[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου. | |
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς | |
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος | |
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον | |
5 | Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ- |
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ- | |
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες | |
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει- | |
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης | |
10 | περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι |
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι | |
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα- | |
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ- | |
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού- | |
15 | λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι- |
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ- | |
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου- | |
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς | |
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ- | |
20 | βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν- |
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί- | |
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ- | |
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν | |
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα | |
25 | είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]- |
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό- | |
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]- | |
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον | |
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]- | |
30 | γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε] |
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι], | |
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν] | |
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]- | |
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]- | |
35 | ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]- |
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι]. | |
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]- | |
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] | |
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε. |
Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).
Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).
Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).
Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).
Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.
Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;
Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.
Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.
2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.
Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.
Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).
Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.
H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.
Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.