– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – | |
[- – – – – – – – ? μέ εξε̂μεν καταλ]- | |
ύ̣εσθαι [τὸ]ν̣ πόλεμον ḥι̣στ̣ι̣αι̣έ̣- | |
ας χορὶς Θεβαίον· hαγεμονία- | |
ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | |
4 | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν. |
vacat |
Το ιστορικό πλαίσιο της συνθήκης
α) Πιθανές περίοδοι χρονολόγησης της συνθήκης. Η πρόταση των εκδοτών αυτής
Συνδυάζοντας κανείς τα επιγραφικά με τα ιστορικά δεδομένα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα από τα παρακάτω γεγονότα: 1) με την προσχώρηση όλης της Εύβοιας, συνεπώς και της Ιστιαίας, στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 394 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης 14.82.1· Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.17, 4.3.15· id. Αγησίλαος 2.6· για τον Κορινθιακό πόλεμο, βλ. Buckler 2003: 75-128· Fornis 2008)· 2) με ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Σπαρτιάτη αρμοστήν Αλκέτα και σε Θηβαίους, το χειμώνα του έτους 377/376 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Αλκέτας, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της Ιστιαίας-Ωρεού, του αστικού κέντρου των Ιστιαιέων, αιχμαλώτισε δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις κατά την επιστροφή τους από τις Παγασές, όπου είχαν πάει για να αγοράσουν σίτο, και φυλάκισε το πλήρωμά τους στην ακρόπολη. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι, όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη, οι Ιστιαιείς αποστάτησαν από τους Σπαρτιάτες και η σπαρτιατική φρουρά απομακρύνθηκε (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.56-57)· με την ένταξη της Ιστιαίας, όπως και όλης της Εύβοιας, στο θηβαϊκό στρατόπεδο μετά τη μάχη στα Λεύκτρα και την παραμονή τους σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο [370/369 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 6.5.23· id. Αγησίλαος 2.24· μάχη της Μαντινείας [362 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 7.5.4· Διόδωρος Σικ. 15.85.2, 6· 15.87.3· πρβλ. ibid. 15.84.4).
Οι εκδότες του σωζόμενου τμήματος της συνθήκης εξέφρασαν την άποψη ότι αυτή θα ταίριαζε περισσότερο ως επακόλουθο των γεγονότων του 377/376 π.Χ. καθώς, πέρα από την ύπαρξη κατάλληλου ιστορικού πλαισίου, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκέστερα η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και η αναφορά σε Θηβαίους και όχι σε Βοιωτούς (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 245-246, 248-249, 250). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι ο πόλεμος ο οποίος μαρτυρείται στους στ. 1 και 3 είναι ο λεγόμενος Βοιωτικός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Βοιωτών κατά τα έτη 378-371 π.Χ. (Διόδωρος Σικ. 15.25.1, 28.5· βλ. και Munn 1993· Buckler 2003: 232-295).
Η πρότασή τους έγινε αποδεκτή από αρκετούς σύγχρονους μελετητές (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170 [με σχετική επιφύλαξη]· BE 2014: αρ. 245· BE 2016: αρ. 129-130· Mackil 2013: 69 σημ. 33· De Luna στο De Luna – Zizza – Curnis 2016: 302· βλ. και Papazarkadas 2016β: 133-134). Σύμφωνα με τον D. Knoepfler (BE 2013: αρ. 170), η συμμαχία θα πρέπει να ακυρώθηκε αυτόματα με την είσοδο της Ιστιαίας στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, το 375 π.Χ.
Οι εκδότες της επιγραφής δεν απέκλεισαν ωστόσο κατηγορηματικά τη χρονολόγησή της μετά τη μάχη των Λεύκτρων, κυρίως λόγω της χρήσης του όρου ηγεμονία ή, ακριβέστερα, του διαλεκτικού τύπου hαγεμονία (στ. 2-3), ο οποίος παραπέμπει εύλογα στη Θηβαϊκή ηγεμονία των ετών 371-362 π.Χ. –σημειωτέον ότι εδώ έχουμε μάλλον την πρωιμότερη επιγραφική μαρτυρία του όρου (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 246-249). Θεώρησαν, όμως, πιθανότερο, ελλείψει περαιτέρω στοιχείων, ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή ο όρος hαγεμονία δεν θα πρέπει να δηλώνει τίποτε περισσότερο από την υπεροχή των Θηβαίων έναντι των Ιστιαιέων.
β) hαγεμονίαν… κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν: η πρόταση για χρονολόγηση της συνθήκης την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η πιθανή σύνδεσή της με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα
Κατά την άποψή μας, η τελευταία πρόταση της συνθήκης, hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4), συνιστά σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγησή της. Η πρόταση αυτή σημαίνει κυριολεκτικά την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τους Ιστιαιείς (πρβλ. Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.42· 2.2.20· 5.3.26). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται να υποδηλώνει ταυτόχρονα την πολιτική κυριαρχία των Θηβαίων ή τις φιλοδοξίες τους για πολιτική επικράτηση τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαπίστωση ότι ρήτρες με ανάλογο περιεχόμενο είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας (πρβλ. SEG XXVI 461 [SEG XLIX 392· SEG LI 449· συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αιτωλούς Ερξαδιείς, τέλη 6ου αι. π.Χ. – 388 π.Χ. [;]] στ. 4-7 [βλ. πρόσφατα Antonetti 2017· Antonetti – De Vido 2017: αρ. 29]). Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση, σε συνδυασμό με την παραπάνω διαπίστωση, είναι η πρόβλεψη για ανάληψη της ηγεμονίας του πολέμου στη θάλασσα από μία κατεξοχήν χερσαία δύναμη, όπως ήταν η Θήβα και, εν γένει, η Βοιωτία. Καλούμαστε, επομένως, να διερευνήσουμε αν στις περιόδους κατά τις οποίες διασταυρώθηκαν οι δρόμοι των Ιστιαιέων και των Θηβαίων, δηλαδή το 394, το 377/376, καθώς και μετά το 371 π.Χ., συνέτρεχαν οι λόγοι εκείνοι, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας.
Οι Βοιωτοί διέθεταν στόλο, πιθανώς όχι ιδιαίτερα αξιόλογου μεγέθους, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε όμως δε δρούσαν ανεξάρτητα αλλά ακολουθούσαν τους Λακεδαιμονίους στις ναυτικές επιχειρήσεις (Θουκυδίδης 8.3.2, 8.5.2, 8.106.3· Διόδωρος Σικελιώτης 13.98.4, 13.99.6· F.Delphes III 1: 52· για το στόλο των Θηβαίων εν γένει, βλ. Carrata Thomes 1952: 13-18· πριν από τη Θηβαϊκή ηγεμονία: Salmon 1953: 358-360· Buckler 1980: 163 και 308 σημ. 27).
Στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 395 π.Χ., οι Θηβαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, τους παραχώρησαν την ηγεμονία στην αντι-σπαρτιατική συμμαχία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.7-15, ιδίως 14). Αυτή η διάθεση “υποταγής” των Θηβαίων στους Αθηναίους, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το ύφος της επιγραφής.
Το 377/376 π.Χ., στο επεισόδιο ανάμεσα στους Θηβαίους και τον Αλκέτα ενεπλάκησαν δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις. Αυτές όμως δε συμμετείχαν σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είχαν επιστρατευτεί για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι των Παγασών. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι Θηβαίοι δεν είχαν λόγο να διεξάγουν πόλεμο στη θάλασσα· απεναντίας, στο πλαίσιο του Βοιωτικού πολέμου, κύριο μέλημά τους ήταν η αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων στην χώραν τους, σε χερσαίο δηλαδή έδαφος. Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, αν όχι και σε στρατιωτικό, δε θα πρέπει να ήταν ακόμη σε θέση να αξιώνουν ηγετικό ρόλο ούτε στην ξηρά, καθώς το επεισόδιο στην Ιστίαια-Ωρεό προηγήθηκε της ανάκτησης από αυτούς το 375 π.Χ. των γειτονικών βοιωτικών πόλεων (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.63· πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης 15.38.4) καθώς και της νίκης τους κατά των Λακεδαιμονίων στην Τεγύρα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.37.1-2, 15.81.2· Πλούταρχος, Πελοπίδας 16-17· επίσης Buckler 1995· Sprawski 2004. Σύμφωνα με τον Έφορο [Διόδωρος Σικ. 15.37.2· πρβλ. id. 15.39.1], τότε διεφάνησαν για πρώτη φορά οι δυνατότητες των Θηβαίων να αγωνιστούν για την ηγεμονία της Ελλάδος). Όσον αφορά στην ανάληψη από τους Θηβαίους της ηγεμονίας στη θάλασσα, έστω και υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής ηγεσίας σε ναυτικές επιχειρήσεις, αυτή θα αποτελούσε μάλλον παράδοξο την εποχή εκείνη. Υπενθυμίζεται ότι το 377/376 π.Χ. οι Θηβαίοι, σε αντίθεση με τους Ιστιαιείς, συμμετείχαν ήδη στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, και μια σειρά από μαρτυρίες καθόλη τη διάρκεια της συμμετοχής τους σε αυτή, φανερώνουν την “εξάρτησή” τους από το αθηναϊκό πολεμικό ναυτικό (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.62-63· 6.2.1, 6.4.3· [Δημοσθένης,] Κατὰ Τιμοθέου [49] 14-21, 48-54· IG II2 1607 A στ. 49-50, Β στ. 155-158). Πώς μπορούσε επομένως ένα μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, το οποίο δε δρούσε ανεξάρτητα από τους Αθηναίους σε ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να αξιώνει την ηγεμονία του πολέμου στη θάλασσα από μία πόλιν η οποία δεν ανήκε στη Συμμαχία;
Η έκβαση της μάχης στα Λεύκτρα εγκαινίασε την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας (371-362 π.Χ.). Το 367 π.Χ., οι Θηβαίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Το θέρος του έτους αυτού, συνεχώς βουλευόμενοι Θηβαίοι όπως άν τὴν ηγεμονίαν λάβοιεν τής Ελλάδος (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33), απέστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Κοινής Ειρήνης (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33-38· Πλούταρχος, Πελοπίδας 30· id. Αρταξέρξης 22.4-6· επίσης Bearzot 2011). Στην περσική αυλή ο Πελοπίδας αξίωσε την απόσυρση του αθηναϊκού στόλου από την ενεργό δράση (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.36: Αθηναίους ανέλκειν τὰς ναύς), προφανώς για να κατορθώσουν οι Θηβαίοι να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της Ελλάδος, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί ενόσω οι Αθηναίοι κρατούσαν τα σκήπτρα στη θάλασσα. Η αξίωση έγινε αποδεκτή από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β΄, προφανώς λόγω της ανησυχίας του για την αυξανόμενη παρουσία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, αλλά απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους Αθηναίους (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.37).
Από χωρίο του Διοδώρου (15.78.4-79.2) πληροφορούμαστε ότι το έτος 364/363 π.Χ. εγκαινιάστηκε το ναυτικό πρόγραμμα των Θηβαίων, κατόπιν εισήγησης του Επαμεινώνδα (Buckler 1980: 160-175· Roesch 1984· Stylianou 1998: 493-497· van Wijk 2020). Αναλυτικότερα, μαρτυρείται ότι ο σπουδαίος αυτός άνδρας προέτρεψε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν ηγεμονίας. Στην εισήγησή του, η οποία αναφέρεται ως προϊόν μακράς σπουδής (διελθὼν λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον), παρουσίασε το εγχείρημα αυτό ως συμφέρον και εφικτό, διατεινόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ευκολότερο για εκείνους οι οποίοι ήταν ήδη κυρίαρχοι στην ξηρά, να κυριαρχήσουν και στη θάλασσα. Με αυτό και πολλά ακόμη επιχειρήματα, έπεισε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν αρχής (Διόδωρος Σικελιώτης 15.78.4). Αμέσως οι Θηβαίοι ψήφισαν υπέρ της ναυπήγησης εκατό (100) τριήρων. Αποφάσισαν επίσης να παρακινήσουν τους Ροδίους, τους Χίους και τους Βυζαντίους να τους βοηθήσουν στα σχέδιά τους. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στις προαναφερθείσες πόλεις –ο πλους του χρονολογείται από τον Διόδωρο επίσης στο έτος 364/363 π.Χ. Αφού κατόρθωσε να προκαλέσει δέος στον Αθηναίο στρατηγό Λάχητα –αυτός είχε αποσταλεί με αξιόλογο στόλο προκειμένου να παρεμποδίσει τους Θηβαίους– και να τον αναγκάσει να αποπλεύσει, ιδίας τὰς πόλεις τοίς Θηβαίοις εποίησεν (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.1). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι αν ο Επαμεινώνδας είχε ζήσει περισσότερο, οι Θηβαίοι θα είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν, πέρα από την ηγεμονία στην ξηρά, και την ηγεμονία στη θάλασσα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.2: τη κατὰ γήν ηγεμονία καὶ τὴν τής θαλάττης αρχὴν προσεκτήσαντο· πρβλ. όμως Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1).
Το ταξίδι του Επαμεινώνδα επιβεβαιώνεται τόσο από άλλες φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες και χρονολογείται συνήθως το 364 ή, σπανιότερα, το 363/362 π.Χ. από τους σύγχρονους μελετητές μελετητές (Ισοκράτης, Πρὸς Φίλιππον [5] 53· Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1· Marcus Julianus Justinus, Epitome Historiarum Philippicarum Trogi Pompeii 16.4.3-4· βλ. επίσης IG VII 2408 [Θήβα, 364/363 π.Χ.]: ψήφισμα προξενίας του Βοιωτικού κοινού για πολίτη του Βυζαντίου· ed. pr. Blümel 1994: 157-158 πίν. 17: ψήφισμα προξενίας των Κνιδίων για τον Επαμεινώνδα. Για τη χρονολόγησή του ταξιδιού το 364 π.Χ. και τους λόγους αυτής, βλ. κυρίως Buckler 1980: 164, 169 κ.εξ. [τέλη καλοκαιριού]· το 363/362 π.Χ. και τους λόγους αυτής, Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181. Για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, βλ. Ruzicka 1998· Russell 2016). Το ζήτημα του ναυτικού προγράμματος των Θηβαίων, όμως, έχει οδηγήσει σε αντιγνωμία μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, καθώς από την αφήγηση του Διοδώρου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν αυτό υλοποιήθηκε ή όχι. Σημαντικός αριθμός μελετητών υποστηρίζει ότι αυτό υλοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό (Carrata Thomes 1952· Buckler 1980: ιδίως 160-175 και 308 σημ. 19· Hatzopoulos 1985: 253 και σημ. 70· Roesch 1984· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής θεωρείται η αναφορά του Διοδώρου στην αντίδραση του Λάχητος απέναντι στον Επαμεινώνδα η οποία ευνοεί την υπόθεση ότι ο Επαμεινώνδας έπλεε με μεγαλύτερο στόλο από τον αξιόλογου μεγέθους στόλο του Λάχητος. Επιπροσθέτως, έγινε προσπάθεια σύνδεσης ορισμένων προξενικών ψηφισμάτων του Βοιωτικού κοινού επί Θηβαϊκής ηγεμονίας με το ναυτικό πρόγραμμα (IG VII 2407 [Rhodes, Osborne, GHI αρ. 43· βλ. και Glotz 1933· Carrata Thomes 1952: 25 κ.εξ.· Roesch 1984: ιδίως 56 pace Cawkwell 1972: 272 σημ. 1· Stylianou 1998: 495]· SEG 34: 355 [κυρίως Roesch 1984: ιδίως 52-53, 57-60 pace Stylianou 1998: 495]· SEG 55: 564bis [Knoepfler 2005: 73-87· Mackil 2008· Fossey 2014: 17-19· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 258]). Η πλειονότητα των μελετητών αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις των Θηβαίων πριν από το 364 π.Χ. και γνωρίζοντας ότι για την υλοποίηση, μέρους έστω, του προγράμματος αυτού, απαιτούνταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα –υπενθυμίζεται ότι ο Διόδωρος τοποθετεί την ψήφιση του προγράμματος και το ταξίδι του Επαμεινώνδα στο ίδιο έτος–, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό εγκαινιάστηκε το 367/366 ή το 366/365 π.Χ. –ορισμένοι τοποθετούν την αφετηρία του ακόμη νωρίτερα–, πιθανώς με περσική χρηματοδότηση και με την εισαγωγή σημαντικού μέρους της ναυπηγήσιμης ξυλείας από τη Μακεδονία, τον κατεξοχήν τόπο παραγωγής υψηλής ποιότητας ναυπηγήσιμης ξυλείας (Carrata Thomes 1952: 22-24· Hammond – Griffith 1979: 185-188· Buckler 1980: 155, 160-161, 163· Roesch 1984: 52-53, 54, 58, 57-60· Hatzopoulos 1985· Borza 1987: 46 και σημ. 59· Mackil 2008: 181-185· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Ορισμένοι, πάλι, τοποθετούν τη ναυπήγηση του στόλου το 364 π.Χ. και το ταξίδι του Επαμεινώνδα το 363/362 π.Χ. (Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181). Υπάρχει, όμως, και σημαντική μερίδα ιστορικών οι οποίοι εκφράζουν την άποψη ότι ο στόλος αυτός δε ναυπηγήθηκε ποτέ. Αυτοί υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Διόδωρο, ότι τόσο η ψήφιση του ναυτικού προγράμματος όσο και το ταξίδι του Επαμεινώνδα έλαβαν χώρα το 364 π.Χ., και ότι τη δύναμη με την οποία έπλευσε ο Επαμεινώνδας δε συνιστούσε ο πρόσφατα εγκριθείς προς ναυπήγηση στόλος, αλλά προϋπάρχων μικρότερος στόλος (Cawkwell 1972: 270-275· Ruzicka 1998: 61 και σημ. 8· Stylianou 1998: 494-496: Διόδωρος Σικ. 79.1· Russell 2016: 67 και 186 σημ. 2· van Wijk 2020)· πρβλ. Schachter 2014). Προκειμένου, μάλιστα, να εξηγηθεί η αντίδραση του Λάχητος, έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτός αποχώρησε για πολιτικούς και όχι για στρατιωτικούς λόγους και ότι η αντίδραση αυτή δεν υπονοεί κάτι για το μέγεθος του στόλου του Επαμεινώνδα (Cawkwell 1972: 271· βλ. και Ruzicka 1998: 61 σημ. 8).
Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δε μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη. Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τόσο η αδυναμία των Θηβαίων να “αφοπλίσουν” μέσω της διπλωματίας το αθηναϊκό ναυτικό, επιτυγχάνοντας την επικύρωση της Κοινής Ειρήνης ως προστάται αυτής, όσο και οι αθηναϊκές πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον Τιμόθεο στο Αιγαίο από το 366 π.Χ. –σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών ιδρύθηκε αθηναϊκή κληρουχία στη Σάμο, το 365 π.Χ., η οποία έφερε στο νου πικρές μνήμες της Αθηναϊκής ηγεμονίας του 5ου αι. π.Χ.–, επέδρασαν πιθανώς καταλυτικά στην απόφαση των Θηβαίων να ναυπηγήσουν αξιόμαχο στόλο (βλ. σχετικά και Cawkwell 1972: 271 κ.εξ.· Buckler 1980: 160-161· πρβλ. ibid. 154-156· Russell 2016: 67). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται η απόκτηση ισχυρού βοιωτικού στόλου ως αντίβαρο του αθηναϊκού να προϋπήρχε ως σκέψη και οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μάχη των Λεύκτρων (πρβλ. Διόδωρος Σικ. 15.78.4: διελθὼν [ενν. ο Επαμεινώνδας] λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον). Σε κάθε περίπτωση, το ναυτικό πρόγραμμα δεν πρέπει να υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς δεν άφησε το αποτύπωμά του στα χρόνια που ακολούθησαν (βλ., πιο συγκεκριμένα, Cawkwell 1972: 271).
Όλα όσα προαναφέρθηκαν, μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ρήτρας hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4) σε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μόνο αν η συμμαχία αυτή τοποθετούνταν χρονικά στην εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας.
γ) Το ζήτημα της χρήσης του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και της αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς
Δύο είναι τα σημεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν ως προς τη χρονολόγηση επί Θηβαϊκής ηγεμονίας και στα οποία στηρίχθηκαν, ως ένα βαθμό, οι εκδότες της επιγραφής και θεώρησαν πιθανότερη τη σύναψη της συνθήκης αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ.: η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφάβητου και η αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς.
Ο χρόνος εγκατάλειψης του επιχώριου και υιοθέτησης του ιωνικού αλφάβητου στη Βοιωτία, και ιδίως στη Θήβα, αποτελεί ζήτημα το οποίο προβληματίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες τους μελετητές της περιοχής και η αλλαγή αυτή έχει συνδεθεί κατά καιρούς με συγκεκριμένα γεγονότα και έχει αναχθεί σε περιόδους κατά τις οποίες οι σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν αρμονικές: 1) στη δεκαετία του 390 π.Χ., στο πλαίσιο του Κορινθιακού πολέμου (Taillardat, Roesch 1966)· 2) στο έτος 379/378 π.Χ., τουλάχιστον στη Θήβα, ύστερα από την εκδίωξη των Σπαρτιατών από την Καδμεία (Knoepfler 1992: 423-424 αρ. 24· πρβλ. id. BE 2009: 244)· 3) περί τα έτη 379-376 π.Χ., αρχικά από τους Θηβαίους με τη στήριξη του δημοκρατικού καθεστώτος, τα οποία διαδέχθηκε μία περίοδος πειραματισμών σε όλη τη Βοιωτία (Vottéro 1996 [αν και υποστήριξε ότι για να είναι κανείς σίγουρος θα πρέπει να εντάξει την αλλαγή στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.]. Η άποψή του υιοθετήθηκε από τον N. Luraghi [2010: 83 σημ. 32, 87 σημ. 43]). Η πρόταση από τους εκδότες της για χρονολόγηση της συνθήκης που εξετάζουμε το 377/376 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα το έτος αυτό να εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα μελετητών ως terminus post quem για την υιοθέτηση της ιωνικής γραφής (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170· Papazarkadas 2016β: 135). Οι θέσεις αυτές λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για τη χρονολόγηση της υπό εξέταση συμμαχίας την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Θα πρέπει, όμως, να αναφερθεί, αφενός μεν ότι ο αριθμός των σωζόμενων σε λίθο βοιωτικών επιγραφών του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. δεν επαρκεί ώστε να αποκτήσουμε μία σαφή εικόνα για το χρόνο υιοθέτησης του ιωνικού αλφαβήτου, αφετέρου δε ότι σε νομίσματα τα οποία αποτελούν επίσημα τεκμήρια, και συγκεκριμένα στους “επώνυμους” θηβαϊκούς ή βοιωτικούς στατήρες, το επιχώριο αλφάβητο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σποραδικά έως τα μέσα της δεκαετίας του 360 π.Χ. (για τους “επώνυμους” στατήρες, βλ. Hepworth 1998· Schachter 2016). Οι νομισματικές αυτές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιχείρημα για τη στήριξη μιας άλλης άποψης που έχει διατυπωθεί από σύγχρονους μελετητές, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου αποτέλεσε σταδιακή και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία βασίστηκε, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαθεσιμότητα των χαρακτών που ήταν εξοικειωμένοι με το νέο αλφάβητο, και η οποία δεν ξεκίνησε απαραίτητα από τη Θήβα αλλά από άλλες βοιωτικές πόλεις, όπως οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν περισσότερες επαφές με την Αθήνα (βλ. σχετικά Hepworth 1989: 37-38· Schachter 2016: 44 και σημ. 13, 14, 25· επίσης Iversen 2010: 262-264 [κριτική από D. Knoepfler, BE 2012: αρ. 196], όπου, όμως, δεν γίνεται αναφορά στα νομίσματα· πρβλ. Matthaiou 2009, για τη σταδιακή υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα). Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η χρήση του επιχώριου αλφαβήτου δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τη χρονολόγηση της συμμαχίας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Άλλωστε, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκδότες της επιγραφής, «historical contextualization should take precedence over any arguments based exclusively on letter forms, important as these may be» (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 244).
Η χρήση του εθνικού Θηβαίοι αντί για το εθνικό Βοιωτοί ευνοεί τη χρονολόγηση της συνθήκης συμμαχίας αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ. καθώς παραπέμπει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σε μία περίοδο κατά την οποία το Βοιωτικό κοινό είχε διαλυθεί, κάτι που δεν ίσχυε ούτε την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, και κυρίως, ούτε της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι οι Θηβαίοι αποκλείστηκαν από την Κοινή Ειρήνη του 371 π.Χ., η οποία συνήφθη λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, επειδή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι πρέσβεις αυτών εκέλευον μεταγράφειν αντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ομωμοκότας (Ξενοφών, Ελληνικά 6.3.19). Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι επί Θηβαϊκής ηγεμονίας οι προξενίαι χορηγούνταν από το Βοιωτικό κοινό και όχι από τους Θηβαίους (για τα βοιωτικά [θηβαϊκά] ψηφίσματα προξενίας, βλ. Knoepfler 1978 (4ος αι. π.Χ.)· Fossey 2014: Part 1). Δεν θα πρέπει, όμως, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έκβαση της μάχης των Λεύκτρων εγκαινίασε ουσιαστικά την εποχή της Θηβαϊκής και όχι της Βοιωτικής ηγεμονίας. Συνθήκες συμμαχίας της εποχής εκείνης, χαραγμένες σε λίθο, δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Σε φιλολογικά κείμενα, όμως, μαρτυρείται η σύναψη συνθηκών από τους Θηβαίους και όχι από τους Βοιωτούς (βλ. αναλυτικότερα Aravantinos – Papazarkadas 2012: 249). Αν και, πιθανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι συγγραφείς γνώριζαν ότι η εξωτερική πολιτική ρυθμιζόταν από τους Θηβαίους και όχι από το σκιώδες Βοιωτικό κοινό, δε μπορεί να αποκλείσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένα από τα κείμενα αυτά αντανακλούν τη φρασεολογία των επίσημων εγγράφων. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο χωρίο του Ξενοφώντος (Ελληνικά 7.1.42), ο οποίος υπήρξε σύγχρονος της εποχής εκείνης, για τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Θηβαίων και Αχαιών, το 366 π.Χ.: Επαμεινώνδας… πιστὰ λαβὼν παρὰ τών Αχαιών ή μὴν συμμάχους έσεσθαι καὶ ακολουθήσειν όποι άν Θηβαίοι ηγώνται, ούτως απήλθεν οίκαδε.
Παρά τους σκοπέλους αυτούς, εμμένουμε στην άποψη ότι το σωζόμενο ενεπίγραφο τμήμα πρέπει να ανήκε σε συνθήκη συμμαχίας η οποία συνήφθη την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Οι Ιστιαιείς, όπως και οι υπόλοιποι Ευβοείς, συμμάχησαν με τους Θηβαίους πριν από την πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 370 π.Χ. Αν υποθέσει κανείς ότι το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης αυτής, τότε η ανάληψη της ηγεμονίας από τους Θηβαίους όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο από το γεγονός ότι τόσο οι ισχυροί μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα Θηβαίοι όσο και οι Ιστιαιείς δε βρίσκονταν πλέον υπό την ηγεσία του αθηναϊκού πολεμικού ναυτικού. Η ύπαρξη, ωστόσο, και πολιτικής χροιάς στη διάταξη αυτή, η οποία θα την συνέδεε με τις βλέψεις των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και, κατ’ επέκταση, με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα, ενισχύεται, κατά την άποψή μας, κυρίως από το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από ένα χωρίο του Ισοκράτους (Πρὸς Φίλιππον [5] 53), όπου γίνεται αναφορά στα πεπραγμένα των Θηβαίων μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, και το οποίο φέρει αυτομάτως στο νου τη διάταξη αυτή: … Εύβοιαν δ᾽ επόρθουν, εις Βυζάντιον δέ τριήρεις εξέπεμπον, ὡς καὶ γής καὶ θαλάττης άρξοντες (ο Russell 2016: 187 και σημ. 17 είναι ο μόνος που υπέθεσε, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση, ότι η αποσπασματικά σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων θα μπορούσε να συνδέεται με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα). Αν μπορούσε να αποδειχθεί η πολιτική διάσταση της ρήτρας, τότε θα οδηγούμαστε στις εξής υποθέσεις: 1) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης συμμαχίας που συνήφθη μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων περί το 370 π.Χ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεικνυόταν ότι οι Θηβαίοι είχαν από τότε βλέψεις, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, για θαλάσσια κυριαρχία· 2) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα μιας συνθήκης μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων η οποία υπογράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και συνδεόταν με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα. Ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προβληματίζει ιδιαίτερα λόγω της προϋπάρχουσας συνθήκης· 3) η ρήτρα συνδέεται με το εγχείρημα των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στη συμμαχία του 370 π.Χ. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ρήτρα ουσίας η οποία θα ταίριαζε καλύτερα να τοποθετηθεί πιο ψηλά στο κείμενο.
(βασισμένη στο Aravantinos – Papazarkadas 2012: 240)
(δεν θα επιτρέπεται;) στους Ιστιαιείς να εγκαταλείπουν (;) τον πόλεμο χωρίς τους Θηβαίους. Η ηγεμονία του πολέμου θα ανήκει στους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα.
〚θε〛 οι 〚∶〛 {⁵θεοί ∶}⁵ πρέσβες εγ Λεον[τ]- | |
ίνον ℎοὶ τέγ χσυμμαχί- | |
αν εποέσαντο καὶ τὸν ℎ- | |
όρκον Τιμένορ Αγαθοκ- | |
5 | λέος, Σο͂σις Γλαυκίο Γέ- |
λον Εχσεκέστο, γραμμα- | |
τεὺς Θεότιμος Ταυρίσ- | |
κο· επ’ Αφσεύδος άρχοντ- | |
ος καὶ τε͂ς βολε͂ς ℎε͂ι Κρ- | |
10 | ιτιάδες εγραμμάτευε· |
έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ | |
το͂ι δέμοι· Ακαμαντὶς ε- | |
πρυτάνευε, Χαρίας εγρ- | |
αμμάτευε, Τιμόχσενος | |
15 | επεστάτε, Καλλίας ε-νν |
ίπε· τέμ μέν χσυμμαχία- | |
ν είναι Αθεναίοις καὶ | |
Λεοντίνοις καὶ τὸν όρ̣- | |
κον δο͂ναι καὶ δέχσασ- | |
20 | [θαι· ομόσ]αι δέ Αθεναί- |
[ος τάδε· σύ]νμα[χ]οι εσόμ- | |
[εθα Λεοντ]ίν[οις αί]δ̣ιο- | |
[ι αδόλος κ]αὶ [αβλα]βο͂ς· | |
[Λεοντίνο]ς ο[μο͂ς ο]μόσ- | |
25 | [αι· σύνμαχοι εσόμ]εθα |
[Αθεναίοις αίδιοι] αδό- | |
[λος καὶ αβλαβο͂ς· π]ερὶ | |
[․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]μπο | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]ενα | |
30 | [ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]δεε |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]σθ | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]οπ | |
lacuna | |
[— — — ․ ․ ․ ]ι — — — | |
[— — — ․ ]εαθ — — — | |
35 | [— — — —]ιοι v — — |
36 | vacat |
Από το προοίμιο προκύπτει ότι οι Λεοντίνοι, άποικοι των Χαλκιδέων της Νάξου στη Σικελία, έστειλαν τέσσερις αντιπροσώπους στην Αθήνα για σύναψη συμμαχίας και ότι η απόφαση ελήφθη ύστερα από σχετικό προβούλευμα της βουλής και εισηγητή τον Καλλία (στ. 15), όταν ήταν άρχοντας ο Αψευδής (στ. 8, 433/2 π.Χ.), πρυτανεύουσα η Ακαμαντίδα φυλή (στ. 12), γραμματέας ο Χαρίας (στ. 13-14) και επιστάτης ο Τιμόξενος (στ. 14-15).
Προβλέπεται οι Αθηναίοι να συνάψουν συμμαχία με τους Λεοντίνους, να ορκισθούν και να δεχθούν τον όρκο από τους απεσταλμένους των Λεοντίνων (στ. 16-20). Μόνο τμήματα του αθηναϊκού όρκου διασώθηκαν. Με βάση δε τις συμπληρώσεις που έγιναν (στ. 20-23) φαίνεται ότι η συμμαχία θα ήταν «αΐδιος» και «αβλαβής» (βλ. Meritt 1946). Στην ίδια συνέλευση οι Αθηναίοι συνάπτουν συμμαχία και με τους αντιπροσώπους του Ρηγίου (βλ. Meiggs – Lewis, GHI σελ. 172).
Υποστηρίζεται ότι οι συμμαχίες του 433/2 π.Χ. αποτελούν ανανέωση παλαιότερων συνθηκών, που πιθανώς έγιναν στις αρχές της δεκαετίας 450-440 π.Χ. (Meiggs – Lewis, GHI σελ. 173-174). Πέρα από τις επιγραφικές ενδείξεις η άποψη φαίνεται πιθανή, εάν η σύναψη συμμαχιών προκλήθηκε από την αύξηση της δύναμης των Συρακοσίων, οι οποίοι το 450 π.Χ. υποτάσσουν τις πόλεις των Σικελών εκτός από την Τρινακίη (Διόδωρος Σικελιώτης 11.92· βλ. και 12.29) και το 445 π.Χ. νικούν τους Ακραγαντίνους. Φαίνεται δηλαδή ότι οι Λεοντίνοι και οι Ρηγίνοι ανησυχούντες από τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των Συρακοσίων αναζήτησαν την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων και ότι οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν, αποβλέποντας στην επέκταση της πολιτικής τους επιρροής στη Δύση.
Με την επεκτατική πολιτική των Συρακοσίων και την προσπάθεια διατήρησης της ηγετικής τους θέσης προφανώς συνδέεται η αποστολή των απεσταλμένων των Λεοντίνων και των Ρηγίνων το 433/2 π.Χ. Κατά το χρόνο εκείνο οι Συρακόσιοι ναυπήγησαν εκατό τριήρεις, διπλασίασαν τη δύναμη του ιππικού τους, ενίσχυσαν το πεζικό τους και «χρημάτων παρασκευάς εποιούντο» (Διόδωρος Σικελιώτης 12.30.1). Οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν τις προτάσεις τους ώστε να αποκτήσουν στρατιωτικό και πολιτικό έρεισμα στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν νωρίτερα συνάψει αμυντική συμμαχία, επιμαχία, με τους Κερκυραίους (Θουκυδίδης 1.44) προκαλώντας την έχθρα των Κορινθίων. Έκτοτε η πρώτη εκστρατεία που αναλαμβάνουν στη Σικελία, ανταποκρινόμενοι σε αίτημα συμμάχων των Λεοντίνων, χρονολογείται το 427/6 π.Χ. Ο Θουκυδίδης (3.86) σημειώνει ότι το αίτημα αυτό λειτουργεί ως πρόφαση διότι με την εκστρατεία επιδίωκαν να στερήσουν τους Πελοποννησίους από την εισαγωγή σιταριού.
Απεσταλμένοι από την πόλη των Λεοντίνων, οι οποίοι συνήψαν τη συμμαχία και έδωσαν τον όρκο, ήταν ο Τιμήνωρ ο γιος του Αγαθοκλή, (στ. 5) ο Σώσις ο γιος του Γλαυκία, ο Γέλων ο γιος του Εξηκέστου, γραμματέας ήταν ο Θεότιμος ο γιος του Ταυρίσκου, όταν άρχοντας ήταν ο Αψεύδης και γραμματέας της βουλής (στ. 10) ο Κριτιάδης. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ακαμαντίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Χαρίας ήταν γραμματέας, ο Τιμόθεος επιστάτης, ο Καλλίας (στ. 15) εισηγήθηκε. Να πραγματοποιηθεί η συμμαχία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Λεοντίνους και να δώσουν και να λάβουν τον όρκο. (στ. 20) Οι Αθηναίοι να ορκισθούν τα ακόλουθα: θα είμεθα σύμμαχοι των Λεοντίνων παντοτινοί, χωρίς δόλο και χωρίς παραβίαση της συνθήκης. Οι Λεοντίνοι επίσης θα ορκισθούν: θα είμεθα σύμμαχοι (στ. 25) των Αθηναίων παντοτινοί, χωρίς δόλο και χωρίς παραβίαση της συνθήκης.
(Ακολουθούν πολύ ελλιπώς σωζόμενοι στίχοι)
[ Θ ] ε ὸ ς α γ α θ [ ό ς .] | |
Αγαθαι τύχαι καὶ επὶ σωτηρίαι· επὶ κόσμ[ων εν μέν] | |
Ἱεραπύτναι τών σὺν Ενίπαντι τώ Ερμαίω μ̣[ηνὸς] | |
Ἱμαλίω, εν δέ Πριανσιοί επὶ κόσμων τών σὺ[ν Νέωνι τώ] | |
5 | Χιμάρω καὶ μηνὸς Δρομήιω· vac. τάδε συνέθε[ντο καὶ συνευ]- |
δόκησαν αλλάλοις Ἱεραπύτνιοι καὶ Πριάνσιοι [εμμένον]- | |
τες εν ταίς προϋπαρχώσαις στάλαις ιδίαι τε [ται κειμέναι] | |
Γορτυνίοις καὶ Ἱεραπ̣υτνίοις καὶ ται κατὰ κοινὸν̣ [Γορτυνίοις] | |
καὶ Ἱεραπυτνίοις καὶ Πριανσίοις καὶ εν ται φιλίαι [καὶ συμμα]- | |
10 | χίαι καὶ όρκοις τοίς προγεγονόσι εν ταύταις τ[αίς πόλεσιν] |
καὶ επὶ ται χώραι αι εκάτεροι έχοντες καὶ κρατόν[τες τὰν συν]- | |
θήκαν έθεντο ες τὸν πάντα χρόνον· vac. Ἱεραπυτν̣[ίοις] | |
καὶ Πριανσίο<ι>ς ήμεν παρ᾿ αλλάλοις ισοπολιτείαν καὶ επιγα- | |
μίας καὶ ένκτησιν καὶ μετοχὰν καὶ θείων καὶ ανθρωπίνων | |
15 | πάντων, όσοι κα έωντι έμφυλοι παρ᾿ εκατέροις, καὶ πωλόν- |
τας καὶ ὠνωμένος καὶ δανείζοντας καὶ δανειζομένος | |
καὶ τάλλα πάντα συναλάσσοντας κυρίος ήμεν κατὰ | |
τὸς υπάρχοντας παρ᾿ εκατέροις νόμος· vac. εξέστω δέ τώι | |
τε Ἱεραπυτνίωι σπείρεν εν ται Πριανσίαι καὶ τώι Πριαν- | |
20 | σιεί εν ται Ἱεραπυτνίαι διδώσι τὰ τέλεα καθάπερ οι άλλοι |
πολίται κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος· vac. ει δέ τί | |
κα ο Ἱεραπύτνιος υπέχθηται ες Πριανσ{ι}ὸν ἢ ο Πριανσιεὺς | |
ες Ἱεράπυτναν οτιούν, ατελέα έστω καὶ εσαγομένωι καὶ | |
εξαγομένωι αυτὰ καὶ τούτων τὸς καρπὸς καὶ κατὰ γαν | |
25 | καὶ κατὰ θάλασσαν· ων δέ κα αποδώται κατὰ θάλασσαν εώ- |
σας εξαγωγας τών υπεχθεσίμων αποδότω τὰ τέλεα | |
κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κειμένος· vac. κατὰ ταυτὰ δέ | |
καὶ εί τίς κα νέμ̣[ηι ατε]λὴς έστω· αι δέ κα σίνηται αποτεισά- | |
τω τὰ επιτίμια [ο] σι[νό]μενος κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κει- | |
30 | μένος. Πρειγήια δέ ω [κ]α χρείαν έχηι πορηίω, παρεχόντων |
οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τοίς Πριανσιεύσι, οι δέ Πριανσιέ<ε>ς | |
κόσμοι τοίς Ἱεραπυτνίοις· αι δέ μὴ παρισχαίεν, αποτεισάν- | |
των οι επίδαμοι τών κόσμων ται πρειγείαι στατήρας δέκα· | |
ο δέ κόσμος ο τών Ἱεραπυτνίων ερπέτω εν Πριανσιοί ες | |
35 | τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ τών κόσμων, |
ὡσαύτως δέ καὶ ο τών Πριανσιέων κόσμος ερπέτω εν Ἱε- | |
ραπύτναι ες τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ | |
τών κόσμων· εν δέ τοίς Hραίοις καὶ εν ταίς άλλαις εορταίς | |
οι παρατυγχάνοντες ερπόντων παρ᾿ αλλάλος ες ανδρήι- | |
40 | ον καθὼς καὶ οι άλλοι πολίται· αναγινωσκόντων δέ τὰν |
στάλαν κατ᾿ ενιαυτὸν οι τόκ᾿ αεὶ κοσμόντες παρ᾿ εκατέ- | |
ροις εν τοίς Ὑπερβώιοις καὶ προπαραγγελόντων αλλά- | |
λοις πρὸ αμεραν δέκα ή κα μέλλωντι αναγινώσκεν· | |
οποίοι δέ κα μὴ αναγνώντι ἢ μὴ παραγγήλωντι απο- | |
45 | τεισάντων οι αίτιοι τούτων στατήρας εκατόν, οι μέν |
Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τών Πριανσιέων ται πόλει, οι δέ | |
Πριανσιέες Ἱεραπυτνίων ται πόλει· vac. αι δέ τις αδικοίη | |
τὰ συνκείμενα κοιναι διαλύων ἢ κόσμος ἢ ιδιώτας, ε- | |
ξέστω τώι βωλομένωι δικάξασθαι επὶ τώ κοινώ δι- | |
50 | καστηρίω τίμαμα επιγραψάμενον τας δίκας κατὰ τὸ |
αδίκημα ό κά τις αδικήσηι· καὶ εί κα νικάσηι, λαβέτω τὸ | |
τρίτον μέρος τας δίκας ο δικαξάμενος, τὸ δέ λοιπὸν έσ- | |
τω ταν πόλεων· αι δέ τι θεών βωλομένων έλοιμεν αγα- | |
θὸν απὸ τών πολεμίων, ἢ κοιναι εξοδούσαντες ἢ ιδίαι τι- | |
55 | νές παρ᾿ εκατέρων ἢ κατὰ γαν ἢ κατὰ θάλασσαν, λαν- |
χανόντων εκάτεροι κατὰ τὸς άνδρας τὸς έρποντας | |
καὶ τὰς δεκάτας λαμβανόντων εκάτεροι ες τὰν ιδί- | |
αν πόλιν· υπέρ δέ τών προγεγονότων παρ᾿ εκατέροις | |
αδικημάτων αφ᾿ ω τὸ κοινοδίκιον απέλιπε χρόνω, ποιη- | |
60 | σάσθων τὰν διεξαγωγὰν οι σὺν Ενίπαντι καὶ Νέωνι κό[σ]- |
μοι εν ωι κα κοιναι δόξηι δικαστηρίω αμφοτέραις ταίς πό- | |
λεσι επ᾿ αυτών κοσμόντων καὶ τὸς εγγύος καταστασάν- | |
των υπέρ τούτων αφ᾿ ας κα αμέρας α στάλα τεθήι εμ μη- | |
νί· υπέρ δέ τών ύστερον εγγινομένων αδικημάτων προ- | |
65 | δίκωι μέν χρήσθων καθὼς τὸ διάγραμμα έχει· περὶ δέ τώ |
δικαστηρίω οι επιστάμενοι κατ᾿ ενιαυτὸν παρ᾿ εκατέροις | |
κόσμοι πόλιν στανυέσθων άγ κα αμφοτέραις ταίς πόλεσ[ι] | |
[δό]ξηι εξ ας τὸ επικριτήριον τέλεται, καὶ εγγύος καθιστάν- | |
των αφ᾿ ας κα αμέρας επισταντι επὶ τὸ αρχείον εν διμήνωι, | |
70 | καὶ διεξαγόντων ταύτα επ᾿ αυτών κοσμόντων κατὰ τὸ |
δοχθέν κοιναι σύμβολον· αι δέ κα μὴ ποιήσωντι οι κόσμοι κα- | |
θὼς γέγραπται, αποτεισάτω έκαστος αυτών στατήρας | |
πεντήκοντα, οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι Πριανσίων ται πόλει, | |
οι δέ Πριάνσιοι κόσμοι Ἱεραπυτνίων ται πόλει· αι δέ τί κα | |
75 | δόξηι αμφοτέραις ταίς πόλεσι βωλουομέναις επὶ τώι |
κοιναι συμφέροντι διορθώσασθαι, κύριον έστω τὸ διορ- | |
θωθέν· στασάντων δέ τὰς στάλας οι ενεστακότες ε- | |
κατερήι κόσμοι επ᾿ αυτών κοσμόντων, οι μέν Ἱεραπύ- | |
τνιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος καὶ οι | |
80 | Πριάνσιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος· |
οπότεροι δέ κα μὴ στάσωντι καθὼς γέγραπται απο- | |
τεισάντων τὰ αυτὰ πρόστιμα καθότι καὶ περὶ τών | |
δικαίων γέγραπται. |
Το κείμενο είναι συνθήκη ισοπολιτείας ανάμεσα στις κρητικές πόλεις Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα) και Πριανσό. Ανάμεσα στις πολυάριθμες κρητικές συνθήκες (συγκεντρωμένες στο Chaniotis 1996) είναι μια από τις εκτενέστερες και καλύτερα διατηρημένες. Όπως συνάγεται από τους στ. 8-10, η συνθήκη αυτή ακολουθεί και συμπληρώνει προγενέστερη συνθήκη ανάμεσα στην Πριανσό από τη μια πλευρά και τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα από την άλλη, η οποία σώζεται σε δύο αντίγραφα (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27).
Διάρθρωση της συνθήκης – Ρήτρες
1) Επίκληση των θεών και ευχή (στ. 1-2)
Επικλήσεις θεών και ευχές βρίσκονται πολύ συχνά στην αρχή συνθηκών και άλλων δημοσίων κειμένων (ψηφισμάτων, νόμων). Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες: ανάθεση του εγγράφου στους θεούς, επίκληση της προστασίας των θεών για το κείμενο και την επιγραφή. Δεδομένου ότι οι επικλήσεις και οι ευχές έχουν μεγάλη ομοιότητα με φράσεις που χρησιμοποιούνταν σε προσευχές, το πιθανότερο είναι ότι έχουν την προέλευσή τους στις προσευχές και τις επικλήσεις των θεών που εκφωνούνταν κατά τις τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στην εκκλησία του δήμου πριν από τη συζήτηση προτάσεων για ψηφίσματα και κατά τη σύναψη των συνθηκών (Woodhead 2009: 86· βλ. και Chaniotis 1996: 83-85).
2) Χρονολόγηση (στ. 2-5)
Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στο όνομα του προέδρου του συμβουλίου των κόσμων, που εκπροσωπούσαν την εκτελεστική εξουσία στις κρητικές πόλεις, αλλά είχαν συγχρόνως στρατιωτικά και δικαστικά καθήκοντα. Στις περισσότερες πόλεις το συμβούλιο των κόσμων ήταν δεκαμελές, με ετήσια θητεία. Όλα τα μέλη του συμβουλίου προέρχονταν από την ίδια φυλή, με βάση ένα σύστημα εκ περιτροπής εναλλαγής των φυλών στα αξιώματα (Link 1994: 97-112). Κάθε κρητική πόλη είχε το δικό της ημερολόγιο με διαφορετικά ονόματα μηνών (Trümpy 1997: 188-197). Ο Ιμάλιος είναι μάλλον θερινός μήνας, σχετιζόμενος με τη σοδειά και το άλεσμα του αλευριού (πρβλ. Ησύχιος, λλ. ιμαλιά, ιμάλιον και ιμαλίς∙ τὸ επίμετρον τών αλεύρων, επικαρπία). Ο μήνας Δρομείος παράγεται από τη γιορτή Δρομεία, μάλλον γιορτή σχετιζόμενη με τον Απόλλωνα Δρομαίο και την ένταξη των εφήβων στο σώμα των πολιτών∙ στην Κρήτη οι ενήλικοι άνδρες ονομάζονταν δρομείς (Tzifopoulos 1998).
3) Εισαγωγή στη συνθήκη (στ. 5-12)
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατύπωσης είναι ότι παραπέμπει σε μια προϋπάρχουσα συνθήκη. Το ρήμα συνευδοκείν (επικυρώνω από κοινού) σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι η παρούσα συνθήκη αποτελεί συμπλήρωση μιας παλαιότερης συνθήκης. Τέτοιες συμπληρώσεις ή αλλαγές ήταν δυνατές (βλ. παρακ., παράγραφο 18), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνονταν και από τις δύο πλευρές∙ σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακριβώς το ρήμα συνευδοκείν. Η πρόταση που εισάγεται με την πρόθεση επί + δοτική εκφράζει, όπως και η μετοχή εμμένοντες, τους όρους κάτω από τους οποίους ισχύει η νέα συνθήκη. Ο βασικός όρος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας των δύο συμβαλλομένων μερών και των συνόρων τους. Τα σύνορα αυτά περιγράφονται στην προγενέστερη συνθήκη, που δυστυχώς στο σημείο αυτό σώζεται πολύ αποσπασματικά και στα δύο αντίγραφά της (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27). Η πρόσφατη δημοσίευση του αντιγράφου της Γόρτυνας (SEG LIII 942) δείχνει ότι τα σύνορα των εδαφών της Πριανσού καθορίστηκαν από τους Γορτυνίους, τη σημαντικότερη πολιτική δύναμη αυτήν την εποχή και ηγέτη μιας μεγάλης συμμαχίας (στ. 15-17: [καὶ] τὰν χώραν ἃν ὡρί|ξαντο οι Γορτύνιοι πορ̣τὶ τὸνς Πριανσιέας μήτ᾿ αυ|τοὶ αφαιλησή<θ>θαι, μήτ᾿ ά[λλοις] επιτραψήν). Ο επανακαθορισμός των συνόρων μάλλον έγινε αναγκαίος μετά από πόλεμο ανάμεσα στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό. Με την προγενέστερη συνθήκη Γορτύνιοι και Ιεραπύτνιοι εγγυώνταν τα σύνορα της Πριανσού, του ασθενέστερου μέλους της συμμαχίας. Συνοριακοί διακανονισμοί είναι πολύ συνηθισμένοι στην ελληνιστική Κρήτη και σχετίζονται με τους ενδημικούς πολέμους που χαρακτηρίζουν την κρητική ιστορία περίπου ως το 110 π.Χ. (για τις ενδοκρητικές συγκρούσεις και τους συνοριακούς διακανονισμούς: Chaniotis 1996: 27-56, 153-159· για τους κρητικούς πολέμους βλ. επίσης Chaniotis 2005: 8-12).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ έχειν χώραν (νόμιμη ιδιοκτησία εδαφών) και κατέχειν χώραν (άσκηση της εδαφικής κυριαρχίας). Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία που ισχύει τη στιγμή της επικύρωσης της συνθήκης, καθιστώντας σαφές ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διεκδικήσεις εδαφών τα οποία μια πόλη θεωρεί ως νόμιμη ιδιοκτησία της, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται υπό την κατοχή άλλης πόλης.
4-5) Παραχώρηση δικαιωμάτων αστικού δικαίου (ισοπολιτεία, επιγαμία) και οικονομικών προνομίων (στ. 13-21)
Στην πρώτη ουσιαστική διάταξη της συνθήκης παραχωρούνται αμοιβαίως, πολύ επιγραμματικά, τρία σημαντικά δικαιώματα, πολύ συνηθισμένα σε κρητικές συνθήκες.
Ως ισοπολιτεία ορίζεται (στην Κρήτη) το δικαίωμα του πολίτη μιας των συμβαλλομένων πόλεων να εγκατασταθεί στην άλλη πόλη και να αποκτήσει εκεί πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ισοπολιτεία συνήθως συμπληρώνει συνθήκες συμμαχίας και αποτελούσε ένα μέτρο με το οποίο πόλεις με διαφορετικές ανάγκες και αλληλοσυμπληρούμενες δυνατότητες εξασφάλιζαν για τους πολίτες τους τη δυνατότητα να ασκήσουν οικονομικές δραστηριότητες σε μια άλλη πόλη. Η πόλη που έκανε την ευρύτερη χρήση αυτών των δυνατοτήτων ήταν η Ιεράπυτνα. Η σύγκριση των διατάξεων των σχετικών συνθηκών δείχνει ότι η ενεργοποίηση της ισοπολιτείας γινόταν ατομικά, όχι μαζικά, και συνδεόταν με ορισμένες προϋποθέσεις. Ο αιτών έπρεπε να είναι ενεργό μέλος φυλής (όπως σε αυτή τη συνθήκη), δηλαδή να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα ή να έχει εξοριστεί ή να είναι πολίτης τιμής ένεκεν. Ηταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη του, ρυθμίζοντας πρώτα όλες τις εκεί νομικές και οικονομικές του εκκρεμότητες και μάλλον πουλώντας όλη την εκεί ιδιοκτησία του. Η αποδοχή της αίτησής του αποφασιζόταν από την εκκλησία της άλλης πόλης∙αρκούσαν τρεις αρνητικές ψήφοι για την απόρριψη του αιτήματός του (βλ. κυρίως I.Cret. III, iv.1· Staatsverträge III 554· Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
Το δικαίωμα της επιγαμίας δεν χορηγείται μόνο σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν την ισοπολιτεία αλλά σε όλους τους πολίτες των συμβαλλομένων πόλεων. Με τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ πολιτών των δύο πόλεων τα παιδιά δεν θεωρούνταν νόθα, αλλά είχαν πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα (για το πρόβλημα των νόθων στην κρητική κοινωνία, αποτέλεσμα γάμων ατόμων με διαφορετική νομική θέση, βλ. Chaniotis 2002).
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το δικαίωμα της εγκτήσεως (Chaniotis 1996: 109-113). Σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, η ιδιοκτησία γής καὶ οικίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών, που μόνον κατ’ εξαίρεση παραχωρούνταν σε ξένους, συνήθως προξένους και ευεργέτες. Φαίνεται ότι στην ελληνιστική Κρήτη το πρόβλημα της ιδιοκτησίας γης ήταν ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες πόλεις, όπως συνάγεται από τη διέξοδο που εύρισκαν οι άκληροι πολίτες στην πειρατεία, στο επάγγελμα του μισθοφόρου και στη μαζική έξοδο και εγκατάσταση σε ξένες περιοχές, π.χ. στα εδάφη της Μιλήτου και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Chaniotis 2005: 80-85). Ωστόσο, κάποιες πόλεις φαίνεται ότι είχαν περίσσευμα γης, αλλά έλλειψη πολιτών. Αν και θεωρητικά η παραχώρηση της εγκτήσεως στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, στην πραγματικότητα ικανοποιούσε διαφορετικές, συμπληρωματικές ανάγκες. Η Ιεράπυτνα, που σύναψε περισσότερες συμφωνίες εγκτήσεως από οποιαδήποτε άλλη πόλη, αλλά και ακολούθησε επεκτατική πολιτική κατακτώντας και προσαρτώντας σχεδόν το σύνολο της ανατολικής Κρήτης, πρέπει να ήταν ο κυρίως ωφελούμενος από τη διάταξη αυτή.
Η συνθήκη επιτρέπει επιγραμματικά και τις οικονομικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες, δανεισμούς) με βάση τους νόμους που ισχύουν σε κάθε πόλη (στ. 15-18· σχετικά βλ. Guizzi 1999: 242-243). Όσοι πολίτες δεν έκαναν χρήση της ισοπολιτείας, αλλά επιθυμούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αγροτικές δραστηριότητες στα εδάφη της άλλης πόλης, αποκτούν το δικαίωμα του σπείρειν, δηλαδή το δικαίωμα της χρήσης των δημοσίων εδαφών της άλλης πόλης για καλλιέργειες, με καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Η ύπαρξη δημοσίων γαιών στις κρητικές πόλεις στην ελληνιστική εποχή μαρτυρείται και από μια επιγραφή της Κυδωνίας, η οποία αφορά την παραχώρηση (δημοσίων) γαιών σε ξένους (I.Cret. II, x.1).
6) Φύλαξη αγαθών (στ. 21-27)
Γενικά η εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών υπάγεται στην καταβολή δασμών, από την οποία ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί με την παραχώρηση της ατελείας βάσει ψηφίσματος. Στις κρητικές συνθήκες μεταξύ πόλεων καθορίζεται ότι η εξαγωγή από τη στεριά (που αφορά κυρίως κοπάδια) ήταν ατελής∙ ατελής ήταν επίσης η εισαγωγή και επανεξαγωγή αγαθών για προσωπική χρήση. Αντίθετα, οι εξαγωγές από τη θάλασσα, που αφορούσαν συνήθως εμπορικά προϊόντα, συνεπάγονταν τη χρήση λιμανιών και συνήθως ελέγχονταν ευκολότερα. Στις εξαγωγές αυτές καταβάλλονταν τέλη (εξαγωγὰν ήμεν κατὰ γαν μέν ατελεί, κατὰ θάλασσαν δέ καταβάλλοντι τὰ τέλεα κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος)∙ τα τέλη αυτά περιελάμβαναν και το ενλιμένιον, δηλαδή τα λιμενικά τέλη (Chaniotis 1996: 119∙ Guizzi 1999: 240). Από την εισαγωγή για εμπορικούς λόγους διαφέρει η εισαγωγή αγαθών προς φύλαξη στα εδάφη μιας ξένης πόλης με την οποία υπάρχει σχετική συνθήκη. Οι συχνοί πόλεμοι, οι επιδρομές σε αφύλακτες ορεινές περιοχές και στην ύπαιθρο και η πειρατεία στην ελληνιστική εποχή ανάγκαζαν πολλές φορές όσους απειλούνταν από τέτοιους κινδύνους να αναζητήσουν καταφύγιο στα εδάφη μιας γειτονικής πόλης, μαζί με κινητά υπάρχοντα, π.χ. κοπάδια (Müller 1975). Η ατελής εισαγωγή και επανεξαγωγή επιτρέπεται με τη συνθήκη αυτή. Η αναφορά στους “καρπούς” των εισαχθέντων δείχνει ότι πρόκειται κυρίως για κοπάδια ζώων που ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους στους βοσκοτόπους στην εσχατιά των πόλεων (Chaniotis 1999α: 200). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξαίρεση που γίνεται για αγαθά εισαχθέντα προς φύλαξη από τη θαλάσσια οδό (επομένως με πλοία), τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν∙ εδώ η καταβολή δασμών επιβάλλεται. Πρόκειται μάλλον για λάφυρα από πειρατικές επιδρομές –πολύτιμα αντικείμενα και δούλους (Müller 1975: 150 σημ. 74).
7) Επινομία (στ. 27-30)
Η διάταξη αυτή δεν αφορά την ευκαιριακή χρήση βοσκοτόπων στα εδάφη του εταίρου της συνθήκης, αλλά το φαινόμενο των χειμαδιών, της περιοδικής μετακίνησης κοπαδιών σε βοσκοτόπους με διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (για το φαινόμενο των χειμαδιών στην αρχαία Κρήτη βλ. Chaniotis 1999α: 198-205 και γενικά στην αρχαιότητα βλ. Waldherr 2001: 331-357· Arnold – Greenfield 2006· για επιγραφικές μαρτυρίες περί βοσκής και κτηνοτροφίας βλ. Chandezon 2003). Οι Ιεραπύτνιοι χρειάζονταν τους βοσκοτόπους στην ορεινή Πριανσό για τους θερινούς μήνες και αντίστροφα οι Πριάνσιοι χρειάζονταν για τα κοπάδια τους χειμαδιά στην πεδινή και παράκτια Ιεράπυτνα. Η χρήση των βοσκοτόπων ήταν ατελής για τους ξένους βοσκούς, ενώ αντίθετα φαίνεται ότι οι πολίτες κατέβαλλαν τέλη, που όντως μαρτυρούνται στην περίπτωση της Ιεράπυτνας (I.Cret. III, iv.1 = Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
8) Υποστήριξη πρεσβειών (στ. 30-33)
Αυτή είναι η μόνη μαρτυρία μιας τέτοιας διάταξης σε κρητικές συνθήκες, αλλά η προσφορά βοήθειας και προστασίας σε ξένους πρεσβευτές μαρτυρείται και αλλού (π.χ. I.Cret. III, iii.3 C). Το πρόστιμο για σχετική παράλειψη καταβάλλεται μόνο από τους παρόντες κόσμους (οι επίδαμοι). Οι πολύπλευρες υποχρεώσεις των κόσμων, κυρίως οι στρατιωτικές, επέβαλλαν τη συχνή απουσία τους∙ ορισμένοι κόσμοι (ίσως τα μισά μέλη του δεκαμελούς συμβουλίου) έπρεπε όμως να είναι παρόντες στην πόλη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό εξηγεί γιατί ο αριθμός των κόσμων ποικίλλει στις επιγραφές (5-10 ονόματα)· φαίνεται ότι ορισμένες φορές αναγράφονται μόνο τα ονόματα των επιδάμων κόσμων (Chaniotis 1996: 260-261 με παραδείγματα).
9) Πρόσκληση των ξένων κόσμων (στ. 34-38)
Η αμοιβαία πρόσκληση των ξένων κόσμων και των πολιτών (βλ. παράγρ. 10) ανήκει στα μέτρα για την εδραίωση της φιλίας δύο κρητικών πόλεων∙ αποτελεί ιδιαιτερότητα των κρητικών διακρατικών συνθηκών. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ανάλογες διατάξεις και σε άλλες συνθήκες (Chaniotis 1996: 130-133), οι ξένοι κόσμοι προσκαλούνταν σε δείπνο στην έδρα των αρχόντων (πρυτανείον), στη συνέλευση του λαού είχαν ιδιαίτερες τιμητικές θέσεις μαζί με τους τοπικούς κόσμους και φορούσαν ιδιαίτερο ένδυμα με τα διακριτικά του αξιώματός τους. Στόχος της διάταξης αυτής ήταν η απόλυτη εξομοίωση ντόπιων και ξένων κόσμων στο τελετουργικό επίπεδο, ως έκφραση της στενής σύνδεσης των εταίρων.
10) Αμοιβαία συμμετοχή σε γιορτές (στ. 38-40)
Σε άλλες κρητικές συνθήκες οι πολίτες του εταίρου καλούνται στις τοπικές γιορτές (Chaniotis 1996: 133). Αν και εδώ δεν γίνεται λόγος για πρόσκληση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες των δύο πόλεων προσκαλούνταν αμοιβαίως στις σημαντικότερες γιορτές. Η αναφορά στην πρόσκληση των ξένων πολιτών στα ανδρεία, τα κτήρια στα οποία γίνονταν τα συσσίτια, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει ότι το σύστημα των συσσιτίων συνεχιζόταν στην Κρήτη ως και τα ελληνιστικά χρόνια (για τα ανδρεία βλ. Lavrencic 1988· για τα συσσίτια βλ. Link 1991: 119-121· Chaniotis 1999β: 193-194).
11) Ανάγνωση της συνθήκης (στ. 40-47)
Μια από τις συνηθέστερες συμβατικές υποχρεώσεις των εταίρων στις κρητικές συνθήκες είναι η ετήσια ανάγνωση της συνθήκης. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση των διατάξεων και την εδραίωση της συνεργασίας, κάτι αναγκαίο αν λάβουμε υπόψη τους συχνούς πολέμους που μετέτρεπαν τον παλιό σύμμαχο σε εχθρό –και αντιστρόφως (Chaniotis 1996: 125-126). Υπεύθυνοι για την ανάγνωση, που λάμβανε χώρα σε σημαντικές γιορτές, ήταν οι κόσμοι, οι οποίοι είχαν επίσης την υποχρέωση να προσκαλέσουν εκπροσώπους της άλλης πόλης στην τελετή. Στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό η ανάγνωση πραγματοποιούνταν στη γιορτή Ὑπερβώια, γιορτή του Δία. Στην Κρήτη ο Δίας θεωρούνταν προστάτης των νέων και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος για την επιλογή αυτής της γιορτής, η οποία μάλλον σχετίζεται με την υποδοχή των εφήβων στο σώμα των πολιτών (για τα Ὑπερβώια και τη σχέση τους με τους εφήβους βλ. Brelich 1961: 72· Willetts 1962: 239· Leitao 1995: 136). Στη Λύττο η αντίστοιχη γιορτή, στην οποία γινόταν η ανάγνωση των συνθηκών, ήταν τα Περιβλημαία (I.Cret. III, xix.1 = Chaniotis 1996: 208-213 αρ. 11), κατά την οποία οι έφηβοι αντάλλαζαν το εφηβικό ένδυμα με εκείνο του πολίτη-πολεμιστή, στη Λατώ ήταν η επίσης εφηβική γιορτή Θεοδαίσια (Chaniotis 1996: 125-126 με σημ. 766-767). Η ανάγνωση της συνθήκης παρουσία των εφήβων πληροφορούσε τους νέους πολίτες για τις υποχρεώσεις της πόλης τους απέναντι σε φίλους και συμμάχους (Μέριμνα για την εξοικείωση των εφήβων με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της πόλης εμφανίζεται και σε γιορτές μη κρητικών πόλεων, π.χ. στην Τέω, SEG XLI 1003 ΙΙ C/D στ. 38-44).
12) Νομικά μέτρα για την περίπτωση παράβασης της συνθήκης (στ. 47-53)
Η προστασία των διατάξεων της συνθήκης αποτελούσε υποχρέωση κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης, και όχι μόνο το άμεσο θύμα της παράβασης, είχε δικαίωμα να εγείρει κατηγορίες κατά ιδιωτών ή αξιωματούχων που δεν τηρούσαν τη συνθήκη, εισπράττοντας το ένα τρίτο του προτεινόμενου προστίμου. Αυτό το δικαίωμα (στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως εισαγγελία) μαρτυρείται συχνά σε κρητικές συνθήκες, σε σχέση με αδικήματα κατά του συνόλου της κοινότητας (Chaniotis 1996: 147-148).
13) Διανομή των λαφύρων (στ. 53-58)
Στην ελληνιστική εποχή πολλές κρητικές πόλεις συμμετείχαν σε επιδρομές με στόχο τη λαφυραγωγία· θύματά τους ήταν κυρίως τα νησιά του Αιγαίου και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, αλλά πραγματοποιούνταν και χερσαίες επιδρομές στα εδάφη γειτονικών πόλεων (Brulé 1978· Petropoulou 1985· Chaniotis 2005: 118-119). Οι κρητικές συνθήκες συχνά περιέχουν ρυθμίσεις για τη διανομή των λαφύρων (βλ. π.χ. Chaniotis 1996: αρ. 93-94· γενικά για τη διανομή λαφύρων βλ. Pritchett 1991: 363-389· Ducrey 1999: 258-267.). Στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αναφορά σε λάφυρα από θαλάσσιες και χερσαίες επιδρομές, που θα πραγματοποιούνταν είτε από κοινού από τις δύο πόλεις (κοινη) –προφανώς υπό τη διοίκηση των αξιωματούχων των πόλεων– είτε από μεικτές μονάδες αποτελούμενες από πολίτες και των δύο πόλεων στρατολογημένους με ιδιωτική πρωτοβουλία (ιδία). Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πρακτική, τα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο. Πρώτα προσδιοριζόταν το ποσοστό των λαφύρων που αναλογούσε σε κάθε πόλη. Αυτό γινόταν με βάση τον αριθμό των ανδρών από κάθε πόλη που είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή. Ένα δέκατο (δεκάται) από τα λάφυρα που αντιστοιχούσαν σε κάθε πόλη παραχωρούνταν στην πόλη –ένα είδος φορολογίας– και αποτελούσαν μέρος των δημοσίων εσόδων. Τα υπόλοιπα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο στους πολεμιστές.
14-17) Δικονομικές διατάξεις (στ. 58-74)
Ένα μεγάλο τμήμα της συνθήκης ασχολείται με δικονομικά θέματα, των οποίων η ερμηνεία είναι δύσκολη δεδομένου ότι πολλές λεπτομέρειες ρυθμίζονταν από παλαιότερες συμβάσεις ή επρόκειτο να ρυθμιστούν στο μέλλον (βλ. στ. 59, 61, 65, 67-68, 70-71). Σύμφωνα με την ερμηνεία που ακολουθείται εδώ (πρβλ. Chaniotis 1996: 134-147, 261-263· Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010) η συνθήκη αναφέρεται στις εξής διαφορετικές διαδικασίες:
α) Κοινοδίκιον
Για το κοινοδίκιον, που μαρτυρείται σε αρκετές επιγραφές, έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: 1) δικαστήριο του Κοινού τών Κρηταιέων, μιας συμμαχίας κρητικών πόλεων (για το Κοινό των Κρηταιέων βλ. πιο πρόσφατα Chaniotis 2015), που επέλυε αντιδικίες μεταξύ πόλεων και μεταξύ ενός πολίτη και μιας ξένης πόλης (Gauthier 1972: 316-325), και 2) κοινό δικαστήριο δύο πόλεων για επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών τους (van Effenterre 1948: 146-147· πρβλ. Chaniotis 1996: 142-143· Ager 1996: 298). Μια αδημοσίευτη ακόμα επιγραφή, χωρίς να λύνει απόλυτα το πρόβλημα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του Ph. Gauthier ότι ήταν δικαστήριο του Κοινού των Κρηταιέων, με τη διαφορά ότι ήταν αρμόδιο όχι μόνο για αντιδικίες μεταξύ πόλεων, αλλά και για διαφορές μεταξύ ιδιωτών από διαφορετικές πόλεις (Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010). Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη σύνθεσή του· ίσως αποτελούνταν από δικαστές διαφόρων πόλεων, ίσως από αντιπροσώπους όλων των συμμάχων. Το κοινοδίκιο δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα, ίσως το 222 π.Χ., όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα (επαν)ίδρυσαν το Κοινό των Κρηταιέων. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή είχε αναστείλει τη λειτουργία του, μάλλον ως συνέπεια του Λυττίου πολέμου, όταν οι δύο ηγεμονικές δυνάμεις του Κοινού, η Γόρτυνα και η Κνωσός, διέκοψαν τη συνεργασία τους∙ επανιδρύθηκε το αργότερο το 184 π.Χ. (Πολύβιος 22.15.4). Η συνθήκη αυτή ασχολείται με το ζήτημα της επίλυσης των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ της Ιεράπυτνας και της Πριανσού και μεταξύ των πολιτών τους, τώρα που το κοινοδίκιο δεν λειτουργούσε πλέον. Το ζήτημα αυτό ανατίθεται στους κόσμους, οι οποίοι ως το τέλος της θητείας τους θα πρέπει να προσδιορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. δικαστήριο μιας τρίτης πόλης, ή ίσως ένα κοινό δικαστήριο κλπ.).
β) Πρόδικος
Οι αρμοδιότητες του προδίκου καθορίζονταν σε ένα έγγραφο του Κοινού τών Κρηταιέων, το διάγραμμα, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται (Chaniotis 1996: 137-141). Όπως συνάγεται από διάφορες αναφορές του σε επιγραφές, περιείχε μεταξύ άλλων κατάλογο αδικημάτων και τα προβλεπόμενα πρόστιμα (π.χ. Chaniotis 1996: 225-231 αρ. 18 στ. 36-38· Chaniotis – Kritzas 2010: 176) και προέβλεπε δύο τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών: ανάθεση της διαφοράς πρώτα σε επιδιαιτησία (προδίκωι χρήσθων), πριν από την παραπομπή σε δίκη, ή απευθείας παραπομπή σε δίκη (δίκα απρόδικος καπάρβολος εν κοινοδικίωι). Αυτό που αμφισβητείται έντονα στη σχετική έρευνα είναι αν οι αντίδικοι είναι πόλεις (Gauthier 1972: 318, 321-322, 324) ή ιδιώτες, πολίτες διαφορετικών πόλεων (Chaniotis 1996: 138-141). Γενικά στην ελληνική αρχαιότητα δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών με διαιτησία (σύλλυσις) και όχι με δίκη.
γ) Ξένο δικαστήριο
Οι υποθέσεις που ο πρόδικος δεν ήταν σε θέση να λύσει με διαιτησία παραπέμπονται σε ένα δικαστήριον αποτελούμενο από πολίτες τρίτης πόλης, την οποία καθόριζαν εκ νέου κάθε χρονιά από κοινού οι κόσμοι των δύο εταίρων. Η λέξη επικριτήριον μάλλον προσδιορίζει την απόφαση των ξένων δικαστών. Οι κόσμοι προσδιόριζαν μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας τους τους εγγυητές, που εγγυώνταν την τήρηση της διαδικασίας και την αποδοχή του αποτελέσματος της δίκης. Οι δίκες έπρεπε να διεξαχθούν πριν από τη λήξη του έτους. Οι λεπτομέρειες καθορίζονταν σε μια άλλη νομική σύμβαση (σύμβολον).
18) Τροποποίηση της συνθήκης (στ. 74-77)
Οι αρχαίες ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα επιτρέπουν τροποποιήσεις (αλλαγές, διαγραφές και προσθήκες), υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν και οι δύο εταίροι. Δεν είναι γνωστό αν οι τροποποιήσεις υπόκεινταν στην έγκριση της εκκλησίας και αν επικυρώνονταν με όρκο (Chaniotis 1996: 81-82).
19) Αναγραφή (στ. 77-83)
Η αναγραφή της συνθήκης σε λίθο και η δημοσίευσή της είναι επιβεβλημένη. Συχνά η δημοσίευση γινόταν σε δύο αντίγραφα, ένα σε κάθε πόλη, συνήθως σε κάποιο σημαντικό ιερό, μερικές φορές και σε τρίτο τόπο (Chaniotis 1996: 77-81). Αυτό το αντίγραφο χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, και από τη στήλη γινόταν η ανάγνωση του κειμένου (βλ. στ. 40-41). Μάλιστα στη συνθήκη αυτή (στ. 6) η λέξη στήλη χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της συνθήκης. Όπου σώζονται δύο ή περισσότερα αντίγραφα μιας συνθήκης, διαπιστώνονται μικροδιαφορές στη διατύπωση (Chaniotis 1996: 79 και SEG LIII 942· για αποκλίσεις μεταξύ αντιγράφων βλ. επίσης Ε1).
Αγαθός θεός. Για καλή τύχη και σωτηρία. Στη μεν Ιεράπυτνα κατά τη θητεία των κόσμων [ανώτατων αξιωματούχων] (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Ενίπαντα, τον γιο του Ερμαίου, τον μήνα Ιμάλιο· στη δε Πριανσό κατά τη θητεία των κόσμων (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Νέωνα, τον γιο (στ. 5) του Χιμάρου, τον μήνα Δρομείο. Τα παρακάτω συμφώνησαν και επικύρωσαν από κοινού οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι, παραμένοντας πιστοί στις προϋπάρχουσες στήλες (έγγραφες συμβάσεις), (συγκεκριμένα) και σε εκείνη που υπάρχει ξεχωριστά μεταξύ των Γορτυνίων και των Ιεραπυτνίων και σε εκείνη που υπάρχει από κοινού μεταξύ Γορτυνίων, Ιεραπυτνίων και Πριανσίων, και στη φιλία και τη συμμαχία (στ. 10) και τους όρκους που έχουν δοθεί σε αυτές τις πόλεις, επίσης αναγνωρίζοντας τα εδάφη που είχαν και κατείχαν όταν συμφώνησαν τη συνθήκη για όλα τα χρόνια. Οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι να έχουν αμοιβαίως το δικαίωμα της ισοπολιτείας (της απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων) και το δικαίωμα της επιγαμίας (της σύναψης νόμιμων γάμων) και το δικαίωμα της εγκτήσεως (της απόκτησης έγγειας ιδιοκτησίας) και συμμετοχή σε όλα τα θεία και τα ανθρώπινα, (στ. 15) όσοι αποτελούν μέλη φυλών σε κάθε πόλη∙ (να έχουν επίσης) και το δικαίωμα να πουλούν και να αγοράζουν και να δανείζουν και να δανείζονται και να πραγματοποιούν όλες τις άλλες συναλλαγές σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Ο Ιεραπύτνιος (πολίτης) να έχει το δικαίωμα να σπέρνει (καλλιεργεί γη) στα εδάφη των Πριανσίων και ο Πριάνσιος (στ. 20) στα εδάφη των Ιεραπυτνίων, καταβάλλοντας τα τέλη όπως και οι άλλοι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Αν ένας Ιεραπύτνιος φέρει προς φύλαξη κάτι στην Πριανσό ή κάποιος Πριάνσιος στην Ιεράπυτνα, να είναι απαλλαγμένος από τέλη κατά την εισαγωγή και εξαγωγή και των ίδιων των αντικειμένων ιδιοκτησίας και των καρπών τους, είτε γίνεται (η εισαγωγή/εξαγωγή) από τη χερσαία οδό (στ. 25) είτε από τη θάλασσα. Αν πουλήσει κάτι από αυτά που έφερε προς φύλαξη από τη θάλασσα, τότε να πληρώσει τα τέλη σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κανείς χρησιμοποιεί βοσκοτόπους, να μην καταβάλλει τέλη. Αλλά αν προκαλέσει ζημιές, αυτός που προκάλεσε τις ζημιές να πληρώσει τα πρόστιμα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. (στ. 30) Αν κάποια πρεσβεία έχει ανάγκη μεταφορικών μέσων, οι Ιεραπύτνιοι κόσμοι να τα διαθέτουν στους Πριανσίους και οι Πριάνσιοι κόσμοι στους Ιεραπυτνίους. Αν δεν τα διαθέσουν, να πληρώσουν όσοι κόσμοι είναι παρόντες στην πόλη δέκα στατήρες στην πρεσβεία. Οι κόσμοι των Ιεραπυτνίων να έρχονται στην Πριανσό στην (στ. 35) έδρα των αρχόντων και να κάθονται (να έχουν τιμητικές θέσεις) με τους κόσμους στην εκκλησία∙ το ίδιο και οι κόσμοι των Πριανσίων να έρχονται στην Ιεράπυτνα στην έδρα των αρχόντων και να κάθονται με τους κόσμους στην εκκλησία. Στη γιορτή των Ηραίων και στις άλλες γιορτές όσοι (πολίτες) τυχαίνει να βρεθούν στην (ξένη) πόλη να έρχονται στο ανδρείο (στ. 40) όπως και οι άλλοι πολίτες. Κάθε χρονιά οι εκάστοτε κόσμοι να διαβάζουν στην κάθε πόλη τη στήλη (με τη συνθήκη) στη γιορτή Υπερβώια και να προσκαλούν στην ανάγνωση οι μεν τους δε, δέκα μέρες πριν από την ημέρα που πρόκειται να τη διαβάσουν. Αν δεν τη διαβάσουν ή δεν προσκαλέσουν, (στ. 45) οι υπαίτιοι να πληρώσουν εκατό στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Αν κανείς, είτε κόσμος είτε ιδιώτης, αδικεί καταστρέφοντας όσα έχουν συνομολογηθεί από κοινού, έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να εγείρει κατηγορία εναντίον του στο κοινό (στ. 50) δικαστήριο προτείνοντας εγγράφως τη χρηματική ποινή αναλόγως με το αδίκημα στο οποίο θα έχει υποπέσει. Και αν νικήσει στη δίκη, ο κατήγορος θα εισπράξει το ένα τρίτο της χρηματικής ποινής, ενώ το υπόλοιπο θα ανήκει στις πόλεις. Αν με τη θέληση των θεών πάρουμε κάτι καλό (λάφυρα) από τους εχθρούς, είτε σε κοινή εκστρατεία είτε σε εκστρατεία που θα πραγματοποιήσουν ιδιωτικά κάποιοι (στ. 55) από τις δύο πόλεις, είτε σε γη είτε σε θάλασσα, να μοιράσουν ο καθένας χωριστά τα λάφυρα με κλήρο ανάλογα με τους άντρες που θα έχουν συμμετάσχει, και ο καθένας χωριστά να φέρει το δέκατο μέρος στη δική του πόλη. Για όσα αδικήματα έγιναν σε κάθε πόλη από τότε που έπαψε να λειτουργεί το κοινοδίκιον, (στ. 60) οι κόσμοι που ασκούν τα καθήκοντά τους με τον Ενίπαντα και τον Νέωνα να πραγματοποιήσουν τη διεξαγωγή των δικών σε όποιο δικαστήριο θα αποφασίσουν από κοινού οι δύο πόλεις, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καθορίζοντας τους σχετικούς εγγυητές μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα στηθεί η στήλη. Για όσα αδικήματα διαπραχθούν στο μέλλον (στ. 65) να χρησιμοποιήσουν πρόδικο, όπως προβλέπει το διάγραμμα. Σχετικά με το δικαστήριο, οι κόσμοι που αναλαμβάνουν κάθε χρονιά καθήκοντα να ορίζουν με κοινή απόφαση των δύο πόλεων μια τρίτη πόλη (διαιτητή), από την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση, και να ορίζουν εγγυητές μέσα σε δίμηνο από την ανάληψη των καθηκόντων τους· (στ. 70) και να πραγματοποιούν αυτά (τη δίκη) κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με τη συνθήκη διαιτησίας (σύμβολον) την οποία συμφώνησαν από κοινού. Αν οι κόσμοι δεν πράξουν σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα εδώ, να πληρώσει ο καθένας τους πενήντα στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι κόσμοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Εάν (στ. 75) και οι δύο πόλεις αποφασίσουν μετά από διαβουλεύσεις για το κοινό συμφέρον να βελτιώσουν (τη συνθήκη), να ισχύει αυτό που θα βελτιώσουν. Οι κόσμοι που έχουν αναλάβει καθήκοντα στις δύο πόλεις να στήσουν τις στήλες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι μεν Ιεραπύτνιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος, οι δε (στ. 80) Πριάνσιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος. Όποιοι δεν στήσουν τις στήλες, όπως είναι γραμμένο εδώ, να πληρώσουν τα ίδια πρόστιμα που γράφονται και σχετικά με τα ζητήματα δικαίου.
fr. a | Θ ε ο ί. |
επὶ Πειθιδήμου άρχοντος επὶ τής Ερεχθείδος δευτέρας π- | |
[ρ]υτανείας· vacat | |
Μεταγειτνιώνος ενάτει ισταμένου, ενάτει τής πρυτανεί- | |
5 | ας· εκκλησία κυρία· τών προέδρων επεψήφιζεν Σώστρατος Κ- |
αλλιστράτου Ερχιεὺς καὶ συμπρόεδροι· vvv έδοξεν τώι δή- | |
μωι· vvv Χρεμωνίδης Ετεοκλέους Αιθαλίδης είπεν· επειδὴ | |
πρότερομ μέν Αθηναίοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ οι σύμμαχ- | |
οι οι εκατέρων φιλίαν καὶ συμμαχίαν κοινὴν ποιησάμενο- | |
10 | ι πρὸς εαυτοὺς πολλοὺς καὶ καλοὺς αγώνας ἠγωνίσαντο με- |
τ’ αλλήλων πρὸς τοὺς καταδουλούσθαι τὰς πόλεις επιχειρ- | |
ούντας, εξ ων εαυτοίς τε δόξαν εκτήσαντο καὶ τοίς άλλ[ο]ις | |
Ἕλλησιν παρεσκεύασαν τὴν ελευθερίαν· καὶ νύν δέ κ[α]ιρών | |
καθειληφότων ομοίων τὴν Ελλάδα πασαν διὰ το[ὺς κ]αταλύε- | |
15 | ιν επιχειρούντας τούς τε νόμους καὶ τὰς πατρίους εκάστ- |
οις πολιτείας ό τε βασιλεὺς Πτολεμαίος ακολούθως τεί τ- | |
ών προγόνων καὶ τεί τής αδελφής προ[α]ιρέσει φανερός εστ- | |
ιν σπουδάζων υπέρ τής κοινής τ[ών] Ελλήνων ελευθερίας· κ̣αὶ | |
ο δήμος ο Αθηναίων συμμαχία[ν] ποιησάμενος πρὸς αυτὸν καὶ | |
20 | τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας εψήφισται παρακαλείν επὶ τὴν αυτὴ- |
ν προαίρεσιν· ὡσαύτως δέ καὶ Λακεδαιμόνιοι φίλοι καὶ σύμ- | |
μαχοι τού βασιλέως όντες Πτολεμαίου καὶ πρὸς τὸν δήμον τ- | |
ὸν Αθηναίων εισὶν εψηφισμένοι συμμαχίαν μετά τε Ἠλείων | |
καὶ Αχαιών καὶ Τεγεατών καὶ Μαντινέων καὶ Ὀρχομενίων κα- | |
25 | ὶ Φια[λέων] καὶ Καφυέων καὶ Κρηταέων όσοι εισὶν εν τεί συμμ- |
[αχίαι τ]εί Λακεδαιμονίων καὶ Αρέως καὶ τών άλλων συμμάχω- | |
[ν καὶ] πρέσβεις απὸ τών συνέδρων απεστάλκασιν πρὸς τὸν δή- | |
[μ]ον καὶ οι παραγεγονότες παρ’ αυτών εμφανίζουσιν τήν τε Λ- | |
ακεδαιμονίων καὶ Αρέως καὶ τών άλλων συμμάχων φιλοτιμί- | |
30 | αν, ήν έχουσιν πρὸς τὸν δήμον, καὶ τὴν περὶ τής συμμαχίας ομολ- |
ογίαν ήκουσι κομίζοντες· όπως άν ούν κοινής ομονοίας γενομ- | |
ένης τοίς Ἕλλησι πρός τε τοὺς νύν ἠδικηκότας καὶ παρεσπον- | |
δηκότας τὰς πόλεις πρόθυμοι μετὰ τού βασιλέως Πτολεμαίου | |
καὶ μετ’ αλλήλων υπάρχωσιν αγωνισταὶ καὶ τὸ λοιπὸν μεθ’ ομον– | |
35 | οίας σώιζωσιν τὰς πόλεις· vvvv αγαθεί τύχει δεδόχθαι τώ[ι δ]- |
ήμωι τὴμ μέν φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν είναι Αθηναίοις κ[αὶ] | |
Λακεδαιμονίοις καὶ τοίς βασιλεύσιν τοίς Λακεδαιμον[ίων] | |
καὶ Ἠλείοις καὶ Αχαιοίς καὶ Τεγεάταις καὶ Μαντινεύσ[ιν κα]- | |
ὶ Ὀρχομενίοις καὶ Φιαλεύσιν καὶ Καφυεύσιν καὶ Κρητ[αεύσι]- | |
40 | ν όσοι εν τεί συμμαχίαι εισὶν τεί Λακεδαιμονίων κα[ὶ Αρέως] |
καὶ τοίς άλλοις συμμάχοις κυρίαν εις τὸν άπαντα [χρόνον, ήν] | |
ήκουσι κομίζοντες οι πρέσβεις· καὶ αναγράψα[ι αυτὴν τὸν γρ]- | |
αμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι χαλκ[ήι καὶ στήσαι ε]- | |
ν ακροπόλει παρὰ τὸν νεὼ τής Αθηνας τής Πο[λιάδος. ομόσαι δέ] | |
45 | [τὰ] αρχεία τοίς πρέσβεσιν τοίς παραγεγο[νόσιν παρ’ αυτών τὸ]- |
[ν όρκον τὸ]ν περὶ τής συμμαχίας κατὰ τὰ [πάτρια· v τοὺς δέ κεχε]- | |
fr. d | [ιρο]τον[ημένους] υπὸ τού δήμου πρ[έσβ]ε[ις αποπέμψαι οίτινες το]- |
[ὺς ό]ρκους απολ[ήψονται παρὰ] τ̣ώ̣[ν λοιπών Ελλήνων· vv χειροτο]- | |
[ν]ήσαι δέ καὶ συνέδρους [δύο τὸν δήμον αυτίκα μάλα εξ Αθηναίω]- | |
50 | ν απάντων οίτινες μετά τε Αρέω[ς καὶ τών απὸ τών συμμάχων α]- |
ποστελλομένων συνέδρων βουλεύσοντ̣[αι περὶ τών κοινήι συ]- | |
μφερόντων· μερίζειν δέ τοίς αιρεθείσ[ιν τοὺς επὶ τήι διοικ]- | |
ήσει εις εφόδια ού άν χρόνου αποδημώ[σιν ό τι άν διαχειροτο]- | |
νούντι δόξει τώι δήμωι· επαινέσαι δ[έ τοὺς εφόρους Λακεδαι]- | |
55 | μονίων καὶ Αρέα καὶ τοὺς συμμάχους [καὶ στεφανώσαι αυτοὺς] |
χρυσώι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον· επ[αινέσαι δέ καὶ τοὺς πρέσ]- | |
βεις τοὺς ήκοντας παρ’ αυτών v Θεομ[— — ca. 14 — — Λακεδα]- | |
ιμόνιον vv Αργείον Κλεινίου Ἠλείο[ν v καὶ στεφανώσαι εκάτ]- | |
ερον αυτών χρυσώι στεφάνωι κατὰ [τὸν νόμον φιλοτιμίας ένε]- | |
60 | κα καὶ ευνοίας ἧς έχουσιν περ[ί τε τοὺς άλλους συμμάχους κα]- |
ὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· είνα[ι δέ εκατέρωι αυτών καὶ άλλο αγ]- | |
αθὸν ευρέσθαι παρὰ τής βουλ[ής καὶ τού δήμου, ότου άν δοκώσιν] | |
άξιοι είναι. καλέσαι δέ αυτ[οὺς καὶ επὶ ξένια εις τὸ πρυτανεί]- | |
ον εις αύριον. αναγράψαι δέ [καὶ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέ]- | |
65 | α τὸν κατὰ πρυτανείαν ειστ[ήλην λιθίνην καὶ τὴν συνθήκην κα]- |
ὶ στήσαι εν ακροπόλει· εις [δέ τὴν αναγραφὴν καὶ ανάθεσιν τ]- | |
ής στήλης μερίσαι τοὺς επ[ὶ τήι διοικήσει τὸ ανάλωμα ό άν γέν]- | |
ηται. vvv σύνεδροι οίδε κ[εχειροτόνηνται· vacat ?] | |
vvvv Κάλλιππος Ελευσίν[ιος, — — — — — — — — — — —]
vacat |
|
70 | σπονδαὶ καὶ συμμαχία [Λακεδαιμονίοις καὶ τοίς συμμάχοις το]- |
ίς Λακεδαιμονίων πρὸς [Αθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Αθην]- | |
αίων εις τὸν άπαντα [χρόνον. έχειν εκατέρους τὴν εαυτών ελευθέρ]- | |
ους όντας καὶ αυτον̣[όμους, πολιτείαν πολιτευομένους κατὰ] | |
τὰ πάτρια· εὰν δέ τ̣[ις ίει επὶ πολέμωι επὶ τὴν χώραν τὴν Αθην]- | |
75 | αίων ἢ τοὺς νόμο[υς καταλύει ἢ επὶ πολέμωι ίει επὶ τοὺς συμμά]- |
χους τοὺς Αθην[αίων, βοηθείν Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς συμμάχ]- | |
ους τοὺς Λ[ακεδαιμονίων παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν· εὰν δέ τ]- | |
ις ίει επὶ π[ολέμωι επὶ τὴν χώραν τὴν Λακεδαιμονίων ἢ τοὺς] | |
νόμους κατ[αλύει ἢ επὶ πολέμωι ίει επὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Λ]- | |
80 | ακεδαιμ[ονίων, βοηθείν Αθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τοὺς Αθην]- |
[αίων παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν·— — — — — — — — — — —] | |
fr. c | […………ca. 26 ……….]ΗΔ[…….. ca. 20 ………] |
fr. b | [……ca. 12 …..Λακεδαιμονίου]ς καὶ τοὺς συμμάχους Αθηνα[ί]- |
[οις καὶ τοίς συμμάχοις· vv ομό]σαι δέ Αθηνα[ί]ους μέν Λακεδαι- | |
85 | [μονίοις καὶ τοίς απὸ εκάστης] πόλεως τοὺς στρατηγοὺς καὶ τ- |
[ὴν βουλὴν καὶ τοὺς άλλους άρ]χοντας καὶ φυλάρχους καὶ ταξι- | |
[άρχους καὶ ιππάρχους· vv «ομ]νύω Δία Γ[ή]ν Ηλιον Άρη Αθηναν Αρε- | |
[ίαν Ποσειδώ Δήμητρα· vv ε]μ[μ]ενείν εν τεί συμμαχίαι τεί γεγ- | |
[ενημένηι· ευορκούσιν μέν] πολλ[ὰ κ]α̣γαθά, επιορκούσι δέ τανα- | |
90 | [ντία»· v Λακεδαιμονίους δέ] Αθη[να]ίοις ομόσαι κατὰ ταυτὰ τοὺ- |
[ς βασιλείς καὶ τοὺς εφόρο]υς [καὶ] τοὺς γέροντας· κατὰ ταυτὰ δ- | |
[έ ομόσαι καὶ κατὰ τὰ{τὰ}ς άλλας] πόλεις τοὺς άρχοντας. vv εὰν δ- | |
[έ δοκήι Λακεδαιμονίοις καὶ τ]οίς συμμάχοις καὶ Αθηναίοις | |
[άμεινον είναι προσθείναί τι] καὶ αφελείν περὶ τής συμμαχί- | |
95 | [ας, ό άν δοκήι αμφοτέροις, εύο]ρκον είναι. αναγράψαι δέ τὴν συ- |
[μμαχίαν εν στήλαις χαλκαί]ς καὶ στήσαι εν ιερώι όπου άν βού- | |
[λωνται.] vacat |
Το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο
Στον λίθο αναγράφονται δύο αλληλένδετα κείμενα: 1) μια συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους από τη μια μεριά και των Αθηναίων και των συμμάχων τους από την άλλη (στ. 70-97) και 2) το ψήφισμα με το οποίο η συνθήκη αυτή διαβιβάζεται στην εκκλησία του αθηναϊκού δήμου προς έγκριση (στ. 1-69). Tο ψήφισμα, που είναι γνωστό με το όνομα του εισηγητή, Αθηναίου πολιτικού και στρατηγού Χρεμωνίδη (στ. 7), διηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύναψη της συνθήκης συμμαχίας, το κείμενο της οποίας έχει ήδη εγκριθεί από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους (στ. 13-31) και κομίζεται στην Aθήνα από Λακεδαιμόνιους πρεσβευτές (στ. 30-31). Tο ψήφισμα μεριμνά επίσης για την αναγραφή της συνθήκης και του ίδιου του ψηφίσματος σε στήλη και το στήσιμό τους στην Aκρόπολη (στ. 42-44, 64-66), την ανταλλαγή όρκων (στ. 44-48), την αποστολή δύο αντιπροσώπων της Aθήνας στο συνέδριο των συμμάχων (στ. 48-54) και, τέλος, την τίμηση των Λακεδαιμονίων εφόρων, του Σπαρτιάτη βασιλέα Αρέως, των συμμάχων αλλά και των πρεσβευτών τους (στ. 54-64).
Βρισκόμαστε στο πλαίσιο των έντονων ανταγωνισμών των Αντιγονιδών και Πτολεμαίων βασιλέων για τις σφαίρες επιρροής τους στο Αιγαίο και τον Ελλαδικό χώρο κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. (Buraselis 1982). O Πτολεμαίος Β΄ επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει τον Αντίγονο Γονατά κτίζοντας μια αντιμακεδονική συμμαχία σε ελληνικό έδαφος, στην οποία συμμετέχουν η Αθήνα, η Σπάρτη και οι σύμμαχοί τους (Ηλιδα, Αχαιοί, αρκαδικές πόλεις, πόλεις της Κρήτης). Αυτή ακριβώς η συμμαχία ρυθμίζεται με τη συνθήκη των στ. 70-97, της οποίας την επικύρωση εισηγείται το ψήφισμα των στ. 1-69. Λακεδαιμόνιοι πρεσβευτές φέρνουν το κείμενο της συνθήκης στην Αθήνα προς επικύρωση (στ. 41-42).
Οι συμβαλλόμενες πλευρές, Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι, έχουν ήδη συνάψει χωριστές συνθήκες με τον Πτολεμαίο Β΄ (στ. 19-22). Ο βασιλέας Πτολεμαίος Β΄ μνημονεύεται επίσης στο ψήφισμα (στ. 16-18, 31-35) ως παραδοσιακός υπερασπιστής της ελευθερίας των Ελλήνων, με τον οποίο θα συμπράξουν οι συσπειρωμένοι ομονοούντες Έλληνες, προκειμένου να αγωνιστούν για τη σωτηρία των ελληνικών πόλεων. Ως επιδίωξη των συμμετεχόντων στη συμμαχία προβάλλεται (στ. 72-74) η προάσπιση της κοινής ελευθερίας των Eλλήνων, της ομόνοιας, της αυτονομίας και της πατρίου πολιτείας των ελληνικών πόλεων (Strootman 2021).
Τόσο η συνθήκη καθεαυτή όσο και το ψήφισμα δεν μας δίνουν καμία συγκεκριμένη πληροφορία για τον εχθρό και τους στόχους της συμμαχίας. Η αντιπαλότητα προς τη Μακεδονία διατρέχει σιωπηλά όλο το κείμενο και αποτελεί με βεβαιότητα τον συνεκτικό κρίκο όσων συμπράττουν, χωρίς, ωστόσο, να διατυπώνεται ρητά. Στους στ. 14-16, 32-33 στοχοποιούνται όσοι προσπαθούν να καταλύσουν τους νόμους και τα παραδοσιακά πολιτεύματα των πόλεων, καθώς και εκείνοι που αδικούν τις πόλεις και παραβιάζουν τις συνθήκες. Πρόκειται για έμμεση αναφορά στους υποστηριζόμενους από τους Μακεδόνες τυράννους που ελέγχουν ή απειλούν Πελοποννησιακές πόλεις (Shipley 2018: 92-115).
Οι ρήτρες της συνθήκης
Στους πρώτους στίχους (70-72) η συνθήκη ορίζει τους συμβαλλόμενους. Η συμμαχία εγγυάται την ελευθερία, την αυτονομία και την πάτριο πολιτεία τους (στ. 72-74) προσδιορίζοντας ότι, αν κάποιος εκστρατεύσει εναντίον οποιουδήποτε εκ των συμβαλλομένων ή καταλύσει τους νόμους της πολιτείας του, τότε οι δύο πλευρές (Αθηναίοι και σύμμαχοι, Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι) θα κινητοποιηθούν, για να βοηθήσουν αλλήλους (στ. 74-81 – πρόκειται για την συνηθισμένη στις συνθήκες συμμαχίας ρήτρα αλληλοβοήθειας). Είναι σαφές ότι η μέριμνα αυτή καλύπτει τόσο την περίπτωση εξωτερικής απειλής-πολέμου, όσο και το ενδεχόμενο εσωτερικής ανατροπής-στάσης για εγκατάσταση τυραννικού πολιτεύματος.
Ακολουθούν οι εκατέρωθεν όρκοι προς επικύρωση του κειμένου της συνθήκης (στ. 84-92). Ορίζονται τόσο εκείνοι που θα ορκιστούν (αξιωματούχοι της Αθήνας, της Σπάρτης και των συμμαχικών πόλεων) όσο και εκείνοι ενώπιον των οποίων θα δοθούν οι όρκοι (απεσταλμένοι της εκάστοτε πόλης). Είναι ενδιαφέρον ότι στην Αθήνα εκτός από τους άρχοντες (εννοούνται προφανώς οι εννέα άρχοντες) και τη Βουλή ορίζεται να ορκιστούν αξιωματούχοι που σχετίζονται με τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων και επομένως θα αναλάβουν την ευθύνη τήρησης της συνθήκης σε περίπτωση ανάγκης: στρατηγοί, φύλαρχοι, ταξίαρχοι, ίππαρχοι. Στην περίπτωση της Σπάρτης οι όρκοι θα δοθούν από τους βασιλείς, τους εφόρους και τους γέροντες, ενώ για τις άλλες πόλεις αναφέρονται απλά οι άρχοντες χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση.
Οι θεότητες, προς τις οποίες θα γίνει επίκληση κατά τις συγκεκριμένες ορκωμοσίες, είναι ο Δίας, η Γη, ο Ηλιος, ο Άρης, η Αθηνά Αρεία, ο Ποσειδώνας και η Δήμητρα (στ. 87-88). Όπως συνηθίζεται στις διεθνείς συνθήκες, οι θεοί γίνονται μάρτυρες της συμφωνίας και επιφορτίζονται να τιμωρήσουν με αυστηρότητα και δικαιοσύνη όσους την παραβούν. Προσθήκες ή απαλείψεις σχετικά με τη συμμαχία μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να μην εκληφθούν ως παραβάσεις μόνο αν έχουν αποφασισθεί και από τις δύο πλευρές (στ. 92-95).
Ακολουθεί ρύθμιση για την αναγραφή της συνθήκης σε στήλες και στήσιμό τους σε ιερά που θα ορίσουν οι συμβαλλόμενες πόλεις (στ. 95-97). Δύο σχετικές ρυθμίσεις απαντούν και στο κείμενο του ψηφίσματος: στους στ. 42-44 προβλέπεται η ασυνήθιστη για τα αθηναϊκά δεδομένα (αλλά διαδεδομένη στην Πελοπόννησο) αναγραφή της συνθήκης σε χάλκινη στήλη που θα τοποθετηθεί δίπλα στον ναό της Αθηνάς Πολιάδας στην αθηναϊκή Ακρόπολη, ενώ στους στ. 64-68 ορίζεται η αναγραφή του ψηφίσματος (και της συνθήκης;) σε λίθο που θα στηθεί επίσης στην Ακρόπολη.
Θεοί. Eπί άρχοντα Πειθίδημου, όταν πρυτάνευε η Eρεχθηίδα φυλή δεύτερη κατά σειρά, την ένατη του Mεταγειτνιώνα, την ένατη ημέρα της πρυτανείας, (στ. 5) τακτική συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου, από τους προέδρους έθεσε το ζήτημα σε ψηφοφορία ο Σώστρατος Kαλλιστράτου από τον δήμο Eρχιά και οι συμπρόεδροι. Aπόφαση του δήμου∙ εισήγηση του Xρεμωνίδη Eτεοκλέους από τον δήμο Aιθαλίδαι. Eπειδή παλαιότερα οι Aθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι αμφοτέρων είχαν συμφωνήσει φιλία και συμμαχία (στ. 10) μεταξύ τους και διεξήγαγαν από κοινού πολλούς και δίκαιους αγώνες ενάντια σε όσους επιχειρούσαν να υποδουλώσουν τις πόλεις, από τους οποίους (αγώνες) κέρδισαν οι ίδιοι δόξα και εξασφάλισαν την ελευθερία των άλλων Eλλήνων. Και τώρα, καθώς μια παρόμοια κρίση έχει καταλάβει όλη την Eλλάδα, εξαιτίας εκείνων (στ. 15) που επιχειρούν να καταλύσουν τους νόμους και τα παραδοσιακά πολιτεύματα της κάθε πόλης, ο βασιλέας Πτολεμαίος, ακολουθώντας τη στάση των προγόνων και της αδελφής του, εμφανώς προσπαθεί για την κοινή ελευθερία των Eλλήνων, ο δήμος των Aθηναίων συμμάχησε μαζί του και (στ. 20) ψήφισε να κληθούν οι υπόλοιποι Έλληνες να επιδείξουν το ίδιο φρόνημα. Έτσι, λοιπόν, και οι Λακεδαιμόνιοι, φίλοι και σύμμαχοι του βασιλέα Πτολεμαίου, έκλεισαν συμμαχία και με τον δήμο των Aθηναίων μαζί με τους Hλείους, τους Aχαιούς, τους Tεγεάτες, τους Mαντινείς, τους Oρχομένιους, (στ. 25) τους Φιαλείς, τους Kαφυείς και όσους από τους Kρήτες ανήκουν στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και του Aρέως και των άλλων συμμάχων και έστειλαν πρέσβεις από τους συνέδρους τους προς τον δήμο, και αυτοί που ήλθαν από εκείνους παρουσιάζουν τη μεγαλοδωρία των Λακεδαιμονίων και του Aρέως και των άλλων συμμάχων (στ. 30) προς τον δήμο (των Aθηναίων) και κομίζουν τη συμφωνία περί της συμμαχίας∙ έτσι ώστε, αφού επιτευχθεί γενικευμένη ομόνοια στους Έλληνες, να αγωνιστούν πρόθυμα μαζί με τον βασιλέα Πτολεμαίο και ενωμένοι μεταξύ τους ενάντια σε όσους τώρα αδικούν τις πόλεις και παραβιάζουν τις συνθήκες και στο εξής (στ. 35) να σώζουν με σύμπνοια τις πόλεις. Mε τη βοήθεια της Καλής Tύχης, να αποφασίσει ο δήμος να ισχύει για πάντα η φιλία και συμμαχία που κομίζουν οι πρέσβεις ανάμεσα στους Aθηναίους και τους Λακεδαιμονίους και τους βασιλείς των Λακεδαιμονίων και τους Hλείους και τους Aχαιούς και τους Tεγεάτες και τους Mαντινείς και τους Oρχομένιους και τους Φιαλείς και τους Kαφυείς και τους Kρήτες, (στ. 40) όσους συμμετέχουν στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και του Αρέως και των άλλων συμμάχων. Kαι να την αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας σε χάλκινη στήλη και να τη στήσει στην Aκρόπολη πλάι στον ναό της Aθηνάς Πολιάδας. Nα ορκίσουν (στ. 45) οι αρχές τους πρέσβεις που ήλθαν από αυτούς τον όρκο τον σχετικό με τη συμμαχία σύμφωνα με την παράδοση. Nα σταλούν οι εκλεγμένοι από το δήμο πρέσβεις που θα παραλάβουν τους όρκους από τους υπόλοιπους Έλληνες. Nα εκλέξει ο δήμος αμέσως δύο συνέδρους εξ όλων των Aθηναίων, (στ. 50) οι οποίοι μαζί με τον Aρέα και τους απεσταλμένους από τους συμμάχους συνέδρους θα συσκεφθούν για τα κοινά συμφέροντα. Nα πληρώσουν οι αρμόδιοι αξιωματούχοι (οι επὶ τήι διοικήσει) στους εκλεγμένους ως οδοιπορικά για όσο χρόνο λείψουν από την πατρίδα ό,τι αποφασίσει ο δήμος διά ψηφοφορίας. Nα επαινεθούν οι έφοροι των Λακεδαιμονίων (στ. 55) και ο Aρεύς και οι σύμμαχοι και να στεφανωθούν με χρυσό στέφανο σύμφωνα με τον νόμο. Nα επαινεθούν και οι πρέσβεις που έρχονται από αυτούς, Θεομ… Λακεδαιμόνιος, Aργείος Kλεινίου Hλείος και να στεφανωθεί ο καθένας τους με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο για τον ζήλο (στ. 60) και την καλή τους διάθεση προς τους άλλους συμμάχους και τον δήμο των Aθηναίων. Nα μπορέσει καθένας τους να λάβει και άλλες τιμές από τη βουλή και τον δήμο, όσες του αξίζουν. Nα προσκληθούν αύριο σε γεύμα στο πρυτανείο. Nα αναγράψει ο γραμματέας (στ. 65) της πρυτανείας και αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει στην Aκρόπολη. Όσα έξοδα γίνουν για την αναγραφή και ανάθεση της στήλης να καταβληθούν από τους επὶ τήι διοικήσει. Eκλέχτηκαν οι ακόλουθοι σύνεδροι: Kάλλιππος Eλευσίνιος … (στ. 70) Διαρκής συνθήκη και συμμαχία των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους με τους Aθηναίους και τους συμμάχους τους. Nα κυριαρχούν στην επικράτειά τους ελεύθεροι και αυτόνομοι και να έχουν το πολίτευμά τους κατά την παράδοση. Aν κάποιος εκστρατεύει ενάντια στη γη των Aθηναίων (στ. 75) ή καταλύει τους νόμους ή εκστρατεύει ενάντια στους συμμάχους των Aθηναίων, να βοηθούν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων με όλη τους τη δύναμη όσο μπορούν. Aν κάποιος εκστρατεύει ενάντια στη γη των Λακεδαιμονίων ή καταλύει τους νόμους ή εκστρατεύει ενάντια στους συμμάχους των Λακεδαιμονίων, (στ. 80) να βοηθούν οι Aθηναίοι και οι σύμμαχοι των Αθηναίων με όλη τους τη δύναμη όσο μπορούν. … οι Λακεδαιμόνι]οι και οι σύμμαχοι τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Nα ορκιστούν οι Aθηναίοι στους Λακεδαιμόνιους (στ. 85) και στους (απεσταλμένους) κάθε πόλης, οι στρατηγοί και η βουλή και οι άλλοι άρχοντες και οι φύλαρχοι και οι ταξίαρχοι και οι ίππαρχοι. Oρκίζομαι στο Δία, τη Γη, τον Ηλιο, τον Άρη, την Aθηνά την Aρεία, τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα να μείνω πιστός στη συναπτόμενη συμμαχία. Αν τηρήσουμε τον όρκο, (να μας βρουν) πολλά καλά, αν τον παραβούμε, το αντίθετο. (στ. 90) Mε τον ίδιο τρόπο οι βασιλείς, οι έφοροι και οι γέροντες των Λακεδαιμονίων να ορκιστούν στους Aθηναίους. Mε τον ίδιο τρόπο να ορκιστούν οι άρχοντες των άλλων πόλεων. Aν φανεί καλό στους Λακεδαιμόνιους και στους συμμάχους και στους Aθηναίους να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι σχετικό με τη συμμαχία, να περιληφθεί στον όρκο (στ. 95) ό,τι συναποφασίσουν οι δύο πλευρές. Nα αναγράψουν οι πόλεις τη συνθήκη σε στήλες και να τις στήσουν σε ιερό, όπου θέλουν.