μπροστινή πλευρά (recto)

(1η στήλη)

(1ο χέρι) Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος.
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν.
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας
5 προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι
10 οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ-
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε-
15 λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-]
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣-
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ]
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε]
20 [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣-
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ]
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-]
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά-
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν
25 επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου-

 

(2η στήλη)

κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς.
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο-
30 τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται.
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο-
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο-
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι-
35 ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι-
λέως προσόδους βλαπτομένας ου-
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί-
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦  ̣⟧ εμοὶ
40 επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό-
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ
45 καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος]
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α-
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣-
50 ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ.
έρρωσο.
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε.

 

πίσω πλευρά (verso)

           Απολλωνίωι.
(2ο χέρι, αριστερά) Δημητρίου

Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).

Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).

Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).

Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι  εγδοχείς καὶ άλλοι.

Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά  για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II  409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.

Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.

Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).

Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.

Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).

Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).

Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).

Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).

Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.

Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.

(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.