Επιστολή του ανθύπατου Κόïντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη

Αρ.: Ε11

Reference to the file: Σ. Ανεζίρη, "Nαυτίλος E11: Επιστολή του ανθύπατου Κόïντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη." στο Ναυτίλος. Επιλογή αρχαίων ελληνικών επιγραφών και παπύρων, online από 2023, ημερομηνία ανάσυρσης XX. URL: https://nautilos.arch.uoa.gr/exhibits/epistole-tou-anthypatou-kointou-fabiou-maximou-pros-ti-dyme/

  • Αρ.
    Ε11
  • Τίτλος
    Επιστολή του ανθύπατου Κόïντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη
  • Ἐπὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ-
    ος τοῦ συνεδρίου Στρατοκλέος.
    Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ἀνθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί-
    ων τοῖς ἄρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τῆι πόλει χαίρειν· τῶν περὶ
    5 Κυλλάνιον συνέδρων ἐμφανισάντων μοι περὶ τῶν συντελε-
    σθέντων παρ’ ὑμῖν ἀδικημάτων, λέγω δὲ ὑπὲρ τῆς ἐμπρήσε-
    ως καὶ φθορᾶς τῶν ἀρχ<εί>ων καὶ τῶν δημοσίων γραμμάτων, ὧν ἐγε-
    γόνει ἀρχηγὸς τῆς ὅλης συγχύσεως Σῶσος Ταυρομένεος ὁ
    καὶ τοὺς νόμους γράψας ὑπεναντίους τῆι ἀποδοθείσηι τοῖς
    10 [Ἀ]χαιοῖς ὑπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ὧν τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο-
    [μεν ἐν Πά]τραις μετὰ τοῦ παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· ἐπεὶ οὖν οἱ διαπρα-
    [ξά]μενοι ταῦτα ἐφαίνοντό μοι τῆς χειρίστης κ[ατασ]τάσεως
    [κ]αὶ ταραχῆς κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοῖς Ἔλλησι πᾶσ]ι̣ν· οὐ μό
      ν[ον γὰρ] τῆς πρ[ὸ]ς ἀλλήλου[ς] ἀσυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οἰ]-
    15 [κεί]α̣ ἀλλὰ καὶ [τ]ῆ̣ς ἀποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοῖς Ἕλλη[σιν ἐ]-
    λευθερίας ἀλλότρια καὶ τῆ[ς] ἡμετέ[ρα]ς προαιρέσεως· ἐγ[ὼ πα]-
    ρασχομένων τῶν κατηγόρων ἀληθινὰς ἀποδείξεις Σῶ-
    σον μὲν τὸν γεγονότα ἀρχηγν̣  [τ]ῶν πραχθέντων καὶ νο-
    μογραφήσαντα ἐπὶ καταλύσει τῆς ἀποδοθείσης πολιτεί-
    20 [α]ς κρίνας ἔνοχον εἶναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ὁμοίως δὲ καὶ
    […]μίσκον Ἐχεσθένεος τῶν δαμιοργῶν τὸν συμπράξαντα
    [τοῖ]ς ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα, ἐπεὶ καὶ
    [αὐτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δὲ Νικέα τὸμ μετὰ τοῦ Σώσου
    [γεγονό]τα νομογράφον, ἐπεὶ ἔλασσον ἐφαίνετο ἠδικηκώς, ἐ-
    25 [πέταξα] προάγειν εἰς Ῥώμην ὁρκίσας, ἐφ’ [ὧ]ι τῆι νουμηνίαι τοῦ ἐν-
    [άτου μηνὸ]ς ἔστα[ι] ἐκεῖ καὶ ἐμφανίσας τ[ῶι ἐ]π̣ὶ τῶν ξένων στρατη-
    [γῶι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον ἐπάν̣εισ[ιν εἰ]ς οἶκον, ἐὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…]
    [- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]
  • Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …

  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

    Syll.3 684· Abbott – Johnson 1926: 261-262 αρ. 9· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α· Rizakis, Achaïe III: 54-60 αρ. 5· Fuks 1984: 282-288·

    Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Σ. Ανεζίρη στο Ανθολόγιο 104-113: Ε10.

    ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ

    Holleaux 1918: 14-17· Larsen 1938: 307-311· Accame 1946: 9-10, 33-34, 149-153· Lewis – Reinhold 1951: 319 αρ. 127· Johnson – Coleman-Norton – Bourne 1961: 35 αρ. 40· Μαγγλάρας 1966: 4-15· Deininger 1971: 243-244· Σαρικάκης 1971: 53-55· Schwertfeger 1974: 66-67, 70-71· de Ste. Croix 1981: 387-388, 431· Fuks 1984: 282-288· Sherk 1984: 50-51 αρ. 50· Bernhardt 1985: 222-223· Ferrary 1988: 186-199· Bertrand 1992: 234-235 αρ. 132· Buraselis 1995: 253· Kallet-Marx 1995β: 72-80· Brodersen, HGI III 484· Canali de Rossi 1997: αρ. 160· Bagnall – Derow 2004: 93-95 αρ. 52· Champion 2007: 256-260, 263-265, 269.

  • Ο θεοκόλος Λέων (επώνυμος άρχοντας) και ο γραμματέας του συνεδρίου της Δύμης Στρατοκλής (στ. 1-2), άγνωστοι από αλλού, δεν βοηθούν στη χρονολόγηση της επιγραφής. Το αποφασιστικό κριτήριο είναι το όνομα του αποστολέα της επιστολής: πρόκειται για τον Ρωμαίο ανθύπατο Κόιντο Φάβιο Κοΐντου Μάξιμο (στ. 3).

    Βάσει του ονόματος είναι δυνατή η ταύτιση του συγκεκριμένου αξιωματούχου με έναν από τους εξής τέσσερις διαφορετικούς Ρωμαίους υπάτους: α) τον Q. Fabius Maximus Aemilianus, ύπατο του 145 π.Χ. (Broughton, Magistrates: I 469), β) τον υιοθετημένο αδελφό του Q. Fabius Q. f. Maximus Servilianus, ύπατο του 142 π.Χ. (Broughton, Magistrates: I 474), γ) τον γιο του πρώτου Q. Fabius Maximus Allobrogicus, ύπατο του 121 π.Χ. (Broughton, Magistrates: I 520), και δ) τον γιο του δεύτερου και ύπατο του έτους 116 π.Χ. Q. Fabius Maximus Eburnus, που εστάλη στη Μακεδονία το 115 π.Χ. (Broughton, Magistrates: II 644· III 87-88). Η ταύτιση με τον Q. Fabius Q. f. Maximus Servilianus, ύπατο του 142 π.Χ., έχει κερδίσει έδαφος στην πιο πρόσφατη έρευνα λόγω της σύνδεσης με μια αδημοσίευτη επιγραφή από το Άργος (Κριτζάς 1973: 126, βλ. και SEG XXXI 307), όπου ένας Ρωμαίος αξιωματούχος ονόματι Quintus Fabius Q. f. Maximus δραστηριοποιείται στον ελληνικό χώρο κατά το δεύτερο έτος της εποχής της Αχαΐας, δηλαδή το 144/3 π.Χ. (αυτό το σύστημα χρονολόγησης αρχίζει με τη νίκη των Ρωμαίων στον Αχαϊκό πόλεμο το 146 π.Χ.). Στην περίπτωση που ταυτίσουμε τα δύο αυτά πρόσωπα, ο Q. Fabius Maximus Servilianus πρέπει να εστάλη στην επαρχία της Μακεδονίας αμέσως μετά τη χρονιά κατά την οποία ανέλαβε πραίτoρας (δηλαδή μετά το 146/5 ή 145/4 π.Χ.), άρα η επιγραφή μας χρονολογείται το 145/4 ή 144/3 π.Χ.

  • Η επιγραφή βρέθηκε το 1797 στην Κάτω Αχαΐα και φυλάσσεται στο Μουσείο Fitzwilliam του Cambridge.

  • Οι επιστολές προκύπτουν από την ανάγκη γραπτής επικοινωνίας μεταξύ προσώπων που βρίσκονται μακριά και μπορεί να είναι τόσο ιδιωτικού όσο και δημόσιου χαρακτήρα. Σε λίθο δεν σώζονται επιστολές ιδιωτικού χαρακτήρα, ενώ μεταφέρεται προφανώς μόνο ένα μέρος των επιστολών δημόσιου χαρακτήρα. Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους οι επιστολές ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας ελληνιστικών ηγεμόνων, καθώς επίσης Ρωμαίων αξιωματούχων και αργότερα αυτοκρατόρων με πόλεις, Κοινά ή Συνομοσπονδίες πόλεων, υπηκόους, κώμες και άλλες συλλογικές οντότητες, όπως τους νέους και τις γερουσίες των πόλεων ή τα σωματεία αθλητών. Συνεχίζοντας την παράδοση της αλληλογραφίας μεταξύ πόλεων και ελληνιστικών ηγεμόνων αλλά και αυτή που είχαν εγκαινιάσει οι Ρωμαίοι άρχοντες και η Σύγκλητος των δύο τελευταίων αιώνων της Respublica (βλ. Sherk, RDGE), η αλληλογραφία του αυτοκράτορα με τις ελληνικές πόλεις της αυτοκρατορίας τηρούσε κατά κανόνα τους τύπους της διακρατικής επικοινωνίας μεταξύ ανεξάρτητων μερών. Τη βασιλική αλληλογραφία των ελληνιστικών χρόνων που είχε δημοσιευτεί ως το 1934 συγκεντρώνει ο C.B. Welles (Welles, RC). Διάφορα θέματα σχετικά με τις επιστολές των ελληνιστικών βασιλέων αφορά ολόκληρος ο τόμος Virgilio 2011, ενώ την αναγραφή των επιστολών σε λίθο από τις πόλεις εξετάζει ο Bencivenni 2010. Βλ. επίσης Yiftach-Firanko – Bencivenni 2014.

  • Το κάτω τμήμα δεν σώζεται. Tα γράμματα είναι φροντισμένα. Σε πολλές περιπτώσεις η μεσαία οριζόντια κεραία του Ε αποκολλάται από την κάθετη.

  • Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από ἀδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).

    Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ήταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.

    Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ἔνοχον εἶναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Ἐχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση ἐπεὶ καὶ [αὐτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Ἐχεσθένεος).

    O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ἔνοχον εἶναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρῶ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.

     

    Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τῆς ἀποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοῖς Ἕλλησιν.

    Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).

    Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοῖς ἄρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τῆι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοῖς ἄρχουσι, τῆι βουλῆι καὶ τῶι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.

    Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).

    Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος ἀποδίδωμι στους στ. 9-10 (τῆι ἀποδοθείσηι τοῖς [Ἀ]χαιοῖς ὑπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “ἀποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ῆ̣ς ἀποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοῖς Ἕλλη[σιν ἐ]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).

     

    Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).

    Τα ἀδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Ἐχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς ἀλλήλου[ς] ἀσυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ἀσυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς ἀλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς ἀλλήλους ἀσυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ἰουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Ἄγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).

    Το πολιτειακό μέρος των ἀδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Ἀχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.

    Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχῆς στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.

    Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην ἀποδοθεῖσαν τοῖς [Ἀχ]αιοῖς ὑπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– ἀποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοῖς Ἕλλη[σιν ἐ]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.

    Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ ἔθνος ἀποδιδόασιν ἑκάστοις τὰ ἀρχαῖα), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Ἀχαιοῖς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).

  • Σοφία Ανεζίρη

  • Ημερομηνία Δημιουργίας
    13 Σεπτεμβρίου, 2022
  • Ημερομηνία Ανανέωσης
    22 Μαρτίου, 2024