[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα- | |
τεί Φιλαδελφείας | |
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου | |
Μακεδόνος τών Πρωτογένου | |
5 | καὶ Πρωτογένου τού υιού |
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι | |
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ- | |
νων τινών λαμπαδάρχων | |
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους) | |
10 | τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς |
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης | |
ανδρών ου καθηκόντως | |
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε- | |
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣- | |
15 | σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής |
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών- | |
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις | |
αυταρκείται εμοί τε καὶ | |
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις, | |
20 | ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού |
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι | |
αγώνι κατασυνεργούντες | |
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ- | |
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ- | |
25 | ιδείν με αγνωμονούμενον |
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν | |
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς | |
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι | |
γυμνασίου νεανίσκους, | |
30 | όπως απολυθώ τής λαμπα- |
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο- | |
τάξαι μου τὸ υπόμνημα | |
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣- | |
[τος απολώμαι (;) – – -] |
Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.
Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχον (ή ιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχον (ή ιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).
Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).
Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.
Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχης (ή λαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιών (ή λαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).
Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).
Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).
Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.
Ο γυμνασίαρχος (ή γυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).
Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).
Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).
Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).
Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …
Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ | |
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι | |
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ | |
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη· | |
5 | έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι |
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια. | |
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η. |
Δομή και περιεχόμενο της επιστολής
Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.
Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.
Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»
Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».
Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).
Πτολεμαία
Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).
Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.
H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).
Αρσινόεια
Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.
Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).
Ζήνωνας και παλαίστρα
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).
Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.
Υφαντουργία και ιματισμός
Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.
Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).
Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).
Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.
Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.
Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ], | |
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-] | |
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-] | |
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης] | |
5 | αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης] |
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-] | |
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ | |
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]- | |
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί] | |
10 | [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα- |
[ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ] | |
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι] | |
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]- | |
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-] | |
15 | [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω] |
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ- | |
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν | |
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης. |
Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.
O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.
O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).
Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).
Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).
Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).
Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.
Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.
H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).
H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.
O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).
Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.
[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ] | |
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς] | |
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]- | |
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν] | |
5 | [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]- |
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ] | |
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν] | |
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]- | |
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]- | |
10 | [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ- |
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς | |
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ- | |
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ | |
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον | |
15 | [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v |
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ- | |
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ- | |
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων | |
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς· | |
20 | καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό- |
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς | |
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος | |
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι- | |
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας, | |
25 | αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ- |
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι | |
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής | |
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι | |
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν | |
30 | [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε- |
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν | |
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι] | |
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς] | |
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε- | |
35 | [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή- |
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην | |
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες. vacat | |
37a | vacat |
38 | η βουλὴ |
ο δήμος | |
40 | Νικογένην |
Νίκωνος | |
Φιλαΐδην |
Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).
Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).
Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.
Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.
Η βουλή
Ο δήμος
τον Νικογένη,
(γιο) του Νίκωνα,
Φιλαΐδη
Θ ε ο ί. | |
[Γ]λαυκίδης Σωσίππου είπεν · επειδὴ οι χορηγοὶ Αυτ[έα]- | |
ς Αυτοκλέους καὶ Φιλοξενίδης Φιλίππου καλώς [κα]- | |
[ὶ] φιλοτίμως εχορήγησαν · δεδόχθαι τοῑς δημότ[α]- | |
5 | [ι]ς στεφανώσαι αυτοὺς χρυσώι στεφάνωι εκάτε- |
[ρ]ον απὸ εκατὸν δραχμών εν τώι θεάτρωι τοίς κω- | |
μωιδοίς τοίς μετὰ Θεόφραστον άρχοντα, όπως άν | |
[φ]ιλοτιμώνται καὶ οι άλλοι χορηγοὶ οι μέλλοντες | |
[χ]ορηγείν. δούναι δέ αυτοίς καὶ εις θυσίαν δέκα δ- | |
10 | ραχμὰς τὸν δήμαρχον Hγησίλεων καὶ τοὺς ταμία- |
ας. ὰναγράψαι δέ καὶ τὸ ψήφισμα τόδε τοὺς ταμία- | |
ς έν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι θεάτρωι, όπως | |
άν Αιξωνείς αεὶ ὡς κάλλιστα <τὰ> Διονύσια ποιώσιν. |
Το ψήφισμα του δήμου της Αιξωνής (σημ. Γλυφάδας) αποδίδει τιμές σε δύο χορηγούς αγώνα κωμωδίας στα αγροτικά Διονύσια (για την εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές των δήμων βλ. Wilson 2010: 45-54). Οι δύο χορηγοί ήταν επιφανείς δημότες της Αιξωνής: Ο Αυτέας εμφανίζεται ως μισθωτής γης το 345/4 π.Χ. (IG II2 2492), ενώ ο Φιλοξενίδης πιθανότατα συνδεόταν με την οικογένεια του Λυκούργου μέσω του γάμου της αδερφής του (Traill, PAA 940670, 929755).
Οι τιμές για τους δύο χορηγούς περιλαμβάνουν τη στεφάνωσή τους με χρυσό στέφανο στο θέατρο της Αιξωνής κατά τους κωμικούς αγώνες του επόμενου έτους, δηλ. του 312/1 π.Χ., καθώς και την προσφορά 10 δραχμών από τον δήμαρχο και τους ταμίες, προκειμένου οι τιμώμενοι να τελέσουν θυσία. Χορηγούς τιμούν οι δημότες της Αιξωνής και με τα ψηφίσματα IG II2 1198 και 1200 (= EM 139, 12667). Οι χορηγοί τιμώνται, επειδή εκπλήρωσαν με ζήλο (“φιλοτίμως“) τα χορηγικά τους καθήκοντα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η φιλοτιμία ενσωματώνεται στις πολιτικές αρετές των Αθηναίων και προβάλλεται ιδιαίτερα. Η χορηγία –και αργότερα η αγωνοθεσία– αποτέλεσε ένα από τα προσφορότερα πεδία εκδήλωσης της φιλοτιμίας (Δημοσθένης 18.257). Το πραγματικό βραβείο για τον χορηγό ήταν η εύνοια των πολιτών ή δημοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι κατά τη διεκδίκηση ενός πολιτικού αξιώματος ή στο δικαστήριο επικαλούνταν ως επιχείρημα υπέρ τους την ανάληψη της χορηγίας (Ξενοφών, Οικονομικὸς 2.5-6).
Στο παρόν ψήφισμα η απονομή των στεφάνων προβλέπεται να γίνει κατά τη διάρκεια των αγώνων στο θέατρο, ώστε να παραδειγματιστούν οι μελλοντικοί χορηγοί. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ανέγερση της στήλης με το ψήφισμα στον χώρο του θεάτρου. Προσφέροντας ένα αδιάσειστο τεκμήριο της δράσης και της ανταμοιβής των δύο χορηγών και εξυπηρετώντας την προσωπική τους επιδίωξη για τιμή και εύνοια των συνδημοτών τους, το ψήφισμα δημιουργεί ευγενή άμιλλα ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να είναι (οικονομικά) γενναιόδωροι και κίνητρο όμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μέσα από το ανταποδοτικό σύστημα της προσπάθειας-επιβράβευσης και την καλλιέργεια ενός συνόλου πολιτικών αρετών η εκάστοτε πολιτική κοινότητα (οι επιμέρους δήμοι ή η ίδια η πόλη), παρακινεί τα οικονομικώς ισχυρά μέλη της σε δράση προς όφελός της.
Θεοί. Ο Γλαυκίδης, (γιος) του Σωσίππου, εισηγήθηκε: επειδή οι χορηγοί Αυτέας, (γιος) του Αυτοκλή, και Φιλοξενίδης, (γιος) του Φιλίππου, διετέλεσαν χορηγοί σωστά και με ζήλο, να αποφασίσουν οι δημότες (στ. 5) να τους στεφανώσουν τον καθένα με χρυσό στεφάνι αξίας εκατό δραχμών στο θέατρο κατά τους αγώνες της κωμωδίας μετά τη χρονιά του άρχοντα Θεόφραστου, ώστε να φιλοτιμηθούν και οι άλλοι χορηγοί, που πρόκειται στο μέλλον να χορηγήσουν. Επίσης, ο δήμαρχος Ηγησίλεως και οι ταμίες να τους δώσουν δέκα (στ. 10) δραχμές, για να προσφέρουν θυσία. Και να αναγράψουν το ψήφισμα αυτό οι ταμίες σε στήλη λίθινη και να τη στήσουν στο θέατρο, ώστε οι Αιξωνείς πάντα να γιορτάζουν με τον καλύτερο τρόπο τα Διονύσια.
[Τιμο]σθένης Μειξωνίδο | |
Μειξωνίδης Τιμοσθένος | |
Κλεόστρατος Τιμοσθένος | |
χορηγούντες νικήσαντες ανέθεσα[ν] | |
5 | τώι Διονύσωι τάγαλμα καὶ τὸμ [βωμόν]. |
Πρόκειται για ανάθεση τριών δημοτών της Αιγιλίας που είχαν νικήσει ως χορηγοί. Ο δήμος αυτός τοποθετείται είτε στην περιοχή του βουνού Όλυμπος (βόρεια της Αναβύσσου και της Σαρωνίδας), είτε στα Καλύβια Θορικού (Travlos 1988: 15, 16 + χάρτης 1 και 21 και Traill 1986: 146, αντίστοιχα).
Οι τρεις χορηγοί είναι πατέρας και γιοί, μέλη μιας από τις οικογένειες του δήμου που μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια έξοδα (τρεις χορηγούς –πατέρες και γιους– έχουμε επίσης σε δύο επιγραφές από το Ικάριον: IG II2 3095· 3098). Η εμφάνιση περισσότερων του ενός χορηγών στις επιγραφές που προέρχονται από τους δήμους έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους (Whitehead 1986: 217-218· Wilson 2010: 45-54).
Η χορηγία είχε γίνει στα Διονύσια, αφού η ανάθεση απευθύνεται στον Διόνυσο, και πιθανόν στα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια, εφόσον τα χορηγικά μνημεία που ανεγείρονταν στους δήμους αφορούσαν κυρίως νίκες σε αυτά. Τα Μικρά ή εν αγροῑς Διονύσια ήταν η πιο διαδεδομένη από τις πολυάριθμες γιορτές που λάμβαναν χώρα στους δήμους της Αττικής (η πιο πρόσφατη συγκέντρωση των μαρτυριών στον Wilson 2010). Η επιγραφή δεν μας δίνει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το είδος του αγώνα, αν και γνωρίζουμε ότι στα Διονύσια των δήμων τελούνταν κατά κύριο λόγο αγώνες δράματος (τραγωδίας και κωμωδίας). Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αφορμή για την κοινή ανάθεση αποτέλεσαν μεμονωμένες χορηγικές νίκες των τριών μελών της οικογένειας.
Κύριο ρήμα στη συγκεκριμένη επιγραφή δεν είναι τα συνήθη νικώ ή χορηγώ, αλλά το ανατίθημι. Η διατύπωση αυτή αναδεικνύει τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Αντίστοιχες επιγραφές έχουμε και από άλλους δήμους, όπως το Ικάριον (IG II2 3094 = ΕΜ 13316), τις Αχαρνές (IG ΙΙ2 3106), τον Θορικό (IG Ι3 1027bis), τον Ραμνούντα (I.Rhamnous 115). Οι χορηγοί ανέθεσαν στον Διόνυσο άγαλμα, το οποίο θα έδραζε στη σωζόμενη ημικυκλική κοιλότητα της βάσης, και βωμό. Χορηγικές αναθέσεις αγάλματος στον Διόνυσο έχουμε και από άλλους δήμους (πρβλ. Αλαί Αιξονίδες: IG II2 3091 = ΕΜ 12693· Ικάριον: IG II2 3095· 3098· Αναγυρούς: IG Ι3 969 = ΕΜ 13180· Θορικός: SEG XXXIV 174 και Ελευσίνα: IG II2 3090), όμως η ανάθεση βωμού είναι, αν η συμπλήρωση ισχύει, μοναδική με βάση τα ως τώρα δεδομένα. Το άγαλμα και ο βωμός θα είχαν ανεγερθεί στο θέατρο του δήμου ή στον ευρύτερο ιερό χώρο του Διονύσου.
Τα ποικίλης μορφής μνημεία που οι χορηγοί ανέθεταν για τις νίκες τους στους αγώνες των δήμων, καθώς και τα θέατρα στα οποία λάμβαναν χώρα οι σχετικές παραστάσεις ήταν προσαρμοσμένα στις περιορισμένες –σε σχέση με το άστυ– δυνατότητες και ανάγκες των δήμων (για τα θέατρα των δήμων βλ. Wilson 2010: 37-82). Το μοναδικό μνημείο από τα κατ’ αγροὺς Διονύσια που μπορεί να συναγωνιστεί σε μέγεθος και πολυτέλεια αυτά του άστεως, είναι το ανάθημα τριών προσώπων από το Ικάριον, πιθανότατα πατέρα και γιων· είχε τη μορφή ψηλού βάθρου με άγαλμα στην κορυφή, δεν ξέρουμε, ωστόσο, αν αφορούσε νίκη σε διθύραμβο ή δράμα (IG II2 3098· Wilson 2000: 249-250 εικ. 25).
O Τιμοσθένης (γιος) του Μειξωνίδη, o Μειξωνίδης (γιος) του Τιμοσθένους (και) o Κλεόστρατος (γιος) του Τιμοσθένους, έχοντας νικήσει ως χορηγοί, ανέθεσαν (στ. 5) στον Διόνυσο το άγαλμα και το βωμό.
Νίκαν μέν Πτολεμαίου επώνυμοι Ατταλίδας τε | |
λαὸς έλεν, φυλας τ’ έκγονοι Ἁδριανού, | |
Αιγείδας τε φερεστέφανος, Πανδειονίδαι τε | |
αίμα τ’ Ερεχθειδαν, κούροι εγερσιβόαι. | |
5 | Ῥυθμοίσιν δ’ έσποντο πολυπτύκτοις Αγαθοκλε<ύ>ς |
[. . .]σοις, αυλοβόαν Ζώσιμον οσσόμενοι. | |
[..ca. 5-7…] αρχεν Αθανάοις, έντυνε δέ μολπάν | |
[χρησάμε]νος (?) ψαλμοίς αμφικρότοισι Τρύφων. | |
[nomen δ’ αμφ]ὶ άνασσα Χοραγία, αμφὶ δέ Νίκα | |
10 | [έσπετο οι κλει]νά τ’ Αγλαΐα τρίποδος. |
vacat |
Πρόκειται για ανάθεση τρίποδα μετά από νίκη σε αγώνα διθυράμβου στα Μεγάλα Διονύσια την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων. Στο έμμετρο κείμενο αναφέρονται όλα τα μέλη της νικήτριας ομάδας: οι φυλές από τις οποίες προέρχονταν οι χορευτές, ο ποιητής-συνθέτης Αγαθοκλής, ο αυλητής Ζώσιμος, ένας μουσικός έγχορδου οργάνου με το όνομα Τρύφων, ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας και βέβαια ο χορηγός που χρηματοδότησε τη συγκεκριμένη ομάδα (τα ονόματα των δύο τελευταίων δεν σώζονται).
Ο διθύραμβος ήταν τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αγώνες διθυράμβου γίνονταν με βεβαιότητα στα Μεγάλα Διονύσια, Παναθήναια και Θαργήλια. Τα μέλη των χορών ορίζονταν κατά φυλές. Κάθε φυλή διαγωνιζόταν με δύο χορούς: έναν στην κατηγορία των ανδρών και έναν στην κατηγορία των παίδων. Στα Μεγάλα Διονύσια κάθε χορός είχε 25 μέλη. Τα έξοδα των χορών καλύπτονταν από τους χορηγούς.
Το ότι το αγώνισμα του διθυράμβου διατηρήθηκε ως την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, οφείλεται κυρίως στον συντηρητισμό που διέκρινε το επίσημο πρόγραμμα των ελληνικών αγώνων (Aneziri 2014). Στη διατήρηση του διθυράμβου συνέβαλε και η σύνδεσή του με τη λατρεία, ενώ βλέπουμε επίσης ότι οι φυλές εξακολουθούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο συγκεκριμένο αγώνισμα (Wilson 2000: 198-262).
Οι ολιγάριθμες χορηγικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στη σκιά των πολυάριθμων επιγραφών της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Follet – Peppas-Delmouzou 2001). Διακρίνονται χρονικά σε δύο υποπεριόδους: τη φλαβιανή (69-96 μ.Χ.), με παραδείγματα τις IG II2 3112· 3113 (= ΕΜ 9515)· 3114 και 3115 (= ΕΜ 9517), και την αντωνίνεια (96-192 μ.Χ.) με παραδείγματα, εκτός της εξεταζόμενης, τις IG II2 3116 (= ΕΜ 2867)· 3117 (= ΕΜ 8351+8352+4591)· 3119 (= ΕΜ 9516+2271+2320+5946).
Στην ύστερη εποχή που ανήκει η επιγραφή μας παρατηρούνται δύο σημαντικές αλλαγές στους αγώνες διθυράμβου: 1) Οι δεκατρείς πια φυλές των Αθηναίων καταμερίζονται, σε δύο ομάδες των έξι ή επτά φυλών ή σε τρεις ομάδες των τεσσάρων ή πέντε φυλών, οι οποίες διαγωνίζονταν μεταξύ τους. 2) Ο αριθμός των χορευτών μειώνεται από πενήντα σε εικοσιπέντε, διότι ήταν πια δύσκολο για μια φυλή ή μια ομάδα φυλών να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα πενήντα άτομα ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε ένα αγώνισμα τόσο περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ επιπλέον οι χοροί του διθυράμβου και του δράματος παρέμεναν ιδιαίτερα δαπανηροί. Έτσι, εξασφαλιζόταν μεγάλη μείωση των δαπανών και συμμετοχή όλων των φυλών –έστω και μη αυτόνομα– στους αγώνες.
Τη δυσκολία των φυλών να συγκροτήσουν διθυραμβικούς χορούς επιβεβαιώνει ίσως και μια χορηγική επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ., η οποία μας πληροφορεί ότι ο τρίποδας απονεμήθηκε στον αθηναϊκό δήμο, ανακηρύσσοντας αυτόν ως νικητή, προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή της μη στεφάνωσης (IG II2 3114). Η μη στεφάνωση μπορούσε να είναι συνέπεια έλλειψης συμμετοχής στον αγώνα.
Στη συγκεκριμένη επιγραφή η νικήτρια ομάδα αποτελείται από έξι φυλές: Πτολεμαΐς, Ατταλίς, Ἁδριανίς, Αιγηΐς, Πανδιονίς, Ερεχθηΐς.
Στους στίχους 9-10 αναφέρεται ότι τον τρίποδα συνοδεύουν οι μορφές της Χορηγίας, της Νίκης και της Αγλαΐας. Η Αγλαϊα είναι μια από τις τρεις Χάριτες και σημαίνει συγχρόνως τον εορταστικό θρίαμβο. Εύλογα πρέπει να υποθέσουμε την παρουσία τριών αγαλματικών μορφών που αντιπροσώπευαν τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός των συμμετεχόντων ως «κούρων» (στίχος 4) μάλλον παραπέμπει σε χορό παίδων (πρβλ. Sutton 1989: 106).
Τη νίκη κέρδισαν οι επώνυμοι του Πτολεμαίου και η φυλή των Ατταλιδών και οι απόγονοι της φυλής του Αδριανού και η στεφανωμένη φυλή των Αιγειδών και οι Πανδιονίδες και η φυλή των Ερεχθειδών, νεαροί με δυνατή φωνή. Ακολουθούν τους περίπλοκους ρυθμούς του Αγαθοκλή, […] με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζώσιμο. (Ο δείνα) ήταν άρχοντας των Αθηναίων, ο Τρύφων συνόδευε το τραγούδι παίζοντας με τα δύο του χέρια τις χορδές. Τον τρίποδα του … (όνομα χορηγού) πλαισιώνουν η βασίλισσα Χορηγία, η Νίκη και η ένδοξη Αγλαϊα.
(πλευρά Α)
υπέρ βασιλέως Αριαρά- | |
θους Επιφανούς Ατηζωας | |
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας | |
καὶ αγωνοθετήσας Ερμη | |
5 | καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ- |
μνασίαρχων [τών] απὸ τού | |
ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη- | |
νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου |
(πλευρά Β)
Αθήναιος Hγ[
Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.
Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..
Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).
Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.
Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).
Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).
Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).
Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]
Αθήναιος ο γιος του Ηγ[