αγαθήι τύχηι. επ’ αρχόντων Φύτωνος | |
εκ Πρωτείου, Φιλοστράτου Ειλυμνιέως, | |
Ευφραντίδου Διέως, Αριστομένου εξ | |
Άνω λόφο[υ], Φιλεταίρου εξ Ιρίστου, Λύκωνος | |
5 | Ειριέως, ιεροθύτου Τιμησιθέου, τοίσδε |
έδωκεν ο δήμος προξενίαν αυτοίς | |
καὶ εκγόνοις κατὰ τὸν νόμον· | |
Ἴδαι Δρωνίλου Εχιναίωι | |
Φαίακι Τιμασία Εχιναίωι | |
10 | Ὑβρίλαι Ιδρόμα Εχιναίωι |
Θευδώρωι Διονυσίου Σιδωνίωι | |
Φιλίτ[ω]ι Μνησιβούλου Αθηναίωι | |
Ευθυκρί[τ]ωι Ευθυκρίτου Αθηναίωι | |
Λακλείδ[α]ι Άχνωνος Φωκεί | |
15 | Αρχίππωι Ευξένου Συρακοσίωι |
Αρτεμιδώρωι Μέλανος Φασηλίτηι | |
Ασκλη[π]ιάδηι Hροδότου Σαμίωι | |
Διφίλωι Πολυώρου Τενεδίωι | |
Λέοντι Πανταλέοντος Ταραντίνωι | |
20 | Φιλοχάρει Αυτοκλέους Κυρηναίωι |
Ευρύαι Στρατονίκου Αιτωλώι | |
Νικοφώντι Αριστολάου Λοκρώι | |
Θευδώρωι Δαμοξένου Hρακλεώτηι | |
Παυσιμάχωι Π[ρ]ωτέου Ἁλικαρνασσεί | |
25 | Λυκόφρονι Κινέου Hρακλεώτηι |
Hρακλείτωι Ασκληπιάδου Ἁλικαρνασσεί | |
Αγαθάρχωι Ευφάνου Κυτινιεί | |
Δορκίναι Ευχείρου Εχιναίωι | |
Αριστοβούλωι Πεισιλάου Καλχηδονίωι | |
30 | Αμύνται Μένωνος Μακεδόνι εξ Αιγέων |
Αριστοβούλωι Περσαίου | |
Απολλοδώρωι Hρακλείδου Κυζικηνώι | |
[Κ]αλλίαι Ερμαφίλου Τενεδίωι | |
[Αγ]αθάρχωι Δημοκρίτου Αχαιώι εξ Αιγίρας | |
35 | [Ιά]σονι Δημοκλέους Ερυθραίωι |
..․c.6․․.ωι Αγεμάχου Αχαιώι εγ Λαρίσης | |
..․․c.7․.․ωι Αρχεδήμου Μακεδόνι εκ Θετταλονίκη[ς] | |
..․․․c.9․.․․έξεως Μακεδόνι εκ Θετταλονίκης | |
.․․․․.c.12․․․․..τ̣ους Μακεδόνι. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Η επιγραφή ξεκινά με επίκληση (στ. 1: με τη βοήθεια της Καλής Τύχης) και στη συνέχεια δίνεται η χρονική ένδειξη, με αναφορά στη συναρχία των επώνυμων αρχόντων της Ιστιαίας, η οποία αριθμούσε έξι (6) μέλη (στ. 1-5: αναγράφεται το όνομά τους σε γενική και το δημοτικό τους· για τη συναρχία των επώνυμων αρχόντων στην Ιστίαια, βλ. Γιαννακόπουλος 2012: 23-34) και στον σημαντικότερο, κατά πάσα πιθανότητα, θρησκευτικό αξιωματούχο της, τον ιεροθύτην (στ. 5: αναγράφεται μόνο το όνομά του σε γενική, χωρίς δημοτικό· για το αξίωμα του εν γένει του ιεροθύτου, βλ. Winand 1990· για το αξίωμα του ιεροθύτου στην Ιστίαια, βλ. Winand 1990: 206-207· Γιαννακόπουλος 2012: 42-49). Η χρονική ένδειξη μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε με ασφάλεια την απόδοση του συνόλου των προξενιών στο ίδιο έτος. Η επιγραφή συνεχίζει με μία «ψηφισματική» διατύπωση (στ. 5-7: ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο). Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων σε δοτική (στ. 8-39: όνομα, πατρωνυμικό και εθνικό). Η δομή της επιγραφής αυτής βρίσκει παράλληλο στους εκτενείς καταλόγους προξένων του Αιτωλικού κοινού του 3ου και του πρώιμου 2ου αι. π.Χ. (IG IX 12 1: 13, 17, 21, 24, 25, 29, 30, 31· βλ. σχετικά και Mack 2015: 288-291, Παράρτημα αρ. 1).
Το προνόμιο της προξενίας
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η προξενία αποτελούσε τιμητικό προνόμιο το οποίο χορηγούνταν από πόλεις σε ξένους. Στους κλασικούς χρόνους οι αποδέκτες του προνομίου αυτού, οι οποίοι λάμβαναν τον τίτλο του προξένου, συνιστούσαν επίσημο δίκτυο τοπικών φίλων για την πόλιν που τους τιμούσε, αναλαμβάνοντας να παράσχουν βοήθεια και τις υπηρεσίες τους στους πολίτες της οι οποίοι επισκέπτονταν την πατρίδα τους (για το προνόμιο της προξενίας, βλ. αναλυτικά Mack 2015, με προγενέστερη σχετική βιβλιογραφία). Για τη φύση του προνομίου της προξενίας στους ελληνιστικούς χρόνους έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις από τους σύγχρονους ερευνητές. Σύμφωνα με μία άποψη, εξακολούθησε να αποτελεί τιμητικό καθήκον (Gauthier 1985: 131-149, ιδίως 136-145), σύμφωνα με άλλη κατέληξε να είναι απλώς ένας τιμητικός, συμβολικός τίτλος (Gschnitzer 1973), ενώ υπάρχουν και οι ερευνητές εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη συνθετότητα του ζητήματος και αποφεύγουν τις γενικεύσεις (Mack 2015: 8 και passim).
Προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Όσον αφορά στους Ιστιαιείς αξιωματούχους της επιγραφής, ο άρχων με το όνομα Φύτων –σημειωτέον ότι το όνομα αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο– είναι πιθανώς ο ομώνυμος ιερομνήμων του φθινόπωρου του 254 π.Χ. (CID IV: 47 στ. 8).
Όσον αφορά στους προξένους, ο Αιτωλός (στ. 21), ο Λοκρός (στ. 22) και αυτός από την Ηράκλεια τὴν εν Τραχινία (στ. 23) ταυτίζονται, όπως προαναφέρθηκε, με ιερομνήμονες της Δελφικής Αμφικτυονίας του έτους 263 π.Χ. και η παρουσία τους στον κατάλογο αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με αρκετή ασφάλεια την απόδοση των προξενιών περί το 263 π.Χ. (βλ. αναλυτικά ανωτ. Χρονολογία).
Ο Αλικαρνασσεύς Παυσίμαχος, γιος του Πρωτέου, μέσω του ονόματος και του πατρωνυμικού του, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με άλλους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι στον 3ο αι. π.Χ. δραστηριοποιούνταν στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα και φαίνεται ότι αποτελούσαν μέλη μιας οικονομικά εύρωστης οικογένειας η οποία πιθανώς ασχολούνταν με το εμπόριο (Miller 1974 pace J. και L. Robert, BE 1974: αρ. 547): συγκεκριμένα, ο Παυσίμαχος Λεωνίδου μαρτυρείται ως πρόξενος των Δελφών (LGPN V B 7), ο Λεωνίδης Πρωτέου ως αναθέτης στοάς στη Φάρσαλο, από τα έσοδα της οποίας θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, γυμνικοί αγώνες και αγώνες λαμπαδηδρομίας προς τιμήν του με την ονομασία Λεωνίδεια, το 300-250 π.Χ. περ. (LGPN V B 3), και ο Παυσίμαχος Νουμηνίου μαρτυρείται ως πρόξενος της Φαρσάλου (LGPN V B 5).
Για τον έτερο Αλικαρνασσέα πρόξενον, τον Ηράκλειτο, γιο του Ασκληπιάδου (στ. 26), γνωρίζουμε ότι ήταν σημαίνουσα προσωπικότητα καθώς, όχι μόνο απαντά σε κατάλογο προξένων και από τη Χίο του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. (Vanseveren 1937: αρ. 6 Β στ. 11-13· πρβλ. Mack 2015: 301-303, Παράρτημα αρ. 4.2) αλλά και μαρτυρείται η ανέγερση ανδριάντα από τον αδελφό του προς τιμήν του στο Αμφιαράειον στον Ωρωπό, ως ανάθημα στο θεό (I.Oropos 415· 250-225 π.Χ. περίπου). Ο σημαντικός αυτός άνδρας δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον ομώνυμο Αλικαρνασσέα ποιητή και ξένον, το θάνατο του οποίου θρηνεί ο Κυρηναίος ποιητής Καλλίμαχος (Επίγραμμα 2 = A.P. vii. 80, Diog. Laert. ix. 17). Για τον εν λόγω ποιητή έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ήταν διπλωμάτης διεθνούς φήμης και συνδεόταν, πιθανώς, με την πτολεμαϊκή αυλή (βλ. σχετικά Swinnen 1970· Mack 2015: 160-161 και σημ. 32).
Ο τόπος καταγωγής του προξένου Αριστοβούλου, γιου του Περσαίου (στ. 31), δεν μαρτυρείται. Για ευνόητους λόγους, το εθνικό ενός προξένου σπανίως παραλείπεται από τις επιγραφές, είτε γιατί αυτός ήταν πολύ γνωστό και σημαίνον πρόσωπο (Mack 2015: 53 σημ. 104) ή γιατί δεν έμενε στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ασκήσει εκεί τις λειτουργίες που απέρρεαν από το προνόμιο της προξενίας (Knoepfler, Décrets érétriens 279-281). Το όνομα Αριστόβουλος ήταν κοινό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (απαντά τριακόσιες πενήντα έξι [356] φορές), σε αντίθεση με το όνομα Περσαίος, το οποίο πρέπει να ήταν εξαιρετικά σπάνιο, καθώς απαντά μόλις οκτώ (8) φορές. Κατά συνέπεια, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη εγγραφή ενός παρόμοιου ονόματος, δύο στίχους πιο πάνω (στ. 29: Αριστόβουλος Πεισιλάου Καλχηδόνιος) –ο D. Knoepfler (Knoepfler, Décrets érétriens 280) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό, κάτι τέτοιο όμως δε μπορεί να αποδειχτεί και, κατά την άποψή μας, δεν κρίνεται απαραίτητο–, τότε ο πρόξενος αυτός, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές, θα μπορούσε να είναι γιος ενός σημαντικού άνδρα, του στωικού φιλοσόφου Περσαίου από το Κίτιο της Κύπρου (βλ. σχετικά Erskine 2011· Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31), ο οποίος βρέθηκε στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά πιθανώς από τις αρχές της δεκαετίας του 270 π.Χ., έλαβε σημαντικά αξιώματα και, μάλιστα, άσκησε επιρροή στον Μακεδόνα βασιλέα για ζητήματα της Εύβοιας. Συγκεκριμένα, στον βίο του Μενεδήμου (Διογένης Λαέρτιος 2.143-144), ο Περσαίος εμφανίζεται να αποτρέπει τον Αντίγονο να προβεί σε αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ερέτρια για χάρη του Μενεδήμου. Στην περίπτωση αυτή, ο γιος του Περσαίου Αριστόβουλος θα ήταν αξιωματούχος στην Μακεδονία. Ο W. Mack (Mack 2015: 53 σημ. 104, 159 σημ. 28) θεωρεί πιθανή την ταύτιση αυτή και υποθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό Κιτιεύς θα ήταν μάλλον αποπροσανατολιστικό. Αν η ταύτιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα –οι όποιες επιφυλάξεις μας έγκεινται στο γεγονός ότι ο Περσαίος ανέλαβε τη διοίκηση της Κορίνθου κατά τα έτη 245-243 π.Χ. (βλ. σχετικά Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31) και, μη γνωρίζοντας το πότε γεννήθηκε, αναρωτιόμαστε αν την εποχή της παραχώρησης του προνομίου της προξενίας στον Αριστόβουλο από τους Ιστιαιείς ο Περσαίος μπορούσε να έχει ενήλικα τέκνα–, τότε ο πρόξενος των Ιστιαιέων θα μπορούσε ίσως –η εκδοχή αυτή φαντάζει πολύ λιγότερο πιθανή– να έχει συγγενική σχέση με τον Περσαίο, γιο του Γαζαίου, ο οποίος μαρτυρείται σε επιτάφια επιγραφή του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. από την Δημητριάδα (Αρβανιτόπουλος 1909: αρ. 109).
Στον τελευταίο στίχο της επιγραφής (στ. 39), ο πρόξενος, το όνομα του οποίου δεν σώζεται ολόκληρο, προσδιορίζεται ως Μακεδών, χωρίς αναφορά στην πόλη καταγωγής του. Έχει υποστηριχθεί, ορθώς κατά την άποψή μας, ότι στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το εθνικό της ευρύτερης περιοχής και όχι της πόλης καταγωγής του προξένου, τότε οι λόγοι παροχής του προνομίου της προξενίας δεν είχαν, επί της ουσίας, σχέση με την πόλη καταγωγής του, αλλά συνήθως με την σημαίνουσα ιδιότητά του (Mack 2015: 55-56 και σημ. 115). Όπως επισημαίνει ο W. Mack, αυτό συμβαίνει συνήθως με το εθνικό Μακεδών. Αυτοί οι Μακεδόνες, για τον ακριβή τόπο καταγωγής των οποίων δε γνωρίζουμε περισσότερα, συχνά γίνεται σαφές ότι λάμβαναν το προνόμιο της προξενίας ως αξιωματούχοι βασιλέων.
Ερμηνευτική προσέγγιση
Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης. Όταν άρχοντες ἠταν ο Φύτων από το δήμο του Πρωτείου, ο Φιλόστρατος από το δήμο του Ελυμνίου, ο Ευφραντίδης από το δήμο του Δίου, ο Αριστομένης από το δήμο του Άνω Λόφου, ο Φιλέταιρος από το δήμο του/της Ιρίστου, ο Λύκων από το δήμο των Ειριέων, όταν ιεροθύτης ήταν ο Τιμησίθεος, ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο·
(Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων)
Καλλικλής Ἁριμούθηι | |
χαίρειν. σύνταξον μετρήσ̣[αι] | |
τὸ σήσαμον τ̣ὸ̣ εμ Πέλαι | |
Πρωτομάχωι ‘καὶ τώι σιτολόγ̣[ωι,]’ ου γὰρ έστιν | |
5 | εν τήι πόλει σήσαμον. ίνα ούν |
μηθέν υστερήι̣ τὰ ε[λ]αιουργία | |
φρόντισον ίνα μὴ αιτίας έχης | |
καὶ τοὺ[ς] ε̣[λ]α̣ιο̣υ̣ρ̣γ̣οὺς απόσ- | |
τειλόν μοι. | |
10 | έρρωσο. (έτους) κδ Επεὶφ κ. |
πίσω πλευρά (verso) | |
(2ο χέρι) | |
(έτους) κδ Επεὶφ κ, παρὰ Καλλικλέους περὶ ση- | |
σάμου ώστε Πρωτομάχωι. | |
(1ο χέρι) | |
Ἁριμούθηι. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Το κείμενο έχει την τυπική δομή μιας επιστολής: αρχικά καταγράφονται τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη, συνοδευόμενα από το γνωστό χαιρετισμό “χαίρειν” (στ. 1-2), ενώ στο κύριο τμήμα του κειμένου βρίσκεται το αίτημα του Καλλικλή προς τον Αριμούθη σχετικά με την αποστολή σησάμου στα ελαιουργεία, ώστε να μην υπάρξει έλλειψη σησαμελαίου στην πόλη της Οξυρύγχου (στ. 2-7). Επιπλέον, ο Καλλικλής ζητεί και την αποστολή των ελαιουργών, δηλαδή των ειδικών επαγγελματιών επεξεργασίας του σησάμου για την παραγωγή σησαμελαίου (στ. 8-9). Η επιστολή ολοκληρώνεται με τον τυπικό χαιρετισμό “έρρωσο” και τη χρονολογία σύνταξής της (στ. 10). Στην πίσω πλευρά (verso) του παπύρου δηλώνεται η χρονολογία σύνταξης του κειμένου, ενώ περιέχεται και συντομότατη περίληψη του θέματός του (στ. 11-13).
Ο τοπάρχης Αριμούθης
Παραλήπτης της επιστολής είναι ο Αριμούθης, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του νομάρχου και αργότερα του τοπάρχου του Οξυρυγχίτη νομού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου, όπως αποδεικνύουν άλλα κείμενα από την αλληλογραφία του (P.Hib. I 44 verso στ. 9, 85 στ. 9-10· P.Yale I 33 verso στ. 1· για τα αξιώματα του νομάρχου και του τοπάρχου βλ. Van’t Dack 1948· David Thomas 1978· Pruneti 1989). Η ανταλλαγή επιστολών του Αριμούθη με διάφορους κυβερνητικούς λειτουργούς και επαγγελματίες της πτολεμαϊκής Αιγύπτου καταδεικνύει τη γραφειοκρατία που χαρακτήριζε την πολύπλοκη διοικητική μηχανή της χώρας επί Φιλάδελφου (White 1986: 23). Η εμπλοκή του νομάρχου / τοπάρχου ‒και κατά συνέπεια του Αριμούθη‒ με τη διαχείριση και την επίβλεψη της παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο προβλεπόταν από τη νομοθεσία, όπως αποκαλύπτει σχετική διάταξη των Τελωνικών νόμων: P.Rev. στήλη XLII στ. 5-6.
Η παραγωγή και επεξεργασία ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο
Η σπουδαιότητα του ελαίου στην οικονομία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αλλά και στη διατροφή των κατοίκων της αποδεικνύεται από την ύπαρξη μονοπωλίου (ελαϊκή) στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (Bingen 1946· Préaux 1954· Brent Sandy 1989: 2). Αν και η καλλιέργεια της ελιάς ήταν ευρέως διαδεδομένη σε πολλές περιοχές της Μεσογείου κατά την κλασική περίοδο, η κακή ποιότητα του καρπού του ελαιόδεντρου που ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο δεν ευνοούσε την ελαιοκαλλιέργεια και την κατανάλωση ελαιόλαδου, όπως μαρτυρεί και η επιστολή του αρχείου του Ζήνωνα SB III 6815 στ. 8-9: η γὰρ Αιγυπτία (sc. ελαία) ουκ επ[ιτηδεία εστὶ]ν εις ελαιώνας αλλὰ εις παρα[δείσους· πρβλ. Θεόφραστος, Περὶ φυτών ιστορία 4.2.8-9: τὸ δ’ έλαιον ουδέν χείρον τού ενθάδε (Dubois 1925: 70-73· Brent Sandy 1989: 76). Για το λόγο αυτό η κατανάλωση ελαιόλαδου δεν ήταν διευρυμένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αρκετοί πάπυροι του ίδιου αρχείου (ενδεικτικά: SB III 6779 στ. 12 et passim, 6780 στ. 13, 6718 στ. 2, 9, 6781 passim· P.Lond. VII 2162 στ. 6) κάνουν λόγο για εισαγωγή ελαιόλαδου από περιοχές εκτός Αιγύπτου, όπως η Συρία, η Σάμος και η Μίλητος (Préaux 1947: 58).
Η βασικότερη πηγή ελαίου στην ελληνιστική Αίγυπτο ήταν το σήσαμον (Schnebel 1925: 197-200). Πρόκειται για το κοινό σουσάμι, τον σπόρο που προέρχεται από το φυτό sesamum indicum, ο οποίος με κατάλληλη επεξεργασία δίνει καλής ποιότητας λάδι, κατάλληλο προς βρώση (Dalby 2003: 297-298). Πάπυροι της περιόδου, αρκετοί από τους οποίους προέρχονται από το αρχείο του Ζήνωνα, παρέχουν πληροφορίες για τη σπορά, τη συγκομιδή, την επεξεργασία και την εξαγωγή ελαίου από σήσαμον (Rostoftzeff 1922: 87-88· Préaux 1947: 30-31· Brent Sandy 1989: 62-71). Πηγή ελαίου στην Αίγυπτο υπήρξε και ο σπόρος του κνήκους, από τον οποίο παραγόταν το γνωστό σήμερα καρδαμέλαιο, λάδι που χρησιμοποιόταν ευρέως στη χώρα του Νείλου κατά την πτολεμαϊκή περίοδο (Schnebel 1925: 202· Brent Sandy 1989: 83-87· Dalby 2003: 289). Τέλος, οι σπόροι του κροτώνος παρήγαγαν το ευρέως διαδεδομένο στη φαραωνική Αίγυπτο κίκι (Schnebel 1925: 200-201· Brent Sandy 1989: 35-54), του οποίου η υψηλή πυκνότητα, η δυνατή οσμή και η όξινη γεύση το καθιστούσαν ακατάλληλο προς βρώση αλλά χρήσιμο για φωτισμό (πρβλ. Ηρόδοτος 2.94: Αλείφατι δέ χρέωνται Αίγυπτίων οι περὶ τὰ έλεα οικέοντες απὸ τών σιλλικυπρίων τού καρπού, τὸ καλεύσι μέν Αιγύπτιοι κίκι… Έστι δέ πίον καὶ ουδέν ἧσσον τού ελαίου τω λύχνω προσηνές, οδμὴν δέ βαρέαν παρέχεται) (Mossakowska 1994).
(βασισμένη στο Παπαθωμάς 2019: 781)
Ο Καλλικλής στέλνει χαιρετισμούς στον Αριμούθη. Διάταξε να παραδοθεί το σουσάμι που βρίσκεται στην Πέλα στον Πρωτόμαχο “και στον σιτολόγο”· γιατί δεν υπάρχει (στ. 5) στην πόλη σουσάμι. Για να μην υπάρξει, λοιπόν, καμία έλλειψη στα ελαιουργεία, φρόντισε για να μην κατηγορηθείς εσύ, και στείλε μου τους ελαιουργούς. (στ. 10) Να είσαι καλά! 24ο έτος, 20ή Επείφ. (πίσω πλευρά [verso]) 24ο έτος, 20ή Επείφ, από τον Καλλικλή, σχετικά με σουσάμι, ώστε (να παραδοθεί) στον Πρωτόμαχο. Προς τον Αριμούθη.
Γορπιαίου κ̅γ̅ | |
Βασιλε̣ύ̣οντος Πτολεμαίου τού Πτολεμαίου καὶ [Αρσινόης] | |
θεών Α̣δελφών (έτους) ι, εφʼ ιερέως Απολλωνίδου τού [Μοσχίωνος] | |
τὸ β (έτος) [Α]λεξάνδ̣ρου καὶ θεών Αδελφών καὶ θεών Ευ[εργετών,] | |
5 | κανη[φό]ρου Αρσινόης̣ Φιλαδέλφου Μενεκράτειας τ[ής Φιλάμ-] |
μονος τὸ β (έτος), μηνὸς Γορπιαίου κ̅γ̅, εγ Κροκοδ̣ίλω[ν πόλει] | |
τού Αρ[σ]ινοΐτου. τάδε διέθετο νοών κ̣α̣ὶ̣ φρ̣ο̣ν̣[ώ]ν [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] | |
δης Βοιώ̣τιος τών Πυθαγγέλο[υ] ε̣πιλοχα[γὸς] κ̣[ληρούχος] | |
ὡς (ετών) ξ μελίχρους βραχὺς ουλὴ επʼ αριστερας [ο]φ[ρύος] | |
10 | αν[α]φ̣[άλ]ακρος. είη μέμ μοι υγιαίνοντι αυτὸν τ[ὰ] |
[εμα]υ̣τού διοικείν. εὰν δέ τι ανθρώπινον πάσχω, [κατα-] | |
[λείπω τ]ὰ̣ υπάρχοντά μοι πάντα Αριστ[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ους αστήι. άλλωι δέ ουθενὶ ουθέν κ[αταλεί-] |
|
[πω. οφεί]λ̣ω ουθενὶ ουθέν. επιτρόπους δέ αιρο[ύμαι] | |
15 | [βασιλέα Πτολεμαίον τὸν εγ βασιλέως] Π̣τ̣[ολεμαίου κτλ.] |
23η του (sc. μήνα) Γορπιαίου. Επί της βασιλείας του Πτολεμαίου, του γιου του Πτολεμαίου, και της Αρσινόης, των θεών Αδελφών, κατά το 10ο έτος, όταν ήταν ιερέας ο Απολλωνίδης, ο γιος του Μοσχίωνος, για 2ο χρόνο, (sc. ιερέας) του Αλεξάνδρου και των θεών Αδελφών και των θεών Ευεργετών, (στ. 5) και κανηφόρος της Αρσινόης Φιλαδέλφου (sc. ήταν) η Μενεκράτεια, η κόρη του Φιλάμμωνα, για 2ο χρόνο, την 23η του μήνα Γορπιαίου, στην Κροκοδειλόπολη του Αρσινοΐτη (sc. νομού). Τις εξής ρυθμίσεις σχετικά με τη διαθήκη του έκανε έχοντας πνευματική διαύγεια και τη φρόνησή του ο …-δης, Βοιωτός, επιλοχαγός του στρατιωτικού σώματος του Πυθαγγέλου, κληρούχος, περίπου 60 ετών, με σταρένιο δέρμα, κοντός, με ουλή στο αριστερό φρύδι, (στ. 10) φαλακρός στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Μακάρι να έχω υγεία και να διαχειρίζομαι τις υποθέσεις μου. Εάν, όμως, πάθω κάτι ανθρώπινο (sc. πεθάνω), κληροδοτώ όλα μου τα υπάρχοντα στην Αριστ-…, (κόρη του…,) αστή. Σε κανέναν άλλον δεν αφήνω τίποτα. Δεν οφείλω τίποτα σε κανέναν. Επιλέγω δε ως εκτελεστές της διαθήκης (στ. 15) τον βασιλιά Πτολεμαίο, γιο του βασιλιά Πτολεμαίου…
[— — — — — — — — — καὶ ανανεωσαμένου] τού δήμ[ο]- | |
[υ τὴ]ν θυσίαν καὶ τ[ὰ αγωνίσματα τών Πα]ναθηναίω- | |
ν τό τε στάδιον κατ[εσκεύασεν επαξί]ως καὶ ανατ- | |
ίθησιν τήι Αθηναι τήι [Νίκηι στήλ]ας εχούσας υπ- | |
5 | ομνήματα τών [τώι βασιλεί] πεπραγμένων πρὸς το- |
ὺς βαρβάρους υπέρ τής τών Ελλήνων σωτηρίας. vv | |
όπως άν ούν η βουλὴ καὶ ο δήμος φαίνηται διαφυλ- | |
άττων [τοίς ευεργέταις] τὰς χάριτας, v αγαθήι τύ- | |
χηι δεδόχθαι τήι βουλήι, v επαινέσαι μέν Hράκλ- | |
10 | ειτον Ασκληπιάδου Αθμονέα καὶ στεφανώσαι χρ- |
υσώι στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς θ- | |
εοὺς καὶ ευνοίας καὶ φιλοτιμίας ἧς έχων διατε- | |
[λεί περί] τε [τὸν βασιλέα Αντίγονον καὶ] τὴμ βουλ- | |
[ὴν καὶ τὸν] δήμον τὸν Αθηναίων· v καὶ αναγορεύσα- | |
15 | [ι τούτον τὸν στέ]φανον εν τώι γυμνικώι αγώνι [τὸ]- |
[ν αγωνοθέτην? κατὰ τὸ]ν νόμον· v επιμεληθήναι δέ | |
[τής ποήσεως τού στεφάνου τὸν επὶ] τής διοικήσε- | |
[ως· όπως άν ούν αυτώι υπόμνημα υπάρ]χηι τής φιλο- | |
[τιμίας, τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυταν]είαν ανα- | |
20 | [γράψαι τόδε τὸ ψήφισμα εν στήληι· v εις δέ τ]ὴν στ- |
[ήλην μερίσαι τὸν επὶ τήι διοικήσει τὸ γενόμε]ν- | |
[ον ανάλωμα]. |
Ψήφισμα για ένα φίλο και σύνδεσμο του Μακεδόνα βασιλιά και επικυρίαρχου της Αθήνας Αντίγονου Γονατά με την πόλη. Χαρακτηριστικό εδώ το παράδειγμα ενός Αθηναίου πολίτη και αξιωματούχου του βασιλιά (διατέλεσε φρούραρχος του Πειραιά, IG II2 1225) που συντελεί στη συνέχιση παραδοσιακών δραστηριοτήτων της πόλης (αγωνοθεσία των Παναθηναίων μετά τον Χρεμωνίδειο πόλεμο και πιθανότατα μετά και την απαλλαγή της Αθήνας από τη φρουρά του Αντιγόνου Γονατά στο Μουσείο) αλλά ταυτόχρονα αναθέτει στο ναό της Αθηνάς Νίκης στήλες με αναφορές των νικών του Μακεδόνα βασιλιά του «προς τους βαρβάρους» (το σημείο της ανάθεσης ήταν απόλυτα ταιριαστό λόγω της μαρτυρίας και της σημασίας της ανάγλυφης ζωφόρου του ναού της Αθηνάς Νίκης για την εποχή των Μηδικών). Πρόκειται μάλλον για κάποιας μορφής λογοτεχνική αναγραφή της επιτυχούς αντιμετώπισης των Γαλατών από τον Γονατά (μάχη της Λυσιμαχείας, 277 π.Χ.), σημείο σταθερής δόξας και νομιμοποίησης της βασιλικής εξουσίας του έναντι των ελληνικών πόλεων αλλά και της ίδιας της Μακεδονίας. Η πόλη δεν έχει αυτή ανεγείρει τις τιμητικές στήλες, όμως καταφάσκει έμμεσα πλήρως τη βασιλική φήμη και επικυριαρχία με την τίμηση του Ηράκλειτου, ο οποίος παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως ευεργέτης της πόλης του και βασικός συντελεστής στη ζωτική επαναλειτουργία βασικών θρησκευτικών και αθλητικών θεσμών της (αγώνες των Παναθηναίων) μετά από μια περίοδο περιορισμών και δυσπραγίας. Το ψήφισμα της πόλης μοιάζει να επικυρώνει ένα ιστορικό συμβιβασμό με τη βασιλική εξουσία. Στους στ. 5 και 13 είναι εμφανής η απόξεση των αναφορών στον Γονατά, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί μετά την οριστική ρήξη των σχέσεων Αθήνας και Αντιγονιδών στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
—– και όταν ο δήμος επανέλαβε το έθιμο της θυσίας και των αγώνων των Παναθηναίων, (ο Ηράκλειτος) και το στάδιο επισκεύασε κατά τρόπο αντάξιο της πόλεως και αναθέτει στην Αθηνά Νίκη στήλες που περιέχουν (στ. 5) υπομνήματα των κατορθωμάτων του βασιλιά εναντίον των βαρβάρων για τη σωτηρία των Ελλήνων. Για να δειχθεί λοιπόν η ευγνωμοσύνη της βουλής και του δήμου προς τους ευεργέτες, με καλή τύχη, αποφασίζει η βουλή να επαινεθεί (στ. 10) ο Ηράκλειτος, ο γιος του Ασκληπιάδη από το δήμο του Αθμόνου, και να στεφανωθεί με χρυσό στεφάνι λόγω της ευσέβειάς του προς τους θεούς και της εύνοιας και της φιλοτιμίας που δείχνει σταθερά έναντι του βασιλιά Αντιγόνου και της βουλής και του δήμου των Αθηναίων. Και ν’ αναγορεύσει (στ. 15) αυτό το στεφάνι ο αγωνοθέτης κατά το γυμνικό αγώνα σύμφωνα με το νόμο, να φροντίσει δε για την κατασκευή του ο επί της διοικήσεως. Για να διασφαλισθεί η ανάμνηση της ευεργεσίας του τιμώμενου, ο γραμματέας της πρυτανείας (στ. 20) ν’ αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε στήλη. Να διαθέσει δε το ποσό για την αναγραφή αυτή ο επί της διοικήσεως.
[επ]ὶ Ε[υκτήμον]ος άρχοντος, επὶ | |
[τή]ς Αντιγο[νίδος δ]ευτέρας πρ- | |
[υ]τανείας, ἧι Θεόφιλος Ξ̣ε̣ν̣ο̣φ[ώ]- | |
ντος ΚεφαλήθενVII εγραμμάτε[υε]- | |
5 | ν· Μεταγειτνιώνος δεκάτει υσ- |
τέραι· μιαι καὶ εικοστεί τής π- | |
ρυτανείας· εκκλησία· τών προέ- | |
δρων επεψήφιζε Λυσίμαχος Να- | |
υσιστράτου Προσπάλτιος καὶ | |
10 | συνπρόεδροι· έδοξεν τώι δήμω- |
ι· Φιλιππίδης Φιλομήλου Παια- | |
νιεὺς είπεν· επειδὴ οι πρέσβ<ε>- | |
ις οι αποσταλέντες πρὸς τὸν β- | |
ασιλέα Κάσσανδρον αποφαίνο- | |
15 | υσι Ποσείδιππον συναποδημή- |
σαντα μεθ’ εαυτών χρήσιμον εί- | |
ναι εαυτοίς αποδεικνύμενον | |
τὴν εύνοιαν, ήν είχε πρὸς τὸν δ- | |
ήμον τὸν Αθηναίων, δεδόχθαι τ- | |
20 | ώι δήμωι· επαινέσαι Ποσείδιπ- |
πον Βακχίου Κοθωκίδην καὶ στ- | |
εφανώσαι αυτὸν θαλλού στεφά- | |
νωι, όπως άν ὡς πλείστοι φιλοτ- | |
ιμώνται χρείαν παρέχεσθαι ε- | |
25 | 〚<πὶ>〛 τὰ συνφέροντα τώι δήμωι· αν- |
αγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸ- | |
ν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανε- | |
ίαν εν στήλει λιθίνει καὶ στή- | |
σαι εν ακροπόλει· εις δέ τὴν αν- | |
30 | αγραφὴν τής στήλης δούναι τὸ- |
ν εξεταστὴν καὶ τοὺς τριττυά- | |
ρχους v ΔΔ v δραχμάς. | |
vacat 0,027 | |
(corona) |
Στη στήλη σώζεται ψήφισμα προς τιμήν Αθηναίου πολίτη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Η πόλη τον τιμά με δημόσια στεφάνωση και ίδρυση στήλης, στην οποία θα αναγραφεί το ψήφισμα. Οι τιμές που αποδίδονται στον Ποσείδιππο έχουν, όπως αναγράφεται στο ψήφισμα, παραδειγματικό χαρακτήρα ώστε να παρακινούνται και άλλοι πολίτες να προσφέρουν τα μέγιστα στην πατρίδα. Εκτός από τα τυπικά στοιχεία που αναφέρονται στο ψήφισμα, στο τέλος του γίνεται μνεία δύο διαφορετικών αξιωματούχων, επιφορτισμένων κατά την εποχή αυτή με την πληρωμή της αναγραφής της στήλης, του εξεταστού (οικονομικού αξιωματούχου) και των τριττυάρχων (αξιώματος αρχικά σχετικού με την οργάνωση των ναυτικών πραγμάτων).
Με το ψήφισμα τιμάται ο Ποσείδιππος γιος του Βακχίου από το δήμο των Κοθωκιδών για τις υπηρεσίες που προσέφερε κατά τη διάρκεια αθηναϊκής πρεσβείας προς τον βασιλέα Κάσσανδρο. Η αποστολή της αθηναϊκής πρεσβείας έγινε μετά τη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) και την ήττα του Αντιγόνου και του Δημητρίου στο πλευρό των οποίων οι Αθηναίοι είχαν παραταχθεί. Μετά την ήττα και το θάνατο του Αντιγόνου οι Αθηναίοι προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από τον Δημήτριο και να πλησιάσουν τους υπόλοιπους βασιλείς. Η Αθήνα από το 307 έως το 301 π.Χ. είχε προσκολληθεί στον Δημήτριο, ο οποίος μέσω δικών του ανθρώπων υπαγόρευε την πολιτική της πόλης σε όλους τους τομείς. Η αναφερόμενη πρεσβεία εντάσσεται στις προσπάθειες των Αθηναίων να συνάψουν ειρήνη με τον βασιλέα της Μακεδονίας και να τηρήσουν από το σημείο αυτό και έπειτα στάση ουδετερότητας στις συγκρούσεις μεταξύ των Διαδόχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο, για πρώτη ίσως φορά, αποκαλείται ο Κάσσανδρος με τον τίτλο του βασιλέα, πράγμα που δεν συνέβαινε προηγουμένως στα κείμενα της περιόδου 307-301 π.Χ. όταν ο Κάσσανδρος ήταν εχθρός της πόλης, ως συμμάχου των Αντιγονιδών.
Το τιμητικό αυτό ψήφισμα προσφέρει πληροφορίες, άγνωστες από άλλες πηγές, σχετικά με τις υπηρεσίες του τιμωμένου προσώπου υπέρ της Αθήνας. Προφανώς οι καλές σχέσεις που είχε ο τιμώμενος με την αυλή του Κασσάνδρου ετέθησαν στην υπηρεσία της πατρίδος του, και μετά την επιστροφή της πρεσβείας οι υπόλοιποι απεσταλμένοι πρότειναν να τιμηθεί από την πόλη. Ανάλογο παράδειγμα τιμητικού ψηφίσματος, για πολύ σοβαρότερες όμως υπηρεσίες και άγνωστες από αλλού, έχουμε για τον Αθηναίο ποιητή Φιλιππίδη γιο του Φιλοκλέους από το δήμο της Κεφαλής (IG II2 657).
Επί Ευκτήμονος άρχοντος, όταν η Αντιγονίς φυλή πρυτάνευε δεύτερη κατά σειρά. Γραμματέας ήταν ο Θεόφιλος, γιος του Ξενοφώντος από το δήμο της Κεφαλής. (στ. 5) Εικοστή πρώτη του μηνός Μεταγειτνιώνος, εικοστή πρώτη μέρα της πρυτανείας. Σύγκληση της εκκλησίας του δήμου. Από τους προέδρους της εκκλησίας έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία ο Λυσίμαχος, γιος του Ναυσιστράτου από το δήμο των Προσπάλτων και (στ. 10) οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε ο δήμος˙ εισήγηση του Φιλιππίδου, γιου του Φιλομήλου από το δήμο της Παιανίας. Επειδή οι πρέσβεις που έστειλαν οι Αθηναίοι προς τον βασιλέα Κάσσανδρο δηλώνουν (στ. 15) ότι ο Ποσείδιππος ο οποίος τους συνόδευσε στην αποστολή τους, ήταν χρήσιμος σε αυτούς, αποδεικνύοντας την εύνοια που έχει προς το δήμο των Αθηναίων, να αποφασίσει (στ. 20) ο δήμος να επαινέσει τον Ποσείδιππο, γιο του Βακχίου από το δήμο των Κοθωκιδών και να τον στεφανώσει με στέφανο ελαίας, ώστε να φιλοτιμούνται όσο το δυνατόν περισσότεροι και να είναι χρήσιμοι (στ. 25) για τα συμφέροντα του δήμου˙ ο γραμματεύς κατά πρυτανείαν να αναγράψει το ψήφισμα αυτό σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στην Ακρόπολη˙ για την (στ. 30) αναγραφή της στήλης ο εξεταστής και οι τριττύαρχοι να δώσουν είκοσι δραχμές.
[θεοί]. | |
έδοξ[εν] τήι̣ βουλήι καὶ τώι δήμωι· | |
Θεμισ[τοκλ]ή̣ς̣ Ν̣εοκλέ̣ους Φρεάρριος είπεν· | |
τὴ[μ] μέ̣ν̣ πό[λιν παρ]ακ̣α̣τ[αθέ]σθαι τήι Αθηναι τήι Αθηνώ- | |
5 | μ [μεδεο]ύ[σηι] κ[αὶ τοίς άλλ]οις θε̣οίς ά̣πα̣σιν φυλάττει- |
ν κ̣α̣[ὶ] α̣μ̣[ύνειν τὸμ βά]ρ̣β̣α̣ρ̣[ο]ν υπέρ τής χώρας· Αθηναίου- | |
[ς δ’ άπ]α̣[ντας καὶ τοὺς ξένο]υ̣ς τοὺς οικούντας Αθήνησι | |
[τὰ τέκ]ν[α καὶ τὰς γυναίκ]α̣ς̣ ε̣[ις] Τροιζήνα καταθέσθαι | |
τ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 20 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] τού̣ α̣ρχηγέτου τής χώρας· τ- | |
10 | [οὺς δέ πρεσβύτας καὶ τὰ] κτήματα εις Σαλαμίνα καταθ- |
έ[σ]θ[αι· τοὺς δέ ταμίας καὶ τ]ὰς ιερέας εν τήι ακροπόλε- | |
[ι μένειν φυλάττοντας τὰ τώ]ν̣ θ̣εών· τοὺς δέ άλλους Αθη- | |
[ναίους άπαντας καὶ τοὺς ξέ]νο̣υς τοὺς ηβώντας εισβαί- | |
νειν ε̣[ις τὰς ετοιμασθ]ε̣[ί]σ̣[α]ς̣ διακοσίας ναύς καὶ αμύ- | |
15 | νεσ[θαι] τ[ὸμ βάρβαρον υπέρ τή]ς ελευθερίας τής τε εαυ- |
τώ̣ν [καὶ τών άλλων Ελλήνων] μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Κο- | |
ρ̣ι̣ν̣[θίων καὶ Αιγινητών] κ̣α̣ὶ τών άλλων τώμ βουλομένω- | |
[ν] κ̣οινω[νήσειν τού κινδύνο]υ· καταστήσαι δέ καὶ τριη̣- | |
[ρ]ά̣[ρχους διακοσίους ένα επὶ] τὴν ναύν εκάστην τοὺς [σ]- | |
20 | τρατη[γ]οὺ[ς αρχομένους τ]ήι αύριον ημέραι εκ τών κ[εκ]- |
τ̣η̣μ̣έ̣ν̣[ω]ν̣ γ̣[ήν] τ̣[ε κ]α̣ὶ̣ [οικί]αν Αθ[ή]νησι καὶ οίς άμ παίδ[ες] | |
ωσ̣ι γνή[σιοι μὴ πρεσβυτέρο]υς πεντήκοντα ετών κα̣[ὶ ε]- | |
πικλ[ηρώσαι αυτ]ο̣ί̣ς [τ]ὰς να̣ύς· vv καταλέξαι δέ καὶ επ̣[ι]- | |
βάτας [δ]έκα̣ [εφ’ εκάστη]ν ναύν εκ τών υπέρ είκοσιν έτη [γ]- | |
25 | εγονότω[ν μέχρι τριά]κο̣ντα ετών καὶ τοξότας τέτταρ- |
ας· δια[κληρώσαι δέ κ]α̣ὶ̣ [τ]ὰ̣ς̣ υ̣πηρεσίας επὶ τὰς ναύς ότ- | |
αμπερ κ[αὶ τοὺς τριηράρ]χους επικληρώσιν· αναγράψα- | |
ι δέ κα̣[ὶ τοὺς άλλους κατὰ] ναύ̣ν̣ τοὺς στρατηγοὺς εις λ- | |
ευκώ[ματα, τοὺς μέν Α]θ̣η̣ν̣α̣ί̣ο̣υ̣ς εκ τών ληξιαρχικών γρ- | |
30 | αμματεί̣[ων, τοὺς] δ̣έ̣ ξ[έν]ους εκ τών απογεγραμμένων πα̣- |
[ρ]ὰ̣ τ̣ώι [πολε]μ̣[άρχ]ω̣[ι]· ανα̣γράφειν δέ νέμοντας κατὰ τάξ- | |
ει[ς ε]ις διακοσία[ς] α̣[ν]ὰ̣ εκατὸν αριθμὸν καὶ επιγράψα- | |
ι τ̣ή̣ι̣ [τάξ]ει̣ ε̣κ̣ά̣στηι τής τρι̣ήρους τούνομα καὶ τού τρι- | |
η̣ράρχου καὶ τ̣ή̣ς̣ υ̣πηρε[σί]ας, όπως άν ειδώσιν εις οποί- | |
35 | αν τριήρη ε[μ]βήσεται η [τ]άξις ε[κ]άστη· επειδὰν δέ νεμη- |
θ̣ώσ̣ιν άπα[σ]αι αι τάξεις καὶ επικληρωθώσι ταίς τριή- | |
ρεσ̣ι, πλ̣η̣ρούν α̣[π]άσας̣ τὰς διακοσίας ναύς τὴμ βουλὴν | |
καὶ τ̣[ο]ὺ̣σ̣τρατηγ̣οὺ[ς θύ]σαντας αρεστήριον τώι Διὶ τώι | |
Παγκρατεί καὶ τήι Αθηναι {καὶ}(?) τήι Νίκηι καὶ τώι Ποσει- | |
40 | δώνι τώι Ασφα[λ]είωι· vv επειδὰν δέ πεπληρωμέναι ωσιν |
αι νήες̣, τα[ί]ς μέν εκατὸν αυτών βοηθείν επὶ τὸ Αρτεμίσ- | |
[ι]ο̣ν τ̣ὸ̣ Ευβοϊκόν, ταίς δέ εκατὸν αυτών περὶ τὴν Σαλαμ- | |
ίνα καὶ τὴν άλλην Αττικὴν ναυλοχείν καὶ φυλάττειν | |
τὴν χώρ̣α̣ν· όπως δ’ άν καὶ ομονοούντες άπαντες Αθηναίοι | |
45 | α̣μ̣ύ̣νωνται τὸμ βάρβαρον, τοὺς μέν μεθεστηκότας τὰ [δ]- |
[έκα] έτη απιέναι εις Σαλαμίνα καὶ μένειν αυτοὺς̣ ε̣[κε]- | |
[ί έως άν τι τώι δήμ]ω̣ι δόξηι περὶ αυτών· τοὺς δέ [ατίμου]- | |
[ς — — — — — — — — — —] reliquiae incertae — — — — — — — |
Στο συγκεκριμένο ψήφισμα εμφανίζεται ο Θεμιστοκλής να εισηγείται σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής το 481/0 π.Χ.: ανάθεση της προστασίας της Αθήνας στην Αθηνά και σε όλους τους θεούς (στ. 4-6), εκκένωση της πόλης με αποστολή των γυναικόπαιδων στην Τροιζήνα, των ηλικιωμένων και της κινητής περιουσίας στην Σαλαμίνα (στ. 6-11), φύλαξη της Ακρόπολης (στ. 11-12), επάνδρωση διακοσίων πλοίων (στ. 12-35) και ολοκλήρωση της διαδικασίας με τέλεση θυσιών (στ. 35-40), αποστολή εκατό πλοίων στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και εκατό σε περιπολίες γύρω από την Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική (στ. 40-44), επίτευξη ομόνοιας μεταξύ των Αθηναίων με ανάκληση των οστρακισμένων και προσωρινή εγκατάστασή τους στην Σαλαμίνα (στ. 44-47).
Την απόφαση των Αθηναίων να αντιμετωπίσουν πανδημεί –μαζί με όσους Έλληνες θελήσουν να κάνουν το ίδιο– την περσική επίθεση με πλοία υπακούοντας στον περίφημο δελφικό χρησμό περί ξύλινων τειχών (Ηρόδοτος 7.141) μαρτυρεί ο Ηρόδοτος (7.144.3). Η ηροδότεια διήγηση δεν βοηθά στην αποκατάσταση της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων και έτσι η τοποθέτηση της απόφασης αυτής σε σχέση με την εκστρατεία στα Τέμπη και τις συγκρούσεις στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο (Ηρόδοτος 7.172-177) παραμένει ασαφής. Την τελική εκκένωση της Αθήνας από τον πληθυσμό της τοποθετεί, ωστόσο, ο Ηρόδοτος (8.40-41) αργότερα, όταν τα νέα της ήττας στις Θερμοπύλες φτάνουν στην πόλη.
Παραπάνω από έναν αιώνα αργότερα (348 π.Χ.), καθώς η Αθήνα αποδυναμώνεται με την άνοδο της Μακεδονίας, ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Αισχίνης –συνεργάτης ακόμη του Ευβούλου και εναντιωνόμενος στα επεκτατικά σχέδια του Φιλίππου Β΄– εμφανίζεται να επιδιώκει πατριωτικό ενθουσιασμό στην εκκλησία του δήμου διαβάζοντας το ψήφισμα του Θεμιστοκλή μαζί με αυτό του Μιλτιάδη πριν από το Μαραθώνα και τον όρκο των Αθηναίων εφήβων (Δημοσθένης, Περὶ τής παραπρεσβείας 303, 311). Τη ρητορεία των Περσικών καλλιεργεί η εχθρική προς τους Μακεδόνες παράταξη υποβάλλοντας την ιδέα της ταύτισης των Μακεδόνων με τους βαρβάρους (πρβλ. Δημοσθένης, Ὀλυνθιακός Γ΄ 17, 24). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η παράθεση του όρκου των εφήβων μαζί με εκείνου των Ελλήνων στις Πλαταιές από τον Λυκούργο στο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους (77 και 81).
Μεταγενέστερες γραμματειακές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής εποχής, όπως ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 10.4), ο Αίλιος Αριστείδης (1.154, 3.247) και ο Λιβάνιος (Declamatio 9.38), μνημονεύουν το ψήφισμα του Θεμιστοκλή πιο συγκεκριμένα και αναφέρονται στο περιεχόμενό του με διατυπώσεις που βρίσκονται πολύ κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας. Σε μία στοά της αγοράς στην Τροιζήνα ο Παυσανίας (2.31.7) βλέπει αγάλματα των γυναικών και των παιδιών που οι Αθηναίοι εμπιστεύτηκαν στους Τροιζήνιους.
Το ότι η επιγραφή χαράχτηκε –αν κρίνουμε με βάση τα γράμματα– περίπου δύο αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.), βρέθηκε στην Τροιζήνα, δηλαδή στην πόλη όπου το ψήφισμα ορίζει να σταλούν τα γυναικόπαιδα, και χαράχτηκε μάλλον επί τόπου (η προέλευση του μαρμάρου παραμένει ασαφής) έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις σχετικά με τη γνησιότητα του αθηναϊκού ψηφίσματος και τη σχέση του με όσα αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι απόψεις διΐστανται ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν το κείμενο (ή τουλάχιστον ένα μέρος του) πρωτότυπο ψήφισμα του 481/0 π.Χ. και εκείνους που πιστεύουν ότι πρόκειται (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει) για μεταγενέστερο κατασκεύασμα του 4ου ή του 3ου αι. π.Χ. Είναι γεγονός ότι το ψήφισμα παρουσιάζει αναχρονισμούς που δεν επιτρέπουν την ενιαία αναγωγή του στον 5ο αι. π.Χ. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι: 1) η μεγάλη έκταση και οι πολλαπλές επακριβείς ρυθμίσεις –στοιχεία ασυνήθιστα στα πρώιμα αθηναϊκά ψηφίσματα, 2) η χρήση πατρώνυμου και δημοτικού δίπλα στο όνομα του Θεμιστοκλή (πρόκειται για ονομαστική πρακτική που μας είναι γνωστή στις αθηναϊκές επιγραφές πολύ αργότερα), 3) οι θεότητες που απαριθμούνται στους στ. 38-40, και 4) η γλώσσα και κυρίως η έλλειψη χασμωδιών. Ερωτηματικά εγείρει, επιπλέον, η διαπίστωση ότι οι μεταγενέστερες γραμματειακές πηγές βρίσκονται κοντά στο κείμενο της επιγραφής μας δημιουργώντας την εντύπωση ότι το έχουν υπόψη τους, ενώ προγενέστερες μαρτυρίες –κυρίως ο Ηρόδοτος– αποδίδουν τα γεγονότα με τρόπο που δυσκολεύει τη σύνδεσή τους με το συγκεκριμένο ψήφισμα.
Με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε ως τώρα η εξεύρεση μιας γενικά αποδεκτής εξήγησης μοιάζει απίθανη. Βέβαιο παραμένει, πάντως, ότι ένα λαμπρό γεγονός του αθηναϊκού παρελθόντος και συγκεκριμένα της αντίστασης ενάντια στους Πέρσες ανακαλείται στη μνήμη μέσα στα επόμενα διακόσια έτη καταρχήν από την Αθήνα (βλ. παραπάνω Αισχίνης, 348 π.Χ.) και στη συνέχεια από την Τροιζήνα. Προϊόν αυτής της δεύτερης ανάκλησης αποτελεί η συγκεκριμένη επιγραφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανασύνθεση των συνθηκών κάτω από τις οποίες το κείμενο αναγράφηκε (κατά ορισμένους συντέθηκε) στην Τροιζήνα τον 3ο αι. π.Χ.: το περιεχόμενό του τεκμηριώνει τις παραδοσιακά φιλικές σχέσεις Αθήνας και Τροιζήνας και αποτελεί ενδεχομένως μέρος της προπαγάνδας του Χρεμωνίδειου πολέμου κατά τον οποίο Αθήνα, Σπάρτη και πολυάριθμες πόλεις της Πελοποννήσου συμμάχησαν υπό την αιγίδα του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου ενάντια στους Μακεδόνες. Καθώς υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. η Τροιζήνα ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, είναι πολύ πιθανό να συμμετείχε ως δορυφόρος των Πτολεμαίων στη συμμαχία αυτή, αν και δεν εμφανίζεται ανάμεσα στις πόλεις που απαριθμούνται μεμονωμένα στο σχετικό ψήφισμα (βλ. σελ. 121 στ. 23-26 και σελ. 122 στ. 36-41). Πάντως, η επιδίωξη της ελευθερίας (στ. 15) και της ομόνοιας (στ. 44) βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την πολιτική ρητορική της εποχής του Χρεμωνιδείου πολέμου, όπως και η σύγκρουση Περσών και Ελλήνων που συσχετίζεται με αυτή ανάμεσα στους Μακεδόνες και τις ελληνικές πόλεις (βλ. σελ. 125).
Θεοί. Αποφάσισαν η βουλή και ο δήμος, εισηγήθηκε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλέους από το δήμο των Φρεάρρων. Οι Αθηναίοι να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά, (στ. 5) προστάτιδα της Αθήνας και σε όλους τους άλλους θεούς, ώστε να τη φυλάνε και να αποκρούουν τους βαρβάρους για το καλό της χώρας. Όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που κατοικούν στην Αθήνα να εγκαταστήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα… του αρχηγέτη της χώρας. (στ. 10) Να εγκαταστήσουν τους γέροντες και την κινητή περιουσία στην Σαλαμίνα. Οι ταμίες και οι ιέρειες να μείνουν στην Ακρόπολη για να φυλάνε την περιουσία των θεών. Όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και οι ξένοι που έχουν περάσει την εφηβεία να επιβιβάζονται στα διακόσια πλοία που έχουν ετοιμαστεί και (στ. 15) να αποκρούουν τους βαρβάρους για την ελευθερία τη δική τους και των άλλων Ελλήνων μαζί με τους Λακεδαιμονίους και τους Κορινθίους και τους Αιγινήτες και όσους άλλους θέλουν να συμμετάσχουν στον κίνδυνο. Οι στρατηγοί ξεκινώντας από την αυριανή μέρα να ορίσουν διακόσιους τριήραρχους, ένα σε κάθε πλοίο, (στ. 20) από όσους έχουν γη και κατοικία στην Αθήνα και γνήσια τέκνα και δεν είναι πάνω από πενήντα ετών. Και να τους ορίσουν με κλήρο τα πλοία. Να κατανείμουν και δέκα πεζοναύτες (επιβάται) σε κάθε πλοίο από αυτούς που είναι μεταξύ είκοσι (στ. 25) και τριάντα ετών και τέσσερις τοξότες. Να ορίσουν με πλοίο και τους βοηθητικούς αξιωματούχους (υπηρεσίαι) στα πλοία, όταν κληρώσουν και τους τριήραρχους. Οι στρατηγοί να καταγράψουν και τους άλλους που υπηρετούν σε κάθε πλοίο (ενν. τους κωπηλάτες) σε λευκώματα, τους μεν Αθηναίους βάσει των ληξιαρχικών γραμματείων, (στ. 30) τους δε ξένους από τις απογραφές που είναι κατατεθειμένες στον πολέμαρχο. Να τους καταγράψουν χωρίζοντάς τους σε διακόσια τμήματα ανά εκατό και να έχει κάθε τμήμα ως τίτλο το όνομα της τριήρους και του τριήραρχου και της υπηρεσίας, για να γνωρίζουν σε ποιά (στ. 35) τριήρη θα επιβιβαστεί κάθε τμήμα. Όταν κατανεμηθούν όλα τα τμήματα και κληρωθούν στις τριήρεις, να τους επιβιβάσουν στα διακόσια πλοία η βουλή και οι στρατηγοί, αφού προσφέρουν αρεστή θυσία στον Δία τον Παγκράτη και στην Αθηνά και στη Νίκη και στον Ποσειδώνα (στ. 40) τον Ασφάλειο. Όταν γεμίσουν τα πλοία, με εκατό από αυτά να σπεύσουν σε βοήθεια στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, με άλλα εκατό να πλέουν γύρω από τη Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Αττική και να προστατεύουν τη χώρα. Ώστε να αποκρούουν όλοι οι Αθηναίοι μονοιασμένοι (στ. 45) τους βαρβάρους και οι καταδικασμένοι σε δεκαετή εξορία να πάνε στην Σαλαμίνα και να μένουν εκεί, ώσπου να αποφασίσει ο δήμος κάτι γι’ αυτούς.
επὶ ιερείας Hγησιπύλης· | |
επ’ Ευθίου άρχοντος, επὶ τής | |
Αιαντίδος δωδεκάτης πρυ- | |
τανείας, ἧι Ναυσιμένης | |
5 | Ναυσι<⁶¹κύδ>⁶¹ου ΧολαργεὺςVII |
εγραμμάτευεν· Σκιροφοριώ- | |
νος ένηι καὶ νέαι· Καλλίας Λ[υ]- | |
σιμάχου Ἕρμειος είπεν· όπ[ω]- | |
ς άν οι αστυνόμοι οι αεὶ <λα>νχ[ά]- | |
10 | νοντες επιμέλειαν ποιώντα[ι] |
τού ιερού τής Αφροδίτης τής | |
Πανδήμου κατὰ τὰ πάτρια, τύ- | |
χηι αγαθεί, δεδόχθαι τήι βου- | |
λήι· τοὺς προέδρους οἳ άν λάχω- | |
15 | σιν προεδρεύειν εις τὴν επιού- |
σαν εκκλησίαν προσαγαγείν τὸν | |
[ο]ικείον τής ιερείας καὶ χρηματίσαι | |
περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυνβάλλε- | |
[σ]θαι τής βουλής εις τὸν δήμον, ό- | |
20 | [τ]ι δοκεί τήι βουλήι τοὺς αστυνό- |
μους τοὺς αεὶ λαχόντας, όταν ήι | |
η πομπὴ τήι Αφροδίτηι τεί Πανδή- | |
μωι, παρασκευάζειν εις κάθαρσι[ν] | |
τού ιερού περιστερὰν καὶ περιαλε[ί]- | |
25 | [ψα]ι τοὺς βωμοὺς καὶ πιττώσαι τὰς |
[θύρας] καὶ λούσαι τὰ έδη· παρα[σκευ]- | |
[άσαι δέ κα]ὶ πορφύραν ολκὴν ∶ 𐅂𐅂𐅂̣𐅂̣[․․] | |
[— — — — — — — — —] τὰ̣ επὶ τ[․․․․] | |
[— — — — — — — — — — — — — —] |
Με το ψήφισμα του αθηναϊκού δήμου λαμβάνεται μέριμνα για το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου. Οι αστυνόμοι, κληρωτοί άρχοντες υπεύθυνοι μεταξύ άλλων για την καθαριότητα ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 50), θα φροντίσουν για τα κτίσματα του ιερού πριν από την τέλεση της πομπής και την πραγματοποίηση ενός τελετουργικού καθαρμού με τη θυσία περιστεριού, θα ανακαινίσουν τους βωμούς και τις οροφές των σηκών, όπου φυλάσσονται τα αγάλματα, και θα μεριμνήσουν για την καθαριότητα των τελευταίων.
Η ιέρεια της Αφροδίτης Πανδήμου
Σύμφωνα με το ψήφισμα η ιέρεια, η οποία είχε ετήσια θητεία και το όνομά της αναγράφηκε εκ των υστέρων στην αρχή του ψηφίσματος (Tracy, ALC I 158) ως χρονική προφανώς ένδειξη, δεν είχε τη δυνατότητα να παρουσιαστεί στην εκκλησίαν τού δήμου· αντ’ αυτής θα παρουσιαστεί ένας συγγενής της (στ. 17). Ο περιορισμός της θητείας στα ιερατικά αξιώματα αποτελεί μία ακόμη αλλαγή της δημοκρατίας.
Το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου
Το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου αναφέρεται από τον Παυσανία (1.22.3) κατά την πορεία του από τη νότια κλιτύ προς τα Προπύλαια και σύμφωνα με ανασκαφικά ευρήματα τοποθετείται στον ισόπεδο βραχώδη χώρο κάτω από τον Πύργο της Αθηνάς Νίκης, στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης. Κατά τον ίδιο περιηγητή, η λατρεία της Αφροδίτης Πανδήμου, μαζί με εκείνη της Πειθούς, εισήχθη στην Αθήνα από τον Θησέα. Η Αφροδίτη ονομαζόταν Πάνδημος επειδή βρισκόταν κοντά στην πρώτη ή ‘αρχαία’ Αγορά της Αθήνας, όπου συνερχόταν αρχικά η εκκλησία τού δήμου (Αρποκρατίων, λήμμα Πάνδημος Αφροδίτη).
Όταν ήταν ιέρεια η Ηγησιπύλη, ο Εύθιος ήταν άρχων, η Αιαντίς φυλή επρυτάνευε δωδεκάτη στη σειρά και ο Ναυσιμένης, (στ. 5) ο γιος του Ναυσικύδου από το δήμο του Χολαργού ήταν γραμματεύς· την τελευταία ημέρα του μηνός Σκιροφοριώνος· εισήγηση του Καλλίου, γιου του Λυσιμάχου από το δήμο των Ερμείων· οι αστυνόμοι, που αναλαμβάνουν κάθε φορά με κλήρο το αξίωμα, (στ. 10) να φροντίζουν το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου σύμφωνα με τα πάτρια· με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει η βουλή· οι πρόεδροι της εκκλησίας, οι οποίοι (στ. 15) θα προεδρεύουν κατόπιν κληρώσεως στην ερχόμενη συνεδρία της, να παρουσιάσουν τον συγγενή της ιέρειας, να θέσουν σε συζήτηση το θέμα και να υποβάλουν την απόφαση της βουλής στο δήμο, (στ. 20) ότι δηλαδή αποφασίζει η βουλή οι αστυνόμοι που αναλαμβάνουν κάθε φορά με κλήρο το αξίωμα, όταν τελείται η πομπή της Αφροδίτης Πανδήμου, να έχουν διαθέσιμο ένα περιστέρι για την κάθαρση του ιερού, να επιχρίσουν (στ. 25) τους βωμούς, να επαλείψουν με πίσσα τις οροφές, να καθαρίσουν τα αγάλματα, να έχουν ακόμα διαθέσιμη πορφύρα βάρους…
Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ | |
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι | |
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ | |
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη· | |
5 | έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι |
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια. | |
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η. |
Δομή και περιεχόμενο της επιστολής
Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.
Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.
Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»
Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».
Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).
Πτολεμαία
Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).
Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.
H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).
Αρσινόεια
Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.
Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).
Ζήνωνας και παλαίστρα
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).
Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.
Υφαντουργία και ιματισμός
Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.
Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).
Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).
Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.
Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.
μπροστινή πλευρά (recto)
(1η στήλη)
(1ο χέρι) | Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος. |
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ | |
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν. | |
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας | |
5 | προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι |
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος | |
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ | |
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ | |
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι | |
10 | οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι |
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε | |
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ | |
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ- | |
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε- | |
15 | λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-] |
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣- | |
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ] | |
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣ | |
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε] | |
20 | [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣- |
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ] | |
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-] | |
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά- | |
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν | |
25 | επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣ |
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου- |
(2η στήλη)
κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι | |
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς. | |
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο- | |
30 | τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται. |
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο- | |
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο- | |
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον | |
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι- | |
35 | ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι- |
λέως προσόδους βλαπτομένας ου- | |
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί- | |
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι | |
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦ ̣⟧ εμοὶ | |
40 | επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων |
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω | |
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον | |
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό- | |
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ | |
45 | καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος] |
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν | |
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς | |
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α- | |
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣- | |
50 | ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ. |
έρρωσο. | |
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε. |
πίσω πλευρά (verso)
Απολλωνίωι. | |
(2ο χέρι, αριστερά) | Δημητρίου |
Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).
Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).
Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρέτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).
Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι εγδοχείς καὶ άλλοι.
Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II 409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δέχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.
Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.
Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).
Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.
Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).
Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).
Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).
Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).
Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.
Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.
(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.
5 | εγ- |
δίδομεν δέ τὸ έργον όλον πρὸς χαλκόν, τὰς μέν στή- | |
λας καὶ τοὺς θριγκοὺς πρὸς λίθον εφ’ ὡμαλίαν ό,τι άν εύ- | |
ρωσιν, τοὺς δ’ υποβατήρας εν προσέργω ποιήσει. τών | |
δέ πώρων υποτίμημα λήψεται τού λίθου εκάστου δρα- | |
10 | χμὰς πέντε, όσους άν παρίσχη, τών δέ γραμμάτων |
τής εγκολάψεως καὶ εγκαύσεως στατήρα καὶ | |
τριώβολον τών χιλίων γραμμάτων. εργαται δέ συνε- | |
χώς μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν εντὸς ημερών δέκα | |
ενεργών τεχνίταις ικανοίς κατὰ τὴν τέχνην μὴ έ- | |
15 | λαττον ἢ πέντε. άν δέ τι μὴ πείθηται τών κατὰ τὴν |
συγγραφὴν γεγραμμένων ἢ κακοτεχνών τι εξελέγχη- | |
ται, ζημιωθήσεται υπὸ τών ναοποιών καθότι άν φαίνη- | |
ται άξιος είναι μὴ ποιών τών κατὰ τὴν συγγραφὴν γε- | |
γραμμένων. καὶ εάν τις άλλος τών συνεργαζομένων εξε- | |
20 | λέγχηταί τι κακοτεχνών, εξελαυνέσθω εκ τού έργου καὶ |
[μ]ηκέτι συνεργαζέσθω· εὰν δέ μὴ πείθηται, ζημιωθήσε- | |
ται καὶ ούτος μετὰ τού εργώνου, εὰν δέ που παρὰ τὸ έρ- | |
γον συνφέρη τινὶ μέτρω τώγ γεγραμμένων προσλι- | |
πείν ἢ συνελείν, ποιήσει ὡς άν κελεύωμεν. μηδέ απολε- | |
25 | λύσθωσαν απὸ τής εργωνίας οι εξ αρχής έγγυοι καὶ ο ερ- |
γώνης, άχρι άν ο επαναπριάμενος τὰ παλίνπωλα τοὺς | |
εγγύους αξιοχρέους [κ]αταστήση· περὶ δέ τών προπε- | |
ποιημένων οι εξ αρχής [έ]γγυοι έστωσαν έως τής εσχά- | |
της δοκιμασίας. μηδέ καταβλαπτέτω μηθέν τών υπαρ- | |
30 | χόντων έργων εν τω ιερω ο εργώ[νη]ς· εὰν δέ τι καταβλά- |
ψη, ακείσθω τοίς ιδίοις ανηλώμασιν δοκίμως εγ χρόνω | |
όσω άν οι ναοποιοὶ τάξωσιν· καὶ εάν τινα υγιή λίθον δια- | |
φθείρη κατὰ τὴν εργασίαν ο τής θέσεως εργώνης, έτε- | |
ρον αποκαταστήσει δόκιμον τοίς ιδίοις ανηλώμασιν ου- | |
35 | θέν επικωλύοντα τὸ έργον, τὸν δέ διαφθαρέντα λίθον εξ- |
άξει εκ τού ιερού εντὸς ημερών πέντε, ει δέ μή, ιερὸς ο λίθος | |
έσται. εὰν δέ μὴ αποκαθιστη ἢ μὴ ακήται τὸ καταβλα- | |
φθέν, καὶ τούτο επεγδώσουσιν οι ναοποιοί, ότι δ’ άν εύρη, | |
τούτο αυτὸ καὶ ημιόλιον αποτείσει ο εργώνης καὶ οι έγ- | |
40 | γυοι. εὰν δέ κατὰ φυὰν διαφθαρη τις τών λίθων, αζήμιος έσ- |
τω κατὰ τούτον ο τής θέσεως εργώνης. εὰν δέ πρὸς αυ- | |
τοὺς αντιλέγωσιν οι εργώναι περί τινος τών γεγραμμέ- | |
νων, διακρινούσιν οι ναοποιοὶ ομόσαντες επὶ τών έργων, πλεί- | |
ονες όντες τών ημίσεων, τὰ δέ επικριθέντα κύρια έστω. | |
45 | εὰν δέ τι επικωλύσωσιν οι ναοποιοὶ τὸν εργώνην κατὰ |
τὴν παροχὴν τών λίθων, τὸν χρόνον αποδώσουσιν, όσον άν | |
επικωλύσωσιν. εγγύους δέ καταστήσας ο εργώνης κατὰ | |
τὸν νόμον λήψεται τὴν πρώτην δόσιν, οπόσου άν εργωνή- | |
ση, πασών τών στηλών καὶ τών θριγκών τών επὶ ταύτας | |
50 | τιθεμένων, υπολιπόμενος παντὸς τὸ επιδέκατον· όταν δέ |
αποδείξη πάσας ειργασμένας καὶ ορθὰς πάντη καὶ τέλος | |
[ε]χούσας κατὰ τὴν συγγραφὴν καὶ μεμολυβδοχοημένας α- | |
ρεστώς τοίς ναοποιοίς καὶ τώι αρχιτέκτονι, λήψεται τὴν | |
δευτέραν δόσιν πάντων τών γραμμάτων τής επιγραφής | |
55 | εκ τού υποτιμήματος πρὸς τὸν αριθμὸν τὸν εκ τών αντι- |
γράφων εγλογισθέντα, υπολιπόμενος καὶ τούτου τὸ επιδέ- | |
κατον· καὶ συντελέσας όλον τὸ έργον, όταν δοκιμασθήι, κομι- | |
σάσθω τὸ επιδέκατον τὸ υπολειφθέν καὶ τών πώρων τὸ υπο- | |
τίμημα, όσους άν θη, καὶ όσα άν γράμματα επιγράψη | |
60 | μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν κομισάσθω καὶ τούτων, όταν καὶ τὸ ε- |
πιδέκατον λαμβάνη, εὰν μή τι εις τὰ επιτίμια υπολογισθη αυ- | |
τω. εὰν δέ τι πρόσεργον δη γενέσθαι συμφέρον τω έργω, | |
ποιήσει εκ τού ίσου λόγου καὶ προσκομιείται τὸ γινόμενον αυτω, | |
αποδείξας δόκιμον. |
Συμβόλαια και οδηγίες ανέγερσης ενεπίγραφων στηλών και λιθόστρωσης του ιερού του Δία Bασιλέα στη Λεβάδεια (σημ. Λειβαδιά). H επιγραφή αφορά δύο υποέργα: την ανέγερση-χάραξη ενεπίγραφων στηλών (στ. 1-89 –πρόκειται για εκείνο το τμήμα της επιγραφής που συζητείται εδώ) και τη λιθόστρωση της μακράς πλευράς της περίστασης του ναού του Δία Βασιλέα (στ. 89-188). Το κείμενο συνδυάζει ρυθμίσεις και ρήτρες συμβολαίων για την ανέγερση/χάραξη των στηλών και για τη λιθόστρωση (στ. 1-64, 155-188) με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των δύο υποέργων (στ. 65-89, 89-155). Tέτοιου τύπου συνδυασμοί περιεχομένου δεν είναι ασυνήθεις (πρβλ. IG II2 244, 463, 1678 = I.Délos 104-4).
Oι ενεπίγραφες στήλες
Στους στ. 1-89 ρυθμίζονται, όπως είπαμε, τα σχετικά με την ανέγερση ενεπίγραφων στηλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές οι στήλες θα κατέληγαν σε θριγκούς (στ. 7, 49-50, 67-68) και θα στέκονταν σε υποβατήρες (στ. 8). Tα χαραγμένα γράμματα θα ζωγραφίζονταν με εγκαυστική μέθοδο (στ. 11-12), δηλαδή χρώμα ανακατεμένο με λιωμένο ζεστό κερί. Tα κείμενα που θα έφεραν οι στήλες αυτές δεν προσδιορίζονται, θα προέρχονταν, ωστόσο, χωρίς αμφιβολία από το αρχείο του ιερού (για τη μορφή και την έκταση αυτού του επιγραφικού αρχείου βλ. Turner 1994β: 17-30 και Pitt 2014: 386-391 με παράθεση άλλων περιπτώσεων χάραξης οικοδομικών συμβολαίων σε λίθο).
Aν λάβουμε υπόψη μας ότι η IG VII 3073 αποτελεί μέρος ενός συνόλου επιγραφών που βρέθηκαν στη Λειβαδιά, είναι γραμμένες σε στήλες από λευκόφαιο λίθο που έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος, παρόμοια γράμματα και αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ένα μνημειακό κτήριο (πρόκειται μάλλον σε όλες τις περιπτώσεις για τον ναό του Δία Bασιλέα, αν και ρητή αναφορά του ναού έχουμε μόνο στους στ. 89-90 και 93 της IG VII 3073), μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ίδια η IG VII 3073 και οι υπόλοιπες της ομάδας είναι μερικές από τις στήλες που προβλέπονται στην IG VII 3073 (είναι οι IG VII 3074-3076· Wilhelm 1897· Ridder – Choisy 1896· Jannoray 1940-1941: 37 I). Oι προδιαγραφές κατασκευής (IG VII 3073 στ. 6-9, 67-82) συμφωνούν εξάλλου με τη μορφή των σωζόμενων επιγραφών. Aν και οι σωζόμενες επιγραφές είναι επτά, στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ήταν σίγουρα μεγαλύτερος: στην IG VII 3073 στ. 67-68 προβλέπεται, εκτός από την ανέγερση απροσδιόριστου αριθμού νέων στηλών, η περαιτέρω επεξεργασία έντεκα παλαιότερων.
Το συμβόλαιο
Οι συμβαλλόμενοι
Tα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στο συμβόλαιο είναι οι ναοποιοί και ο εργώνης. Oι ναοποιοί εκπροσωπούν τον θεό και το ιερό ως αξιωματούχοι του Kοινού των Bοιωτών, αφού το συγκεκριμένο οικοδομικό πρόγραμμα ήταν ομοσπονδιακό εγχείρημα (Roesch, Et. béotiennes 290-292, 392-396∙ γενικά για τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της λατρείας του Δία Bασιλέα βλ. Turner 1994α: 362-376). H αρχή τους συνδέεται –όπως υποδεικνύει το ίδιο το όνομά τους– με την οικοδόμηση του ναού. Ωστόσο, η συναρχία των ναοποιών επεκτείνει την ύπαρξη και τη δράση της χρονικά και λειτουργικά πέρα από τις οικοδομικές εργασίες στον ναό και εμφανίζεται ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους (για τους ναοποιούς βλ. Roesch, Et. béotiennes 107, 200-201 και Pitt 2014: 382-383). H παραλαβή και ο έλεγχος (δοκιμασία) των στηλών γίνεται από την επιτροπή των ναοποιών και τον αρχιτέκτονα (στ. 53∙ πρβλ. και στ. 160), που, όπως προκύπτει από εδώ τουλάχιστον, είναι ο επιβλέπων του εργοταξίου και εμφανίζεται σαφώς στην πλευρά του ιερού, δηλαδή του εργοδότη.
Η συζήτηση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα στα δημόσια έργα είναι μακρά και οι μαρτυρίες σχετικά αντικρουόμενες. Βλ. Burford 1969: 138-145· Svenson-Evers 1996: 505-515· Jacquemin 1990: 85-88.
Ο εργολάβος (εργώνης) είναι εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου και συγκεκριμένα την κατασκευή, χάραξη και τοποθέτηση των στηλών φέροντας μαζί με τους εγγυητές (εγγύους), που ορίζει ο ίδιος και εγκρίνει η πόλη, την πλήρη ευθύνη απέναντι στο ιερό και τους εκπροσώπους του. Έχει υπό τις διαταγές του μια ομάδα τεχνιτών, που,όπως ορίζει το συμβόλαιο, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε (στ. 14-15). Η ρήτρα έχει προφανώς τον σκοπό να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ταχύτητα στην πορεία των εργασιών .
Ο εργολάβος προσδιορίζεται σε δύο σημεία που αφορούν ενδεχόμενες φθορές στους λίθους –προφανώς κατά την επεξεργασία και την τοποθέτησή τους– ως ο τής θέσεως εργώνης (στ. 33, 41). Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο εργολάβος του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν ένας. Για περισσότερους εργολάβους γίνεται λόγος και στον στ. 42 της επιγραφής μας. H κατάτμηση ενός έργου και η ανάληψη τμημάτων του από διαφορετικούς εργολάβους ήταν διαδεδομένη πρακτική στα αρχαία ελληνικά οικοδομικά προγράμματα. Στην έκφραση ο τής θέσεως εργώνης υπάρχει ίσως μια έμμεση αντιδιαστολή προς τον εργολάβο που προμήθευσε τους λίθους.
Παροχή οικοδομικού υλικού από εργολάβους σε δημόσια έργα μαρτυρείται σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. IG II2 244 στ. 48-72, 105-108∙ 1672 στ. 9∙ IG XII 2, 11 στ. 9-10). Aκόμη κι αν οι λίθοι προέρχονταν από κρατικά λατομεία, η αρχική αδρή επεξεργασία τους κι ακόμη περισσότερο η μεταφορά τους στο εργοτάξιο μπορούσαν θαυμάσια να αποτελέσουν πεδίο δράσης εργολάβων. Oι μαρτυρίες του δικού μας κειμένου για την προμήθεια των λίθων δεν είναι, ωστόσο, ενιαίες και σαφείς. Oι στ. 45-47 δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λίθοι δίνονται στον (τής θέσεως) εργώνην από τους ναοποιούς∙ αυτό, όμως, ενδεχομένως δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από τη μεσολάβηση των ναοποιών ανάμεσα στους εργολάβους που ανέλαβαν την προμήθεια και σε αυτούς που ανέλαβαν την τοποθέτηση των λίθων, μεσολάβηση που εξασφαλίζει στους ναοποιούς τη δυνατότητα ελέγχου του υλικού και ροής των εργασιών. Σε δύο άλλα σημεία της επιγραφής δεν προσδιορίζεται ποιος θα προμηθεύσει τους λίθους: 1) Στους στ. 8-10 μαθαίνουμε ότι ο (τής θέσεως) εργώνης θα κατασκευάσει από πωρόλιθους τις βάσεις των ενεπίγραφων στηλών και θα εισπράξει πέντε δραχμές για κάθε λίθο που θα παράσχει (επεξεργασμένο). 2) Στους στ. 59-67 ο τής θέσεως εργώνης καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί: του αναθέτουν το στρώσιμο του χώρου όπου θα στηθούν οι στήλες με όσους πωρόλιθους χρειασθεί, στην περίπτωση που το έδαφος είναι μαλακό (πρβλ. IG XII 2, 11 στ. 7-10), και ορίζεται ότι για το έργο αυτό θα πληρωθεί στο τέλος μαζί με το επιδέκατον.
Πληρωμές
H χρηματοδότηση των στηλών προβλέπεται να γίνει τμηματικά (στ. 48-58). Oι δόσεις αντιστοιχούν στις φάσεις του έργου και προκαταβάλλονται. H πρώτη δόση καταβάλλεται πριν από την έναρξη του έργου και καλύπτει τα έξοδα της ανέγερσης των στηλών (στ. 48-50), η δεύτερη καταβάλλεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και καλύπτει τα έξοδα της χάραξης των κειμένων (στ. 51-55). Σε καθεμία από τις δύο δόσεις κατακρατείται το επιδέκατον (10% του συνολικού ποσού), το οποίο καταβάλλεται σε μια τρίτη δόση μετά την περάτωση του έργου και τον έλεγχό του (στ. 57-58). Στην τρίτη δόση αποπληρώνονται επίσης υλικά ή εργασίες που δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προσδιορισθούν επακριβώς αρχικά (στ. 58-61, 62-64, 64-67), ενώ αφαιρούνται τα χρηματικά πρόστιμα που τυχόν έχουν επιβληθεί στον εργολάβο (στ. 61-62). Aυτός ο τρόπος πληρωμών (δόσεις, προκαταβολές) είναι διαδεδομένος στα δημόσια έργα της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. π.χ. Δήλος: IG II2 1678 = I.Délos 104-4 στ. 21-23∙ IG XI 2, 161A στ. 47-49∙ I.Délos 502A στ. 13-15∙ 507 στ. 19-29∙ Τεγέα: IG V 2, 6 στ. 12-15).
H πληρωμή της πρώτης δόσης πριν από την έναρξη του έργου και γενικά η πρακτική της προκαταβολής των δόσεων καθιστά δυνητικά εφικτή την ανάληψη δημόσιων έργων από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Aν και πρακτικά η μέθοδος των προπληρωμών κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των εργολάβων ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους (Wittenburg 1986: 1081-1083), από νομικής άποψης μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η είσπραξη της προκαταβολής ενεργοποιεί την ευθύνη του εργολάβου για την τήρηση των κανόνων της συμφωνίας και συνακόλουθα την ισχύ των ποινών που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης (Thür 1984: 507). Eπιπλέον, η πρακτική της καταβολής του συνολικού ποσού σε δόσεις και η κράτηση του επιδέκατου διευκολύνουν τον έλεγχο της πορείας του έργου στις διάφορες φάσεις του και την ενδεχόμενη αλλαγή του εργολάβου κατά τη διάρκεια του έργου. Έμμεση αναφορά σε ενδεχόμενη αλλαγή εργολάβου γίνεται εδώ στους στ. 24-29 (πρβλ. Ridder – Choisy 1896: 323 στ. 11-13, 19-20, 24, 30-31∙ I.Délos 502A στ. 4-12).
Eυθύνες και ποινές
Tόσο ο τρόπος της χρηματοδότησης όσο και οι υπόλοιπες ρήτρες του συμβολαίου σχετικά με τις στήλες στοχεύουν στην εξασφάλιση των συμβαλλόμενων, δηλαδή από τη μια μεριά του ιερού του Δία (δια των εκπροσώπων του, των ναοποιών) και από την άλλη του εργολάβου.
Mε στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων του ιερού α) στους στ. 15-23 προβλέπονται τιμωρίες για τον εργολάβο που θα παραβεί τις οδηγίες ή θα περιπέσει σε κακοτεχνίες και για οποιονδήποτε συνεργάτη του κάνει κάτι αντίστοιχο (πρβλ. στ. 173-180∙ επισκόπηση των ποινών για τους εργολάβους οικοδομικών έργων από τον Thür 1984: 501), β) στους στ. 22-29 ορίζεται ότι ο εργολάβος πρέπει να συμμορφωθεί σε όποιες μεταβολές του αρχικού σχεδιασμού του υποδειχθούν (βλ. και παρακ. στ. 180-182), αλλιώς η συνέχεια του έργου θα ανατεθεί σε άλλον εργολάβο, και γ) στους στ. 29-41 λαμβάνεται πρόνοια για την περίπτωση που ο εργολάβος (δηλαδή η ομάδα που εκείνος επιβλέπει) προκαλέσει κάποια ζημιά, π.χ. καταστροφή λίθου. O εργολάβος οφείλει να διορθώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα, χωρίς να εμποδίσει τη συνέχιση των εργασιών. Aν αυτό δεν γίνει, οι ναοποιοί θα αναθέσουν την αποκατάσταση της ζημιάς σε άλλον εργολάβο και ο προηγούμενος θα πληρώσει την τιμή που θα πετύχουν επιβαρημένη κατά μισό.
Για την εξασφάλιση των συμφερόντων του εργολάβου α) στους στ. 40-41 ορίζεται ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις φυσικές φθορές των λίθων, και β) στους στ. 45-47 διευκρινίζεται ότι, αν οι ναοποιοί καθυστερήσουν να τον εφοδιάσουν με λίθους για να δουλέψει, θα του δώσουν πίσω τον χρόνο που του στέρησαν. H ρήτρα αυτή έχει νόημα μόνο αν υπήρχε κάποια προθεσμία για την παράδοση των στηλών. Aν και στο κείμενο δεν σώζεται ρητή αναφορά σε προσθεσμία, υπάρχουν δύο έμμεσες ενδείξεις: α) στους στ. 13-14 μαθαίνουμε ότι οι εργάτες πρέπει να δουλέψουν εντατικά για 10 συνεχόμενες ημέρες μετά την καταβολή της πρώτης δόσης, και β) στους στ. 30-32 ορίζεται ότι ο εργώνης πρέπει να αποκαταστήσει τις ζημιές σε χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο προέρχεται από τον κύκλο του ιερού και ως εκ τούτου ενδιαφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και κατά προέκταση τη σωστή εκτέλεση των έργων. Tούτο είναι σαφές και στη λύση που προβλέπεται για την περίπτωση που διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι σχετικά με κάποια από τις ρυθμίσεις των έργων: την απόφαση θα πάρουν –σε ρόλο διαιτητών– οι ναοποιοί (στ. 41-44).
Eγγυητές
Στη διασφάλιση των συμφερόντων του ιερού συμβάλλουν και οι εγγυητές (στ. 4, 25-28, 39-40, 47), πρόσωπα που παρεμβάλλονται σε πλήθος αρχαιοελληνικών νομικών πράξεων και συμφωνιών εγγυώμενοι κατά περίπτωση τη νομιμότητα της πράξης ή/και την τήρηση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων (περί εγγυητών σε οικοδομικά συμβόλαια βλ. Partsch 1909: 330-336∙ Burford 1969: 96, 104-105, 135-138). Στη σύμβαση της Λεβάδειας προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να εισπράξει την πρώτη δόση των χρημάτων και επομένως να ξεκινήσει το έργο, μόνον αφού ορίσει εγγυητές σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Kοινού των Bοιωτών (στ. 47-51∙ για τον νόμο βλ. Roesch, Et. béotiennes 392-396). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση αλλαγής εργολάβου η πλήρης ευθύνη του νέου εργολάβου για το έργο αρχίζει, μόλις αυτός ορίσει τους δικούς του αξιόπιστους εγγυητές∙ ως εκείνη τη στιγμή υπεύθυνοι για την εργολαβία παραμένουν ο αρχικός εργολάβος και οι δικοί του εγγυητές (στ. 24-27). Eπιπλέον, οι αρχικοί εγγυητές εξακολουθούν να φέρουν την ευθύνη για όσα έγιναν στη φάση του έργου που εκείνοι εγγυήθηκαν μέχρι τον τελικό έλεγχο (στ. 27-29). O ρόλος των εγγυητών προβάλλει, τέλος, ανάγλυφα στους στ. 39-40: το πρόστιμο που θα επιβληθεί ενδεχομένως στον εργολάβο για φθορά υλικού θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές (έτσι και παραπ. στ. 3-4).
(στ. 5) Αναθέτουμε την εκτέλεση όλου του έργου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) έναντι χάλκινων νομισμάτων. Για τις μεν στήλες και τους θριγκούς (η ανάθεση του έργου) να γίνει στην τιμή που θα πιάσουν κατά μέσο όρο, τις δε βάσεις θα τις κατασκευάσει (ο εργολάβος) επιπροσθέτως. Kαι για όσους πωρόλιθους τυχόν παράσχει, θα λάβει για καθένα (στ. 10) πέντε δραχμές, ενώ για τη χάραξη και την εγκαυστική ζωγραφική των γραμμάτων έναν στατήρα και τρεις οβολούς ανά χίλια γράμματα. Kαι θα εργάζεται συνεχώς για δέκα ημέρες από τη στιγμή που θα πληρωθεί τη δόση δουλεύοντας με τεχνίτες ικανούς στην τέχνη τους, (στ. 15) όχι λιγότερους από πέντε. Kι αν δεν τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί γραπτά ή αποδειχτεί ότι κάνει κακοτεχνίες, θα του επιβληθεί από τους ναοποιούς το ανάλογο πρόστιμο επειδή δεν τηρεί τις γραπτές διατάξεις της σύμβασης. (στ. 20) Kι αν κάποιος άλλος από τους συνεργαζόμενους αποδειχθεί ότι κάνει κακοτεχνίες, να απομακρυνθεί από το έργο και να μην συνεργασθεί πια. Aν δεν υπακούσει, θα επιβληθεί και σε εκείνον πρόστιμο μαζί με τον εργολάβο. Aν κάπου στη διάρκεια του έργου συμφέρει να παραλειφθεί ή να συντομευθεί κάτι από τα καταγεγραμμένα, θα πράξει (ο εργολάβος) όπως προστάξουμε. (στ. 25) Nα μην απαλλαγούν από την εργολαβία οι αρχικοί εγγυητές και ο εργολάβος, μέχρι αυτός που θα αναλάβει εκ νέου αυτά που θα ανατεθούν πάλι να ορίσει αξιόπιστους εγγυητές. Για όσα έχουν ήδη γίνει, να παραμείνουν οι αρχικοί εγγυητές ως τον τελικό έλεγχο. (στ. 30) O εργολάβος να μην φθείρει κανένα από τα υπάρχοντα στο ιερό έργα· αν, ωστόσο, φθείρει κάτι, να το διορθώσει με δικά του έξοδα όπως πρέπει μέσα στον χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί. Kι αν κατά την εργασία καταστρέψει κάποιον ακέραιο λίθο ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτησή τους, θα τον αντικαταστήσει με άλλον άφθαρτο με δικά του έξοδα, (στ. 35) χωρίς να εμποδίσει σε τίποτα το έργο. Tον δε κατεστραμμένο λίθο θα τον βγάλει έξω από το ιερό μέσα σε πέντε ημέρες, αλλιώς ο λίθος να ανήκει στο ιερό. Kαι αν δεν αποκαταστήσει ή δεν διορθώσει ό,τι καταστραφεί, θα αναθέσουν εκ νέου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) και τούτο το έργο οι ναοποιοί στην τιμή που θα πιάσει. Kαι θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές την τιμή αυτή και (ως πρόστιμο) μισό επιπλέον. (στ. 40) Aν κάποιος από τους λίθους χαλάσει από μόνος του, να μην τιμωρηθεί για αυτό ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτηση (των λίθων). Aν διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι για κάποια από τις γραπτές διατάξεις, θα αποφασίσουν ενόρκως οι ναοποιοί, όντες περισσότεροι από τους μισούς, ενώπιον των έργων. Kαι οι αποφάσεις τους να έχουν ισχύ. (στ. 45) Aν καθυστερήσουν κάπως οι ναοποιοί να παρέχουν στον εργολάβο τους λίθους, θα του επιστρέψουν όσο χρόνο τυχόν τον καθυστερήσουν. Kαι, αφού ορίσει ο εργολάβος εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, θα πάρει την πρώτη δόση για όσο έργο τυχόν αναλάβει από όλες τις στήλες και τους θριγκούς που θα τοποθετηθούν επί αυτών, (στ. 50) εκτός από το 10% της συνολικής τιμής. Όταν δε αποδείξει ότι όλες (οι στήλες) έχουν δουλευτεί και στηθεί πλήρως και έχουν ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες και έχει χυθεί το μολύβι κατά τρόπο αρεστό στους ναοποιούς και τον αρχιτέκτονα, θα λάβει τη δεύτερη δόση για όλα τα γράμματα της επιγραφής (στ. 55) σύμφωνα με την τιμή που αναλογεί στον αριθμό των γραμμάτων που υπολογίσθηκε βάσει των αντιγράφων, εκτός πάλι από το 10% της τιμής. Aφού εκτελέσει όλο το έργο, όταν περάσει τον τελικό έλεγχο, να λάβει και το υπολειπόμενο ένα δέκατο και την τιμή όσων πωρόλιθων τοποθετήσει· και όσα τυχόν γράμματα γράψει επιπλέον (στ. 60) μετά τη λήψη της δόσης, να τα πληρωθεί και τούτα όταν θα λάβει και το ένα δέκατο, εκτός αν συμψηφισθούν με πρόστιμα. Και αν χρειασθεί να γίνει κάποια πρόσθετη εργασία συμφέρουσα προς το έργο, θα την κάνει με τον ίδιο υπολογισμό και θα πληρωθεί επιπροσθέτως ό,τι του οφείλεται, αφού αποδείξει ότι είναι όπως πρέπει.