Καλλικλής Ἁριμούθηι
χαίρειν. σύνταξον μετρήσ̣[αι]
τὸ σήσαμον τ̣ὸ̣ εμ Πέλαι
Πρωτομάχωι ‘καὶ τώι σιτολόγ̣[ωι,]’ ου γὰρ έστιν
5 εν τήι πόλει σήσαμον. ίνα ούν
μηθέν υστερήι̣ τὰ ε[λ]αιουργία
φρόντισον ίνα μὴ αιτίας έχης
καὶ τοὺ[ς] ε̣[λ]α̣ιο̣υ̣ρ̣γ̣οὺς απόσ-
τειλόν μοι.
10 έρρωσο. (έτους) κδ Επεὶφ κ.
πίσω πλευρά (verso)
(2ο χέρι)
(έτους) κδ Επεὶφ κ, παρὰ Καλλικλέους περὶ ση-
σάμου ώστε Πρωτομάχωι.
(1ο χέρι)
Ἁριμούθηι.

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Το κείμενο έχει την τυπική δομή μιας επιστολής: αρχικά καταγράφονται τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη, συνοδευόμενα από το γνωστό χαιρετισμό “χαίρειν” (στ. 1-2), ενώ στο κύριο τμήμα του κειμένου βρίσκεται το αίτημα του Καλλικλή προς τον Αριμούθη σχετικά με την αποστολή σησάμου στα ελαιουργεία, ώστε να μην υπάρξει έλλειψη σησαμελαίου στην πόλη της Οξυρύγχου (στ. 2-7). Επιπλέον, ο Καλλικλής ζητεί και την αποστολή των ελαιουργών, δηλαδή των ειδικών επαγγελματιών επεξεργασίας του σησάμου για την παραγωγή σησαμελαίου (στ. 8-9). Η επιστολή ολοκληρώνεται με τον τυπικό χαιρετισμό “έρρωσο” και τη χρονολογία σύνταξής της (στ. 10). Στην πίσω πλευρά (verso) του παπύρου δηλώνεται η χρονολογία σύνταξης του κειμένου, ενώ περιέχεται και συντομότατη περίληψη του θέματός του (στ. 11-13).

 

Ο τοπάρχης Αριμούθης

Παραλήπτης της επιστολής είναι ο Αριμούθης, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του νομάρχου και αργότερα του τοπάρχου του Οξυρυγχίτη νομού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου, όπως αποδεικνύουν άλλα κείμενα από την αλληλογραφία του (P.Hib. I 44 verso στ. 9, 85 στ. 9-10· P.Yale I 33 verso στ. 1· για τα αξιώματα του νομάρχου και του τοπάρχου βλ. Van’t Dack 1948· David Thomas 1978· Pruneti 1989). Η ανταλλαγή επιστολών του Αριμούθη με διάφορους κυβερνητικούς λειτουργούς και επαγγελματίες της πτολεμαϊκής Αιγύπτου καταδεικνύει τη γραφειοκρατία που χαρακτήριζε την πολύπλοκη διοικητική μηχανή της χώρας επί Φιλάδελφου (White 1986: 23). Η εμπλοκή του νομάρχου / τοπάρχου ‒και κατά συνέπεια του Αριμούθη‒ με τη διαχείριση και την επίβλεψη της παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο προβλεπόταν από τη νομοθεσία, όπως αποκαλύπτει σχετική διάταξη των Τελωνικών νόμων: P.Rev. στήλη XLII στ. 5-6.

 

Η παραγωγή και επεξεργασία ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο

Η σπουδαιότητα του ελαίου στην οικονομία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αλλά και στη διατροφή των κατοίκων της αποδεικνύεται από την ύπαρξη μονοπωλίου (ελαϊκή) στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (Bingen 1946· Préaux 1954· Brent Sandy 1989: 2). Αν και η καλλιέργεια της ελιάς ήταν ευρέως διαδεδομένη σε πολλές περιοχές της Μεσογείου κατά την κλασική περίοδο, η κακή ποιότητα του καρπού του ελαιόδεντρου που ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο δεν ευνοούσε την ελαιοκαλλιέργεια και την κατανάλωση ελαιόλαδου, όπως μαρτυρεί και η επιστολή του αρχείου του Ζήνωνα SB III 6815 στ. 8-9: η γὰρ Αιγυπτία (sc. ελαία) ουκ επ[ιτηδεία εστὶ]ν εις ελαιώνας αλλὰ εις παρα[δείσους· πρβλ. Θεόφραστος, Περὶ φυτών ιστορία 4.2.8-9: τὸ δ’ έλαιον ουδέν χείρον τού ενθάδε (Dubois 1925: 70-73· Brent Sandy 1989: 76). Για το λόγο αυτό η κατανάλωση ελαιόλαδου δεν ήταν διευρυμένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αρκετοί πάπυροι του ίδιου αρχείου (ενδεικτικά: SB III 6779 στ. 12 et passim, 6780 στ. 13, 6718 στ. 2, 9, 6781 passim· P.Lond. VII 2162 στ. 6) κάνουν λόγο για εισαγωγή ελαιόλαδου από περιοχές εκτός Αιγύπτου, όπως η Συρία, η Σάμος και η Μίλητος (Préaux 1947: 58).

Η βασικότερη πηγή ελαίου στην ελληνιστική Αίγυπτο ήταν το σήσαμον (Schnebel 1925: 197-200). Πρόκειται για το κοινό σουσάμι, τον σπόρο που προέρχεται από το φυτό sesamum indicum, ο οποίος με κατάλληλη επεξεργασία δίνει καλής ποιότητας λάδι, κατάλληλο προς βρώση (Dalby 2003: 297-298). Πάπυροι της περιόδου, αρκετοί από τους οποίους προέρχονται από το αρχείο του Ζήνωνα, παρέχουν πληροφορίες για τη σπορά, τη συγκομιδή, την επεξεργασία και την εξαγωγή ελαίου από σήσαμον (Rostoftzeff 1922: 87-88· Préaux 1947: 30-31· Brent Sandy 1989: 62-71). Πηγή ελαίου στην Αίγυπτο υπήρξε και ο σπόρος του κνήκους, από τον οποίο παραγόταν το γνωστό σήμερα καρδαμέλαιο, λάδι που χρησιμοποιόταν ευρέως στη χώρα του Νείλου κατά την πτολεμαϊκή περίοδο (Schnebel 1925: 202· Brent Sandy 1989: 83-87· Dalby 2003: 289). Τέλος, οι σπόροι του κροτώνος παρήγαγαν το ευρέως διαδεδομένο στη φαραωνική Αίγυπτο κίκι (Schnebel 1925: 200-201· Brent Sandy 1989: 35-54), του οποίου η υψηλή πυκνότητα, η δυνατή οσμή και η όξινη γεύση το καθιστούσαν ακατάλληλο προς βρώση αλλά χρήσιμο για φωτισμό (πρβλ. Ηρόδοτος 2.94: Αλείφατι δέ χρέωνται Αίγυπτίων οι περὶ τὰ έλεα οικέοντες απὸ τών σιλλικυπρίων τού καρπού, τὸ καλεύσι μέν Αιγύπτιοι κίκιΈστι δέ πίον καὶ ουδέν ἧσσον τού ελαίου τω λύχνω προσηνές, οδμὴν δέ βαρέαν παρέχεται) (Mossakowska 1994).

(βασισμένη στο Παπαθωμάς 2019: 781)

Ο Καλλικλής στέλνει χαιρετισμούς στον Αριμούθη. Διάταξε να παραδοθεί το σουσάμι που βρίσκεται στην Πέλα στον Πρωτόμαχο “και στον σιτολόγο”· γιατί δεν υπάρχει (στ. 5) στην πόλη σουσάμι. Για να μην υπάρξει, λοιπόν, καμία έλλειψη στα ελαιουργεία, φρόντισε για να μην κατηγορηθείς εσύ, και στείλε μου τους ελαιουργούς. (στ. 10) Να είσαι καλά! 24ο έτος, 20ή Επείφ. (πίσω πλευρά [verso]) 24ο έτος, 20ή Επείφ, από τον Καλλικλή, σχετικά με σουσάμι, ώστε (να παραδοθεί) στον Πρωτόμαχο. Προς τον Αριμούθη.

Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.

Δομή και περιεχόμενο της επιστολής

Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.

Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.

 

Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»

Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».

Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).

 

Πτολεμαία

Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).

Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.

H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).

 

Αρσινόεια

Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.

Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).

 

Ζήνωνας και παλαίστρα

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).

Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Υφαντουργία και ιματισμός

Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.

Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).

Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).

Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.

Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.

μπροστινή πλευρά (recto)

(1η στήλη)

(1ο χέρι) Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος.
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν.
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας
5 προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι
10 οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ-
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε-
15 λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-]
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣-
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ]
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε]
20 [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣-
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ]
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-]
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά-
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν
25 επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου-

 

(2η στήλη)

κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς.
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο-
30 τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται.
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο-
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο-
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι-
35 ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι-
λέως προσόδους βλαπτομένας ου-
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί-
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦  ̣⟧ εμοὶ
40 επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό-
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ
45 καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος]
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α-
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣-
50 ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ.
έρρωσο.
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε.

 

πίσω πλευρά (verso)

           Απολλωνίωι.
(2ο χέρι, αριστερά) Δημητρίου

Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).

Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).

Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).

Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι  εγδοχείς καὶ άλλοι.

Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά  για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II  409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.

Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.

Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).

Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.

Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).

Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).

Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).

Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).

Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.

Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.

(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.

Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου)
Hρακλ(είδου) μερίδος
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως)
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών).
5 αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α)
εις τὸ καταστήσαι καμή-
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ
τών άλλων κω(μών), δίδωμι
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο-
10 ρον καὶ επιτήδιον.
έστι δέ·
Πνεφερώς Ὀννώφρεως
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως.
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου
15 Κομμόδου Αντωνίνου
Καίσαρος τού κυρίου
Επὶφ ι̅β̅

Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).

 

Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος

Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).

Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.

Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.

Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).

 

Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους 

Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).

Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.

Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).

 

Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος

Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).

Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.

Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».

Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).

 

Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο

Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).

Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.

Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).

Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).

 

Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο

Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).

Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).

Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.

Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).

Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.

Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.

Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.

1   [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]-
  [ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]-
  [βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —]
  [— — — — — — — — — — — —]
4 εγὼ π̣[— — — — — — — — —]
5   ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —]
  τών ο[— — — — — — — — —]
  υμετ[ερ— — — — — — — —]
  [— — — — — — — — — — —]
  [— — — — — — — — —]α̣ καὶ
10   [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς
  [ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος
  άν είην ομολογών καὶ τὸ
  Ευμολπίδης είναι. αναλαμ-
  βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣
15   προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε,
  ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ
  μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό-
  τερόν τε καὶ σεμνότερον,
  εί γέ τινα προσθήκην επιδέ-
20   χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί-
  η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών
  Ευμολπιδών γένους, όν προ-
  εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο-
  κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε-
25   ρον εις τοὺς Ευμολπίδας,
  παραιτείσθαι νύν τὸ έργον
  τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής
  [τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην.
  vacat         έρρωσθε.
    vacat

Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).

Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.

Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.

Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.

Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).

Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).

Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.

Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).

Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.

Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.

Θραύσμα a

Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)

Θραύσμα c

Εγώ ….

Ο πρεσβευτής; …..    τα δικά σας (….)

Θραύσμα b

(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.

μπροστινή πλευρά (recto)
[Μέλας . . . . .] Σαραπίωνι καὶ Σιλβανω
[. . . . . . χ]αίρειν. Απέστειλα υμίν
[διὰ τού ν]εκροτάφου τὸ σώμα τού
[αδελφού] Φιβίωνος καὶ επλήρωσα
5 [αυ]τὸν [το]ὺς μισθοὺς τής παρακομι-
δής τού σώματος όντας εν δραχμαίς
τριακοσίαις τεσσαράκοντα παλαιού
νομίσματος καὶ θαυμάζω πάνυ
[ότι] αλόγως απέστητε μὴ άραντες
10 [τὸ σ]ώμα τού αδελφού υμών, αλλὰ
σ[υ]νλέξαντες όσα είχεν καὶ ούτως
απέστητε, καὶ εκ τούτου έμαθον
ότι ου χάριν τού νεκρού ανήλθατε,
αλλὰ χάριν τών σκευών αυτού.
15 Φροντίσατε ού̣ν τὰ αναλωθέντα ετοι-
μάσαι. Έστι δέ τὰ αναλώματα·
τιμ(ής) φαρμάκου παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) ξ,
τιμ(ής) οίνου τη πρώτη
ημέρα χο(ώ)ν β παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) λβ,
20 [υπ(έρ)] δαπάνης εν ψω-
μίοις καὶ προσφαγίοις (δραχμαὶ) ις,
[τ]ω νεκροτάφω εις τὸ όρος
με[τ]ὰ τὸν γεγραμμένον
μισθὸν χο(ύν) ένα (δραχμαὶ) κ,
25 ελαίου χό(ας) β (δραχμαὶ) ιβ,
κρ[ι]θής (αρτάβην) α (δραχμαὶ) κ,
τιμ(ής) σινδόνος (δραχμαὶ) κ
καὶ μισθού ὡς πρόκ(ειται) (δραχμαὶ) τμ
(γίνονται) επὶ τού? λ?[όγο]υ τής
30 όλης δα[πά]νης παλαιού
νομίσματος δραχμαὶ
πεντακόσιαι είκοσι,
γί(νονται) (δραχμαὶ) φκ.
[Π]αν ούν ποιήσετε υπηρετήσαι τὸν
35 μέλλοντα ενεγκ[εί]ν τὸ σώμα
εν ψωμίοις καὶ [οι]ν̣αρίω καὶ ελαίω
καὶ όσα δυνατὸν υ[μί]ν εστιν, ίνα μαρ-
τυρήση μοι. μη[δ]έν δέ δράσητε
κάθετα στο κείμενο
[- -]ων [. . . . . . .]μένων εν αργυρί[ω] διὰ τὸ εμέ μ̣  ̣  ̣[  ̣  ̣  ̣  ̣]ε̣ν̣ [..]
40 [- -]εδ[. . . . . . . .]π̣[. . . .]και[. . .]τα[. . . . . . . . . .]  ̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣]  ̣  ̣  ̣ Παχὼ̣ν̣ κ̣η̣
[- -] π̣ι̣ [. . . . . . .] υμας ε[. . . . . .] Ερρώσθ[αι υμας εύχομαι].
πίσω πλευρά (verso)
[Σαρ]απ̣ί̣[ωνι] καὶ
[Σι]λβανω αδελφοίς
Φιβίωνος
☓ Μέλ̣α̣ς (δεκάδαρχος)

Το κείμενο έχει την κλασική μορφή επιστολής –πρόκειται για επαγγελματική επιστολή (Geschäftsbrief)– της εποχής του. Όπως είναι αναμενόμενο, στις πρώτες γραμμές αναφέρονται τα ονόματα του αποστολέα σε ονομαστική και του παραλήπτη σε δοτική (στ. 1-2). Μετά τα ονόματα βρίσκεται ο χαιρετισμός, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση τελείωνε με το χαίρειν (στ. 2). Στη συνέχεια ο αποστολέας περνά στο κύριο μέρος της επιστολής (στ. 3-39) που, ως συνήθως, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του παπύρου, αφήνοντας στο τέλος χώρο για την ημερομηνία και πρόσθετους χαιρετισμούς (στ. 40-41).

Ο δεκάδαρχος Μέλας αναλαμβάνει να στείλει τη σορό του Φιβίωνα στους αδελφούς του, οι οποίοι, απ’ ότι φαίνεται, αμέλησαν να την πάρουν μαζί τους. Συγχρόνως τους στέλνει αυτήν την επιστολή, με την οποία στηλιτεύει την αμέλειά τους (στ. 2-14), απαιτεί την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε ο ίδιος (στ. 15-16) καταγράφοντας αναλυτικά τα έξοδά του (στ. 16-33) και ζητά τη σωστή υποδοχή και περιποίηση του απεσταλμένου του δεκαδάρχου που θα παραδώσει τη σορό (στ. 34-38).

Αποστολέας της επιστολής είναι κάποιος Μέλας, ο οποίος στην πίσω πλευρά του παπύρου, αλλά ίσως και στην αρχή του κειμένου, αμέσως μετά το όνομά του, δηλώνει ότι είναι δεκαδάρχης (δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή την ύστερη εποχή το ουσιαστικό ήταν πρωτόκλιτο ή δευτερόκλιτο, δηλαδή δεκαδάρχης ή δεκάδαρχος, βλ. Melaerts 1994: 101-103). To αξίωμα αυτό είχε συνήθως στρατιωτικές ή αστυνομικές αρμοδιότητες, και στο πλαίσιο αυτό ενίοτε επεκτεινόταν και σε οικονομικά ζητήματα (Melaerts 1994: 105-112· για το αξίωμα αυτό, πρβλ. Π1: Σχόλια).

Οι παραλήπτες είναι δύο αδέλφια, για τους οποίους τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, εκτός από το γεγονός ότι ο τρίτος αδελφός τους ο Φιβίων είχε πρόσφατα πεθάνει.

Ο Μέλας τους γράφει ότι τους έστειλε τη σορό του αδελφού τους, καθώς οι ίδιοι δεν την είχαν πάρει μαζί τους, όταν ήλθαν να πάρουν τα πράγματά του. Αντίστοιχοι διακανονισμοί για μεταφορές σορών σώζονται και σε άλλους παπύρους (π.χ. P.Grenf. II 73∙ P.Petaus 28∙ P.Princ. III 166). Ο κατάλογος εξόδων που περιλαμβάνεται στον πάπυρο φανερώνει ότι η σορός του αδελφού είχε ταριχευθεί. Η συνήθεια αυτή ήταν αιγυπτιακή, αλλά πολλοί Έλληνες της Αιγύπτου την υιοθέτησαν και συνέχιζαν να ταριχεύουν τους νεκρούς τους σε μούμιες σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο ως και τον 7ο αι. μ.Χ. Η διαδικασία απαιτούσε την αφαίρεση των εντοσθίων του νεκρού, εμβύθιση σε χημικό μείγμα, ξέπλυμα και τύλιξη με αρκετές στρώσεις υφάσματος. Στις πηγές αναφέρεται επίσης η χρήση ουσιών, όπως η πίσσα και το μέλι, όμως η ακριβής πρακτική παραμένει άγνωστη. Ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια του θανόντος το πτώμα στολιζόταν με χρυσάφι στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι και τα νεκρικά πορτραίτα, τα πιο γνωστά από τα οποία προέρχονται από το Φαγιούμ (Hornung 1983· Doxiadis 1995· Dunand – Lichenberg 2006. Για την εξέλιξη των ταφικών πρακτικών στη ρωμαϊκή Αίγυπτο βλ. Dunand 1986).

Ο κατάλογος των εξόδων περιλαμβάνει τα χρήματα για την ταρίχευση της σορού, τα έξοδα αποστολής καθώς και το μισθό και το σιτηρέσιο του νεκροθάφτη τόσο για την ταρίχευση (στ. 18-21) καθώς και για τη συνοδεία της σορού (στ. 24-26).

Η αναφορά σε νομίσματα ‘παλαιού τύπου’ υποδεικνύει ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε αμέσως ή λίγο μετά από κάποια οικονομική μεταρρύθμιση. Όπως προαναφέρθηκε, τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά του παπύρου τον τοποθετούν στο τέλος του 3ου ή τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Συνεπώς, η εν λόγω μεταρρύθμιση πρέπει να είναι είτε αυτή του Αυρηλιανού, η οποία έλαβε χώρα το 274 μ.Χ., είτε η γνωστή μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού, η οποία ξεκίνησε το 293/4 μ.Χ., ανέτρεψε την προηγούμενη και κράτησε μια δεκαετία (για τις μεταβολές στη σύσταση των νομισμάτων βλ. Aubert 2003: 248-249∙ Haklai-Rotenberg 2011). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν αποτέλεσμα της διαρκούς υποτίμησης του δηναρίου, η οποία ήδη από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. είχε αρχίσει να προκαλεί σταδιακή αύξηση του πληθωρισμού (βλ. Jones 1974: 187-227∙ Duncan-Jones 1994: 25-28, 219-223).

 

(μπροστινή πλευρά) Μέλας προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, χαίρετε. Σας έστειλα μέσω του νεκροθάφτη τη σορό του αδελφού σας, του Φιβίωνα, και πλήρωσα (στ. 5) σε αυτόν το κόστος της μεταφοράς της σορού, που ήταν τριακόσιες σαράντα δραχμές σε παλαιό νόμισμα. Εκπλήσσομαι πολύ που φύγατε άνευ λόγου χωρίς να πάρετε (στ. 10) τη σορό του αδελφού σας, αν και μαζέψατε τα πράγματά του και έτσι αποχωρήσατε. Από το γεγονός αυτό συμπέρανα ότι δεν ήλθατε για το νεκρό αλλά για τα υπάρχοντά του. (στ. 15) Να φροντίσετε λοιπόν να ετοιμάσετε την αποπληρωμή των εξόδων. Και αυτά είναι τα εξής: εξήντα δραχμές παλαιού τύπου για τα χημικά, τριάντα δύο δραχμές παλαιού τύπου για δύο χόες κρασί την πρώτη ημέρα, (στ. 20) δεκαέξι δραχμές έξοδα για ψωμί και φαγητό, στο νεκροθάφτη για τη διαδρομή στην έρημο μαζί με το μισθό που συμφωνήθηκε γραπτά είκοσι δραχμές για ένα χουν, (στ. 25) δώδεκα δραχμές για δύο χόες λάδι, είκοσι δραχμές για μια αρτάβη κριθάρι, είκοσι δραχμές για το κόστος του σαβάνου και για το μισθό του, όπως προαναφέρθηκε, 340 δραχμές. (στ. 30) Ο συνολικός λογαριασμός των εξόδων είναι πεντακόσιες είκοσι δραχμές σε νόμισμα παλαιού τύπου = 520 δραχμαί. Να κάνετε ό,τι μπορείτε για να περιποιηθείτε (στ. 35) αυτόν που θα σας φέρει τη σορό, με φαγητό και λίγο κρασί και λάδι και ό,τι σας είναι δυνατόν, ώστε να μου δώσει αναφορά. Μην κάνετε όμως τίποτε… (πίσω πλευρά) Προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, αδελφούς του Φιβίωνα, Μέλας, δεκάδαρχος.

Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ-
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος.
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί-
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ
5 Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε-
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε-
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε-
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς
10 [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο-
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα-
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό
  ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]-
15 [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]-
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]-
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ-
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγν̣  [τ]ών πραχθέντων καὶ νο-
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί-
20 [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε-
25 [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν-
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη-
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…]
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]

Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).

Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.

Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).

O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.

 

Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.

Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).

Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.

Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).

Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).

 

Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).

Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).

Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.

Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.

Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.

Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).

Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …

[δαμι]οργού δέ Καιρογένευς Λευ[κ]αθέου.
Αυτοκράτωρ Καίσαρ θεού υιὸς Σεβαστὸς αρχιερεὺς
ύπατος τὸ δωδέκατον αποδεδειγμένος
καὶ δημαρχικής εξουσίας τὸ οκτωικαιδέκατον
5 Κνιδίων άρχουσι βουλήι δήμωι χαίρειν· οι πρέσ-
βεις υμών Διονύσιος β καὶ Διονύσιος β τού Διονυ-
σίου ενέτυχον εν Ῥώμη μοι καὶ τὸ ψήφισμα αποδόντες
κατηγόρησαν Ευβούλου μέν τού Αναξανδρίδα τεθνει-
ώτος ήδηι, Τρυφέρας δέ τής γυναικὸς αυτού παρούσης
10 περὶ τού θανάτου τού Ευβούλου τού Χρυσίππου. vac. εγὼι
δέ εξετάσαι προστάξας Γάλλωι Ασινίωι τώι εμώι φίλωι
τών οικετών τοὺς ενφερομένους τήι αιτία διὰ βα-
σάνων έγνων Φιλείνον τὸν Χρυσίππου τρείς νύ-
κτας συνεχώς επεληλυθότα τήι οικία τήι Ευβού-
15 λου καὶ Τρυφέρας μεθ’ ύβρεως καὶ τρόπωι τινὶ πολι-
ορκίας, τήι τρίτηι δέ συνεπηιγμένον καὶ τὸν αδελ-
φὸν Εύβουλον, τοὺς δέ τής οικίας δεσπότας Εύβου-
λον καὶ Τρυφέραν, ὡς ούτε χρηματίζοντες πρὸς
τὸν Φιλείνον ούτε αντιφραττόμενοι ταίς προσ-
20 βολαίς ασφαλείας εν τήι εαυτών οικίαι τυχείν ἠδύναν-
το, προστεταχχότας ενὶ τών οικετών ουκ αποκτεί-
ναι, ὡς ίσως άν τις υπ’ οργής ου[κ] αδίκου προήχθηι, αλ-
λὰ ανείρξαι κατασκεδάσαντα τὰ κόπρια αυτών· τὸν
δέ οικέτην σὺν τοίς καταχεομένοις είτε εκόντα
25 είτε άκοντα –αυτὸς μέν γὰρ ενέμεινεν αρνούμενο[ς]-
αφείναι τὴν γάστραν, τὸν Εύβουλον υποπεσείν δικαιό-
τερον άν σωθέντα ταιδελφού. πέπονφα δέ υμείν καὶ α[υ]-
[τ]ὰς τὰς ανακρίσεις. vac. εθαύμαζον δ’ άν, πώς εις τόσον
έδεισαν τὴν παρ’ υμείν εξετασίαν τών δούλων οι φ[εύ]-
30 γοντες τὴν δίκην, ει μή μοι σφόδρα αυτοίς εδόξ[ατε]
χαλεποὶ γεγονέναι καὶ πρὸς τὰ εναντία μισοπόνη[ροι],
μὴ κατὰ τών αξίων παν οτιούν παθείν, vac. επ’ αλλο[τρίαν]
οικίαν νύκτωρ μεθ’ ύβρεως καὶ βίας τρὶς επεληλυ[θό]-
των καὶ τὴν κοινὴν απάντων υμών ασφάλειαν [αναι]-
35 ρούντων αγανακτούντες, αλλὰ κατὰ τών καὶ ην[ικ’ ἠ]-
μύνοντο ἠτυχηκότων, ἠδικηκότων δέ ουδ’ έστ[ιν ό τι].
αλλὰ νύν ορθώς άν μοι δοκείτε ποιήσαι τήι εμήι [περὶ τού]-
των γνώιμηι προνοήσαντες καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις]
υμών ομολογείν γράμματα. έρρωσθε.

Επιστολή του Αυγούστου στους Κνιδίους σχετικά με την εκδίκαση μιας πολύπλοκης υπόθεσης φόνου. Το κείμενο ξεκινά με τον τυπικό χαιρετισμό των επιστολών (στ. 2-5). Στο δεύτερο μέρος (στ. 5-10) γίνεται μια σύντομη μνεία στο κίνητρο σύνταξης της επιστολής. Μαθαίνουμε ότι μια πρεσβεία από την Κνίδο παρουσιάστηκε στον Αύγουστο και του επέδωσε ψήφισμα με το οποίο ο ήδη νεκρός Εύβουλος και η σύζυγός του Τρυφέρα κατηγορούνταν για τον φόνο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Το τρίτο μέρος (στ. 10-39) αφορά το κυρίως θέμα και αποτελεί τον πυρήνα της επιστολής: Αφού παρουσιάζει σύντομα την υπόθεση (στ. 10-28), ο Αύγουστος απαλλάσσει την Τρυφέρα από τις κατηγορίες και καλεί τους Κνιδίους να προσαρμόσουν τα δημόσια αρχεία τους για την υπόθεση στη δική του ετυμηγορία. Το τελευταίο μέρος της επιστολής (στ. 39) περιλαμβάνει μια στερεότυπη καταληκτήρια διατύπωση (έρρωσθε).

Η Κνίδος ήταν μια ελεύθερη πόλη (Πλούταρχος, Bίος Καίσαρος 48.1· Πλίνιος, Historia Naturalis 5.104), τυπικά μη υποκείμενη στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων. Οι αποφάσεις, λοιπόν, του Αυγούστου δεν έλαβαν τη μορφή εντολών (διατάγματος ή προστάγματος), αλλά διπλωματικά διατυπωμένων υποδείξεων (πρβλ. στ. 37-39), που ασφαλώς κανείς δεν θα τολμούσε να μην ακολουθήσει. Άλλωστε η χρήση διπλωματικού λεξιλογίου στην επικοινωνία με τις ελληνικές πόλεις ανάγεται σε μια παράδοση σεβασμού των τύπων που είχε εγκαθιδρυθεί ήδη από τους ελληνιστικούς βασιλείς (βλ. τις επιστολές που συγκέντρωσε ο C.B. Welles, RC).

Η ποινική υπόθεση που παρουσιάζεται εδώ αφορά υπηκόους της αυτοκρατορίας που είναι συγχρόνως πολίτες ελληνικής πόλης και εκδικάζεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει άλλη επιγραφική μαρτυρία εκδίκασης ποινικής υπόθεσης από τον αυτοκράτορα. Το πλησιέστερο παράλληλο είναι η μεταγενέστερη επιγραφή της Αθήνας με θέμα τις προσφυγές Αθηναίων στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Oliver, Greek Constitutions 184).

Με βάση ποια εξουσία ο Αύγουστος έχει δικαστική δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση; Στα πρώιμα χρόνια της res publica οι Ρωμαίοι πολίτες δικάζονταν για ποινικά αδικήματα από μόνιμα δημόσια δικαστήρια (quaestiones perpetuae), που αποτελούνταν από ενόρκους επιλεγμένους με κλήρο. Η επέκταση όμως της ρωμαϊκής εξουσίας εκτός Ιταλίας μετέβαλε σταδιακά την κατάσταση (Nicholas 1962: 19-28). Όλο και περισσότερο κέρδιζε έδαφος ένας νέος τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία (cognitio extra ordinem): ένας άρχοντας με εξουσία (imperium) εξέταζε εξαρχής μια υπόθεση είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντάς την σε κάποιον δικαστή, εξέδιδε την ετυμηγορία του και φρόντιζε για την εφαρμογή της. Στις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους η σχετική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του επαρχιακού διοικητή που επισκεπτόταν σε ετήσια βάση τις έδρες των περιφερειών (διοικήσεων) της επαρχίας του (Burton 1975· Meyer Zwiffelhoffer 2002: 143-171).

Ο Αύγουστος εκδίκασε την υπόθεση της Τρυφέρας ακολουθώντας μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές είναι αυτή της έκτακτης διάγνωσης (Sherk, RDGE σ. 344). Ως ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού κράτους είχε δικαστικές αρμοδιότητες (Jones 1960: 51-98· Garnsey 1966: 185-189· Millar 1977: 507-527) και μπορούσε να ενεργήσει ως πρωτοβάθμιος δικαστής ή ως δικαστής δευτέρου βαθμού εκδικάζοντας υποθέσεις ύστερα από έφεση (provocatio). H συγκέντρωση πολλών αξιωμάτων και των εκπορευόμενων από αυτά εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα καθιστά ατελέσφορη την προσπάθεια να εξευρεθεί η ακριβής νομική βάση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενέργειας. Από τη μια πλευρά ως κάτοχος της δημαρχικής εξουσίας μπορούσε να παρέχει προστασία έναντι αυθαίρετων αποφάσεων των αρχόντων (auxilium)· ως εκ τούτου μπορούσε να έχει πρωτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία, οπότε το δικαστήριό του ήταν ένα εναλλακτικό δικαστήριο για Ρωμαίους πολίτες και μη και όχι αμιγώς δικαστήριο έφεσης (Garnsey 1966: 184-186). Από την άλλη πλευρά η δικαστική δικαιοδοσία του Αυγούστου στις επαρχίες μπορούσε να βρει νομική βάση και στη μείζονα ανθυπατική εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος.

Ωστόσο, οι ελληνικές πόλεις –ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες είχε παραχωρηθεί καθεστώς ελευθερίας– διατήρησαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και τα δικά τους συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, ενδεχομένως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις, αν και περιπτώσεις μείζονος σημασίας και κυρίως αδικήματα που τιμωρούνταν με θανατική ποινή ανήκαν κατά κανόνα στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αρχόντων (για την απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια ελληνικών πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Fournier 2010 και Hurlet 2016). Πάντως, γενικά δεν υπήρχε σαφής και οριστική διαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Ρωμαίων αρχόντων και των τοπικών αρχών των ελληνικών πόλεων (Lintott 1993: 56-57, 151-152, 158-159). Ως εκ τούτου, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην προκείμενη περίπτωση είναι σημαντικά. Πώς έφθασε η υπόθεση στον Αύγουστο; Η προσφυγή στον αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας των κατηγορουμένων ή μήπως της θέλησης των Κνιδίων αρχόντων να μην ασχοληθούν οι ίδιοι με μια περίπτωση δολοφονίας; Και, αν γίνει δεκτή η πρώτη υπόθεση, πρόκειται για έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εναντίον μιας εις βάρος τους απόφασης στην Κνίδο ή μήπως για εκδίκαση της υπόθεσης από τον αυτοκράτορα σε πρώτο –και εκ των πραγμάτων οριστικό– βαθμό;

Οι θέσεις των μελετητών της επιγραφής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Αρκετοί ερευνητές (μεταξύ των οποίων και ο Garnsey 1966: 184) έχουν υποστηρίξει πως οι αρχές της Κνίδου ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκδικάσει την υπόθεση είτε επειδή οι πόλεις –ακόμη και οι αυτόνομες– δεν είχαν δικαίωμα να εκδώσουν αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα, τουλάχιστον χωρίς η απόφασή τους να πρέπει να αναθεωρηθεί ή να επιβεβαιωθεί (Dubois 1883: 67) είτε επειδή η υπόθεση αφορούσε μια επιφανή οικογένεια της πόλης (Ferrero 1907-1909: V 251) ή ακόμη επειδή ήταν αμφισβητούμενη (FIRA III² 185). Αντίθετα, κατά τον Mommsen 1904: 325 σημ. 1 η προσφυγή στον αυτοκράτορα έγινε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους, που φοβούνταν το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους και τη μεροληπτικότητα του τοπικού δικαστηρίου και επιθυμούσαν να εκδικασθεί η υπόθεση από τον αυτοκράτορα. Τέλος, κατά τους Viereck 1888: 9-11 αρ. 9 και Colin 1965: 87-89 οι κατηγορούμενοι κατέφυγαν στη Ρώμη για να αποφύγουν τη δίκη, αλλά τους ακολούθησε πρεσβεία της Κνίδου.

Δεν υπάρχει συμφωνία, λοιπόν, μεταξύ των μελετητών για το ακριβές νομικό πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης από τον Αύγουστο. Ως προς το θέμα αυτό είναι σκόπιμο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:

1) H άποψη ότι οι Κνίδιοι πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να προσφύγουν στον Αύγουστο συναντά ένα σοβαρό εμπόδιο: Θα ήταν πραγματικά άστοχο από τη μεριά των Κνιδίων να παραπέμψουν αυτοβούλως στον Αύγουστο μια υπόθεση στην οποία είχαν εμφανώς επιδείξει τόση μεροληψία. Φαίνεται πιθανότερο, λοιπόν, η προσφυγή στον Αύγουστο να ήταν πρωτοβουλία της κατηγορουμένης, την οποία ακολούθησε η πρεσβεία της Κνίδου. Η προσφυγή αυτή θα μπορούσε να είχε γίνει σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, κατόπιν πιέσεων των κατηγορουμένων, ή αφού οι τελευταίοι είχαν κρυφά αναχωρήσει από την πόλη, για να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των τοπικών δικαστηρίων.

2) Είναι σίγουρο ότι στην Κνίδο έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να διεξαχθεί η δίκη των κατηγορουμένων. Αυτό φανερώνει η νύξη του Αυγούστου για τη δικαιολογημένη απροθυμία των τελευταίων να παραδώσουν τους δούλους τους για ανάκριση (στ. 28-30). Μπορούμε μάλιστα να ανασυνθέσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, και το περιεχόμενο της σχετικής κατηγορίας. Ο Αύγουστος στην επιστολή του παρατηρεί πως οι κατηγορούμενοι, δίνοντας εντολή στον δούλο τους να αδειάσει τα κόπρανα επάνω στους επιτιθέμενους, δεν είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά απλώς να εμποδίσουν την επίθεσή τους (στ. 21-22). Μάλιστα θεωρεί πως, ακόμη και αν σκόπευαν να προκαλέσουν τον θάνατο των επιτιθέμενων, αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη δίκαιη οργή τους για την επίθεση που δέχονταν (στ. 22). Αυτή η φράση της αυτοκρατορικής επιστολής υποδεικνύει πως επιχειρώντας να δικάσουν τον Εύβουλο και την Τρυφέρα, οι αρχές της Κνίδου τους κατηγόρησαν για φόνο εκ προθέσεως ή τουλάχιστον για ηθική αυτουργία σε αυτόν, χωρίς να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό νόμιμης άμυνας.

Από την άποψη αυτή είναι σημαντική η ερμηνεία των δύο τελευταίων στίχων: καὶ τὰ εν τοίς δημ[οσίοις] υμών ομολογείν γράμματα. Τί ακριβώς βρισκόταν στα δημόσια αρχεία της Κνίδου σχετικά με την υπόθεση που έπρεπε πλέον να αλλάξει; Το ψήφισμα που οι Κνίδιοι επέδωσαν στον Αύγουστο και περιείχε τις κατηγορίες εναντίον της Τρυφέρας (έτσι ο F. Hiller von Gaertringer στο Syll.³ 780); Μήπως μια καταδικαστική απόφαση προηγούμενης δίκης που η ετυμηγορία του Αυγούστου ανέτρεπε (Chapot 1904: 127); Στη δεύτερη περίπτωση η προσφυγή στον Αύγουστο θα είχε χαρακτήρα έφεσης, αλλά η ερμηνεία αυτή προσκρούει σε δύο δυσκολίες: 1) στην επιγραφή δεν γίνεται αναφορά σε έφεση, και 2) με αυστηρά τεχνικούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για έφεση, εφόσον το δικαίωμα της appellatio-provocatio (παλαιότερα στη συνέλευση του λαού και μετά στον αυτοκράτορα) περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες (Lintott 1993: 117). Φαίνεται λοιπόν πιθανότερη η εκδοχή ότι ο Αύγουστος στην περίπτωση της Τρυφέρας ενήργησε ως πρωτοβάθμιος δικαστής.

Η απόφαση του Αυγούστου να απαλλάξει την Τρυφέρα από την κατηγορία του φόνου βασιζόταν στην υπόρρητη αναγνώριση του δικαιώματός της να καταφύγει στην νόμιμη αυτοάμυνα και αυτοδικία. Οι στίχοι 32-35 της επιγραφής είναι από την άποψη αυτή καθοριστικής σημασίας. Οι ενέργειες των επιτιθέμενων ερμηνεύθηκαν ως εκδηλώσεις ύβρεως καὶ βίας (στ. 33), εντάσσονταν λοιπόν στις κατηγορίες της vis και της iniuria και αποτελούσαν αδικήματα που σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομική παράδοση τιμωρούνταν αυστηρά (Πανδέκται 47.10.5, 47.10.7.5, 47.10.15.2-12, 48.6.5. pr.). Εξάλλου, τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή νομοθεσία αναγνώριζαν στον ένοικο οικίας που δεχόταν εισβολή κυρίως τη νύκτα το δικαίωμα να σκοτώνει τον επιτιθέμενο, ιδιαιτέρως μάλιστα αν απειλούνταν η σωματική ακεραιότητα του θύματος και των μελών του οίκου του (για την Αρχαία Αθήνα βλ. Cohen 1983: 72-4 και 92· Christ 1998: 522· Kloppenborg 2004: 510· Riess 2008: 53-57· για τη Ρώμη βλ. Lintott 1968: 13, 2· Manfredini 1996· Treggiari 2002: 85· Brélaz 2005: 227).

 

Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του αυτοκράτορα αν θα εκδίκαζε μια υπόθεση που έφθανε ενώπιόν του ή αν θα την ανέπεμπε σε άλλο δικαστήριο (Millar 1977: 523-525). Συνεπώς, η επιλογή του Αυγούστου να εξετάσει αυτοπροσώπως την υπόθεση της Τρυφέρας ήταν μια απόφαση υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες, ίσως και από τις παλαιότερες σχέσεις του θετού του πατέρα με την Κνίδο.

H επιβολή του αυτοκρατορικού καθεστώτος από τον Αύγουστο συνοδεύθηκε από μια ιδεολογική εκστρατεία μεγάλης κλίμακας, η οποία ανεδείκνυε την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ασφάλειας μετά τους ταραχώδεις εμφύλιους πολέμους του τελευταίου αιώνα της res publica. Η αυτοκρατορική ιδεολογία έτεινε να ταυτίσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας με την επικράτηση του imperium romanum. Κωδικοποιημένη στην έννοια-σύμβολο της pax romana απευθυνόταν κατ’ αρχάς στους Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε να αποσπάσει την πίστη και νομιμοφροσύνη και των υπηκόων των επαρχιών, οι οποίοι συμφιλιώνονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία, στον βαθμό που μπορούσαν να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα ως εγγυητή της σταθερότητας, ασφάλειας, ευημερίας και δικαιοσύνης (Ando 2000: 66-68, 143-145). Η pax romana μετατρεπόταν έτσι σε pax augusta. Οι υπήκοοι ανέμεναν από τον αυτοκράτορα και τους υφισταμένους του να τους προστατεύει από αυθαιρεσίες και οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής αναγνώριζαν τα πρακτικά οφέλη της ρωμαϊκής διακυβέρνησης (Nutton 1978). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου Επικτήτου (III 22, 55) πως, όταν κάποιος υποστεί μια άδικη επίθεση, αναφωνεί στο κέντρο της αγοράς ω Καίσαρ, εν τη ση ειρήνη οία πάσχω; άγωμεν επὶ τὸν ανθύπατον.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει την υπόθεση της Τρυφέρας από τη στιγμή που έφτασε ενώπιόν του, παρότι δεν είχε σχέση με κεντρικά πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Millar 1977: 240, η αυτοκρατορική δικαστική δικαιοδοσία έχει σημασία λόγω του γεγονότος ότι ασχολείται με καθημερινά ζητήματα συχνά για ασήμαντους υπηκόους, κάτι που δείχνει ότι στις αντιλήψεις των τελευταίων ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου και της δικαιοσύνης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση oι κατηγορούμενοι είχαν όχι μόνο τη βούληση να επικαλεσθούν την εξουσία του Αυγούστου αλλά και τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις αρχές της πόλης και να ταξιδέψουν στη Ρώμη. Η κατοχή οικιακών δούλων από τον Εύβουλο και την Τρυφέρα μαρτυρεί μια σχετική οικονομική επιφάνεια του οίκου τους, η οποία ίσως αντιστοιχούσε και σε πολιτική ισχύ και διασυνδέσεις ικανές να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι πόσα άλλα θύματα μεροληψίας και αυθαιρεσιών από τους τοπικούς άρχοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν και πραγματικά να λάβουν την αυτοκρατορική προστασία. Η οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης στις επαρχίες καθιστούσε οπωσδήποτε δύσκολη τη μετακίνηση των φτωχότερων πολιτών στις έδρες των διοικήσεων και πολύ περισσότερο στη Ρώμη (Jones 1940: 150).

Μια ενδιαφέρουσα, αλλά ελάχιστα σχολιασμένη πτυχή του επεισοδίου είναι η στάση προκατάληψης των τοπικών αρχών σε βάρος των κατηγορουμένων. Ο H. Engelmann (I.Knidos 34) υπέθεσε πως οι επιθέσεις που υπέστησαν ο Εύβουλος και η Τρυφέρα έγιναν ανεκτές από τις αρχές της Κνίδου, διότι αποτελούσαν μια μορφή λαϊκής αντίδρασης εναντίον ενός αταίριαστου ηλικιακά γάμου. Η υπόθεση αυτή φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αλλά είναι φανερό πως οι Κνίδιοι επιδίωξαν να καταδικάσουν τους εμφανώς ευρισκόμενους σε νόμιμη άμυνα κατηγορουμένους. Η προσφυγή στον Αύγουστο ήταν σε τελική ανάλυση απόρροια αυτής της στάσης. Η αυτοκρατορική εξουσία επενέβη για να αποκαταστήσει στο τοπικό επίπεδο τα αγαθά της συλλογικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης που είχαν διασαλευθεί (στ. 34) όχι μόνο από τις επιθέσεις του Φιλείνου αλλά και από τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες της τοπικής εξουσίας. Στην Κνίδο ο Αύγουστος εμφανιζόταν ενδεχομένως και ως ο πρόμαχος της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινότητας που είχε ευεργετηθεί στο παρελθόν από τους προγόνους του. Υπό αυτήν την έννοια η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στις ελληνικές πόλεις. Σε ένα σημείο των Πολιτικών Παραγγελμάτων του ο Πλούταρχος (Ἠθικά 814F), παραπονούμενος για τη συχνή παραπομπή τοπικών υποθέσεων στη ρωμαϊκή διοίκηση, παρατηρούσε πως αιτία ήταν η πλεονεξία και η φιλονεικία “τών πρώτων“. Οι εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες των ισχυρών πολιτών σε βάρος των ασθενέστερων ανάγκαζαν τους τελευταίους να απευθύνονται έξω από την πόλη για προστασία.

Μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ενδιαφέρον της αυτοκρατορικής διοίκησης για την περιστολή των αυθαιρεσιών σε τοπικό επίπεδο εξετάζοντας τις εντολές αυτοκρατόρων του 2ου αι. μ.Χ. για την άσκηση αυστηρού ελέγχου στους αξιωματούχους των ελληνικών πόλεων που συνελάμβαναν και παρέπεμπαν κατηγορουμένους στο δικαστήριο των επαρχιακών διοικητών (Πανδέκται 48.3.6). Οι τελευταίοι καλούνταν να μην εκλαμβάνουν εκ των προτέρων ως αξιόπιστα τα υπομνήματα της παραπεμπτικής αρχής, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να έχουν συνταχθεί με δόλο, παραποιώντας τα πραγματικά γεγονότα (Giannakopoulos 2003: 858-860· Brélaz 2005: 113-114). Τελικός σκοπός των αυτοκρατορικών εντολών ήταν να διασφαλισθεί η αμερόληπτη διεξαγωγή της δίκης και να αποτραπεί η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων ως ήδη καταδικασθέντων (pro damnatis). Αυτή ασφαλώς θα ήταν και η τύχη της Τρυφέρας, αν δεν είχαν ευοδωθεί οι προσπάθειές της να δικασθεί από τον Αύγουστο.

 

Επί δημιουργού Καιρογένη, γιου του Λευκαθέου. Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Σεβαστός, γιος θεού, αρχιερέας, εκλεγμένος ύπατος για δωδέκατη φορά και περιβεβλημένος τη δημαρχική εξουσία για δέκατη όγδοη φορά (στ. 5) χαιρετά τους άρχοντες, τη βουλή και τον δήμο των Κνιδίων. Οι πρέσβεις σας, Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, εγγονός του Διονυσίου, με συνάντησαν στη Ρώμη και, αφού μου επέδωσαν το ψήφισμά σας, κατηγόρησαν τον ήδη νεκρό Εύβουλο, γιο του Αναξανδρίδα, και τη σύζυγό του Τρυφέρα, που ήταν παρούσα, (στ. 10) για τον θάνατο του Ευβούλου, γιου του Χρυσίππου. Εγώ, αφού ανέθεσα στον φίλο μου Ασίνιο Γάλλο να ανακρίνει με βασανιστήρια τους εμπλεκόμενους οικιακούς δούλους, έμαθα ότι ο Φιλείνος, γιος του Χρυσίππου, τρεις συνεχόμενες νύκτες διενεργούσε επιθέσεις εναντίον της οικίας του Ευβούλου (στ. 15) και της Τρυφέρας με ύβρεις πολιορκώντας την κατά κάποιον τρόπο και την τρίτη νύκτα έφερε μαζί του και τον αδελφό του Εύβουλο. Οι κύριοι της οικίας, Εύβουλος και Τρυφέρα, καθώς δεν μπορούσαν να είναι ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε διαπραγματευόμενοι με τον Φιλείνο (στ. 20) ούτε οχυρώνοντάς το εναντίον των επιθέσεών του, διέταξαν έναν από τους οικιακούς δούλους τους, όχι να σκοτώσει, όπως ίσως να έκανε κάποιος παρακινημένος από δίκαιη οργή, αλλά να αποτρέψει την επίθεση αδειάζοντας επάνω τους τα κόπρανά τους. Ο οικιακός δούλος έριξε και το δοχείο μαζί με το περιεχόμενο είτε εκούσια (στ. 25) είτε ακούσια –ο ίδιος επέμεινε να το αρνείται– και έπεσε (νεκρός) ο Εύβουλος, που θα ήταν δικαιότερο να σωθεί σε σύγκριση με τον αδελφό του. Έχω στείλει σε εσάς και τα αρχεία των ανακρίσεων. Θα απορούσα ασφαλώς πώς οι κατηγορούμενοι φοβήθηκαν τόσο να ανακριθούν οι δούλοι τους από εσάς, (στ. 30) αν δεν δίνατε την εντύπωση ότι ήσασταν πάρα πολύ σκληροί απέναντί τους και ότι σπαταλήσατε τη δικαιοσύνη σας στη λάθος πλευρά, αγανακτώντας όχι εναντίον όσων άξιζαν να πάθουν οτιδήποτε, εφόσον τρεις φορές είχαν επιτεθεί εναντίον μιας ξένης οικίας με ύβρεις και βία και κατέστρεφαν την κοινή ασφάλεια όλων σας, (στ. 35) αλλά εναντίον εκείνων που ατύχησαν ακόμη και στην άμυνά τους αλλά καθόλου δεν αδίκησαν. Αλλά τώρα μου φαίνεται πως θα πράττατε σωστά, αν φροντίζατε ώστε τα δημόσια αρχεία σας να προσαρμοστούν στη δική μου απόφαση για το ζήτημα. Να είστε καλά.