1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
οίδε επέδοσαν εις τὸ ανάθημα ό ανέθηκεν | |
η βουλὴ η επ᾿ Ευθυκρίτου άρχοντος· | |
βουλευταί· | |
col. I | Φιλόστρατος Αχαρνε(ύς) |
5 | Ευθυκράτης Αφιδ[[γ]]ναί(ος) |
Χαιρέστρατος Ῥαμνού(σιος) | |
Ουλίας Στειριεύ(ς) | |
[Φ]άλανθος εκ Κερα(μέων) | |
Ευκράτης Λαμπρεύ(ς) | |
10 | Λυκõργος Μελιτε(ύς) |
Καλλισθένης Τρινεμ(εύς) | |
Ευετίων Σφήττιο(ς) | |
Ένπεδος Οιήθε(ν) | |
Θεοκρίνης Ὑβάδης | |
15 | Φιλοκράτης Αιξωνεύ(ς) |
Πρωτοκλής Κηφισιεύ(ς) | |
Βούλις Θοραιεύ(ς) | |
col. II | Δημήτριος Αφ<ι>δναίο(ς) |
Αμεινίας Αγρυλήθε(ν) | |
20 | Αν̣τίδοτος Συπαλήττι(ος) |
Θεόδωρος Παλληνεύ(ς) | |
Επιγήθης Εροιάδη(ς) | |
Νίκανδρος Μαραθώνι(ος) | |
Λυσίθεος Ευ<ω>νυμ(εύς) | |
25 | ταμίας· |
Σωτιά̣δης Αχαρνεύ(ς) | |
γραμματεύς· | |
Σωκράτης Παιονίδ(ης) | |
Πυθόδηλος Ἁγνούσιο(ς) | |
vacat | |
30 | οίδε εκ τών άλλων επέδοσαν· |
col. I | |
Φανόδημος Θυμαιτά(δης) | |
Δημάδης Παιανιεύ(ς) | |
Πολύε̣υκτος Σφήττιο(ς) | |
Ευ[– –6–7– – Κ]ολλυτε(ύς) | |
35 | [Κ]ηφι̣σοφών Χολαργε(ύς) |
col. II | |
Αριστείδης Ἕρμ̣[ει(ος)] | |
Φείδιππος Μ[υρρινού(σιος)?] | |
Καλλιτέλη[ς – – – –] | |
Καλλικ– – – – – – – | |
40 | Αριστίω[ν – – – – –] |
vacat 0,022 | |
Καλλισθ̣ένης Χαρ<μύλ>ου Τρινεμεὺς [είπεν]· | |
[ε]πειδὴ Ευθ̣υκράτης Αφιδ[ν]αίος καὶ Φιλ[όστρατος] | |
[Α]χαρνεὺς καὶ Χαιρέστρατος Ῥαμνούσι[ος αεὶ] | |
[δ]ιατελούσιν φιλοτιμούμε<ν>οι πρὸς τὴν βο[υλὴν] | |
45 | [κ]αὶ τού αναθήματος τού εν Ανφιαράου τή[ι βου]– |
[λ]εί συνεπεμελήθησαν καλώς καὶ φιλοτίμω[ς], | |
[δ]εδόχθαι τήι βουλεί· επαινέσαι Ευθυκράτην̣ | |
Δρακοντί<δ>ου Αφιγναίον, Φιλόστρατον Φιλίνο[υ] | |
Αχαρνέα, Χαιρέστρατον Χαιρεδήμου Ῥαμνού– | |
50 | σιον, καὶ στεφανώσαι έκαστον αυτών χρυσώι |
στεφάνωι απὸ :𐅅: δραχμών, επὰν τὰς ευθ̣ύνας | |
δώσιν, όπως άν καὶ οι άλλοι φιλοτιμώνται πρὸς | |
τὴν βουλὴν ειδότες, ότι χάριτας αυτοίς η βουλὴ | |
απο[δ]ώσει τὰς αξίας εκάστωι, ων άν ευ<ε>ργετή– | |
55 | σωσιν· αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμ– |
ματέα τής βουλής εν στήλει λιθίνει καὶ στήσ[αι] | |
εν τώι ιερώι τού Αμφιαράου. |
Η στήλη φέρει κατάλογο με τα ονόματα όσων συνέβαλαν οικονομικά σε δημόσια αφιέρωση που πραγματοποίησε η βουλή στο ιερό του Αμφιάραου στον Ωρωπό. Συγκεκριμένα, αναγράφονται τα ονόματα είκοσι ενός βουλευτών, του ταμία, δύο γραμματέων και άλλων δέκα Αθηναίων. Ακόμη στη στήλη παρατίθεται ψήφισμα της βουλής με το οποίο απονέμονται τιμές στους τρεις πρώτους βουλευτές που εμφανίζονται στον κατάλογο.
Τα ονόματα του καταλόγου
Τα ονόματα του καταλόγου δεν εμφανίζονται ομαδοποιημένα κατά φυλές (Λεονάρδος 1917: 42). Για τη σειρά εμφάνισής τους ενδέχεται να έχει ληφθεί υπόψη είτε το ποσό που συνεισέφεραν για την ανέγερση του αναθήματος είτε η ηλικία. Η απουσία, ωστόσο, επαρκών προσωπογραφικών στοιχείων για όλους τους συμμετέχοντες στον κατάλογο δεν επιτρέπει την εξαγωγή πιο ασφαλών συμπερασμάτων (Lambert 2012: 28-29). Κάποια από τα ονόματα είναι γνωστά και από άλλες μαρτυρίες. Ενδεικτικά και κατά σειρά αναγραφής στη στήλη:
από τους είκοσι έναν βουλευτές:
-στ. 6: ο Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα (Traill, PAA 975170): πιθανόν ταυτίζεται με τον γλύπτη Χαιρέστρατο, ο οποίος έζησε στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και φιλοτέχνησε το άγαλμα της Θέμιδος του Ραμνούντα.
-στ. 10: ο Λυκούργος από τον δήμο Μελίτης (Traill, PAA 611375): πιθανότατα διαιτητής το έτος 330/329 π.Χ., μαζί με τον Θεοκρίνη (βλ. και παρακάτω).
-στ. 12: ο Ευετίων από τον δήμο Σφηττού (Traill, PAA 430885): διαιτητής το έτος 329/328 π.Χ., εισηγητής ψηφίσματος το 328/327 π.Χ., και τριήραρχος.
-στ. 14: ο Θεοκρίνης από τον δήμο Υβάδων (Traill, PAA 508320): διαιτητής το έτος 330/329 π.Χ. και γνωστός συκοφάντης, σύμφωνα με τον λόγο Κατὰ Θεοκρίνου που αποδίδεται εσφαλμένα στον Δημοσθένη.
-στ. 18: ο Δημήτριος από τον δήμο Άφιδνας (Traill, PAA 310400): ίσως πρόκειται για τον Δημήτριο ο οποίος το έτος 332/331 π.Χ. πρότεινε τιμητικό ψήφισμα για τον Φανόδημο, επειδή ο τελευταίος έδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια και ζήλο για το ιερό του Αμφιάραου (IG II3 348, στ. 9, 10-17, 20-27 [βλ. και παρακάτω]).
-στ. 20: ο Αντίδοτος από τον δήμο Συπαληττού (Traill, PAA 132725): πιθανότατα ταυτίζεται με τον Αντίδοτο ο οποίος το έτος 333/332 π.Χ. εισηγήθηκε στη βουλή πρόταση σχετικά με το αίτημα χορήγησης του προνομίου της εγκτήσεως σε Κιτιείς εμπόρους (IG II3 337, στ. 7-9· Ε42).
από τους υπόλοιπους δέκα Αθηναίους:
-στ. 31: ο γνωστός ιστορικός και Ατθιδογράφος του 4ου αι. π.Χ. Φανόδημος από τον δήμο Θυμαιτάδων (Traill, PAA 915640): η δράση του συνδέεται άμεσα με το ιερό του Αμφιάραου. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, ότι ο ίδιος εισηγήθηκε ψήφισμα για απόδοση τιμών στον Αμφιάραο (332/331 π.Χ., IG II3 349, στ. 9-10), νόμο για την οργάνωση πενταετηρίδας προς τιμήν του και, παράλληλα, τιμήθηκε δύο φορές για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο ιερό (332/331 π.Χ., IG II3 348, στ. 10-17, 20-27· 329/328 π.Χ., IG II3 355, στ. 22). Οι Ατθιδογράφοι ήταν ιστορικοί του 4ου/3ου αι. π.Χ. οι οποίοι ασχολήθηκαν με την καταγραφή της ιστορίας της Αττικής.
-στ. 32: ο διάσημος πολιτικός και ρήτορας Δημάδης από τον δήμο Παιανίας (Traill, PAA 306085): και αυτός τιμήθηκε με στέφανο το έτος 329/328 π.Χ., μαζί με τον Φανόδημο, τον Λυκούργο και τον Κηφισοφώντα (βλ. παρακάτω), για την επιμέλεια που επέδειξε στη διοργάνωση των αγώνων προς τιμήν του Αμφιάραου (IG II3 355, στ. 24).
-στ. 33: ο επίσης γνωστός πολιτικός του 4ου αι. π.Χ. Πολύευκτος από τον δήμο Σφηττού (Traill, PAA 778285): μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται, αφενός, ανάμεσα στους Αθηναίους εκείνους των οποίων τη σύλληψη απαίτησε ο Αλέξανδρος Γ΄ το 335 π.Χ., στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν την καταστροφή της Θήβας (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.10.4), αφετέρου αντιτάχθηκε στις τιμές που προτάθηκαν για τον Δημάδη το ίδιο έτος (Λυκούργος, F9 Conomis) και, αργότερα, ενεπλάκη στην περίφημη υπόθεση του Αρπάλου (324/323 π.Χ., Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 100).
-στ. 35: ο Κηφισοφών από τον δήμο Χολαργού (Traill, PAA 569375): και αυτός ανήκει στην ομάδα των Αθηναίων εκείνων που επαινέθηκαν και στεφανώθηκαν για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στο ιερό (IG II3 355, στ. 30-31).
Όπως φαίνεται, ο κατάλογος περιλαμβάνει επιφανείς και γνωστούς άνδρες που έδρασαν στην Αθήνα το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με προσωπογραφικές μελέτες (Λεονάρδος 1917: 43-47· Lewis 1955: 35· Faraguna 1992: 239-243· Lambert 2012: 26-28), τα πρόσωπα αυτά, ιδιαίτερα όσα δεν ανήκουν στην ομάδα των Αθηναίων που διετέλεσαν μέλη της βουλής το 328/327 π.Χ., κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή της πόλης την εποχή του πολιτικού και ρήτορα Λυκούργου. Ηταν από διαφορετικές πολιτικές μερίδες, είχαν σημαντική οικονομική επιφάνεια και εμπειρία στα πολιτικά δρώμενα, και συμμετείχαν ενεργά στις προσπάθειες που κατέβαλλε συστηματικά η πόλη εκείνη την περίοδο για να αναδιοργανώσει τη λατρεία του Αμφιάραου και του ιερού του, μετά την προσάρτηση του Ωρωπού και του Αμφιάρειου στην Αθήνα το 335 π.Χ. (Knoepfler 1993: 279-302· βλ. κατασκευή κρήνης, επιμέλεια των υδραυλικών συστημάτων: IG II3 338, οργάνωση πενταετηρίδας προς τιμήν του Αμφιάραου, εργασίες επισκευών στο ιερό: IG II3 348 και 355· συνολικά για την αναδιοργάνωση του ιερού και της λατρείας του Αμφιάραου, βλ. σχετικά Faraguna 1992: 360-361· Mikalson 1998: 33-34· Sineux 2007: 99-109).
Οι δύο γραμματείς
Στον κατάλογο αναφέρονται επίσης δύο γραμματείς, ο Σωκράτης από τον δήμο Παιονιδών και ο Πυθόδηλος από τον δήμο Αγνούντα (στ. 27-29). Αφενός, ένας Αθηναίος με το όνομα Σωκράτης και με καταγωγή από τον δήμο των Παιονιδών εμφανίζεται στις πηγές σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, στην παρούσα επιγραφή, και, δεύτερον, σε έναν κατάλογο βουλευτών του έτους 304/303 π.Χ. (Agora XV 61 στ. 292), χωρίς, όμως, να είναι σαφές αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (Athenian Onomasticon, s.v. Σωκράτης· Traill, PAA 856920, 856925). Αφετέρου, ο Πυθόδηλος από τον Αγνούντα (Athenian Onomasticon, s.v. Πυθόδηλος· Traill, PAA 794110) φαίνεται να ήταν o γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» του έτους 328/327 π.Χ., καθώς μαρτυρείται την ίδια χρονιά με την ίδια ιδιότητα στα ακόλουθα ψηφίσματα: IG II3 357, στ. 3 και IG II3 359, στ. 4-5. Ο γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» ήταν ο κύριος γραμματέας της πόλης: ήταν υπεύθυνος για τα δημόσια έγγραφα, φρόντιζε για τη φύλαξη και την αντιγραφή τους και παρευρισκόταν στις συνεδριάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Το αξίωμά του ήταν ετήσιο και ο ίδιος κληρωνόταν μεταξύ των πολιτών που δεν ήταν μέλη της βουλής των 500 εκείνη τη χρονιά ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 54.3).
Στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν προφανώς και άλλοι γραμματείς, ο καθένας με διακριτές αρμοδιότητες. Γι’ αυτό και η παρουσία περισσότερων του ενός γραμματέων σε επιγραφικά κείμενα δεν πρέπει να ξενίζει: π.χ., IG II2 120, στ. 15-17 (αντιγράφεσθαι δέ τὸγ γραμματέα τὸγ κατὰ| [πρ]υτανείαν καὶ τοὺς άλλους γραμματ{τε}έας τοὺς επὶ τοί|[ς δ]ημοσίοις γράμμασιν) ή Agora XV 43, όπου στον κατάλογο με τα ονόματα των βουλευτών του έτους 335/334 π.Χ. αναγράφονται δύο γραμματείς, ο γραμματέας «κατὰ πρυτανείαν» (στ. 227) και ο γραμματέας «τώι δήμωι» (στ. 228), ο οποίος είχε την αρμοδιότητα να διαβάζει στη βουλή και την εκκλησία του δήμου τα προσκομιζόμενα έγγραφα ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 54.5). Για τον Σωκράτη από τον δήμο των Παιονιδών και τον ρόλο του ως γραμματέα έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις: αν ήταν γραμματέας «τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι», όπως παραπάνω (Lambert 2012: 30), γραμματέας «επὶ τοί[ς δ]ημοσίοις γράμμασιν» (Λεονάρδος 1917: 46) ή ένας ad hoc διορισμένος γραμματέας (Attic Inscriptions Online 73· για τους γραμματείς που συναντούμε στην αθηναϊκή δημοκρατία, βλ. Rhodes 1981: 599-605· Sickinger 1999: 142-143· Henry 2002: 91-114).
Το ψήφισμα της βουλής
Μετά τον κατάλογο ακολουθεί το ψήφισμα της βουλής των 500 (στ. 47: [δ]εδόχθαι τήι βουλεί). Σύμφωνα και με άλλες διαθέσιμες επιγραφικές μαρτυρίες (π.χ. IG II3 306, όπου περιλαμβάνονται τέσσερα ψηφίσματα της βουλής: στ. 6: δεδόχθαι τήι βουλήι, στ. 27: εψηφίσθαι τήι βουλήι, στ. 45: δεδόχθαι τήι βουλήι), δεν ήταν ασυνήθιστο για τη βουλή να λαμβάνει αποφάσεις για ζητήματα που την αφορούσαν, όπως εν προκειμένω η απόδοση τιμών σε τρία μέλη της, χωρίς να απαιτείται η έγκριση της εκκλησίας του δήμου (Rhodes – Lewis, Decrees 21· Lambert 2018: 232).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόταση του Καλλισθένη, βουλευτή του έτους 328/327 π.Χ., η βουλή θα απονείμει τιμές στους τρεις πρώτους βουλευτές του καταλόγου, Ευθυκράτη, Φιλόστρατο και Χαιρέστρατο, διότι επιδεικνύουν συνεχώς ζήλο στα καθήκοντά τους προς τη βουλή και επειδή επιμελήθηκαν «καλώς και με φιλοτιμία» την αφιέρωση που πραγματοποίησε η βουλή στο Αμφιάρειο (στ. 44: φιλοτιμούμε<ν>οι, στ. 46: καλώς καὶ φιλοτίμω[ς]). Ο όρος «φιλοτιμία», ο οποίος τονίζεται στην επιγραφή τρεις φορές (στ. 44, 46, 52), εμφανίζεται στα αττικά τιμητικά ψηφίσματα από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. με συγκεκριμένη σημασία· αναφέρεται στην προσωπική επιδίωξη για την απόκτηση τιμών, η οποία όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσφορά υπηρεσιών στην κοινότητα. Κατά συνέπεια, ο τρόπος διατύπωσης των τιμητικών ψηφισμάτων έχει διπλή στόχευση: αφενός να υπογραμμιστούν οι τιμές που απονέμονται σε όσους επέδειξαν φιλοτιμία στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους, αφετέρου να ενθαρρυνθεί η εκδήλωση αντίστοιχης συμπεριφοράς μελλοντικά και από άλλους πολίτες, με αντάλλαγμα, προφανώς, την απόδοση ανάλογων τιμών (στ. 52-55: όπως άν καὶ οι άλλοι φιλοτιμώνται πρὸς| τὴν βουλὴν ειδότες, ότι χάριτας αυτοίς η βουλὴ| απο[δ]ώσει τὰς αξίας εκάστωι, ων άν ευ<ε>ργετή|σωσιν· βλ. και Veligianni-Terzi 1997: 173-174, 282). Η τιμή αποδίδεται από την εκάστοτε πολιτική κοινότητα σε ένα πλαίσιο αμφίπλευρης πολιτικής σκοπιμότητας μέσα στο οποίο λειτουργεί το σχήμα της ευεργεσίας/δράσης προς όφελος της κοινότητας – ανταπόδοσης/επιβράβευσης από την κοινότητα (Whitehead 1983: 59-68· Domingo Gygax 2016: 221· Lambert 2018: 76, 94-95· Domingo Gygax 2021: 69-70). Οι τρεις τιμώμενοι του καταλόγου θα λάβουν έπαινο και θα στεφανωθούν με χρυσό στεφάνι αξίας πεντακοσίων δραχμών. Το ποσό των πεντακοσίων ή χιλίων δραχμών ήταν συνηθισμένο για στεφάνους που απονέμονταν σε ξένους ή πολίτες (Lambert 2004: 88). Οι τιμές θα αποδοθούν μόλις ολοκληρωθεί η λογοδοσία των βουλευτών (στ. 51-52: επὰν τὰς ευθ̣ύνας| δώσιν), όρος που διευκρινίζει τον χρόνο της απόδοσης των τιμών για όσους επιβραβεύονται για τη συνεισφορά τους ως δημόσιοι αξιωματούχοι (Harris 2017: 105-115).
Οι παρακάτω συνεισέφεραν στην αφιέρωση την οποία έκανε η βουλή επί άρχοντος Ευθύκριτου. Βουλευτές: Φιλόστρατος από τον δήμο Αχαρνών, (στ. 5) Ευθυκράτης από τον δήμο Άφιδνας, Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα, Ουλίας από τον δήμο Στειρίας, Φάλανθος από τον δήμο Κεραμέων, Ευκράτης από τον δήμο Λαμπτρών, (στ. 10) Λυκούργος από τον δήμο Μελίτης, Καλλισθένης από τον δήμο Τρινεμείας, Ευετίων από τον δήμο Σφηττού, Έμπεδος από τον δήμο Όης, Θεοκρίνης από τον δήμο Υβάδων, (στ. 15) Φιλοκράτης από τον δήμο Αιξωνής, Πρωτοκλής από τον δήμο Κηφισιάς, Βούλις από τον δήμο Θορών, Δημήτριος από τον δήμο Άφιδνας, Αμεινίας από τον δήμο Αγρυλής, (στ. 20) Αντίδοτος από τον δήμο Συπαληττού, Θεόδωρος από τον δήμο Παλλήνης, Επιγήθης από τον δήμο Εροιάδων, Νίκανδρος από τον δήμο Μαραθώνα, Λυσίθεος από τον δήμο Ευωνύμου. (στ. 25) Ταμίας: Σωτιάδης από τον δήμο Αχαρνών. Γραμματείς: Σωκράτης από τον δήμο Παιονιδών, Πυθόδηλος από τον δήμο Αγνούντα.
(στ. 30) Και συνεισέφεραν και οι εξής άλλοι: Φανόδημος από τον δήμο Θυμαιτάδων, Δημάδης από τον δήμο Παιανίας, Πολύευκτος από τον δήμο Σφηττού, Ευ(…) από τον δήμο Κολλυτού, (στ. 35) Κηφισοφών από τον δήμο Χολαργού, Αριστείδης από τον δήμο Έρμου, Φείδιππος από τον δήμο Μυρρινούντα (;), Καλλιτέλης από τον δήμο (…), Καλλικ(…) από τον δήμο (…), (στ. 40) Αριστίων από τον δήμο (…).
Ο Καλλισθένης, γιος του Χαρμύλου (;), από τον δήμο Τρινεμείας, εισηγήθηκε. Επειδή ο Ευθυκράτης από τον δήμο Άφιδνας και ο Φιλόστρατος από τον δήμο Αχαρνών και ο Χαιρέστρατος από τον δήμο Ραμνούντα πάντα δείχνουν συνεχώς ζήλο προς τη βουλή (στ. 45) και επειδή φρόντισαν από κοινού, καλώς και με φιλοτιμία, για την αφιέρωση που έκανε η βουλή στο Αμφιάρειο· να αποφασίσει η βουλή να επαινέσει τον Ευθυκράτη, γιο του Δρακοντίδη, από τον δήμο Άφιδνας, τον Φιλόστρατο, γιο του Φιλίνου, από τον δήμο Αχαρνών, τον Χαιρέστρατο, γιο του Χαιρέδημου, από τον δήμο Ραμνούντα, (στ. 50) και να στεφανώσει τον καθένα από αυτούς με χρυσό στεφάνι αξίας πεντακοσίων δραχμών, αφού θα έχουν λογοδοτήσει, ώστε και οι υπόλοιποι να δείξουν ζήλο προς τη βουλή, γνωρίζοντας ότι η βουλή θα απονείμει σε καθέναν από αυτούς ευχαριστίες αντάξιες των ευεργεσιών τους· (στ. 55) ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να την στήσει στο ιερό του Αμφιάραου.
– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – | |
[- – – – – – – – ? μέ εξε̂μεν καταλ]- | |
ύ̣εσθαι [τὸ]ν̣ πόλεμον ḥι̣στ̣ι̣αι̣έ̣- | |
ας χορὶς Θεβαίον· hαγεμονία- | |
ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | |
4 | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν. |
vacat |
Το ιστορικό πλαίσιο της συνθήκης
α) Πιθανές περίοδοι χρονολόγησης της συνθήκης. Η πρόταση των εκδοτών αυτής
Συνδυάζοντας κανείς τα επιγραφικά με τα ιστορικά δεδομένα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα από τα παρακάτω γεγονότα: 1) με την προσχώρηση όλης της Εύβοιας, συνεπώς και της Ιστιαίας, στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 394 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης 14.82.1· Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.17, 4.3.15· id. Αγησίλαος 2.6· για τον Κορινθιακό πόλεμο, βλ. Buckler 2003: 75-128· Fornis 2008)· 2) με ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Σπαρτιάτη αρμοστήν Αλκέτα και σε Θηβαίους, το χειμώνα του έτους 377/376 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Αλκέτας, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της Ιστιαίας-Ωρεού, του αστικού κέντρου των Ιστιαιέων, αιχμαλώτισε δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις κατά την επιστροφή τους από τις Παγασές, όπου είχαν πάει για να αγοράσουν σίτο, και φυλάκισε το πλήρωμά τους στην ακρόπολη. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι, όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη, οι Ιστιαιείς αποστάτησαν από τους Σπαρτιάτες και η σπαρτιατική φρουρά απομακρύνθηκε (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.56-57)· με την ένταξη της Ιστιαίας, όπως και όλης της Εύβοιας, στο θηβαϊκό στρατόπεδο μετά τη μάχη στα Λεύκτρα και την παραμονή τους σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο [370/369 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 6.5.23· id. Αγησίλαος 2.24· μάχη της Μαντινείας [362 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 7.5.4· Διόδωρος Σικ. 15.85.2, 6· 15.87.3· πρβλ. ibid. 15.84.4).
Οι εκδότες του σωζόμενου τμήματος της συνθήκης εξέφρασαν την άποψη ότι αυτή θα ταίριαζε περισσότερο ως επακόλουθο των γεγονότων του 377/376 π.Χ. καθώς, πέρα από την ύπαρξη κατάλληλου ιστορικού πλαισίου, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκέστερα η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και η αναφορά σε Θηβαίους και όχι σε Βοιωτούς (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 245-246, 248-249, 250). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι ο πόλεμος ο οποίος μαρτυρείται στους στ. 1 και 3 είναι ο λεγόμενος Βοιωτικός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Βοιωτών κατά τα έτη 378-371 π.Χ. (Διόδωρος Σικ. 15.25.1, 28.5· βλ. και Munn 1993· Buckler 2003: 232-295).
Η πρότασή τους έγινε αποδεκτή από αρκετούς σύγχρονους μελετητές (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170 [με σχετική επιφύλαξη]· BE 2014: αρ. 245· BE 2016: αρ. 129-130· Mackil 2013: 69 σημ. 33· De Luna στο De Luna – Zizza – Curnis 2016: 302· βλ. και Papazarkadas 2016β: 133-134). Σύμφωνα με τον D. Knoepfler (BE 2013: αρ. 170), η συμμαχία θα πρέπει να ακυρώθηκε αυτόματα με την είσοδο της Ιστιαίας στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, το 375 π.Χ.
Οι εκδότες της επιγραφής δεν απέκλεισαν ωστόσο κατηγορηματικά τη χρονολόγησή της μετά τη μάχη των Λεύκτρων, κυρίως λόγω της χρήσης του όρου ηγεμονία ή, ακριβέστερα, του διαλεκτικού τύπου hαγεμονία (στ. 2-3), ο οποίος παραπέμπει εύλογα στη Θηβαϊκή ηγεμονία των ετών 371-362 π.Χ. –σημειωτέον ότι εδώ έχουμε μάλλον την πρωιμότερη επιγραφική μαρτυρία του όρου (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 246-249). Θεώρησαν, όμως, πιθανότερο, ελλείψει περαιτέρω στοιχείων, ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή ο όρος hαγεμονία δεν θα πρέπει να δηλώνει τίποτε περισσότερο από την υπεροχή των Θηβαίων έναντι των Ιστιαιέων.
β) hαγεμονίαν… κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν: η πρόταση για χρονολόγηση της συνθήκης την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η πιθανή σύνδεσή της με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα
Κατά την άποψή μας, η τελευταία πρόταση της συνθήκης, hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4), συνιστά σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγησή της. Η πρόταση αυτή σημαίνει κυριολεκτικά την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τους Ιστιαιείς (πρβλ. Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.42· 2.2.20· 5.3.26). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται να υποδηλώνει ταυτόχρονα την πολιτική κυριαρχία των Θηβαίων ή τις φιλοδοξίες τους για πολιτική επικράτηση τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαπίστωση ότι ρήτρες με ανάλογο περιεχόμενο είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας (πρβλ. SEG XXVI 461 [SEG XLIX 392· SEG LI 449· συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αιτωλούς Ερξαδιείς, τέλη 6ου αι. π.Χ. – 388 π.Χ. [;]] στ. 4-7 [βλ. πρόσφατα Antonetti 2017· Antonetti – De Vido 2017: αρ. 29]). Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση, σε συνδυασμό με την παραπάνω διαπίστωση, είναι η πρόβλεψη για ανάληψη της ηγεμονίας του πολέμου στη θάλασσα από μία κατεξοχήν χερσαία δύναμη, όπως ήταν η Θήβα και, εν γένει, η Βοιωτία. Καλούμαστε, επομένως, να διερευνήσουμε αν στις περιόδους κατά τις οποίες διασταυρώθηκαν οι δρόμοι των Ιστιαιέων και των Θηβαίων, δηλαδή το 394, το 377/376, καθώς και μετά το 371 π.Χ., συνέτρεχαν οι λόγοι εκείνοι, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας.
Οι Βοιωτοί διέθεταν στόλο, πιθανώς όχι ιδιαίτερα αξιόλογου μεγέθους, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε όμως δε δρούσαν ανεξάρτητα αλλά ακολουθούσαν τους Λακεδαιμονίους στις ναυτικές επιχειρήσεις (Θουκυδίδης 8.3.2, 8.5.2, 8.106.3· Διόδωρος Σικελιώτης 13.98.4, 13.99.6· F.Delphes III 1: 52· για το στόλο των Θηβαίων εν γένει, βλ. Carrata Thomes 1952: 13-18· πριν από τη Θηβαϊκή ηγεμονία: Salmon 1953: 358-360· Buckler 1980: 163 και 308 σημ. 27).
Στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 395 π.Χ., οι Θηβαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, τους παραχώρησαν την ηγεμονία στην αντι-σπαρτιατική συμμαχία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.7-15, ιδίως 14). Αυτή η διάθεση “υποταγής” των Θηβαίων στους Αθηναίους, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το ύφος της επιγραφής.
Το 377/376 π.Χ., στο επεισόδιο ανάμεσα στους Θηβαίους και τον Αλκέτα ενεπλάκησαν δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις. Αυτές όμως δε συμμετείχαν σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είχαν επιστρατευτεί για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι των Παγασών. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι Θηβαίοι δεν είχαν λόγο να διεξάγουν πόλεμο στη θάλασσα· απεναντίας, στο πλαίσιο του Βοιωτικού πολέμου, κύριο μέλημά τους ήταν η αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων στην χώραν τους, σε χερσαίο δηλαδή έδαφος. Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, αν όχι και σε στρατιωτικό, δε θα πρέπει να ήταν ακόμη σε θέση να αξιώνουν ηγετικό ρόλο ούτε στην ξηρά, καθώς το επεισόδιο στην Ιστίαια-Ωρεό προηγήθηκε της ανάκτησης από αυτούς το 375 π.Χ. των γειτονικών βοιωτικών πόλεων (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.63· πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης 15.38.4) καθώς και της νίκης τους κατά των Λακεδαιμονίων στην Τεγύρα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.37.1-2, 15.81.2· Πλούταρχος, Πελοπίδας 16-17· επίσης Buckler 1995· Sprawski 2004. Σύμφωνα με τον Έφορο [Διόδωρος Σικ. 15.37.2· πρβλ. id. 15.39.1], τότε διεφάνησαν για πρώτη φορά οι δυνατότητες των Θηβαίων να αγωνιστούν για την ηγεμονία της Ελλάδος). Όσον αφορά στην ανάληψη από τους Θηβαίους της ηγεμονίας στη θάλασσα, έστω και υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής ηγεσίας σε ναυτικές επιχειρήσεις, αυτή θα αποτελούσε μάλλον παράδοξο την εποχή εκείνη. Υπενθυμίζεται ότι το 377/376 π.Χ. οι Θηβαίοι, σε αντίθεση με τους Ιστιαιείς, συμμετείχαν ήδη στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, και μια σειρά από μαρτυρίες καθόλη τη διάρκεια της συμμετοχής τους σε αυτή, φανερώνουν την “εξάρτησή” τους από το αθηναϊκό πολεμικό ναυτικό (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.62-63· 6.2.1, 6.4.3· [Δημοσθένης,] Κατὰ Τιμοθέου [49] 14-21, 48-54· IG II2 1607 A στ. 49-50, Β στ. 155-158). Πώς μπορούσε επομένως ένα μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, το οποίο δε δρούσε ανεξάρτητα από τους Αθηναίους σε ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να αξιώνει την ηγεμονία του πολέμου στη θάλασσα από μία πόλιν η οποία δεν ανήκε στη Συμμαχία;
Η έκβαση της μάχης στα Λεύκτρα εγκαινίασε την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας (371-362 π.Χ.). Το 367 π.Χ., οι Θηβαίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Το θέρος του έτους αυτού, συνεχώς βουλευόμενοι Θηβαίοι όπως άν τὴν ηγεμονίαν λάβοιεν τής Ελλάδος (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33), απέστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Κοινής Ειρήνης (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33-38· Πλούταρχος, Πελοπίδας 30· id. Αρταξέρξης 22.4-6· επίσης Bearzot 2011). Στην περσική αυλή ο Πελοπίδας αξίωσε την απόσυρση του αθηναϊκού στόλου από την ενεργό δράση (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.36: Αθηναίους ανέλκειν τὰς ναύς), προφανώς για να κατορθώσουν οι Θηβαίοι να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της Ελλάδος, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί ενόσω οι Αθηναίοι κρατούσαν τα σκήπτρα στη θάλασσα. Η αξίωση έγινε αποδεκτή από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β΄, προφανώς λόγω της ανησυχίας του για την αυξανόμενη παρουσία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, αλλά απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους Αθηναίους (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.37).
Από χωρίο του Διοδώρου (15.78.4-79.2) πληροφορούμαστε ότι το έτος 364/363 π.Χ. εγκαινιάστηκε το ναυτικό πρόγραμμα των Θηβαίων, κατόπιν εισήγησης του Επαμεινώνδα (Buckler 1980: 160-175· Roesch 1984· Stylianou 1998: 493-497· van Wijk 2020). Αναλυτικότερα, μαρτυρείται ότι ο σπουδαίος αυτός άνδρας προέτρεψε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν ηγεμονίας. Στην εισήγησή του, η οποία αναφέρεται ως προϊόν μακράς σπουδής (διελθὼν λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον), παρουσίασε το εγχείρημα αυτό ως συμφέρον και εφικτό, διατεινόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ευκολότερο για εκείνους οι οποίοι ήταν ήδη κυρίαρχοι στην ξηρά, να κυριαρχήσουν και στη θάλασσα. Με αυτό και πολλά ακόμη επιχειρήματα, έπεισε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν αρχής (Διόδωρος Σικελιώτης 15.78.4). Αμέσως οι Θηβαίοι ψήφισαν υπέρ της ναυπήγησης εκατό (100) τριήρων. Αποφάσισαν επίσης να παρακινήσουν τους Ροδίους, τους Χίους και τους Βυζαντίους να τους βοηθήσουν στα σχέδιά τους. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στις προαναφερθείσες πόλεις –ο πλους του χρονολογείται από τον Διόδωρο επίσης στο έτος 364/363 π.Χ. Αφού κατόρθωσε να προκαλέσει δέος στον Αθηναίο στρατηγό Λάχητα –αυτός είχε αποσταλεί με αξιόλογο στόλο προκειμένου να παρεμποδίσει τους Θηβαίους– και να τον αναγκάσει να αποπλεύσει, ιδίας τὰς πόλεις τοίς Θηβαίοις εποίησεν (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.1). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι αν ο Επαμεινώνδας είχε ζήσει περισσότερο, οι Θηβαίοι θα είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν, πέρα από την ηγεμονία στην ξηρά, και την ηγεμονία στη θάλασσα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.2: τη κατὰ γήν ηγεμονία καὶ τὴν τής θαλάττης αρχὴν προσεκτήσαντο· πρβλ. όμως Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1).
Το ταξίδι του Επαμεινώνδα επιβεβαιώνεται τόσο από άλλες φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες και χρονολογείται συνήθως το 364 ή, σπανιότερα, το 363/362 π.Χ. από τους σύγχρονους μελετητές μελετητές (Ισοκράτης, Πρὸς Φίλιππον [5] 53· Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1· Marcus Julianus Justinus, Epitome Historiarum Philippicarum Trogi Pompeii 16.4.3-4· βλ. επίσης IG VII 2408 [Θήβα, 364/363 π.Χ.]: ψήφισμα προξενίας του Βοιωτικού κοινού για πολίτη του Βυζαντίου· ed. pr. Blümel 1994: 157-158 πίν. 17: ψήφισμα προξενίας των Κνιδίων για τον Επαμεινώνδα. Για τη χρονολόγησή του ταξιδιού το 364 π.Χ. και τους λόγους αυτής, βλ. κυρίως Buckler 1980: 164, 169 κ.εξ. [τέλη καλοκαιριού]· το 363/362 π.Χ. και τους λόγους αυτής, Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181. Για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, βλ. Ruzicka 1998· Russell 2016). Το ζήτημα του ναυτικού προγράμματος των Θηβαίων, όμως, έχει οδηγήσει σε αντιγνωμία μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, καθώς από την αφήγηση του Διοδώρου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν αυτό υλοποιήθηκε ή όχι. Σημαντικός αριθμός μελετητών υποστηρίζει ότι αυτό υλοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό (Carrata Thomes 1952· Buckler 1980: ιδίως 160-175 και 308 σημ. 19· Hatzopoulos 1985: 253 και σημ. 70· Roesch 1984· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής θεωρείται η αναφορά του Διοδώρου στην αντίδραση του Λάχητος απέναντι στον Επαμεινώνδα η οποία ευνοεί την υπόθεση ότι ο Επαμεινώνδας έπλεε με μεγαλύτερο στόλο από τον αξιόλογου μεγέθους στόλο του Λάχητος. Επιπροσθέτως, έγινε προσπάθεια σύνδεσης ορισμένων προξενικών ψηφισμάτων του Βοιωτικού κοινού επί Θηβαϊκής ηγεμονίας με το ναυτικό πρόγραμμα (IG VII 2407 [Rhodes, Osborne, GHI αρ. 43· βλ. και Glotz 1933· Carrata Thomes 1952: 25 κ.εξ.· Roesch 1984: ιδίως 56 pace Cawkwell 1972: 272 σημ. 1· Stylianou 1998: 495]· SEG 34: 355 [κυρίως Roesch 1984: ιδίως 52-53, 57-60 pace Stylianou 1998: 495]· SEG 55: 564bis [Knoepfler 2005: 73-87· Mackil 2008· Fossey 2014: 17-19· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 258]). Η πλειονότητα των μελετητών αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις των Θηβαίων πριν από το 364 π.Χ. και γνωρίζοντας ότι για την υλοποίηση, μέρους έστω, του προγράμματος αυτού, απαιτούνταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα –υπενθυμίζεται ότι ο Διόδωρος τοποθετεί την ψήφιση του προγράμματος και το ταξίδι του Επαμεινώνδα στο ίδιο έτος–, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό εγκαινιάστηκε το 367/366 ή το 366/365 π.Χ. –ορισμένοι τοποθετούν την αφετηρία του ακόμη νωρίτερα–, πιθανώς με περσική χρηματοδότηση και με την εισαγωγή σημαντικού μέρους της ναυπηγήσιμης ξυλείας από τη Μακεδονία, τον κατεξοχήν τόπο παραγωγής υψηλής ποιότητας ναυπηγήσιμης ξυλείας (Carrata Thomes 1952: 22-24· Hammond – Griffith 1979: 185-188· Buckler 1980: 155, 160-161, 163· Roesch 1984: 52-53, 54, 58, 57-60· Hatzopoulos 1985· Borza 1987: 46 και σημ. 59· Mackil 2008: 181-185· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Ορισμένοι, πάλι, τοποθετούν τη ναυπήγηση του στόλου το 364 π.Χ. και το ταξίδι του Επαμεινώνδα το 363/362 π.Χ. (Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181). Υπάρχει, όμως, και σημαντική μερίδα ιστορικών οι οποίοι εκφράζουν την άποψη ότι ο στόλος αυτός δε ναυπηγήθηκε ποτέ. Αυτοί υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Διόδωρο, ότι τόσο η ψήφιση του ναυτικού προγράμματος όσο και το ταξίδι του Επαμεινώνδα έλαβαν χώρα το 364 π.Χ., και ότι τη δύναμη με την οποία έπλευσε ο Επαμεινώνδας δε συνιστούσε ο πρόσφατα εγκριθείς προς ναυπήγηση στόλος, αλλά προϋπάρχων μικρότερος στόλος (Cawkwell 1972: 270-275· Ruzicka 1998: 61 και σημ. 8· Stylianou 1998: 494-496: Διόδωρος Σικ. 79.1· Russell 2016: 67 και 186 σημ. 2· van Wijk 2020)· πρβλ. Schachter 2014). Προκειμένου, μάλιστα, να εξηγηθεί η αντίδραση του Λάχητος, έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτός αποχώρησε για πολιτικούς και όχι για στρατιωτικούς λόγους και ότι η αντίδραση αυτή δεν υπονοεί κάτι για το μέγεθος του στόλου του Επαμεινώνδα (Cawkwell 1972: 271· βλ. και Ruzicka 1998: 61 σημ. 8).
Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δε μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη. Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τόσο η αδυναμία των Θηβαίων να “αφοπλίσουν” μέσω της διπλωματίας το αθηναϊκό ναυτικό, επιτυγχάνοντας την επικύρωση της Κοινής Ειρήνης ως προστάται αυτής, όσο και οι αθηναϊκές πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον Τιμόθεο στο Αιγαίο από το 366 π.Χ. –σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών ιδρύθηκε αθηναϊκή κληρουχία στη Σάμο, το 365 π.Χ., η οποία έφερε στο νου πικρές μνήμες της Αθηναϊκής ηγεμονίας του 5ου αι. π.Χ.–, επέδρασαν πιθανώς καταλυτικά στην απόφαση των Θηβαίων να ναυπηγήσουν αξιόμαχο στόλο (βλ. σχετικά και Cawkwell 1972: 271 κ.εξ.· Buckler 1980: 160-161· πρβλ. ibid. 154-156· Russell 2016: 67). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται η απόκτηση ισχυρού βοιωτικού στόλου ως αντίβαρο του αθηναϊκού να προϋπήρχε ως σκέψη και οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μάχη των Λεύκτρων (πρβλ. Διόδωρος Σικ. 15.78.4: διελθὼν [ενν. ο Επαμεινώνδας] λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον). Σε κάθε περίπτωση, το ναυτικό πρόγραμμα δεν πρέπει να υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς δεν άφησε το αποτύπωμά του στα χρόνια που ακολούθησαν (βλ., πιο συγκεκριμένα, Cawkwell 1972: 271).
Όλα όσα προαναφέρθηκαν, μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ρήτρας hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4) σε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μόνο αν η συμμαχία αυτή τοποθετούνταν χρονικά στην εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας.
γ) Το ζήτημα της χρήσης του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και της αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς
Δύο είναι τα σημεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν ως προς τη χρονολόγηση επί Θηβαϊκής ηγεμονίας και στα οποία στηρίχθηκαν, ως ένα βαθμό, οι εκδότες της επιγραφής και θεώρησαν πιθανότερη τη σύναψη της συνθήκης αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ.: η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφάβητου και η αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς.
Ο χρόνος εγκατάλειψης του επιχώριου και υιοθέτησης του ιωνικού αλφάβητου στη Βοιωτία, και ιδίως στη Θήβα, αποτελεί ζήτημα το οποίο προβληματίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες τους μελετητές της περιοχής και η αλλαγή αυτή έχει συνδεθεί κατά καιρούς με συγκεκριμένα γεγονότα και έχει αναχθεί σε περιόδους κατά τις οποίες οι σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν αρμονικές: 1) στη δεκαετία του 390 π.Χ., στο πλαίσιο του Κορινθιακού πολέμου (Taillardat, Roesch 1966)· 2) στο έτος 379/378 π.Χ., τουλάχιστον στη Θήβα, ύστερα από την εκδίωξη των Σπαρτιατών από την Καδμεία (Knoepfler 1992: 423-424 αρ. 24· πρβλ. id. BE 2009: 244)· 3) περί τα έτη 379-376 π.Χ., αρχικά από τους Θηβαίους με τη στήριξη του δημοκρατικού καθεστώτος, τα οποία διαδέχθηκε μία περίοδος πειραματισμών σε όλη τη Βοιωτία (Vottéro 1996 [αν και υποστήριξε ότι για να είναι κανείς σίγουρος θα πρέπει να εντάξει την αλλαγή στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.]. Η άποψή του υιοθετήθηκε από τον N. Luraghi [2010: 83 σημ. 32, 87 σημ. 43]). Η πρόταση από τους εκδότες της για χρονολόγηση της συνθήκης που εξετάζουμε το 377/376 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα το έτος αυτό να εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα μελετητών ως terminus post quem για την υιοθέτηση της ιωνικής γραφής (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170· Papazarkadas 2016β: 135). Οι θέσεις αυτές λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για τη χρονολόγηση της υπό εξέταση συμμαχίας την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Θα πρέπει, όμως, να αναφερθεί, αφενός μεν ότι ο αριθμός των σωζόμενων σε λίθο βοιωτικών επιγραφών του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. δεν επαρκεί ώστε να αποκτήσουμε μία σαφή εικόνα για το χρόνο υιοθέτησης του ιωνικού αλφαβήτου, αφετέρου δε ότι σε νομίσματα τα οποία αποτελούν επίσημα τεκμήρια, και συγκεκριμένα στους “επώνυμους” θηβαϊκούς ή βοιωτικούς στατήρες, το επιχώριο αλφάβητο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σποραδικά έως τα μέσα της δεκαετίας του 360 π.Χ. (για τους “επώνυμους” στατήρες, βλ. Hepworth 1998· Schachter 2016). Οι νομισματικές αυτές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιχείρημα για τη στήριξη μιας άλλης άποψης που έχει διατυπωθεί από σύγχρονους μελετητές, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου αποτέλεσε σταδιακή και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία βασίστηκε, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαθεσιμότητα των χαρακτών που ήταν εξοικειωμένοι με το νέο αλφάβητο, και η οποία δεν ξεκίνησε απαραίτητα από τη Θήβα αλλά από άλλες βοιωτικές πόλεις, όπως οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν περισσότερες επαφές με την Αθήνα (βλ. σχετικά Hepworth 1989: 37-38· Schachter 2016: 44 και σημ. 13, 14, 25· επίσης Iversen 2010: 262-264 [κριτική από D. Knoepfler, BE 2012: αρ. 196], όπου, όμως, δεν γίνεται αναφορά στα νομίσματα· πρβλ. Matthaiou 2009, για τη σταδιακή υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα). Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η χρήση του επιχώριου αλφαβήτου δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τη χρονολόγηση της συμμαχίας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Άλλωστε, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκδότες της επιγραφής, «historical contextualization should take precedence over any arguments based exclusively on letter forms, important as these may be» (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 244).
Η χρήση του εθνικού Θηβαίοι αντί για το εθνικό Βοιωτοί ευνοεί τη χρονολόγηση της συνθήκης συμμαχίας αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ. καθώς παραπέμπει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σε μία περίοδο κατά την οποία το Βοιωτικό κοινό είχε διαλυθεί, κάτι που δεν ίσχυε ούτε την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, και κυρίως, ούτε της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι οι Θηβαίοι αποκλείστηκαν από την Κοινή Ειρήνη του 371 π.Χ., η οποία συνήφθη λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, επειδή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι πρέσβεις αυτών εκέλευον μεταγράφειν αντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ομωμοκότας (Ξενοφών, Ελληνικά 6.3.19). Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι επί Θηβαϊκής ηγεμονίας οι προξενίαι χορηγούνταν από το Βοιωτικό κοινό και όχι από τους Θηβαίους (για τα βοιωτικά [θηβαϊκά] ψηφίσματα προξενίας, βλ. Knoepfler 1978 (4ος αι. π.Χ.)· Fossey 2014: Part 1). Δεν θα πρέπει, όμως, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έκβαση της μάχης των Λεύκτρων εγκαινίασε ουσιαστικά την εποχή της Θηβαϊκής και όχι της Βοιωτικής ηγεμονίας. Συνθήκες συμμαχίας της εποχής εκείνης, χαραγμένες σε λίθο, δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Σε φιλολογικά κείμενα, όμως, μαρτυρείται η σύναψη συνθηκών από τους Θηβαίους και όχι από τους Βοιωτούς (βλ. αναλυτικότερα Aravantinos – Papazarkadas 2012: 249). Αν και, πιθανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι συγγραφείς γνώριζαν ότι η εξωτερική πολιτική ρυθμιζόταν από τους Θηβαίους και όχι από το σκιώδες Βοιωτικό κοινό, δε μπορεί να αποκλείσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένα από τα κείμενα αυτά αντανακλούν τη φρασεολογία των επίσημων εγγράφων. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο χωρίο του Ξενοφώντος (Ελληνικά 7.1.42), ο οποίος υπήρξε σύγχρονος της εποχής εκείνης, για τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Θηβαίων και Αχαιών, το 366 π.Χ.: Επαμεινώνδας… πιστὰ λαβὼν παρὰ τών Αχαιών ή μὴν συμμάχους έσεσθαι καὶ ακολουθήσειν όποι άν Θηβαίοι ηγώνται, ούτως απήλθεν οίκαδε.
Παρά τους σκοπέλους αυτούς, εμμένουμε στην άποψη ότι το σωζόμενο ενεπίγραφο τμήμα πρέπει να ανήκε σε συνθήκη συμμαχίας η οποία συνήφθη την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Οι Ιστιαιείς, όπως και οι υπόλοιποι Ευβοείς, συμμάχησαν με τους Θηβαίους πριν από την πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 370 π.Χ. Αν υποθέσει κανείς ότι το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης αυτής, τότε η ανάληψη της ηγεμονίας από τους Θηβαίους όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο από το γεγονός ότι τόσο οι ισχυροί μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα Θηβαίοι όσο και οι Ιστιαιείς δε βρίσκονταν πλέον υπό την ηγεσία του αθηναϊκού πολεμικού ναυτικού. Η ύπαρξη, ωστόσο, και πολιτικής χροιάς στη διάταξη αυτή, η οποία θα την συνέδεε με τις βλέψεις των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και, κατ’ επέκταση, με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα, ενισχύεται, κατά την άποψή μας, κυρίως από το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από ένα χωρίο του Ισοκράτους (Πρὸς Φίλιππον [5] 53), όπου γίνεται αναφορά στα πεπραγμένα των Θηβαίων μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, και το οποίο φέρει αυτομάτως στο νου τη διάταξη αυτή: … Εύβοιαν δ᾽ επόρθουν, εις Βυζάντιον δέ τριήρεις εξέπεμπον, ὡς καὶ γής καὶ θαλάττης άρξοντες (ο Russell 2016: 187 και σημ. 17 είναι ο μόνος που υπέθεσε, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση, ότι η αποσπασματικά σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων θα μπορούσε να συνδέεται με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα). Αν μπορούσε να αποδειχθεί η πολιτική διάσταση της ρήτρας, τότε θα οδηγούμαστε στις εξής υποθέσεις: 1) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης συμμαχίας που συνήφθη μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων περί το 370 π.Χ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεικνυόταν ότι οι Θηβαίοι είχαν από τότε βλέψεις, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, για θαλάσσια κυριαρχία· 2) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα μιας συνθήκης μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων η οποία υπογράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και συνδεόταν με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα. Ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προβληματίζει ιδιαίτερα λόγω της προϋπάρχουσας συνθήκης· 3) η ρήτρα συνδέεται με το εγχείρημα των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στη συμμαχία του 370 π.Χ. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ρήτρα ουσίας η οποία θα ταίριαζε καλύτερα να τοποθετηθεί πιο ψηλά στο κείμενο.
(βασισμένη στο Aravantinos – Papazarkadas 2012: 240)
(δεν θα επιτρέπεται;) στους Ιστιαιείς να εγκαταλείπουν (;) τον πόλεμο χωρίς τους Θηβαίους. Η ηγεμονία του πολέμου θα ανήκει στους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα.
1 | Ξενοκράτης, |
Θεόπομπος, | |
Μνασίλαος. | |
vacat | |
4 | ανίκα τὸ Σπάρτας εκράτει δόρυ, τηνάκις είλεν |
5 | Ξεινοκράτης κλάρωι Ζηνὶ τροπαία φέρειν |
ου τὸν απ’ Ευρώτα δείσας στόλον ουδέ Λάκαιναν | |
ασπίδα. “Θηβαίοι κρείσσονες εν πολέμωι” | |
καρύσσει Λεύκτροις νικαφόρα δουρὶ τροπαία, | |
ουδ’ Επαμεινώνδα δεύτεροι εδράμομεν. |
Ξενοκράτης, Θεόπομπος, Μνασίλαος. Όταν το δόρυ της Σπάρτης ήταν κυρίαρχο, τότε έλαχε (στ. 5) στον Ξενοκράτη να φέρει τρόπαιο στον Δία, χωρίς να φοβηθεί τη στρατιά από τον Ευρώτα ή την ασπίδα των Λακεδαιμονίων. “Οι Θηβαίοι είναι καλύτεροι στον πόλεμο” διατυμπανίζει το τρόπαιο που κερδήθηκε από τη νίκη του δόρατος στα Λεύκτρα· ούτε από τον Επαμεινώνδα είμαστε δεύτεροι.
[θ]εο[ί]. | |
επὶ Νικοκλέους άρχοντος επὶ τής Αιαντίδος δωδ- | |
εκάτης πρυτανείας, εί Νίκων Θεοδώρου Πλωθεὺς [ε]- | |
γραμμάτευεν· Σκιροφοριώνος δεκάτει υστέραι, μ- | |
5 | [ι]αι καὶ εικοστεί τής πρυτανείας· εκκλησία· τών π- |
ροέδρων επεψήφιζεν Επικράτης Διοκλέους Αχαρ- | |
νεὺς καὶ συνπρόεδροι· έδοξεν τεί βουλεί καὶ τώ[ι] | |
δήμωι· Ευφίλητος Αριστείδου Κηφισιεὺς είπεν. [ε]- | |
[π]ειδὴ Νίκανδρος Αντιφάνους Ιλιεὺς καὶ Πολύζ[η]- | |
10 | [λ]ος Απολλοφάνους Εφέσιος διατετελέκασιν εν [π]- |
αντὶ τώι καιρώι εύνους όντες τώι δήμωι τώι Αθην- | |
αίων καὶ κατοικούντες Αθήνησιν εις πολλὰ τών [σ]- | |
[υ]μφερόντων τώι δήμωι χρήσιμοι γεγόνασιν είς τ- | |
[ε] τὴν οικοδομίαν τών νεωσοίκων καὶ τής σκευοθή- | |
15 | [κ]ης εισφέροντες τὰς εισφορὰς καθ’ έκαστον τὸν ε- |
[ν]ιαυτὸν τὰς εις τὰ δέκα τάλαντα καλώς καὶ προθύ- | |
[μ]ως απὸ Θεμιστοκλέους άρχοντος μέχρι Κηφισοδ- | |
[ώρ]ου, καὶ επὶ τού Ελληνικού πολέμου εις τὰς ναύς | |
[τὰς] μετ’ Ευε[τί]ωνος εκπλευσάσας είς τε τὴν πρώτη- | |
20 | [ν εξέτ]ασιν καλώς καὶ φιλοτίμως συνεπεμελήθησ- |
[αν, όπως] άν εκπλεύσωσιν καὶ πάλιν [α]πὸ τής ναυμαχ- | |
[ίας κατα]πλευσασών τών νεών τής ․ ․ ․ Λ ․ ․ τής εξα ․ | |
․ ․ ․ 8 ․ ․ ․ ․ παρανγείλασιν ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 18 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ | |
․ ․ αν τούς τε β[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 25 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ εστ]- | |
25 | [ε]φάνωσαν μετὰ τών άλ[λων? ․ ]μ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 17 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ |
[ ․ ?λα]βόντες τοὺ[ς] Ευετ[ίωνο]ς Ι[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 16 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ εστ]- | |
[εφ]άνωσαν δέ κοινή̣[ι] με[τὰ τ]ών ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 16 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ | |
χρυσώι στεφάνωι απὸ [ΔΔΔ δ]ρα[χμών· καὶ ότε Αθηναί]- | |
[οι έ]θεντο τὰς επιδόσει[ς ε]ις [τὴν παρασκευὴν τού] | |
30 | [π]ολέμου καὶ τὴν σωτηρία[ν] τής π[όλεως επέδωκαν α]- |
[μ]φότεροι ∶Χ δραχμάς· καὶ επὶ [Κοροίβου άρχοντος] | |
παρακαλέσαντος αυτοὺς Hγη[σίου τού στρατηγού] | |
[κ]αὶ αξιώσαντος μετὰ τών άλλ[ω]ν [σ]υνδ[ι]ακι[νδυνεύ]- | |
[σα]ι καὶ συνεποικοδομήσαι τοὺς πύργους [τού νοτ]- | |
35 | [ί]ου τείχους τοὺς αποδειχθέντας αυτοί[ς καλώς κ]- |
[αὶ] φιλοτίμως τὸ μέρος τὸ επιβ̣άλλον αυτοίς [επ?]ωι- | |
[κ]οδόμησαν· συνεστράτευνται δέ καὶ τὰς στρα[τε]ί- | |
[ας] πάσας τάς τε ναυτικὰς καὶ τὰς πεζὰς τὰ όπλ[α με]- | |
[τὰ] τού δήμου τιθέμενοι καλώς καὶ φιλοτίμω[ς] εκ τ- | |
40 | [ώ]ν ιδίων καὶ όσα πώποτε αυτοίς υπὸ τού δήμου [προ]- |
[σ]ετάχθη άπαντα καλώς καὶ φιλοτίμως πεποιή[κασ]- | |
[ιν]· όπως άν ούν άπασιν ήι φανερὸν ότι η βουλὴ καὶ ο | |
[δ]ήμος ο Αθηναίων επίσταται χάριτας αποδιδόνα- | |
[ι κ]αταξίας τοίς φιλοτιμουμένοις ει[ς] εα[υτ]ὸ[ν, αγ]- | |
45 | [αθ]ήι τύχηι, δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς προέδρους |
[οἳ] άν λάχωσιν προεδρεύειν εν τώ[ι] δ[ήμωι] εις τὴ[ν π]- | |
[ρώ]τ[η]ν εκκλησία[ν] χρηματίσαι περὶ αυ[τ]ώ[ν κ]αθὰ [αυ]- | |
[τοὶ β]ο[ύλ]ονται, γνώμην δέ συμβάλλεσθαι [τής βουλ]- | |
[ής ε]ι[ς] τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επα[ινέσαι] | |
50 | [Νίκα]νδρον Αντιφάνους Ιλιέα καὶ Πολύ[ζηλ]ον [Απο]- |
[λλοφ]άνους Εφέσιον καὶ στεφανώσαι θαλλού [στεφ]- | |
άν[ω]ι εκάτερον αυτών· είναι δέ αυτοίς κα[ὶ ι]σ[οτέλ]- | |
[ειαν] παρὰ τού δήμου καὶ αυτοίς καὶ τοίς εγγ[όνοι]- | |
[ς αυτ]ώ[ν] καὶ γής καὶ οικίας ένκτησιν καὶ τὰ[ς εισφ]- | |
55 | [ορὰς] αυτοὺς εισφέρειν μετ’ Αθηναίων καὶ [τὰς στρ]- |
[ατε]ίας στρατεύεσθαι όταν καὶ Αθηναίοι [στρατε]- | |
[ύων]τα[ι]· επιμελείσθαι δέ αυτ[ών] καὶ [τὴν β]ουλ[ὴν τὴ]- | |
[ν] αεὶ βουλεύουσαν καὶ τοὺς στρατηγούς, όπως άν | |
[μ]ηδ’ υφ’ ενὸς αδικώνται· καὶ είναι αυτοίς πρόσοδο- | |
60 | [ν] πρὸς τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον όταν δέωνται. ανα- |
[γ]ράψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν κατ- | |
[ὰ] πρυτανείαν εν στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν ακρ- | |
[οπόλει, ει]ς [δέ] τὴν αναγραφὴν τής στήλης δούναι | |
[τὸν τα]μίαν τού δήμου [∶Δ]ΔΔΔ[∶] δραχμὰς εκ τών εις τὰ | |
65 | [κατὰ ψηφίσμα]τα αναλισκομένων τώι δήμωι. |
fragmenta duarum coronarum oleaginearum |
Με το ψήφισμα αποδίδονται τιμές σε δύο μετοίκους (ξένους που κατοικούσαν μόνιμα στην Αθήνα), τον Νίκανδρο και τον Πολύζηλο, για τις εξαίρετες πράξεις τους υπέρ του αθηναϊκού δήμου σε περιόδους δύσκολες για την Αθήνα. Όπως προκύπτει από την επιγραφή, η προσφορά τους ήταν διαρκής σε διάστημα σχεδόν μισού αιώνα, από το 347/346 π.Χ. μέχρι το 302/301 π.Χ. οπότε εγκρίθηκε το ψήφισμα.
Οι δύο μέτοικοι συνέβαλλαν με τις εισφορές τους σε διάστημα είκοσι τεσσάρων χρόνων για την οικοδόμηση των νεωσοίκων των πολεμικών πλοίων, αλλά και της σκευοθήκης, κτηρίου όπου τοποθετούνταν τα κρεμαστά εξαρτήματα των πλοίων, κατά την ανέλκυσή τους στη στεριά, τους χειμερινούς συνήθως μήνες (στ. 12-17). Το κτήριο αυτό, γνωστό ως «σκευοθήκη του Φίλωνος» από τον αρχιτέκτονα που συνέταξε την οικονομοτεχνική μελέτη του έργου (συγγραφή υποχρεώσεων ΕΜ 12538 = IG II2 1668), ήταν ένα μεγάλο επίμηκες κτήριο στον πολεμικό λιμένα του Κανθάρου (σημερινό κυρίως λιμάνι του Πειραιά), τμήμα των θεμελίων του οποίου αποκαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (πρβλ. Steinhauer 1996).
Το ψήφισμα παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τη συμμετοχή των μετοίκων στο θεσμό των εισφορών. Αυτές ήταν τα έκτακτα ποσά, τα οποία οι πολίτες κατέβαλλαν υποχρεωτικά για στρατιωτικές κυρίως δαπάνες, ανάλογα με την περιουσία τους. Για το λόγο αυτό είχαν συγκροτηθεί οι λεγόμενες συμμορίαι, ομάδες πολιτών με περίπου ισοδύναμα στο σύνολο περιουσιακά στοιχεία, έτσι ώστε να καταβάλλουν τα ίδια ποσά. Οι μέτοικοι κατατάσσονταν σε ιδιαίτερες συμμορίες και κατέβαλλαν τα ποσά που τους αναλογούσαν, τα οποία δεν ήταν ίδια με εκείνα των Αθηναίων πολιτών.
Οι δύο μέτοικοι συμμετείχαν επίσης ενεργά και στον γνωστό από τις αρχαίες πηγές ως «ελληνικό πόλεμο» (στ. 17), στις συγκρούσεις δηλαδή που ξέσπασαν στον ελλαδικό χώρο μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο πόλεμος έχει επικρατήσει να ονομάζεται «Λαμιακός Πόλεμος» (323-322 π.Χ.), επειδή η περιοχή της Λαμίας ήταν το βασικό θέατρο των επιχειρήσεων κατά την πρώτη φάση του (πρβλ. σελ. 112). Στην επιγραφή αναφέρεται ιδιαίτερα η εμπλοκή των τιμωμένων στο ναυτικό σκέλος των επιχειρήσεων που έληξε με την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου από τον μακεδονικό, υπό τον Κλείτο, στην Αμοργό το 322 π.Χ. Επικεφαλής του στόλου των Αθηναίων σε αυτές τις επιχειρήσεις ήταν ο αναφερόμενος Ευετίων (στ. 18, 25).
Η προσφορά όμως των δύο μετοίκων δεν σταμάτησε, αφού είκοσι περίπου χρόνια αργότερα προσέφεραν, εθελοντικά αυτή τη φορά, για τον πόλεμο ενάντια στον Κάσσανδρο μετά την πτώση του καθεστώτος του Δημητρίου του Φαληρέως. Η εθελοντική αυτή προσφορά, η επίδοσις (στ. 28), ήταν η έκτακτη καταβολή χρημάτων την οποία ζητούσε η πόλη προσδιορίζοντας το ανώτερο και το κατώτερο ποσό που μπορούσαν να καταβάλουν οι φιλοτιμούμενοι πλούσιοι πολίτες. Στην περίπτωσή μας ο Νίκανδρος και ο Πολύζηλος κατέθεσαν το ποσό των χιλίων δραχμών ο καθένας (στ. 29-30), αποδεικνύοντας έμπρακτα την αφοσίωσή τους στην αθηναϊκή δημοκρατία, ανέλαβαν τη δαπάνη για την επισκευή πύργων του νοτίου μακρού τείχους και συντάχθηκαν με τον αθηναϊκό δήμο σε όλες τις στρατιωτικές και ναυτικές επιχειρήσεις (στ. 30-41).
Η Αθήνα τίμησε τον Νίκανδρο και τον Πολύζηλο για τις πράξεις τους με δημόσια στεφάνωση, αναγραφή του ψηφίσματος σε στήλη και ίδρυση της στήλης στην Ακρόπολη και τους παραχώρησε τα προνόμια: α) της ισοτέλειας με τους Αθηναίους πολίτες, β) του δικαιώματος της απόκτησης γης και κατοικίας, γ) της πλήρους εξίσωσής τους στις εισφορές και τις στρατιωτικές υποχρεώσεις με τους Αθηναίους, δ) της παροχής από τη βουλή και τους στρατηγούς νομικής προστασίας και ε) του δικαιώματος παρουσίας αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου.
Εντύπωση πάντως προκαλεί , ότι παρά την εκτενή δράση των δύο μετοίκων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην επιγραφή, η οποία σώζεται ελλιπώς στο συγκεκριμένο τμήμα, δεν τους δόθηκε πολιτεία, παρότι αναβιβάσθηκαν στην τάξη των ισοτελών. Πιθανόν όμως οι τιμές που τους αποδόθηκαν να ήταν αυτές που οι ίδιοι θέλανε περισσότερο (κυρίως βέβαια την ισοτέλεια).
Θεοί. Επί άρχοντος Νικοκλέους, όταν η Αιαντίς φυλή πρυτάνευε δωδεκάτη στη σειρά, και ήταν γραμματεύς ο Νίκων, γιος του Θεοδώρου από το δήμο της Πλώθειας˙ την εικοστή πρώτη ημέρα του Σκιροφοριώνος μηνός και εικοστή πρώτη ημέρα της πρυτανείας˙ συνεδρία της εκκλησίας του δήμου˙ από τους προέδρους έθετε το θέμα σε ψηφοφορία ο Επικράτης, γιος του Διοκλέους από το δήμο των Αχαρνών και οι συμπρόεδροί του. Απόφαση της βουλής και του δήμου. Ο Ευφίλητος, γιος του Αριστείδου από το δήμο της Κηφισιάς εισηγήθηκε˙ επειδή ο Νίκανδρος, γιος του Αντιφάνους από το Ίλιο και ο Πολύζηλος, γιος του Απολλοφάνους από την Έφεσο πάντοτε ήταν ευνοϊκοί προς το δήμο των Αθηναίων και αφότου κατοίκησαν στην Αθήνα σε κάθε περίσταση ήταν χρήσιμοι σε πολλά από τα συμφέροντα του δήμου και εισέφεραν κατ’ έτος τις επιβαλλόμενες εισφορές για το κονδύλιο των δέκα ταλάντων για την οικοδόμηση των νεωσοίκων και της σκευοθήκης, κατ’ έτος, από το έτος του άρχοντα Θεμιστοκλή μέχρι το έτος του άρχοντα Κηφισοδώρου, και κατά τη διάρκεια του Ελληνικού πολέμου καλώς και με μεγάλη προθυμία φρόντισαν και αυτοί την πρώτη εξέταση των πλοίων που εξέπλευσαν με τον Ευετίωνα, ώστε να είναι δυνατόν να εκπλεύσουν και πάλι όταν επέστρεψαν τα πλοία από τη ναυμαχία… (στ. 27) με χρυσό στεφάνι αξίας τριάντα δραχμών˙ και όταν πολλοί συμμετείχαν στις επιδόσεις για την προετοιμασία του πολέμου και τη σωτηρία της πόλης, συνεισέφεραν και οι δύο από χίλιες δραχμές˙ και όταν ήταν άρχοντας ο Κόροιβος μετά από παράκληση προς αυτούς του στρατηγού Ηγησία, ο οποίος ζήτησε να συμμετέχουν στην αντιμετώπιση του κινδύνου μαζί με τους άλλους Αθηναίους πολίτες και να επιδιορθώσουν τους πύργους του νοτίου τείχους που τους υπέδειξαν και οικοδόμησαν το αναλογούν σε αυτούς μέρος με σωστό και φιλότιμο τρόπο. Συμμετείχαν και σε όλες τις επιχειρήσεις χερσαίες και ναυτικές, συμπαρατασσόμενοι με το δήμο με προθυμία και φιλοτιμία με δικά τους έξοδα και πάντοτε έπραξαν όλα όσα τους ζήτησε ο δήμος με καλό τρόπο και φιλοτιμία. Για να είναι λοιπόν φανερό σε όλους ότι η βουλή και ο δήμος των Αθηναίων γνωρίζουν και ανταποδίδουν αντάξια την ευγνωμοσύνη σε όσους είναι φιλότιμοι προς αυτόν (το δήμο), με τη βοήθεια της αγαθής τύχης, να αποφασίσει η βουλή, οι πρόεδροι όσοι τυχόν κληρωθούν να προεδρεύουν στην πρώτη συνεδρίαση της εκκλησίας, να θέσουν σε συζήτηση το θέμα όπως αυτοί θέλουν και να υποβάλουν την απόφαση της βουλής στο δήμο, ότι δηλαδή αποφάσισε η βουλή να επαινέσουν τον Νίκανδρο, γιο του Αντιφάνους από το Ίλιο και τον Πολύζηλο, γιο του Απολλοφάνους από την Έφεσο και να στεφανώσουν τον καθένα από τους δύο με στέφανο από κλάδους ελαίας˙ και να είναι αυτοί ισοτελείς, και αυτοί και οι απόγονοί τους, και να έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν γη και οικία και να εισφέρουν τις εισφορές μαζί με τους Αθηναίους πολίτες και να εκστρατεύουν όταν εκστρατεύουν αυτοί. Να τους έχει υπό την προστασία της η εκάστοτε βουλή και οι στρατηγοί ώστε να μην αδικούνται από κανέναν˙ και να μπορούν να παρουσιάζονται αυτοπροσώπως στη βουλή και την εκκλησία του δήμου, όταν το επιθυμούν. Να αναγράψει ο κατά πρυτανείαν γραμματεύς αυτό εδώ το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στην Ακρόπολη και για την αναγραφή της να δώσει ο ταμίας του δήμου σαράντα δραχμές από τα χρήματα που δαπανά ο δήμος για τα ψηφίσματα.
[έδοξεν τώι δήμωι· Ερε]χθηὶς ε[πρ]υτάνευεν, [․․] | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 16 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]εὺς εγραμμάτευεν, Σιμι[․]- | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ε]ὺς επεστάτε, Ευριππίδη[ς] | |
[είπεν· είναι πρόσοδ]ον Ευκλεί ανδραγαθίας [έ]- | |
5 | [νεκα καὶ προθυμίας], επειδὴ ανὴρ αγαθὸς εγέ[ν]- |
[ετο περὶ τὸν δήμον τ]ὸν Αθηναίων καὶ τὴγ κάθ[ο]- | |
[δον τού δήμο τού Αθην]αίων καὶ τὴν ελευθερί[α]- | |
[ν· κηρυκεύεν δ’ αυτὸν τ]ήι βολήι καὶ τώι δήμω[ι τ]- | |
[ώι Αθηναίων· τὴν δέ μι]σθοφορίαν είναι αυτώ[ι]- | |
10 | [— — — —]. vacat |
[έδοξεν τήι βολήι καὶ] τώι δήμωι· Λεωντὶς επρυ- | |
[τάνευεν, ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Οι]ναίος εγραμμάτευεν, Ευφ- | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ε]πεστάτει· Μελάνωπος είπ- | |
[εν· εψηφί]σθ[αι τήι βο]λήι επειδ[ὴ] ανὴρ αγαθὸς v | |
15 | [ήν Ευκλ]ής ο πα[τὴρ ο Φι]λοκλέους περὶ τ[ὸ]ν δήμο- |
[ν τὸν Αθηναίων κα̣[ὶ τ]ὴγ κάθοδον τού δήμο, εψηφ- | |
[ίσθαι] τήι βολήι τ[οὺ]ς προέδρους οἳ άν τυγχάν- | |
[ωσι προ]εδρεύοντ[ες] εις τὴν πρώτην εκκλησία- | |
[ν χρηματί]σαὶ περ[ὶ Φ]ιλοκλέους τού Ευκλέους, | |
20 | [καὶ επειδὴ ε]π̣ι̣[εικὴ]ς καὶ κόσμιος δοκεί είνα- |
[ι τήι βολήι καὶ τοίς] πρυτάνεσι τοίς αεὶ πρυτ- | |
[ανεύσασιν, γνώμην ξ]υμβάλλεσθαι τής βολής ε- | |
[ις τὸν δήμον, ότι δοκεί] τήι βολήι είναι τὴγ κη- | |
[ρυκείαν Φιλοκλεί καθάπ]ερ τώι πατρὶ αυτο͂ όν- | |
25 | [τι ανδρὶ αγαθώι περὶ τὸν δή]μον τὸν Αθηνα[ί]ω[ν]. |
vacat |
Πρόκειται για δύο τιμητικά ψηφίσματα αποσπασματικά σωζόμενα. Το πρώτο (στ. 1-10) αφορά κάποιον Ευκλή. Το δεύτερο (στ. 11-25) αναφέρεται στον Φιλοκλή, γιο του Ευκλή.
Βάσει της προτεινόμενης αποκατάστασης του κειμένου ο Ευκλής τιμήθηκε με πρόσβαση στα δύο σώματα και το αξίωμα του κήρυκα της βουλής και του δήμου για την ανδρεία και την προθυμία που επέδειξε κατά την επιστροφή των δημοκρατικών και την αποκατάσταση της ελευθερίας. Η αναφορά στην κάθοδο του δήμου παραπέμπει στα γεγονότα του 404-403 π.Χ. Ο Ευκλής πιθανώς ανήκε στους δημοκρατικούς που κατέβηκαν από τη Φυλή και τιμήθηκε γι’ αυτό.
Η παραχώρηση προσόδου (δηλ. πρόσβασης) δεν είναι το είδος του προνομίου που θα ανέμενε κάποιος να δοθεί σε Αθηναίο πολίτη, οπότε μάλλον ο Ευκλής ήταν ξένος. Την ίδια χρονική στιγμή έγινε και κήρυκας της βουλής και του δήμου. Από μαρτυρία του Ανδοκίδη (Περὶ Μυστηρίων 112, 115) προκύπτει ότι το 399/8 π.Χ. ασκούσε τα καθήκοντα του κήρυκα. Ωστόσο δεν είναι γνωστός άλλος ξένος, ο οποίος να κατείχε αυτό το αξίωμα. Ενδεχομένως λοιπόν τιμήθηκε με χορήγηση πολιτείας για τη συνεργασία του με τους από Φυλής (βλ. παραπάνω). Ο εγγονός του, Ευκλής Φιλοκλέους, ήταν κήρυκας το 305/4 π.Χ. και έφερε το δημοτικό Τρινεμεεύς, επομένως ήταν Αθηναίος πολίτης (βλ. Agora XV αρ. 58.34-35).
Το ψήφισμα τοποθετείται μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, πιθανότερα μεταξύ του 402 και του 399 π.Χ.
Η αποκατάσταση στον στίχο 1 του τύπου της κύρωσης «έδοξεν τήι βουλήι» εγείρει ερώτημα σχετικά με την πηγή προέλευσης της απόφασης. Φαίνεται ως να πρόκειται για ψήφισμα της βουλής. Ωστόσο η εκλογή των αξιωματούχων γινόταν στην εκκλησία βάσει προβουλεύματος και στο δεύτερο ψήφισμα καθίσταται σαφές ότι ακολουθήθηκε η προβουλευτική διαδικασία για το ίδιο αξίωμα. Επομένως είτε ο γραμματέας χρησιμοποίησε για την αναγραφή το κείμενο της βουλής και δεν άλλαξε τον τύπο είτε χρειάζεται να εξεταστεί κάποια άλλη δυνατή συμπλήρωση του στίχου (βλ. Rhodes 1972: 85 για το ενδεχόμενο συμπλήρωσης ως «Έδοξεν τώι δήμωι»).
Στο δεύτερο ψήφισμα, χρονολογούμενο μάλλον στο 364/3 π.Χ. ή στο 359/8 π.Χ. (βλ. Alessandri 1982: 56 κ.εξ.), γίνεται πάλι μνεία της δράσης του Ευκλή υπέρ του δήμου, ίσως ως εγγύηση αλλά και τεκμηρίωση της συμπεριφοράς του γιου του, στον οποίο επίσης δίνεται το αξίωμα του κήρυκα της βουλής και του δήμου. Το αξίωμα αυτό η οικογένεια του Ευκλή το κατείχε για εννέα γενιές, έως τα μέσα περίπου του 2ου αι. π.Χ.
Το δύο αυτά ψηφίσματα φαίνεται ότι αναγράφηκαν την ίδια χρονική περίοδο. Μάλιστα η απουσία της συνήθους εντολής του δήμου σχετικά με την ίδρυση της στήλης αποτελεί ένδειξη για το ότι ο Φιλοκλής ήταν ίσως αυτός, ο οποίος φρόντισε για τη δημοσιοποίηση των σημαντικών για τον ίδιο και την οικογένειά του ψηφισμάτων.
Αποφάσισε η βουλή· η Ερεχθηίς ήταν η πρυτανεύουσα φυλή – – – – – – ήταν γραμματέας, ο Σιμι – – – – – – ήταν επιστάτης των πρυτάνεων· ο Ευριπίδης εισηγήθηκε· να έχει ο Ευκλής το δικαίωμα να προσέρχεται στη βουλή και την εκκλησία του δήμου εξαιτίας της ανδρείας και της προθυμίας του, επειδή υπήρξε άνδρας αγαθός για το δήμο των Αθηναίων και για την επιστροφή των δημοκρατικών Αθηναίων και για την ελευθερία να είναι αυτός κήρυκας στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων. Σχετικά με τη μισθοδοτούμενη υπηρεσία του να ισχύει γι’ αυτόν – – – – Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος· η Λεωντίς ήταν η πρυτανεύουσα φυλή – – – ο Οιναίος ήταν γραμματέας, ο – – – – – ήταν επιστάτης των πρυτάνεων· ο Μελάνωπος εισηγήθηκε· να ψηφισθεί από τη βουλή, επειδή ο Ευκλής, ο πατέρας του Φιλοκλή, ήταν άνδρας αγαθός για το δήμο των Αθηναίων και για την επιστροφή των δημοκρατικών, να αποφασίσει η βουλή οι πρόεδροι που θα κληρωθούν να προεδρεύουν στην πρώτη συνεδρίαση να περιλάβουν στα θέματα της συνεδρίας τα σχετικά με τον Φιλοκλή το γιο του Ευκλή και επειδή η βουλή και οι εκάστοτε πρυτάνεις θεωρούν ότι είναι χρήσιμος και με καλή συμπεριφορά, να εισαγάγουν τη γνώμη της βουλής στο δήμο, ότι η βουλή αποφασίζει να είναι ο Φιλοκλής κήρυκας, όπως ακριβώς ο πατέρας του, επειδή είναι άνδρας αγαθός για το δήμο των Αθηναίων.
[θεοί]. | |
έδοξ[εν] τήι̣ βουλήι καὶ τώι δήμωι· | |
Θεμισ[τοκλ]ή̣ς̣ Ν̣εοκλέ̣ους Φρεάρριος είπεν· | |
τὴ[μ] μέ̣ν̣ πό[λιν παρ]ακ̣α̣τ[αθέ]σθαι τήι Αθηναι τήι Αθηνώ- | |
5 | μ [μεδεο]ύ[σηι] κ[αὶ τοίς άλλ]οις θε̣οίς ά̣πα̣σιν φυλάττει- |
ν κ̣α̣[ὶ] α̣μ̣[ύνειν τὸμ βά]ρ̣β̣α̣ρ̣[ο]ν υπέρ τής χώρας· Αθηναίου- | |
[ς δ’ άπ]α̣[ντας καὶ τοὺς ξένο]υ̣ς τοὺς οικούντας Αθήνησι | |
[τὰ τέκ]ν[α καὶ τὰς γυναίκ]α̣ς̣ ε̣[ις] Τροιζήνα καταθέσθαι | |
τ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 20 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] τού̣ α̣ρχηγέτου τής χώρας· τ- | |
10 | [οὺς δέ πρεσβύτας καὶ τὰ] κτήματα εις Σαλαμίνα καταθ- |
έ[σ]θ[αι· τοὺς δέ ταμίας καὶ τ]ὰς ιερέας εν τήι ακροπόλε- | |
[ι μένειν φυλάττοντας τὰ τώ]ν̣ θ̣εών· τοὺς δέ άλλους Αθη- | |
[ναίους άπαντας καὶ τοὺς ξέ]νο̣υς τοὺς ηβώντας εισβαί- | |
νειν ε̣[ις τὰς ετοιμασθ]ε̣[ί]σ̣[α]ς̣ διακοσίας ναύς καὶ αμύ- | |
15 | νεσ[θαι] τ[ὸμ βάρβαρον υπέρ τή]ς ελευθερίας τής τε εαυ- |
τώ̣ν [καὶ τών άλλων Ελλήνων] μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Κο- | |
ρ̣ι̣ν̣[θίων καὶ Αιγινητών] κ̣α̣ὶ τών άλλων τώμ βουλομένω- | |
[ν] κ̣οινω[νήσειν τού κινδύνο]υ· καταστήσαι δέ καὶ τριη̣- | |
[ρ]ά̣[ρχους διακοσίους ένα επὶ] τὴν ναύν εκάστην τοὺς [σ]- | |
20 | τρατη[γ]οὺ[ς αρχομένους τ]ήι αύριον ημέραι εκ τών κ[εκ]- |
τ̣η̣μ̣έ̣ν̣[ω]ν̣ γ̣[ήν] τ̣[ε κ]α̣ὶ̣ [οικί]αν Αθ[ή]νησι καὶ οίς άμ παίδ[ες] | |
ωσ̣ι γνή[σιοι μὴ πρεσβυτέρο]υς πεντήκοντα ετών κα̣[ὶ ε]- | |
πικλ[ηρώσαι αυτ]ο̣ί̣ς [τ]ὰς να̣ύς· vv καταλέξαι δέ καὶ επ̣[ι]- | |
βάτας [δ]έκα̣ [εφ’ εκάστη]ν ναύν εκ τών υπέρ είκοσιν έτη [γ]- | |
25 | εγονότω[ν μέχρι τριά]κο̣ντα ετών καὶ τοξότας τέτταρ- |
ας· δια[κληρώσαι δέ κ]α̣ὶ̣ [τ]ὰ̣ς̣ υ̣πηρεσίας επὶ τὰς ναύς ότ- | |
αμπερ κ[αὶ τοὺς τριηράρ]χους επικληρώσιν· αναγράψα- | |
ι δέ κα̣[ὶ τοὺς άλλους κατὰ] ναύ̣ν̣ τοὺς στρατηγοὺς εις λ- | |
ευκώ[ματα, τοὺς μέν Α]θ̣η̣ν̣α̣ί̣ο̣υ̣ς εκ τών ληξιαρχικών γρ- | |
30 | αμματεί̣[ων, τοὺς] δ̣έ̣ ξ[έν]ους εκ τών απογεγραμμένων πα̣- |
[ρ]ὰ̣ τ̣ώι [πολε]μ̣[άρχ]ω̣[ι]· ανα̣γράφειν δέ νέμοντας κατὰ τάξ- | |
ει[ς ε]ις διακοσία[ς] α̣[ν]ὰ̣ εκατὸν αριθμὸν καὶ επιγράψα- | |
ι τ̣ή̣ι̣ [τάξ]ει̣ ε̣κ̣ά̣στηι τής τρι̣ήρους τούνομα καὶ τού τρι- | |
η̣ράρχου καὶ τ̣ή̣ς̣ υ̣πηρε[σί]ας, όπως άν ειδώσιν εις οποί- | |
35 | αν τριήρη ε[μ]βήσεται η [τ]άξις ε[κ]άστη· επειδὰν δέ νεμη- |
θ̣ώσ̣ιν άπα[σ]αι αι τάξεις καὶ επικληρωθώσι ταίς τριή- | |
ρεσ̣ι, πλ̣η̣ρούν α̣[π]άσας̣ τὰς διακοσίας ναύς τὴμ βουλὴν | |
καὶ τ̣[ο]ὺ̣σ̣τρατηγ̣οὺ[ς θύ]σαντας αρεστήριον τώι Διὶ τώι | |
Παγκρατεί καὶ τήι Αθηναι {καὶ}(?) τήι Νίκηι καὶ τώι Ποσει- | |
40 | δώνι τώι Ασφα[λ]είωι· vv επειδὰν δέ πεπληρωμέναι ωσιν |
αι νήες̣, τα[ί]ς μέν εκατὸν αυτών βοηθείν επὶ τὸ Αρτεμίσ- | |
[ι]ο̣ν τ̣ὸ̣ Ευβοϊκόν, ταίς δέ εκατὸν αυτών περὶ τὴν Σαλαμ- | |
ίνα καὶ τὴν άλλην Αττικὴν ναυλοχείν καὶ φυλάττειν | |
τὴν χώρ̣α̣ν· όπως δ’ άν καὶ ομονοούντες άπαντες Αθηναίοι | |
45 | α̣μ̣ύ̣νωνται τὸμ βάρβαρον, τοὺς μέν μεθεστηκότας τὰ [δ]- |
[έκα] έτη απιέναι εις Σαλαμίνα καὶ μένειν αυτοὺς̣ ε̣[κε]- | |
[ί έως άν τι τώι δήμ]ω̣ι δόξηι περὶ αυτών· τοὺς δέ [ατίμου]- | |
[ς — — — — — — — — — —] reliquiae incertae — — — — — — — |
Στο συγκεκριμένο ψήφισμα εμφανίζεται ο Θεμιστοκλής να εισηγείται σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής το 481/0 π.Χ.: ανάθεση της προστασίας της Αθήνας στην Αθηνά και σε όλους τους θεούς (στ. 4-6), εκκένωση της πόλης με αποστολή των γυναικόπαιδων στην Τροιζήνα, των ηλικιωμένων και της κινητής περιουσίας στην Σαλαμίνα (στ. 6-11), φύλαξη της Ακρόπολης (στ. 11-12), επάνδρωση διακοσίων πλοίων (στ. 12-35) και ολοκλήρωση της διαδικασίας με τέλεση θυσιών (στ. 35-40), αποστολή εκατό πλοίων στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και εκατό σε περιπολίες γύρω από την Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική (στ. 40-44), επίτευξη ομόνοιας μεταξύ των Αθηναίων με ανάκληση των οστρακισμένων και προσωρινή εγκατάστασή τους στην Σαλαμίνα (στ. 44-47).
Την απόφαση των Αθηναίων να αντιμετωπίσουν πανδημεί –μαζί με όσους Έλληνες θελήσουν να κάνουν το ίδιο– την περσική επίθεση με πλοία υπακούοντας στον περίφημο δελφικό χρησμό περί ξύλινων τειχών (Ηρόδοτος 7.141) μαρτυρεί ο Ηρόδοτος (7.144.3). Η ηροδότεια διήγηση δεν βοηθά στην αποκατάσταση της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων και έτσι η τοποθέτηση της απόφασης αυτής σε σχέση με την εκστρατεία στα Τέμπη και τις συγκρούσεις στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο (Ηρόδοτος 7.172-177) παραμένει ασαφής. Την τελική εκκένωση της Αθήνας από τον πληθυσμό της τοποθετεί, ωστόσο, ο Ηρόδοτος (8.40-41) αργότερα, όταν τα νέα της ήττας στις Θερμοπύλες φτάνουν στην πόλη.
Παραπάνω από έναν αιώνα αργότερα (348 π.Χ.), καθώς η Αθήνα αποδυναμώνεται με την άνοδο της Μακεδονίας, ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Αισχίνης –συνεργάτης ακόμη του Ευβούλου και εναντιωνόμενος στα επεκτατικά σχέδια του Φιλίππου Β΄– εμφανίζεται να επιδιώκει πατριωτικό ενθουσιασμό στην εκκλησία του δήμου διαβάζοντας το ψήφισμα του Θεμιστοκλή μαζί με αυτό του Μιλτιάδη πριν από το Μαραθώνα και τον όρκο των Αθηναίων εφήβων (Δημοσθένης, Περὶ τής παραπρεσβείας 303, 311). Τη ρητορεία των Περσικών καλλιεργεί η εχθρική προς τους Μακεδόνες παράταξη υποβάλλοντας την ιδέα της ταύτισης των Μακεδόνων με τους βαρβάρους (πρβλ. Δημοσθένης, Ὀλυνθιακός Γ΄ 17, 24). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η παράθεση του όρκου των εφήβων μαζί με εκείνου των Ελλήνων στις Πλαταιές από τον Λυκούργο στο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους (77 και 81).
Μεταγενέστερες γραμματειακές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής εποχής, όπως ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 10.4), ο Αίλιος Αριστείδης (1.154, 3.247) και ο Λιβάνιος (Declamatio 9.38), μνημονεύουν το ψήφισμα του Θεμιστοκλή πιο συγκεκριμένα και αναφέρονται στο περιεχόμενό του με διατυπώσεις που βρίσκονται πολύ κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας. Σε μία στοά της αγοράς στην Τροιζήνα ο Παυσανίας (2.31.7) βλέπει αγάλματα των γυναικών και των παιδιών που οι Αθηναίοι εμπιστεύτηκαν στους Τροιζήνιους.
Το ότι η επιγραφή χαράχτηκε –αν κρίνουμε με βάση τα γράμματα– περίπου δύο αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.), βρέθηκε στην Τροιζήνα, δηλαδή στην πόλη όπου το ψήφισμα ορίζει να σταλούν τα γυναικόπαιδα, και χαράχτηκε μάλλον επί τόπου (η προέλευση του μαρμάρου παραμένει ασαφής) έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις σχετικά με τη γνησιότητα του αθηναϊκού ψηφίσματος και τη σχέση του με όσα αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι απόψεις διΐστανται ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν το κείμενο (ή τουλάχιστον ένα μέρος του) πρωτότυπο ψήφισμα του 481/0 π.Χ. και εκείνους που πιστεύουν ότι πρόκειται (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει) για μεταγενέστερο κατασκεύασμα του 4ου ή του 3ου αι. π.Χ. Είναι γεγονός ότι το ψήφισμα παρουσιάζει αναχρονισμούς που δεν επιτρέπουν την ενιαία αναγωγή του στον 5ο αι. π.Χ. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι: 1) η μεγάλη έκταση και οι πολλαπλές επακριβείς ρυθμίσεις –στοιχεία ασυνήθιστα στα πρώιμα αθηναϊκά ψηφίσματα, 2) η χρήση πατρώνυμου και δημοτικού δίπλα στο όνομα του Θεμιστοκλή (πρόκειται για ονομαστική πρακτική που μας είναι γνωστή στις αθηναϊκές επιγραφές πολύ αργότερα), 3) οι θεότητες που απαριθμούνται στους στ. 38-40, και 4) η γλώσσα και κυρίως η έλλειψη χασμωδιών. Ερωτηματικά εγείρει, επιπλέον, η διαπίστωση ότι οι μεταγενέστερες γραμματειακές πηγές βρίσκονται κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας δημιουργώντας την εντύπωση ότι το έχουν υπόψη τους, ενώ προγενέστερες μαρτυρίες –κυρίως ο Ηρόδοτος– αποδίδουν τα γεγονότα με τρόπο που δυσκολεύει τη σύνδεσή τους με το συγκεκριμένο ψήφισμα.
Με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε ως τώρα η εξεύρεση μιας γενικά αποδεκτής εξήγησης μοιάζει απίθανη. Βέβαιο παραμένει, πάντως, ότι ένα λαμπρό γεγονός του αθηναϊκού παρελθόντος και συγκεκριμένα της αντίστασης ενάντια στους Πέρσες ανακαλείται στη μνήμη μέσα στα επόμενα διακόσια έτη καταρχήν από την Αθήνα (βλ. παραπάνω Αισχίνης, 348 π.Χ.) και στη συνέχεια από την Τροιζήνα. Προϊόν αυτής της δεύτερης ανάκλησης αποτελεί η συγκεκριμένη επιγραφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανασύνθεση των συνθηκών κάτω από τις οποίες το κείμενο αναγράφηκε (κατά ορισμένους συντέθηκε) στην Τροιζήνα τον 3ο αι. π.Χ.: το περιεχόμενό του τεκμηριώνει τις παραδοσιακά φιλικές σχέσεις Αθήνας και Τροιζήνας και αποτελεί ενδεχομένως μέρος της προπαγάνδας του Χρεμωνίδειου πολέμου κατά τον οποίο Αθήνα, Σπάρτη και πολυάριθμες πόλεις της Πελοποννήσου συμμάχησαν υπό την αιγίδα του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου ενάντια στους Μακεδόνες. Καθώς υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. η Τροιζήνα ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, είναι πολύ πιθανό να συμμετείχε ως δορυφόρος των Πτολεμαίων στη συμμαχία αυτή, αν και δεν εμφανίζεται ανάμεσα στις πόλεις που απαριθμούνται μεμονωμένα στο σχετικό ψήφισμα (βλ. σελ. 121 στ. 23-26 και σελ. 122 στ. 36-41). Πάντως, η επιδίωξη της ελευθερίας (στ. 15) και της ομόνοιας (στ. 44) βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την πολιτική ρητορική της εποχής του Χρεμωνιδείου πολέμου, όπως και η σύγκρουση Περσών και Ελλήνων που συσχετίζεται με αυτή ανάμεσα στους Μακεδόνες και τις ελληνικές πόλεις (βλ. σελ. 125).
Θεοί. Αποφάσισαν η βουλή και ο δήμος, εισηγήθηκε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλέους από το δήμο των Φρεάρρων. Οι Αθηναίοι να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά, (στ. 5) προστάτιδα της Αθήνας και σε όλους τους άλλους θεούς, ώστε να τη φυλάνε και να αποκρούουν τους βαρβάρους για το καλό της χώρας. Όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που κατοικούν στην Αθήνα να εγκαταστήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα… του αρχηγέτη της χώρας. (στ. 10) Να εγκαταστήσουν τους γέροντες και την κινητή περιουσία στην Σαλαμίνα. Οι ταμίες και οι ιέρειες να μείνουν στην Ακρόπολη για να φυλάνε την περιουσία των θεών. Όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και οι ξένοι που έχουν περάσει την εφηβεία να επιβιβάζονται στα διακόσια πλοία που έχουν ετοιμαστεί και (στ. 15) να αποκρούουν τους βαρβάρους για την ελευθερία τη δική τους και των άλλων Ελλήνων μαζί με τους Λακεδαιμονίους και τους Κορινθίους και τους Αιγινήτες και όσους άλλους θέλουν να συμμετάσχουν στον κίνδυνο. Οι στρατηγοί ξεκινώντας από την αυριανή μέρα να ορίσουν διακόσιους τριήραρχους, ένα σε κάθε πλοίο, (στ. 20) από όσους έχουν γη και κατοικία στην Αθήνα και γνήσια τέκνα και δεν είναι πάνω από πενήντα ετών. Και να τους ορίσουν με κλήρο τα πλοία. Να κατανείμουν και δέκα πεζοναύτες (επιβάται) σε κάθε πλοίο από αυτούς που είναι μεταξύ είκοσι (στ. 25) και τριάντα ετών και τέσσερις τοξότες. Να ορίσουν με πλοίο και τους βοηθητικούς αξιωματούχους (υπηρεσίαι) στα πλοία, όταν κληρώσουν και τους τριήραρχους. Οι στρατηγοί να καταγράψουν και τους άλλους που υπηρετούν σε κάθε πλοίο (ενν. τους κωπηλάτες) σε λευκώματα, τους μεν Αθηναίους βάσει των ληξιαρχικών γραμματείων, (στ. 30) τους δε ξένους από τις απογραφές που είναι κατατεθειμένες στον πολέμαρχο. Να τους καταγράψουν χωρίζοντάς τους σε διακόσια τμήματα ανά εκατό και να έχει κάθε τμήμα ως τίτλο το όνομα της τριήρους και του τριήραρχου και της υπηρεσίας, για να γνωρίζουν σε ποιά (στ. 35) τριήρη θα επιβιβαστεί κάθε τμήμα. Όταν κατανεμηθούν όλα τα τμήματα και κληρωθούν στις τριήρεις, να τους επιβιβάσουν στα διακόσια πλοία η βουλή και οι στρατηγοί, αφού προσφέρουν αρεστή θυσία στον Δία τον Παγκράτη και στην Αθηνά και στη Νίκη και στον Ποσειδώνα (στ. 40) τον Ασφάλειο. Όταν γεμίσουν τα πλοία, με εκατό από αυτά να σπεύσουν σε βοήθεια στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, με άλλα εκατό να πλέουν γύρω από τη Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική και να προστατεύουν τη χώρα. Ώστε να αποκρούουν όλοι οι Αθηναίοι μονοιασμένοι (στ. 45) τους βαρβάρους και οι καταδικασμένοι σε δεκαετή εξορία να πάνε στην Σαλαμίνα και να μένουν εκεί, ώσπου να αποφασίσει ο δήμος κάτι γι’ αυτούς.
επὶ Ναυσινίκο άρχοντος. | |
vacat 0.088 | |
2 | Καλλίβιος ⋮ Κηφισοφώντος |
Παιανιεὺς ⋮ εγραμμάτευεν. | |
vacat 0.19 | |
4 | επὶ τής Ἱπποθωντίδο[ς εβδ]όμης πρυτα- |
5 | νείας· έδοξεν τήι βολ[ήι κα]ὶ τώι δήμω- |
ι, Χαρίνος Αθμον[εὺς επ]εστάτει· | |
Αριστοτέλης εί[πεν· τύχ]ηι αγαθήι τήι Α- | |
θηναίων καὶ τ[ώ]ν [συμμ]άχων τών Αθηναίω- | |
ν όπως άν Λακεδ[αιμό]νιοι εώσι τὸς Ἕλλη- | |
10 | νας ελευθέ[ρ]ος [καὶ] αυτονόμος ησυχίαν |
άγειν τὴ[ν χώραν] έχοντας εμ βεβαίωι τὴ- | |
[ν εαυτών ․ ․ 6 ․ ․ ․ ]ικ[ ․ ․ ]οσ[ ․ ․ 5 ․ ․ ]ηι[ ․ ․ ․ ]αι | |
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 30 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]α | |
[ ․ ․ ․ ․ 11 ․ ․ ․ ․ ․ ]απ[ ․ ․ ]σ[ ․ ․ ]ε[ ․ ]σ[ ․ ․ 6 ․ ․ ․ ]ωσ[ ․ ]ν | |
15 | [ ․ ․ 5 ․ ․ εψηφί]σθαι τώι δήμωι· εάν τις βόλ- |
[ηται τών Ελ]λήνων ἢ τών βαρβάρων τών εν | |
[ἠπείρωι εν]οικόντων ἢ τών νησιωτών, όσ- | |
[οι μὴ βασι]λέως εισίν, Αθηναίων σύμμαχ- | |
[ος είναι κ]αὶ τών συμμάχων, εξείναι αυ[τ]- | |
20 | ώ[ι ελευθέρ]ωι όντι καὶ αυτονόμωι, πολι- |
τ[ευομέν]ωι πολιτείαν ήν άν βόληται μή- | |
τε [φρορ]ὰν εισδεχομένωι μήτε άρχοντα | |
υπο[δεχ]ομένωι μήτε φόρον φέροντι, επὶ | |
δέ τ[οίς] αυτοίς εφ οίσπερ Χίοι καὶ Θηβαί- | |
25 | οι κα[ὶ] οι άλλοι σύμμαχοι τοίς δέ ποιησ- |
σαμέν[οι]ς συμμαχίαν πρὸς Αθηναίος καὶ | |
τὸς συμ[μ]άχος αφείναι τὸν δήμον τὰ εγκ- | |
τήματα όποσ άν τυγχάνηι όντα ἢ ίδια ἢ [δ]- | |
ημόσια Αθ[η]ναίων εν τήι χ[ώραι τών ποιο]- | |
30 | μένων τὴν συμμαχίαν κ[αὶ περὶ τούτων π]- |
ίστιν δο͂ναι α[υτοίς. εὰν δέ τωι τ]υγχάν[η]- | |
ι τών πόλεων [τών ποιομένων] τὴν συμμαχ- | |
ίαν πρὸς Αθην[αίος σ]τήλαι ὀ͂σαι Αθήνησ- | |
ι ανεπιτήδειο[ι, τ]ὴμ βολὴν τὴν αεὶ βολε- | |
35 | ύοσαν κυρίαν ε[ίν]αι καθαιρείν· απὸ δέ Ν- |
αυσινίκο άρχον[τ]ος μὴ εξείναι μήτε ιδ- | |
ίαι μήτε δημοσ[ί]αι Αθηναίων μηθενὶ εγ- | |
κτήσασθαι εν τ[α]ίς τών συμμάχων χώραι- | |
ς μήτε οικίαν μήτε χωρίον μήτε πριαμέ- | |
40 | νωι μήτε υποθεμ̣ένωι μήτε άλλωι τρόπω- |
ι μηθενί· εὰν δέ τις ὠνήται ἢ κταται ἢ τι- | |
θήται τρόπωι οτωιο͂ν, εξείναι τώι βολο- | |
μένωι τών συμμάχων φήναι πρὸς τὸς συν- | |
έδρος τών συμμάχων· οι δέ σύνεδροι απο- | |
45 | [δ]όμενοι αποδόντων [τὸ μέν ή]μυσυ τώ[ι] φήναντι, τὸ δέ ά- |
[λλο κοι]νὸν [έσ]τω τών συ[μμά]χων· εὰν δέ τι- | |
ς ί[ηι] επὶ πολέμωι επὶ τ[ὸ]ς ποιησαμένος | |
τὴν συμμαχίαν ἢ κατὰ γ[ὴ]ν ἢ κατὰ θάλαττ- | |
αν, βοηθείν Αθηναίος καὶ τὸς συμμάχος | |
50 | τούτοις, καὶ κατὰ γὴν καὶ κατὰ θάλαττα- |
ν παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατὸν. εὰν δέ τ- | |
ις είπηι ἢ επιψηφίσηι ἢ άρχων ἢ ιδιώτη- | |
ς παρὰ τόδε τὸ ψήφισμα ὡς λύειν τι δεί τ- | |
ών εν τώιδε τώι ψηφίσματι ειρημέν[ων ύ]- | |
55 | παρχέτω μ[έν] αυτώι ατίμωι είναι καὶ [τὰ] |
[χρ]ήμα[τα αυ]το͂ δημόσια έστω καὶ τής θ[εο͂] | |
[τ]ὸ επιδ[έκα]τον καὶ κρινέσθω εν Αθην[αί]- | |
[ο]ις καὶ τ[οίς] συμμάχοις ὡς διαλύων τὴν | |
συμμαχία[ν, ζ]ημιόντων δέ αυτὸν θανάτω- | |
60 | ι ἢ φυγήι ὁ͂[περ] Αθηναίοι καὶ οι σύμμαχο- |
ι κρατο͂σι[ν· εὰν] δέ θανάτο τιμηθήι, μὴ τα- | |
φήτω εν τή[ι Αττι]κήι [μ]ηδέ εν τήι τών συμ- | |
μάχων. τὸ δ[έ ψήφι]σμα τόδε ο γραμματεὺς | |
ο τής βολή[ς αναγρ]αψάτω εν στήληι λιθί- | |
65 | νηι καὶ καταθέ[τω] παρὰ τὸν Δία τὸν Ελευ- |
θέριον· τὸ δέ αρ[γύ]ριον δο͂ναι εις τὴν αν- | |
αγραφὴν τής στ[ήλη]ς εξήκοντα δραχμὰς | |
εκ τών δέκα ταλ[άν]των τὸς ταμίας τής θε- | |
ο͂. εις δέ τὴν στήλην ταύτην αναγρά- | |
70 | φειν τών τε ουσ[ώ]ν πόλεων συμμαχίδων τ- |
ὰ ονόματα καὶ ήτις άν άλλη σύμμαχος γί- | |
<γ>νηται ταύτα μέν αναγράψαι, ελέσθαι δ- | |
έ τὸν δήμον πρέσβεις τρείς αυτίκα μάλ- | |
[α] εις Θήβας, [ο]ίτινες πείσοσι Θηβαίοις ό- | |
75 | [τ]ι άν δύνω[ν]ται αγαθὸν. οίδε ηιρέθησαν |
[Α]ριστοτέλης Μαραθώνιος, v Πύρρανδρο- | |
ς Αναφλύσ[τ]ιος, Θρασύβολος Κολλυτεύς. | |
Αθηναίων πόλεις αίδε σύμμαχοι· | |
Χίοι Τενέδιοι Θηβαίοι | |
80 | Μυτιλη[ν]αίοι Χαλκιδής |
[Μ]ηθυ[μν]αίοι Ερετριής | |
Ρόδιοι Ποιήσσιοι Αρεθόσιοι | |
Βυζάντιοι Καρύστιοι | |
Περίνθιοι Ἴκιοι | |
85 | Πεπαρήθιοι Παλλ[— —] |
Σκιάθιοι | |
Μαρωνίται | |
Διής | |
Πάρ[ι]οι Ο[— — —] | |
90 | Αθηνίται Π[— — —] |
Αριστοτέλης είπε· [— — — — — — επει]- | |
δὰν πρώτο[ν — — — — — — — — — —] | |
εκόντες π[ρο]σχωρώσι [— — — — — — εψη]- | |
φισμένα τώι δήμωι καὶ τ[— — — — — — —] | |
95 | νήσων εις τὴν συμμ[αχίαν — — — — — —] |
τοίς τών εψηφι[σμένων — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — — — — — — — — — —] |
Αριστερή όψη
[Πυρ]ραίων | |
[ο δ]ήμος | |
[Αβδη]ρίται | |
100 | [Θάσι]οι |
[Χαλκι]δής | |
απὸ [Θράικης] | |
Αίνιοι | |
Σαμοθραικ[ες] | |
105 | Δικαιοπολίται |
Ακαρνανες | |
Κεφαλλήνων | |
Πρώννοι | |
Αλκέτας | |
110 | Νεοπτόλεμος |
[Ιάσω]ν | |
Άνδριοι | |
[Τ]ήνιοι | |
[Εσ]τιαιής | |
115 | Μυ[κ]όνιοι |
Αντισσαίοι | |
Ερέσιοι | |
Αστραιούσιοι | |
Κείων | |
120 | Ιουλιήται |
Καρθαιε͂ς | |
Κορήσιοι | |
Ελαιόσιοι | |
Αμόργιοι | |
125 | Σηλυμβριανο[ί] |
Σίφνιοι | |
Σικινήται | |
Διε͂ς | |
απὸ Θράικης | |
130 | Νεοπολίται |
Ζακυν[θ]ίων | |
ο δήμος | |
ο εν τώι Νήλλ- | |
ωι |
Η σύσταση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας αποτελούσε την κατάληξη της πολιτικής που μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ. ανέλαβαν ορισμένοι πολιτικοί της πόλης έχοντας συνειδητοποιήσει τους ουσιαστικούς δεσμούς ανάμεσα στο πολίτευμα και στη διατήρηση της ναυτικής ηγεμονίας της Αθήνας.
Από το 384 π.Χ., δύο δηλαδή χρόνια μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, οι Αθηναίοι αρχίζουν να συγκροτούν μια συμμαχία, την στρατιωτική διοίκηση της οποίας έχουν οι ίδιοι. Η συμμαχία αυτή αρχικά περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό πόλεων του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων την Χίο (Rhodes – Osborne, GHI 20), την Ρόδο, το Βυζάντιο και τη Μυτιλήνη (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.3). Το 378 π.Χ. θα πρέπει να προσχώρησε και η Θήβα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.26.1) ύστερα από τη βοήθεια που της παρείχε η Αθήνα κατά την επανάστασή της εναντίον της Σπάρτης. Ωστόσο η δημιουργία της βοιωτικής συμμαχίας γύρω από την Θήβα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.1) επιτάχυνε τους σχεδιασμούς της Αθήνας, η οποία λίγο αργότερα, με βάση την υπάρχουσα συμμαχία της, υιοθετώντας μια νέα διπλωματική ρητορική, προβαίνει στη συγκρότηση μιας νέας και ευρύτερης συμμαχίας.
Το παραπάνω κείμενο του ψηφίσματος ίδρυσης αυτής της συμμαχίας γνωστής και ως Β΄ Ναυτικής ή Αθηναϊκής Συμμαχίας, συντάχθηκε ύστερα από πρόταση κάποιου Αριστοτέλη (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).
Σύμφωνα με το ψήφισμα η Αθήνα και οι σύμμαχοί της (στ. 7-8) απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες και βαρβάρους (που δεν ήταν υπήκοοι του βασιλιά των Περσών), και τους καλούν να γίνουν δικοί τους σύμμαχοι (στ. 15-19) και να συνταχθούν προς την επίτευξη ενός θεμελιώδους σκοπού: να αναγκάσουν τους Σπαρτιάτες να αφήσουν τους Έλληνες να ζουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ειρηνικά και να απολαμβάνουν με ασφάλεια την πλήρη εκμετάλλευση της επικράτειάς τους καθώς και να διατηρηθεί για πάντα η «κοινή ειρήνη» που μαζί ορκίστηκαν οι Έλληνες και οι βάρβαροι σύμφωνα με τις συνθήκες (στ. 9-15). Η συμμαχία επομένως στρέφεται ρητά εναντίον μόνο της Σπάρτης. Η δεδηλωμένη προσήλωση στην Ανταλκίδειο ειρήνη του 386 π.Χ. δεν αποσκοπούσε μόνον στην αποφυγή της οργής του Πέρση βασιλιά αλλά, με την υπενθύμιση των βασικών διατάξεων της ειρήνης εκείνης, όπως η διακήρυξη της ελευθερίας και ανεξαρτησίας των πόλεων, και στην προβολή της Αθήνας ως ικανότερης εγγυήτριας δύναμης της εφαρμογής της δεδομένου ότι η Σπάρτη εμφανιζόταν να την έχει παραβιάσει.
Σύμφωνα με το ψήφισμα, κάθε σύμμαχος διατηρούσε την πολιτική του ελευθερία και αυτονομία, δεν του επιβάλλονταν φόροι και φρουρά και ίσχυε ότι και με τις συμμαχίες που είχαν συναφθεί με τη Χίο το 384/3 π.Χ., με τη Θήβα και τις άλλες συμμαχικές πόλεις (στ. 19-25). Επιπλέον οι Αθηναίοι δεσμεύονταν να εγκαταλείψουν όσα κτήματα, δημόσια και ιδιωτικά, κατείχαν σε συμμαχικά εδάφη (βλ. και Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.8) και να μην αποκτήσουν στο εξής σε έδαφος συμμάχων γη ή οικία (στ. 25-41). Σε αντίθετη περίπτωση, ύστερα από καταγγελία, το συνέδριον της συμμαχίας είχε την αρμοδιότητα να επιστρέψει το μισό ποσό στον καταγγέλλοντα και το άλλο μισό να κατατεθεί στο «κοινό ταμείο» της συμμαχίας (στ. 41-46). Με τις δεσμεύσεις αυτές η Αθήνα επιχειρούσε να άρει την καχυποψία των Ελλήνων απέναντί της (Διόδωρος Σικελιώτης 15.23.4) και να διακηρύξει με τρόπο κατηγορηματικό την προσκόλλησή της στις αρχές της ελευθερίας και της αυτονομίας καθώς και την άρνησή της να επαναλάβει λάθη και πρακτικές (κληρουχίες, φόροι, απόκτηση γης από επιφανείς Αθηναίους, επιβολή πολιτευμάτων της αρεσκείας της) που κατά το παρελθόν επέφεραν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της Δηλιακής συμμαχίας και την τελική της απαξίωση. Παράλληλα υπογραμμίζεται η αντίθεση της συμμαχίας στις σπαρτιατικές πρακτικές (αρμοστές, δεκαρχίαι της εποχής του Λυσάνδρου) που ενοχλούσαν ιδιαίτερα τις ελληνικές πόλεις.
Για την οργάνωση και λειτουργία του κοινού συνεδρίου, στο οποίο δεν συμμετείχαν οι Αθηναίοι αλλά μόνον οι σύμμαχοί τους, το ψήφισμα του Αριστοτέλη δεν μνημονεύει λεπτομέρειες, αντίστοιχα δεν αναφέρεται ούτε στον τρόπο σύνθεσής του ούτε και στις σχέσεις του με την αθηναϊκή εκκλησία του δήμου και τη βουλή. Οι γνώσεις μας συμπληρώνονται από άλλες πηγές. Το συνέδριο θα πρέπει να προϋπήρξε του ψηφίσματος (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.3). Από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (15.28.4) μαθαίνουμε ότι το συνέδριο είχε την έδρα του στην Αθήνα και ότι κάθε πόλη, μικρή ή μεγάλη, είχε ισότιμη εκπροσώπηση (Tod, GHI 153, 175) και μια ψήφο. Η περίπτωση της Μυτιλήνης που εμφανίζεται σε άλλη επιγραφή (Rhodes – Osborne, GHI 31 στ. 26-27), με περισσότερους του ενός συνέδρους πιθανόν οφείλεται σε λάθος του γραφέα. Το ψήφισμα του Αριστοτέλη δεν μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε τη διαδικασία που ακολουθείτο όταν επρόκειτο η συμμαχία να πάρει μια κοινή απόφαση. Γνωρίζουμε ωστόσο από άλλες επιγραφές, όπως εκείνη που αφορά τις διαπραγματεύσεις με τον Διονύσιο Α΄ των Συρακουσών το 369/8 π.Χ. (Rhodes – Osborne, GHI 33), καθώς και εκείνη του 362/1 π.Χ. (Rhodes – Osborne, GHI 41), που αφορούσε τη συμμαχία της Αθήνας με τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Φλειάσιους, ότι η βουλή προετοίμαζε τα ψηφίσματα που υποβάλλονταν προς ψήφιση στους συμμάχους. Εάν το κείμενο υιοθετείτο από το συνέδριο (οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία) στη συνέχεια υποβαλλόταν προς επικύρωση στην αθηναϊκή εκκλησίαν τού δήμου. Η συμμαχία συνεπώς φαίνεται ότι για τη λειτουργία της διέθετε δύο ξεχωριστά σώματα. Ωστόσο στην πράξη οι Αθηναίοι είχαν τον τελικό λόγο και διατηρούσαν το δικαίωμα να απορρίψουν ή να τροποποιήσουν τις αποφάσεις των συμμάχων τους.
Όπως και στην περίπτωση του συνεδρίου, στην επιγραφή δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για τον τρόπο τροφοδότησης του “κοινού ταμείου”. Δεν αποκλείεται τέτοιου είδους αναφορές να περιλαμβάνονταν σε μη σωζόμενα ψηφίσματα. Γνωρίζουμε ωστόσο, δεδομένου ότι οι σύμμαχοι δεν πλήρωναν φόρο, ότι ύστερα από πρόταση του Καλλίστρατου (Θεόπομπος, FGrHist 115 F 98) το ταμείο τροφοδοτείτο από τις εισφορές των συμμάχων, οι οποίες ονομάζονταν συντάξεις (η παλαιότερη αναφορά των συντάξεων χρονολογείται το 373 π.Χ.· βλ. [Δημοσθένης,] Πρὸς Τιμόθεον 48-50). Όσο και αν οι συντάξεις παραπέμπουν στους φόρους που η Αθήνα επέβαλλε στους συμμάχους της τον 5ο αι. π.Χ., γεγονός είναι ότι χρησιμοποιούντο μόνο για στρατιωτικές δαπάνες και δεν προβλέπονταν μέτρα τιμωρίας ή εξαναγκασμού σε όποιον σύμμαχο δεν τις κατέβαλλε. Άλλωστε οι Αθηναίοι ήδη από το 378 π.Χ., με πρόταση του Καλλίστρατου (Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.7), είχαν κατανείμει τους πλουσιότερους πολίτες σε εκατό συμμορίας επιβάλλοντας στην κάθε μία έναν έκτακτο φόρο, εισφορά, σε περίοδο πολέμου.
Στη συνέχεια του ψηφίσματος διατυπώνεται η αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη των μελών της συμμαχίας (στ. 46-51) σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης (προφανώς εδώ υπονοούνται τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Πέρσες από τους οποίους κινδύνευαν κυρίως η Ρόδος, η Χίος και η Αμοργός) και προβλέπεται η θανατική ποινή ή η εξορία σε όποιον επιχειρήσει να τροποποιήσει έστω και μία διάταξη του παρόντος ψηφίσματος (στ. 51-63).
Μετά τις διατάξεις σχετικά με το κόστος της επιγραφής και την εγγραφή σε αυτήν των υπαρχόντων μελών της συμμαχίας, καθώς και εκείνων που θα προσχωρήσουν σε αυτήν (στ. 63-71), ακολουθεί μια πρόσθετη διάταξη που προβλέπει την αποστολή τριών πρέσβεων στη Θήβα (στ. 72-75). Η διάταξη αυτή πιθανότατα να δηλώνει την επιθυμία να πειστούν οι Θηβαίοι, που απειλούνταν από τη Σπάρτη, να προσχωρήσουν ή να συμμαχήσουν με τη νέα συμμαχία και με έμμεσο τρόπο την άρνηση των Αθηναίων να αναγνωρίσουν την αξίωση των Θηβαίων για ηγεμονία στην Βοιωτία (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.46).
Το ψήφισμα βρήκε μεγάλη ανταπόκριση δημιουργώντας στις ελληνικές πόλεις ένα κλίμα εμπιστοσύνης (Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.8). Οι Μηθυμναίοι που ήταν σύμμαχοι της Αθήνας προσχώρησαν στη συμμαχία (Rhodes – Osborne, GHI 23). Τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 377 π.Χ. ο Χαβρίας εξεστράτευσε στην Εύβοια και στις βόρειες Σποράδες. Οι πόλεις της Εύβοιας, παρά τα όσα είχαν υποστεί από τους Αθηναίους τον προηγούμενο αιώνα, προσχώρησαν πρώτες, με εξαίρεση την Ιστίαια (Διόδωρος Σικελιώτης 15.30.1), ενώ η συμμαχία με την Χαλκίδα (Tod, GHI 124) θα διατηρηθεί και στη συνέχεια. Ο τελικός αριθμός των μελών κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (15.30.2) ήταν 70 πόλεις, ενώ κατά τον Αισχίνη (Περὶ τής παραπρεσβείας 70) ήταν 75. Ωστόσο το σύνολο των πόλεων που αναγράφονται στην επιγραφή είναι 58 (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προστέθηκαν στο ψήφισμα του Αριστοτέλη). Αυτό σημαίνει ότι είτε ο αριθμός που αναφέρουν οι φιλολογικές πηγές είναι υπερβολικός, είτε, για λόγους που αγνοούμε, οι Αθηναίοι έπαψαν να αναγράφουν στον κατάλογο (που ξεκινά από το 377 π.Χ. έως το 375 ή 373 π.Χ.) τα ονόματα των νέων μελών. Δεν αποκλείεται πάντως η ασυμφωνία αυτή μεταξύ της επιγραφής και των φιλολογικών πηγών, ως προς τον ακριβή αριθμό των μελών, να ερμηνεύεται από το γεγονός ότι, στα αμέσως επόμενα χρόνια, διάφορες πόλεις ή βασιλείς συνδέθηκαν με ξεχωριστές συμμαχίες με την Αθήνα ή τη συμμαχία της χωρίς όμως να γίνουν κανονικά μέλη της Β΄ Ναυτικής Συμμαχίας (όπως η συμμαχία της Αθήνας με τον Αμύντα της Μακεδονίας: Tod, GHI 129, με τους Θράκες βασιλείς: Rhodes – Osborne, GHI 58, με την Κέρκυρα: Tod, GHI 127).
Η νίκη του Χαβρία το 376 π.Χ. επί των Σπαρτιατών στη ναυμαχία της Νάξου εξασφάλισε στην Αθήνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων, συμπεριλαμβανομένης και της Δήλου. Ένα χρόνο αργότερα η νίκη του Τιμόθεου στην Αλύζεια της Ακαρνανίας θα προσελκύσει νέα μέλη και θα οδηγήσει στη σύναψη ειρήνης με τη Σπάρτη (Ξενοφών, Ελληνικά 6.2.1· Διόδωρος Σικελιώτης 15.38) που θα διαρκέσει μέχρι το 373 π.Χ.
Είναι υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν ειλικρινείς προθέσεις όταν διακήρυσσαν όσα αναγράφονται στο ψήφισμα. Το γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν παρατηρούμε ούτε ανάμειξη στα εσωτερικά των πόλεων, ούτε δημιουργία κληρουχιών, ούτε επιβολή φόρων ή φρουρών (σε όσες πόλεις της συμμαχίας τοποθετήθηκαν φρουρές έγινε με τη σύμφωνη γνώμη τους και για στρατιωτικούς λόγους) δηλώνει ότι οι Αθηναίοι σεβάστηκαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει με το ψήφισμα του Αριστοτέλη και αιτιολογεί τη μεγάλη είσοδο στη συμμαχία νέων πόλεων, μεταξύ των οποίων οι παράλιες πόλεις της Θράκης, η Πέρινθος στην Προποντίδα καθώς και πόλεις της Αχαΐας που απειλούνταν από τις φιλοδοξίες της Σπάρτης. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν την ήττα των Σπαρτιατών το 371 π.Χ. από τον Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα θα αλλάξουν άρδην τα πράγματα, με αποτέλεσμα η Αθήνα να έρθει αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που δεν είχε υπολογίσει και η ύπαρξη αυτής καθεαυτήν της συμμαχίας θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Μπορεί η ήττα αυτή να σήμαινε για τους Σπαρτιάτες την απώλεια της Μεσσηνίας και της ηγεμονίας τους, για τους Αθηναίους όμως εξαφάνιζε μια από τις σημαντικότερες αιτίες ίδρυσης και διατήρησης της συμμαχίας τους.
Επί άρχοντος Ναυσινίκου, γραμματέως Καλλίβιου, γιου του Κηφισοφώντα από το δήμο της Παιανίας, και επί της εβδόμης πρυτανείας της φυλής Ιπποθωντίδος, (στ. 5) με επιστάτη τον Χαρίνο από το δήμο της Αθμονίας και μετά από πρόταση του Αριστοτέλη αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Με καλή τύχη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων. Για να αφήσει η Σπάρτη τους Έλληνες (στ. 10) να ζήσουν ειρηνικά με ελευθερία και ανεξαρτησία, και να κατέχουν με κάθε ασφάλεια την ακεραιότητα των εδαφών τους, και για να είναι και να παραμείνει σε ισχύ η κοινή ειρήνη που ορκίστηκαν οι Έλληνες και ο βασιλιάς σύμφωνα με τις συνθήκες, (στ. 15) ο δήμος ψήφισε. Εάν κάποιος από τους Έλληνες ή τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ευρώπη ή στα νησιά, εκτός από εκείνους που είναι υποτελείς του βασιλιά, επιθυμεί να γίνει σύμμαχος των Αθηναίων και των συμμάχων τους, μπορεί να το κάνει (στ. 20) διατηρώντας την ελευθερία του, την αυτονομία του και όποιο πολίτευμα θέλει, χωρίς να δεχθεί στην επικράτειά του ούτε φρουρά, ούτε άρχοντα, ούτε φόρο, και θα ισχύει γι’ αυτούς ό,τι είχε συμφωνηθεί με τους Χίους, τους Θηβαίους (στ. 25) και τους άλλους συμμάχους. Σ’ εκείνους που θα συμμαχήσουν με την Αθήνα και τους συμμάχους της, ο δήμος θα αποκαταστήσει όλες τις κατεχόμενες από τους Αθηναίους έγγειες ιδιοκτησίες, είτε ανήκουν σε ιδιώτες είτε στην πόλη, οι οποίες βρίσκονται στα εδάφη εκείνων που προσχωρούν (στ. 30) στη συμμαχία, και θα τους δώσει εγγυήσεις. Εάν τύχει να υπάρχουν στην Αθήνα στήλες δυσμενείς προς μια πόλη που έχει συμμαχήσει με τους Αθηναίους, η βουλή (στ. 35) που θα έχει θητεία θα τις καταστρέψει. Από Ναυσινίκου άρχοντος, δεν θα επιτρέπεται στους Αθηναίους, ούτε ιδιωτικά, ούτε δημόσια, να αποκτήσουν καμία ιδιοκτησία στο έδαφος των συμμάχων, ούτε οικία, ούτε γη, με αγορά, (στ. 40) ή με υποθήκη, ή με κάποιον άλλο τρόπο. Εάν μια ιδιοκτησία αγοραστεί ή αποκτηθεί ή ληφθεί με υποθήκη, όποιος και αν είναι ο τρόπος, οποιοσδήποτε σύμμαχος θα μπορεί να το καταγγείλει στο συνέδριο των συμμάχων. (στ. 45) Το συνέδριο θα μπορεί να την πουλήσει και να δώσει το μισό του ποσού στον καταγγείλαντα, και το άλλο μισό στο κοινό ταμείο των συμμάχων. Εάν τα μέλη της συμμαχίας δεχθούν επίθεση στην ξηρά ή τη θάλασσα, η Αθήνα και οι σύμμαχοί της (στ. 50) θα βοηθήσουν στην ξηρά ή στη θάλασσα με όλες τους τις δυνάμεις, όσο είναι δυνατόν. Εάν κάποιος είτε άρχων είτε ιδιώτης προτείνει ή υποβάλει προς ψήφιση κάτι αντίθετο προς αυτό το ψήφισμα, με την έννοια κατάργησης κάποιου από τους όρους του, (στ. 55) να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο της δημευμένης περιουσίας του να αποδοθεί στη θεά, να δικαστεί από τους Αθηναίους και τους συμμάχους για διάλυση της συμμαχίας, και ή να τιμωρηθεί σε θάνατο (στ. 60) ή να του απαγορευθεί η παραμονή παντού όπου επεκτείνεται η κυριαρχία των Αθηναίων και των συμμάχων. Εάν καταδικαστεί σε θάνατο να μην ταφεί ούτε στην Αττική ούτε σε έδαφος των συμμάχων. Ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει το ψήφισμα σε λίθινη στήλη (στ. 65) και να την καταθέσει κοντά στο άγαλμα του Ελευθέριου Δία. Οι εξήντα δραχμές για την αναγραφή της στήλης θα ληφθούν από τα δέκα τάλαντα που διαθέτουν οι ταμίες της θεάς. Στη στήλη αυτή θα αναγραφούν (στ. 70) τα ονόματα των πόλεων που είναι τώρα σύμμαχοι και κάθε πόλη που θα προσχωρήσει στη συμμαχία. Αυτό μεν να είναι το κείμενο που θα αναγραφεί, ο δε δήμος να ορίσει αμέσως τρεις πρέσβεις που θα πάνε στην Θήβα για να πείσουν τους Θηβαίους (στ. 75) να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Ορίστηκαν ο Αριστοτέλης από το δήμο Μαραθώνος, ο Πύρρανδρος από το δήμο Αναφλύστου και ο Θρασύβουλος από το δήμο Κολλυτού.
(Ακολουθεί ο κατάλογος των συμμάχων της Αθήνας)
1 | Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος. |
εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος, | |
απέθανε επ’ Ευβολίδο | |
εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων. |
Η ένταξη της επιγραφής στο ιστορικό της πλαίσιο
Η επιγραφή που σώζεται μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια τη μάχη κατά την οποία πέθανε ο Δεξίλεως, καθώς αναφέρεται η τοποθεσία στην οποία διεξήχθη αυτή η μάχη, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο χρόνος που αυτή έλαβε χώρα, με την αναφορά του επώνυμου άρχοντος κατά την θητεία του οποίου πέθανε ο Δεξίλεως. Αυτός ήταν ο Ευβουλίδης ο οποίος ανέλαβε ως επώνυμος άρχων της Αθήνας το έτος 394/3 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η μάχη στην οποία συμμετείχε και σκοτώθηκε ο Δεξίλεως ήταν αυτή του ποταμού Νεμέα (394 π.Χ.), στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.17), οι Αθηναίοι ιππείς που συμμετείχαν στη μάχη ήταν λιγότεροι από εξακόσιοι (600), ενώ σύμφωνα με τον ίδιο συνολικά οι Θηβαίοι, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) οπλίτες και χίλιους πεντακόσιους πενήντα (1.550) ιππείς. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Διόδωρος (14.82.10) είναι σαφώς πιο μετριοπαθείς. Ο αντι-σπαρτιατικός συνασπισμός είχε στην διάθεση του δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οπλίτες, ενώ οι ιππείς ανέρχονταν σε πεντακόσιους (500) περίπου. Οι δυνάμεις των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.16), σε δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιους (13.500) περίπου οπλίτες, εξακόσιους (600) ιππείς, τριακόσιους (300) Κρήτες τοξότες και τετρακόσιους (400) σφενδονήτες. Αντιθέτως ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ανέρχονταν σε είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) οπλίτες και πεντακόσιους (500) ιππείς.
Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις απώλειες των δύο αντίπαλων συνασπισμών στη συγκεκριμένη μάχη. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις οκτώ (8) στρατιώτες ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους περίπου δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί (Németh 1994: 95). Ο Ξενοφών, επιθυμώντας να τονίσει τη γενναιότητα και τις ικανότητες των Σπαρτιατών οπλιτών, έχει σκοπίμως παραποιήσει τους αριθμούς, οι οποίοι δεν υιοθετούνται από τους σύγχρονους ερευνητές. Αν ίσχυαν αυτοί οι αριθμοί δεν θα ήταν δυνατό οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οι Αργείοι στη μάχη της Κορώνειας που διεξήχθη μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα να παρατάξουν αξιόμαχο και πολυπληθές στράτευμα (Ξενοφών, Ελληνικά 4.3.15). Ο Διόδωρος από την άλλη υποστηρίζει ότι οι νεκροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε χίλιους εκατό (1.100) στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Αθηναίων και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσιους (2800) περίπου στρατιώτες. Τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος είναι περισσότερο αληθοφανή σε σχέση με εκείνα που παραθέτει ο Ξενοφών.
Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ξενοφών σχετικά με τον αριθμό των Αθηναίων ιππέων που συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα εύκολα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη μάχη αυτή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα συμμετείχαν εξακόσιοι (600) Αθηναίοι ιππείς. Από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., μέχρι και το 394 π.Χ., έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η μάχη σου ποταμού Νεμέα, μόλις μία φορά ακόμη οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σε εκστρατεία εκτός των συνόρων της Αττικής εξακόσιους (600) ιππείς, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Μεγάρων, το 424 π.Χ. (Θουκυδίδης 4.68.5). Επιπροσθέτως ο Ξενοφών, αν και παραθέτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιππέων για τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους (χίλιους πεντακόσιους πενήντα [1.550]), εντούτοις αυτοί δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη μάχη του ποταμού Νεμέα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αξιοπιστίας των Αθηναίων ιππέων την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς αυτοί είχαν συνδεθεί με τους Τριάκοντα Τυράννους (404/403 π.Χ.· Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.2). Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αθηναίων απέναντι στους ιππείς υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε παρότρυναν τριακόσιους από αυτούς (300) να συμμετάσχουν στο εκστρατευτικό σώμα του Θίβρωνος στη Μικρά Ασία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1.4).
Επί πλέον οι απώλειες των Αθηναίων ιππέων περιορίστηκαν σε ένδεκα άτομα σύμφωνα με την επιγραφή IG II2 5222, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές ότι οι πεσόντες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιγραφή αφορούν τις συνολικές απώλειες των Αθηναίων ιππέων και όχι την καταγραφή των απωλειών επιμέρους αθηναϊκών φυλών (Harding 1985: 33). Η επιγραφή ωστόσο, δεν αναφέρει ότι οι ένδεκα ιππείς ανήκαν σε μία συγκεκριμένη φυλή, αν και η επιγραφή σώζεται ακέραιη. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι αριθμοί που παραθέτει ο Διόδωρος σχετικά με τον αριθμό των ιππέων του αντι-σπαρτιατικού συνασπισμού κρίνονται περισσότερο αληθοφανείς. Συνεπώς ο αριθμός των Αθηναίων ιππέων πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εξακοσίων Αθηναίων ιππέων που παραθέτει ο Ξενοφών λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Η ίδια η επιτύμβια στήλη (IG II2 6217) στην οποία αναφέρεται το όνομα του Δεξίλεω παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Η αινιγματική φράση ότι ήταν ένας εκ των πέντε ιππέων που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ερευνητές, καθώς στην επιγραφή IG II2 5222 γίνεται αναφορά σε ένδεκα (11) νεκρούς ιππείς στην Κόρινθο την ίδια εποχή. Οι δύο βασικές επιστημονικές υποθέσεις είναι οι εξής: 1) ο Δεξίλεως ανήκε στους 4-5 πιο ικανούς ιππείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ἱππαρχικός 8.25) παρέμεναν πίσω από την υπόλοιπη παράταξη και προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον των εχθρών, όταν οι τελευταίοι έστρεφαν το μέτωπό τους, για να κάνουν έφοδο. Λόγω ανεπάρκειας σχετικών μαρτυριών, όμως, δεν καθίσταται σαφές αν στο συγκεκριμένο χωρίο ο Ξενοφών παρουσιάζει μία συνήθη στρατιωτική τακτική ή αν προτείνει μία καινοτόμο τακτική επιμέρους τμήματος του αθηναϊκού ιππικού (Bugh 1988: 138)· 2) η επιτάφια επιγραφή του Δεξίλεω αναφέρεται στους νεκρούς ιππείς που σχετίζονται με την Ακαμαντίδα φύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μισοί περίπου του συνόλου των νεκρών ιππέων ανήκαν στην Αδαμαντίδα φυλή. Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο στην αρχαία Αθήνα (πρβλ. ενδεικτικά τη μάχη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ., όπου, σύμφωνα με τον ατθιδογράφο Κλείδημο [Πλούταρχος, Αριστείδης 19.6], θυσιάστηκαν πενήντα δύο (52) Αθηναίοι στρατιώτες από την Αιαντίδα φυλή). Πιθανότατα οι ιππείς της Ακαμαντίδος φυλής βρέθηκαν σε ένα σημείο όπου η ένταση της μάχης ήταν μεγάλη, εξ ου και οι μεγάλες απώλειες αυτών. Οι ιππείς των Αθηναίων σε πολλές περιπτώσεις δεν πολεμούσαν με το σύνολο των δυνάμεων τους, αλλά συμμετείχαν σε μάχες με μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα βασισμένα στη διαίρεση των Αθηναίων σε φυλές (Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.4, 2.4.31· Διόδωρος Σικελιώτης 18.10.3).
Η αποσύνδεση του Δεξίλεω από το καθεστώς των Τριάκοντα (404/3 π.Χ.)
Η αναφορά στους δύο επώνυμους άρχοντες κατά το έτος γέννησης του Δεξίλεω, 414/3 π.Χ. (Τείσανδρος), και κατά το έτος θανάτου του, 394/3 π.Χ. (Ευβουλίδης), θα πρέπει να συνδέεται με την απόπειρα των συγγενών του να δηλώσουν απερίφραστα ότι ο Δεξίλεως δεν είχε ουδεμία σχέση με το καθεστώς των Τριακόντα το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα απεχθές στους Αθηναίους, καθώς σύμφωνα με τα ονόματα των επωνύμων άρχόντων που παρατίθενται ο Δεξίλεως ήταν μόλις είκοσι ετών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να είχε ενεργό ρόλο στο καθεστώς των Τριάκοντα.
Ο Δεξίλεως, ο γιος του Λυσανίου από το δήμο του Θορικού. Γεννήθηκε επί άρχοντα Τεισάνδρου, πέθανε επί άρχοντα Ευβουλίδου στην Κόρινθο, ένας από τους πέντε ιππείς.
[θ]εοί· | |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Αιγείδος πρώτ- | |
ης πρυτανείας· τών προέδ- | |
5 | ρων επεψήφιζεν Θεόφιλο- |
ς Φηγούσιος· έδοξεν τήι β- | |
ουλεί· Αντίδοτος Απολλο- | |
δώρου Συπαλήττιος είπε- | |
ν· περὶ ων λέγουσιν οι Κιτ- | |
10 | ιείς περὶ τής ιδρύσειως |
τήι Αφροδίτηι τού ιερού, | |
εψηφίσθαι τεί βουλεί το- | |
ὺς προέδρους, οἳ άν λάχωσ- | |
ι προεδρεύειν εις τὴν πρ- | |
15 | ώτην εκκλησίαν, προσαγα- |
γείν αυτοὺς καὶ χρηματί- | |
σαι, γνώμην δέ ξυνβάλλεσ- | |
θαι τής βουλής εις τὸν δή- | |
μον, ότι δοκεί τήι βουλεί | |
20 | ακούσαντα τὸν δήμον τών |
Κιτιείων περὶ τής ιδρύσ- | |
ειως τού ιερού καὶ άλλου | |
Αθηναίων τού βουλομένο- | |
υ βουλεύσασθαι, ό τι άν αυ- | |
25 | τώι δοκεί άριστον είναι. |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Πανδιονίδος δ- | |
ευτέρας πρυτανείας· τών | |
προέδρων επεψήφιζεν Φα- | |
30 | νόστρατος Φιλαίδης· έδο- |
ξεν τώι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ- | |
υκόφρονος Βουτάδης είπ- | |
εν· περὶ ων οι ένποροι οι Κ- | |
ιτιείς έδοξαν έννομα ικ- | |
35 | ετεύειν αιτούντες τὸν δ- |
ήμον χωρίου ένκτησιν, εν | |
ωι ιδρύσονται ιερὸν Αφρ- | |
οδίτης, δεδόχθαι τώι δήμ- | |
ωι· δούναι τοίς εμπόροις | |
40 | τών Κιτιέων ένκτησιν χ[ω]- |
ρίου, εν ωι ιδρύσονται τὸ | |
ιερὸν τής Αφροδίτης, καθ- | |
άπερ καὶ οι Αιγύπτιοι τὸ | |
τής Ἴσιδος ιερὸν ίδρυντ- | |
45 | αι. |
Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.
Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων
Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).
Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ων λέγουσιν οι Κιτιείς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αιτούντες και έννομα ικετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος έγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ένποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.
Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων
Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δήμος τών Κιτιειών (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δήμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ακούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τών Κιτιείων και άλλου)· άλλωστε ο όρος δήμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκώ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).
Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ένκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γής ένκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γή, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οικία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).
Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).
Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων
Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: ει η πόλις διδοίη οικοδομησομένοις εγκεκτήσθαι οἳ άν αιτούμενοι άξιοι δοκώσιν είναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).
Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.
Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.
Αλεξάνδρου τού Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει εβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρε- | |
σκαιδεκάτωι μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Hρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Hρακλείδης | |
Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρὰ τού πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τής μητρὸς Φιλωτίδος ελεύθερος | |
ελευθέραν προσφερομένην ειματισμὸν καὶ κόσμον (δραχμών) (χιλίων), παρεχέτω δέ Hρακλείδης Δημητρίαι | |
5 | όσα προσήκει γυναικὶ ελευθέραι πάντα, είναι δέ ημας κατὰ ταυτὸ όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι |
βουλήι Λεπτίνηι καὶ Hρακλείδηι. Ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου Δημητρία, | |
στερέσθω ωμ προσηνέγκατο πάντων, επιδειξάτω δέ Hρακλείδης ότι άν εγκαλήι Δημητρίαι εναντίον ανδρών τριών, | |
οὓς άν δοκιμάζωσιν αμφότεροι. Μὴ εξέστω δέ Hρακλείδηι γυναίκα άλλην επεισάγεσθαι εφ’ ύβρει Δημητρίας μηδέ | |
τεκνοποιείσθαι εξ άλλης γυναικὸς μηδέ κακοτεχνείν μηδέν παρευρέσει μηδεμιαι Hρακλείδην εις Δημητρίαν· | |
10 | ειὰν δέ τι ποιών τούτων αλίσκηται Hρακλείδης καὶ επιδείξηι Δημητρία εναντίον ανδρών τριών, οὓς άν δοκιμάζωσιν |
αμφότεροι, αποδότω Hρακλείδης Δημητρίαι τὴμ φερνὴν ήν προσηνέγκατο (δραχμὰς) (χιλίας) καὶ προσαποτεισάτω αργυρί- | |
ου Αλεξανδρείου (δραχμὰς) (χιλίας). H δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης Δημητρίαι καὶ τοίς μετὰ | |
Δημητρίας πράσσουσιν έκ τε αυτού Hρακλείδου καὶ τών Hρακλείδου πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών. H δέ συγγραφὴ | |
ήδε κυρία έστω πάντηι πάντως ὡς εκεί τού συναλλάγματος γεγενημένου, όπου άν επεγφέρηι Hρακλείδης κατὰ | |
15 | Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες επεγφέρωσιν κατὰ Hρακλείδου. Κύριοι δέ έστωσαν Hρακλεί- |
δης καὶ Δημητρία καὶ τὰς συγγραφὰς αυτοὶ τὰς αυτών φυλάσσοντες καὶ επεγφέροντες κατ΄ αλλήλων. Μάρτυρες | |
Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος | |
Κώιος. |
Πρόκειται για ένα συμβόλαιο γάμου και μάλιστα το αρχαιότερο που έχει σωθεί, το οποίο αποκαλείται συγγραφὴ συνοικισίας (στ. 2). Στο πρώτο τμήμα του συμβολαίου (στ. 2-4) δηλώνεται ότι ο Ηρακλείδης από την Τήμνο λαμβάνει τη Δημητρία ως νόμιμη σύζυγό του (γυναίκα γνησίαν) από τον πατέρα της Λεπτίνη από την Κω και τη μητέρα της Φιλώτιδα και ότι είναι και οι δύο ελεύθεροι. Στη συνέχεια (στ. 4-6) καθορίζεται το ύψος της προίκας που προσφέρει η Δημητρία, ενώ ο Ηρακλείδης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στη Δημητρία όσα ταιριάζουν σε μια ελεύθερη γυναίκα και να καθορίσει από κοινού με τον πατέρα της νύφης τον τόπο διαμονής του ζευγαριού. Στους στ. 6-13 ακολουθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο συζύγων και οι αντίστοιχες κυρώσεις στην περίπτωση που παραβούν κάτι από τα συμφωνηθέντα. Στους στ. 13-16 ορίζεται ότι το συμβόλαιο γάμου θα είναι έγκυρο οπουδήποτε το προσκομίσει είτε ο Ηρακλείδης είτε η Δημητρία και όσοι την αντιπροσωπεύουν, ενώ και τα δύο μέρη έχουν την υποχρέωση να φυλάξουν από ένα αντίγραφο του συμβολαίου, ρήτρα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια φύλασσε συνήθως ένας από τους μάρτυρες· η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να οφείλεται στο ότι πρόκειται για Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και επομένως βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση. Τέλος, αναφέρονται τα ονόματα των έξι μαρτύρων (στ. 16-18).
Μέχρι πρόσφατα το κείμενο αυτό θεωρούνταν το αρχαιότερο ελληνικό έγγραφο που έχει σωθεί σε πάπυρο· τη θέση αυτή, ωστόσο, πήρε ένα έγγραφο που προέρχεται από τη Saqqara και έχει χρονολογηθεί στο 331 π.Χ. (SB XIV 11942· Turner 1974). Συνεχίζει, εντούτοις, να αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο συμβόλαιο γάμου στα ελληνικά.
Συμβόλαια γάμου στους παπύρους της Αιγύπτου
Τα συμβόλαια γάμου που προέρχονται από την Αίγυπτο διακρίνονται σε δύο είδη, τη συγγραφὴν συνοικισίου / συνοικισίας, όπως είναι και το συμβόλαιο που εξετάζουμε, και τη συγγραφὴν ομολογίας (π.χ. P.Tebt. I 104· III 1, 815· P.Paris 13· P.Freib. III 26, 29, 30· P.Hib. II 208).
Στη συγγραφὴν συνοικισίας που εξετάζουμε ο σύζυγος εμφανίζεται να παραλαμβάνει τη νύφη από τον πατέρα της (για τη μνεία και της μητέρας βλ. παρακ.): λαμβάνει Hρακλείδης… (στ. 2-4)· αυτή η διατύπωση αποτυπώνει τον παραδοσιακό θεσμό της έκδοσης, ο οποίος φαίνεται ότι μεταφέρεται από τους Έλληνες στην Αίγυπτο (για την εισαγωγή του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου στην Αίγυπτο βλ. Taubenschlag 1936). Γενικότερα, αυτός ο τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας, έχει θεωρηθεί ως το έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο με έκδοση της γυναίκας και με το οποίο ξεκινούσε η συζυγική ζωή του ζευγαριού. Ο άλλος τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ ομολογίας, έχει θεωρηθεί ως ένα οικονομικό έγγραφο που ρύθμιζε το θέμα της προίκας, συναπτόταν πριν από τον γάμο και –αρχικά τουλάχιστον– δεν περιείχε όρους σχετικούς με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων και τη σχέση μεταξύ τους, θέματα που ρύθμιζε στη συνέχεια η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. ΙII 1, 815 fr. 4, 223/2 π.Χ.). Όμως, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, καθώς η συζυγική ζωή του ζευγαριού ξεκινούσε πολλές φορές ήδη με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας, το έγγραφο αυτό άρχισε να θεωρείται αρκετό για να δηλώσει τον ίδιο τον γάμο. Συνακόλουθα, η συγγραφὴ συνοικισίου έπαψε να θεωρείται απαραίτητη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ενώ όροι που αφορούσαν τη σχέση των δύο συζύγων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους εισήχθησαν στη συγγραφὴν ομολογίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. Ι 104, 92 π.Χ). Οι πάπυροι P.Freib. IIΙ 26, 29, 30 (179/8 π.Χ.) είναι ενδεικτικοί μιας μεταβατικής φάσης: και στις τρεις περιπτώσεις ο γάμος έχει ήδη αρχίσει με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας και η συγγραφὴ συνοικισίου θα συναφθεί μόνον εάν το ζητήσει η γυναίκα.
Οι συμβαλλόμενοι και οι μάρτυρες
Τα συμβαλλόμενα μέρη του συγκεκριμένου συμβολαίου είναι ο σύζυγος Ηρακλείδης (μάλλον στρατιώτης στη φρουρά της Ελεφαντίνης) και ο πατέρας της Δημητρίας, Λεπτίνης (πιθανότατα στρατιώτης ή έμπορος στην ίδια περιοχή). Η Δημητρία αποτελεί απλώς το αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ των ανδρών και δεν συμμετέχει καθόλου στη σύναψη του συμβολαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μια γυναίκα δεν έχει καμία νομική εξουσία και δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει στην υπογραφή ενός συμβολαίου, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιον άνδρα να ενεργεί ως κηδεμόνας της (κύριος). Το ότι η Δημητρία δεν έχει νομική υπόσταση φαίνεται και από το γεγονός ότι στο μέλλον χρειάζεται κάποιους που θα ενεργήσουν εκ μέρους της ως αντιπρόσωποι (οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό που θα ορισθεί να πληρώσει ο σύζυγός της, αν συλληφθεί να παραβαίνει κάποια από τις ορισμένες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις του (στ. 12-13, 15). Οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες μπορεί να είναι ο πατέρας της, ο αδελφός της, άλλοι συγγενείς ή ακόμη και κάποιοι τρίτοι.
Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται, ωστόσο, ότι ο Ηρακλείδης ‘λαμβάνει’ τη Δημητρία όχι μόνο από τον πατέρα της αλλά και από τη μητέρα της Φιλωτίδα. Δεν είναι βέβαιο αν η συμμετοχή της μητέρας στην έκδοση ανάγεται στο δωρικό δίκαιο της Κω, τόπου καταγωγής της οικογένειας της νύφης, καθώς κάποιες επιγραφές από το νησί καταγράφουν τους πολίτες της Κω τόσο με το όνομα του πατέρα όσο και της μητέρας τους (Modrzejewski 1981: 250 και σημ. 75· Pomeroy 1984: 90). ή πρόκειται τελικά για μια εξέλιξη στο θεσμό της έκδοσης που λαμβάνει χώρα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Yiftach-Firanko 2003: 43· Parca 2012: 323). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η χρήση στο στ. 5 του α΄ πληθυντικού προσώπου ημας, που αφήνει να διαφανεί η φωνή του ζευγαριού (Modrzejewski 1981: 249).
Από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο συμβόλαιο για τον τόπο κατοικίας του ζευγαριού (στ. 5), ο οποίος πρέπει να ορισθεί από κοινού από τον σύζυγο και τον πατέρα της νύφης (η μητέρα δεν έχει εδώ κανένα ρόλο), αλλά και από τo ότι ορίζεται με έμφαση η ισχύς του συμβολαίου παντού και η διατήρηση αντιγράφων του από τους δύο συζύγους και όχι από κάποιον συγγραφοφύλακα (στ. 13-16) διαφαίνεται η πιθανότητα μετακίνησης του ζεύγους. Η μετακίνηση, που σχετίζεται ενδεχομένως με το επάγγελμα/ιδιότητα του Ηρακλείδη (στρατιώτης), θα στερούσε από τη Δημητρία τη δυνατότητα να την αντιπροσωπεύσει μέλος της οικογένειάς της σε κάποια νομική διαδικασία, όπως στην περίπτωση της λύσης του γάμου της, αλλά και γενικότερα να της παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Γι᾿ αυτό τον λόγο το συμβόλαιο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να την εκπροσωπήσουν γενικά οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες (στ. 12-13, 15).
Από τους έξι μάρτυρες (στ. 16-18) οι τρεις (Αντικράτης, Λύσις, Διονύσιος) είναι συμπατριώτες του Ηρακλείδη και προφανώς προέρχονται από το περιβάλλον του, ένας, ο Αριστόδικος, κατάγεται από την Κω και προέρχεται μάλλον από το περιβάλλον του πατέρα της νύφης Λεπτίνη, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος από τη Γέλα με το όνομα Κλέων και ένας Κυρηναίος, ο Αριστόμαχος (για την εξαμάρτυρον συγγραφήν βλ. Jur.Pap. σ. 101-103).
Η προίκα
Η προίκα που δίνεται στον Ηρακλείδη από τον πατέρα της Δημητρίας περιγράφεται ως φερνὴ και αποτελείται από ρουχισμό και κοσμήματα, δηλαδή κινητά αντικείμενα που ικανοποιούν τις προσωπικές ανάγκες της νύφης (στ. 4, 11-12). Καθώς την περίοδο αυτή οι μετακινήσεις ήταν συνεχείς, μια προίκα αποτελούμενη από κινητά αντικείμενα θα ήταν πιθανότατα πιο επιθυμητή (Pomeroy 1984: 91). Τέτοιου τύπου προίκα δεν προσφέρει παρά μόνον έμμεσο οικονομικό όφελος στον σύζυγο, καθώς τον απαλλάσσει από το να προμηθεύσει ο ίδιος στη σύζυγό του τα είδη αυτά επιβαρύνοντας τα οικονομικά του δικού του οίκου. Η προίκα (φερνή) της Δημητρίας ορίζεται ότι έχει αξία χιλίων δραχμών, ένα ποσό αρκετά σημαντικό.
Η προίκα ήταν εθιμικά επιβεβλημένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αν και δεν ήταν νομικά απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός γάμου. Προσφερόταν από τον κύριον, τον κηδεμόνα της νύφης, στον μέλλοντα σύζυγο (Wolff 1952: 157-181· Wolff 1957). Στο συμβόλαιο που εξετάζουμε και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η προίκα προσφέρεται στον σύζυγο από τον πατέρα της νύφης. Σε συμβόλαια γάμου του 3ου αι. π.Χ. (π.χ. P.Tebt. ΙII 1, 815) εμφανίζεται ακόμη και η μητέρα μόνη να προσφέρει την προίκα στον σύζυγο της κόρης της, ενώ από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συμβόλαια που προέρχονται από τη χώρα της Αιγύπτου ο σύζυγος δηλώνει ότι έχει λάβει την προίκα απευθείας από την ίδια τη γυναίκα του (π.χ. P.Freib. III 29· P.Tebt. I 104). Ωστόσο, σε ορισμένα συμβόλαια από την Αλεξάνδρεια (συγχωρήσεις) την προίκα εξακολουθούν να προσφέρουν οι γονείς ως και τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. (π.χ. BGU IV 1100, 1102). Η πόλη φαίνεται να είναι πιο συντηρητική σε σχέση με τη χώρα της Αιγύπτου στο θέμα αυτό.
Οι υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο
Στα συμβόλαια γάμου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένα μεγάλο τμήμα αφιερώνεται στις υποχρεώσεις των δύο συζύγων και στις αντίστοιχες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν τις τηρήσουν αλλά και στην ενδεχόμενη διάλυση του γάμου (για τις υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο βλ. και Arnaoutoglou 1995: 17-21· Vérilhac – Vial 1998: 267-279).
Στο υπό εξέταση συμβόλαιο η παράβαση των υποχρεώσεων της συζύγου περιγράφεται σύντομα: ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου (στ. 6). Αν και εν πρώτοις φαίνεται να υπονοείται κυρίως η μοιχεία, υπάρχουν και άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ντροπή στον σύζυγο, όπως η απρεπής δημόσια συμπεριφορά και ενδυμασία της γυναίκας. Ας σημειωθεί ότι σε άλλα συμβόλαια, κυρίως του 2ου αι. π.Χ., ορίζονται επακριβώς οι υποχρεώσεις της γυναίκας. Ο Ηρακλείδης θα πρέπει να αποδείξει τις ενδεχόμενες κατηγορίες εναντίον της συζύγου του μπροστά σε τρεις άντρες τους οποίους θα πρέπει να εγκρίνει και η Δημητρία (στ. 7-8). Η ασαφής διατύπωση των υποχρεώσεων της Δημητρίας αφήνει περιθώριο για διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν η συμπεριφορά της είναι κακή και ντροπιάζει το σύζυγό της. Αν, ωστόσο, οι τρεις άνδρες θεωρήσουν ότι η Δημητρία έχει υποπέσει σε κάποια τέτοια πράξη, θα στερηθεί την προίκα της (στ. 7). Η στέρηση της προίκας της γυναίκας στην περίπτωση διαζυγίου από δική της υπαιτιότητα εμφανίζεται κυρίως στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU IV 1050), ενώ τα περισσότερα συμβόλαια γάμου από την πτολεμαϊκή χώρα, αν και αναφέρουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της συζύγου, δεν κάνουν μνεία κυρώσεων στην περίπτωση που εκείνη δεν τις τηρήσει. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κλασικής Αθήνας σε περίπτωση διάλυσης του γάμου κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες η προίκα επέστρεφε στην οικογένεια της γυναίκας (MacDowell 1996: 140).
Στο προκείμενο συμβόλαιο οι υποχρεώσεις του συζύγου ρυθμίζονται πιο αναλυτικά σε σχέση με αυτές της γυναίκας (στ. 8-9). Ο Ηρακλείδης οφείλει να παρέχει στη σύζυγό του ό,τι ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, δηλαδή όχι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όλα όσα κάνουν μια ελεύθερη γυναίκα σεβαστή –κυρίως ρούχα και κοσμήματα. Απαγορεύεται να φέρει άλλη γυναίκα στο σπίτι ή να αποκτήσει παιδιά από άλλη γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι το συμβόλαιο απαγορεύει μόνο τη μοιχεία που διαπράττεται εντός του οίκου. Δεν απαιτείται μονογαμία εκτός σπιτιού, αρκεί οι ενδεχόμενες ερωτικές σχέσεις να μην οδηγήσουν στην απόκτηση παιδιών. Με την απαγόρευση της απόκτησης παιδιών από κάποια άλλη γυναίκα διασφαλίζεται αφενός η θέση της Δημητρίας ως νόμιμης συζύγου, αφού μόνον εκείνη μπορεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του συζύγου της, και αφετέρου η θέση των παιδιών της. Καθώς στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει τη θέση της γυναίκας ως νόμιμης συζύγου και των παιδιών της ως νόμιμων τέκνων διακρίνοντάς τα από τα νόθα, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη των απαγορεύσεων αυτών στα ιδιωτικά συμβόλαια γάμου (Ogden 1996: 340). Απαγορεύεται, τέλος, ο σύζυγος να κακομεταχειρισθεί (κακοτεχνείν) με οποιονδήποτε τρόπο τη Δημητρία. Η ασάφεια εξασφαλίζει τη σύζυγο από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο και να την προσβάλει στον κοινωνικό της περίγυρο.
Αν ο Ηρακλείδης παραβεί κάποιον από τους όρους του συμβολαίου και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες κοινής αποδοχής, οφείλει όχι μόνο να επιστρέψει την προίκα, αλλά και να καταβάλει, επιπλέον, ως πρόστιμο ένα ποσό ισάξιο αυτής, δηλαδή 1000 δραχμές αργυρίου Αλεξανδρείου (στ. 11-12). Η ενδεχόμενη καταδίκη του συζύγου από τους τρεις άνδρες θα έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης (στ. 12: η δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης∙ για τον όρο αυτό βλ. Wolff 1941) και συνεπάγεται δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του “τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα”, προκειμένου να εισπραχθεί το πρόστιμο των 1000 δραχμών (στ. 11-13). Η φράση πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών είναι τυπική στα ελληνικά κείμενα (π.χ. Δημοσθ., Κατὰ Λακρ. 12), ενώ στα παπυρικά έγγραφα της Αιγύπτου θα αντικατασταθεί σύντομα με μια έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στη γεωγραφία της χώρας: εκ τών υπαρχόντων αυτώι πάντων (βλ. π.χ. P.Freib. IIΙ 30 στ. 28· BGU ΙV 1050 στ. 18). Η κατάσχεση απαντά μόνο σε ένα ακόμη συμβόλαιο από τη χώρα της Αιγύπτου (P.Hib. II 208), ενώ είναι συνήθης στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU ΙV 1050-1052, 1098-1101).
Κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του Αλεξάνδρου, γιου του Αλεξάνδρου, το 14ο έτος της σατραπείας του Πτολεμαίου, το μήνα Δίο. Συμβόλαιο γάμου του Ηρακλείδη και της Δημητρίας. Ο Ηρακλείδης (από την Τήμνο) παίρνει τη Δημητρία από την Κω ως νόμιμη σύζυγό του από τον πατέρα της Λεπτίνη, Κώιο, και τη μητέρα της Φιλωτίδα· και οι δύο είναι ελεύθεροι. Εκείνη φέρει ως προίκα ρουχισμό και κοσμήματα αξίας χιλίων δραχμών και ο Ηρακλείδης θα παρέχει στη Δημητρία (στ. 5) όλα όσα αρμόζουν σε ελεύθερη γυναίκα. Θα ζήσουμε δε μαζί όπου φαίνεται καλύτερο στον Λεπτίνη και τον Ηρακλείδη, αφού αποφασίσουν από κοινού. Εάν η Δημητρία συλληφθεί να κάνει κάποια κακή πράξη που ντροπιάζει τον άνδρα της Ηρακλείδη, να στερηθεί όλα όσα έφερε ως προίκα, ο Ηρακλείδης όμως να αποδείξει ό,τι τυχόν καταγγέλλει εναντίον της Δημητρίας μπροστά σε τρεις άνδρες τους οποίους θα εγκρίνουν και οι δύο. Να μην επιτρέπεται στον Ηρακλείδη να φέρει στο σπίτι άλλη γυναίκα προσβάλλοντας τη Δημητρία, ούτε να τεκνοποιήσει από άλλη γυναίκα, ούτε να κάνει κάποια κακή πράξη ο Ηρακλείδης εναντίον της Δημητρίας με οποιοδήποτε πρόσχημα. (στ. 10) Εάν όμως ο Ηρακλείδης συλληφθεί να κάνει κάτι από αυτά και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες, τους οποίους εγκρίνουν και οι δύο, να αποδώσει ο Ηρακλείδης στη Δημητρία την προίκα χιλίων δραχμών που εκείνη έχει προσκομίσει και να πληρώσει ως πρόστιμο επιπλέον χίλιες δραχμές σε αργυρό νόμισμα του Αλεξάνδρου. Η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της να έχουν το δικαίωμα εκτέλεσης, σαν να επρόκειτο για δίκη που έχει νομίμως ολοκληρωθεί, εις βάρος του ίδιου του Ηρακλείδη και όλης της περιουσίας του, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αυτό το συμβόλαιο να ισχύει από κάθε άποψη, όπου τυχόν ο Ηρακλείδης το προσκομίσει κατά (στ. 15) της Δημητρίας ή η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της το προσκομίσουν κατά του Ηρακλείδη, σαν να είχε γίνει η συμφωνία σε εκείνο το μέρος. Ο Ηρακλείδης και η Δημητρία να έχουν το δικαίωμα να φυλάξει ο καθένας το δικό του συμβόλαιο και να το προσκομίσουν ο ένας κατά του άλλου. Μάρτυρες: Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος Κώιος.