδρών εις εαυ-
30 τὴν ευνοικώς καὶ αξίας χάριτας αποδιδούσα τοίς
ευεργέταις καὶ έτεροι πλείονες τών εκ τής τοίς συνό-
δου διὰ τὴν εις τούτον ευχαριστίαν ζηλωταὶ γί-
νωνται καὶ παραμιλλώνται φιλοτιμούμενοι
περιποιείν τι τεί συνόδωι· αγαθεί τύχει·
35 δεδόχθαι τώι κοινώι τών Τυρίων Hρακλειστών
εμπόρων καὶ ναυκλήρων επαινέσαι Πάτρωνα Δω-
ροθέου καὶ στεφανώσαι αυτὸν κατ’ ενιαυτὸν χρυ-
σώι στεφάνωι εν ταίς συντε[λου]μέναις θυσίαις
τώι Ποσειδώνι αρετής ένεκεν καὶ καλοκαγαθί-
40 ας ἧς έχων διατελεί εις τὸ κοινὸν τών Τυρί-
ων εμπόρων καὶ ναυκλήρων· αναθείναι δέ αυ-
τού καὶ εικόνα γραπτὴν εν τώι τεμένει τού
Hρακλέους καὶ αλλαχή ού άν αυτὸς βούληται· έσ-
τω δέ ασύμβολος καὶ αλειτούργητος εν ταίς
45 γινομέναις συνόδοις πάσαις· επιμελές δέ έστω
τοίς καθισταμένοις αρχιθιασίταις καὶ ταμίαις
καὶ τώι γραμματεί όπως εν ταίς γινομέναις θυ-
σίαις καὶ συνόδοις αναγορεύηται κατὰ ταύτην
τὴν αναγόρευσιν· η σύνοδος τών Τυρίων εμπό-
50 ρων καὶ ναυκλήρων στεφανοί Πάτρωνα Δωροθέου
ευεργέτην. αναγραψάτωσαν δέ τόδε τὸ ψή-
φισμα εις στήλην λιθίνην καὶ στησάτωσαν εν
τών τεμένει τού Hρακλέους· τὸ δέ εσόμενον ανάλωμ[α]
εις ταύτα μερισάτω ο ταμίας καὶ ο αρχιθιασίτης.
55               επὶ αρχιθιασίτου
          Διονυσίου τού Διονυσίου,
              ιερατεύοντος δέ
          Πάτρωνος τού Δωροθέου.
   ο δήμος
60 ο Αθηναίων.
                                      η σύνοδος
                                       τών Τυρίων
                                        εμπόρων
                                     καὶ ναυκλήρων.

 

Πρόκειται για ένα ψήφισμα με το οποίο το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών της Δήλου αποδίδει τιμές στο μέλος και ευεργέτη του σωματείου Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου.

 

Το καθεστώς της Δήλου την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το ψήφισμα

Το έτος 166 π.Χ., με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, η Δήλος απώλεσε την ανεξαρτησία της (314-166 π.Χ.) και περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Αθήνας, η οποία εκδίωξε τους Δηλίους και εγκατέστησε μια νέα κληρουχία (Στράβων 10.5.4). Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αλλαγής της ρωμαϊκής πολιτικής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.).

Στο ιερό λιμάνι του Απόλλωνα παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατελείας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, η οποία δεν υποστήριξε την Ρώμη στο πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Eλληνιστικής Oικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι ξένοι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς ατελείας του νησιού, κατέφτασαν στην Δήλο από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους θρησκείες, κατασκευάζοντας ναούς για τους θεούς τους και ιδρύοντας ποικίλα σωματεία, προκειμένου να διαβιώσουν στο νέο τόπο εγκατάστασης σύμφωνα με τις συνθήκες που επιθυμούσαν.

 

Το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών στη Δήλο

Ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών αποτελεί έναν από τους πρώτους και πιο οργανωμένους συλλόγους που μαρτυρούνται στη Δήλο την εποχή εκείνη, μαζί με το επίσης φοινικοσυριακό σωματείο των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών (βλ. ενδεικτικά I.Délos 1520). Το τιμητικό ψήφισμα για το μέλος και ευεργέτη, Πάτρωνα, αποτελεί τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το σωματείο, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και την οργάνωσή του.

Μέσω της επωνυμίας του, προβάλλεται η Τύρος ως τόπος προέλευσης, τονίζεται ότι τα μέλη είναι αφοσιωμένα στη λατρεία του Ηρακλή-Μελκάρτ, πατρογονική λατρεία των Φοινίκων της Τύρου (Bruneau 1970: 409-410· Bonnet 2015: 486-489), ενώ τέλος, δηλώνεται ότι το σωματείο αποτελεί σκέπη για εμπόρους και ναυκλήρους, γεγονός το οποίο μαρτυρά έναν κοινό εμπορικό προσανατολισμό, πέραν από τους υφιστάμενους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Χωρίς αμφιβολία, η ίδρυση του συλλόγου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης του ψηφίσματος (153/2 ή 149/8 π.Χ.· βλ. αναλυτικότερα ανωτ. “Χρονολόγηση”), καθώς πληροφορούμαστε ότι ο ευεργέτης Πάτρωνας είχε προσφέρει πολλές φορές κατά το παρελθόν τις υπηρεσίες του προς το κοινόν (στ. 4-7). Την χρονική στιγμή που εκδίδεται το ψήφισμα, το σωματείο, αν και σαφέστατα συνδέεται με το εμπορικό περιβάλλον της Δήλου, εντούτοις, δεν φαίνεται ακόμα να έχει κάποια ιδιοκτησία (στ. 1-2: εκκλησί|α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· βλ. σχετικά Choix Délos I αρ. 85 σελ. 143· Vélissaropoulos 1980: 109).

Οι απαραίτητες ενέργειες για τη μόνιμη και επίσημη εγκατάσταση τους στη Δήλο πραγματοποιήθηκαν από τον Πάτρωνα, ο οποίος, ως πρεσβευτής του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αθήνα και παρακάλεσε τη βουλήν και το δήμον των Αθηναίων να τους παραχωρηθεί χώρος στο νησί για την κατασκευή του ιερού τεμένους του Ηρακλή, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει την απαιτούμενη έγκριση (στ. 10-22).

Τέτοιου είδους αίτημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση ενός ξένου σωματείου στην Δήλο και πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Τύριοι αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούν οι Αθηναίοι επί του νησιού, ενώ από την άλλη πλευρά, η αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους των Αθηναίων ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώριση της λατρείας και με την εδραίωση της παρουσίας του συλλόγου στο νέο τόπο φιλοξενίας. Το αίτημα των Τυρίων δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται ως το συνηθισμένο προκαταρκτικό στάδιο αυτής της διαδικασίας. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε μακρά παράδοση ξένων εμπόρων, οι οποίοι υποχρεούνταν να ζητούν άδεια από την εκάστοτε πόλη για την κατασκευή ναών ή πρακτορείων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κιτιέων εμπόρων, οι οποίοι αρκετά χρόνια πιο πριν είχαν ζητήσει να τους χορηγηθεί από την Αθήνα το δικαίωμα απόκτησης γης (έγκτησις) για την κατασκευή ιερού της Αφροδίτης (Ε42).

Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του σωματείου, τις περισσότερες φορές προσδιορίζεται με τον όρο σύνοδος (στ. 4, 6, 8, 19, 24, 28, 31-32, 34, 45, 48, 49, 61). Εμφανώς λιγότερες απαντά ο όρος κοινόν (στ. 7-8, 12, 35, 40), ενώ, μόλις μία φορά χαρακτηρίζεται ως θίασος (στ. 26) και τα μέλη του ως θιασίται (στ. 21).

Αυτό το τριμερές μοντέλο οργάνωσης ερμηνεύεται ως εξής: το κοινόν αποτελείται από το σύνολο των μελών του σωματείου των Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων. Συνέρχεται σε συνεδριάσεις, για τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία, και διαπραγματεύεται όλα τα θεσμικά ζητήματα (Hasenohr 2007· Bonnet 2015: 483).  Η σύνοδος αποτελεί ένα υποσύνολο εντός του σωματείου, με διαφορετική νομική υπόσταση σε σχέση με το κοινόν (Baslez 1977: 207-210· Baslez 1988: 143-145· McLean 1996: 191· McLean 1999· Bonnet 2015: 483-486). Πρόκειται για ένα σώμα μελών, το οποίο απαρτίζεται από τους παρόντες στο νησί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που συνέρχονται ή συναντώνται. Με άλλα λόγια, σύνοδος είναι το παράρτημα του σωματείου που εδρεύει σε μία πόλη. Αντίστοιχη χρήση αυτής της ορολογίας συναντάμε και στα σωματεία των Διονυσιακών τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας (Aneziri 2003: 56-65· Aneziri 2008: 219-220). Ο θίασος εκφράζει μια θρησκευτική ομάδα, η οποία συγκροτείται κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς. Αποτελείται από τους θιασίτας, δηλαδή το σύνολο των μελών/πιστών στην προστάτιδα θεότητα του συλλόγου, οι οποίοι συμμετέχουν στα συμπόσια, στις θυσίες και στις εορτές (McLean 1999: 368).

Παράλληλα, στο πλαίσιο οργάνωσης του σωματείου παρατηρείται μια ποικιλία αξιωμάτων, τα οποία καταλαμβάνουν τα μέλη του. Κεφαλή της κοινότητας φαίνεται πως είναι ένας επώνυμος  αρχιθιασίτης (στ. 2-3, 46, 54, 55-56), τον οποίο και θα πρέπει να φανταστούμε ως τον κοσμικό άρχοντα του κοινού, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Poland 1909: 352-353· Baslez 1977: 228-229· McLean 1999: 369-370· Bonnet 2015: 485). Εξίσου σημαντικό αξίωμα είναι αυτό του επώνυμου ιερέα, το οποίο κατά το χρόνο έκδοσης του ψηφίσματος κατείχε ο ευεργέτης Πάτρωνας (στ. 57-58). Εύλογα υποθέτει κανείς ότι πρόκειται για τον θρησκευτικό καθοδηγητή του συλλόγου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ομαλή τέλεση όλων των λατρευτικών δρώμενων και για γενικότερα ζητήματα που άπτονται της λατρείας. Επίσης, αναφέρεται ο γραμματέας (στ. 47)  η θέση του οποίου ενδεχομένως σχετίζεται με τον τομέα της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, ενώ τέλος, ο ταμίας (στ. 46, 54) έχει αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρα και πιθανότατα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του συλλόγου.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι το κοινόν τών  Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων, αποτελεί μια ιδιαίτερα οργανωμένη και πολυδιάστατη εμπορική κοινότητα, η οποία λειτουργεί ως μικρογραφία πόλης. Επιπροσθέτως, η αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών μοντέλων οργάνωσης, η interpretatio Graeca των πάτριων θεών, οι θρησκευτικές και τιμητικές πρακτικές, αποκαλύπτουν μια πλήρη γνώση του ελληνιστικού περιβάλλοντος (θεσμικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και την προσαρμογή του σωματείου σε αυτό. Τέλος, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ‘ζωντανό’, δραστήριο και οικονομικά εύρωστο οργανισμό, εντός του οποίου πραγματοποιούνται συνελεύσεις των μελών για την λήψη αποφάσεων, διοργανώνονται συμπόσια και θυσίες, χρηματοδοτούνται οικοδομικά προγράμματα και τιμώνται οι ευεργέτες του συλλόγου.

Όταν ο Φαιδρίας ήταν επώνυμος άρχοντας, την όγδοη μέρα του μήνα Ελαφηβολιώνα, κατά την διάρκεια συνέλευσης στο ιερό του Απόλλωνα· ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, επικεφαλής του θιάσου, εισηγήθηκε: επειδή ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου, ο οποίος αποτελεί μέλος της συνόδου, παρουσιάστηκε (στ. 5) στη συνέλευση και επιβεβαίωσε την υπάρχουσα καλή του θέληση προς τη σύνοδο, και επειδή έχει εκπληρώσει πολλά αναγκαία χωρίς δισταγμό, και συνεχίζει πάντα να μιλάει και να κάνει τα συμφέροντα τόσο για τον σύλλογο όσο και για τη σύνοδο, σύμφωνα με τη δική του υπάρχουσα καλή θέληση προς όλους τους εμπόρους και πλοιοκτήτες που πλέουν στη θάλασσα. (στ. 10) Και τώρα, έχοντας ακόμα περισσότερη καλή θέληση με την εύνοια των θεών, κάλεσε τον σύλλογο να αποστείλει πρεσβεία στο δήμο των Αθηναίων για να τους παραχωρήσει ένα χώρο για να χτίσουν το ιερό του Ηρακλή, την αιτία των μεγαλύτερων καλών (στ. 15) που συμβαίνουν στους ανθρώπους και ιδρυτή της πατρίδας μας. Εκλεγμένος πρεσβευτής στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, απέπλευσε, αναλαμβάνοντας πρόθυμα τα έξοδα από τους δικούς του πόρους και επιδεικνύοντας την καλή θέληση της συνόδου προς το δήμο. (στ. 20) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπλήρωσε την θέληση των μελών του θιάσου και αύξησε την τιμή για του θεούς, όπως ακριβώς άρμοζε σε αυτόν. Επιπλέον, συμπεριφερόμενος συχνά με φιλανθρωπία τις κατάλληλες στιγμές, έχει μιλήσει επίσης με δίκαιο τρόπο για λογαριασμό της συνόδου τις πιο δύσκολες (στ. 25) στιγμές με κάθε προθυμία και φιλοτιμία, και δέχτηκε το θίασο για δύο ημέρες εκ μέρος του γιου του. Γι’ αυτό, για να μπορεί να προσφέρει και στο μέλλον χωρίς να του ζητηθεί και για να δείξει η σύνοδος ότι ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους που δείχνουν καλή θέληση απέναντί της (στ. 30) ανταποδίδοντας σε ευεργέτες τις χάρες που τους αρμόζουν, και για να γίνουν και άλλοι ζηλωτές της συνόδου λόγω των ευχαριστιών που δείχνει προς αυτό το πρόσωπο και για να μπορούν αυτοί που δείχνουν αγάπη για την τιμή να συναγωνιστούν για την εύνοια της συνόδου· με αγαθή την Τύχη· (στ. 35) να αποφασίσει ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών να επαινέσει τον Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου, και να τον στεφανώνει ετησίως με χρυσό στέφανο κατά την διάρκεια των θυσιών που συντελούνται προς τον Ποσειδώνα, λόγω της αρετής και της καλοσύνης (στ. 40) που συνεχίζει να έχει προς τον σύλλογο των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών. (Να αποφασίσει) επίσης, να του αφιερώσει μια γραπτή εικόνα στο ιερό του Ηρακλή και μια άλλη σε ένα άλλο μέρος, όπου επιθυμεί αυτός. Να είναι, επίσης, ελεύθερος από την καταβολή συνδρομών και από την ανάληψη υπηρεσιών σε (στ. 45) όλες τις συνόδους που λαμβάνουν χώρα. Και να φροντίζουν οι επικεφαλής του θιάσου και οι ταμίες και ο γραμματέας ώστε στις θυσίες που πραγματοποιούνται και τις συνόδους να ανακοινώνουν την εξής αναγόρευση: «η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων (στ. 50) και πλοιοκτητών στεφανώνει τον ευεργέτη Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου». Να αναγράψουν, επίσης, το συγκεκριμένο ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσου στο ιερό του Ηρακλή. Και να μοιραστούν τη δαπάνη (για τη στήλη) ο ταμίας και ο επικεφαλής του θιάσου. (στ. 55) Αυτό έγινε όταν επικεφαλής του θιάσου ήταν ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και ιερέας ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου. Ο δήμος (στ. 60) των Αθηναίων· η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών.

Θεόφραστον [Hρ]α̣[κ]λ[είτου Αχαρν]έα, επιμελητὴν Δήλου γενόμενον
καὶ κατασκευάσαντα τὴν αγορὰν καὶ τὰ χώματα περιβαλόντα τώι λιμένι,
Αθηναίων οι κατοικούντες εν Δήλωι καὶ οι έμποροι καὶ οι ναύκληροι
καὶ Ῥωμαίων καὶ τών άλλων ξένων οι παρεπιδημούντες, αρετής
5  ένεκεν καὶ καλοκαγαθίας καὶ τής εις εαυ[το]ὺς ευεργεσίας ανέθηκαν.

Η θητεία του Θεόφραστου ως επιμελητή της Δήλου χρονολογείται κατά το έτος 126/5 (Roussel 1916: 297). Ως επιμελητής, κατείχε το σημαντικότερο αξίωμα πάνω στο νησί κατά την περίοδο της δεύτερης αθηναϊκής κληρουχίας (166-88). Η αθηναϊκή κληρουχία εγκαταστάθηκε στην Δήλο μετά το 166 π.Χ., όταν και με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, το νησί απώλεσε την ανεξαρτησία του και περιήλθε για δεύτερη φορά στην ιστορία του υπό τον έλεγχο της Αθήνας, ως ανταμοιβή για την στήριξη που προσέφερε στην Ρώμη κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (Στράβων 10.5.4).

Παράλληλα, ο ντόπιος πληθυσμός εκδιώχθηκε και παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατέλειας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, ως αντίποινα για το γεγονός ότι δεν υποστήριξε την Ρώμη στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς την περίοδο 166-88, το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι επαγγελματίες του εμπορίου (έμποροι, ναύκληροι, εγδοχείς), του χρήματος (τραπεζίται), αλλά και άλλοι ξένοι εργαζόμενοι ή πραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ατέλειαν του νησιού, κατέφτασαν από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου προκειμένου να οργανώσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Επίσης, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού συμπληρώνεται από τα θρησκευτικά σωματεία μυστηριακών λατρειών που ανθίζουν στο νησί καθώς και από τους επισκέπτες στο ιερό του Απόλλωνα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μωσαϊκό πολιτισμών και ένα ευρύτατο πλαίσιο ανθρώπινης κινητικότητας.

Το εν λόγω κείμενο εντάσσεται σε ένα σύνολο αφιερωματικών/αναθηματικών επιγραφών για επιμελητές της Δήλου και άλλους Αθηναίους αξιωματούχους και διάφορες προσωπικότητες του νησιού (I.Délos 1642, 1647, 1648, 1649, 1652, 1657, 1658, 1659, 1660, 1662, 1663, 1671, 1703, 1704, 1709, 1726, 1729). Ωστόσο, η περίπτωση του Θεόφραστου είναι η μοναδική στην οποία γνωστοποιείται ο ακριβής λόγος της αφιέρωσης: η κατασκευή μιας ολόκληρης αγοράς και η βελτίωση των υποδομών του λιμανιού στην περίοδο της μεγάλης ακμής του (Bruneau – Ducat 2005: 49: 227).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ανάθεση πραγματοποιεί ένα μεικτό πληθυσμιακό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους υπόλοιπους Έλληνες και ξένους που κατοικούν ή παρεπιδημούν στο νησί και τους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι προβάλλονται να έχουν την δική τους ‘νομική’ υπόσταση, αποτελώντας ξεχωριστό μέρος του πληθυσμού (Hatzfeld 1912: 104-111).

Η ύπαρξη τέτοιου είδους κειμένων σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή στα επιγραφικά τεκμήρια της Δήλου, κυρίως μετά το 130 π.Χ. Ενώ μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, οι Αθηναίοι κληρούχοι φαίνεται ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της δηλιακής ζωής, ωστόσο, μετά το 130, και μάλλον ύστερα από σταδιακές κοινωνικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, δεν είναι πλέον μόνοι τους για να καθορίζουν τα τοπικά ζητήματα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αναθηματικές και αφιερωματικές πρακτικές, η μεικτή κοινότητα της Δήλου φαίνεται να έχει συγκεκριμένο ρόλο ή/και λόγο στις σχετικές διαδικασίες, επικυρώνοντας την πληθωρική παρουσία των ξένων κατοίκων και παρεπιδημούντων, αλλά κυρίως την εντατική και βαθιά δικτύωσή τους με το περιβάλλον του νησιού (Reger 2003: 193-194).

Οι Αθηναίοι που κατοικούν στην Δήλο και οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες και οι Ρωμαίοι και οι άλλοι ξένοι που κατοικούν εκεί προσωρινά, αφιέρωσαν στον Θεόφραστο, γιο του Ηρακλείτου, από τον δήμο των Αχαρνών, ο οποίος υπήρξε επιμελητής της Δήλου και κατασκεύασε την αγορά και τα αναχώματα του λιμανιού, (στ. 5) εξαιτίας της αρετής του, της καλοσύνης του και της ευεργεσίας του προς αυτούς.