1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
Διόγν[ε]τος Φρεάρριος εγραμμάτε[υε]· | |
Διοκλε͂ς ἐ͂ρχε· | |
έ̣δοχσεν τε͂ι βουλε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ακα[μ]αντὶ̣ς επ[ρ]υ̣τάνευε, [Δ]ι̣ό[γ]- | |
νετος εγραμμάτευε, Ευθύδικος [ε]πεστάτε, ․․Ε․․․ΑΝΕΣ είπε· τὸ[ν] | |
5 | Δράκοντος νόμον τὸμ περὶ το͂ φό[ν]ο αναγρα[φ]σά[ν]τον οι αναγρ̣αφε͂- |
ς το͂ν νόμον παραλαβόντες παρὰ το͂ β̣[α]σ̣[ι]λ̣έ[ος με]τ[ὰ το͂ γραμμ]ατέο- | |
ς τε͂ς βουλε͂ς εστέλει λιθίνει καὶ κα[τ]α[θ]έντ[ον πρόσ]θε[ν] τε͂ς στο- | |
ας τε͂ς βασιλείας· οι δέ πολεταὶ απ̣ομι[σθο]σ[άντον κατὰ τὸν ν]όμο- | |
ν, οι δέ ελλενοταμίαι δόντον τὸ αρ̣[γ]ύ[ρ]ι[ον]. | |
10 | προ͂τος άχσον. |
καὶ εὰμ μέ ’κ {²⁶εκ}²⁶ [π]ρονοί[α]ς [κ]τ[ένει τίς τινα, φεύγ]ε[ν· δ]ι- | |
κάζεν δέ τὸς βασιλέας αίτι̣ο[ν] φόν̣[ο] Ε․․․․․․․17․․․․․․․․Ε [β]ολ- | |
εύσαντα· τὸς δέ εφέτας διαγν[ο͂]ν̣[α]ι̣. [αιδέσασθαι δ’ εὰμ μέν πατέ]ρ ἐ͂- | |
ι ἒ αδελφὸ[ς] ἒ ℎυε͂ς, ℎάπαντ[α]ς, ἒ τὸν κ̣ο[λύοντα κρατε͂ν· εὰν δέ μέ] ℎ̣ού- | |
15 | τοι ὁ͂σι̣, μέχρ’ ανεφ[σι]ότετος καὶ̣ [ανεφσιο͂, εὰν ℎάπαντες αιδέσ]α̣σ- |
θαι εθέλοσι, τὸν κο[λύ]οντ̣α [κ]ρα[τε͂ν· εὰν δέ τούτον μεδέ ℎε͂ς ἐ͂ι, κτ]έ- | |
νει δέ άκο[ν], γνο͂σι δέ ℎοι̣ [πε]ντ[έκοντα καὶ ℎε͂ς ℎοι εφέται άκοντ]α̣ | |
κτε͂ναι, εσέσθ[ο]ν δέ ℎ̣[οι φ]ρ[άτορες εὰν εθέλοσι δέκα· τούτος δ]έ ℎ̣ο̣- | |
ι πεντέκο[ν]τ[α καὶ] ℎε͂ς αρ[ι]στ̣[ίνδεν ℎαιρέσθον. καὶ ℎοι δέ πρ]ότε[ρ]- | |
20 | ον κτέ[ν]α[ντ]ε[ς εν] το͂[ιδε το͂ι θεσμο͂ι ενεχέσθον. προειπε͂ν δ]έ το͂ι κ- |
τέν̣α̣ν̣[τι εν α]γορ̣[αι μέχρ’ ανεφσιότετος καὶ ανεφσιο͂· συνδιόκ]εν | |
δέ [κ]ανεφσ[ιὸς καὶ ανεφσιο͂ν παίδας καὶ γαμβρὸς καὶ πενθερὸ]ς κ- | |
αὶ φρ̣[ά]τ[ο]ρ[ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] αίτι- | |
ος [ἐ͂ι] φό[νο ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 26 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τὸς πεντέκοντ]α κα̣ὶ | |
25 | ℎένα ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ φόνο |
ℎέλ̣οσ[ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ εὰν δ]έ [τ]ις τ- | |
ὸ[ν αν]δ̣ρ̣[οφόνον κτένει ἒ αίτιος ἐ͂ι φόνο, απεχόμενον αγορα]ς εφο- | |
ρί[α]ς κ̣[α]ὶ [άθλον καὶ ℎιερο͂ν Αμφικτυονικο͂ν, ℎόσπερ τὸν Αθεν]αίον κ̣- | |
[τένα]ν̣[τα, εν τοίς αυτοίς ενέχεσθαι· διαγιγνόσκεν δέ τὸς] ε[φ]έτα[ς] | |
30 | ․ ․ ․ Ε̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ̣ει εμεδ̣- |
[απε͂ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]ΟΝΑΤ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Α̣Ν̣Α̣ ․ ․ | |
Ν̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ άρχον]τ̣α χερ̣- | |
ο͂ν̣ α[δίκον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 30 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ χερ]ο͂ν αδίκον κ- | |
35 | τέ[νει ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]Σ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ διαγιγνόσκ]εν̣ δέ τὸς ε- |
[φέτ]ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΙΣΕ ελεύθ- | |
ε[ρ]ος ἐ̣͂ι̣. κ̣α̣[ὶ εὰν φέροντα ἒ άγοντα βίαι αδίκος ευθὺς] α̣μυνόμενο- | |
ς κτέ[ν]ει, ν̣[εποινέ τεθνάναι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]Σ̣ΕΧΟΝΤΟΒ ․ | |
ΙΑΝ ․ ․ Λ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ]έν α̣πόστα̣- | |
40 | σιν ΤΟ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΣ δεκατε̣͂- |
[ς] ΤΟ ․ ․ Ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ε ΔΕΚΑ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 43 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΑ̣ΚΥΡ̣ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΜΝΥ̣Μ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΣ̣ΕΛ̣ ․ ․ | |
45 | ․ ․ ․ Φ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ν ․ ․ ΝΗ |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 47 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΙΠ | |
․ ․ ΕΝ ․ ․ Η ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΑΝ̣Α̣Ε | |
․ ․ ․ Κ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣ΗΕΚ | |
․ ․ 5 ․ ․ Ρ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Λ ․ ․ Ο̣Α | |
50 | ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Υ ․ ΙΤ̣ |
Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Π̣ΙΘ̣Ε ․ | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 48 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣Ε̣ | |
․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι․Ο̣ ․ ․ | |
55 | ․ ․ 6 ․ ․ ․ Σ̣ΝΙ̣ — — — — |
[δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον]· | |
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ca. 32 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΣΕΝ̣ ․ | |
․ ․ ․ 8 ․ ․ ․ ․ Α̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ | |
(ίχνη γραμμάτων) |
Ο Δράκων αναφέρεται ως ο πρώτος νομοθέτης της Αθήνας και συντάκτης του πρώτου ποινικού κώδικα της πόλης που περιλάμβανε νόμους για διάφορα αδικήματα, όπως η ανθρωποκτονία, η κλοπή, ακόμα και η αργία (οκνηρία)· οι ποινές που όρισε έμειναν παροιμιώδεις για την αυστηρότητά τους. Συνέγραψε τους νόμους του επί άρχοντος Αρισταίχμου το 621/0 π.Χ. λίγα χρόνια μετά το “Κυλώνειο άγος”, τη σφαγή δηλαδή των οπαδών του Κύλωνα που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα και τη δίωξη με εξορία για τη σφαγή αυτή του γένους των Αλκμεωνιδών. Οι νόμοι του ανακλήθηκαν από τον Σόλωνα, ο οποίος διατήρησε σε ισχύ μόνον το νόμο περί φόνου ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 7.1· Πλούταρχος, Σόλων 17).
Η προκείμενη στήλη σώζει ψήφισμα της βουλής και του δήμου με το οποίο παραγγέλλεται στους αναγραφείς να παραλάβουν το νόμο του Δράκοντος περί φόνου από το αρχείο του άρχοντος βασιλέως και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη, η οποία θα στηθεί μπροστά στη Βασίλειο Στοά (στ. 1-9). Ακολουθεί η αναδημοσίευση του νόμου (στ. 10 κ.εξ.), ο οποίος είναι γνωστός εν μέρει και από τους αττικούς ρήτορες του 4ου αι. π.Χ. (Ανδοκίδης, Περί μυστηρίων 81, 83· Δημοσθένης, Κατὰ Αριστοκράτους 22-60 και Κατὰ Ευέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριών 52-73). Το ψήφισμα εκδόθηκε το έτος 409/8 π.Χ. στο πλαίσιο της αναδημοσίευσης της νομοθεσίας από τους αναγραφείς με επικεφαλής τον Νικόμαχο, μετά την πτώση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων το έτος 411 π.Χ.
Το σωζόμενο κείμενο του νόμου έχει τεθεί κάτω από επικεφαλίδες: προ͂τος άχσον (στ. 10) και [δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον] (στ. 56). Οι “άξονες” ήταν πιθανώς ξύλινες στήλες γραμμένες και στις τέσσερις πλευρές και στερεωμένες σε ξύλινο πλαίσιο με άξονες, ώστε με την περιστροφή τους να είναι αναγνώσιμες όλες οι πλευρές τους (για πιθανή αναπαράστασή τους, βλ. Stroud 1979: 45-47 και εικ. 1). Σε άξονες μαρτυρείται ότι είχαν αναγραφεί οι νόμοι του Δράκοντος και του Σόλωνος.
Το κείμενο του νόμου φαίνεται ότι ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, η ποινή για το οποίο είναι η εξορία (στ. 11). Ορίζει ποιοι είναι οι δικαστές που θα κρίνουν το αδίκημα και ακολούθως τη διαδικασία της δίωξης (στ. 12-13), η οποία επεκτείνεται όχι μόνο σε αυτόν που διέπραξε το αδίκημα ακούσια, αλλά και στον βολεύσαντα, δηλαδή αυτόν που το υποκίνησε (στ. 12-13), φράση στην οποία μπορεί, όπως έχει υποστηριχθεί, να αναγνωρισθεί και το αδίκημα του εκ προ μελέτης φόνου (Nörr 1983: 648 κ.εξ.). Ορίζονται ακόμη οι προϋποθέσεις για τη συγχώρηση του δράστη (στ. 13-19) και ο τόπος απαγγελίας της κατηγορίας (στ. 20-23).
Η συγχώρηση στο δράστη μπορεί να δοθεί μόνον ύστερα από την ομόφωνη συγκατάθεση όλων των στενών συγγενών του θύματος (πατέρα, αδελφού, γιου). Σε περίπτωση που αυτοί δεν υπάρχουν, η συγχώρηση μπορεί να δοθεί από άλλα μέλη της οικογένειας με την προϋπόθεση ότι η απόφασή τους θα είναι ομόφωνη (στ. 13-16). Αν δεν υπάρχει κανένας συγγενής του θύματος, οι εφέτες θα επιλέξουν δέκα μέλη της φρατρίας κατ’ αξίαν, οι οποίοι θα αποφασίσουν, αν θα δοθεί συγχώρηση στο δράστη (στ. 16-19) προκειμένου να μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα. Από τον Δημοσθένη (Κατὰ Αριστοκράτους 72) γνωρίζουμε ότι ο καταδικασμένος για ακούσιο φόνο έπρεπε να εγκαταλείψει την Αττική για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή μέχρι τα σύνορα, ενώ σε περίπτωση συγχώρησης έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τυπικό με θυσίες και καθαρμούς κατά την επιστροφή του.
Ο νόμος ακολούθως ορίζει ότι η ίδια διαδικασία για τη συγχώρηση του δράστη μπορεί να επεκταθεί σε αυτούς που διέπραξαν τον ακούσιο φόνο πριν από τη θέσπιση του νόμου (στ. 19-20). Μπορεί έτσι να αναγνωρισθεί ένας νομικός νεωτερισμός του Δράκοντος, αφού φαίνεται ότι, μέχρι τότε, η συγχώρηση δεν δινόταν με τον ίδιο τρόπο· παράλληλα με τη διάταξη αυτή υποδηλώνεται ότι η εργασία των αναγραφέων ήταν ακριβής στην παράθεση του “θεσμού”. Αν αναλογιστούμε επίσης ότι ο νόμος του Δράκοντος για την ανθρωποκτονία, ήταν επακόλουθο των γεγονότων του “Κυλώνειου άγους”, που είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του γένους των Αλκμεωνιδών, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αναδρομική ισχύ του νόμου (Stroud 1968: 51 και 72).
Ο νόμος αναφέρεται ακολούθως στο φόνο του καταδικασμένου ήδη για φόνο (ανδροφόνος) και άρα εξορίστου· ο φονέας του θα αντιμετωπισθεί ως φονέας ενός Αθηναίου (στ. 26-29). Τέλος προβλέπει ότι στον αιτιολογημένο φόνο ή φόνο εν αμύνη, ο δράστης απαλλάσσεται (στ. 33-37).
Οι διατάξεις του νόμου του Δράκοντος δείχνουν ότι με τη θέσπισή του το κράτος απέσπασε, από τον 7ο αι. π.Χ., την τιμωρία της ανθρωποκτονίας από τους συγγενείς των θυμάτων. Επειδή όμως η σωζόμενη επιγραφή ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές για το αν οι διατάξεις του Δράκοντος για τον εκ προθέσεως φόνο ίσχυαν κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και αν είχαν αναγραφεί στη στήλη μας, ή επειδή είχαν ήδη αναθεωρηθεί δεν συμπεριλήφθηκαν στη συγκεκριμένη αναδημοσίευση (ανακεφαλαίωση και σχολιασμός των σχετικών απόψεων: Gagarin 1981: 65-79· Sickinger 1999: 21-22). Στον προβληματισμό αυτό οδήγησε η χρήση του συνδέσμου καὶ στην αρχή του νόμου που, επειδή θεωρήθηκε ότι συνέδεε τις διατάξεις σχετικά με τα δύο διαφορετικά είδη ανθρωποκτονίας (εκ προθέσεως και ακούσιας), οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι qναγραφείς είχαν δημοσιεύσει μόνο το τμήμα του νόμου που ήταν ακόμα σε ισχύ κατά την εποχή της αναδημοσίευσης.
Η συστηματικότερη όμως μελέτη του λίθου έδειξε ότι ο σύνδεσμος καὶ στην αρχή του νόμου έχει επιδοτική σημασία και δεν συνδέει τις διατάξεις για τα δύο είδη φόνου. Παράλληλα, η αποσπασματική διατήρηση της στήλης του 409/8 π.Χ. και η φθορά μεγάλου τμήματος της επιφανείας της δεν αποκλείουν το γεγονός οι σχετικές με τον εκ προθέσεως φόνο διατάξεις να βρίσκονταν στο μη σωζόμενο σήμερα τμήμα της επιγραφής (Stroud 1968: 34-40). Έχει ακόμα διατυπωθεί από ορισμένους μελετητές η άποψη ότι οι διατάξεις του ακούσιου φόνου που εισάγονται με τη φράση καὶ εάν, αφορούν τόσο τον εκ προθέσεως, όσο και τον ακούσιο φόνο (Gagarin 1981: 96-110· αντίθετα Wallace 1989: 16-19).
Ένα άλλο σημείο διαφωνίας ανάμεσα στους μελετητές του αττικού δικαίου της κλασικής εποχής είναι, αν ο νόμος που αναγράφηκε στη στήλη είναι ο γνήσιος νόμος του Δράκοντος, ή αν έχουν συμπεριληφθεί μεταγενέστερες τροποποιήσεις στην αναδημοσίευσή του (MacDowell 1978: 68-70· αντίθετα Sickinger 1999: 18-20). Στο κείμενο όμως του νόμου χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις αρχαϊκές (π.χ. άξων, θεσμός αντί του νόμος), ή με την αρχαϊκή σημασία τους (π.χ. δικάζειν), καθώς και αρχαϊκές έννοιες και θεσμοί (αγορά εφορία, αριστίνδην) που δεν έχουν καμία θέση στη νομοθεσία της δημοκρατικής Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Αντίθετα, απηχούν παλαιότερες εποχές και την πολιτειακή κατάσταση της Αθήνας πριν από τις κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις υποδεικνύοντας ότι δεν έγινε επεξεργασία του νόμου πριν από την αναδημοσίευσή του.
Στην Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ. οι δίκες για ανθρωποκτονία δεν διεξάγονταν στην Ηλιαία. Οι υποθέσεις φόνων εκ προθέσεως δικάζονταν από τον Άρειο Πάγο που συνεδρίαζε στο ιερό των Ευμενίδων, στον ομώνυμο του δικαστηρίου λόφο. Οι ακούσιοι φόνοι δικάζονταν από το δικαστήριο των εφετών που συνεδρίαζε σε διαφορετικούς τόπους: στο ιερό της Παλλάδος για την εκδίκαση υποθέσεων ακούσιων φόνων ή φόνων δούλων ή μετοίκων, στο ναό του Δελφινίου Απόλλωνος για την εκδίκαση φόνων σε νόμιμη άμυνα και ακούσιων φόνων που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια πολέμων ή αγώνων, και τέλος στη Φρεαττώ για την εκδίκαση φόνων που είχαν διαπραχθεί από τους καταδικασμένους σε εξορία για άλλο ακούσιο φόνο. Τέλος, υποθέσεις φόνων των οποίων οι δράστες ήταν άγνωστοι ή ήταν ζώα ή άψυχα πράγματα εκδικάζονταν στο πρυτανείο.
Ο Διόγνητος από το δήμο των Φρεαρρίων ήταν γραμματεύς. Ο Διοκλής ήταν άρχων. Απόφαση της βουλής και του δήμου· η Ακαμαντίς φυλή επρυτάνευε, ο Διόγνητος ήταν γραμματεύς, ο Ευθύδικος ήταν επιστάτης, ο – – ε – – ανης εισηγήθηκε· το (στ. 5) νόμο του Δράκοντος περί φόνου να παραλάβουν οι αναγραφείς από τον βασιλέα μαζί με το γραμματέα της βουλής και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη και να τη στήσουν μπροστά από τη Βασίλειο Στοά· οι πωλητές να δημοπρατήσουν το έργο σύμφωνα με το νόμο και οι ελληνοταμίες να δώσουν τα χρήματα. (στ. 10) Πρώτος άξων. Ακόμα και αν κάποιος σκοτώσει ακουσίως άνθρωπο, να εξορίζεται· οι βασιλείς να δικάζουν τον αίτιο του φόνου… ή εκείνον που τον υποκίνησε και οι εφέτες να κρίνουν. Μπορεί να δοθεί συγγνώμη, αν υπάρχει πατέρας ή αδελφός ή γιος, εφ’ όσον συμφωνούν όλοι, αλλιώς να υπερισχύει η άποψη του αντιτιθέμενου· εάν δεν (στ. 15) υπάρχουν οι συγγενείς αυτού του βαθμού, μπορεί να δοθεί συγγνώμη από τους συγγενείς μέχρι το βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο εφ’ όσον συμφωνούν όλοι ανεξαρτήτως, αλλιώς να υπερισχύει η γνώμη του αντιτιθέμενου· εάν δεν υπάρχει κανένας από αυτούς και ο φόνος ήταν ακούσιος και οι πενήντα ένας, οι εφέτες, κρίνουν ότι ο φόνος ήταν ακούσιος, οι δέκα φράτορες, εάν το θέλουν, να του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα· και αυτούς να τους επιλέξουν οι πενήντα ένας κατ’ αξίαν. Και όσοι διέπραξαν φόνο πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (στ. 20) να αντιμετωπισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του. Η απαγγελία της κατηγορίας εναντίον του φονέως να γίνει στην αγορά από τους συγγενείς μέχρι τον βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο. Η δίωξη να γίνεται από κοινού και από τους εξαδέλφους και τα παιδιά των εξαδέλφων και τους γαμβρούς και τον πεθερό και τα μέλη της φρατρίας… υπεύθυνο για ανθρωποκτονία… και οι πενήντα ένας… φόνο… (στ. 26) Εάν κάποιος σκοτώσει τον φονέα ή είναι υπεύθυνος για το φόνο του ενώ (αυτός) απέχει από οποιαδήποτε συγκέντρωση που λαμβάνει χώρα στα σύνορα (της Αττικής) και από τους αγώνες και τις αμφικτυονικές τελετές, να έχει την ίδια τιμωρία, όπως εκείνος που σκότωσε Αθηναίο. Οι εφέτες να κρίνουν… (στ. 36) και εάν κάποιος αμυνόμενος σκοτώσει εκείνον που αδίκως λεηλατεί τη ζωή και την περιουσία του, να μείνει ατιμώρητος ο θάνατος…
[θ ] ε ο [ ί]· | |||
I | [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]- | ||
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμάτευεν· | |||
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί- | |||
5 | [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα- | ||
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι· vacat | |||
έδοξεν τώι δήμωι· | |||
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος | |||
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον | |||
10 | [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν | ||
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv– | |||
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v | |||
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv– | |||
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα | |||
15 | τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v | ||
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v | |||
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά- | |||
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν | |||
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v | |||
20 | τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι- | ||
κών. vacat | |||
vacat 0,065 | |||
in corona hederacea: |
|||
22 | ο δήμος | ||
τὸν πατέρα | |||
τής κανη- | |||
25 | φόρου | ||
Ζώπυρον | |||
Δικαίου | |||
Μελιτέα | |||
vacat 0,035 | |||
II | επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί- | ||
30 | ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ- | ||
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο- | |||
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ] | |||
συμπρόεδροι· vacat έδοξεν τώι δήμωι· vacat | |||
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες | |||
35 | επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ- | ||
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ | |||
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ | |||
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v | |||
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣ | |||
40 | [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ | ||
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv | |||
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί- | |||
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]- | |||
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI | |||
45 | Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]- | ||
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI | |||
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv | |||
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII | |||
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]- | |||
50 | κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]- | ||
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]- | |||
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]- | |||
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]- | |||
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι] | |||
55 | εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]- | ||
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών. vacat | |||
vacat 0,085 | |||
in corona hederacea: | in corona oleaginea: | ||
57 | [η] βουλή, | ||
ο δήμος | |||
τοὺς παίδας | 65 | ο δή[μος] | |
60 | τοὺς ελευθέ- | τοὺς [επιμε]- | |
ρους καὶ τὸν | λητὰ[ς τής] | ||
διδάσκαλον | πομ[πής]. | ||
αυτώ[ν ․․]ΙΟ | |||
Σ[— — —] |
Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).
Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)
Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).
Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.
Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.
Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.
Αθήνα και Πτολεμαίοι
Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).
[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]
Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)
Ο δήμος (τιμά)
τον πατέρα
της κανη(στ. 25)φόρου
Ζώπυρο
γιο του Δικαίου
από το δήμο της Μελίτης
Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού) (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)
η βουλή και Ο δήμος (τιμά)
ο δήμος (τιμούν) τους επιμελητές
τους ελεύθερους της πομπής.
παίδες
και τον διδάσκαλό τους – – –
1 [ε]πὶ Ποσειδωνίου άρχοντος ανέθηκαν.
Η επιγραφή σώζεται στο επιστύλιο κληρωτηρίου το οποίο ανατέθηκε ενδεχομένως από τους πρυτάνεις σε προστάτιδα θεότητα του σώματός τους, επί άρχοντος Ποσειδωνίου.
Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η κλήρωση (που οργανώνονταν με βάση τις δέκα φυλές που ίδρυσε ο Κλεισθένης) ως τρόπος ανάδειξης των πολιτών σε αξιώματα θα επεκταθεί σε όλες τις αρχές και τα πολιτειακά όργανα της πόλης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στρατιωτικές και οικονομικές αρχές για τις οποίες διατηρήθηκε δικαίωμα επανεκλογής και η ψηφοφορία μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην πρώτη εισοδηματική τάξη). Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ. η κλήρωση συστηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η πόλη χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες περιλάμβαναν τη χρήση κληρωτικών μηχανών ή κληρωτήρια ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).
Με κλήρωση ορίζονταν η θέση αθλητών και κριτών στους αγώνες, η επιλογή των ιερέων, ακόμη και όσων εμπλέκονταν στους δραματικούς αγώνες (διδάσκαλοι, πρωταγωνιστές, σειρά των παραστάσεων κλπ). Ωστόσο η κλήρωση αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί συνδέεται με τέσσερις βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την ανάδειξη και συμμετοχή των πολιτών στην αρχή των εννέα αρχόντων, τη βουλή των πεντακοσίων, σε δικαστικά σώματα, όπως το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, και των επιμέρους δικαστηρίων της, καθώς και στο πλήθος των εξειδικευμένων αρχόντων των οποίων ο αριθμός, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., αυξάνεται εντυπωσιακά ξεπερνώντας τους χίλιους (π.χ. δήμαρχοι, λογιστές, εύθυνοι, ταμίες αποδέκτες, ιεροποιοί, εισαγωγείς, πωλητές, επισκευαστές των ιερών, μετρονόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές του εμπορίου, αστυνόμοι, οδοποιοί, νομοθέτες, ένδεκα, τετταράκοντα, ναυτοδίκες, ξενοδίκες κλπ: [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).
Το 487/6 π.Χ. το δικαίωμα συμμετοχής στην αρχή των εννέα αρχόντων (επώνυμος, πολέμαρχος, βασιλεύς, και έξι θεσμοθέτες), καθώς και του γραμματέα των θεσμοθετών, επεκτάθηκε και στη δεύτερη εισοδηματική τάξη (ιππείς) διευρύνοντας έτσι την κοινωνική σύνθεση των μελών αυτής της αρχής. Η εκλογή με ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που συνδύαζε την εκλογή και την κλήρωση (κληρωτοί εκ προκρίτων). Οι άρχοντες αναδεικνύονταν από τις φυλές. Αρχικά εκλέγονταν δέκα πολίτες από κάθε φυλή για κάθε θέση (στη συνέχεια ο αριθμός των προκρίτων ανά φυλή αυξήθηκε σε εκατό) και έπειτα κληρώνονταν ο ένας από τους δέκα. Η φυλή, ανάλογα με τη σειρά που ορίστηκε, αναδείκνυε μια χρονιά τον επώνυμο άρχοντα, την επόμενη τον πολέμαρχο και ούτω καθεξής. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και μεταξύ του 458 και του 456 π.Χ. το δικαίωμα ανάδειξης στην αρχή των εννέα αρχόντων επεκτάθηκε και στην τρίτη εισοδηματική τάξη, τους ζευγίτες ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 26.2). Παράλληλα η κλήρωση μεταξύ περισσοτέρων προεκλεγομένων αντικαταστάθηκε με ένα σύστημα διπλής κλήρωσης (κλήρωση μεταξύ κληρωτών).
Τα διαδοχικά συστήματα κλήρωσης εφαρμόστηκαν και για την επιλογή των μελών της βουλής των πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε διατηρήσει την ψηφοφορία ως σύστημα ανάδειξης των βουλευτών. Το 487/6 π.Χ. όμως έγινε η πρώτη τροποποίηση που συνδύαζε εκλογή και κλήρωση, ώστε να μειωθεί η μεγάλη συμμετοχή στη βουλή των πλουσιότερων πολιτών. Η κάθε φυλή εξέλεγε πεντακόσιους πολίτες, που είχαν προκύψει από κάθε δήμο χωριστά ανάλογα με τον πληθυσμό του ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 62.1), από τους οποίους κληρώνονταν οι πενήντα βουλευτές. Μετά τον Εφιάλτη έγινε νέα ρύθμιση και εφαρμόστηκε η απλή κλήρωση, που γινόταν με κυάμους (δηλαδή κουκιά ως κλήροι, η ψήφοι). Η διαδικασία είχε ως εξής: διέθεταν δύο ίδιες κάλπες. Στη μια κάλπη (κληρωτίδα ή κληρωτήριο) έβαζαν τα ονόματα των μελών της φυλής που είχαν θέσει υποψηφιότητα και στην άλλη ισάριθμους κυάμους εκ των οποίων οι λευκοί ήταν τόσοι, όσοι επρόκειτο να εκλεγούν και οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Στη συνέχεια έβγαζαν ένα όνομα από τη μια κάλπη και έναν κύαμο από την άλλη κάλπη. Αν ο κύαμος ήταν λευκός, ο υποψήφιος εκλεγόταν, αν ήταν μαύρος, αποκλείονταν. Μετά από αυτή την εκλογή εκλέγονταν οι αναπληρωτές. Με κλήρο οριζόταν και η σειρά των πενήντα βουλευτών της φυλής (πρυτάνεις) που θα προήδρευε της βουλής για έναν από τους δέκα μήνες (πρυτανεία) του πολιτικού ημερολογίου. Η σειρά δεν οριζόταν στην αρχή του έτους αλλά πριν από κάθε επί μέρους πρυτανεία, ώστε να μην είναι εξ αρχής γνωστός ο χρόνος που μια φυλή θα αναλάμβανε την πρυτανεία. Έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι πενήντα πρυτάνεις προέδρευαν στη βουλή και στην εκκλησία και με κλήρο εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρό τους (επιστάτην). Μεταξύ του 399 και του 379/8 π.Χ. άλλαξε ο τρόπος εκλογής των προέδρων της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Από τότε ο επιστάτης επέλεγε με κλήρο έναν από αυτούς ως πρόεδρο ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 44.1-3). Στη δεκαετία του 360 π.Χ. και ο γραμματέας της βουλής επιλεγόταν με κλήρωση και όχι με ψηφοφορία.
Ωστόσο το πεδίο, στο οποίο η διαδικασία της κλήρωσης βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της, εντοπίζεται στον τρόπο επιλογής των μελών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, το οποίο με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη απέκτησε πολύ μεγάλες εξουσίες. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι κάθε χρόνο επέλεγαν με κλήρο 6.000 πολίτες (600 από κάθε φυλή, 5.000 τακτικούς και 1.000 αναπληρωματικούς) ως ηλιαστές/δικαστές. Η Ηλιαίας σπάνια συγκαλείτο σε σώμα (Ανδοκίδης, Περὶ Μυστηρίων 17). Οι 6.000 ηλιαστές κατανέμονταν με κλήρωση και για όλο το έτος σε δέκα μικρότερες ομάδες δικαστών/τμήματα που αποτελούνταν από πολίτες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Κάθε τμήμα/δικαστήριο είχε 500 ή 501 μέλη (Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 52· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68) που και αυτά με τη σειρά τους κληρώνονταν από τον κατάλογο των 6.000. Βέβαια γνωρίζουμε και περιπτώσεις με δικαστήρια 201 και 401 δικαστών (Δημοσθένης Κατὰ Μειδίου 223· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 53.3), όπως και περιπτώσεις που η εκκλησία ψήφιζε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου που αποτελείτο από 1.000, 1.500 ή 2.000 δικαστές (Λυσίας, Κατὰ Αγοράτου 35· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68.1· Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου 223 και Κατὰ Τιμοκράτους 9· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 107· Πλούταρχος, Περικλής 32· Πολυδεύκης 8.53, 123). Μαζί με την κατανομή των ηλιαστών σε τμήματα/δικαστήρια προσδιορίζονταν και οι διάφορες υποθέσεις που το καθένα από αυτά θα εκδίκαζε. Κάθε δικαστήριο αναλάμβανε να διεκπεραιώσει μέσα σε μια δικάσιμη ημέρα μια δημόσια δίκη ή τρεις έως τέσσερις ιδιωτικές δίκες.
Η διαδικασία κλήρωσης α) για την εκλογή ηλιαστών, β) τη συγκρότηση των επιμέρους δικαστηρίων, και γ) τη σύνθεση των μελών του δικαστηρίου, απαιτούσε πολύπλοκες διαδικασίες και στάδια, τα οποία ουσιαστικά εισήχθησαν τον 4ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα δωροδοκίας των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 27.5) ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη, ο Άνυτος, είχε επινοήσει πρώτος τον χρηματισμό (δεκάζειν). Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι τουλάχιστον μέχρι το 388 π.Χ. εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα κατανομής των δικαστών σε δικαστήρια. Κάθε δικαστής δεν κατανέμεται στην αρχή του χρόνου και για όλη του τη θητεία σε διάφορα δικαστήρια, αλλά κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο της Ηλιαίας η συγκρότηση των δικαστηρίων της συγκεκριμένης ημέρας. Οι ηλιαστές χωρίζονταν σε δέκα ισάριθμες ομάδες (που αντιστοιχούσαν στις δέκα φυλές) και η κάθε μια συμβολιζόταν με ένα γράμμα του αλφαβήτου από το Α έως το Κ ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.4· Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι 681-690). Στη συνέχεια ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από δύο κιβώτια δύο σειρές κλήρων: μια για το δικαστήριο και μια για την ομάδα των δικαστών. Η πρώτη ομάδα που κληρωνόταν, δίκαζε στο αντίστοιχα πρώτο δικαστήριο που κληρωνόταν, η δεύτερη στο δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός της ομάδας των δικαστών για κάθε δικαστήριο που ήταν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ημέρα. Όσοι ηλιαστές περίσσευαν, επέστρεφαν σπίτι τους (Αριστοφάνης, Πλούτος 1166-1167). Για την εκδίκαση θρησκευτικών ή στρατιωτικών υποθέσεων η κλήρωση δεν γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν προσέλθει, αλλά μεταξύ δικαστών που είχαν σχετικές γνώσεις.
Ωστόσο και το σύστημα αυτό, που καθιστούσε αδύνατον να γνωρίζει κάποιος πριν από μια δίκη ποια ομάδα δικαστών θα εκδίκαζε μια υπόθεση, δεν πρέπει να κρίθηκε ικανοποιητικό, γι’ αυτό και άλλαξε. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, που εισήχθη πριν το 352 π.Χ., η κλήρωση για κάθε ομάδα δικαστών αντικαταστάθηκε με την κλήρωση για κάθε δικαστή ατομικά.
Το νέο αυτό σύστημα, που εφαρμόστηκε και για την κλήρωση των αρχόντων αντικαθιστώντας την κλήρωση με κυάμους, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο και μας το περιγράφει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία 63-65).
Κάθε ηλιαστής έπαιρνε εν είδει ταυτότητας ένα πλακίδιο (βλ. Kroll 1972: 5-7, 62-68, 87-100), μια μικρή δηλαδή χάλκινη πλάκα μήκους 8-10 εκ., πλάτους 2 εκ. και πάχους 1-2 εκ., η οποία του ήταν χρήσιμη για το κληρωτήριο. Σε κάθε πλακίδιο αναγραφόταν το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, του δήμου του και ένα γράμμα του αλφαβήτου (από το Α έως το Κ) που αντιπροσώπευε τη φυλή του.
Η διαδικασία της κλήρωσης για τη σύνθεση των μελών των δικαστηρίων άρχιζε νωρίς το πρωί της κάθε δικάσιμης ημέρας και γινόταν σε έναν ειδικό μηχανισμό που ονομαζόταν κληρωτήριο (βλ. Dow 1937: 198-215˙ Dow 1939˙ Bishop 1970). Τα κληρωτήρια που βρέθηκαν στο χώρο της Αγοράς ήταν μόνιμα τοποθετημένα και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ. (π.χ. το συγκεκριμένο του 162 π.Χ.). Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο κληρωτήρια μαζί. Το καθένα από τα δύο είχε πέντε στήλες οριζόντιων εγκοπών που στην κορυφή τους αναγραφόταν ένα γράμμα της αλφαβήτου, από το Α έως το Κ, δηλωτικό κάθε μιας από τις δέκα φυλές. Κάθε στήλη (δηλαδή κάθετη σειρά) διέθετε πενήντα εγκοπές. Ένα κληρωτήριο που βρέθηκε με έντεκα στήλες χρονολογείται πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία οι Αθηναίοι προσέθεσαν φυλές προς τιμή σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής (βλ. σελ. 113). Στην αριστερή του πλευρά κάθε κληρωτήριο διέθετε έναν ενσωματωμένο σωλήνα που το πάνω του μέρος είχε σχήμα χωνιού, ενώ το κάτω κατέληγε σε ένα άνοιγμα με κινητό πώμα. Το σωλήνα αυτόν ο αρμόδιος άρχων τον γέμιζε με μπρούτζινα ή μαρμάρινα λευκά σφαιρίδια (ένα λευκό για κάθε πέντε δικαστές που θα κληρώνονταν από την κάθε φυλή για την συγκεκριμένη ημέρα) και μαύρα σφαιρίδια (ένα μαύρο για κάθε πέντε δικαστές που θα αποκλείονταν). Ο αριθμός των λευκών και μαύρων σφαιριδίων που τοποθετούνταν εξαρτιόταν από την αναλογία του αριθμού των ηλιαστών που απαιτούνταν εκείνη την ημέρα και των υποψηφίων που παρουσιάζονταν.
Αρχικά κάθε ηλιαστής έριχνε το πλακίδιό του (δηλ. την ταυτότητά του) μέσα σε ένα καλάθι που ήταν της φυλής του. Έπειτα ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από κάθε καλάθι ένα πλακίδιο. Ο δικαστής που κληρωνόταν (από το κάθε καλάθι) ήταν υπεύθυνος να τοποθετήσει στην τύχη τα υπόλοιπα πλακίδια, που υπήρχαν στο καλάθι του, στις εγκοπές της στήλης, στις οποίες αναγραφόταν το γράμμα της φυλής του (δηλ. κάθε μια κάθετη σειρά περιελάμβανε τα πλακίδια που έφεραν το γράμμα Α, μια άλλη το Β και ούτω καθεξής). Κατόπιν ο αρμόδιος άρχων τραβούσε ένα ένα τα σφαιρίδια που βρίσκονταν στο σωλήνα. Αν το πρώτο που έπεφτε ήταν άσπρο, οι πέντε ηλιαστές, των οποίων τα πλακίδια ήταν στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, κληρώνονταν ως δικαστές για εκείνην την ημέρα. Αν ήταν μαύρο αποκλείονταν. Το δεύτερο σφαιρίδιο έκρινε τη δεύτερη σειρά και ούτω καθεξής μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός δικαστών. Στη συνέχεια, όσοι είχαν επιλεγεί, τραβούσαν με κλήρο ένα βελανίδι που έφερε ένα γράμμα του αλφαβήτου, από το Λ και μετά, το οποίο αντιστοιχούσε στο δικαστήριο που θα πήγαιναν. Στο τέλος έδιναν σε κάθε δικαστή ένα χρωματιστό ραβδί ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.2-3), το οποίο του έδινε το δικαίωμα εισόδου στο δικαστήριο και με το οποίο γνώριζε σε ποιο δικαστήριο θα πήγαινε (κάθε δικαστήριο έφερε στην είσοδό του ένα δοκάρι διαφορετικού χρώματος). Αντίστοιχη διαδικασία προβλεπόταν και για τους προέδρους των δικαστηρίων ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 66.1). Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία, τα πλακίδια των ηλιαστών περνούσαν από έλεγχο νομιμότητας και τα έστελναν στο δικαστήριο όπου θα δίκαζε ο καθένας. Με το τέλος της δίκης τα πλακίδια τους επιστρέφονταν μαζί με την αμοιβή τους.
Γίνεται συνεπώς φανερό ότι τα διάφορα αυτά συστήματα κλήρωσης που επινοήθηκαν είχαν ως στόχο να μην γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο, ποιοι δικαστές θα συμμετείχαν, ούτε και ποια υπόθεση θα εκδίκαζαν. Με αυτά τα μέτρα πίστευαν ότι αποτρεπόταν κάθε πιθανότητα δωροδοκίας των δικαστών και εξασφαλιζόταν η άψογη απονομή της δικαιοσύνης. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αξιοθαύμαστα επινοητική.
Ανέθεσαν (το κληρωτήριο) επί άρχοντος Ποσειδωνίου.
έδοχσεν το͂ι δέμοι· τ̣[ὸς ε Σ]αλαμ̣[ίνι κλερόχ]ος | |
οικε͂ν εα Σαλαμίνι [ ․ ․ 5 ․ ․ ]λεν [ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Αθέ]νε- | |
σι τελε͂ν καὶ στρατ[εύεσθ]αι ⋮ τ̣[ὰ δ’ ε Σαλαμίνι] μ- | |
έ μι[σθ]ο͂ν, εὰ μέ οικ[ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]ο[ ․ μισθόμενο․ ⋮ ε]ὰ- | |
5 | ν δέ μισθο͂ι, αποτί[νεν τὸ μισθόμενον καὶ τὸ] μ̣- |
ισθο͂ντα ℎεκάτε[ρον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] | |
ες δεμόσιο[ν ∶ εσπράτεν δέ τὸν ά]- | |
ρχο[ν]τα, εὰν [δέ μέ, ευθ]ύ[νεσθαι ∶ τ]- | |
ὰ δέ [ℎ]όπλα π[αρέχεσ]θ̣α[ι αυτὸς ∶ τ]- | |
10 | ριά[κ]οντα ∶ δρ[αχμο͂ν ⋮] ℎο[πλισμένο]- |
ν δέ [τ]ὸν άρχοντ[α τὰ ℎόπλα κρίν]- | |
εν ⋮ [επ]ὶ τε͂ς β[ο]λε͂[ς ․ ․ ․ c.11 ․ ․ ․ ․ ] |
Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο αττικό ψήφισμα. Η προσθήκη του όγδοου θραύσματος (Ματθαίου 1990-1991: 10-13) καθιστά πολύ πιθανό ότι η απόφαση αυτή του αθηναϊκού δήμου αφορά τους κληρούχους (συμπλήρωση κληρόχ]ος, στ. 1) που εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα.
Οι κληρουχίες, όπως οι αποικίες, συντελούσαν στην αποκατάσταση ακτημόνων πολιτών με τη διανομή σε αυτούς κλήρων γης. Όμως, ενώ οι αποικίες γίνονταν ανεξάρτητα κράτη, οι κληρουχίες αποτελούσαν τμήμα του αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη και, όπως οι πολίτες των τριών πρώτων τιμοκρατικών τάξεων, πλήρωναν εισφορά και στρατεύονταν ως οπλίτες.
Σύμφωνα με το ψήφισμα στις υποχρεώσεις των κληρούχων περιλαμβάνονται: η καταβολή φόρου και η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας (στ. 3) στις τάξεις των οπλιτών, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός κάθε κληρούχου υπολογίζεται σε τριάντα δραχμές (στ. 9-10), καθώς και η μόνιμη διαμονή τους στην Σαλαμίνα που επιβάλλεται με τη μη εκμίσθωση των κλήρων τους (στ. 3-4). Με βάση τις συμπληρώσεις στους στίχους 4-8 φαίνεται ότι, εάν παραβιασθεί η διάταξη αυτή, ο εκμισθών και ο μισθωτής υποχρεούνται στην καταβολή προστίμου, η είσπραξη του οποίου ανατίθεται στον άρχοντα της Σαλαμίνας. Ο άρχοντας έχει επίσης την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού (στ. 9-11). Σύμφωνα με την Αθηναίων πολιτεία (54.8) του Ψευδο-Αριστοτέλους, ο άρχοντας της Σαλαμίνας οριζόταν ετήσια από την εκκλησίαν τού δήμου.
Είναι γνωστό ότι η Σαλαμίνα αποτέλεσε αιτία μακρόχρονων πολέμων ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους και ότι αυτή περιήλθε τελικά στους Αθηναίους (βλ. Πλούταρχος, Σόλων 8-10· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 17.2). Η σημασία του νησιού δηλώνεται και από το ψήφισμα (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).
Αν και οι συμπληρώσεις που έγιναν δεν είναι πάντοτε βέβαιες, κύριος σκοπός του ψηφίσματος είναι ασφαλώς η μόνιμη εγκατάσταση των κληρούχων στην Σαλαμίνα και η στράτευσή τους στις τάξεις των οπλιτών. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι μετά την εκδήλωση των εχθρικών διαθέσεων της Σπάρτης η φρούρηση της Σαλαμίνας κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Αθηναίους για την προστασία και διασφάλιση της κατοχής της.
Ο δήμος αποφάσισε: οι κληρούχοι στη Σαλαμίνα να διαμένουν στη Σαλαμίνα… να καταβάλλουν φόρους στους Αθηναίους και να στρατεύονται· να μην εκμισθώνουν τη γη που τους παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα και να μη διαμένει σε αυτήν ο μισθωτής της· εάν (στ. 5) την εκμισθώσουν, ο εκμισθών και ο μισθωτής πληρώνουν ως πρόστιμο το τριπλάσιο του μισθώματος στο δημόσιο, η είσπραξη (του προστίμου) ανατίθεται στον άρχοντα, ο οποίος να λογοδοτεί σε περίπτωση παράλειψης που αφορά αυτό το καθήκον· οι ίδιοι οι κληρούχοι οφείλουν να παρέχουν τον οπλισμό τους (στ. 10) αξίας τριάντα δραχμών και ο άρχοντας θα έχει την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού.
1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
Η ένταξη της επιγραφής στο ιστορικό της πλαίσιο
Η επιγραφή που σώζεται μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια τη μάχη κατά την οποία πέθανε ο Δεξίλεως, καθώς αναφέρεται η τοποθεσία στην οποία διεξήχθη αυτή η μάχη, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο χρόνος που αυτή έλαβε χώρα, με την αναφορά του επώνυμου άρχοντος κατά την θητεία του οποίου πέθανε ο Δεξίλεως. Αυτός ήταν ο Ευβουλίδης ο οποίος ανέλαβε ως επώνυμος άρχων της Αθήνας το έτος 394/3 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η μάχη στην οποία συμμετείχε και σκοτώθηκε ο Δεξίλεως ήταν αυτή του ποταμού Νεμέα (394 π.Χ.), στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.17), οι Αθηναίοι ιππείς που συμμετείχαν στη μάχη ήταν λιγότεροι από εξακόσιοι (600), ενώ σύμφωνα με τον ίδιο συνολικά οι Θηβαίοι, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) οπλίτες και χίλιους πεντακόσιους πενήντα (1.550) ιππείς. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Διόδωρος (14.82.10) είναι σαφώς πιο μετριοπαθείς. Ο αντι-σπαρτιατικός συνασπισμός είχε στην διάθεση του δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οπλίτες, ενώ οι ιππείς ανέρχονταν σε πεντακόσιους (500) περίπου. Οι δυνάμεις των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.16), σε δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιους (13.500) περίπου οπλίτες, εξακόσιους (600) ιππείς, τριακόσιους (300) Κρήτες τοξότες και τετρακόσιους (400) σφενδονήτες. Αντιθέτως ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ανέρχονταν σε είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) οπλίτες και πεντακόσιους (500) ιππείς.
Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις απώλειες των δύο αντίπαλων συνασπισμών στη συγκεκριμένη μάχη. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις οκτώ (8) στρατιώτες ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους περίπου δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί (Németh 1994: 95). Ο Ξενοφών, επιθυμώντας να τονίσει τη γενναιότητα και τις ικανότητες των Σπαρτιατών οπλιτών, έχει σκοπίμως παραποιήσει τους αριθμούς, οι οποίοι δεν υιοθετούνται από τους σύγχρονους ερευνητές. Αν ίσχυαν αυτοί οι αριθμοί δεν θα ήταν δυνατό οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οι Αργείοι στη μάχη της Κορώνειας που διεξήχθη μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα να παρατάξουν αξιόμαχο και πολυπληθές στράτευμα (Ξενοφών, Ελληνικά 4.3.15). Ο Διόδωρος από την άλλη υποστηρίζει ότι οι νεκροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε χίλιους εκατό (1.100) στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Αθηναίων και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσιους (2800) περίπου στρατιώτες. Τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος είναι περισσότερο αληθοφανή σε σχέση με εκείνα που παραθέτει ο Ξενοφών.
Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ξενοφών σχετικά με τον αριθμό των Αθηναίων ιππέων που συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα εύκολα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη μάχη αυτή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα συμμετείχαν εξακόσιοι (600) Αθηναίοι ιππείς. Από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., μέχρι και το 394 π.Χ., έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η μάχη σου ποταμού Νεμέα, μόλις μία φορά ακόμη οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σε εκστρατεία εκτός των συνόρων της Αττικής εξακόσιους (600) ιππείς, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Μεγάρων, το 424 π.Χ. (Θουκυδίδης 4.68.5). Επιπροσθέτως ο Ξενοφών, αν και παραθέτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιππέων για τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους (χίλιους πεντακόσιους πενήντα [1.550]), εντούτοις αυτοί δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη μάχη του ποταμού Νεμέα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αξιοπιστίας των Αθηναίων ιππέων την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς αυτοί είχαν συνδεθεί με τους Τριάκοντα Τυράννους (404/403 π.Χ.· Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.2). Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αθηναίων απέναντι στους ιππείς υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε παρότρυναν τριακόσιους από αυτούς (300) να συμμετάσχουν στο εκστρατευτικό σώμα του Θίβρωνος στη Μικρά Ασία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1.4).
Επί πλέον οι απώλειες των Αθηναίων ιππέων περιορίστηκαν σε ένδεκα άτομα σύμφωνα με την επιγραφή IG II2 5222, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές ότι οι πεσόντες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιγραφή αφορούν τις συνολικές απώλειες των Αθηναίων ιππέων και όχι την καταγραφή των απωλειών επιμέρους αθηναϊκών φυλών (Harding 1985: 33). Η επιγραφή ωστόσο, δεν αναφέρει ότι οι ένδεκα ιππείς ανήκαν σε μία συγκεκριμένη φυλή, αν και η επιγραφή σώζεται ακέραιη. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι αριθμοί που παραθέτει ο Διόδωρος σχετικά με τον αριθμό των ιππέων του αντι-σπαρτιατικού συνασπισμού κρίνονται περισσότερο αληθοφανείς. Συνεπώς ο αριθμός των Αθηναίων ιππέων πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εξακοσίων Αθηναίων ιππέων που παραθέτει ο Ξενοφών λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Η ίδια η επιτύμβια στήλη (IG II2 6217) στην οποία αναφέρεται το όνομα του Δεξίλεω παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Η αινιγματική φράση ότι ήταν ένας εκ των πέντε ιππέων που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ερευνητές, καθώς στην επιγραφή IG II2 5222 γίνεται αναφορά σε ένδεκα (11) νεκρούς ιππείς στην Κόρινθο την ίδια εποχή. Οι δύο βασικές επιστημονικές υποθέσεις είναι οι εξής: 1) ο Δεξίλεως ανήκε στους 4-5 πιο ικανούς ιππείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ἱππαρχικός 8.25) παρέμεναν πίσω από την υπόλοιπη παράταξη και προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον των εχθρών, όταν οι τελευταίοι έστρεφαν το μέτωπό τους, για να κάνουν έφοδο. Λόγω ανεπάρκειας σχετικών μαρτυριών, όμως, δεν καθίσταται σαφές αν στο συγκεκριμένο χωρίο ο Ξενοφών παρουσιάζει μία συνήθη στρατιωτική τακτική ή αν προτείνει μία καινοτόμο τακτική επιμέρους τμήματος του αθηναϊκού ιππικού (Bugh 1988: 138)· 2) η επιτάφια επιγραφή του Δεξίλεω αναφέρεται στους νεκρούς ιππείς που σχετίζονται με την Ακαμαντίδα φύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μισοί περίπου του συνόλου των νεκρών ιππέων ανήκαν στην Αδαμαντίδα φυλή. Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο στην αρχαία Αθήνα (πρβλ. ενδεικτικά τη μάχη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ., όπου, σύμφωνα με τον ατθιδογράφο Κλείδημο [Πλούταρχος, Αριστείδης 19.6], θυσιάστηκαν πενήντα δύο (52) Αθηναίοι στρατιώτες από την Αιαντίδα φυλή). Πιθανότατα οι ιππείς της Ακαμαντίδος φυλής βρέθηκαν σε ένα σημείο όπου η ένταση της μάχης ήταν μεγάλη, εξ ου και οι μεγάλες απώλειες αυτών. Οι ιππείς των Αθηναίων σε πολλές περιπτώσεις δεν πολεμούσαν με το σύνολο των δυνάμεων τους, αλλά συμμετείχαν σε μάχες με μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα βασισμένα στη διαίρεση των Αθηναίων σε φυλές (Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.4, 2.4.31· Διόδωρος Σικελιώτης 18.10.3).
Η αποσύνδεση του Δεξίλεω από το καθεστώς των Τριάκοντα (404/3 π.Χ.)
Η αναφορά στους δύο επώνυμους άρχοντες κατά το έτος γέννησης του Δεξίλεω, 414/3 π.Χ. (Τείσανδρος), και κατά το έτος θανάτου του, 394/3 π.Χ. (Ευβουλίδης), θα πρέπει να συνδέεται με την απόπειρα των συγγενών του να δηλώσουν απερίφραστα ότι ο Δεξίλεως δεν είχε ουδεμία σχέση με το καθεστώς των Τριακόντα το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα απεχθές στους Αθηναίους, καθώς σύμφωνα με τα ονόματα των επωνύμων άρχόντων που παρατίθενται ο Δεξίλεως ήταν μόλις είκοσι ετών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να είχε ενεργό ρόλο στο καθεστώς των Τριάκοντα.
Ο Δεξίλεως, ο γιος του Λυσανίου από το δήμο του Θορικού. Γεννήθηκε επί άρχοντα Τεισάνδρου, πέθανε επί άρχοντα Ευβουλίδου στην Κόρινθο, ένας από τους πέντε ιππείς.
[θ]εοί· | |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Αιγείδος πρώτ- | |
ης πρυτανείας· τών προέδ- | |
5 | ρων επεψήφιζεν Θεόφιλο- |
ς Φηγούσιος· έδοξεν τήι β- | |
ουλεί· Αντίδοτος Απολλο- | |
δώρου Συπαλήττιος είπε- | |
ν· περὶ ων λέγουσιν οι Κιτ- | |
10 | ιείς περὶ τής ιδρύσειως |
τήι Αφροδίτηι τού ιερού, | |
εψηφίσθαι τεί βουλεί το- | |
ὺς προέδρους, οἳ άν λάχωσ- | |
ι προεδρεύειν εις τὴν πρ- | |
15 | ώτην εκκλησίαν, προσαγα- |
γείν αυτοὺς καὶ χρηματί- | |
σαι, γνώμην δέ ξυνβάλλεσ- | |
θαι τής βουλής εις τὸν δή- | |
μον, ότι δοκεί τήι βουλεί | |
20 | ακούσαντα τὸν δήμον τών |
Κιτιείων περὶ τής ιδρύσ- | |
ειως τού ιερού καὶ άλλου | |
Αθηναίων τού βουλομένο- | |
υ βουλεύσασθαι, ό τι άν αυ- | |
25 | τώι δοκεί άριστον είναι. |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Πανδιονίδος δ- | |
ευτέρας πρυτανείας· τών | |
προέδρων επεψήφιζεν Φα- | |
30 | νόστρατος Φιλαίδης· έδο- |
ξεν τώι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ- | |
υκόφρονος Βουτάδης είπ- | |
εν· περὶ ων οι ένποροι οι Κ- | |
ιτιείς έδοξαν έννομα ικ- | |
35 | ετεύειν αιτούντες τὸν δ- |
ήμον χωρίου ένκτησιν, εν | |
ωι ιδρύσονται ιερὸν Αφρ- | |
οδίτης, δεδόχθαι τώι δήμ- | |
ωι· δούναι τοίς εμπόροις | |
40 | τών Κιτιέων ένκτησιν χ[ω]- |
ρίου, εν ωι ιδρύσονται τὸ | |
ιερὸν τής Αφροδίτης, καθ- | |
άπερ καὶ οι Αιγύπτιοι τὸ | |
τής Ἴσιδος ιερὸν ίδρυντ- | |
45 | αι. |
Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.
Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων
Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).
Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ων λέγουσιν οι Κιτιείς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αιτούντες και έννομα ικετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος έγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ένποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.
Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων
Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δήμος τών Κιτιειών (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δήμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ακούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τών Κιτιείων και άλλου)· άλλωστε ο όρος δήμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκώ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).
Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ένκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γής ένκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γή, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οικία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).
Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).
Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων
Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: ει η πόλις διδοίη οικοδομησομένοις εγκεκτήσθαι οἳ άν αιτούμενοι άξιοι δοκώσιν είναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).
Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.
Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.
․ Αθηναί[ων κ]αὶ επεμελ[ήθη] όπως ὡς | |
κ̣άλλιστα πορευθήσονται οι πρέσ- | |
βεις ὡς βασιλέα, οὓς ο δήμος έπεμψ- | |
εν καὶ αποκρίνασθαι τώι ήκοντι π- | |
5 | αρὰ το͂ Σιδωνίων βασιλέως ότι καὶ |
ες τὸν λοιπὸν χρόνον ὢν ανὴρ αγαθ- | |
ὸς περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων ου- | |
κ έστι ότι ατυχήσει παρὰ Αθηναίω- | |
ν ων άν δέηται. είναι δέ καὶ πρόξεν- | |
10 | ον τού δήμου τού Αθηναίων Στράτω- |
να τὸν Σιδώνος βασιλέα καὶ αυτὸν | |
καὶ εκγόνος. τὸ δέ ψήφισμα τόδε αν- | |
αγραψάτω ο γραμματεὺς τής βολής | |
εστήληι λιθίνηι δέκα ημερών καὶ | |
15 | καταθέτω εν ακροπόλει, ες δέ τὴν α- |
ναγραφὴν τής στήλης δούναι τοὺς | |
ταμίας τώι γραμματεί τής βολής Δ | |
ΔΔ δραχμὰς εκ τών δέκα ταλάντων. π- | |
οιησάσθω δέ καὶ σύμβολα η βολὴ πρ- | |
20 | ὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, όπως |
άν ο δήμος ο Αθηναίων ειδήι εάν τι | |
πέμπηι ο Σιδωνίων βασιλεὺς δεόμ- | |
ενος τής πόλεως, καὶ ο βασιλεὺς ο Σ- | |
ιδω̣νίων ειδήι όταμ πέμπηι τινὰ ὡ- | |
25 | ς αυτὸν ο δήμος ο Αθηναίων. καλέσα- |
ι δέ καὶ επὶ ξένια τὸν ήκοντα παρὰ | |
το͂ Σιδωνίων βασιλέως ες τὸ πρυτα- | |
νείον ες αύριον. | |
Μενέξενος είπεν· τὰ μέν άλλα καθά- | |
30 | περ Κηφισόδοτος· οπόσοι δ’ άν Σιδω- |
νίων οικο͂ντες ες Σιδώνι καὶ πολι- | |
τευόμενοι επιδημώσιν κατ’ εμπορ- | |
ίαν Αθήνησι, μὴ εξείναι αυτὸς μετ- | |
οίκιον πράττεσθαι μηδέ χορηγὸν | |
35 | μηδένα καταστήσαι μηδ’ εισφορὰν |
μηδεμίαν επιγράφεν. |
Πρόκειται για μία πολύ σημαντική επιγραφή για τους στόχους και τα μέσα που χρησιμοποιούσε η αθηναϊκή πολιτεία στις αρχές του 4ου αιώνα είναι η IG II2 141. Προσφέρει σημαντικές πληροφορίες πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο αθηναϊκά ψηφίσματα από τα οποία έχει χαθεί η αρχή του πρώτου. Οι στίχοι 1-28 αποτελούν το τιμητικό ψήφισμα της αθηναϊκής συνέλευσης προς τον βασιλιά Abdashtart I, ο οποίος στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται ως Στράτωνας, της πόλης Σιδώνας, ενώ οι στίχοι 29-36 συνιστούν μια τροπολογία στοχεύοντας στην προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην Αθήνα.
Το αρχικό κομμάτι της στήλης που έφερε όλα τα στοιχεία χρονολόγησης του ψηφίσματος έχει χαθεί. Η αδυναμία αυτή προκάλεσε μια εντονότατη συζήτηση κατά την οποία αναπτύχθηκαν δύο θέσεις. Η παραδοσιακή ανάγει το κείμενο μεταξύ των ετών 378-360 π.Χ., με επικρατέστερα τα έτη 377-376 π.Χ. (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 118-119, Moysey 1976: 182-184, Austin 1944: 98-99, Trail 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 86 και Vagionakis 2017: 169 και 172-173) και η σύγχρονη με χρονολόγηση πέριξ της Ανταλκιδείου Ειρήνης (Ματθαίου 2016α και Ματθαίου 2016β: 118, Tracy 2014-2019: 49-50 και De Lisle 2020: 11-15). Ως τεκμήρια χρησιμοποιήθηκαν η αθηναϊκή πρεσβεία στον Μέγα Βασιλιά, στ. 1-4, τα έτη της βασιλείας του Στράτωνα, στ. 10-11, ο χρονικός περιορισμός των 10 ημερών για την ανέγερση της στήλης, στ. 12-15, το ταμείο των Δέκα Ταλάντων, στ. 17-18, καθώς και τα ονόματα των δύο εισηγητών, στ. 29-30.
Φυσικά, τα ερωτήματα είναι πολλά και εμφανίζονται ήδη από τον δεύτερο στίχο. Η πρεσβεία της Αθήνας ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο αντί τον παραδοσιακό χερσαίο διαμέσου της Μικράς Ασίας παρουσιάζεται στον Στράτωνα δεχόμενη την απαραίτητη βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού της. Συνεπώς, επιβεβαιώνονται οι ήδη υπάρχουσες καλές σχέσεις της με τον Στράτωνα αλλά και η σύνδεση αυτού με τον Αρταξέρξη Β΄ τη συγκεκριμένη περίοδο. Πιθανότατα το αποτέλεσμα της αποστολής ήταν θετικό και η πόλη προς αναγνώριση της συμβολής του του αποδίδει συγκεκριμένα προνόμια. Οι Αθηναίοι διπλωμάτες επιστρέφουν ενδεχομένως συνοδευόμενοι από έναν απεσταλμένο του Στράτωνα.
Πότε όμως στάλθηκε η συγκεκριμένη πρεσβεία; Οι καταγεγραμμένες αθηναϊκές αντιπροσωπείες στον Πέρση βασιλιά για το διάστημα των σαράντα πρώτων χρόνων του αιώνα είναι μόλις δύο. Γνωστές είναι οι αποστολές του 394/3 π.Χ. (Αθήν. Δειπν. 229 F και 251 Α-Β και Πλούτ. Πελ. 30) και του 368/7 π.Χ. (Ξεν Ελλ. 7.1.33-37, Πλούτ. Πελ. 30 και Διόδ. 15.76.3). Η παρουσία του Ιφικράτη στη Φοινίκη το 374 π.Χ. (Διόδ. 15.29.3-4 και 41.3 και Πλούτ. Αρτ. 24.1), ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας που αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελλ. 7.1.37) το 367 π.Χ. και τα λόγια του Δημοσθένη (7.29, 9.16, 19.137 και 253) για αναγνώριση της κυριότητας της Αμφίπολης από την Αθήνα μεταξύ 367-362 π.Χ. ενδεχομένως δηλώνουν νέα ή νέες διπλωματικές αποστολές.
Οι στίχοι 1-4 φανερώνουν τις πραγματοποιηθείσες ενέργειες του Στράτωνα προς τους πρεσβευτές για τις οποίες η πόλη αποδίδει τον ρόλο του προξένου στον ίδιο και στους απογόνους του, στ. 9-12. Παρεμβάλλονται οι στίχοι 4-9 όπου ο δήμος δεσμεύεται για εκ νέου ανταπόδοση εφόσον συνεχιστεί η θετική στάση του Σιδώνιου βασιλιά προς την Αθήνα.
Στη συνέχεια του ψηφίσματος, στ. 12-18, αναγράφονται οι όροι προκειμένου να τοποθετηθεί η στήλη. Ο γραμματέας της βουλής αναλαμβάνει το έργο με την υποχρέωση να το ολοκληρώσει εντός 10 ημερών, στ. 12-14. Το συγκεκριμένο χρονικό όριο εντοπίζεται αρκετές φορές την εικοσαετία 355-335 π.Χ. (Austin 1944: 99 και Vagionakis 2017: 173-174) καθιστώντας τη συγκεκριμένη επιγραφή την παλαιότερη επιβεβαιωμένη αναφορά του προσδιορισμού. Ενδιαφέρον προκύπτει από το περιεχόμενο των ψηφισμάτων με τον 10ήμερο περιορισμό διότι όλα είναι τιμητικού περιεχομένου (IG II2 130, 133, 149, 206, 253, 274, 278, 287 και 289). Σε όσα από αυτά διασώζονται τα ονόματα διαπιστώνεται πως πρόκειται για μη Αθηναίους. Ποια όμως ήταν η ανάγκη για μια τέτοια απόφαση; Αρκεί η καθυστερημένη ανέγερση των ψηφισμάτων; Το επιχείρημα αυτό αφήνει αναξιοποίητες τις δύο σημαντικές ομοιότητες∙ το χρονικό όριο εντοπίζεται σε τιμητικές επιγραφές μη Αθηναίων πολιτών. Είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι τιμώμενοι ή οι αντιπρόσωποι αυτών ήταν παρόντες τόσο κατά την ψήφιση των τιμών όσο και κατά την τοποθέτηση της στήλης.
Ο στίχος 15 καταγράφει ως σημείο τοποθέτησης την Ακρόπολη χρησιμοποιώντας τη φράση «εν ακροπὸλει» σε αντίθεση με προγενέστερες περιόδους όπου η αντίστοιχη διατύπωση ήταν «εμ πόλει». Στις αρχές του 4ου αι. χρησιμοποιούνταν και οι δύο όροι, όμως, από τη δεύτερη δεκαετία ο νεώτερος επικρατεί του παλαιότερου έως ότου τον εξαλείφει. Ασαφή χρονικό προσδιορισμό προσφέρουν οι στίχοι 16-18, με τους ταμίες των 10 Ταλάντων, αλλού καταγράφονται ως ταμίες της θεάς Αθηνάς, να αποδίδουν στον γραμματέα της βουλής τα χρήματα για τα απαραίτητα έξοδα. Το συγκεκριμένο ταμείο πιστοποιείται μόνο από επιγραφικές πηγές (IG II2 22, 173 και 244). Η δημιουργία του πιθανότατα τοποθετείται τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αι. με σκοπό την κάλυψη των εξόδων αναγραφής ψηφισμάτων της πόλης (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 65, Rhodes – Osborne, GHI 90 και Vagionakis 2017: 173).
Οι στίχοι 18-25 παραθέτουν πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης του γνησίου των διπλωματικών αποστολών. Η επιβεβαίωση θα γινόταν με τη χρήση συμβόλων, στ. 19, δηλαδή πήλινα πλακίδια τα οποία τα έσπαγαν σε δύο κομμάτια δίνοντας από ένα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αυτά αλληλοσυμπληρώνονταν με μοναδικό τρόπο αποδεικνύοντας τη γνησιότητα των εμπλεκόμενων μερών (ενδ. βλ. Gauthier 1972). Η συγκεκριμένη επιγραφή προσφέρει την παλαιότερη μαρτυρία για χρησιμοποίηση συμβόλων της Αθήνας με μη ελληνική πολιτική οντότητα (Η επόμενη το 349/8 π.Χ. με τον σατράπη Ορόντη, IG II2 207, Moysey 1976: 182 και Vagionakis 2017: 176-177).
Το τιμητικό ψήφισμα του Στράτωνα ολοκληρώνεται με την αναγραφή της παροχής φιλοξενίας στον απεσταλμένο του την επόμενη μέρα από την ψήφιση των τιμών στο πρυτανείο της πόλης, στ. 25-28.
Το δεύτερο κείμενο της επιγραφής, στίχοι 29-36, αποτελεί μία σημαντική παροχή προς τους Σιδώνιους εμπόρους που διαμένουν μόνιμα στη μητρόπολή τους. Δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί πως αυτοί οι 8 στίχοι είναι το ουσιαστικότερο κομμάτι της επιγραφής. Στους στίχους 29-30 αναγράφονται τα ονόματα των δύο Αθηναίων εισηγητών. Ο Κηφισόδοτος εισηγήθηκε το τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Στράτωνα ενώ ο Μενέξενος τη νομοθέτηση για τους Σιδώνιους εμπόρους. Οι δύο άνδρες αναφέρονται χωρίς τα πατρώνυμα ή τα δημοτικά τους ενώ φέρουν κοινά αθηναϊκά ονόματα. Οι προσπάθειες σύγχρονων ιστορικών να αναγνωρίσουν τα δύο πρόσωπα τοποθετούν τη δράση τους γύρω από την παραδοσιακή χρονολόγηση της επιγραφής (Ο Μενέξενος ενδεχομένως αναγνωρίζεται στις IG II2 111, 1237 και 1604 στ. 39-40. Το όνομα του Κηφισόδοτου εμφανίζεται αρκετές φορές. Ίσως κατάγονταν από τον δήμο του Κεραμεικού. Ο συγκεκριμένος πολίτης ήταν αρκετά δραστήριος στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα, IG II2 143 στ. 36 και Δημοσθ. 20.146 και 150. Ίσως ταυτίζεται με τον Κηφισόδοτο των παρακάτω πηγών, Agora XVI 48, Ξεν. Ελλ. 6.3.2 και 7.1.12-14, Αριστοτ. Ρητ. 3.10.7 Δημ. 51.1, και Διον. Αλικ. Άμμ. 8, Traill 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 90-91, Vagionakis 2017: 176-177 και De Lisle 2020: 13). Ελλείψει των λοιπών στοιχείων, όμως, καμία εξακρίβωση δεν μπορεί να είναι δεδομένη.
Με βάση την τροπολογία οι Σιδώνιοι πολίτες που επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς αποκτούν συγκεκριμένα οικονομικά προνόμια (Η μετοχή «πολιτευόμενοι», στ. 31-32, και το επίθετο «πολιτικών» Διόδ. 16.44.6 κάνουν λόγο για πληθυσμό με αναγνωρισμένο το δικαίωμα του πολίτη εντός της Σιδώνας.). Η διατύπωση της πρότασης του Μενέξενου είναι τέτοια ώστε αποκλείει τους ήδη εγκατεστημένους Σιδώνιους εντός του αθηναϊκού κράτους. Τα δικαιώματα αυτά ήταν η απαλλαγή τους από τον μετοίκιο φόρο (Σε επίπεδο εθνοτικής ομάδας παρόμοιο μέτρο ίσως πάρθηκε και για τους πολίτες των πόλεων Κνωσού και Κυδώνας, Agora XVI 51[1], περί το 360 π.Χ.), τις χορηγίες αλλά και από οποιαδήποτε άλλη φορολόγηση. Στόχος αυτής της οικονομικής πολιτικής, η ακόμα μεγαλύτερη προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην πόλη. Η συγκεκριμένη τακτική απέδωσε καρπούς, διότι από το δεύτερο μισό του 4ου έως και έπειτα επιγραφές επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρουσία τους (IG II2 343, 711, 2946, 8358, 8388, 10265α-10286, Whitehead 1977: 23 και Vagionakis 2017: 177).
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του κειμένου είναι απαραίτητος ένας σύντομος σχολιασμός αναφορικά με τη χρονολόγηση της επιγραφής. Η ομάδα των ιστορικών που τοποθετεί τη στήλη χρονικά πέριξ της Ανταλκίδειου Ειρήνης ανέπτυξε τη θέση της βασιζόμενη στην αναγνώριση του έργου του χαράκτη της επιγραφής. Το «χέρι» του ταυτίστηκε με αυτό των IG II2 17 και Agora XVI 50 ίσως και την IG II2 70, στις αρχές του 4ου αιώνα. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές παραμέρισαν το σύνολο των υπολοίπων στοιχείων επαναχρονολογώντας τα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την ταυτοποίηση του έργου του λιθογράφου η επιγραφή πρέπει να πλησιάσει τα πρώιμα χρόνια της παραδοσιακής χρονολόγησης.
Οι αναφερόμενες στον τιμώμενο βασιλέα φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες ενώ οι παρεχόμενες πληροφορίες επικεντρώνονται στη γεμάτη ακολασίες ζωή του και στον βίαιο θάνατό του (Αθήν. Δειπν. 531 Α-Ε, Αιλιαν. Ποικ. Ιστ. 7.2, Justin. Trog. Pomp. Ep. XVIII.3 και Jerom. Adv. Jovin. 1.45). Το σημαντικότερο στοιχείο που παραθέτουν αφορά τη σύγκριση του τρόπου ζωής του με τον βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκλή. Ο γιος του Ευαγόρα Α΄ αναρριχήθηκε στον θρόνο το 374 π.Χ. ενώ απεβίωσε φυλακισμένος των Περσών ως απόρροια της συμμετοχής του στην αποστασία το σατραπών το 361 π.Χ. Η γλώσσα των αρχαίων συγγραφέων με τις συγκρίσεις των δύο ανδρών υποδηλώνουν την ταυτόχρονη βασιλεία τους, έστω για ένα διάστημα. Ο βίαιος θάνατός του Στράτωνα, για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους Πέρσες, δεν τοποθετείται χρονικά από τις πηγές με τα έτη 362-360 π.Χ. να είναι ιδιαίτερα δελεαστικά λόγω της γενικευμένης αποστασίας. Ελλείψει των αδιάψευστων τρόπων χρονολόγησης της επιγραφής κάθε περαιτέρω προσπάθεια τοποθέτησής της με ασφάλεια στη γραμμή του χρόνου είναι επισφαλής.
Η στοιχηδόν επιγραφή παρά την απώλεια του αρχικού τμήματός της και των ερωτημάτων που δημιουργεί, προσφέρει σημαντικότατες πληροφορίες. Απεικονίζει τις επιδιώξεις της Αθήνας και έναν τρόπο για να τις υλοποιήσει. Η πόλη εκμεταλλεύεται την εύνοια και τους δεσμούς που αναπτύσσει με μονάρχες και μέσω αυτών προωθεί τα δικά της συμφέροντα. Πρόκειται για μέθοδο που στον επερχόμενο ελληνιστικό κόσμο των βασιλέων και της Ρώμης γενικεύεται.
…. των Αθηναίων, και φρόντισε πως θα ταξιδέψουν όσο το δυνατόν καλύτερα στον βασιλιά (ενν. τον Πέρση) οι πρέσβεις, τους οποίους ο δήμος έστειλε. Και να δοθεί απάντηση στον απεσταλμένο (στ. 5) του βασιλιά των Σιδωνίων ότι και στο μέλλον, εφόσον εκείνος (ενν. ο βασιλιάς των Σιδωνίων) συνεχίζει να έχει καλή στάση προς το δήμο των Αθηναίων, δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί από τους Αθηναίους οποιοδήποτε αίτημά του. Επίσης, (στ. 10) ο Στράτωνας, ο βασιλιάς της Σιδώνας, να είναι και πρόξενος του δήμου των Αθηναίων και ο ίδιος και οι απόγονοί του. Επιπλέον, το συγκεκριμένο ψήφισμα ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει εντός 10 ημερών σε λίθινη στήλη και (στ. 15) να τη στήσει στην ακρόπολη· και για την αναγραφή της στήλης να δώσουν οι ταμίες στον γραμματέα της βουλής 30 δραχμές από τα 10 τάλαντα (το ταμείο των 10 ταλάντων). Ακόμη, να κατασκευάσει και σφραγίδες αναγνώρισης η βουλή (στ. 20) για τον βασιλιά των Σιδωνίων, ώστε ο δήμος των Αθηναίων να γνωρίζει εάν ο βασιλιάς των Σιδωνίων στέλνει κάτι ζητώντας από την πόλη, και ο βασιλιάς των Σιδωνίων να γνωρίζει όταν στέλνει κάποιον (στ. 25) σε αυτόν ο δήμος των Αθηναίων. Ακόμη, να καλέσει για να φιλοξενήσει τον απεσταλμένο του βασιλιά των Σιδωνίων αύριο στο πρυτανείο. Ο Μενέξενος είπε· τα μεν άλλα να γίνουν, όπως ακριβώς εισηγήθηκε (στ. 30) ο Κηφισόδοτος· όσοι δε από τους Σιδωνίους, οι οποίοι κατοικούν στη Σιδώνα και έχουν το δικαίωμα του πολίτη, επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς, να μην επιτρέπεται σε αυτούς να πληρώνουν το μετοίκιο φόρο, ούτε χορηγός (στ. 35) να διορίζεται κανείς από αυτούς, ούτε να εγγράφονται στον κατάλογο για την καταβολή κάποιας εισφοράς.
1 | αγαθήι [τ]ύχηι. |
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο- | |
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ | |
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ- | |
5 | έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v |
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰- | |
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ- | |
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ | |
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή- | |
10 | μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών |
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰- | |
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή- | |
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ- | |
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή- | |
15 | μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ |
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ | |
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ- | |
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις | |
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε- | |
20 | βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει- |
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι] | |
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν] | |
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου] | |
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ] | |
25 | ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]- |
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή- | |
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον | |
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου- | |
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο | |
30 | τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη- |
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα- | |
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ] | |
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ | |
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου- | |
35 | λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ |
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις | |
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής | |
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}² | |
II.67 | Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷ |
71 | [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος] |
Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.
Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.
Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.
Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.
Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.
Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.
Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).
Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).
Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).
Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.
Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).
Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).
Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).
Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.
Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.
Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……
Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών
Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.
1 | [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]- |
[ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]- | |
[βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —] | |
[— — — — — — — — — — — —] | |
4 | εγὼ π̣[— — — — — — — — —] |
5 | ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —] |
τών ο[— — — — — — — — —] | |
υμετ[ερ— — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — —]α̣ καὶ | |
10 | [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς |
[ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος | |
άν είην ομολογών καὶ τὸ | |
Ευμολπίδης είναι. αναλαμ- | |
βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣ | |
15 | προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε, |
ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | |
μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό- | |
τερόν τε καὶ σεμνότερον, | |
εί γέ τινα προσθήκην επιδέ- | |
20 | χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί- |
η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών | |
Ευμολπιδών γένους, όν προ- | |
εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο- | |
κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε- | |
25 | ρον εις τοὺς Ευμολπίδας, |
παραιτείσθαι νύν τὸ έργον | |
τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής | |
[τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην. | |
vacat έρρωσθε. | |
vacat |
Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).
Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.
Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.
Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.
Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).
Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).
Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).
Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.
Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.
Θραύσμα a
Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)
Θραύσμα c
Εγώ ….
Ο πρεσβευτής; ….. τα δικά σας (….)
Θραύσμα b
(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.
Ιουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν | |
η βουλὴ η εξ Αρήου πάγου καὶ η βου- | |
λὴ τών εξακοσίων καὶ ο δήμος | |
αναθέντος εκ τών ιδίων | |
5 | Διονυσίου τού Αύλου Μαρα- |
θωνίου, αγορανομούντων | |
αυτού τε Διονυσίου Μαρα- | |
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου | |
Ῥούφου Μελιτέως. |
Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).
Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.
Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.
Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.
Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).
Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.
Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «αναθέντος εκ τών ιδίων/ Διονυσίου τού Αύλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «επιμεληθέντος της αναθήσεως», «επιμεληθέντος», «διά τής προνοίας τού», «ανέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).
Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).
Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.