Καλλικλής Ἁριμούθηι
χαίρειν. σύνταξον μετρήσ̣[αι]
τὸ σήσαμον τ̣ὸ̣ εμ Πέλαι
Πρωτομάχωι ‘καὶ τώι σιτολόγ̣[ωι,]’ ου γὰρ έστιν
5 εν τήι πόλει σήσαμον. ίνα ούν
μηθέν υστερήι̣ τὰ ε[λ]αιουργία
φρόντισον ίνα μὴ αιτίας έχης
καὶ τοὺ[ς] ε̣[λ]α̣ιο̣υ̣ρ̣γ̣οὺς απόσ-
τειλόν μοι.
10 έρρωσο. (έτους) κδ Επεὶφ κ.
πίσω πλευρά (verso)
(2ο χέρι)
(έτους) κδ Επεὶφ κ, παρὰ Καλλικλέους περὶ ση-
σάμου ώστε Πρωτομάχωι.
(1ο χέρι)
Ἁριμούθηι.

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Το κείμενο έχει την τυπική δομή μιας επιστολής: αρχικά καταγράφονται τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη, συνοδευόμενα από το γνωστό χαιρετισμό “χαίρειν” (στ. 1-2), ενώ στο κύριο τμήμα του κειμένου βρίσκεται το αίτημα του Καλλικλή προς τον Αριμούθη σχετικά με την αποστολή σησάμου στα ελαιουργεία, ώστε να μην υπάρξει έλλειψη σησαμελαίου στην πόλη της Οξυρύγχου (στ. 2-7). Επιπλέον, ο Καλλικλής ζητεί και την αποστολή των ελαιουργών, δηλαδή των ειδικών επαγγελματιών επεξεργασίας του σησάμου για την παραγωγή σησαμελαίου (στ. 8-9). Η επιστολή ολοκληρώνεται με τον τυπικό χαιρετισμό “έρρωσο” και τη χρονολογία σύνταξής της (στ. 10). Στην πίσω πλευρά (verso) του παπύρου δηλώνεται η χρονολογία σύνταξης του κειμένου, ενώ περιέχεται και συντομότατη περίληψη του θέματός του (στ. 11-13).

 

Ο τοπάρχης Αριμούθης

Παραλήπτης της επιστολής είναι ο Αριμούθης, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του νομάρχου και αργότερα του τοπάρχου του Οξυρυγχίτη νομού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου, όπως αποδεικνύουν άλλα κείμενα από την αλληλογραφία του (P.Hib. I 44 verso στ. 9, 85 στ. 9-10· P.Yale I 33 verso στ. 1· για τα αξιώματα του νομάρχου και του τοπάρχου βλ. Van’t Dack 1948· David Thomas 1978· Pruneti 1989). Η ανταλλαγή επιστολών του Αριμούθη με διάφορους κυβερνητικούς λειτουργούς και επαγγελματίες της πτολεμαϊκής Αιγύπτου καταδεικνύει τη γραφειοκρατία που χαρακτήριζε την πολύπλοκη διοικητική μηχανή της χώρας επί Φιλάδελφου (White 1986: 23). Η εμπλοκή του νομάρχου / τοπάρχου ‒και κατά συνέπεια του Αριμούθη‒ με τη διαχείριση και την επίβλεψη της παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο προβλεπόταν από τη νομοθεσία, όπως αποκαλύπτει σχετική διάταξη των Τελωνικών νόμων: P.Rev. στήλη XLII στ. 5-6.

 

Η παραγωγή και επεξεργασία ελαίου στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο

Η σπουδαιότητα του ελαίου στην οικονομία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αλλά και στη διατροφή των κατοίκων της αποδεικνύεται από την ύπαρξη μονοπωλίου (ελαϊκή) στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (Bingen 1946· Préaux 1954· Brent Sandy 1989: 2). Αν και η καλλιέργεια της ελιάς ήταν ευρέως διαδεδομένη σε πολλές περιοχές της Μεσογείου κατά την κλασική περίοδο, η κακή ποιότητα του καρπού του ελαιόδεντρου που ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο δεν ευνοούσε την ελαιοκαλλιέργεια και την κατανάλωση ελαιόλαδου, όπως μαρτυρεί και η επιστολή του αρχείου του Ζήνωνα SB III 6815 στ. 8-9: η γὰρ Αιγυπτία (sc. ελαία) ουκ επ[ιτηδεία εστὶ]ν εις ελαιώνας αλλὰ εις παρα[δείσους· πρβλ. Θεόφραστος, Περὶ φυτών ιστορία 4.2.8-9: τὸ δ’ έλαιον ουδέν χείρον τού ενθάδε (Dubois 1925: 70-73· Brent Sandy 1989: 76). Για το λόγο αυτό η κατανάλωση ελαιόλαδου δεν ήταν διευρυμένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αρκετοί πάπυροι του ίδιου αρχείου (ενδεικτικά: SB III 6779 στ. 12 et passim, 6780 στ. 13, 6718 στ. 2, 9, 6781 passim· P.Lond. VII 2162 στ. 6) κάνουν λόγο για εισαγωγή ελαιόλαδου από περιοχές εκτός Αιγύπτου, όπως η Συρία, η Σάμος και η Μίλητος (Préaux 1947: 58).

Η βασικότερη πηγή ελαίου στην ελληνιστική Αίγυπτο ήταν το σήσαμον (Schnebel 1925: 197-200). Πρόκειται για το κοινό σουσάμι, τον σπόρο που προέρχεται από το φυτό sesamum indicum, ο οποίος με κατάλληλη επεξεργασία δίνει καλής ποιότητας λάδι, κατάλληλο προς βρώση (Dalby 2003: 297-298). Πάπυροι της περιόδου, αρκετοί από τους οποίους προέρχονται από το αρχείο του Ζήνωνα, παρέχουν πληροφορίες για τη σπορά, τη συγκομιδή, την επεξεργασία και την εξαγωγή ελαίου από σήσαμον (Rostoftzeff 1922: 87-88· Préaux 1947: 30-31· Brent Sandy 1989: 62-71). Πηγή ελαίου στην Αίγυπτο υπήρξε και ο σπόρος του κνήκους, από τον οποίο παραγόταν το γνωστό σήμερα καρδαμέλαιο, λάδι που χρησιμοποιόταν ευρέως στη χώρα του Νείλου κατά την πτολεμαϊκή περίοδο (Schnebel 1925: 202· Brent Sandy 1989: 83-87· Dalby 2003: 289). Τέλος, οι σπόροι του κροτώνος παρήγαγαν το ευρέως διαδεδομένο στη φαραωνική Αίγυπτο κίκι (Schnebel 1925: 200-201· Brent Sandy 1989: 35-54), του οποίου η υψηλή πυκνότητα, η δυνατή οσμή και η όξινη γεύση το καθιστούσαν ακατάλληλο προς βρώση αλλά χρήσιμο για φωτισμό (πρβλ. Ηρόδοτος 2.94: Αλείφατι δέ χρέωνται Αίγυπτίων οι περὶ τὰ έλεα οικέοντες απὸ τών σιλλικυπρίων τού καρπού, τὸ καλεύσι μέν Αιγύπτιοι κίκιΈστι δέ πίον καὶ ουδέν ἧσσον τού ελαίου τω λύχνω προσηνές, οδμὴν δέ βαρέαν παρέχεται) (Mossakowska 1994).

(βασισμένη στο Παπαθωμάς 2019: 781)

Ο Καλλικλής στέλνει χαιρετισμούς στον Αριμούθη. Διάταξε να παραδοθεί το σουσάμι που βρίσκεται στην Πέλα στον Πρωτόμαχο “και στον σιτολόγο”· γιατί δεν υπάρχει (στ. 5) στην πόλη σουσάμι. Για να μην υπάρξει, λοιπόν, καμία έλλειψη στα ελαιουργεία, φρόντισε για να μην κατηγορηθείς εσύ, και στείλε μου τους ελαιουργούς. (στ. 10) Να είσαι καλά! 24ο έτος, 20ή Επείφ. (πίσω πλευρά [verso]) 24ο έτος, 20ή Επείφ, από τον Καλλικλή, σχετικά με σουσάμι, ώστε (να παραδοθεί) στον Πρωτόμαχο. Προς τον Αριμούθη.

                    Γορπιαίου κ̅γ̅
Βασιλε̣ύ̣οντος Πτολεμαίου τού Πτολεμαίου καὶ [Αρσινόης]
θεών Α̣δελφών (έτους) ι, εφʼ ιερέως Απολλωνίδου τού [Μοσχίωνος]
τὸ β (έτος) [Α]λεξάνδ̣ρου καὶ θεών Αδελφών καὶ θεών Ευ[εργετών,]
5 κανη[φό]ρου Αρσινόης̣ Φιλαδέλφου Μενεκράτειας τ[ής Φιλάμ-]
μονος τὸ β (έτος), μηνὸς Γορπιαίου κ̅γ̅, εγ Κροκοδ̣ίλω[ν πόλει]
τού Αρ[σ]ινοΐτου. τάδε διέθετο νοών κ̣α̣ὶ̣ φρ̣ο̣ν̣[ώ]ν [  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣]
δης Βοιώ̣τιος τών Πυθαγγέλο[υ] ε̣πιλοχα[γὸς] κ̣[ληρούχος]
ὡς (ετών) ξ μελίχρους βραχὺς ουλὴ επʼ αριστερας [ο]φ[ρύος]
10 αν[α]φ̣[άλ]ακρος. είη μέμ μοι υγιαίνοντι αυτὸν τ[ὰ]
[εμα]υ̣τού διοικείν. εὰν δέ τι ανθρώπινον πάσχω, [κατα-]
[λείπω τ]ὰ̣ υπάρχοντά μοι πάντα Αριστ[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣]

[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣]ους αστήι. άλλωι δέ ουθενὶ ουθέν κ[αταλεί-]

[πω. οφεί]λ̣ω ουθενὶ ουθέν. επιτρόπους δέ αιρο[ύμαι]
15 [βασιλέα Πτολεμαίον τὸν εγ βασιλέως] Π̣τ̣[ολεμαίου κτλ.]

23η του (sc. μήνα) Γορπιαίου. Επί της βασιλείας του Πτολεμαίου, του γιου του Πτολεμαίου, και της Αρσινόης, των θεών Αδελφών, κατά το 10ο έτος, όταν ήταν ιερέας ο Απολλωνίδης, ο γιος του Μοσχίωνος, για 2ο χρόνο, (sc. ιερέας) του Αλεξάνδρου και των θεών Αδελφών και των θεών Ευεργετών, (στ. 5) και κανηφόρος της Αρσινόης Φιλαδέλφου (sc. ήταν) η Μενεκράτεια, η κόρη του Φιλάμμωνα, για 2ο χρόνο, την 23η του μήνα Γορπιαίου, στην Κροκοδειλόπολη του Αρσινοΐτη (sc. νομού). Τις εξής ρυθμίσεις σχετικά με τη διαθήκη του έκανε έχοντας πνευματική διαύγεια και τη φρόνησή του ο …-δης, Βοιωτός, επιλοχαγός του στρατιωτικού σώματος του Πυθαγγέλου, κληρούχος, περίπου 60 ετών, με σταρένιο δέρμα, κοντός, με ουλή στο αριστερό φρύδι, (στ. 10) φαλακρός στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Μακάρι να έχω υγεία και να διαχειρίζομαι τις υποθέσεις μου. Εάν, όμως, πάθω κάτι ανθρώπινο (sc. πεθάνω), κληροδοτώ όλα μου τα υπάρχοντα στην Αριστ-…, (κόρη του…,) αστή. Σε κανέναν άλλον δεν αφήνω τίποτα. Δεν οφείλω τίποτα σε κανέναν. Επιλέγω δε ως εκτελεστές της διαθήκης (στ. 15) τον βασιλιά Πτολεμαίο, γιο του βασιλιά Πτολεμαίου…

Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

(1ο χέρι)
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου]
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς]
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής
5 Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ-
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ-
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ-
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ-
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν
10 ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)-
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε-
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα-
15 τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε
20 καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο,
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν
25 τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό-
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα-
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον
30 δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου
35 Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα.
——
(2ο χέρι)
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε-
λούτος τής Θέωνος έκαστα
40 ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί .
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα.
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος
45 Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα.

Η διδασκαλική που σώθηκε στον P.Oxy. ΙΙ 275 αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης μαθητείας με παροχή άμισθης εργασίας. O Τρύφωνας του Διονυσίου δίνει τον γιο του Θοώνη ως μαθητευόμενο στον υφαντή Πτολεμαίο του Παυσιρίωνα, προκειμένου να τον διδάξει την υφαντική τέχνη για χρονικό διάστημα ενός έτους.

 

Ο τύπος του νομικού εγγράφου: το «ιδιωτικό πρωτόκολλο»

Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ηγεμονία) τα νομικά έγγραφα που συντάσσονταν στην Αίγυπτο από υπαλλήλους και συμβολαιογράφους των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. στα αγορανομεία και τα γραφεία) ονομάζονταν δημόσιοι χρηματισμοί και διακρίνονταν κυρίως από τη θέση της ημερομηνίας στην αρχή του κειμένου και τη χρήση του πρωτοκόλλου (Wolff 1978: 86-87, 139-140· Mitteis 1912: 58-61), δηλαδή της τριτοπρόσωπης δήλωσης της πράξης στην αρχή του κύριου περιεχομένου του νομικού κειμένου. Σε αυτήν την κατηγορία κειμένων παρατηρείται και η χρήση της ομολογίας, δηλωθείσας με το ρήμα ομολογέω-ώ. Υπήρχαν όμως και είδη νομικών εγγράφων, όπως π.χ. το χειρόγραφον, τα οποία συντάσσονταν από ιδιώτες, και ως εκ τούτου δεν είχαν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών. Διακριτικά στοιχεία αυτών αποτελούν η θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κύριου περιεχομένου του εγγράφου και η χρήση του πρώτου προσώπου, με ή χωρίς τη χρήση ομολογίας (Mitteis 1912: 72-75· Schwarz 1961· Wolff 1978: 107).

Το είδος της προς εξέταση σύμβασης μαθητείας είναι το αποκαλούμενο από τους νομικούς παπυρολόγους «ιδιωτικό πρωτόκολλο», ένα είδος εγγράφου το οποίο κατά κανόνα διακρίνεται εκ πρώτης όψεως από τη μακρόστενη μορφή του κειμένου του (20 έως 40 γράμματα ανά αράδα). Η ονομασία αυτού του είδους εγγράφου προκύπτει από το γεγονός ότι συντασσόταν από ιδιώτες, όπως αυτό φαίνεται από τη θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κειμένου, αλλά σε μορφή πρωτοκόλλου προς μίμηση των εγγράφων που γράφονταν από συμβολαιογράφους και υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών (Wolff 1978: 123· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 49-50). Ωστόσο, υπήρχαν κατά την περίοδο της Ηγεμονίας δύο νομικές διαδικασίες, η δημοσίωσις και η εκμαρτύρησις, με τις οποίες το «ιδιωτικό πρωτόκολλο» και το χειρόγραφον μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών (Wolff 1978: 129· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 63).

 

Οι συμβαλλόμενοι και η δικαιοπραξία

Ο P.Oxy. ΙΙ 275 ανήκει στο αρχείο τού ενός από τους δύο συμβαλλομένους, του υφαντουργού Τρύφωνα (Piccolo 2003), ο οποίος μάλλον έμαθε τη γερδιακὴν τέχνην από τον πατέρα του, τον Διονύσιο (Brewster 1927: 133, 139). Ενώ όμως ο Τρύφωνας θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του, ο τελευταίος επρόκειτο να μαθητεύσει δίπλα σε άλλον υφαντουργό, πρακτική συνήθης στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, πιθανόν γιατί με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά των υφαντουργών καρπώνονταν εμπειρίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στο σπίτι του πατέρα τους (van Minnen 1987: 79). Εκτός αυτού, ήδη από το 52 μ.Χ. ο Τρύφωνας έπασχε από καταρράκτη και μερική απώλεια όρασης (Brewster 1927: 140· Marganne 1994), συνθήκη που καθιστούσε αναγκαία την καθοδήγηση του Θοώνη από άλλον υφαντουργό.

Το εν λόγω δικαιοπρακτικό κείμενο αναφέρει (στ. 1-6) τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία των ατόμων που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα ταυτοποίησης των συμβαλλομένων (Hübsch 1968: 107-108). Συγκεκριμένα καταγράφονται και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη τα ονόματα των γονέων τους συνοδευόμενα από τα πατρώνυμά τους, ενώ μόνο για τον τεχνίτη γίνεται η αναφορά στο επάγγελμά του (γέρδιος). Επίσης, στους στ. 7-9 το κείμενο εμπεριέχει και τα προσωπικά στοιχεία του μαθητευόμενου Θοώνη, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (στ. 8-9).

Στους στ. 6-7 αναγνωρίζεται η πράξη που δημιουργεί την έννομη σχέση μεταξύ των ιδιωτών: ο μέν Τρύφων (ενν. ομολογεί) εγδεδόσθαι. Το ρήμα εκδίδωμι στα νομικά κείμενα έχει τη σημασία του «μεταβιβάζω, διαθέτω», και δηλώνει τη μεταβίβαση ενός ατόμου χωρίς αυτεξουσιότητα από τον κηδεμόνα του σε ένα τρίτο πρόσωπο (Herrmann 1957-1958: 136). Αν και κατά κανόνα στις συμβάσεις μαθητείας δηλώνεται ρητώς ο σκοπός της μεταβίβασης του ατόμου, δηλαδή η κατάρτισή του στην εκάστοτε τέχνη (ώστε μαθείν· Herrmann 1957-1958: 120), στην παρούσα σύμβαση η έκδοσις συνδυάζεται μόνο με την υποχρέωση του Θοώνη, δηλαδή διακονού(ν)τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμενα αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην πασαν (στ. 10-13).

 

Οι υποχρεώσεις και οι κυρώσεις

Προέχον στοιχείο της παρούσας σύμβασης είναι η κατάρτιση του Θοώνη στην υφαντική τέχνη. Ωστόσο αυτός δεν λαμβάνεται υπόψιν ως δικαιοπρακτών, δηλαδή το έγγραφο αποτελεί μία δικαιοπραξία μεταξύ του κηδεμόνα του μαθητή και του δασκάλου-τεχνίτη (Herrmann 1957-1958: 130).

Με τη σημερινή νομική ορολογία έχουμε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις: ο Τρύφωνας αναλαμβάνει τα έξοδα για τη διατροφή, τον ρουχισμό και τὰ δημόσια πάντα τού παιδός (στ. 17), δηλαδή των φόρων της λαογραφίας (κεφαλικού φόρου) και του χειρωναξίου (ειδικού φόρου επιτηδεύματος) (Herrmann 1957-1958: 126-127· Droß-Krüpe 2011: 110-111), ενώ ο Πτολεμαίος επιβαρύνεται με την παροχή χρηματικής αποζημίωσης στον Τρύφωνα για τα τροφεία και τον ιματισμό του Θοώνη (στ. 17-21).

Δεδομένου ότι κύρια υποχρέωση του Πτολεμαίου ήταν να διδάξει τον Θοώνη την υφαντουργική τέχνη, ο P. van Minnen συμπληρώνει τον στ. 13 (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην>), κάνοντας λόγο για παράλειψη του γραφέα και στηριζόμενος στους στ. 16-19 της σύμβασης μαθητείας SB Χ 10236, από το ίδιο αρχείο (van Minnen 1987: 79 σημ. 171· βλ. BL IX 179). Προς επίρρωσιν αυτής της διόρθωσης αρκεί να τονίσουμε ότι και σε άλλες συμβάσεις μαθητείας γίνεται διαχωρισμός των ομολογιών των δύο συμβαλλομένων με τα μόρια μέν-δέ. Μετά λοιπόν την ομολογία του Τρύφωνα (ο μέν Τρύφων εγδεδόσθαι) το νομικό κείμενο θα έπρεπε θεωρητικά να περιλαμβάνει και αυτήν του Πτολεμαίου (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν>).

Στους στ. 22-33 εμπεριέχονται ρήτρες μέσω των οποίων προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης όρων που διασφαλίζουν, όχι μόνο την παραμονή και την υπακοή του Θοώνη στο πλευρό του Πτολεμαίου για το χρονικό διάστημα του ενός έτους, αλλά και την επιθυμητή έκβαση της μαθητείας, δηλαδή την κατάρτιση του μαθητευομένου στην υφαντική τέχνη. Από τις εν λόγω ρήτρες μαθαίνουμε για τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν στην έννομη σχέση μεταξύ του κηδεμόνα και του δασκάλου-τεχνίτη.

 

Η υπογραφή και οι υπογραφείς

Ηδη από την πτολεμαϊκή και μέχρι τη βυζαντινή Αίγυπτο τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνταν να πιστοποιήσουν και να επιβεβαιώσουν με την υπογραφή τους τη γνησιότητα του περιεχομένου του νομικού εγγράφου που κατέγραφε τη δικαιοπραξία τους. Ο γραφικός χαρακτήρας της υπογραφής ήταν ένα σημαντικό μέσο για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της και την ταυτοποίηση του υπογράφοντος (Youtie 1981: 189-190). Στην υπογραφή οι συμβαλλόμενοι έγραφαν το όνομα τους και επαναλάμβαναν σε πρώτο πρόσωπο τα βασικά σημεία του νομικού εγγράφου, δηλαδή κατά κανόνα την αναγνώριση της πράξης και την κύρια υποχρέωση που προέκυψε από αυτή. Αρκετές φορές ωστόσο το περιεχόμενο της υπογραφής ήταν πιο γενικό και περιληπτικό, όπως αυτό συμβαίνει στην υπογραφή του υφαντή Πτολεμαίου (στ. 39-40: έκαστα ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί· Wolff 1978: 164-165).

Στους στ. 41-43 ωστόσο δηλώνεται ότι η υπογραφή του Πτολεμαίου δεν έχει γραφτεί από το δικό του χέρι αλλά από αυτό του Ζωίλου, γιατί δεν γνώριζε γράμματα. Ο υφαντής Πτολεμαίος μάλλον ανήκε στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες υπηκόων που δεν γνώριζαν γραφή, τους αγραμμάτους ‒ η δεύτερη ήταν αυτή των βραδέως γραφόντων, όσων δηλαδή μπορούσαν να γράψουν στα ελληνικά το όνομά τους και δύο ή τρείς αράδες, αν τους δινόταν αρκετός χρόνος. Τόσο οι αγράμματοι όσο και οι βραδέως γράφοντες είχαν ανάγκη τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου που ήταν ικανό να γράψει αντιστοίχως όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της υπογραφής τους (Youtie 1981: 188· Wolff 1978: 164). Επειδή όμως ο υπογραφεὺς δεν ήταν υπεύθυνος μόνο για τη σύνταξη της υπογραφής του ατόμου που εκπροσωπούσε, αλλά και για τον έλεγχο του περιεχομένου του νομικού εγγράφου, έπρεπε να είναι ένα έμπιστο άτομο, συγγενής ή φίλος, αλλιώς η προσφυγή σε έναν επαγγελματία γραφέα ήταν απαραίτητη (Kraus 2000: 327).

Αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον ο Τρύφωνας του Διονυσίου, γιου του Τρύφωνα και της Θαμούνιος, κόρης του Οννώφρη, και ο υφαντής Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, (στ. 5) κόρης του Θέωνα, αμφότεροι κάτοικοι της πόλης των Οξυρύγχων, ο μεν Τρύφωνας ότι έχει παραδώσει ως μαθητευόμενο στον Πτολεμαίο τον ανήλικο ακόμα γιο του Θοώνη της Σαραεύτος, κόρης του Απίωνα, για χρονικό διάστημα (στ. 10) ενός έτους από τη σημερινή ημέρα για να διακονεί και εκτελεί όλα όσα του υπαγορεύονται από τον Πτολεμαίο σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα της υφαντικής τέχνης. Ο δε Πτολεμαίος ομολογεί ότι θα διδάξει στον ανήλικο την υφαντική τέχνη στον βαθμό που την κατέχει ο ίδιος, ενώ ο ανήλικος θα τρέφεται και θα ντύνεται (στ. 15) κατά τη διάρκεια όλου του έτους από τον πατέρα του Τρύφωνα, στον οποίο και θα επιβληθούν όλοι οι φόροι του ανηλίκου, υπό τον όρο ότι ο Πτολεμαίος θα του δίνει μηνιαίως για τα έξοδα της διατροφής πέντε δραχμές, (στ. 20) και κατά την ολοκλήρωση όλου του έτους για τα έξοδα του ρουχισμού δώδεκα δραχμές, χωρίς να επιτρέπεται στον Τρύφωνα να αποσπάσει τον ανήλικο από τον Πτολεμαίο μέχρι να συμπληρωθεί το έτος, και όσες τυχόν (στ. 25) μέρες δεν είναι συνεπής (ο μαθητευόμενος) κατά τη διάρκεια αυτού, τόσες θα τον διαθέσει (ο πατέρας του) μετά το πέρας του έτους, ει δε μη, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για κάθε μέρα μία ασημένια δραχμή και στην περίπτωση απόσπασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του έτους να εκτίσει τη χρηματική ποινή (στ. 30) των εκατό δραχμών και στο δημόσιο ταμείο το ίδιο ποσό. Εάν όμως και ο Πτολεμαίος δεν διδάξει τον ανήλικο, θα υπέχει ως ένοχος τις ίδιες ποινές. Η παρούσα σύμβαση μαθητείας έχει ισχύ. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα (στ. 35) Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού. (2ο χέρι) Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, κόρης του Θέωνα, (στ. 40) θα πράξω κάθε ένα από αυτά κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου. Ζωίλος του Ώρου, γιου του Ζωίλου, και της Διεύτος, κόρης του Σωκέα, έγραψα εκ μέρους του καθότι δεν γνωρίζει γράμματα. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα (στ. 45) Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού.

Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.

Δομή και περιεχόμενο της επιστολής

Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.

Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.

 

Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»

Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».

Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).

 

Πτολεμαία

Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).

Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.

H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).

 

Αρσινόεια

Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.

Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).

 

Ζήνωνας και παλαίστρα

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).

Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Υφαντουργία και ιματισμός

Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.

Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).

Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).

Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.

Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.

— — — — — — — — — —
 ̣  ̣  ̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ χει-]
ρισθεὶς ε̣πὶ̣ τύξει̣
τού εν̣ Ερμ̣ού̣ πόλ(ει) εκ-
πεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου
5 πρὸς παροχὴν τού
μεγίστου Αυτοκράτορο̣ς
Ἁδριανού Καίσαρος το̣ύ
κυρίου έ̣ως άν   ̣  ̣[± ;]
τεύσωσι τὸ κατʼ άνδρα
10 τών δεόν̣των  ̣  ̣  ̣[± ;]
οἳ κ(αὶ) πο̣λ(  ) τ̣  ̣  ̣(  ) [  ̣]  ̣ν̣τ̣ι̣  ̣  ̣[± ;]
δ̣ο  ̣ς̣ ἢ ένοχ̣[ο]ς εί[ην]
τώι όρκωι̣. [(Έτους)   ̣  ̣, ± ;]
κθ̣. Χαι̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ω-]
15 μοσα τ̣[ὸ]ν̣ προκ̣(είμενον) ό̣ρ̣κ̣ο̣ν̣.
— — — — — — — — — –

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Πρόκειται για έναν όρκο που παίρνουν κάτοικοι της Ερμούπολης σχετικά με την επικείμενη άφιξη του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνουν την λειτουργίαν να παράσχουν τον άρτο σε ποσότητα ικανή να ικανοποιήσει τον αυτοκράτορα και την συνοδεία του για την γιορτή που θα ακολουθούσε. Ο Αδριανός επισκέφθηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ., ωστόσο από καμία γραπτή πηγή δεν μαρτυρείται η διαμονή του στην Ερμούπολη· πιθανότατα πέρασε από εκεί πριν από την ίδρυση της Αντινοόπολης, προς τιμή του Αντινόου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η πόλη ήθελε να είναι έτοιμη σε ενδεχόμενη έλευσή του (Sijpesteijn 1991: 90).

 

Ο αυτοκράτορας Αδριανός και τα ταξίδια του

Ο Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117-138 μ.Χ.) κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, θεωρώντας απαραίτητη την επαφή με τους ντόπιους. Στις πόλεις που επισκέφθηκε οι κάτοικοι τον λάτρεψαν και αναφέρονταν σε αυτόν ως «τον πιο γενναιόδωρο αυτοκράτορα». Και όχι άδικα, μιας και φρόντιζε να χτίσει μεγάλα κτίρια, να ανακατασκευάσει όσα είχαν καταστραφεί, να προβεί σε σημαντικές δωρεές και ευεργεσίες στους γηγενείς. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 130 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ με την συνοδεία του επισκέφτηκε την Ιουδαία για να λύσει κάποια προβλήματα που αφορούσαν την εξέγερση των Ιουδαίων, την λεγόμενη Διασποράν, που μαρτυρείται στον P.Brem. 1 (115 μ.Χ., Ερμούπολη) και αφορά την πρώτη φάση της εξέγερσης των Ιουδαίων (Henderson 1968: 98-99). Παπυρικά έγγραφα μας πληροφορούν ότι ξεκίνησε τις ευεργεσίες αμέσως μετά την ενθρόνισή του (P.Giss. I 5, στ. 9-12· P.Giss. I 6, στ. 8-10 και P.Giss. I 7, στ. 10-14, από το 117 μ.Χ.).

Στο πρώτο του μεγάλο, τετραετές, ταξίδι ο Αδριανός επισκέφθηκε τις βόρειες, δυτικές και ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας (Speller 2003: 2). Έφτασε μέχρι την Ισπανία, Γαλατία, Βρετανία, όπου έχτισε και τείχος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του. Οι επιλογές του δείχνουν ότι απέφευγε το δυτικό μέρος του βασιλείου με το ψυχρό και βαρβαρικό κλίμα (Speller 2003: 81). Στο δεύτερο ταξίδι του βρέθηκε στην Β. Αφρική και στο τρίτο ταξίδεψε στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας.

 

Το ταξίδι του Αδριανού στην Αίγυπτο

Μετά την προσάρτηση της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (31 π.Χ.), οι Ρωμαίοι ηγεμόνες συνήθιζαν να ταξιδεύουν σε αυτή την επαρχία, όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και για να την γνωρίσουν από κοντά και να μάθουν τα απόκρυφα μυστικά του πολιτισμού της.

Ο Αδριανός επισκέφτηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ. και υπολογίζεται πως έμεινε στην χώρα οκτώ μήνες (Sijpesteijn 1969: 110-112). Η (πρώτη) αυτή επίσκεψη του αυτοκράτορα («επιβατήρια») μαρτυρείται και από άλλες παπυρικές πηγές, όπως το θρησκευτικό ημερολόγιο P.Oslo III 77 (169-176 μ.Χ., Αρσινοΐτης νομός), στ. 2, και ο P.Oxy. XXXI 2553 (175-225 μ.Χ., Οξύρυγχος), στ. 11-13 (Sijpesteijn 1969: 115). Λόγω του χρόνου, των δαπανών, των δυσκολιών ενός θαλάσσιου ταξιδιού (π.χ. κακοκαιρία, πειρατεία) αλλά και των δεισιδαιμονιών που συνόδευαν ένα ταξίδι δια θαλάσσης (Casson 1994· Speller 2003: 116· Bevan 2013), ο Αδριανός μάλλον δεν θα ριψοκινδύνευε την ζωή τη δική του του και της οικογένειάς του. Έτσι, φαίνεται ότι απέπλευσε από τη χώρα του Νείλου μετά τα μέσα Μαρτίου του 131 μ.Χ. (Sijpesteijn 1969: 110-112, 116).

Οι κάτοικοι της Ερμούπολης είχαν προγραμματίσει τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων για την επίσκεψη του Αδριανού στην πόλη, συγκεντρώνοντας τρόφιμα (στ. 4: πεπτωμ[έ]νου άρτου του κειμένου που μελετάμε), παρόλο που δεν είναι βέβαιο αν τελικά ο Αδριανός επισκέφτηκε τη συγκεκριμένη πόλη (Sijpesteijn 1991: 90). Η παροχή άρτου για την γιορτή φαίνεται πως αποτελούσε είδος λειτουργίας. Στην ρωμαϊκή εποχή παρατηρείται σημαντική αύξηση των λειτουργιών, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τις υποχρεώσεις τους και να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές. Τις υποχρεώσεις επωμίζονταν κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των μητροπόλεων και οι χωρικοί (Lewis 1997β: 9). Στην ρωμαϊκή Αίγυπτο, οι λειτουργίαι διευρύνθηκαν· είναι γνωστό ότι υπήρχαν περίπου εκατό λειτουργικά αξιώματα (π.χ. αγορανόμοι, λογισταί, νυκτοφύλακες κ.ά.) (Παπαθωμάς 2014: 500-507).

Οι υπήκοοι ήξεραν πως αν ο Ρωμαίος ηγέτης μείνει ευχαριστημένος από την διαμονή του δεν θα τους αφήσει χωρίς ανταμοιβή. Σύμφωνα με την E. Speller (2003: 95-97), οι Αιγύπτιοι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τον Αδριανό και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, ωστόσο μάλλον η προσπάθειά τους δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αν και ο Αδριανός επιθυμούσε να ταυτίσει την έλευσή του στην Αίγυπτο με τον πλούτο που προσφέρουν τα νερά του ποταμού στην χώρα και κατ’ επέκταση σε όλη την αυτοκρατορία (για αυτούς τους συμβολισμούς της επίσκεψης του ηγεμόνα στην Αίγυπτο βλ. Speller 2003: 101), η πλημμύρα του ποταμού το 130 μ.Χ. κρίθηκε ανεπαρκής και άρχισαν οι πρώτες ανησυχίες και δεισιδαιμονίες πως ο αυτοκράτωρ θα αποτελούσε τροχοπέδη στην εξέλιξη της Αιγύπτου. Η οικονομική ζημία λόγω της φτωχής σοδειάς, η εξάντληση των πόρων της χώρας για να ικανοποιηθεί ο Αδριανός και η συνοδεία του και οι φήμες για τον προβληματικό και ασταθή χαρακτήρα του αμαύρωσαν την αρχική εικόνα που είχαν όλοι για εκείνον. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ο θεοποιημένος αυτοκράτορας μετατράπηκε σε δύστροπο μονάρχη που προκάλεσε ζημιά κατά την παραμονή του στην χώρα του Νείλου. Την ίδια στιγμή, η χώρα δυσκολευόταν αρκετά στη διανομή των πόρων και των προϊόντων της ‒ το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής της Αιγύπτου κατέληγε στη Ρώμη (Speller 2003: 104). Η χώρα κλήθηκε να προσφέρει αγαθά όχι μόνο για τους κατοίκους της, αλλά και για τις ανάγκες της Ρώμης και για την ικανοποίηση του αυτοκράτορα. Αναλογιζόμενοι την απογοητευτική πλημμύρα του 130 μ.Χ., η Αίγυπτος με μεγάλη δυσκολία ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά της ως τροφοδότριας της αυτοκρατορίας.

Τελικά, ο Αδριανός έφυγε από τη χώρα του Νείλου  για την Αθήνα την άνοιξη του 131 μ.Χ., έχοντας μάλιστα «χάσει» λίγους μήνες πριν τον αγαπημένο του Αντίνοο. Οι κάτοικοι της αιγυπτιακής υπαίθρου έμειναν με μία πικρή γεύση από την παραμονή του ηγεμόνα στη χώρα. Κατηγορούσαν τον Αδριανό για την άγονη γη και ανησυχούσαν για μελλοντικές συμφορές. Αν και υπήρξε ένα γενικό κλίμα ευχαρίστησης στην αρχή της άφιξής του, ο Αδριανός δεν κατάφερε να απαλλάξει τους Αιγυπτίους από το βάρος της σκληρής καθημερινότητας, όπως εκείνοι προσδοκούσαν.

 

Ο όρκος στα παπυρικά έγγραφα

Ηδη από την αρχαία Ελλάδα, ο όρκος συνδυάζει τρία στοιχεία: α) δήλωση για το παρόν, το παρελθόν, ή το μέλλον, β) δυνάμεις μεγαλύτερες του εαυτού ως μάρτυρες, γ) κατάρα αν αυτός που ορκίζεται παραβιάσει τον όρκο του ή αν ορκίζεται ψευδώς (Sommerstein – Fletcher 2007: 2). Πολλές φορές η δύναμη του όρκου ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτός δίνεται σε ιερό μέρος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στο κείμενο που εξετάζουμε.

Η φράση των στ. 12-13 του SB XX 15159, «ένοχος όρκωι» (βλ. και στ. 15), συναντάται σε αρκετά παπυρικά έγγραφα. Πρόκειται για τυπική έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος έχει ορκιστεί πως θα κάνει κάτι και αν δεν το πραγματοποιήσει θα είναι υπεύθυνος του όρκου, δηλαδή θα υποστεί όποιες συνέπειες αρμόζουν στην μη τήρηση του λόγου του (πρβλ. P.Enteux. 26, στ. 8· BGU II 581, στ. 12· BGU XI 2085, στ. 14-15).

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι εμφανίζονται και ομόρριζες λέξεις, όπως «εύορκος» (= αυτός που τηρεί τον όρκο του), «εφίορκος» (επίορκος) (= αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους), όπως π.χ. στον BGU VI 1257 (270-258 π.Χ., Οξύρυγχος), στ. 9-10, ενώ σε έγγραφα του 2ου αι. μ.Χ. παρατηρούμε την λέξη «ενόρκως» (= έχοντας δώσει όρκο) σε συνδυασμό πολλές φορές με το ρήμα προσεφώνησεν (π.χ. P.Diog. 14, στ. 24). Ο τύπος ενορκούντες εμφανίζεται σε κείμενα μετά το 500 μ.Χ., όπως στον P.Cair.Masp. I 67002 (567 μ.Χ., Αντινοόπολη), στ. 24-25.

Το έγγραφο SB XX 15159 αναφέρεται στον όρκο που έδωσαν οι κάτοικοι της Ερμούπολης για την παροχή άρτου εν είδει λειτουργίας. Σύμφωνα με πηγές που παραθέτει η L. Capponi (2010: 500), ο  Αδριανός έβαλε τους Αιγυπτίους να δώσουν και όρκο πίστης σε αυτόν, αλλά και όρκο ότι δεν θα είχαν κρυμμένα όπλα, στο πλαίσιο της επανάστασης στην Ιουδαία.

 

Ο άρτος στα παπυρικά έγγραφα

Τα παπυρικά έγγραφα και τα όστρακα αποτελούν σημαντικούς μάρτυρες για την επεξεργασία των πρώτων υλών, την παρασκευή, τα ποικίλα είδη και την κατανάλωση άρτου και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Battaglia 1989· Römer 2006). Ο SB XX 15159 είναι το μοναδικό ως τώρα κείμενο στο οποίο μαρτυρείται το ονοματικό σύνολο «εκπεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου» (στ. 3-4). Η λέξη άρτος μαρτυρείται σε αρκετά κείμενα της μεταχριστιανικής εποχής, ενώ σε ορισμένους παπύρους και όστρακα συναντάμε ορολογία σχετική με το επάγγελμα του αρτοποιού αλλά και τον χώρο παρασκευής άρτου και άλλων σκευασμάτων (Battaglia 1989).

… να αναλάβει την παρασκευή καλά ψημένου ψωμιού στην Ερμούπολη (στ. 5) για παροχή του στον μέγιστο Αυτοκράτορα Αδριανό Καίσαρα τον κύριο. Μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο αυτό που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα (στ. 10) από αυτούς που το ανέλαβαν, οι οποίοι είναι και πολλοί…..  αλλιώς θα είναι ένοχος με όρκο/δίνοντας όρκο. Έτος …, 29η. (στ. 15) Έδωσα τον συγκεκριμένο όρκο.

(1η στήλη)

Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος
Θραικός,
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος
5 τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ-
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ]
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε
10 Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ  ̣  ̣ς
15 ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-]
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας.
20 ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣

Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).

Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.

Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.

Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).

Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).

Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).

 

Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.

Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).

Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).

Ὀρφανός και προστάτις

Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux.PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.

Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.

Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.

μπροστινή πλευρά (recto)
(1ο χέρι) Διονυσίωι τών φίλων καὶ
στρατηγώι
παρὰ Πτολεμαίου τού Γλαυκίου
Μακεδόνος τών όντων εν κατοχήι
5 εν τώι μεγάλωι Σαραπιείωι έτος
ήδη δέκατον. Αδικούμαι
υπὸ τών εν τώι αυτώι ιερώι
καλλυντών καὶ αρτοκόπων
τών νυνὶ εφημερευόντων,
10 καταβαινόντων δέ καὶ εις τὸ
Ανουβιείον, Ἁρχήβιος ιατρού
καὶ Μυὸς ιματιοπώλου καὶ
τών άλλων, ων τὰ ονόματα
αγνοώ. Τού γὰρ ιθ (έτους) Φαώφι ια
15 παραγενόμενοι επὶ τὸ
Ασταρτιείον, εν ωι κατέχομαι
ιερώι, εισεβιάζοντο βουλό-
μενοι εξσπάσαι με καὶ αλο-
γήσαι, καθάπερ καὶ εν τοίς πρό-
20 τερον χρόνοις επεχείρησαν
ούσης αποστάσεως, παρὰ τὸ
Ἕλληνά με είναι. Επεὶ ο[ύ]ν
εγὼ μέν συνιδὼν αυτοὺς
απονενοημένους εμαυτὸν
25 συνέκλεισα, Ἁρμαιν δέ
τὸν παρ΄ εμού ευρόντες
επὶ τού δρόμου καταβαλόντες
έτυπτον τοίς χαλκοίς
ξυστήρσιν. Αξιώ ούν σε συν-
30 τάξαι γράψαι Μενεδήμωι
τώι παρὰ σού εν τώι Ανουβιείωι
επαναγκάσαι αυτοὺς τὰ δίκαιά μοι
ποιήσαι, εὰν δέ μὴ υπομένωσιν,
εξαποστείλαι αυτοὺς επὶ σέ,
35 όπως διαλάβης περὶ αυτών μισο-
πονήρως.
Ευτύχει.
(4ο χέρι) Μενεδήμωι. Προνοήθητι ὡς τεύξεται
τών δικαίων.
40 (έτους) ιθ Φαώφι ιθ.
πίσω πλευρά (verso)
(3ο χέρι) (έτους) ιθ Φαώφι ιη
Πτολεμαίου. (5ο χέρι) Μενεδήμωι
(2ο χέρι) τών καλ-
λυντών

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει την τυπική δομή υπομνήματος. Πρόκειται για διαμαρτυρία σχετικά με μια φυλετική (;) διαμάχη. Το έγγραφο υποβλήθηκε στον στρατηγό Διονύσιο από τον Μακεδόνα Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, κάτοχον στο Μεγάλο Σαραπιείο (στ. 1-6). Ακολουθεί η αναλυτική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν τον Πτολεμαίο να συντάξει το υπόμνημα (στ. 6-29). Στη συνέχεια, ο Πτολεμαίος προχωρά στο αίτημά του (στ. 29-36): Ζητά από τον Διονύσιο να δώσει διαταγή στον υφιστάμενό του Μενέδημο να επιληφθεί του θέματος υποχρεώνοντας τους δράστες να του αποδώσουν το δίκιο του, και, αν δεν συμμορφωθούν, να φροντίσει ο ίδιος ο Διονύσιος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το υπόμνημα τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 37). Κάτω από το υπόμνημα έχει προστεθεί από τον Διονύσιο η εντολή προς τον Μενέδημο να αποδώσει δικαιοσύνη (στ. 38-40).

 

Συντάκτης και παραλήπτες του υπομνήματος, Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Συντάκτης του υπομνήματος είναι ο Πτολεμαίος, γιος του Γλαυκία, Μακεδόνας (Lewis 1986: 74-79). Ο πατέρας του Γλαυκίας ήταν κληρούχος Μακεδονικής καταγωγής εγκατεστημένος στην κώμη Ψίχιν, στον Ηρακλεοπολίτη νομό, και πέθανε το 164 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο μάλλον με βίαιο τρόπο (UPZ I 9 και 14). Γνωστά είναι ακόμη τρία αδέλφια του Πτολεμαίου, ο Ίππαλος, ο Σαραπίων και ο Απολλώνιος (UPZ I 9), ο οποίος μάλιστα στρατολογήθηκε ως κληρούχος το 158/7 π.Χ., μετά από αίτημα του αδελφού του Πτολεμαίου προς τους βασιλείς (UPZ I 14). Ο ίδιος ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε το 172 π.Χ., γύρω στα τριάντα του χρόνια, ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και συγκεκριμένα στο Ασταρτιείον, τον μικρό ναό της Αστάρτης που βρισκόταν στο συγκρότημα του Σαραπιείου (βλ. παρακ.).

Το υπόμνημα του Πτολεμαίου απευθύνεται, όπως και άλλα δικά του υπομνήματα (UPZ I 2, 5, 8), στον Διονύσιο, τον στρατηγό του Μεμφίτη νομού, όπου βρισκόταν το Μεγάλο Σαραπιείο. Ο στρατηγός κατείχε αρχικά τη στρατιωτική κυρίως εξουσία στο επίπεδο του νομού, αργότερα όμως, από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ., συγκέντρωσε στα χέρια του και ένα μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας, που ως τότε βρισκόταν στα χέρια του νομάρχη, αποκτώντας έτσι πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Διονύσιος κατέχει επίσης τον τιμητικό τίτλο τών φίλων (τού βασιλέως). Πρόκειται για τίτλο συνηθισμένο στις αυλές των ελληνιστικών ηγεμόνων (πρβλ. Ε5). Στο πτολεμαϊκό βασίλειο ο τίτλος αυτός περιοριζόταν αρχικά σε άτομα τα οποία ανήκαν στην αυλή του μονάρχη, στελέχωναν τα βασιλικά συμβούλια και κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα∙ όμως τον 2ο αι. π.Χ. έπαψε να δίνεται μόνο σε μέλη της αυλής και επεκτάθηκε σε όσους κατείχαν κάποιο –συνήθως ανώτερο– αξίωμα στην πτολεμαϊκή γραφειοκρατία. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μαρτυρούνται κατά ιεραρχική σειρά οι εξής τιμητικοί τίτλοι, που υποδηλώνουν σχέση με το πρόσωπο του βασιλέα (Mooren 1977: 1-73, ειδικά για τους τίτλους που αποδίδονταν στους στρατηγούς σ. 97-108): συγγενής, πρώτος φίλος, αρχισωματοφύλαξ, φίλος, διάδοχος, σωματοφύλαξ. Συνεπώς, ο Διονύσιος δεν είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία της πτολεμαϊκής αυλής.

Ο Μενέδημος είναι ο υφιστάμενος αξιωματούχος στον οποίο προωθείται το υπόμνημα από τον στρατηγό Διονύσιο. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ζητά από τον στρατηγό να δώσει διαταγή στον Μενέδημο, τω παρὰ σού εν τω Ανουβιείω, να επιληφθεί του θέματος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για αντιπρόσωπο του στρατηγού στο Ανουβιείο (μάλλον δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο αρχιφυλακίτη στο UPZ I 5 στ. 6).

 

Tο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και η ιδιότητα του κατόχου

Ο Μακεδόνας Πτολεμαίος εμφανίζεται ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από τη φαραωνική εποχή στη Μέμφιδα είχε κατασκευασθεί ένα σημαντικό συγκρότημα ναών για τη λατρεία των σπουδαιότερων αλλά και κάποιων λιγότερο σημαντικών θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου. Κεντρική θέση κατείχε η λατρεία του θεού-ταύρου Άπιδος, ο οποίος στη χθόνια εκδοχή του λατρευόταν ως Όσιρις-Άπις. Από εδώ προέρχεται η ονομασία του Σαράπιδος, νέας θεότητας που συνδύασε στοιχεία της αιγυπτιακής και ελληνικής λατρείας και εισήχθη –για πολιτικούς λόγους– από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα (Staumbaugh 1972· Fraser 1972: I 246-276· Hornbostel 1973). Μετά τη δημιουργία της νέας λατρείας οι Πτολεμαίοι επέκτειναν το ιερό της Μέμφιδας, που από τότε αναφερόταν ως το Μεγάλο Σαραπιείο (Thompson 1988: 212-215). Εκτός από τον Σάραπι στο συγκρότημα της νεκρόπολης της Μέμφιδας συνέχισαν να λατρεύονται και άλλες θεότητες σχετιζόμενες ή μη με τη λατρεία του Σαράπιδος, όπως η Ίσις, ο Ιμχοτέπ (θεότητα που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό), ο Άνουβις αλλά και η Αστάρτη, στον ναό της οποίας ζούσε ως κάτοχος ο Πτολεμαίος.

Οι κάτοχοι ζούσαν στον ναό και απολάμβαναν την προστασία του θεού προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποιες ιερές υπηρεσίες (Delekat 1964: 176-181· Dunand 1973: 183). Ενδεχομένως λειτουργούσαν ως ‘εκπρόσωποι’ του θεού δίνοντας χρησμούς και ερμηνεύοντας όνειρα (Cumont 1937: 148-149· Merkelbach 1995: 73, 210-211). Οι πάπυροι που αφορούν τον Πτολεμαίο δεν αναφέρουν ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντά του στην υπηρεσία του θεού.

Οι πηγές μας δείχνουν ότι οι χωροταξικοί περιορισμοί της κατοχής δεν ήταν απόλυτοι. Ορισμένοι κάτοχοι είχαν ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο το τέμενος του Σαραπιείου, άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι σε ένα ναό, ενώ σε ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να εγκαταλείψουν για ορισμένο διάστημα το ιερό. Έτσι, ο Πτολεμαίος μπόρεσε να αφήσει για λίγο τον ιερό χώρο στον οποίο ζούσε, προκειμένου να παραστεί στον γάμο του αδελφού του Σαραπίωνα και γενικά διατηρούσε τους δεσμούς του με τον έξω κόσμο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι επικοινωνούσε ελεύθερα με τα αδέλφια του (UPZ I 66, 67, 71, 75), αλλά και με την πτολεμαϊκή διοίκηση (UPZ I 5-11, 14). Ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι έζησε τουλάχιστον για είκοσι χρόνια στο Μεγάλο Σαραπιείο, πιθανόν ως τον θάνατό του (Lewis 1986: 75).

 

Η φιλονικία

Οι εμπλεκόμενοι

Ο Πτολεμαίος απευθύνεται στον στρατηγό της Μέμφιδας Διονύσιο, επειδή δέχθηκε επίθεση από τους καλλυντάς και αρτοκόπους (στ. 6-14), δηλαδή τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από αυτούς κατονομάζει κάποιον Αρχήβιν, ιατρόν, και ένα Μύν, ιματιοπώλην, ενώ αναφέρει ότι συμμετείχαν και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζει. Ο γιατρός είναι Αιγύπτιος και ταυτίζεται με τον ομώνυμο κλυστήν που συμμετείχε και σε μεταγενέστερη επίθεση εναντίον του Πτολεμαίου (UPZ I 8 στ. 34). Ο Μύς θα μπορούσε βάσει του ονόματός του να είναι Κάρας ή Αιγύπτιος και συμμετείχε επίσης στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη επίθεση (UPZ I 8 στ. 33)∙ ίσως να ταυτίζεται με τον ομώνυμο κοπροξύστην (πρόκειται γι᾿ αυτόν που καθαρίζει ένα χώρο από την κοπριά), που υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές των συμπλοκών στο Μεγάλο Σαραπιείο κατά το έτος 156 π.Χ. (UPZ I 119 στ. 39).

Στη μεταγενέστερη επίθεση που δέχτηκε ο Πτολεμαίος (UPZ I 8 στ. 32-34) λαμβάνουν μέρος και κατονομάζονται εκτός από τον Αρχήβι και τον Μυ ένας σακκοφόρος (αχθοφόρος), ένας σιτοκάπηλος (πωλητής σιτηρών), ένας ασιλλοφόρος (πρόκειται γι’αυτόν που φέρει ζυγό για μεταφορά φορτίων) και ένας ταπιδύφος (υφαντής ταπήτων)∙ όλοι αυτοί υπηρετούν στο Μεγάλο Σαραπιείο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, ως καλλυνταί (UPZ I 8 στ. 6). Πρόκειται, επομένως, για Αιγυπτίους (όπως φαίνεται από τα ονόματά τους) λαϊκούς οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ιερό μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτος (ίσως ένα συγκεκριμένο μήνα), εκ περιτροπής με άλλες ομάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη φράση τών νυνὶ εφημερευόντων (στ. 9). Το ακριβές αντικείμενο εργασίας των καλλυντών δεν είναι εύκολο να καθορισθεί. Τα χάλκινα ξυστήρια που αναφέρονται στον στ. 29 φαίνεται ότι αποτελούσαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους. Αν θεωρήσουμε ότι ευσταθεί η ταύτιση του Μυός με τον ομώνυμο κοπροξύστην στο UPZ I 119 (εκεί φαίνεται να υπηρετεί κατά τη διάρκεια του μήνα Παύνι και όχι του Φαώφι, όπως στο κείμενό μας), τότε οι καλλυνταί θα μπορούσαν να είναι αυτοί που σκούπιζαν στον χώρο του Μεγάλου Σαραπιείου. Η χρήση, ωστόσο, χάλκινων ξυστήρων υποδεικνύει ότι ίσως ήταν επιφορτισμένοι με μια πιο λεπτή εργασία, όπως με τον καθαρισμό κάποιου ιερού χώρου ή ιερών αντικειμένων (UPZ I σ. 137).

Στη συμπλοκή αναφέρεται και κάποιος Αρμάις, Αιγύπτιος που δέχθηκε επίθεση, επειδή ανήκε στον κύκλο του Πτολεμαίου. Ο Αρμάις αυτός πιθανόν ταυτίζεται με τον κάτοχον Αρμάι (Pros.Ptol. IX 7325), αποστολέα του υπομνήματος UPZ I 2 στον στρατηγό Διονύσιο εξαιτίας μιας άλλης επίθεσης που υπέστη στο Μεγάλο Σαραπιείο (Goudriaan 1988: 44).

Αίτια και συνθήκες της φιλονικίας

Το περιστατικό της επίθεσης ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είχαν επιχειρήσει να τον βλάψουν και κατά τη διάρκεια παλαιότερης εξέγερσης (στ. 19-21). Η εξέγερση αυτή ταυτίζεται, όπως φαίνεται, με εκείνη που αναφέρεται στο UPZ I 14 στ. 9 (εν τοίς ταραχής χρόνοις) κατά την οποία πέθανε ο πατέρας του Πτολεμαίου, Γλαυκίας, και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των ετών 168-164 π.Χ. στην Αίγυπτο (Veisse 2004: 36-38, 132-134) και οι οποίες πιθανόν σχετίζονται με τη σύγχρονη εξέγερση του Διονυσίου Πετοσαράπιδος στην Αλεξάνδρεια (Διόδωρος 31.15a· για τις εξεγέρσεις των Αιγυπτίων βλ. και McGing 1997). Δύο χρόνια μετά το παρόν υπόμνημα ο Πτολεμαίος απευθύνεται εκ νέου στον στρατηγό Διονύσιο παραπονούμενος πάλι για επίθεση που δέχτηκε (UPZ I 8), ενώ ανάλογα περιστατικά φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και στη συνέχεια και οδήγησαν τον Πτολεμαίο να απευθυνθεί στους ίδιους τους βασιλείς το 156 π.Χ. (UPZ I 15).

Ο Πτολεμαίος συνδέει την επίθεση που δέχτηκε, όπως και αυτή που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, με το ότι είναι Έλληνας (στ. 21-22), αποδίδοντας έτσι την εχθρότητα των Αιγυπτίων που εργάζονταν στο Μεγάλο Σαραπιείο προς εκείνον σε φυλετικούς λόγους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα (UPZ I 8 στ. 14, 15 στ. 16-17). Οι δράστες παρουσιάζονται, λοιπόν, από τον Πτολεμαίο ως μια ομάδα ατόμων που διαπράττουν βίαιες επιθέσεις, επειδή τρέφουν αισθήματα αντιπάθειας απέναντι στους Έλληνες.

Τόσο η περίπτωση του Πτολεμαίου, όσο και διάφορα άλλα κείμενα που αναφέρουν –αντίστροφα– παράπονα των Αιγυπτίων για κακομεταχείριση από τους Έλληνες (π.χ. P.Yale I 46∙ P.Col. IV 66), αποκαλύπτουν τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν κάποιοι Αιγύπτιοι απέναντι στα μέλη της ελληνικής τάξης. Αυτή η δυσφορία προς την προνομιακή θέση των Ελλήνων εκφράσθηκε πολλές φορές με βίαιο τρόπο περί τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και των εξωτερικών απειλών η πτολεμαϊκή εξουσία έδειξε εμφανή σημάδια εξασθένησης (Lewis 1986: 85-87, βλ. τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Ίσως η ‘διείσδυση’ του Έλληνα Πτολεμαίου σε ένα αιγυπτιακό ιερό όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια κάποιων Αιγυπτίων, ιδιαίτερα σε μια εποχή εντάσεων, όταν μαίνονταν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της αιγυπτιακής χώρας.

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα από το Σαραπιείο, στον κύκλο του Πτολεμαίου ανήκουν και Αιγύπτιοι, όχι μόνον ο Αρμάις, που αναφέρεται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και οι δίδυμες Θαυής και Ταούς, τις οποίες ο Πτολεμαίος –παλιός φίλος του πατέρα τους– είχε υπό την προστασία του ενεργώντας ως εκπρόσωπός τους στις επαφές τους με την πτολεμαϊκή διοίκηση. Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο Πτολεμαίος με κάποιους γηγενείς Αιγυπτίους καταδεικνύουν ότι σε καθημερινή βάση η συμβίωση μεταξύ των δύο λαών μπορούσε να είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες αρκετά ομαλή.

            Αποδίδοντας τις επιθέσεις που δέχτηκε στο ότι είναι Έλληνας, ο Πτολεμαίος ίσως δίνει απλά τη δική του εξήγηση στα γεγονότα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκρύπτει συνειδητά την αληθινή αιτία της φιλονικίας και να εκμεταλλεύεται την ένταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων πιστεύοντας ότι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί από τον Έλληνα στρατηγό (Huss 2001: 589-590). Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, για τον φυλετικό χαρακτήρα της επίθεσης στο πρόσωπό του φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός ότι θύμα των καλλυντών και αρτοκόπων είναι και ο Αιγύπτιος Αρμάις. Η διαμάχη του, επομένως, με τους Αιγυπτίους που υπηρετούσαν στο Σαραπιείο θα μπορούσε να αποδοθεί περισσότερο σε προσωπική αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά

(μπροστινή πλευρά) Στον Διονύσιο, έναν από τους φίλους του βασιλέα και στρατηγό, από τον Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, Μακεδόνα, έναν από τους “κατόχους” (στ. 5) στο Μεγάλο Σαραπιείο ήδη δέκα χρόνια. Αδικούμαι από τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που υπηρετούν τώρα εκ περιτροπής στο ίδιο ιερό, (στ. 10) οι οποίοι όμως κατεβαίνουν και στο ιερό του Ανούβιδος, από τον Αρχήβι, τον γιατρό, και τον Μυ, τον ιματιοπώλη, και τους άλλους των οποίων τα ονόματα αγνοώ. Γιατί στις 11 του Φαώφι του 19ου έτους, (στ. 15) αφού έφτασαν στο μικρό ιερό της Αστάρτης, στο οποίο παραμένω κάτοχος, εισχώρησαν με τη βία θέλοντας να με σύρουν έξω και να με εκφοβίσουν, όπως ακριβώς επιχείρησαν και (στ. 20) παλαιότερα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, επειδή είμαι Έλληνας. Εγώ, λοιπόν, αφού διαπίστωσα ότι ήταν εκτός εαυτού, (στ. 25) κλείστηκα μέσα, καθώς όμως βρήκαν στον δρόμο τον Αρμάιν, έναν από τους δικούς μου, τον έριξαν κάτω και τον χτύπησαν με τα χάλκινα ξυστήρια τους. Σου ζητώ, λοιπόν, να δώσεις εντολή (στ. 30) να γράψουν στον Μενέδημο, τον υφιστάμενό σου στο ιερό του Ανούβιδος, να τους εξαναγκάσει να μου αποδώσουν δικαιοσύνη, και αν δεν συμμορφωθούν, να τους στείλει σε σένα (στ. 35) για να αποφασίσεις γι’ αυτούς με αγάπη για τη δικαιοσύνη. Σε χαιρετώ. Στον Μενέδημο. Φρόντισε να του αποδοθεί δικαιοσύνη. (στ. 40) 19ο έτος, 19 Φαώφι. (πίσω πλευρά) 19ο έτος, 18 Φαώφι. (Αφορά) τον Πτολεμαίο. Στον Μενέδημο. Σχετικά με τους καθαριστές.

μπροστινή πλευρά (recto)

(1η στήλη)

(1ο χέρι) Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος.
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν.
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας
5 προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι
10 οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ-
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε-
15 λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-]
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣-
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ]
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε]
20 [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣-
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ]
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-]
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά-
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν
25 επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου-

 

(2η στήλη)

κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς.
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο-
30 τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται.
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο-
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο-
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι-
35 ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι-
λέως προσόδους βλαπτομένας ου-
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί-
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦  ̣⟧ εμοὶ
40 επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό-
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ
45 καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος]
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α-
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣-
50 ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ.
έρρωσο.
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε.

 

πίσω πλευρά (verso)

           Απολλωνίωι.
(2ο χέρι, αριστερά) Δημητρίου

Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).

Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).

Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).

Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι  εγδοχείς καὶ άλλοι.

Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά  για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II  409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.

Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.

Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).

Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.

Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).

Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).

Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).

Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).

Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.

Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.

(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.

Αλεξάνδρου τού Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει εβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρε-
σκαιδεκάτωι μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Hρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Hρακλείδης
Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρὰ τού πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τής μητρὸς Φιλωτίδος ελεύθερος
ελευθέραν προσφερομένην ειματισμὸν καὶ κόσμον (δραχμών) (χιλίων), παρεχέτω δέ Hρακλείδης Δημητρίαι
5 όσα προσήκει γυναικὶ ελευθέραι πάντα, είναι δέ ημας κατὰ ταυτὸ όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι
βουλήι Λεπτίνηι καὶ Hρακλείδηι. Ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου Δημητρία,
στερέσθω ωμ προσηνέγκατο πάντων, επιδειξάτω δέ Hρακλείδης ότι άν εγκαλήι Δημητρίαι εναντίον ανδρών τριών,
οὓς άν δοκιμάζωσιν αμφότεροι. Μὴ εξέστω δέ Hρακλείδηι γυναίκα άλλην επεισάγεσθαι εφ’ ύβρει Δημητρίας μηδέ
τεκνοποιείσθαι εξ άλλης γυναικὸς μηδέ κακοτεχνείν μηδέν παρευρέσει μηδεμιαι Hρακλείδην εις Δημητρίαν·
10 ειὰν δέ τι ποιών τούτων αλίσκηται Hρακλείδης καὶ επιδείξηι Δημητρία εναντίον ανδρών τριών, οὓς άν δοκιμάζωσιν
αμφότεροι, αποδότω Hρακλείδης Δημητρίαι τὴμ φερνὴν ήν προσηνέγκατο (δραχμὰς) (χιλίας) καὶ προσαποτεισάτω αργυρί-
ου Αλεξανδρείου (δραχμὰς) (χιλίας). H δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης Δημητρίαι καὶ τοίς μετὰ
Δημητρίας πράσσουσιν έκ τε αυτού Hρακλείδου καὶ τών Hρακλείδου πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών. H δέ συγγραφὴ
ήδε κυρία έστω πάντηι πάντως ὡς εκεί τού συναλλάγματος γεγενημένου, όπου άν επεγφέρηι Hρακλείδης κατὰ
15 Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες επεγφέρωσιν κατὰ Hρακλείδου. Κύριοι δέ έστωσαν Hρακλεί-
δης καὶ Δημητρία καὶ τὰς συγγραφὰς αυτοὶ τὰς αυτών φυλάσσοντες καὶ επεγφέροντες κατ΄ αλλήλων. Μάρτυρες
Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος
Κώιος.

Πρόκειται για ένα συμβόλαιο γάμου και μάλιστα το αρχαιότερο που έχει σωθεί, το οποίο αποκαλείται συγγραφὴ συνοικισίας (στ. 2). Στο πρώτο τμήμα του συμβολαίου (στ. 2-4) δηλώνεται ότι ο Ηρακλείδης από την Τήμνο λαμβάνει τη Δημητρία ως νόμιμη σύζυγό του (γυναίκα γνησίαν) από τον πατέρα της Λεπτίνη από την Κω και τη μητέρα της Φιλώτιδα και ότι είναι και οι δύο ελεύθεροι. Στη συνέχεια (στ. 4-6) καθορίζεται το ύψος της προίκας που προσφέρει η Δημητρία, ενώ ο Ηρακλείδης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στη Δημητρία όσα ταιριάζουν σε μια ελεύθερη γυναίκα και να καθορίσει από κοινού με τον πατέρα της νύφης τον τόπο διαμονής του ζευγαριού. Στους στ. 6-13 ακολουθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο συζύγων και οι αντίστοιχες κυρώσεις στην περίπτωση που παραβούν κάτι από τα συμφωνηθέντα. Στους στ. 13-16 ορίζεται ότι το συμβόλαιο γάμου θα είναι έγκυρο οπουδήποτε το προσκομίσει είτε ο Ηρακλείδης είτε η Δημητρία και όσοι την αντιπροσωπεύουν, ενώ και τα δύο μέρη έχουν την υποχρέωση να φυλάξουν από ένα αντίγραφο του συμβολαίου, ρήτρα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια φύλασσε συνήθως ένας από τους μάρτυρες· η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να οφείλεται στο ότι πρόκειται για Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και επομένως βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση. Τέλος, αναφέρονται τα ονόματα των έξι μαρτύρων (στ. 16-18).

Μέχρι πρόσφατα το κείμενο αυτό θεωρούνταν το αρχαιότερο ελληνικό έγγραφο που έχει σωθεί σε πάπυρο· τη θέση αυτή, ωστόσο, πήρε ένα έγγραφο που προέρχεται από τη Saqqara και έχει χρονολογηθεί στο 331 π.Χ. (SB XIV 11942· Turner 1974). Συνεχίζει, εντούτοις, να αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο συμβόλαιο γάμου στα ελληνικά.

 

Συμβόλαια γάμου στους παπύρους της Αιγύπτου

Τα συμβόλαια γάμου που προέρχονται από την Αίγυπτο διακρίνονται σε δύο είδη, τη συγγραφὴν συνοικισίου / συνοικισίας, όπως είναι και το συμβόλαιο που εξετάζουμε, και τη συγγραφὴν ομολογίας (π.χ. P.Tebt. I 104· III 1, 815· P.Paris 13· P.Freib. III 26, 29, 30· P.Hib. II 208).

Στη συγγραφὴν συνοικισίας που εξετάζουμε ο σύζυγος εμφανίζεται να παραλαμβάνει τη νύφη από τον πατέρα της (για τη μνεία και της μητέρας βλ. παρακ.): λαμβάνει Hρακλείδης… (στ. 2-4)· αυτή η διατύπωση αποτυπώνει τον παραδοσιακό θεσμό της έκδοσης, ο οποίος φαίνεται ότι μεταφέρεται από τους Έλληνες στην Αίγυπτο (για την εισαγωγή του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου στην Αίγυπτο βλ. Taubenschlag 1936). Γενικότερα, αυτός ο τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας, έχει θεωρηθεί ως το έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο με έκδοση της γυναίκας και με το οποίο ξεκινούσε η συζυγική ζωή του ζευγαριού. Ο άλλος τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ ομολογίας, έχει θεωρηθεί ως ένα οικονομικό έγγραφο που ρύθμιζε το θέμα της προίκας, συναπτόταν πριν από τον γάμο και –αρχικά τουλάχιστον– δεν περιείχε όρους σχετικούς με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων και τη σχέση μεταξύ τους, θέματα που ρύθμιζε στη συνέχεια η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. ΙII 1, 815 fr. 4, 223/2 π.Χ.). Όμως, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, καθώς η συζυγική ζωή του ζευγαριού ξεκινούσε πολλές φορές ήδη με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας, το έγγραφο αυτό άρχισε να θεωρείται αρκετό για να δηλώσει τον ίδιο τον γάμο. Συνακόλουθα, η συγγραφὴ συνοικισίου έπαψε να θεωρείται απαραίτητη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ενώ όροι που αφορούσαν τη σχέση των δύο συζύγων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους εισήχθησαν στη συγγραφὴν ομολογίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. Ι 104, 92 π.Χ). Οι πάπυροι P.Freib. IIΙ 26, 29, 30 (179/8 π.Χ.) είναι ενδεικτικοί μιας μεταβατικής φάσης: και στις τρεις περιπτώσεις ο γάμος έχει ήδη αρχίσει με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας και η συγγραφὴ συνοικισίου θα συναφθεί μόνον εάν το ζητήσει η γυναίκα.

 

Οι συμβαλλόμενοι και οι μάρτυρες

Τα συμβαλλόμενα μέρη του συγκεκριμένου συμβολαίου είναι ο σύζυγος Ηρακλείδης (μάλλον στρατιώτης στη φρουρά της Ελεφαντίνης) και ο πατέρας της Δημητρίας, Λεπτίνης (πιθανότατα στρατιώτης ή έμπορος στην ίδια περιοχή). Η Δημητρία αποτελεί απλώς το αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ των ανδρών και δεν συμμετέχει καθόλου στη σύναψη του συμβολαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μια γυναίκα δεν έχει καμία νομική εξουσία και δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει στην υπογραφή ενός συμβολαίου, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιον άνδρα να ενεργεί ως κηδεμόνας της (κύριος). Το ότι η Δημητρία δεν έχει νομική υπόσταση φαίνεται και από το γεγονός ότι στο μέλλον χρειάζεται κάποιους που θα ενεργήσουν εκ μέρους της ως αντιπρόσωποι (οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό που θα ορισθεί να πληρώσει ο σύζυγός της, αν συλληφθεί να παραβαίνει κάποια από τις ορισμένες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις του (στ. 12-13, 15). Οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες μπορεί να είναι ο πατέρας της, ο αδελφός της, άλλοι συγγενείς ή ακόμη και κάποιοι τρίτοι.

Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται, ωστόσο, ότι ο Ηρακλείδης ‘λαμβάνει’ τη Δημητρία όχι μόνο από τον πατέρα της αλλά και από τη μητέρα της Φιλωτίδα. Δεν είναι βέβαιο αν η συμμετοχή της μητέρας στην έκδοση ανάγεται στο δωρικό δίκαιο της Κω, τόπου καταγωγής της οικογένειας της νύφης, καθώς κάποιες επιγραφές από το νησί καταγράφουν τους πολίτες της Κω τόσο με το όνομα του πατέρα όσο και της μητέρας τους (Modrzejewski 1981: 250 και σημ. 75· Pomeroy 1984: 90). ή πρόκειται τελικά για μια εξέλιξη στο θεσμό της έκδοσης που λαμβάνει χώρα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Yiftach-Firanko 2003: 43· Parca 2012: 323). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η χρήση στο στ. 5 του α΄ πληθυντικού προσώπου ημας, που αφήνει να διαφανεί η φωνή του ζευγαριού (Modrzejewski 1981: 249).

Από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο συμβόλαιο για τον τόπο κατοικίας του ζευγαριού (στ. 5), ο οποίος πρέπει να ορισθεί από κοινού από τον σύζυγο και τον πατέρα της νύφης (η μητέρα δεν έχει εδώ κανένα ρόλο), αλλά και από τo ότι ορίζεται με έμφαση η ισχύς του συμβολαίου παντού και η διατήρηση αντιγράφων του από τους δύο συζύγους και όχι από κάποιον συγγραφοφύλακα (στ. 13-16) διαφαίνεται η πιθανότητα μετακίνησης του ζεύγους. Η μετακίνηση, που σχετίζεται ενδεχομένως με το επάγγελμα/ιδιότητα του Ηρακλείδη (στρατιώτης), θα στερούσε από τη Δημητρία τη δυνατότητα να την αντιπροσωπεύσει μέλος της οικογένειάς της σε κάποια νομική διαδικασία, όπως στην περίπτωση της λύσης του γάμου της, αλλά και γενικότερα να της παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Γι᾿ αυτό τον λόγο το συμβόλαιο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να την εκπροσωπήσουν γενικά οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες (στ. 12-13, 15).

Από τους έξι μάρτυρες (στ. 16-18) οι τρεις (Αντικράτης, Λύσις, Διονύσιος) είναι συμπατριώτες του Ηρακλείδη και προφανώς προέρχονται από το περιβάλλον του, ένας, ο Αριστόδικος, κατάγεται από την Κω και προέρχεται μάλλον από το περιβάλλον του πατέρα της νύφης Λεπτίνη, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος από τη Γέλα με το όνομα Κλέων και ένας Κυρηναίος, ο Αριστόμαχος (για την εξαμάρτυρον συγγραφήν βλ. Jur.Pap. σ. 101-103).

 

Η προίκα

Η προίκα που δίνεται στον Ηρακλείδη από τον πατέρα της Δημητρίας περιγράφεται ως φερνὴ και αποτελείται από ρουχισμό και κοσμήματα, δηλαδή κινητά αντικείμενα που ικανοποιούν τις προσωπικές ανάγκες της νύφης (στ. 4, 11-12). Καθώς την περίοδο αυτή οι μετακινήσεις ήταν συνεχείς, μια προίκα αποτελούμενη από κινητά αντικείμενα θα ήταν πιθανότατα πιο επιθυμητή (Pomeroy 1984: 91). Τέτοιου τύπου προίκα δεν προσφέρει παρά μόνον έμμεσο οικονομικό όφελος στον σύζυγο, καθώς τον απαλλάσσει από το να προμηθεύσει ο ίδιος στη σύζυγό του τα είδη αυτά επιβαρύνοντας τα οικονομικά του δικού του οίκου. Η προίκα (φερνή) της Δημητρίας ορίζεται ότι έχει αξία χιλίων δραχμών, ένα ποσό αρκετά σημαντικό.

Η προίκα ήταν εθιμικά επιβεβλημένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αν και δεν ήταν νομικά απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός γάμου. Προσφερόταν από τον κύριον, τον κηδεμόνα της νύφης, στον μέλλοντα σύζυγο (Wolff 1952: 157-181· Wolff 1957). Στο συμβόλαιο που εξετάζουμε και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η προίκα προσφέρεται στον σύζυγο από τον πατέρα της νύφης. Σε συμβόλαια γάμου του 3ου αι. π.Χ. (π.χ. P.Tebt. ΙII 1, 815) εμφανίζεται ακόμη και η μητέρα μόνη να προσφέρει την προίκα στον σύζυγο της κόρης της, ενώ από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συμβόλαια που προέρχονται από τη χώρα της Αιγύπτου ο σύζυγος δηλώνει ότι έχει λάβει την προίκα απευθείας από την ίδια τη γυναίκα του (π.χ. P.Freib. III 29· P.Tebt. I 104). Ωστόσο, σε ορισμένα συμβόλαια από την Αλεξάνδρεια (συγχωρήσεις) την προίκα εξακολουθούν να προσφέρουν οι γονείς ως και τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. (π.χ. BGU IV 1100, 1102). Η πόλη φαίνεται να είναι πιο συντηρητική σε σχέση με τη χώρα της Αιγύπτου στο θέμα αυτό.

 

Οι υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο

Στα συμβόλαια γάμου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένα μεγάλο τμήμα αφιερώνεται στις υποχρεώσεις των δύο συζύγων και στις αντίστοιχες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν τις τηρήσουν αλλά και στην ενδεχόμενη διάλυση του γάμου (για τις υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο βλ. και Arnaoutoglou 1995: 17-21· Vérilhac – Vial 1998: 267-279).

Στο υπό εξέταση συμβόλαιο η παράβαση των υποχρεώσεων της συζύγου περιγράφεται σύντομα: ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου (στ. 6). Αν και εν πρώτοις φαίνεται να υπονοείται κυρίως η μοιχεία, υπάρχουν και άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ντροπή στον σύζυγο, όπως η απρεπής δημόσια συμπεριφορά και ενδυμασία της γυναίκας. Ας σημειωθεί ότι σε άλλα συμβόλαια, κυρίως του 2ου αι. π.Χ., ορίζονται επακριβώς οι υποχρεώσεις της γυναίκας. Ο Ηρακλείδης θα πρέπει να αποδείξει τις ενδεχόμενες κατηγορίες εναντίον της συζύγου του μπροστά σε τρεις άντρες τους οποίους θα πρέπει να εγκρίνει και η Δημητρία (στ. 7-8). Η ασαφής διατύπωση των υποχρεώσεων της Δημητρίας αφήνει περιθώριο για διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν η συμπεριφορά της είναι κακή και ντροπιάζει το σύζυγό της. Αν, ωστόσο, οι τρεις άνδρες θεωρήσουν ότι η Δημητρία έχει υποπέσει σε κάποια τέτοια πράξη, θα στερηθεί την προίκα της (στ. 7). Η στέρηση της προίκας της γυναίκας στην περίπτωση διαζυγίου από δική της υπαιτιότητα εμφανίζεται κυρίως στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU IV 1050), ενώ τα περισσότερα συμβόλαια γάμου από την πτολεμαϊκή χώρα, αν και αναφέρουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της συζύγου, δεν κάνουν μνεία κυρώσεων στην περίπτωση που εκείνη δεν τις τηρήσει. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κλασικής Αθήνας σε περίπτωση διάλυσης του γάμου κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες η προίκα επέστρεφε στην οικογένεια της γυναίκας (MacDowell 1996: 140).

Στο προκείμενο συμβόλαιο οι υποχρεώσεις του συζύγου ρυθμίζονται πιο αναλυτικά σε σχέση με αυτές της γυναίκας (στ. 8-9). Ο Ηρακλείδης οφείλει να παρέχει στη σύζυγό του ό,τι ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, δηλαδή όχι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όλα όσα κάνουν μια ελεύθερη γυναίκα σεβαστή –κυρίως ρούχα και κοσμήματα. Απαγορεύεται να φέρει άλλη γυναίκα στο σπίτι ή να αποκτήσει παιδιά από άλλη γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι το συμβόλαιο απαγορεύει μόνο τη μοιχεία που διαπράττεται εντός του οίκου. Δεν απαιτείται μονογαμία εκτός σπιτιού, αρκεί οι ενδεχόμενες ερωτικές σχέσεις να μην οδηγήσουν στην απόκτηση παιδιών. Με την απαγόρευση της απόκτησης παιδιών από κάποια άλλη γυναίκα διασφαλίζεται αφενός η θέση της Δημητρίας ως νόμιμης συζύγου, αφού μόνον εκείνη μπορεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του συζύγου της, και αφετέρου η θέση των παιδιών της. Καθώς στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει τη θέση της γυναίκας ως νόμιμης συζύγου και των παιδιών της ως νόμιμων τέκνων διακρίνοντάς τα από τα νόθα, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη των απαγορεύσεων αυτών στα ιδιωτικά συμβόλαια γάμου (Ogden 1996: 340). Απαγορεύεται, τέλος, ο σύζυγος να κακομεταχειρισθεί (κακοτεχνείν) με οποιονδήποτε τρόπο τη Δημητρία. Η ασάφεια εξασφαλίζει τη σύζυγο από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο και να την προσβάλει στον κοινωνικό της περίγυρο.

Αν ο Ηρακλείδης παραβεί κάποιον από τους όρους του συμβολαίου και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες κοινής αποδοχής, οφείλει όχι μόνο να επιστρέψει την προίκα, αλλά και να καταβάλει, επιπλέον, ως πρόστιμο ένα ποσό ισάξιο αυτής, δηλαδή 1000 δραχμές αργυρου Αλεξανδρεου (στ. 11-12). Η ενδεχόμενη καταδίκη του συζύγου από τους τρεις άνδρες θα έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης (στ. 12: η δέ πραξις έστω καθπερ εγ δκης κατ νμον τλος εχοσης∙ για τον όρο αυτό βλ. Wolff 1941) και συνεπάγεται δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του “τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα”, προκειμένου να εισπραχθεί το πρόστιμο των 1000 δραχμών (στ. 11-13). Η φράση πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών είναι τυπική στα ελληνικά κείμενα (π.χ. Δημοσθ., Κατὰ Λακρ. 12), ενώ στα παπυρικά έγγραφα της Αιγύπτου θα αντικατασταθεί σύντομα με μια έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στη γεωγραφία της χώρας: εκ τών υπαρχντων αυτώι πντων (βλ. π.χ. P.Freib. IIΙ 30 στ. 28· BGU ΙV 1050 στ. 18). Η κατάσχεση απαντά μόνο σε ένα ακόμη συμβόλαιο από τη χώρα της Αιγύπτου (P.Hib. II 208), ενώ είναι συνήθης στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU ΙV 1050-1052, 1098-1101).

Κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του Αλεξάνδρου, γιου του Αλεξάνδρου, το 14ο έτος της σατραπείας του Πτολεμαίου, το μήνα Δίο. Συμβόλαιο γάμου του Ηρακλείδη και της Δημητρίας. Ο Ηρακλείδης (από την Τήμνο) παίρνει τη Δημητρία από την Κω ως νόμιμη σύζυγό του από τον πατέρα της Λεπτίνη, Κώιο, και τη μητέρα της Φιλωτίδα· και οι δύο είναι ελεύθεροι. Εκείνη φέρει ως προίκα ρουχισμό και κοσμήματα αξίας χιλίων δραχμών και ο Ηρακλείδης θα παρέχει στη Δημητρία (στ. 5) όλα όσα αρμόζουν σε ελεύθερη γυναίκα. Θα ζήσουμε δε μαζί όπου φαίνεται καλύτερο στον Λεπτίνη και τον Ηρακλείδη, αφού αποφασίσουν από κοινού. Εάν η Δημητρία συλληφθεί να κάνει κάποια κακή πράξη που ντροπιάζει τον άνδρα της Ηρακλείδη, να στερηθεί όλα όσα έφερε ως προίκα, ο Ηρακλείδης όμως να αποδείξει ό,τι τυχόν καταγγέλλει εναντίον της Δημητρίας μπροστά σε τρεις άνδρες τους οποίους θα εγκρίνουν και οι δύο. Να μην επιτρέπεται στον Ηρακλείδη να φέρει στο σπίτι άλλη γυναίκα προσβάλλοντας τη Δημητρία, ούτε να τεκνοποιήσει από άλλη γυναίκα, ούτε να κάνει κάποια κακή πράξη ο Ηρακλείδης εναντίον της Δημητρίας με οποιοδήποτε πρόσχημα. (στ. 10) Εάν όμως ο Ηρακλείδης συλληφθεί να κάνει κάτι από αυτά και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες, τους οποίους εγκρίνουν και οι δύο, να αποδώσει ο Ηρακλείδης στη Δημητρία την προίκα χιλίων δραχμών που εκείνη έχει προσκομίσει και να πληρώσει ως πρόστιμο επιπλέον χίλιες δραχμές σε αργυρό νόμισμα του Αλεξάνδρου. Η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της να έχουν το δικαίωμα εκτέλεσης, σαν να επρόκειτο για δίκη που έχει νομίμως ολοκληρωθεί, εις βάρος του ίδιου του Ηρακλείδη και όλης της περιουσίας του, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αυτό το συμβόλαιο να ισχύει από κάθε άποψη, όπου τυχόν ο Ηρακλείδης το προσκομίσει κατά (στ. 15) της Δημητρίας ή η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της το προσκομίσουν κατά του Ηρακλείδη, σαν να είχε γίνει η συμφωνία σε εκείνο το μέρος. Ο Ηρακλείδης και η Δημητρία να έχουν το δικαίωμα να φυλάξει ο καθένας το δικό του συμβόλαιο και να το προσκομίσουν ο ένας κατά του άλλου. Μάρτυρες: Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος Κώιος.