Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τού Ἱππία Αργείου
    περὶ τας παρακαταθήκας τας Αθάνας.
Ι επ’ ιερέως τας Αθάνας Αριστείδα, τού δέ Ἁλίου Πλε[ι]-
στάρχου  Πα. ιϛ΄.  έδοξε μασ[τ]ροίς καὶ Λινδίοις  Ἱππίας γ΄ Αργ. είπε·
5 επειδὴ συνβαίνει τὰς μέν ποθόδους τὰς Λινδίων υστερείν, τὰ δέ ει[ς]
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις αναλ[ώ]ματα πολλάκις επείγειν καὶ τού-
[τ]ω τρόπω τοὺς άρχοντας εις δυ[σχ]ρη̣στίαν ενπείπτειν, συνφέ̣-
ρον δέ εστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τώ]ν θεών τειμὰς καὶ τὸ τού [κ]οινού
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ό[ν]τος εξ ετοίμου αργυρίου εις τὰς
10 παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τών θεών τειμάς· Τύχα Αγαθα· δεδό-
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τούδε τού ψαφίσματος τὸ γεγο-
νὸς περίψαφον τ[ώ]ν ιεροταμιαν Μενεκράτευς καὶ Ασκλαπι-
άδα καὶ Ἁγησάνδρου απὸ τας ιεροταμείας αυτών εκ τας τ[ρι]-
[ε]τίας καὶ εί τι παρειλήφαντι εκ τούτου καὶ εί τί κα παραλάβωντ[ι]
15 [τ]οὶ ενεστακότες ιεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ]
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ιερὸν εις παρακαταθήκαν τας Αθάνα[ς]
[τ]ας Λινδίας καὶ τού Διὸς τού Πολιέως Καλλιστράτω β΄ τω ιερεί
[τ]ας Αθάνας εν[ια]υ̣σίω̣· [ομ]οίως δέ καὶ τοὶ επιστάται τοὶ άρχοντε[ς]
[τ]ὸν επ’ ιερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ενιαυ[τὸν]
20 [ελέ]σθων άνδρας [ε΄]  εγ μέν τών ιερατευκότων τ[ας]
[Α]θάνας γ΄, εγ δέ τών̣ [άλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δέ αιρεθέ[ν]-
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τού ιερέως τας Αθάνας
τού δαμοσίου επ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ αποκείμεν[α εν]
[τ]ω νακορείω χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ε]πιδειξάν[τω]
25 [τ]οίς μαστροίς καὶ Λινδίοι[ς εν τω] μα[στ]ρείω τω ε̣[ν τα]
[π]όλει αγομένω τω – – κα[ὶ αποδ]όσθω α[υ]τὰ παρα[κο]-
[λ]ουθούντων πασι καὶ τών̣ [δα]μοσίων καὶ αποδόμεν̣[οι]
παραδόντω τὸ πεσὸν [α]ργ̣ύ̣ριον [τ]ω ιερεί τας Αθάνα[ς]
[ι]ερὸν ήμειν εν παρακατ̣[αθ]ήκα τας Αθάνας τας Λινδί[ας]
30 καὶ τού Διὸς τού Πολιέω[ς]· επειδὴ δέ καὶ ανδριάντες
[τ]ινές εντι εν τα αναβ[ά]σει καὶ αυτα τα άκρα ανεπίγραφοι καὶ
άσαμοι, συνφέρον δέ [ε]στι καὶ τούτους ήμειν επισάμους επιγρ[α]-
[φ]ὰν έχοντας ότι θεο(ί)ς ανάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τούδε
[τ]ού ψα τοὶ αυτοὶ επιστάται μ[ισθω]σάντω εκάστου ανδριάντος τὰν
35 [ε]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, ει δεί τού ευρίσ-
κοντος κατακυρού[ν ἢ μ]ή, καὶ [εί κ]α [δ]όξη τού ευρίσκοντος κα-
[τ]ακυρούν τὸ πεσὸν αργύριον, [α]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε-
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ε[κ]ά[σ]το[υ α] επιγραφ[ὰ απε]δόθ[η] παραδόντω ιερὸν
[ή]μ[ειν εις] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τας Α[θ]άνας τ[α]ς Λινδία̣ς καὶ τ[ού]
40 [Διὸς τού Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δέ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς επιγραφὰς μὴ
[εχόντων εξουσίαν απ]ε[νε]νκεί[ν] εκ τας άκρας ανδριάν[τας]
[τρόπω μηδ]ενὶ μηδέ παρευρέσει μηδεμια ἢ ένοχοι εόντ[ω]
[ασεβεί]α· πο̣ιησάμενοι δέ τὰν αίτησιν εχόντων εξουσ[ίαν]
[μετενεγκ]είν ά κα συνχωρήσωσι διὰ τας αιτήσιος Λίν[δ]ιοι·

Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).

Το ιερό και η πόλη

Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς  τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι άρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ιεροταμίαι (στ. 12, 15), οι επιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ιεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο αρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ιερεὺς ο καθ’ υοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).

Η παρακαταθήκη

Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).

Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).

Επαναχρήσεις αγαλμάτων

Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ανεπίγραφοι) και διακριτικά (άσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (επίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).

Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.

Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ανεπίγραφοι και άσαμοι. Ίσως ο όρος «άσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ανεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).

Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.

Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ηλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις  προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).