αγαθήι τύχηι. επ’ αρχόντων Φύτωνος | |
εκ Πρωτείου, Φιλοστράτου Ειλυμνιέως, | |
Ευφραντίδου Διέως, Αριστομένου εξ | |
Άνω λόφο[υ], Φιλεταίρου εξ Ιρίστου, Λύκωνος | |
5 | Ειριέως, ιεροθύτου Τιμησιθέου, τοίσδε |
έδωκεν ο δήμος προξενίαν αυτοίς | |
καὶ εκγόνοις κατὰ τὸν νόμον· | |
Ἴδαι Δρωνίλου Εχιναίωι | |
Φαίακι Τιμασία Εχιναίωι | |
10 | Ὑβρίλαι Ιδρόμα Εχιναίωι |
Θευδώρωι Διονυσίου Σιδωνίωι | |
Φιλίτ[ω]ι Μνησιβούλου Αθηναίωι | |
Ευθυκρί[τ]ωι Ευθυκρίτου Αθηναίωι | |
Λακλείδ[α]ι Άχνωνος Φωκεί | |
15 | Αρχίππωι Ευξένου Συρακοσίωι |
Αρτεμιδώρωι Μέλανος Φασηλίτηι | |
Ασκλη[π]ιάδηι Hροδότου Σαμίωι | |
Διφίλωι Πολυώρου Τενεδίωι | |
Λέοντι Πανταλέοντος Ταραντίνωι | |
20 | Φιλοχάρει Αυτοκλέους Κυρηναίωι |
Ευρύαι Στρατονίκου Αιτωλώι | |
Νικοφώντι Αριστολάου Λοκρώι | |
Θευδώρωι Δαμοξένου Hρακλεώτηι | |
Παυσιμάχωι Π[ρ]ωτέου Ἁλικαρνασσεί | |
25 | Λυκόφρονι Κινέου Hρακλεώτηι |
Hρακλείτωι Ασκληπιάδου Ἁλικαρνασσεί | |
Αγαθάρχωι Ευφάνου Κυτινιεί | |
Δορκίναι Ευχείρου Εχιναίωι | |
Αριστοβούλωι Πεισιλάου Καλχηδονίωι | |
30 | Αμύνται Μένωνος Μακεδόνι εξ Αιγέων |
Αριστοβούλωι Περσαίου | |
Απολλοδώρωι Hρακλείδου Κυζικηνώι | |
[Κ]αλλίαι Ερμαφίλου Τενεδίωι | |
[Αγ]αθάρχωι Δημοκρίτου Αχαιώι εξ Αιγίρας | |
35 | [Ιά]σονι Δημοκλέους Ερυθραίωι |
..․c.6․․.ωι Αγεμάχου Αχαιώι εγ Λαρίσης | |
..․․c.7․.․ωι Αρχεδήμου Μακεδόνι εκ Θετταλονίκη[ς] | |
..․․․c.9․.․․έξεως Μακεδόνι εκ Θετταλονίκης | |
.․․․․.c.12․․․․..τ̣ους Μακεδόνι. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Η επιγραφή ξεκινά με επίκληση (στ. 1: με τη βοήθεια της Καλής Τύχης) και στη συνέχεια δίνεται η χρονική ένδειξη, με αναφορά στη συναρχία των επώνυμων αρχόντων της Ιστιαίας, η οποία αριθμούσε έξι (6) μέλη (στ. 1-5: αναγράφεται το όνομά τους σε γενική και το δημοτικό τους· για τη συναρχία των επώνυμων αρχόντων στην Ιστίαια, βλ. Γιαννακόπουλος 2012: 23-34) και στον σημαντικότερο, κατά πάσα πιθανότητα, θρησκευτικό αξιωματούχο της, τον ιεροθύτην (στ. 5: αναγράφεται μόνο το όνομά του σε γενική, χωρίς δημοτικό· για το αξίωμα του εν γένει του ιεροθύτου, βλ. Winand 1990· για το αξίωμα του ιεροθύτου στην Ιστίαια, βλ. Winand 1990: 206-207· Γιαννακόπουλος 2012: 42-49). Η χρονική ένδειξη μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε με ασφάλεια την απόδοση του συνόλου των προξενιών στο ίδιο έτος. Η επιγραφή συνεχίζει με μία «ψηφισματική» διατύπωση (στ. 5-7: ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο). Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων σε δοτική (στ. 8-39: όνομα, πατρωνυμικό και εθνικό). Η δομή της επιγραφής αυτής βρίσκει παράλληλο στους εκτενείς καταλόγους προξένων του Αιτωλικού κοινού του 3ου και του πρώιμου 2ου αι. π.Χ. (IG IX 12 1: 13, 17, 21, 24, 25, 29, 30, 31· βλ. σχετικά και Mack 2015: 288-291, Παράρτημα αρ. 1).
Το προνόμιο της προξενίας
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η προξενία αποτελούσε τιμητικό προνόμιο το οποίο χορηγούνταν από πόλεις σε ξένους. Στους κλασικούς χρόνους οι αποδέκτες του προνομίου αυτού, οι οποίοι λάμβαναν τον τίτλο του προξένου, συνιστούσαν επίσημο δίκτυο τοπικών φίλων για την πόλιν που τους τιμούσε, αναλαμβάνοντας να παράσχουν βοήθεια και τις υπηρεσίες τους στους πολίτες της οι οποίοι επισκέπτονταν την πατρίδα τους (για το προνόμιο της προξενίας, βλ. αναλυτικά Mack 2015, με προγενέστερη σχετική βιβλιογραφία). Για τη φύση του προνομίου της προξενίας στους ελληνιστικούς χρόνους έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις από τους σύγχρονους ερευνητές. Σύμφωνα με μία άποψη, εξακολούθησε να αποτελεί τιμητικό καθήκον (Gauthier 1985: 131-149, ιδίως 136-145), σύμφωνα με άλλη κατέληξε να είναι απλώς ένας τιμητικός, συμβολικός τίτλος (Gschnitzer 1973), ενώ υπάρχουν και οι ερευνητές εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη συνθετότητα του ζητήματος και αποφεύγουν τις γενικεύσεις (Mack 2015: 8 και passim).
Προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Όσον αφορά στους Ιστιαιείς αξιωματούχους της επιγραφής, ο άρχων με το όνομα Φύτων –σημειωτέον ότι το όνομα αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο– είναι πιθανώς ο ομώνυμος ιερομνήμων του φθινόπωρου του 254 π.Χ. (CID IV: 47 στ. 8).
Όσον αφορά στους προξένους, ο Αιτωλός (στ. 21), ο Λοκρός (στ. 22) και αυτός από την Ηράκλεια τὴν εν Τραχινία (στ. 23) ταυτίζονται, όπως προαναφέρθηκε, με ιερομνήμονες της Δελφικής Αμφικτυονίας του έτους 263 π.Χ. και η παρουσία τους στον κατάλογο αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με αρκετή ασφάλεια την απόδοση των προξενιών περί το 263 π.Χ. (βλ. αναλυτικά ανωτ. Χρονολογία).
Ο Αλικαρνασσεύς Παυσίμαχος, γιος του Πρωτέου, μέσω του ονόματος και του πατρωνυμικού του, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με άλλους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι στον 3ο αι. π.Χ. δραστηριοποιούνταν στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα και φαίνεται ότι αποτελούσαν μέλη μιας οικονομικά εύρωστης οικογένειας η οποία πιθανώς ασχολούνταν με το εμπόριο (Miller 1974 pace J. και L. Robert, BE 1974: αρ. 547): συγκεκριμένα, ο Παυσίμαχος Λεωνίδου μαρτυρείται ως πρόξενος των Δελφών (LGPN V B 7), ο Λεωνίδης Πρωτέου ως αναθέτης στοάς στη Φάρσαλο, από τα έσοδα της οποίας θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, γυμνικοί αγώνες και αγώνες λαμπαδηδρομίας προς τιμήν του με την ονομασία Λεωνίδεια, το 300-250 π.Χ. περ. (LGPN V B 3), και ο Παυσίμαχος Νουμηνίου μαρτυρείται ως πρόξενος της Φαρσάλου (LGPN V B 5).
Για τον έτερο Αλικαρνασσέα πρόξενον, τον Ηράκλειτο, γιο του Ασκληπιάδου (στ. 26), γνωρίζουμε ότι ήταν σημαίνουσα προσωπικότητα καθώς, όχι μόνο απαντά σε κατάλογο προξένων και από τη Χίο του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. (Vanseveren 1937: αρ. 6 Β στ. 11-13· πρβλ. Mack 2015: 301-303, Παράρτημα αρ. 4.2) αλλά και μαρτυρείται η ανέγερση ανδριάντα από τον αδελφό του προς τιμήν του στο Αμφιαράειον στον Ωρωπό, ως ανάθημα στο θεό (I.Oropos 415· 250-225 π.Χ. περίπου). Ο σημαντικός αυτός άνδρας δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον ομώνυμο Αλικαρνασσέα ποιητή και ξένον, το θάνατο του οποίου θρηνεί ο Κυρηναίος ποιητής Καλλίμαχος (Επίγραμμα 2 = A.P. vii. 80, Diog. Laert. ix. 17). Για τον εν λόγω ποιητή έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ήταν διπλωμάτης διεθνούς φήμης και συνδεόταν, πιθανώς, με την πτολεμαϊκή αυλή (βλ. σχετικά Swinnen 1970· Mack 2015: 160-161 και σημ. 32).
Ο τόπος καταγωγής του προξένου Αριστοβούλου, γιου του Περσαίου (στ. 31), δεν μαρτυρείται. Για ευνόητους λόγους, το εθνικό ενός προξένου σπανίως παραλείπεται από τις επιγραφές, είτε γιατί αυτός ήταν πολύ γνωστό και σημαίνον πρόσωπο (Mack 2015: 53 σημ. 104) ή γιατί δεν έμενε στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ασκήσει εκεί τις λειτουργίες που απέρρεαν από το προνόμιο της προξενίας (Knoepfler, Décrets érétriens 279-281). Το όνομα Αριστόβουλος ήταν κοινό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (απαντά τριακόσιες πενήντα έξι [356] φορές), σε αντίθεση με το όνομα Περσαίος, το οποίο πρέπει να ήταν εξαιρετικά σπάνιο, καθώς απαντά μόλις οκτώ (8) φορές. Κατά συνέπεια, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη εγγραφή ενός παρόμοιου ονόματος, δύο στίχους πιο πάνω (στ. 29: Αριστόβουλος Πεισιλάου Καλχηδόνιος) –ο D. Knoepfler (Knoepfler, Décrets érétriens 280) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό, κάτι τέτοιο όμως δε μπορεί να αποδειχτεί και, κατά την άποψή μας, δεν κρίνεται απαραίτητο–, τότε ο πρόξενος αυτός, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές, θα μπορούσε να είναι γιος ενός σημαντικού άνδρα, του στωικού φιλοσόφου Περσαίου από το Κίτιο της Κύπρου (βλ. σχετικά Erskine 2011· Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31), ο οποίος βρέθηκε στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά πιθανώς από τις αρχές της δεκαετίας του 270 π.Χ., έλαβε σημαντικά αξιώματα και, μάλιστα, άσκησε επιρροή στον Μακεδόνα βασιλέα για ζητήματα της Εύβοιας. Συγκεκριμένα, στον βίο του Μενεδήμου (Διογένης Λαέρτιος 2.143-144), ο Περσαίος εμφανίζεται να αποτρέπει τον Αντίγονο να προβεί σε αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ερέτρια για χάρη του Μενεδήμου. Στην περίπτωση αυτή, ο γιος του Περσαίου Αριστόβουλος θα ήταν αξιωματούχος στην Μακεδονία. Ο W. Mack (Mack 2015: 53 σημ. 104, 159 σημ. 28) θεωρεί πιθανή την ταύτιση αυτή και υποθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό Κιτιεύς θα ήταν μάλλον αποπροσανατολιστικό. Αν η ταύτιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα –οι όποιες επιφυλάξεις μας έγκεινται στο γεγονός ότι ο Περσαίος ανέλαβε τη διοίκηση της Κορίνθου κατά τα έτη 245-243 π.Χ. (βλ. σχετικά Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31) και, μη γνωρίζοντας το πότε γεννήθηκε, αναρωτιόμαστε αν την εποχή της παραχώρησης του προνομίου της προξενίας στον Αριστόβουλο από τους Ιστιαιείς ο Περσαίος μπορούσε να έχει ενήλικα τέκνα–, τότε ο πρόξενος των Ιστιαιέων θα μπορούσε ίσως –η εκδοχή αυτή φαντάζει πολύ λιγότερο πιθανή– να έχει συγγενική σχέση με τον Περσαίο, γιο του Γαζαίου, ο οποίος μαρτυρείται σε επιτάφια επιγραφή του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. από την Δημητριάδα (Αρβανιτόπουλος 1909: αρ. 109).
Στον τελευταίο στίχο της επιγραφής (στ. 39), ο πρόξενος, το όνομα του οποίου δεν σώζεται ολόκληρο, προσδιορίζεται ως Μακεδών, χωρίς αναφορά στην πόλη καταγωγής του. Έχει υποστηριχθεί, ορθώς κατά την άποψή μας, ότι στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το εθνικό της ευρύτερης περιοχής και όχι της πόλης καταγωγής του προξένου, τότε οι λόγοι παροχής του προνομίου της προξενίας δεν είχαν, επί της ουσίας, σχέση με την πόλη καταγωγής του, αλλά συνήθως με την σημαίνουσα ιδιότητά του (Mack 2015: 55-56 και σημ. 115). Όπως επισημαίνει ο W. Mack, αυτό συμβαίνει συνήθως με το εθνικό Μακεδών. Αυτοί οι Μακεδόνες, για τον ακριβή τόπο καταγωγής των οποίων δε γνωρίζουμε περισσότερα, συχνά γίνεται σαφές ότι λάμβαναν το προνόμιο της προξενίας ως αξιωματούχοι βασιλέων.
Ερμηνευτική προσέγγιση
Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης. Όταν άρχοντες ἠταν ο Φύτων από το δήμο του Πρωτείου, ο Φιλόστρατος από το δήμο του Ελυμνίου, ο Ευφραντίδης από το δήμο του Δίου, ο Αριστομένης από το δήμο του Άνω Λόφου, ο Φιλέταιρος από το δήμο του/της Ιρίστου, ο Λύκων από το δήμο των Ειριέων, όταν ιεροθύτης ήταν ο Τιμησίθεος, ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο·
(Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων)