[θ  ]                               ε                                ο                                [  ί]·
I [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]-
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμτευεν·
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί-
 5 [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα-
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι·        vacat
                                           έδοξεν τώι δήμωι·
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον
10 [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα
15 τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά-
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v
20 τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι-
κών.                          vacat
                                          vacat 0,065
                                        in corona
                                        hederacea:
22                                           ο δήμος
                                         τὸν πατέρα
                                          τής κανη-
25                                            φόρου
                                         Ζώπυρον
                                          Δικαίου
                                       Μελιτέα
                                          vacat 0,035
II επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί-
30 ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ-
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο-
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ]
συμπρόεδροι· vacat        έδοξεν τώι δήμωι· vacat
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες
35 επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ-
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣
40 [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί-
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]-
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI
45 Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]-
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]-
50 κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]-
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]-
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]-
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]-
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι]
55 εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]-
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών.                                   vacat
                                                     vacat 0,085
in corona hederacea: in corona oleaginea:
     57 [η] βουλή,
ο δήμος
τοὺς παίδας     65   ο δή[μος]
    60 τοὺς ελευθέ- τοὺς [επιμε]-
ρους καὶ τὸν λητὰ[ς τής]
διδάσκαλον      πομ[πής].
αυτώ[ν ․․]ΙΟ
Σ[— — —]

Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).

 

Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)

Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).

Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.

Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.

Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.

 

Αθήνα και Πτολεμαίοι

Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).

[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]

Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)

Ο δήμος (τιμά)

τον πατέρα

της κανη(στ. 25)φόρου

Ζώπυρο

γιο του Δικαίου

από το δήμο της Μελίτης

Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)                    (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)

η βουλή και                                                                    Ο δήμος (τιμά)

ο δήμος (τιμούν)                                                           τους επιμελητές

τους ελεύθερους                                                          της πομπής.

παίδες

και τον διδάσκαλό τους – – –

1             [ε]πὶ Ποσειδωνίου άρχοντος ανέθηκαν.

Η επιγραφή σώζεται στο επιστύλιο κληρωτηρίου το οποίο ανατέθηκε ενδεχομένως από τους πρυτάνεις σε προστάτιδα θεότητα του σώματός τους, επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η κλήρωση (που οργανώνονταν με βάση τις δέκα φυλές που ίδρυσε ο Κλεισθένης) ως τρόπος ανάδειξης των πολιτών σε αξιώματα θα επεκταθεί σε όλες τις αρχές και τα πολιτειακά όργανα της πόλης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στρατιωτικές και οικονομικές αρχές για τις οποίες διατηρήθηκε δικαίωμα επανεκλογής και η ψηφοφορία μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην πρώτη εισοδηματική τάξη). Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ. η κλήρωση συστηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η πόλη χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες περιλάμβαναν τη χρήση κληρωτικών μηχανών ή κληρωτήρια ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Με κλήρωση ορίζονταν η θέση αθλητών και κριτών στους αγώνες, η επιλογή των ιερέων, ακόμη και όσων εμπλέκονταν στους δραματικούς αγώνες (διδάσκαλοι, πρωταγωνιστές, σειρά των παραστάσεων κλπ). Ωστόσο η κλήρωση αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί συνδέεται με τέσσερις βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την ανάδειξη και συμμετοχή των πολιτών στην αρχή των εννέα αρχόντων, τη βουλή των πεντακοσίων, σε δικαστικά σώματα, όπως το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, και των επιμέρους δικαστηρίων της, καθώς και στο πλήθος των εξειδικευμένων αρχόντων των οποίων ο αριθμός, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., αυξάνεται εντυπωσιακά ξεπερνώντας τους χίλιους (π.χ. δήμαρχοι, λογιστές, εύθυνοι, ταμίες αποδέκτες, ιεροποιοί, εισαγωγείς, πωλητές, επισκευαστές των ιερών, μετρονόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές του εμπορίου, αστυνόμοι, οδοποιοί, νομοθέτες, ένδεκα, τετταράκοντα, ναυτοδίκες, ξενοδίκες κλπ: [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Το 487/6 π.Χ. το δικαίωμα συμμετοχής στην αρχή των εννέα αρχόντων (επώνυμος, πολέμαρχος, βασιλεύς, και έξι θεσμοθέτες), καθώς και του γραμματέα των θεσμοθετών, επεκτάθηκε και στη δεύτερη εισοδηματική τάξη (ιππείς) διευρύνοντας έτσι την κοινωνική σύνθεση των μελών αυτής της αρχής. Η εκλογή με ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που συνδύαζε την εκλογή και την κλήρωση (κληρωτοί εκ προκρίτων). Οι άρχοντες αναδεικνύονταν από τις φυλές. Αρχικά εκλέγονταν δέκα πολίτες από κάθε φυλή για κάθε θέση (στη συνέχεια ο αριθμός των προκρίτων ανά φυλή αυξήθηκε σε εκατό) και έπειτα κληρώνονταν ο ένας από τους δέκα. Η φυλή, ανάλογα με τη σειρά που ορίστηκε, αναδείκνυε μια χρονιά τον επώνυμο άρχοντα, την επόμενη τον πολέμαρχο και ούτω καθεξής. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και μεταξύ του 458 και του 456 π.Χ. το δικαίωμα ανάδειξης στην αρχή των εννέα αρχόντων επεκτάθηκε και στην τρίτη εισοδηματική τάξη, τους ζευγίτες ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 26.2). Παράλληλα η κλήρωση μεταξύ περισσοτέρων προεκλεγομένων αντικαταστάθηκε με ένα σύστημα διπλής κλήρωσης (κλήρωση μεταξύ κληρωτών).

Τα διαδοχικά συστήματα κλήρωσης εφαρμόστηκαν και για την επιλογή των μελών της βουλής των πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε διατηρήσει την ψηφοφορία ως σύστημα ανάδειξης των βουλευτών. Το 487/6 π.Χ. όμως έγινε η πρώτη τροποποίηση που συνδύαζε εκλογή και κλήρωση, ώστε να μειωθεί η μεγάλη συμμετοχή στη βουλή των πλουσιότερων πολιτών. Η κάθε φυλή εξέλεγε πεντακόσιους πολίτες, που είχαν προκύψει από κάθε δήμο χωριστά ανάλογα με τον πληθυσμό του ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 62.1), από τους οποίους κληρώνονταν οι πενήντα βουλευτές. Μετά τον Εφιάλτη έγινε νέα ρύθμιση και εφαρμόστηκε η απλή κλήρωση, που γινόταν με κυάμους (δηλαδή κουκιά ως κλήροι, η ψήφοι). Η διαδικασία είχε ως εξής: διέθεταν δύο ίδιες κάλπες. Στη μια κάλπη (κληρωτίδα ή κληρωτήριο) έβαζαν τα ονόματα των μελών της φυλής που είχαν θέσει υποψηφιότητα και στην άλλη ισάριθμους κυάμους εκ των οποίων οι λευκοί ήταν τόσοι, όσοι επρόκειτο να εκλεγούν και οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Στη συνέχεια έβγαζαν ένα όνομα από τη μια κάλπη και έναν κύαμο από την άλλη κάλπη. Αν ο κύαμος ήταν λευκός, ο υποψήφιος εκλεγόταν, αν ήταν μαύρος, αποκλείονταν. Μετά από αυτή την εκλογή εκλέγονταν οι αναπληρωτές. Με κλήρο οριζόταν και η σειρά των πενήντα βουλευτών της φυλής (πρυτάνεις) που θα προήδρευε της βουλής για έναν από τους δέκα μήνες (πρυτανεία) του πολιτικού ημερολογίου. Η σειρά δεν οριζόταν στην αρχή του έτους αλλά πριν από κάθε επί μέρους πρυτανεία, ώστε να μην είναι εξ αρχής γνωστός ο χρόνος που μια φυλή θα αναλάμβανε την πρυτανεία. Έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι πενήντα πρυτάνεις προέδρευαν στη βουλή και στην εκκλησία και με κλήρο εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρό τους (επιστάτην). Μεταξύ του 399 και του 379/8 π.Χ. άλλαξε ο τρόπος εκλογής των προέδρων της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Από τότε ο επιστάτης επέλεγε με κλήρο έναν από αυτούς ως πρόεδρο ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 44.1-3). Στη δεκαετία του 360 π.Χ. και ο γραμματέας της βουλής επιλεγόταν με κλήρωση και όχι με ψηφοφορία.

Ωστόσο το πεδίο, στο οποίο η διαδικασία της κλήρωσης βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της, εντοπίζεται στον τρόπο επιλογής των μελών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, το οποίο με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη απέκτησε πολύ μεγάλες εξουσίες. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι κάθε χρόνο επέλεγαν με κλήρο 6.000 πολίτες (600 από κάθε φυλή, 5.000 τακτικούς και 1.000 αναπληρωματικούς) ως ηλιαστές/δικαστές. Η Ηλιαίας σπάνια συγκαλείτο σε σώμα (Ανδοκίδης, Περὶ Μυστηρίων 17). Οι 6.000 ηλιαστές κατανέμονταν με κλήρωση και για όλο το έτος σε δέκα μικρότερες ομάδες δικαστών/τμήματα που αποτελούνταν από πολίτες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Κάθε τμήμα/δικαστήριο είχε 500 ή 501 μέλη (Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 52· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68) που και αυτά με τη σειρά τους κληρώνονταν από τον κατάλογο των 6.000. Βέβαια γνωρίζουμε και περιπτώσεις με δικαστήρια 201 και 401 δικαστών (Δημοσθένης Κατὰ Μειδίου 223· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 53.3), όπως και περιπτώσεις που η εκκλησία ψήφιζε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου που αποτελείτο από 1.000, 1.500 ή 2.000 δικαστές (Λυσίας, Κατὰ Αγοράτου 35· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68.1· Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου 223 και Κατὰ Τιμοκράτους 9· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 107· Πλούταρχος, Περικλής 32· Πολυδεύκης 8.53, 123). Μαζί με την κατανομή των ηλιαστών σε τμήματα/δικαστήρια προσδιορίζονταν και οι διάφορες υποθέσεις που το καθένα από αυτά θα εκδίκαζε. Κάθε δικαστήριο αναλάμβανε να διεκπεραιώσει μέσα σε μια δικάσιμη ημέρα μια δημόσια δίκη ή τρεις έως τέσσερις ιδιωτικές δίκες.

Η διαδικασία κλήρωσης α) για την εκλογή ηλιαστών, β) τη συγκρότηση των επιμέρους δικαστηρίων, και γ) τη σύνθεση των μελών του δικαστηρίου, απαιτούσε πολύπλοκες διαδικασίες και στάδια, τα οποία ουσιαστικά εισήχθησαν τον 4ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα δωροδοκίας των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 27.5) ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη, ο Άνυτος, είχε επινοήσει πρώτος τον χρηματισμό (δεκάζειν). Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι τουλάχιστον μέχρι το 388 π.Χ. εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα κατανομής των δικαστών σε δικαστήρια. Κάθε δικαστής δεν κατανέμεται στην αρχή του χρόνου και για όλη του τη θητεία σε διάφορα δικαστήρια, αλλά κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο της Ηλιαίας η συγκρότηση των δικαστηρίων της συγκεκριμένης ημέρας. Οι ηλιαστές χωρίζονταν σε δέκα ισάριθμες ομάδες (που αντιστοιχούσαν στις δέκα φυλές) και η κάθε μια συμβολιζόταν με ένα γράμμα του αλφαβήτου από το Α έως το Κ ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.4· Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι 681-690). Στη συνέχεια ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από δύο κιβώτια δύο σειρές κλήρων: μια για το δικαστήριο και μια για την ομάδα των δικαστών. Η πρώτη ομάδα που κληρωνόταν, δίκαζε στο αντίστοιχα πρώτο δικαστήριο που κληρωνόταν, η δεύτερη στο δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός της ομάδας των δικαστών για κάθε δικαστήριο που ήταν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ημέρα. Όσοι ηλιαστές περίσσευαν, επέστρεφαν σπίτι τους (Αριστοφάνης, Πλούτος 1166-1167). Για την εκδίκαση θρησκευτικών ή στρατιωτικών υποθέσεων η κλήρωση δεν γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν προσέλθει, αλλά μεταξύ δικαστών που είχαν σχετικές γνώσεις.

Ωστόσο και το σύστημα αυτό, που καθιστούσε αδύνατον να γνωρίζει κάποιος πριν από μια δίκη ποια ομάδα δικαστών θα εκδίκαζε μια υπόθεση, δεν πρέπει να κρίθηκε ικανοποιητικό, γι’ αυτό και άλλαξε. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, που εισήχθη πριν το 352 π.Χ., η κλήρωση για κάθε ομάδα δικαστών αντικαταστάθηκε με την κλήρωση για κάθε δικαστή ατομικά.

Το νέο αυτό σύστημα, που εφαρμόστηκε και για την κλήρωση των αρχόντων αντικαθιστώντας την κλήρωση με κυάμους, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο και μας το περιγράφει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία 63-65).

Κάθε ηλιαστής έπαιρνε εν είδει ταυτότητας ένα πλακίδιο (βλ. Kroll 1972: 5-7, 62-68, 87-100), μια μικρή δηλαδή χάλκινη πλάκα μήκους 8-10 εκ., πλάτους 2 εκ. και πάχους 1-2 εκ., η οποία του ήταν χρήσιμη για το κληρωτήριο. Σε κάθε πλακίδιο αναγραφόταν το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, του δήμου του και ένα γράμμα του αλφαβήτου (από το Α έως το Κ) που αντιπροσώπευε τη φυλή του.

Η διαδικασία της κλήρωσης για τη σύνθεση των μελών των δικαστηρίων άρχιζε νωρίς το πρωί της κάθε δικάσιμης ημέρας και γινόταν σε έναν ειδικό μηχανισμό που ονομαζόταν κληρωτήριο (βλ. Dow 1937: 198-215˙ Dow 1939˙ Bishop 1970). Τα κληρωτήρια που βρέθηκαν στο χώρο της Αγοράς ήταν μόνιμα τοποθετημένα και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ. (π.χ. το συγκεκριμένο του 162 π.Χ.). Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο κληρωτήρια μαζί. Το καθένα από τα δύο είχε πέντε στήλες οριζόντιων εγκοπών που στην κορυφή τους αναγραφόταν ένα γράμμα της αλφαβήτου, από το Α έως το Κ, δηλωτικό κάθε μιας από τις δέκα φυλές. Κάθε στήλη (δηλαδή κάθετη σειρά) διέθετε πενήντα εγκοπές. Ένα κληρωτήριο που βρέθηκε με έντεκα στήλες χρονολογείται πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία οι Αθηναίοι προσέθεσαν φυλές προς τιμή σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής (βλ. σελ. 113). Στην αριστερή του πλευρά κάθε κληρωτήριο διέθετε έναν ενσωματωμένο σωλήνα που το πάνω του μέρος είχε σχήμα χωνιού, ενώ το κάτω κατέληγε σε ένα άνοιγμα με κινητό πώμα. Το σωλήνα αυτόν ο αρμόδιος άρχων τον γέμιζε με μπρούτζινα ή μαρμάρινα λευκά σφαιρίδια (ένα λευκό για κάθε πέντε δικαστές που θα κληρώνονταν από την κάθε φυλή για την συγκεκριμένη ημέρα) και μαύρα σφαιρίδια (ένα μαύρο για κάθε πέντε δικαστές που θα αποκλείονταν). Ο αριθμός των λευκών και μαύρων σφαιριδίων που τοποθετούνταν εξαρτιόταν από την αναλογία του αριθμού των ηλιαστών που απαιτούνταν εκείνη την ημέρα και των υποψηφίων που παρουσιάζονταν.

Αρχικά κάθε ηλιαστής έριχνε το πλακίδιό του (δηλ. την ταυτότητά του) μέσα σε ένα καλάθι που ήταν της φυλής του. Έπειτα ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από κάθε καλάθι ένα πλακίδιο. Ο δικαστής που κληρωνόταν (από το κάθε καλάθι) ήταν υπεύθυνος να τοποθετήσει στην τύχη τα υπόλοιπα πλακίδια, που υπήρχαν στο καλάθι του, στις εγκοπές της στήλης, στις οποίες αναγραφόταν το γράμμα της φυλής του (δηλ. κάθε μια κάθετη σειρά περιελάμβανε τα πλακίδια που έφεραν το γράμμα Α, μια άλλη το Β και ούτω καθεξής). Κατόπιν ο αρμόδιος άρχων τραβούσε ένα ένα τα σφαιρίδια που βρίσκονταν στο σωλήνα. Αν το πρώτο που έπεφτε ήταν άσπρο, οι πέντε ηλιαστές, των οποίων τα πλακίδια ήταν στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, κληρώνονταν ως δικαστές για εκείνην την ημέρα. Αν ήταν μαύρο αποκλείονταν. Το δεύτερο σφαιρίδιο έκρινε τη δεύτερη σειρά και ούτω καθεξής μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός δικαστών. Στη συνέχεια, όσοι είχαν επιλεγεί, τραβούσαν με κλήρο ένα βελανίδι που έφερε ένα γράμμα του αλφαβήτου, από το Λ και μετά, το οποίο αντιστοιχούσε στο δικαστήριο που θα πήγαιναν. Στο τέλος έδιναν σε κάθε δικαστή ένα χρωματιστό ραβδί ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.2-3), το οποίο του έδινε το δικαίωμα εισόδου στο δικαστήριο και με το οποίο γνώριζε σε ποιο δικαστήριο θα πήγαινε (κάθε δικαστήριο έφερε στην είσοδό του ένα δοκάρι διαφορετικού χρώματος). Αντίστοιχη διαδικασία προβλεπόταν και για τους προέδρους των δικαστηρίων ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 66.1). Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία, τα πλακίδια των ηλιαστών περνούσαν από έλεγχο νομιμότητας και τα έστελναν στο δικαστήριο όπου θα δίκαζε ο καθένας. Με το τέλος της δίκης τα πλακίδια τους επιστρέφονταν μαζί με την αμοιβή τους.

Γίνεται συνεπώς φανερό ότι τα διάφορα αυτά συστήματα κλήρωσης που επινοήθηκαν είχαν ως στόχο να μην γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο, ποιοι δικαστές θα συμμετείχαν, ούτε και ποια υπόθεση θα εκδίκαζαν. Με αυτά τα μέτρα πίστευαν ότι αποτρεπόταν κάθε πιθανότητα δωροδοκίας των δικαστών και εξασφαλιζόταν η άψογη απονομή της δικαιοσύνης. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αξιοθαύμαστα επινοητική.

Ανέθεσαν (το κληρωτήριο) επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

έδοχσεν το͂ι δέμοι· τ̣[ὸς ε Σ]αλαμ̣[ίνι κλερόχ]ος
οικε͂ν εα Σαλαμίνι [ ․ ․ 5 ․ ․ ]λεν [ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Αθέ]νε-
σι τελε͂ν καὶ στρατ[εύεσθ]αι ⋮ τ̣[ὰ δ’ ε Σαλαμίνι] μ-
έ μι[σθ]ο͂ν, εὰ μέ οικ[ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]ο[ ․ μισθόμενο․ ⋮ ε]ὰ-
5 ν δέ μισθο͂ι, αποτί[νεν τὸ μισθόμενον καὶ τὸ] μ̣-
ισθο͂ντα ℎεκάτε[ρον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]
ες δεμόσιο[ν ∶ εσπράτεν δέ τὸν ά]-
ρχο[ν]τα, εὰν [δέ μέ, ευθ]ύ[νεσθαι ∶ τ]-
ὰ δέ [ℎ]όπλα π[αρέχεσ]θ̣α[ι αυτὸς ∶ τ]-
10 ριά[κ]οντα ∶ δρ[αχμο͂ν ⋮] ℎο[πλισμένο]-
ν δέ [τ]ὸν άρχοντ[α τὰ ℎόπλα κρίν]-
εν ⋮ [επ]ὶ τε͂ς β[ο]λε͂[ς ․ ․ ․ c.11 ․ ․ ․ ․ ]

Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο αττικό ψήφισμα. Η προσθήκη του όγδοου θραύσματος (Ματθαίου 1990-1991: 10-13) καθιστά πολύ πιθανό ότι η απόφαση αυτή του αθηναϊκού δήμου αφορά τους κληρούχους (συμπλήρωση κληρόχ]ος, στ. 1) που εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα.

Οι κληρουχίες, όπως οι αποικίες, συντελούσαν στην αποκατάσταση ακτημόνων πολιτών με τη διανομή σε αυτούς κλήρων γης. Όμως, ενώ οι αποικίες γίνονταν ανεξάρτητα κράτη, οι κληρουχίες αποτελούσαν τμήμα του αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη και, όπως οι πολίτες των τριών πρώτων τιμοκρατικών τάξεων, πλήρωναν εισφορά και στρατεύονταν ως οπλίτες.

Σύμφωνα με το ψήφισμα στις υποχρεώσεις των κληρούχων περιλαμβάνονται: η καταβολή φόρου και η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας (στ. 3) στις τάξεις των οπλιτών, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός κάθε κληρούχου υπολογίζεται σε τριάντα δραχμές (στ. 9-10), καθώς και η μόνιμη διαμονή τους στην Σαλαμίνα που επιβάλλεται με τη μη εκμίσθωση των κλήρων τους (στ. 3-4). Με βάση τις συμπληρώσεις στους στίχους 4-8 φαίνεται ότι, εάν παραβιασθεί η διάταξη αυτή, ο εκμισθών και ο μισθωτής υποχρεούνται στην καταβολή προστίμου, η είσπραξη του οποίου ανατίθεται στον άρχοντα της Σαλαμίνας. Ο άρχοντας έχει επίσης την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού (στ. 9-11). Σύμφωνα με την Αθηναίων πολιτεία (54.8) του Ψευδο-Αριστοτέλους, ο άρχοντας της Σαλαμίνας οριζόταν ετήσια από την εκκλησίαν τού δήμου.

Είναι γνωστό ότι η Σαλαμίνα αποτέλεσε αιτία μακρόχρονων πολέμων ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους και ότι αυτή περιήλθε τελικά στους Αθηναίους (βλ. Πλούταρχος, Σόλων 8-10· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 17.2). Η σημασία του νησιού δηλώνεται και από το ψήφισμα (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).

Αν και οι συμπληρώσεις που έγιναν δεν είναι πάντοτε βέβαιες, κύριος σκοπός του ψηφίσματος είναι ασφαλώς η μόνιμη εγκατάσταση των κληρούχων στην Σαλαμίνα και η στράτευσή τους στις τάξεις των οπλιτών. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι μετά την εκδήλωση των εχθρικών διαθέσεων της Σπάρτης η φρούρηση της Σαλαμίνας κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Αθηναίους για την προστασία και διασφάλιση της κατοχής της.

Ο δήμος αποφάσισε: οι κληρούχοι στη Σαλαμίνα να διαμένουν στη Σαλαμίνα… να καταβάλλουν φόρους στους Αθηναίους και να στρατεύονται· να μην εκμισθώνουν τη γη που τους παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα και να μη διαμένει σε αυτήν ο μισθωτής της· εάν (στ. 5) την εκμισθώσουν, ο εκμισθών και ο μισθωτής πληρώνουν ως πρόστιμο το τριπλάσιο του μισθώματος στο δημόσιο, η είσπραξη (του προστίμου) ανατίθεται στον άρχοντα, ο οποίος να λογοδοτεί σε περίπτωση παράλειψης που αφορά αυτό το καθήκον· οι ίδιοι οι κληρούχοι οφείλουν να παρέχουν τον οπλισμό τους (στ. 10) αξίας τριάντα δραχμών και ο άρχοντας θα έχει την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού.

1 Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος.
  εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος,
  απέθανε επ’ Ευβολίδο
  εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων.

Η ένταξη της επιγραφής στο ιστορικό της πλαίσιο

Η επιγραφή που σώζεται μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια τη μάχη κατά την οποία πέθανε ο Δεξίλεως, καθώς αναφέρεται η τοποθεσία στην οποία διεξήχθη αυτή η μάχη, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο χρόνος που αυτή έλαβε χώρα, με την αναφορά του επώνυμου άρχοντος κατά την θητεία του οποίου πέθανε ο Δεξίλεως. Αυτός ήταν ο Ευβουλίδης ο οποίος ανέλαβε ως επώνυμος άρχων της Αθήνας το έτος 394/3 π.Χ. Σύμφωνα με τον  Ξενοφώντα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η μάχη στην οποία συμμετείχε και σκοτώθηκε ο Δεξίλεως ήταν αυτή του ποταμού Νεμέα (394 π.Χ.), στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.).

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.17), οι Αθηναίοι ιππείς που συμμετείχαν στη μάχη ήταν λιγότεροι από εξακόσιοι (600), ενώ σύμφωνα με τον ίδιο συνολικά οι Θηβαίοι, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) οπλίτες και χίλιους πεντακόσιους πενήντα (1.550) ιππείς. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Διόδωρος (14.82.10) είναι σαφώς πιο μετριοπαθείς. Ο αντι-σπαρτιατικός συνασπισμός είχε στην διάθεση του  δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οπλίτες, ενώ οι ιππείς ανέρχονταν σε πεντακόσιους (500) περίπου. Οι δυνάμεις των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.16), σε δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιους (13.500) περίπου οπλίτες, εξακόσιους (600) ιππείς, τριακόσιους (300) Κρήτες τοξότες και τετρακόσιους (400) σφενδονήτες. Αντιθέτως ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ανέρχονταν σε είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) οπλίτες και πεντακόσιους (500) ιππείς.

Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις απώλειες των δύο αντίπαλων συνασπισμών στη συγκεκριμένη μάχη. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις οκτώ (8) στρατιώτες ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους  περίπου δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί (Németh 1994: 95). Ο Ξενοφών, επιθυμώντας να τονίσει τη γενναιότητα και τις ικανότητες των Σπαρτιατών οπλιτών, έχει σκοπίμως παραποιήσει τους αριθμούς, οι οποίοι δεν υιοθετούνται από τους σύγχρονους ερευνητές. Αν ίσχυαν αυτοί οι αριθμοί δεν θα ήταν δυνατό οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οι Αργείοι στη μάχη της Κορώνειας που διεξήχθη μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα να παρατάξουν  αξιόμαχο και πολυπληθές στράτευμα (Ξενοφών, Ελληνικά 4.3.15). Ο Διόδωρος από την άλλη υποστηρίζει ότι οι νεκροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε χίλιους εκατό (1.100) στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Αθηναίων και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσιους (2800) περίπου στρατιώτες. Τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος είναι περισσότερο αληθοφανή σε σχέση με εκείνα που παραθέτει ο Ξενοφών.

Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ξενοφών σχετικά με τον αριθμό των Αθηναίων ιππέων που συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα εύκολα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη μάχη αυτή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα συμμετείχαν εξακόσιοι (600) Αθηναίοι ιππείς. Από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., μέχρι και το 394 π.Χ., έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η μάχη σου ποταμού Νεμέα, μόλις μία φορά ακόμη οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σε εκστρατεία εκτός των συνόρων της Αττικής εξακόσιους (600) ιππείς, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Μεγάρων, το 424 π.Χ. (Θουκυδίδης 4.68.5). Επιπροσθέτως ο Ξενοφών, αν και παραθέτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιππέων για τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους (χίλιους πεντακόσιους πενήντα [1.550]), εντούτοις αυτοί δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη μάχη του ποταμού Νεμέα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αξιοπιστίας των Αθηναίων ιππέων την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς αυτοί είχαν συνδεθεί με τους Τριάκοντα Τυράννους (404/403 π.Χ.· Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.2). Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αθηναίων απέναντι στους ιππείς υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε  παρότρυναν τριακόσιους από αυτούς (300) να συμμετάσχουν στο εκστρατευτικό σώμα του Θίβρωνος στη Μικρά Ασία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1.4).

Επί πλέον  οι απώλειες των Αθηναίων ιππέων περιορίστηκαν σε ένδεκα άτομα σύμφωνα με την επιγραφή IG II2 5222, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές ότι οι πεσόντες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιγραφή αφορούν τις συνολικές απώλειες των Αθηναίων ιππέων και όχι την καταγραφή των απωλειών επιμέρους αθηναϊκών φυλών (Harding 1985: 33). Η επιγραφή ωστόσο, δεν αναφέρει ότι οι ένδεκα ιππείς ανήκαν σε μία συγκεκριμένη φυλή, αν και η επιγραφή σώζεται ακέραιη. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι αριθμοί που παραθέτει ο Διόδωρος σχετικά με τον αριθμό των ιππέων του αντι-σπαρτιατικού συνασπισμού κρίνονται περισσότερο αληθοφανείς. Συνεπώς ο αριθμός των Αθηναίων ιππέων πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εξακοσίων Αθηναίων ιππέων που παραθέτει ο Ξενοφών λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Η ίδια η επιτύμβια στήλη (IG II2 6217) στην οποία αναφέρεται το όνομα του Δεξίλεω  παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Η αινιγματική φράση ότι ήταν ένας εκ των πέντε ιππέων που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ερευνητές, καθώς στην επιγραφή IG II2 5222 γίνεται αναφορά σε ένδεκα (11) νεκρούς ιππείς στην Κόρινθο την ίδια εποχή.  Οι δύο βασικές επιστημονικές υποθέσεις είναι οι εξής: 1) ο Δεξίλεως ανήκε στους 4-5 πιο ικανούς ιππείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ἱππαρχικός 8.25) παρέμεναν πίσω από την υπόλοιπη παράταξη και προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον των εχθρών, όταν οι τελευταίοι  έστρεφαν το μέτωπό τους, για να κάνουν έφοδο. Λόγω ανεπάρκειας σχετικών μαρτυριών, όμως, δεν καθίσταται σαφές αν στο συγκεκριμένο χωρίο ο Ξενοφών παρουσιάζει μία συνήθη στρατιωτική τακτική ή αν προτείνει μία καινοτόμο τακτική επιμέρους τμήματος του αθηναϊκού ιππικού (Bugh 1988: 138)· 2) η επιτάφια επιγραφή του Δεξίλεω αναφέρεται στους νεκρούς ιππείς που σχετίζονται με την Ακαμαντίδα φύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μισοί περίπου του συνόλου των νεκρών ιππέων ανήκαν στην Αδαμαντίδα φυλή. Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο στην αρχαία Αθήνα (πρβλ. ενδεικτικά τη μάχη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ., όπου, σύμφωνα με τον ατθιδογράφο Κλείδημο [Πλούταρχος, Αριστείδης 19.6], θυσιάστηκαν πενήντα δύο (52) Αθηναίοι στρατιώτες από την Αιαντίδα φυλή). Πιθανότατα οι ιππείς της Ακαμαντίδος φυλής βρέθηκαν σε ένα σημείο όπου η ένταση της μάχης ήταν μεγάλη, εξ ου και οι μεγάλες απώλειες αυτών. Οι ιππείς των Αθηναίων σε πολλές περιπτώσεις δεν πολεμούσαν με το σύνολο των δυνάμεων τους, αλλά συμμετείχαν σε μάχες με μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα βασισμένα στη διαίρεση των Αθηναίων σε φυλές (Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.4, 2.4.31· Διόδωρος Σικελιώτης 18.10.3).

 

Η αποσύνδεση του Δεξίλεω από το καθεστώς των Τριάκοντα (404/3 π.Χ.)

Η αναφορά στους δύο επώνυμους άρχοντες κατά το έτος γέννησης του Δεξίλεω, 414/3 π.Χ. (Τείσανδρος), και κατά το  έτος θανάτου του, 394/3 π.Χ. (Ευβουλίδης), θα πρέπει να συνδέεται με την απόπειρα των συγγενών του να δηλώσουν απερίφραστα ότι ο Δεξίλεως δεν είχε ουδεμία σχέση με το καθεστώς των Τριακόντα το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα απεχθές στους Αθηναίους, καθώς σύμφωνα με τα ονόματα των επωνύμων άρχόντων που παρατίθενται ο Δεξίλεως ήταν μόλις είκοσι ετών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να είχε ενεργό ρόλο στο καθεστώς των Τριάκοντα.

Ο Δεξίλεως, ο γιος του Λυσανίου από το δήμο του Θορικού. Γεννήθηκε επί άρχοντα Τεισάνδρου, πέθανε επί άρχοντα Ευβουλίδου στην Κόρινθο, ένας από τους πέντε ιππείς.

․ Αθηναί[ων κ]αὶ επεμελ[ήθη] όπως ὡς
κ̣άλλιστα πορευθήσονται οι πρέσ-
βεις ὡς βασιλέα, οὓς ο δήμος έπεμψ-
εν καὶ αποκρίνασθαι τώι ήκοντι π-
5 αρὰ το͂ Σιδωνίων βασιλέως ότι καὶ
ες τὸν λοιπὸν χρόνον ὢν ανὴρ αγαθ-
ὸς περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων ου-
κ έστι ότι ατυχήσει παρὰ Αθηναίω-
ν ων άν δέηται. είναι δέ καὶ πρόξεν-
10 ον τού δήμου τού Αθηναίων Στράτω-
να τὸν Σιδώνος βασιλέα καὶ αυτὸν
καὶ εκγόνος. τὸ δέ ψήφισμα τόδε αν-
αγραψάτω ο γραμματεὺς τής βολής
εστήληι λιθίνηι δέκα ημερών καὶ
15 καταθέτω εν ακροπόλει, ες δέ τὴν α-
ναγραφὴν τής στήλης δούναι τοὺς
ταμίας τώι γραμματεί τής βολής Δ
ΔΔ δραχμὰς εκ τών δέκα ταλάντων. π-
οιησάσθω δέ καὶ σύμβολα η βολὴ πρ-
20 ὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, όπως
άν ο δήμος ο Αθηναίων ειδήι εάν τι
πέμπηι ο Σιδωνίων βασιλεὺς δεόμ-
ενος τής πόλεως, καὶ ο βασιλεὺς ο Σ-
ιδω̣νίων ειδήι όταμ πέμπηι τινὰ ὡ-
25 ς αυτὸν ο δήμος ο Αθηναίων. καλέσα-
ι δέ καὶ επὶ ξένια τὸν ήκοντα παρὰ
το͂ Σιδωνίων βασιλέως ες τὸ πρυτα-
νείον ες αύριον.
Μενέξενος είπεν· τὰ μέν άλλα καθά-
30 περ Κηφισόδοτος· οπόσοι δ’ άν Σιδω-
νίων οικο͂ντες ες Σιδώνι καὶ πολι-
τευόμενοι επιδημώσιν κατ’ εμπορ-
ίαν Αθήνησι, μὴ εξείναι αυτὸς μετ-
οίκιον πράττεσθαι μηδέ χορηγὸν
35 μηδένα καταστήσαι μηδ’ εισφορὰν
μηδεμίαν επιγράφεν.

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική επιγραφή για τους στόχους και τα μέσα που χρησιμοποιούσε η αθηναϊκή πολιτεία στις αρχές του 4ου αιώνα είναι η IG II2 141. Προσφέρει σημαντικές πληροφορίες πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο αθηναϊκά ψηφίσματα από τα οποία έχει χαθεί η αρχή του πρώτου. Οι στίχοι 1-28 αποτελούν το τιμητικό ψήφισμα της αθηναϊκής συνέλευσης προς τον βασιλιά Abdashtart I, ο οποίος στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται ως Στράτωνας, της πόλης Σιδώνας, ενώ οι στίχοι 29-36 συνιστούν μια τροπολογία στοχεύοντας στην προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην Αθήνα.

Το αρχικό κομμάτι της στήλης που έφερε όλα τα στοιχεία χρονολόγησης του ψηφίσματος έχει χαθεί. Η αδυναμία αυτή προκάλεσε μια εντονότατη συζήτηση κατά την οποία αναπτύχθηκαν δύο θέσεις. Η παραδοσιακή ανάγει το κείμενο μεταξύ των ετών 378-360 π.Χ., με επικρατέστερα τα έτη 377-376 π.Χ. (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 118-119, Moysey 1976: 182-184, Austin 1944: 98-99, Trail 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 86 και Vagionakis 2017: 169 και 172-173) και η σύγχρονη με χρονολόγηση πέριξ της Ανταλκιδείου Ειρήνης (Ματθαίου 2016α και Ματθαίου 2016β: 118, Tracy 2014-2019: 49-50 και De Lisle 2020: 11-15). Ως τεκμήρια χρησιμοποιήθηκαν η αθηναϊκή πρεσβεία στον Μέγα Βασιλιά, στ. 1-4, τα έτη της βασιλείας του Στράτωνα, στ. 10-11, ο χρονικός περιορισμός των 10 ημερών για την ανέγερση της στήλης, στ. 12-15, το ταμείο των Δέκα Ταλάντων, στ. 17-18, καθώς και τα ονόματα των δύο εισηγητών, στ. 29-30.

Φυσικά, τα ερωτήματα είναι πολλά και εμφανίζονται ήδη από τον δεύτερο στίχο. Η πρεσβεία της Αθήνας ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο αντί τον παραδοσιακό χερσαίο διαμέσου της Μικράς Ασίας παρουσιάζεται στον Στράτωνα δεχόμενη την απαραίτητη βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού της. Συνεπώς, επιβεβαιώνονται οι ήδη υπάρχουσες καλές σχέσεις της με τον Στράτωνα αλλά και η σύνδεση αυτού με τον Αρταξέρξη Β΄ τη συγκεκριμένη περίοδο. Πιθανότατα το αποτέλεσμα της αποστολής ήταν θετικό και η πόλη προς αναγνώριση της συμβολής του του αποδίδει συγκεκριμένα προνόμια. Οι Αθηναίοι διπλωμάτες επιστρέφουν ενδεχομένως συνοδευόμενοι από έναν απεσταλμένο του Στράτωνα.

Πότε όμως στάλθηκε η συγκεκριμένη πρεσβεία; Οι καταγεγραμμένες αθηναϊκές αντιπροσωπείες στον Πέρση βασιλιά για το διάστημα των σαράντα πρώτων χρόνων του αιώνα είναι μόλις δύο. Γνωστές είναι οι αποστολές του 394/3 π.Χ. (Αθήν. Δειπν. 229 F και 251 Α-Β και Πλούτ. Πελ. 30) και του 368/7 π.Χ. (Ξεν Ελλ. 7.1.33-37, Πλούτ. Πελ. 30 και Διόδ. 15.76.3). Η παρουσία του Ιφικράτη στη Φοινίκη το 374 π.Χ. (Διόδ. 15.29.3-4 και 41.3 και Πλούτ. Αρτ. 24.1), ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας που αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελλ. 7.1.37) το 367 π.Χ. και τα λόγια του Δημοσθένη (7.29, 9.16, 19.137 και 253) για αναγνώριση της κυριότητας της Αμφίπολης από την Αθήνα μεταξύ 367-362 π.Χ. ενδεχομένως δηλώνουν νέα ή νέες διπλωματικές αποστολές.

Οι στίχοι 1-4 φανερώνουν τις πραγματοποιηθείσες ενέργειες του Στράτωνα προς τους πρεσβευτές για τις οποίες η πόλη αποδίδει τον ρόλο του προξένου στον ίδιο και στους απογόνους του, στ. 9-12. Παρεμβάλλονται οι στίχοι 4-9 όπου ο δήμος δεσμεύεται για εκ νέου ανταπόδοση εφόσον συνεχιστεί η θετική στάση του Σιδώνιου βασιλιά προς την Αθήνα.

Στη συνέχεια του ψηφίσματος, στ. 12-18, αναγράφονται οι όροι προκειμένου να τοποθετηθεί η στήλη. Ο γραμματέας της βουλής αναλαμβάνει το έργο με την υποχρέωση να το ολοκληρώσει εντός 10 ημερών, στ. 12-14. Το συγκεκριμένο χρονικό όριο εντοπίζεται αρκετές φορές την εικοσαετία 355-335 π.Χ. (Austin 1944: 99 και Vagionakis 2017: 173-174) καθιστώντας τη συγκεκριμένη επιγραφή την παλαιότερη επιβεβαιωμένη αναφορά του προσδιορισμού. Ενδιαφέρον προκύπτει από το περιεχόμενο των ψηφισμάτων με τον 10ήμερο περιορισμό διότι όλα είναι τιμητικού περιεχομένου (IG II2 130, 133, 149, 206, 253, 274, 278, 287 και 289). Σε όσα από αυτά διασώζονται τα ονόματα διαπιστώνεται πως πρόκειται για μη Αθηναίους. Ποια όμως ήταν η ανάγκη για μια τέτοια απόφαση; Αρκεί η καθυστερημένη ανέγερση των ψηφισμάτων; Το επιχείρημα αυτό αφήνει αναξιοποίητες τις δύο σημαντικές ομοιότητες∙ το χρονικό όριο εντοπίζεται σε τιμητικές επιγραφές μη Αθηναίων πολιτών. Είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι τιμώμενοι ή οι αντιπρόσωποι αυτών ήταν παρόντες τόσο κατά την ψήφιση των τιμών όσο και κατά την τοποθέτηση της στήλης.

Ο στίχος 15 καταγράφει ως σημείο τοποθέτησης την Ακρόπολη χρησιμοποιώντας τη φράση «εν ακροπὸλει» σε αντίθεση με προγενέστερες περιόδους όπου η αντίστοιχη διατύπωση ήταν «εμ πόλει». Στις αρχές του 4ου αι. χρησιμοποιούνταν και οι δύο όροι, όμως, από τη δεύτερη δεκαετία ο νεώτερος επικρατεί του παλαιότερου έως ότου τον εξαλείφει. Ασαφή χρονικό προσδιορισμό προσφέρουν οι στίχοι 16-18, με τους ταμίες των 10 Ταλάντων, αλλού καταγράφονται ως ταμίες της θεάς Αθηνάς, να αποδίδουν στον γραμματέα της βουλής τα χρήματα για τα απαραίτητα έξοδα. Το συγκεκριμένο ταμείο πιστοποιείται μόνο από επιγραφικές πηγές (IG II2 22, 173 και 244). Η δημιουργία του πιθανότατα τοποθετείται τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αι. με σκοπό την κάλυψη των εξόδων αναγραφής ψηφισμάτων της πόλης (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 65, Rhodes – Osborne, GHI 90 και Vagionakis 2017: 173).

Οι στίχοι 18-25 παραθέτουν πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης του γνησίου των διπλωματικών αποστολών. Η επιβεβαίωση θα γινόταν με τη χρήση συμβόλων, στ. 19, δηλαδή πήλινα πλακίδια τα οποία τα έσπαγαν σε δύο κομμάτια δίνοντας από ένα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αυτά αλληλοσυμπληρώνονταν με μοναδικό τρόπο αποδεικνύοντας τη γνησιότητα των εμπλεκόμενων μερών (ενδ. βλ. Gauthier 1972). Η συγκεκριμένη επιγραφή προσφέρει την παλαιότερη μαρτυρία για χρησιμοποίηση συμβόλων της Αθήνας με μη ελληνική πολιτική οντότητα (Η επόμενη το 349/8 π.Χ. με τον σατράπη Ορόντη, IG II2 207, Moysey 1976: 182 και Vagionakis 2017: 176-177).

Το τιμητικό ψήφισμα του Στράτωνα ολοκληρώνεται με την αναγραφή της παροχής φιλοξενίας στον απεσταλμένο του την επόμενη μέρα από την ψήφιση των τιμών στο πρυτανείο της πόλης, στ. 25-28.

Το δεύτερο κείμενο της επιγραφής, στίχοι 29-36, αποτελεί μία σημαντική παροχή προς τους Σιδώνιους εμπόρους που διαμένουν μόνιμα στη μητρόπολή τους. Δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί πως αυτοί οι 8 στίχοι είναι το ουσιαστικότερο κομμάτι της επιγραφής. Στους στίχους 29-30 αναγράφονται τα ονόματα των δύο Αθηναίων εισηγητών. Ο Κηφισόδοτος εισηγήθηκε το τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Στράτωνα ενώ ο Μενέξενος τη νομοθέτηση για τους Σιδώνιους εμπόρους. Οι δύο άνδρες αναφέρονται χωρίς τα πατρώνυμα ή τα δημοτικά τους ενώ φέρουν κοινά αθηναϊκά ονόματα. Οι προσπάθειες σύγχρονων ιστορικών να αναγνωρίσουν τα δύο πρόσωπα τοποθετούν τη δράση τους γύρω από την παραδοσιακή χρονολόγηση της επιγραφής (Ο Μενέξενος ενδεχομένως αναγνωρίζεται στις IG II2 111, 1237 και 1604 στ. 39-40. Το όνομα του Κηφισόδοτου εμφανίζεται αρκετές φορές. Ίσως κατάγονταν από τον δήμο του Κεραμεικού. Ο συγκεκριμένος πολίτης ήταν αρκετά δραστήριος στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα, IG II2 143 στ. 36 και Δημοσθ. 20.146 και 150. Ίσως ταυτίζεται με τον Κηφισόδοτο των παρακάτω πηγών, Agora XVI 48, Ξεν. Ελλ. 6.3.2 και 7.1.12-14, Αριστοτ. Ρητ. 3.10.7 Δημ. 51.1, και Διον. Αλικ. Άμμ. 8, Traill 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 90-91, Vagionakis 2017: 176-177 και De Lisle 2020: 13). Ελλείψει των λοιπών στοιχείων, όμως, καμία εξακρίβωση δεν μπορεί να είναι δεδομένη.

Με βάση την τροπολογία οι Σιδώνιοι πολίτες που επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς αποκτούν συγκεκριμένα οικονομικά προνόμια (Η μετοχή «πολιτευόμενοι», στ. 31-32, και το επίθετο «πολιτικών» Διόδ. 16.44.6 κάνουν λόγο για πληθυσμό με αναγνωρισμένο το δικαίωμα του πολίτη εντός της Σιδώνας.). Η διατύπωση της πρότασης του Μενέξενου είναι τέτοια ώστε αποκλείει τους ήδη εγκατεστημένους Σιδώνιους εντός του αθηναϊκού κράτους. Τα δικαιώματα αυτά ήταν η απαλλαγή τους από τον μετοίκιο φόρο (Σε επίπεδο εθνοτικής ομάδας παρόμοιο μέτρο ίσως πάρθηκε και για τους πολίτες των πόλεων Κνωσού και Κυδώνας, Agora XVI 51[1], περί το 360 π.Χ.), τις χορηγίες αλλά και από οποιαδήποτε άλλη φορολόγηση. Στόχος αυτής της οικονομικής πολιτικής, η ακόμα μεγαλύτερη προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην πόλη. Η συγκεκριμένη τακτική απέδωσε καρπούς, διότι από το δεύτερο μισό του 4ου έως και έπειτα επιγραφές επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρουσία τους (IG II2 343, 711, 2946, 8358, 8388, 10265α-10286, Whitehead 1977: 23 και Vagionakis 2017: 177).

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του κειμένου είναι απαραίτητος ένας σύντομος σχολιασμός αναφορικά με τη χρονολόγηση της επιγραφής. Η ομάδα των ιστορικών που τοποθετεί τη στήλη χρονικά πέριξ της Ανταλκίδειου Ειρήνης ανέπτυξε τη θέση της βασιζόμενη στην αναγνώριση του έργου του χαράκτη της επιγραφής. Το «χέρι» του ταυτίστηκε με αυτό των IG II2 17 και Agora XVI 50 ίσως και την IG II2 70, στις αρχές του 4ου αιώνα. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές παραμέρισαν το σύνολο των υπολοίπων στοιχείων επαναχρονολογώντας τα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την ταυτοποίηση του έργου του λιθογράφου η επιγραφή πρέπει να πλησιάσει τα πρώιμα χρόνια της παραδοσιακής χρονολόγησης.

Οι αναφερόμενες στον τιμώμενο βασιλέα φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες ενώ οι παρεχόμενες πληροφορίες επικεντρώνονται στη γεμάτη ακολασίες ζωή του και στον βίαιο θάνατό του (Αθήν. Δειπν. 531 Α-Ε, Αιλιαν. Ποικ. Ιστ. 7.2, Justin. Trog. Pomp. Ep. XVIII.3 και Jerom. Adv. Jovin. 1.45). Το σημαντικότερο στοιχείο που παραθέτουν αφορά τη σύγκριση του τρόπου ζωής του με τον βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκλή. Ο γιος του Ευαγόρα Α΄ αναρριχήθηκε στον θρόνο το 374 π.Χ. ενώ απεβίωσε φυλακισμένος των Περσών ως απόρροια της συμμετοχής του στην αποστασία το σατραπών το 361 π.Χ. Η γλώσσα των αρχαίων συγγραφέων με τις συγκρίσεις των δύο ανδρών υποδηλώνουν την ταυτόχρονη βασιλεία τους, έστω για ένα διάστημα. Ο βίαιος θάνατός του Στράτωνα, για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους Πέρσες, δεν τοποθετείται χρονικά από τις πηγές με τα έτη 362-360 π.Χ. να είναι ιδιαίτερα δελεαστικά λόγω της γενικευμένης αποστασίας. Ελλείψει των αδιάψευστων τρόπων χρονολόγησης της επιγραφής κάθε περαιτέρω προσπάθεια τοποθέτησής της με ασφάλεια στη γραμμή του χρόνου είναι επισφαλής.

Η στοιχηδόν επιγραφή παρά την απώλεια του αρχικού τμήματός της και των ερωτημάτων που δημιουργεί, προσφέρει σημαντικότατες πληροφορίες. Απεικονίζει τις επιδιώξεις της Αθήνας και έναν τρόπο για να τις υλοποιήσει. Η πόλη εκμεταλλεύεται την εύνοια και τους δεσμούς που αναπτύσσει με μονάρχες και μέσω αυτών προωθεί τα δικά της συμφέροντα. Πρόκειται για μέθοδο που στον επερχόμενο ελληνιστικό κόσμο των βασιλέων και της Ρώμης γενικεύεται.

…. των Αθηναίων, και φρόντισε πως θα ταξιδέψουν όσο το δυνατόν καλύτερα στον βασιλιά (ενν. τον Πέρση) οι πρέσβεις, τους οποίους ο δήμος έστειλε. Και να δοθεί απάντηση στον απεσταλμένο (στ. 5) του βασιλιά των Σιδωνίων ότι και στο μέλλον, εφόσον εκείνος (ενν. ο βασιλιάς των Σιδωνίων) συνεχίζει να έχει καλή στάση προς το δήμο των Αθηναίων, δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί από τους Αθηναίους οποιοδήποτε αίτημά του. Επίσης, (στ. 10) ο Στράτωνας, ο βασιλιάς της Σιδώνας, να είναι και πρόξενος του δήμου των Αθηναίων και ο ίδιος και οι απόγονοί του. Επιπλέον, το συγκεκριμένο ψήφισμα ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει εντός 10 ημερών σε λίθινη στήλη και (στ. 15) να τη στήσει στην ακρόπολη· και για την αναγραφή της στήλης να δώσουν οι ταμίες στον γραμματέα της βουλής 30 δραχμές από τα 10 τάλαντα (το ταμείο των 10 ταλάντων). Ακόμη, να κατασκευάσει και σφραγίδες αναγνώρισης η βουλή (στ. 20) για τον βασιλιά των Σιδωνίων, ώστε ο δήμος των Αθηναίων να γνωρίζει εάν ο βασιλιάς των Σιδωνίων στέλνει κάτι ζητώντας από την πόλη, και ο βασιλιάς των Σιδωνίων να γνωρίζει όταν στέλνει κάποιον (στ. 25) σε αυτόν ο δήμος των Αθηναίων. Ακόμη, να καλέσει για να φιλοξενήσει τον απεσταλμένο του βασιλιά των Σιδωνίων αύριο στο πρυτανείο. Ο Μενέξενος είπε· τα μεν άλλα να γίνουν, όπως ακριβώς εισηγήθηκε (στ. 30) ο Κηφισόδοτος· όσοι δε από τους Σιδωνίους, οι οποίοι κατοικούν στη Σιδώνα και έχουν το δικαίωμα του πολίτη, επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς, να μην επιτρέπεται σε αυτούς να πληρώνουν το μετοίκιο φόρο, ούτε χορηγός (στ. 35) να διορίζεται κανείς από αυτούς, ούτε να εγγράφονται στον κατάλογο για την καταβολή κάποιας εισφοράς.

1  αγαθήι   [τ]ύχηι.
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο-
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ-
5 έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰-
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ-
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή-
10 μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰-
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή-
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ-
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή-
15 μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ-
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε-
20 βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει-
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι]
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν]
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου]
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ]
25 ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]-
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή-
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου-
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο
30 τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη-
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα-
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ]
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου-
35 λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}²
II.67 Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷
71 [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος]

Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.

Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.

Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.

Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.

Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).

Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).

Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).

Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.

Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).

Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).

Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).

Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.

Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.

Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον  φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……

Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών

Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.

Ιουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν
η βουλὴ η εξ Αρήου πάγου καὶ η βου-
λὴ τών εξακοσίων καὶ ο δήμος
αναθέντος εκ τών ιδίων
5 Διονυσίου τού Αύλου Μαρα-
θωνίου, αγορανομούντων
αυτού τε Διονυσίου Μαρα-
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου
Ῥούφου Μελιτέως.

Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός  με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).

Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.

Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.

Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.

Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).

Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.

Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «αναθέντος εκ τών ιδίων/ Διονυσίου τού Αύλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «επιμεληθέντος της αναθήσεως», «επιμεληθέντος», «διά τής προνοίας τού», «ανέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).

Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).

Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.

[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι. – – – – – επρυτάνευε· – – – – -]
[. . .] επεστάτε· Λ[. . .]Γ[- – εγραμμάτευε· – – – – – είπε· Ερ]-
[υθραί]ος απάγ̣εν̣ σ[ί]το[ν ες] Παναθέναια τὰ με̣γ̣άλ̣α̣ ά̣[χσιον μέ ολέ]-
[ζον]ος ἒ τριο͂ν μνο͂ν καὶ νέ̣με̣[ν] Ερυθραίον [τ]ο[ί]ς παρο͂σιΙ[. . 4 . .]
5 [. . τ]ὸ{ι}ς ℎιερ̣οπο[ι]ὸς ΑΠΗΔΙΝΟΝΜΙΘΑΝΟΙ· ε̣ὰν δέ̣ απ̣άγ. . .[. . 4 . .]
[. . .]ν αχσια[.] ἒ ΤΙΠΟΣΜΝΕΟΚΑΙΑΤΑΣΕ . . ΕΝΗΑΠΡΙΣΘΑΙΒΙ[- – c.4 – -]
[. . .]ΣΗΒΛΚΕΑΤΜΟΝΗΟ.ΟΥΧΙΟΨΟΝΟΣΣΤΙΝΑΧΑΝΡΛΧ[- – – c.9 – – -]
[. . .]ΡΕΟΝΟΣ.ΟΑΣ[. . . .]λον το͂ι̣ β̣ολομένοι Ερυθραίον· απ[ὸ το͂ν]
[κ]υάμον βολέν̣ ἐ̣͂ναι̣ εί̣κοσ̣ι καὶ ℎ̣εκατὸν άνδ̣ρας· τὸν δέ κ̣[υαμ]-
10 [ε]υθ̣έντ̣α ΘΕ . ΘΕ . Θ̣Ν . εν τ̣ε͂ι [β]ολε͂ι καὶ ΕΝΟΣΕΟΟΝ ἐ͂ναι βολε[ύε]-
[ν μ]έ̣ όλεζ̣ον ἒ τρι̣άκοντα έ̣τ̣ε̣ γεγονότα· δίοχσιν δ’ ἐ͂ναι [το͂ μέ δ]-
οκ̣ι̣μ̣α̣σ̣θ̣έν[τ]ος· βολεύεν δέ μέ εντὸ̣ς τεττάρον ε{ι}το͂ν [δίς. απο]-
κυαμεύσα[ι δ]έ καὶ καταστ̣ε͂σαι τ̣έ̣ν μέν νύ̣ν̣ βολέν τ̣ός τ̣’ [επισκ]-
ό̣π̣ος καὶ [τὸν] φ̣ρ[ό]ρ̣αρχον, τὸ δέ λοιπὸν τέν̣ βολέν καὶ τὸν [φρόρ]-
15 αρχον, μέ̣ όλεζ̣ον ἒ τ̣ρ̣ιάκ̣οντα ε̣μέ̣ρας π̣ρ̣[ὶ]ν ε̣χσιέναι [τέν βολ]-
έν· ομνύναι [δέ Δ]ία κα[ὶ] Απόλλο καὶ Δέμε[τρα] ε̣παρομ̣έ̣νο[ς εχσό]-
λ̣ειαν εφ̣[ιορκο͂ντι τε κ]αὶ παι[σ]ὶν· εχσό[ρ]κ̣[ο͂]ν δέ τ̣ὸν φ̣ρ̣ό[ραρ]-
[χο]ν κατ̣ὰ [ℎ]ιερ̣õν [τελ]εί{σ}ον (?)·  τ̣έ̣ν δέ βολέν μ̣έ̣ όλ[ε]ζον κ̣ατα[καί]-
[εν ἒ β]õν τὰ ℎ̣ι̣ε̣ρ̣ε͂α̣ (?), ε̣ὰ̣ν δέ μέ, ἐ͂ναι ζ̣εμιο͂σαι [. .]ΛΕ[.]ΣΑΝΑΤ[- – c.4 – -]
20 ΟΑΝΕΟΔΕΜΟΕΟΝΝΣΟΕ τ̣ὸν δε͂μον κατακαίεν μέ όλεζ̣ον [- – – c.6 – – -]·
ομν[ύ]να[ι δ]έ̣ [τά]δε [τέν] β̣ολέν· β̣ολεύσο ℎος άν [δύ]νομ̣α̣ι̣ άρ̣ι̣στ[α κ]-
[αὶ] δι̣κα[ιότα]τα (?) Ερυθραίον το͂ι πλέθει καὶ Αθεναίον καὶ το͂ν [χσυ]-
νμά[χ]ον· [κ]αὶ ουκ [αποσ]τέσομαι Αθεναίον το͂ π[λ]έθος ουδέ [το͂ν]
χσυνμάχον το͂ν Αθεναίον ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλ̣λ̣οι π̣ε[ί]σομ̣[αι]
25 αφ̣ι̣σ̣[τα]μέ̣νο̣[ι] ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλλον [π]εί[σο ουδέ ℎένα· ουδέ]
το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον [κατ]αδέχσομαι ουδ[έ] ℎένα ούτ’ ά̣λ̣[λ]ον̣ κατ̣α̣δ̣[έχεσθ]-
[α]ι πείσο[μ]α[ι το͂ν ες] Μέδος φ̣ευ̣γ̣ό[ντο]ν άνευ τε̣͂[ς] β̣ολ̣ε̣͂ς̣ τ̣[ε͂ς Αθε]-
ναίον καὶ το͂ δέ̣μο· [ο]υδέ το͂ν μενόντον εχσελο͂ [ά]νε̣υ̣ τε̣͂ς β̣ο̣[λε͂ς]
τ̣ε͂ς Αθεναίον καὶ τ̣[ο͂] δ̣έμο. εὰν δέ τι̣ς αποκτέ̣νει̣ [. . . . Ερυθρα]-
30 ί̣ος ℎέτερον Ερυ̣θ̣ρ̣[αί]ον (?), τεθ[ν]άτο εὰν [γν]οσθε͂ι· ε̣[ὰ]ν δ[. . . 6 . . .]
[.] γ̣ν̣οσθε͂ι̣, φ̣ευγέτο ℎ̣άπ̣ασα̣ν̣ τέν̣ Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α καὶ τ]-
ὰ χρέματα δεμόσ[ια έσ]τ̣ο Ερυθραίον. εὰν δέ̣ τ̣ις [.]ΒΟ[. . . . 8 . . . .]
ΟΣ[. .] τὸς τυράννος τεχ̣νά[ζει] ε̣ς Ερυθρὰ{ι}ς̣ (?) καὶ [αυτ]ὸς [- – – c.6 – – -]
ΧΑΠΙ τεθνάτο [κ]α̣[ὶ] παίδες̣ ℎ̣οι εχς εκ̣ένο̣ ΕΓ.ΝΕΟ[. . . . . 10 . . . . .]
35 ΕΙΟΘΕΜΙΛΕΘ[.]ΕΧΟΣ[- – c.5 – -] πα̣ίδες [ℎ]οι εχς [ε]κέν[ο – – – – c.10 – – – -]
Ερυθραίο[.] ΚΑΙ[. . .]Ν Αθεναίον ΑΠΟΣΑΝΟΝ, τὰ δέ χρέ̣ματα [αυ]το͂ Τ?
Ακολουθούν δέκα στίχοι που δεν παράγουν νόημα, μεταξύ αυτών:
42 [. . . 6 . . .]ΝΑΜΕΝΕΙ[.]ΤΟΜ[.]ΟΡ[.]ΟΝ τ̣οχσό̣τ̣ας ΔΕΚΑΤΑ[.]ΟΙ[.]ΟΟΣΕΝ
45 [. . 4 . .]βολε[. . . .]ΚΑΝΑ[- 1-2]ΟΑΣΙΕΡΑ εκ̣ τε̣͂ς φυλε͂ς ℎεκάστες Χ[- 3-4 -]

Το ψήφισμα για τις Ερυθρές αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για τον προσδιορισμό των σχέσεων της Αθήνας με τους συμμάχους της και ως εκ τούτου για την ανασύνθεση της ιστορίας της αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι Ερυθρές ήταν πόλη της Ιωνίας, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Δεν γνωρίζουμε σε ποια δεκαετία προσχώρησε στη συμμαχία της Δήλου. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά την αποστασία της από αυτήν, πιθανολογούμε ότι έλαβε χώρα περί το 454 π.Χ., μετά την ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο (Θουκ. 1.109-110). Η εξέλιξη αυτή γέννησε την ελπίδα στη φιλοπερσική μερίδα των Ερυθρών για αλλαγή προστάτη και στενότερη συνεργασία με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει προσωρινά ένα φιλοπερσικό κίνημα στην πόλη. Στη συνέχεια, οι Ερυθρές επανήλθαν στη συμμαχία. Η χρονολόγηση, όμως, της επαναφοράς τους, όπως και του αντίστοιχου αθηναϊκού ψηφίσματος, παρουσιάζει, όπως είδαμε, προβλήματα.

Οι θρησκευτικές υποχρεώσεις των Ερυθραίων

Σύμφωνα με το ψήφισμα, οι Ερυθραίοι οφείλουν μετά την επαναφορά τους στη συμμαχία να συμμετέχουν στα Μεγάλα Παναθήναια, κάθε τέσσερα χρόνια, φέρνοντας μαζί τους σιτάρι καθορισμένης αξίας (όχι μικρότερης από τρεις μνες) (στ. 2-8). Μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει ότι έχει λάβει χώρα η μεταφορά του θησαυροφυλακίου από τη Δήλο στην Αθήνα (454/3 π.Χ.)· τότε έγινε και η Αθήνα το κέντρο όχι μόνο της συμμαχίας αλλά και του αιγαιακού χώρου, ρόλο τον οποίο κατείχε ως τότε το νησί της Δήλου (Constantakopoulou 2007: 69-70). Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, οι Ερυθρές ήταν η πρώτη πόλη που αναγκάστηκε να συμμετέχει στην περίλαμπρη αθηναϊκή εορτή. Η αξίωση αυτή ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για τη μετατροπή των Μεγάλων Παναθηναίων σε μία εορτή που θα αντικατόπτριζε τη λάμψη και το μεγαλείο της ηγεμονίας των Αθηναίων (Meiggs 1999: 292-293). Η συγκεκριμένη απαίτηση της Αθήνας συνδεόταν με την επιλογή της να προβάλλεται ως μητρόπολη των ιωνικών πόλεων, και της συμμαχίας της Δήλου εν γένει (βλ. σχετικά Bremmer 1997: 10-13· Meiggs 1999: 294· Parker 2008: 146-147 με υποσημ. 3), και μπορούσε να αιτιολογηθεί στη βάση της διατήρησης των παραδοσιακών δεσμών μεταξύ μητρόπολης και αποικιών της: αποτελούσε καθήκον των αποικιών να διατηρούν δεσμούς με τις μητροπόλεις τους συμμετέχοντας στις σημαντικότερες θρησκευτικές εορτές τους (πρβλ. και IG I³ 46, στ. 15-17, όπου οι άποικοι της Βρέας οφείλουν να στείλουν αγελάδα και πανοπλία στα Μεγάλα Παναθήναια και φαλλό στα Διονύσια· IG I³ 71, στ. 55-58, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να προσφέρουν αγελάδα και πανοπλία κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και να συμμετέχουν στην πομπή· IG I³ 78, στ. 14, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να αποστέλλουν κάθε χρόνο στην Ελευσίνα τους πρώτους καρπούς της νέας σοδειάς).

Η εγκαθίδρυση βουλής κατά τα αθηναϊκά δημοκρατικά πρότυπα

Στις Ερυθρές εγκαθιδρύεται βουλή σύμφωνα με τα αθηναϊκό δημοκρατικό πρότυπο (στ. 8-16). Η νέα αυτή βουλή θα αριθμεί 120 μέλη, τα οποία θα επιλέγονται κάθε χρόνο με κλήρωση (και στην Αθήνα τα μέλη της βουλής των πεντακοσίων κληρώνονται κάθε χρόνο, ωστόσο ο αριθμός τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 43.2). Προϋπόθεση για την ανάληψη του αξιώματος είναι να έχει συμπληρώσει ο υποψήφιος το τριακοστό έτος της ηλικίας του (το ίδιο ισχύει και στην Αθήνα), και κανείς δεν θα μπορεί να διατελέσει βουλευτής περισσότερο από μία φορά σε μία περίοδο τεσσάρων ετών (αντίθετα, στην Αθήνα ένας πολίτης ήταν δυνατόν να κληρωθεί βουλευτής μόνο δύο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 62.3).

Οι Αθηναίοι επίσκοποι και ο φρούραρχος είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της κλήρωσης των βουλευτών και της εγκατάστασης της πρώτης βουλής. Στο μέλλον το έργο αυτό θα εκτελείται από την απερχόμενη βουλή σε συνεργασία με τον φρούραρχο. Το αθηναϊκό αξίωμα του φρουράρχου εμφανίζεται κατά τον 5ο αιώνα μόνο στις Ερυθρές (Fornara 1983: 213). Ο φρούραρχος ήταν ο επικεφαλής της αθηναϊκής φρουράς. Οι αρμοδιότητές του, ωστόσο, δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικές. Όσον αφορά στα καθήκοντα των επισκόπων, είναι δύσκολο αυτά να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Πιθανολογείται ότι οι επίσκοποι ήταν αξιωματούχοι βραχείας παραμονής στις πόλεις στις οποίες στέλνονταν. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι στις Ερυθρές ήταν αρμόδιοι για την εγκαθίδρυση της πρώτης βουλής και όχι των επόμενων επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι επίσκοποι εγκαταστάθηκαν στην πόλη μόνο κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την επανένταξη της πόλης στη συμμαχία (πρβλ. και IG I3 34, στ. 5-7· Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1022-1055) (Highby 1936: 18-20· Meiggs 1999: 212-213).

Ο όρκος των Ερυθραίων βουλευτών

Στη συνέχεια του ψηφίσματος, ακολουθεί ο όρκος που πρέπει να δίνουν οι Ερυθραίοι βουλευτές πριν αναλάβουν θητεία (στ. 16-29) (για τον όρκο στην αρχαία Ελλάδα, βλ. Sommerstein – Torrance 2014). Οι Ερυθραίοι βουλευτές ορκίζονται ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με τον πιο καλό και δίκαιο τρόπο για το συμφέρον του «πλήθους» των Ερυθραίων, των Αθηναίων και των συμμάχων (στ. 21-23), ενώ παράλληλα ορκίζονται πίστη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων (στ. 23-25). Δύο στοιχεία ξεχωρίζουν: αφενός, η λέξη «πλήθος», η οποία είναι λιγότερο ουδέτερη από τη λέξη «δήμος» και δίνει έμφαση στη δύναμη των αριθμών και στον δημοκρατικό χαρακτήρα που είχε η παρέμβαση της Αθήνας (Meiggs 1999: 113 υποσημ. 1· Osborne – Rhodes, GHI: 118), και, αφετέρου, η διπλή αναφορά που γίνεται στους συμμάχους (βλ. και στ. 31 «Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α]»). Μνεία στους συμμάχους γίνεται και στον όρκο τον οποίο, όπως φαίνεται, πρέπει να δώσει ο δήμος των Ερυθρών (IG I3 15d, στ. 40-41). Αντίθετα, αναφορά στους συμμάχους απουσιάζει από τον όρκο που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα για την Κολοφώνα (IG I3 37), για την Ερέτρια και τη Χαλκίδα (IG I3 39 και 40), αλλά εμφανίζεται και πάλι στον όρκο που επιβλήθηκε στη Σάμο το 439/8 (IG I3 48, στ. 19). Η απουσία και επανεμφάνισή τους εξηγείται από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, μετά την ειρήνη του Καλλία, αποσιωπούσαν τον όρο «συμμαχία», ο οποίος αντικαταστάθηκε από άλλες διατυπώσεις, όπως «πόλεις όσων οι Αθηναίοι κρατούσι» (IG I3 156, 174, και 98· Θουκυδίδης, 5.18.7, 47.2), ενώ η αναφορά στους συμμάχους στον όρκο των Σαμίων θεωρείται εξαίρεση, που οφείλεται στη βαρύνουσα σημασία της Σάμου (βλ. σχετικά Highby 1936: 22-23· Meiggs 1943: 23· Mattingly 1996: 371-372· Meiggs 1999: 114· Moroo 2014: 105-106).

Οι Ερυθραίοι βουλευτές πρέπει, επίσης, να ορκιστούν ότι δεν πρόκειται, δίχως τη συναίνεση της Αθήνας, να αποπειραθούν να επαναφέρουν κανέναν από τους εξορίστους (το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον) ή από εκείνους που κατέφυγαν στους Μήδους, ούτε να εξορίσουν κάποιον από εκείνους που παρέμειναν (το͂ν μενόντον) στις Ερυθρές (στ. 25-29). Το απόσπασμα αυτό είναι διαφωτιστικό όσον αφορά στην ανασύνθεση της κατάστασης που επικρατούσε στην πόλη πριν από το ψήφισμα: ενισχύεται η άποψη πως ένα φιλοπερσικό κίνημα είχε εκδηλωθεί στις Ερυθρές, το οποίο αποσκοπούσε στην απόσχισή τους από τη συμμαχία των Αθηναίων. Η Αθήνα αντέδρασε παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην πόλη με την εκδίωξη της φιλοπερσικής μερίδας και των επικεφαλής της (στ. 33 τὸς τυράννος). Έπειτα, επανέφερε τις Ερυθρές στη συμμαχία και εγκατέστησε φρουρά, γεγονός το οποίο υποδηλώνεται από την παρουσία του φρουράρχου. Η φρουρά αποτελούσε ένα αποτελεσματικό μέτρο προστασίας τόσο από τους εσωτερικούς όσο και από τους εξωτερικούς κινδύνους. Εντούτοις, οι πολιτικές αρμοδιότητες του φρουράρχου υποδεικνύουν πως η Αθήνα ήθελε να ελέγχει και τις πολιτικές εξελίξεις (Meiggs 1943: 23-24· ATL III: 254-255· Meiggs – Lewis, GHI: 92· Meiggs 1999: 113-114· Osborne – Rhodes, GHI: 118).

Ποινές για συγκεκριμένα αδικήματα

Το ψήφισμα της Αθήνας για τις Ερυθρές καθορίζει, τέλος, τις ποινές οι οποίες θα επιβληθούν στους παραβάτες για συγκεκριμένα αδικήματα (στ. 29 και εξής), χωρίς, όμως, οι δικαστικές αυτές υποθέσεις να μεταφερθούν προς εκδίκαση στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπως θα γίνει σε αρκετές περιπτώσεις αργότερα (IG I3 40, στ. 71-76· IG I³ 21, στ. 76· Αντιφών, Περὶ τού Hρώδου φόνου, 47· Θουκυδίδης, 1.77.1· [Ξενοφών], Αθηναίων Πολιτεία, 1.16-18) (Highby 1936: 26-27· Meiggs 1943: 23· Kennedy 2006: 58-59· Rhodes 2014: 44 με υποσημ. 21· Bartzoka 2018: 113-118, 131-149). Ωστόσο, οι εν λόγω στίχοι σώζονται αποσπασματικά και η συμπλήρωσή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι, το αδίκημα του φόνου κάποιου Ερυθραίου από κάποιον συμπολίτη του φαίνεται πως, σε περίπτωση καταδίκης, επισύρει τη θανατική ποινή. Ακόμη, αναφέρεται ότι, σε περίπτωση καταδίκης του, αυτός θα εξοριστεί από το σύνολο των εδαφών της συμμαχίας των Αθηναίων και η περιουσία του θα καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Αυτή η ποινή της εξορίας μάλλον αφορά όσους διαφύγουν από τις Ερυθρές πριν από την επιβολή της θανατικής ποινής (Osborne – Rhodes, GHI: 118). Τη θανατική καταδίκη φαίνεται, επίσης, πως ορίζει το ψήφισμα και για όσους υποπέσουν στο αδίκημα της προδοσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους τυράννους (στ. 33), οι οποίοι ήταν πιθανότατα οι αρχηγοί του φιλοπερσικού κινήματος.

Απόφαση της βουλής και του δήμου. Η — φυλή επρυτάνευε· ο — ήταν επιστάτης· ο — ήταν γραμματέας. Ο — εισηγήθηκε. Οι Ερυθραίοι να αποστέλλουν σίτο στα Μεγάλα Παναθήναια, αξίας όχι μικρότερης από τρεις μνες, και να το διανέμουν σε όσους Ερυθραίους είναι παρόντες … οι ιεροποιοί … εάν αποστείλουν … (στ. 5)

οποιοσδήποτε Ερυθραίος επιθυμεί. Να αναδειχθεί με κλήρο βουλή αποτελούμενη από εκατόν είκοσι άνδρες· ο αναδειχθείς … στη βουλή και … να είναι δυνατόν να διατελέσει βουλευτής (στ. 10) μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας του. Να κινηθεί δίωξη εναντίον οποιουδήποτε δεν πέρασε από τη διαδικασία της δοκιμασίας. Να μην επιτρέπεται η ανάληψη του αξιώματος του βουλευτή για δεύτερη φορά εντός τεσσάρων ετών. Να αναδείξουν με κλήρο και να εγκαταστήσουν τη βουλή στο παρόν οι επίσκοποι και ο φρούραρχος, και στο εξής (να το κάνουν) η βουλή και ο φρούραρχος, σε διάστημα όχι μικρότερο από τριάντα ημέρες πριν ολοκληρωθεί η θητεία της βουλής. (στ. 15) Να ορκιστούν στον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα, επικαλούμενοι την ολοκληρωτική καταστροφή του επιόρκου και των παιδιών του· ο φρούραρχος να φροντίσει να δοθεί ο όρκος πάνω από ενήλικα θυσιαστήρια θύματα (;)· η βουλή να θυσιάσει όχι λιγότερο από μία αγελάδα (;), διαφορετικά να είναι δυνατόν να υπάρξει τιμωρία … ο δήμος να θυσιάσει όχι λιγότερο … (στ. 20)

Η βουλή να ορκιστεί τα εξής: «Θα εκτελέσω τα καθήκοντά μου ως βουλευτής όσο πιο καλά και δίκαια μπορώ για το συμφέρον του πλήθους των Ερυθραίων και των Αθηναίων και των συμμάχων· και δεν θα αποστατήσω από το πλήθος των Αθηναίων ούτε των συμμάχων των Αθηναίων εγώ ο ίδιος, ούτε θα παρασυρθώ από άλλον που αποστατεί εγώ ο ίδιος, ούτε άλλον θα παρασύρω κανέναν· ούτε (στ. 25) θα δεχθώ πίσω κανέναν από τους εξορίστους, ούτε θα παρασυρθώ να δεχθώ πίσω άλλον από εκείνους που έχουν βρει καταφύγιο στους Μήδους, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων· ούτε θα εξορίσω κανέναν από εκείνους που παραμένουν, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων». Εάν κάποιος Ερυθραίος (;) σκοτώσει άλλον Ερυθραίο, να θανατωθεί εάν καταδικαστεί· εάν … (στ. 30) καταδικαστεί, να εξοριστεί από ολόκληρη τη συμμαχία των Αθηναίων, και η περιουσία του να καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Εάν κάποιος μηχανορραφεί … τους τυράννους στις Ερυθρές, και ο ίδιος … να θανατωθεί και οι γιοι του … οι γιοι του … (στ. 35) των Ερυθραίων και (;) … των Αθηναίων … η περιουσία του … (στ. 36)

Παρεμβάλλονται πέντε στίχοι χωρίς νόημα

… τοξότες … (στ. 42)

Παρεμβάλλονται δύο στίχοι χωρίς νόημα

… από κάθε φυλή … (στ. 45)

επὶ Φρυνίχου άρχοντος, επὶ τής Λεωντίδος εν-
άτης πρυτανείας, ἧι Χαιρέστρατος Αμεινίου
Αχαρνεὺς εγραμμάτευεν· τών προέδρων επεψή-
φιζεν Μενέστρατος Αιξωνεύς· Ευκράτης Αρισ-
5 τοτίμου Πειραιεὺς είπεν· αγαθήι τύχηι τού δ-
ήμου τού Αθηναίων, δεδόχθαι τοίς νομοθέται-
ς· εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επὶ τυραννίδι
ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσηι ἢ τὸν δήμον τ-
ὸν Αθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Αθήνησιν
10 καταλύσηι, ός άν τὸν τούτων τι ποιήσαντα απο-
κ⟨τ⟩είνηι, όσιος έστω· μὴ εξείναι δέ τών βουλευ-
τών τών τής βουλής τής εξ Αρείου Πάγου καταλ-
ελυμένου τού δήμου ἢ τής δημοκρατίας τής Αθ-
ήνησιν ανιέναι εις Άρείον Πάγον μηδέ συνκα-
15 θίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μη-
δέ περὶ ενός· εὰν δέ τις τού δήμου ἢ τής δημοκρ-
ατίας καταλελυμένων τών Αθήνησιν ανίηι τώ-
ν βουλευτών τών εξ Αρείου Πάγου εις Άρειον Π-
άγον ἢ συνκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ἢ βολεύη-
20 ι περί τινος, άτιμος έστω καὶ αυτὸς καὶ γένος
τὸ εξ εκείνου, καὶ η ουσία δημοσία έστω αυτού
καὶ τής θεού τὸ επιδέκατον· αναγράψαι δέ τόν-
δε τὸν νόμον εν στήλαις λιθίναις δυοίν τὸν γ-
ραμματέα τής βουλής καὶ στήσαι τὴμ μέν επὶ τ-
25 ής εισόδου τής εις Άρειον Πάγον τής εις τὸ βο-
υλευτήριον εισιόντι, τὴν δέ εν τήι εκκλησία-
ι· εις δέ τὴν αναγραφὴν τών στηλών τὸν ταμίαν
δούναι τού δήμου : ΔΔ : δραχμὰς εκ τών κατὰ ψη-
φίσματα αναλισκομένων τώι δήμωι. vac.

Η επιγραφή φέρει νόμο (ή νόμο που εντάσσεται στο σώμα ενός ψηφίσματος, βλ. Squillace 2018: 144), ο οποίος ψηφίστηκε μετά από πρόταση του Ευκράτη και έχει ως σκοπό να προστατεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Σώζονται τα ονόματα του επωνύμου άρχοντος Φρυνίχου (στ. 1), της πρυτανεύουσας φυλής Λεοντίδος (στ. 1-2), του γραμματέα Χαιρέστρατου (στ. 2-3) και του εισηγητή της πρότασης Ευκράτη (στ. 4-5), ο οποίος βρήκε τον θάνατο το 322 π.Χ., μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Αθήνα ([Λουκιανός], Δημοσθένους εγκώμιον, 31· Lambert 2018: 210). Αναγράφεται, επίσης, το όνομα του προέδρου των νομοθετών Μενέστρατου (στ. 3-4). Οι νομοθέτες αποτελούν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα ειδικό σώμα Αθηναίων πολιτών το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης νέων νόμων (Rhodes – Osborne, GHI: xviii, 390· Canevaro 2018).

Η επιγραφή αναγράφηκε σε δύο στήλες, από τις οποίες η μία τοποθετήθηκε στην είσοδο του Αρείου Πάγου και η άλλη στην Πνύκα (στ. 22-27), ως υπενθύμιση στους Αθηναίους ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό τους πολίτευμα (Teegarden 2014: 110). Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, ποιο από τα δύο αντίγραφα βρέθηκε στην Αγορά (Attic Inscriptions Online 33).

 

O Άρειος Πάγος τον 4ο αιώνα π.Χ.

Την κλασική εποχή ο Άρειος Πάγος απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες οι οποίοι έχουν ασκήσει το αξίωμα των εννέα αρχόντων και έχουν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους (εύθυναι). Τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία και αρμοδιότητά τους είναι η εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σωματικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 57.3).

Σύμφωνα, επίσης, με τις πηγές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Άρειος Πάγος έχει την αρμοδιότητα να διενεργεί έρευνες (βλ. ενδ. Αισχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 81-82· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους, 50-51, 62-63· Δημοσθένης, Περὶ τού στεφάνου, 132-134· βλ. σχετικά Harris 2016: 77-78).

Μεταξύ άλλων, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, ο Άρειος Πάγος μπορεί να διερευνήσει κάποιο ζήτημα ή κάποιο πρόσωπο ύποπτο για εγκλήματα πολιτικού χαρακτήρα, στη συνέχεια να συντάξει μια έκθεση των πορισμάτων του και να την υποβάλει στην εκκλησία του δήμου (απόφασις). Αν η αναφορά συνηγορεί υπέρ της ενοχής του υπόπτου, η εκκλησία του δήμου μπορεί να προχωρήσει στη δίωξή του, επιλέγοντας τα πρόσωπα τα οποία θα ενεργήσουν ως κατήγοροι και παραπέμποντας την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ηλιαία, η οποία είτε θα αθωώσει είτε θα καταδικάσει τον κατηγορούμενο (de Bruyn 1995: 143-145· Rhodes 1995: 313· Hansen 19992: 292). Οι σχετικές μαρτυρίες τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ συνδέονται συχνά από τους ερευνητές με πρόσθετες εξουσίες που πιθανώς αποκτά ο Άρειος Πάγος τότε, συμπίπτουν δε χρονικά με μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πολιτική ιστορία της Αθήνας περίοδο, καθώς η αυξανόμενη επιρροή και δύναμη του Φιλίππου B΄ επηρεάζει σημαντικά την πολιτική που υιοθετεί η πόλη (Teegarden 2014: 100-101).

Την επαύριο της ήττας των Αθηναίων από τις δυνάμεις του Φιλίππου Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η Αθήνα λαμβάνει μια σειρά από έκτακτα μέτρα για να οργανώσει την αντίστασή της σε ενδεχόμενη επίθεση του Φιλίππου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το ψήφισμα του δήμου, σύμφωνα με το οποίο όσοι θα απέφευγαν το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας τους θα κρίνονταν ένοχοι προδοσίας και θα βίωναν την υπέρτατη τιμωρία. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, περισσότερα στοιχεία σχετικά με το όργανο που θα έπρεπε να τιμωρήσει τους παραβάτες. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος συνέλαβε και οδήγησε σε θάνατο τους προδότες που εγκατέλειψαν τότε την πόλη (Λυκούργος, Κατὰ Λεωκράτους, 52-54). Με βάση όσα είναι γνωστά ως τώρα για τη δικαιοδοσία του, φαίνεται ότι ο Άρειος Πάγος απέκτησε έκτακτες εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών ως προς το αν οι εξουσίες αυτές του δόθηκαν με κάποιο ψήφισμα ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου με δική του πρωτοβουλία υπερέβη τις αρμοδιότητές του (βλ. ενδ. Carawan 1985: 129-130· Wallace 1989: 118· de Bruyn 1995: 152-153· Hansen 19992: 291· Sullivan 2003: 133-134). Σώζεται, επίσης, μαρτυρία σχετικά με Αθηναίο πολίτη, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει στη Σάμο, μετά την ήττα, και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο ως προδότης της πόλης (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφώντος, 252). Σε αυτά τα στοιχεία έρχεται να προστεθεί, τέλος, και η παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του Φωκίωνα –ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της ειρήνης με τον Φίλιππο– ως στρατηγού και όχι του Χαρίδημου (Πλούταρχος, Φωκίων, 16.4).

 

Ο νόμος του Ευκράτη

Ο νόμος τον οποίο εισηγήθηκε ο Ευκράτης αθωώνει αυτόν που θα σκοτώσει όποιον τυχόν επιχειρήσει να καταλύσει τη δημοκρατία (στ. 7-11). Ταυτόχρονα προβλέπει αυστηρές ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δήμευση περιουσίας και τη στέρηση δικαιωμάτων (άτιμος έστω, για την ατιμία, βλ. Youni 2019: 361-375) για εκείνα τα μέλη του Αρείου Πάγου τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την κατάλυση της δημοκρατίας (στ. 16-22).

Ο νόμος, και ιδίως η μνεία του στον Άρειο Πάγο, έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τη σύγχρονη έρευνα: ως μέτρο το οποίο λήφθηκε, αφενός, για να περιοριστεί η δύναμη που είχε αποκτήσει ο Άρειος Πάγος μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (de Bruyn 1995: 161), αφετέρου για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη συνεργασία του με τους Μακεδόνες (Ostwald 1955: 124-126), ή, ακόμη, και για να προστατευθεί ο Άρειος Πάγος από εξωτερικές πιέσεις οι οποίες θα τον ανάγκαζαν να νομιμοποιήσει ένα μη δημοκρατικό καθεστώς (Schwenk, Athens Alexander: 40-41)· ως ένας τρόπος με τον οποίο οι Αθηναίοι διεκήρυτταν ότι μένουν πιστοί στις αρχές της Κορινθιακής Συμμαχίας του Φιλίππου Β΄ (338/7 π.Χ.), σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις έπαιρναν όρκο να μην καταλύσουν τα ισχύοντα σε κάθε κράτος πολιτεύματα (IG II³ 1, 318, στ. 12-14) (Mossé 1970: 75-77)· ως μέσο με το οποίο οι Αθηναίοι καθιστούσαν σαφή την αφοσίωσή τους στο δημοκρατικό τους πολίτευμα (Wallace 1989: 179-184· Habicht 1997: 13-14) ή αποδείκνυαν στους υπόλοιπους Έλληνες ότι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πολιτειακή σταθερότητα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε επιβάλει τυραννικές κυβερνήσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις (Squillace 1994: 117-141· id. 2018: 148-151)· ως ένα μέτρο το οποίο ενθάρρυνε τον Άρειο Πάγο να επιτελέσει το καθήκον του ως προς την προστασία του πολιτεύματος, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση (Harris 2016: 79). Τέλος, πρόσφατα, διατυπώθηκε και η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που προβλέπονταν για τα μέλη του Αρείου Πάγου λειτουργούσαν ως προειδοποίηση για τους Αθηναίους ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό απειλή, σε περίπτωση που εκείνοι θα διαπίστωναν ότι οι Αρεοπαγίτες δεν συνήλθαν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους (Teegarden 2014: 104-105).

Και στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάλογες αποφάσεις προστασίας του πολιτεύματός τους. Αυτό φαίνεται στο ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε ο Δημόφαντος μετά το ολιγαρχικό κίνημα είτε του 411 είτε του 404 π.Χ. (Canevaro – Harris 2012: 119-125), το οποίο υποχρέωνε τους Αθηναίους πολίτες να συνδράμουν έμπρακτα στην προάσπιση της δημοκρατίας (Ανδοκίδης, Περὶ τών μυστηρίων, 96-98). Όπως και ο νόμος που πρότεινε ο Ευκράτης, έτσι και το ψήφισμα του Δημόφαντου όριζε, μεταξύ άλλων, ότι όποιος σκότωνε αυτόν που θα κατέλυε τη δημοκρατία δεν θα διωκόταν ποινικά (όσιος έστω καὶ ευαγής).

Επί άρχοντος Φρυνίχου, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίς, ένατη κατά σειρά, κατά την οποία ο Χαιρέστρατος, γιος του Αμεινίου, από τον δήμο των Αχαρνών, ήταν γραμματέας. Από τους προέδρους ο Μενέστρατος, από τον δήμο της Αιξωνής, έθετε το θέμα σε ψηφοφορία. Ο Ευκράτης, γιος του Αριστότιμου, (στ. 5) από τον δήμο του Πειραιά εισηγήθηκε. Με καλή τύχη του δήμου των Αθηναίων, οι νομοθέτες να αποφασίσουν: εάν κάποιος κινηθεί ενάντια στον δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή καταλύσει τον δήμο των Αθηναίων ή τη δημοκρατία στην Αθήνα, όποιος τυχόν σκοτώσει αυτόν που διέπραξε κάποιο από αυτά (στ. 10) να μην θεωρείται μολυσμένος (όσιος)· και να μην επιτρέπεται σε κανέναν από τους βουλευτές της βουλής του Αρείου Πάγου, εάν ο δήμος ή η δημοκρατία στην Αθήνα έχουν καταλυθεί, να ανέβει στον Άρειο Πάγο ή να καθίσει για συνεδρίαση ή να συσκέπτεται (στ. 15) για οτιδήποτε· αλλά εάν, ενώ ο δήμος και η δημοκρατία της Αθήνας έχουν καταλυθεί, κάποιος από τους βουλευτές του Αρείου Πάγου ανέβει στον Άρειο Πάγο ή κάθεται για συνεδρίαση ή συσκέπτεται για οτιδήποτε, να περιπέσει σε ατιμία και ο ίδιος και οι απόγονοί (στ. 20) του και η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο αυτής να αποδοθεί στη θεά. Αυτός ο νόμος να αναγραφεί σε δύο λίθινες στήλες από τον γραμματέα της βουλής, και να τοποθετηθεί η μία στην είσοδο του Αρείου Πάγου (στ. 25) από την οποία εισέρχεται κανείς στο βουλευτήριο, και η άλλη στην εκκλησία του δήμου. Για την αναγραφή των στηλών ο ταμίας του δήμου να δώσει είκοσι δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα (στ. 29).

Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ],
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-]
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-]
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης]
5 αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης]
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-]
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]-
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί]
10 [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα-
 [ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ]
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι]
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]-
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-]
15 [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω]
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ-
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης.

Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.

 

O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.

O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).

Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).

 

Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).

Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).

Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.

Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.

H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).

 

H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.

O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).

 

 

 

Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.