[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – –  τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]-
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω]
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]-
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν-
5 των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα-
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ-
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat
10 Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει-
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – –
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ-
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat
15 Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια·
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια·
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια·
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου·
20 Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν·
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν·
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν·
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν·
25 Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν·
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα·
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι-
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου·
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα·
30 Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα·
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν·
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν·
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων·
35 Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου.
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]-
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά-
40 ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ-
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ-
ματέως συνέδρων Επινίκου.

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.

Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).

Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον  Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.

 

Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις

Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.

Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.

 

Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο

Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και  υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:

(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.

Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.

(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.

Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.

Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.

Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.

(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.

Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.

Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.

(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.

Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».

Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.

(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.

Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.

Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.

Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.

Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.

(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.

Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.

․ Αθηναί[ων κ]αὶ επεμελ[ήθη] όπως ὡς
κ̣άλλιστα πορευθήσονται οι πρέσ-
βεις ὡς βασιλέα, οὓς ο δήμος έπεμψ-
εν καὶ αποκρίνασθαι τώι ήκοντι π-
5 αρὰ το͂ Σιδωνίων βασιλέως ότι καὶ
ες τὸν λοιπὸν χρόνον ὢν ανὴρ αγαθ-
ὸς περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων ου-
κ έστι ότι ατυχήσει παρὰ Αθηναίω-
ν ων άν δέηται. είναι δέ καὶ πρόξεν-
10 ον τού δήμου τού Αθηναίων Στράτω-
να τὸν Σιδώνος βασιλέα καὶ αυτὸν
καὶ εκγόνος. τὸ δέ ψήφισμα τόδε αν-
αγραψάτω ο γραμματεὺς τής βολής
εστήληι λιθίνηι δέκα ημερών καὶ
15 καταθέτω εν ακροπόλει, ες δέ τὴν α-
ναγραφὴν τής στήλης δούναι τοὺς
ταμίας τώι γραμματεί τής βολής Δ
ΔΔ δραχμὰς εκ τών δέκα ταλάντων. π-
οιησάσθω δέ καὶ σύμβολα η βολὴ πρ-
20 ὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, όπως
άν ο δήμος ο Αθηναίων ειδήι εάν τι
πέμπηι ο Σιδωνίων βασιλεὺς δεόμ-
ενος τής πόλεως, καὶ ο βασιλεὺς ο Σ-
ιδω̣νίων ειδήι όταμ πέμπηι τινὰ ὡ-
25 ς αυτὸν ο δήμος ο Αθηναίων. καλέσα-
ι δέ καὶ επὶ ξένια τὸν ήκοντα παρὰ
το͂ Σιδωνίων βασιλέως ες τὸ πρυτα-
νείον ες αύριον.
Μενέξενος είπεν· τὰ μέν άλλα καθά-
30 περ Κηφισόδοτος· οπόσοι δ’ άν Σιδω-
νίων οικο͂ντες ες Σιδώνι καὶ πολι-
τευόμενοι επιδημώσιν κατ’ εμπορ-
ίαν Αθήνησι, μὴ εξείναι αυτὸς μετ-
οίκιον πράττεσθαι μηδέ χορηγὸν
35 μηδένα καταστήσαι μηδ’ εισφορὰν
μηδεμίαν επιγράφεν.

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική επιγραφή για τους στόχους και τα μέσα που χρησιμοποιούσε η αθηναϊκή πολιτεία στις αρχές του 4ου αιώνα είναι η IG II2 141. Προσφέρει σημαντικές πληροφορίες πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο αθηναϊκά ψηφίσματα από τα οποία έχει χαθεί η αρχή του πρώτου. Οι στίχοι 1-28 αποτελούν το τιμητικό ψήφισμα της αθηναϊκής συνέλευσης προς τον βασιλιά Abdashtart I, ο οποίος στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται ως Στράτωνας, της πόλης Σιδώνας, ενώ οι στίχοι 29-36 συνιστούν μια τροπολογία στοχεύοντας στην προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην Αθήνα.

Το αρχικό κομμάτι της στήλης που έφερε όλα τα στοιχεία χρονολόγησης του ψηφίσματος έχει χαθεί. Η αδυναμία αυτή προκάλεσε μια εντονότατη συζήτηση κατά την οποία αναπτύχθηκαν δύο θέσεις. Η παραδοσιακή ανάγει το κείμενο μεταξύ των ετών 378-360 π.Χ., με επικρατέστερα τα έτη 377-376 π.Χ. (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 118-119, Moysey 1976: 182-184, Austin 1944: 98-99, Trail 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 86 και Vagionakis 2017: 169 και 172-173) και η σύγχρονη με χρονολόγηση πέριξ της Ανταλκιδείου Ειρήνης (Ματθαίου 2016α και Ματθαίου 2016β: 118, Tracy 2014-2019: 49-50 και De Lisle 2020: 11-15). Ως τεκμήρια χρησιμοποιήθηκαν η αθηναϊκή πρεσβεία στον Μέγα Βασιλιά, στ. 1-4, τα έτη της βασιλείας του Στράτωνα, στ. 10-11, ο χρονικός περιορισμός των 10 ημερών για την ανέγερση της στήλης, στ. 12-15, το ταμείο των Δέκα Ταλάντων, στ. 17-18, καθώς και τα ονόματα των δύο εισηγητών, στ. 29-30.

Φυσικά, τα ερωτήματα είναι πολλά και εμφανίζονται ήδη από τον δεύτερο στίχο. Η πρεσβεία της Αθήνας ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο αντί τον παραδοσιακό χερσαίο διαμέσου της Μικράς Ασίας παρουσιάζεται στον Στράτωνα δεχόμενη την απαραίτητη βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού της. Συνεπώς, επιβεβαιώνονται οι ήδη υπάρχουσες καλές σχέσεις της με τον Στράτωνα αλλά και η σύνδεση αυτού με τον Αρταξέρξη Β΄ τη συγκεκριμένη περίοδο. Πιθανότατα το αποτέλεσμα της αποστολής ήταν θετικό και η πόλη προς αναγνώριση της συμβολής του του αποδίδει συγκεκριμένα προνόμια. Οι Αθηναίοι διπλωμάτες επιστρέφουν ενδεχομένως συνοδευόμενοι από έναν απεσταλμένο του Στράτωνα.

Πότε όμως στάλθηκε η συγκεκριμένη πρεσβεία; Οι καταγεγραμμένες αθηναϊκές αντιπροσωπείες στον Πέρση βασιλιά για το διάστημα των σαράντα πρώτων χρόνων του αιώνα είναι μόλις δύο. Γνωστές είναι οι αποστολές του 394/3 π.Χ. (Αθήν. Δειπν. 229 F και 251 Α-Β και Πλούτ. Πελ. 30) και του 368/7 π.Χ. (Ξεν Ελλ. 7.1.33-37, Πλούτ. Πελ. 30 και Διόδ. 15.76.3). Η παρουσία του Ιφικράτη στη Φοινίκη το 374 π.Χ. (Διόδ. 15.29.3-4 και 41.3 και Πλούτ. Αρτ. 24.1), ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας που αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελλ. 7.1.37) το 367 π.Χ. και τα λόγια του Δημοσθένη (7.29, 9.16, 19.137 και 253) για αναγνώριση της κυριότητας της Αμφίπολης από την Αθήνα μεταξύ 367-362 π.Χ. ενδεχομένως δηλώνουν νέα ή νέες διπλωματικές αποστολές.

Οι στίχοι 1-4 φανερώνουν τις πραγματοποιηθείσες ενέργειες του Στράτωνα προς τους πρεσβευτές για τις οποίες η πόλη αποδίδει τον ρόλο του προξένου στον ίδιο και στους απογόνους του, στ. 9-12. Παρεμβάλλονται οι στίχοι 4-9 όπου ο δήμος δεσμεύεται για εκ νέου ανταπόδοση εφόσον συνεχιστεί η θετική στάση του Σιδώνιου βασιλιά προς την Αθήνα.

Στη συνέχεια του ψηφίσματος, στ. 12-18, αναγράφονται οι όροι προκειμένου να τοποθετηθεί η στήλη. Ο γραμματέας της βουλής αναλαμβάνει το έργο με την υποχρέωση να το ολοκληρώσει εντός 10 ημερών, στ. 12-14. Το συγκεκριμένο χρονικό όριο εντοπίζεται αρκετές φορές την εικοσαετία 355-335 π.Χ. (Austin 1944: 99 και Vagionakis 2017: 173-174) καθιστώντας τη συγκεκριμένη επιγραφή την παλαιότερη επιβεβαιωμένη αναφορά του προσδιορισμού. Ενδιαφέρον προκύπτει από το περιεχόμενο των ψηφισμάτων με τον 10ήμερο περιορισμό διότι όλα είναι τιμητικού περιεχομένου (IG II2 130, 133, 149, 206, 253, 274, 278, 287 και 289). Σε όσα από αυτά διασώζονται τα ονόματα διαπιστώνεται πως πρόκειται για μη Αθηναίους. Ποια όμως ήταν η ανάγκη για μια τέτοια απόφαση; Αρκεί η καθυστερημένη ανέγερση των ψηφισμάτων; Το επιχείρημα αυτό αφήνει αναξιοποίητες τις δύο σημαντικές ομοιότητες∙ το χρονικό όριο εντοπίζεται σε τιμητικές επιγραφές μη Αθηναίων πολιτών. Είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι τιμώμενοι ή οι αντιπρόσωποι αυτών ήταν παρόντες τόσο κατά την ψήφιση των τιμών όσο και κατά την τοποθέτηση της στήλης.

Ο στίχος 15 καταγράφει ως σημείο τοποθέτησης την Ακρόπολη χρησιμοποιώντας τη φράση «εν ακροπὸλει» σε αντίθεση με προγενέστερες περιόδους όπου η αντίστοιχη διατύπωση ήταν «εμ πόλει». Στις αρχές του 4ου αι. χρησιμοποιούνταν και οι δύο όροι, όμως, από τη δεύτερη δεκαετία ο νεώτερος επικρατεί του παλαιότερου έως ότου τον εξαλείφει. Ασαφή χρονικό προσδιορισμό προσφέρουν οι στίχοι 16-18, με τους ταμίες των 10 Ταλάντων, αλλού καταγράφονται ως ταμίες της θεάς Αθηνάς, να αποδίδουν στον γραμματέα της βουλής τα χρήματα για τα απαραίτητα έξοδα. Το συγκεκριμένο ταμείο πιστοποιείται μόνο από επιγραφικές πηγές (IG II2 22, 173 και 244). Η δημιουργία του πιθανότατα τοποθετείται τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αι. με σκοπό την κάλυψη των εξόδων αναγραφής ψηφισμάτων της πόλης (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 65, Rhodes – Osborne, GHI 90 και Vagionakis 2017: 173).

Οι στίχοι 18-25 παραθέτουν πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης του γνησίου των διπλωματικών αποστολών. Η επιβεβαίωση θα γινόταν με τη χρήση συμβόλων, στ. 19, δηλαδή πήλινα πλακίδια τα οποία τα έσπαγαν σε δύο κομμάτια δίνοντας από ένα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αυτά αλληλοσυμπληρώνονταν με μοναδικό τρόπο αποδεικνύοντας τη γνησιότητα των εμπλεκόμενων μερών (ενδ. βλ. Gauthier 1972). Η συγκεκριμένη επιγραφή προσφέρει την παλαιότερη μαρτυρία για χρησιμοποίηση συμβόλων της Αθήνας με μη ελληνική πολιτική οντότητα (Η επόμενη το 349/8 π.Χ. με τον σατράπη Ορόντη, IG II2 207, Moysey 1976: 182 και Vagionakis 2017: 176-177).

Το τιμητικό ψήφισμα του Στράτωνα ολοκληρώνεται με την αναγραφή της παροχής φιλοξενίας στον απεσταλμένο του την επόμενη μέρα από την ψήφιση των τιμών στο πρυτανείο της πόλης, στ. 25-28.

Το δεύτερο κείμενο της επιγραφής, στίχοι 29-36, αποτελεί μία σημαντική παροχή προς τους Σιδώνιους εμπόρους που διαμένουν μόνιμα στη μητρόπολή τους. Δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί πως αυτοί οι 8 στίχοι είναι το ουσιαστικότερο κομμάτι της επιγραφής. Στους στίχους 29-30 αναγράφονται τα ονόματα των δύο Αθηναίων εισηγητών. Ο Κηφισόδοτος εισηγήθηκε το τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Στράτωνα ενώ ο Μενέξενος τη νομοθέτηση για τους Σιδώνιους εμπόρους. Οι δύο άνδρες αναφέρονται χωρίς τα πατρώνυμα ή τα δημοτικά τους ενώ φέρουν κοινά αθηναϊκά ονόματα. Οι προσπάθειες σύγχρονων ιστορικών να αναγνωρίσουν τα δύο πρόσωπα τοποθετούν τη δράση τους γύρω από την παραδοσιακή χρονολόγηση της επιγραφής (Ο Μενέξενος ενδεχομένως αναγνωρίζεται στις IG II2 111, 1237 και 1604 στ. 39-40. Το όνομα του Κηφισόδοτου εμφανίζεται αρκετές φορές. Ίσως κατάγονταν από τον δήμο του Κεραμεικού. Ο συγκεκριμένος πολίτης ήταν αρκετά δραστήριος στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα, IG II2 143 στ. 36 και Δημοσθ. 20.146 και 150. Ίσως ταυτίζεται με τον Κηφισόδοτο των παρακάτω πηγών, Agora XVI 48, Ξεν. Ελλ. 6.3.2 και 7.1.12-14, Αριστοτ. Ρητ. 3.10.7 Δημ. 51.1, και Διον. Αλικ. Άμμ. 8, Traill 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 90-91, Vagionakis 2017: 176-177 και De Lisle 2020: 13). Ελλείψει των λοιπών στοιχείων, όμως, καμία εξακρίβωση δεν μπορεί να είναι δεδομένη.

Με βάση την τροπολογία οι Σιδώνιοι πολίτες που επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς αποκτούν συγκεκριμένα οικονομικά προνόμια (Η μετοχή «πολιτευόμενοι», στ. 31-32, και το επίθετο «πολιτικών» Διόδ. 16.44.6 κάνουν λόγο για πληθυσμό με αναγνωρισμένο το δικαίωμα του πολίτη εντός της Σιδώνας.). Η διατύπωση της πρότασης του Μενέξενου είναι τέτοια ώστε αποκλείει τους ήδη εγκατεστημένους Σιδώνιους εντός του αθηναϊκού κράτους. Τα δικαιώματα αυτά ήταν η απαλλαγή τους από τον μετοίκιο φόρο (Σε επίπεδο εθνοτικής ομάδας παρόμοιο μέτρο ίσως πάρθηκε και για τους πολίτες των πόλεων Κνωσού και Κυδώνας, Agora XVI 51[1], περί το 360 π.Χ.), τις χορηγίες αλλά και από οποιαδήποτε άλλη φορολόγηση. Στόχος αυτής της οικονομικής πολιτικής, η ακόμα μεγαλύτερη προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην πόλη. Η συγκεκριμένη τακτική απέδωσε καρπούς, διότι από το δεύτερο μισό του 4ου έως και έπειτα επιγραφές επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρουσία τους (IG II2 343, 711, 2946, 8358, 8388, 10265α-10286, Whitehead 1977: 23 και Vagionakis 2017: 177).

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του κειμένου είναι απαραίτητος ένας σύντομος σχολιασμός αναφορικά με τη χρονολόγηση της επιγραφής. Η ομάδα των ιστορικών που τοποθετεί τη στήλη χρονικά πέριξ της Ανταλκίδειου Ειρήνης ανέπτυξε τη θέση της βασιζόμενη στην αναγνώριση του έργου του χαράκτη της επιγραφής. Το «χέρι» του ταυτίστηκε με αυτό των IG II2 17 και Agora XVI 50 ίσως και την IG II2 70, στις αρχές του 4ου αιώνα. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές παραμέρισαν το σύνολο των υπολοίπων στοιχείων επαναχρονολογώντας τα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την ταυτοποίηση του έργου του λιθογράφου η επιγραφή πρέπει να πλησιάσει τα πρώιμα χρόνια της παραδοσιακής χρονολόγησης.

Οι αναφερόμενες στον τιμώμενο βασιλέα φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες ενώ οι παρεχόμενες πληροφορίες επικεντρώνονται στη γεμάτη ακολασίες ζωή του και στον βίαιο θάνατό του (Αθήν. Δειπν. 531 Α-Ε, Αιλιαν. Ποικ. Ιστ. 7.2, Justin. Trog. Pomp. Ep. XVIII.3 και Jerom. Adv. Jovin. 1.45). Το σημαντικότερο στοιχείο που παραθέτουν αφορά τη σύγκριση του τρόπου ζωής του με τον βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκλή. Ο γιος του Ευαγόρα Α΄ αναρριχήθηκε στον θρόνο το 374 π.Χ. ενώ απεβίωσε φυλακισμένος των Περσών ως απόρροια της συμμετοχής του στην αποστασία το σατραπών το 361 π.Χ. Η γλώσσα των αρχαίων συγγραφέων με τις συγκρίσεις των δύο ανδρών υποδηλώνουν την ταυτόχρονη βασιλεία τους, έστω για ένα διάστημα. Ο βίαιος θάνατός του Στράτωνα, για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους Πέρσες, δεν τοποθετείται χρονικά από τις πηγές με τα έτη 362-360 π.Χ. να είναι ιδιαίτερα δελεαστικά λόγω της γενικευμένης αποστασίας. Ελλείψει των αδιάψευστων τρόπων χρονολόγησης της επιγραφής κάθε περαιτέρω προσπάθεια τοποθέτησής της με ασφάλεια στη γραμμή του χρόνου είναι επισφαλής.

Η στοιχηδόν επιγραφή παρά την απώλεια του αρχικού τμήματός της και των ερωτημάτων που δημιουργεί, προσφέρει σημαντικότατες πληροφορίες. Απεικονίζει τις επιδιώξεις της Αθήνας και έναν τρόπο για να τις υλοποιήσει. Η πόλη εκμεταλλεύεται την εύνοια και τους δεσμούς που αναπτύσσει με μονάρχες και μέσω αυτών προωθεί τα δικά της συμφέροντα. Πρόκειται για μέθοδο που στον επερχόμενο ελληνιστικό κόσμο των βασιλέων και της Ρώμης γενικεύεται.

…. των Αθηναίων, και φρόντισε πως θα ταξιδέψουν όσο το δυνατόν καλύτερα στον βασιλιά (ενν. τον Πέρση) οι πρέσβεις, τους οποίους ο δήμος έστειλε. Και να δοθεί απάντηση στον απεσταλμένο (στ. 5) του βασιλιά των Σιδωνίων ότι και στο μέλλον, εφόσον εκείνος (ενν. ο βασιλιάς των Σιδωνίων) συνεχίζει να έχει καλή στάση προς το δήμο των Αθηναίων, δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί από τους Αθηναίους οποιοδήποτε αίτημά του. Επίσης, (στ. 10) ο Στράτωνας, ο βασιλιάς της Σιδώνας, να είναι και πρόξενος του δήμου των Αθηναίων και ο ίδιος και οι απόγονοί του. Επιπλέον, το συγκεκριμένο ψήφισμα ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει εντός 10 ημερών σε λίθινη στήλη και (στ. 15) να τη στήσει στην ακρόπολη· και για την αναγραφή της στήλης να δώσουν οι ταμίες στον γραμματέα της βουλής 30 δραχμές από τα 10 τάλαντα (το ταμείο των 10 ταλάντων). Ακόμη, να κατασκευάσει και σφραγίδες αναγνώρισης η βουλή (στ. 20) για τον βασιλιά των Σιδωνίων, ώστε ο δήμος των Αθηναίων να γνωρίζει εάν ο βασιλιάς των Σιδωνίων στέλνει κάτι ζητώντας από την πόλη, και ο βασιλιάς των Σιδωνίων να γνωρίζει όταν στέλνει κάποιον (στ. 25) σε αυτόν ο δήμος των Αθηναίων. Ακόμη, να καλέσει για να φιλοξενήσει τον απεσταλμένο του βασιλιά των Σιδωνίων αύριο στο πρυτανείο. Ο Μενέξενος είπε· τα μεν άλλα να γίνουν, όπως ακριβώς εισηγήθηκε (στ. 30) ο Κηφισόδοτος· όσοι δε από τους Σιδωνίους, οι οποίοι κατοικούν στη Σιδώνα και έχουν το δικαίωμα του πολίτη, επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς, να μην επιτρέπεται σε αυτούς να πληρώνουν το μετοίκιο φόρο, ούτε χορηγός (στ. 35) να διορίζεται κανείς από αυτούς, ούτε να εγγράφονται στον κατάλογο για την καταβολή κάποιας εισφοράς.

1  αγαθήι   [τ]ύχηι.
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο-
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ-
5 έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰-
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ-
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή-
10 μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰-
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή-
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ-
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή-
15 μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ-
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε-
20 βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει-
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι]
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν]
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου]
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ]
25 ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]-
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή-
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου-
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο
30 τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη-
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα-
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ]
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου-
35 λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}²
II.67 Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷
71 [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος]

Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.

Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.

Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.

Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.

Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).

Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).

Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).

Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.

Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).

Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).

Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).

Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.

Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.

Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον  φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……

Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών

Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.

1   [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]-
  [ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]-
  [βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —]
  [— — — — — — — — — — — —]
4 εγὼ π̣[— — — — — — — — —]
5   ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —]
  τών ο[— — — — — — — — —]
  υμετ[ερ— — — — — — — —]
  [— — — — — — — — — — —]
  [— — — — — — — — —]α̣ καὶ
10   [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς
  [ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος
  άν είην ομολογών καὶ τὸ
  Ευμολπίδης είναι. αναλαμ-
  βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣
15   προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε,
  ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ
  μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό-
  τερόν τε καὶ σεμνότερον,
  εί γέ τινα προσθήκην επιδέ-
20   χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί-
  η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών
  Ευμολπιδών γένους, όν προ-
  εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο-
  κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε-
25   ρον εις τοὺς Ευμολπίδας,
  παραιτείσθαι νύν τὸ έργον
  τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής
  [τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην.
  vacat         έρρωσθε.
    vacat

Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).

Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.

Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.

Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.

Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).

Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).

Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.

Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).

Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.

Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.

Θραύσμα a

Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)

Θραύσμα c

Εγώ ….

Ο πρεσβευτής; …..    τα δικά σας (….)

Θραύσμα b

(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.

Αγαθήι vac. τύχηι.
Τήν τού θειοτάτου
καί ανεικήτου αυτο-
κράτορος <σ>εβαστήν
5 μητέρα Μ(άρκου) Αυρ(ηλίου)Σευή-
ρου [[ [Αλ]εξ[άνδ]ρου ]]
καί τών ιερών αυτού
στρατευμάτων [[ [Ιου-
[λίαν Μαμαί]αν ]] η
10 λαμπροτάτη Θρα-
κών επαρχεία,
    vacat
επιμελουμένου
Π(οπλίου) Αντίου Τήρου
θρακάρχ[ου].

Το άγαλμα αφιερώθηκε στη Μαμαία, μητέρα του Σεβήρου Αλεξάνδρου, εκ μέρους της επαρχίας της Θράκης, όπως γίνεται φανερό από τους στ. 10-11. Ο όρος «Θρακών επαρχεία» δηλώνει την ύπαρξη ενός επαρχιακού συμβουλίου, το οποίο πήρε την απόφαση για την ανάθεση του αγάλματος. Το συμβούλιο αυτό εμφανίζεται στις περισσότερες επιγραφές και νομισματικούς τύπους ως «κοινόν τών Θρακών», ενώ σε μία μόνο επιγραφή διαβάζουμε «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» (για την επιγραφή που φέρει τον όρο «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» βλ. Sharankov 2007: 519-520 και Gerassimova-Tomova 2005).

Οι πρωιμότερες μαρτυρίες που έχουμε για το κοινό των Θρακών χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., αν και η provincia Thracia δημιουργήθηκε το 46 μ.Χ. Πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα του επαρχιακού διοικητή ήταν η Πέρινθος, αλλά στο τέλος του αιώνα η Φιλιππούπολη πήρε τον τίτλο της «μητροπόλεως τής Θρακών επαρχείας» κι έγινε η έδρα του συμβουλίου του θρακικού κοινού (Sharankov 2005: 241-242, I.Perinthos 74. Για τις πρωιμότερες επιγραφές του κοινού βλ. Sharankov 2007: 518-522). Οι συνελεύσεις του γίνονταν στο θέατρο της πόλης, όπου έχει βρεθεί κι ένα άγαλμα το οποίο ανήγειρε η ίδια η πόλη προς τιμήν του κοινοβουλίου της επαρχίας, κι εξέδιδαν τα «ψηφίσματα» ή «δόγματα». Στο συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι πόλεις της επαρχίας, αλλά με διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογα με το μέγεθός τους (Sharankov 2007: 521, 523-524. Γενικά για την επαρχία της Θράκης βλ. Sartre 2012: 213-222).

Γενικά, τα επαρχιακά κοινά συνδέονταν στενά με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας, αν και η λειτουργία τους δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Ανελάμβαναν τη διαιτησία μεταξύ των πόλεων κι έπαιζαν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ως κοινό συμβούλιο της επαρχίας, σε σχέση με την κάθε πόλη ξεχωριστά. Το κοινό μπορούσε να στέλνει αντιπροσωπείες, να ψηφίζει διατάγματα, να διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα για τη στάση των κυβερνητών. Συνοπτικά, θεωρείται η κύρια μορφή πολιτικής έκφρασης των κατοίκων των επαρχιών. Όλες οι πόλεις των ανατολικών επαρχιών συγκροτούσαν κοινά, στα οποία αντιπροσωπεύονταν από εκπροσώπους και είχαν ως επικεφαλής εκλεγμένους αρχηγούς (Sartre 2012: 96-98, 181-184).

Υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση του αγάλματος της αυτοκράτειρας είναι ο θρακάρχης Πόπλιος Άντιος Τήρος (στ. 12-14). Αυτό υποδηλώνει η λέξη επιμελουμένου στον στ. 12. Πολύ συχνά τα θεσμικά όργανα μιας πόλης, ή μιας επαρχίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφάσιζαν να τιμήσουν κάποιο εξέχων πρόσωπο αλλά την εργασία ανελάμβανε, κάποτε και με δικά του έξοδα, κάποιος αξιωματούχος ή ιδιώτης (βλ. Geagan 1967: 32-33, 48-52 με αφορμή αντίστοιχες επιγραφές από την Αθήνα).

Το αξίωμα του θρακάρχη, που ήταν ταυτόχρονα και ισόβιος τιμητικός τίτλος, εμφανίζεται στις επιγραφές στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Υπάρχει μια άποψη ότι το αξίωμα ταυτίζεται με αυτό του «αρχιερέα τής Θρακών επαρχείας», χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών (Sharankov 2007: 519, 531 και Gerov 1948. Ο Sharankov [2007: 531] αναφέρει ως αντίστοιχη την περίπτωση των «ασιαρχών» και των «αρχιερέων» στις ασιατικές πόλεις, όπου παρά τις εκατοντάδες επιγραφές δεν είναι βέβαιο αν τα δύο αξιώματα είναι διαφορετικά ή όχι. Για το θέμα στους ασιατικούς τίτλους βλ. Carter 2004, Weiß 2002, Engelmann 2000, Friesen 1999).

Αναφορικά με τον θρακάρχη της επιγραφής, φαίνεται να ανήκει στο γένος των Αντίων, μια εκρωμαϊσμένη οικογένεια ευγενών, πιθανώς καταγόμενη από την Πλαυταλία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Θράκης κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. Το cognomen Τήρος αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη θρακική καταγωγή της οικογένειας (Sharankov 2007: 526, Petersen 1978. Για επιγραφές που αναφέρουν άτομα της οικογένειας των Αντίων βλ. IGBulg IV 2053 και IGBulg III 1.1537).

Οι στ. 5-9 αναφέρουν έναν πολύ διαδεδομένο τιμητικό τίτλο της αυτοκράτειρας Μαμαίας. Ονομάζεται «μήτηρ τών στρατευμάτων», μια σπάνια παραλλαγή του τίτλου «μήτηρ τών στρατοπέδων» ή λατινιστί «mater castrorum». Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, ο οποίος εμφανίστηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και αποδόθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκράτειρα Φαυστίνα τη Νεότερη. Στη συνέχεια, αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις αυτοκράτειρες της δυναστείας των Σεβήρων και ο τίτλος διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 4ου αι. Αποτελεί πραγματική καινοτομία της εποχής, καθώς συνδυάζει δύο ασυμβίβαστα μέχρι τότε στοιχεία, τις γυναίκες και τον καθαρά αντρικό στρατιωτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επεκτείνει τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της μητρότητας σε ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, καθώς ο στρατός γίνεται ένα από τα «παιδιά» του αυτοκρατορικού ζεύγους.

Ο τίτλος εντοπίζεται σε πολλές επιγραφές και νομίσματα, όμως απουσιάζει  από τις φιλολογικές μαρτυρίες εκτός από μια πολύ μικρή αναφορά στη Φαυστίνα (Cass. Dio 71.10.5, HA Aur. 26.4-9). Ακριβώς λόγω της έλλειψης των φιλολογικών μαρτυριών δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αίτια δημιουργίας και απονομής του τίτλου. Μελετώντας, ωστόσο την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιόδου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ποίκιλαν: η δύσκολη στρατιωτική κατάσταση με τις συνεχείς ξένες εισβολές δημιουργεί την ανάγκη να τονιστούν οι δεσμοί του στρατού με την άρχουσα δυναστεία, οι οποίοι σήμαιναν την προστασία της και την προστασία του κράτους. Εν συνεχεία λόγοι δυναστικής διαδοχής «επέβαλαν» την απονομή αυτού του τίτλου είτε για να δηλωθεί ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν «αδερφός» των στρατευμάτων και άρα τελούσε υπό την προστασία τους, όπως στην περίπτωση του Κομμόδου, είτε για να συνδεθεί μια δυναστεία με την προηγούμενή της κι έτσι να νομιμοποιηθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Σεβήρων. Παράλληλα, ειδικά οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας, όφειλαν την άνοδό τους στο θρόνο στα στρατεύματα. Ο τίτλος, επομένως, εξυπηρετούσε τόσο τον προπαγανδιστικό ρόλο της κολακείας των στρατευμάτων, όσο και το να υποδηλώσει αφενός στον ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο και αφετέρου στους αντιπάλους των αυτοκρατόρων ότι ο στρατός ήταν με το μέρος τους στηρίζοντας και προστατεύοντάς τους ως όφειλε ένας «γιος» προς τους «γονείς και τα αδέρφια» του.

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τίτλος αυτός, συνδυαζόμενος σε αρκετές περιπτώσεις και με τον πιο διευρυμένο τίτλο «μήτηρ τών στρατοπέδων καί τής συγκλήτου καί τής πατρίδος»  απηχεί και μια μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε την εποχή αυτή αναφορικά με τη δράση των γυναικών του αυτοκρατορικού οίκου. Όλες οι αυτοκράτειρες που τον κατείχαν είχαν συνοδέψει μαζί με τους συζύγους τους ή τους γιους τους τα στρατεύματα σε εκστρατείες, όπως η Φαυστίνα, η Δόμνα και η Μαμαία (Cass. Dio 71.10.5, 75.1-3.2, 80b.3-4, HA Aur. 26.4-9, Ηρωδ. 6.2-6, 6.7), ή είχαν συμμετάσχει με τον τρόπο τους σε κάποια μάχη, όπως η Μαίσα και η Σοαιμιάς (Cass. Dio 79.38.4). Επίσης, όλες με εξαίρεση την Φαυστίνα συμμετείχαν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου, οπότε φαίνεται και από τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η πεποίθηση λαού και στρατού ήταν ότι την πραγματική διοίκηση του κράτους και του στρατού είχε όχι ο αυτοκράτορας αλλά η μητέρα του Μαμαία (για τον τίτλο της «μητρός τών στρατοπέδων» βλ. ενδεικτικά Benoist 2015, Levick 2014 και Levick 2007, Langford 2013, Ricciardi 2007, Kienast 2004, Boatwright 2003, Lusnia 1995, Kuhoff 1993, da Costa 1990, Kettenhofen 1979, Benario 1959, Williams 1904).

Καλή τύχη. Η λαμπρότατη επαρχία της Θράκης [αφιερώνει αυτό το άγαλμα] στην Αυγούστα Ιουλία Μαμαία, μητέρα του θεϊκού και ανίκητου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Σεβήρου Αλεξάνδρου και των ιερών στρατευμάτων του, μέσω του θρακάρχη Πόπλιου Αντίου Τήρου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία.

Ιουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν
η βουλὴ η εξ Αρήου πάγου καὶ η βου-
λὴ τών εξακοσίων καὶ ο δήμος
αναθέντος εκ τών ιδίων
5 Διονυσίου τού Αύλου Μαρα-
θωνίου, αγορανομούντων
αυτού τε Διονυσίου Μαρα-
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου
Ῥούφου Μελιτέως.

Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός  με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).

Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.

Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.

Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.

Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).

Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.

Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «αναθέντος εκ τών ιδίων/ Διονυσίου τού Αύλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «επιμεληθέντος της αναθήσεως», «επιμεληθέντος», «διά τής προνοίας τού», «ανέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).

Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).

Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.

           Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τού Ἱππία Αργείου
    περὶ τας παρακαταθήκας τας Αθάνας.
Ι επ’ ιερέως τας Αθάνας Αριστείδα, τού δέ Ἁλίου Πλε[ι]-
στάρχου  Πα. ιϛ΄.  έδοξε μασ[τ]ροίς καὶ Λινδίοις  Ἱππίας γ΄ Αργ. είπε·
5 επειδὴ συνβαίνει τὰς μέν ποθόδους τὰς Λινδίων υστερείν, τὰ δέ ει[ς]
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις αναλ[ώ]ματα πολλάκις επείγειν καὶ τού-
[τ]ω τρόπω τοὺς άρχοντας εις δυ[σχ]ρη̣στίαν ενπείπτειν, συνφέ̣-
ρον δέ εστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τώ]ν θεών τειμὰς καὶ τὸ τού [κ]οινού
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ό[ν]τος εξ ετοίμου αργυρίου εις τὰς
10 παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τών θεών τειμάς· Τύχα Αγαθα· δεδό-
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τούδε τού ψαφίσματος τὸ γεγο-
νὸς περίψαφον τ[ώ]ν ιεροταμιαν Μενεκράτευς καὶ Ασκλαπι-
άδα καὶ Ἁγησάνδρου απὸ τας ιεροταμείας αυτών εκ τας τ[ρι]-
[ε]τίας καὶ εί τι παρειλήφαντι εκ τούτου καὶ εί τί κα παραλάβωντ[ι]
15 [τ]οὶ ενεστακότες ιεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ]
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ιερὸν εις παρακαταθήκαν τας Αθάνα[ς]
[τ]ας Λινδίας καὶ τού Διὸς τού Πολιέως Καλλιστράτω β΄ τω ιερεί
[τ]ας Αθάνας εν[ια]υ̣σίω̣· [ομ]οίως δέ καὶ τοὶ επιστάται τοὶ άρχοντε[ς]
[τ]ὸν επ’ ιερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ενιαυ[τὸν]
20 [ελέ]σθων άνδρας [ε΄]  εγ μέν τών ιερατευκότων τ[ας]
[Α]θάνας γ΄, εγ δέ τών̣ [άλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δέ αιρεθέ[ν]-
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τού ιερέως τας Αθάνας
τού δαμοσίου επ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ αποκείμεν[α εν]
[τ]ω νακορείω χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ε]πιδειξάν[τω]
25 [τ]οίς μαστροίς καὶ Λινδίοι[ς εν τω] μα[στ]ρείω τω ε̣[ν τα]
[π]όλει αγομένω τω – – κα[ὶ αποδ]όσθω α[υ]τὰ παρα[κο]-
[λ]ουθούντων πασι καὶ τών̣ [δα]μοσίων καὶ αποδόμεν̣[οι]
παραδόντω τὸ πεσὸν [α]ργ̣ύ̣ριον [τ]ω ιερεί τας Αθάνα[ς]
[ι]ερὸν ήμειν εν παρακατ̣[αθ]ήκα τας Αθάνας τας Λινδί[ας]
30 καὶ τού Διὸς τού Πολιέω[ς]· επειδὴ δέ καὶ ανδριάντες
[τ]ινές εντι εν τα αναβ[ά]σει καὶ αυτα τα άκρα ανεπίγραφοι καὶ
άσαμοι, συνφέρον δέ [ε]στι καὶ τούτους ήμειν επισάμους επιγρ[α]-
[φ]ὰν έχοντας ότι θεο(ί)ς ανάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τούδε
[τ]ού ψα τοὶ αυτοὶ επιστάται μ[ισθω]σάντω εκάστου ανδριάντος τὰν
35 [ε]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, ει δεί τού ευρίσ-
κοντος κατακυρού[ν ἢ μ]ή, καὶ [εί κ]α [δ]όξη τού ευρίσκοντος κα-
[τ]ακυρούν τὸ πεσὸν αργύριον, [α]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε-
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ε[κ]ά[σ]το[υ α] επιγραφ[ὰ απε]δόθ[η] παραδόντω ιερὸν
[ή]μ[ειν εις] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τας Α[θ]άνας τ[α]ς Λινδία̣ς καὶ τ[ού]
40 [Διὸς τού Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δέ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς επιγραφὰς μὴ
[εχόντων εξουσίαν απ]ε[νε]νκεί[ν] εκ τας άκρας ανδριάν[τας]
[τρόπω μηδ]ενὶ μηδέ παρευρέσει μηδεμια ἢ ένοχοι εόντ[ω]
[ασεβεί]α· πο̣ιησάμενοι δέ τὰν αίτησιν εχόντων εξουσ[ίαν]
[μετενεγκ]είν ά κα συνχωρήσωσι διὰ τας αιτήσιος Λίν[δ]ιοι·

Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).

Το ιερό και η πόλη

Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς  τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι άρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ιεροταμίαι (στ. 12, 15), οι επιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ιεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο αρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ιερεὺς ο καθ’ υοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).

Η παρακαταθήκη

Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).

Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).

Επαναχρήσεις αγαλμάτων

Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ανεπίγραφοι) και διακριτικά (άσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (επίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).

Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.

Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ανεπίγραφοι και άσαμοι. Ίσως ο όρος «άσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ανεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).

Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.

Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ηλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις  προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).

επὶ Διονυσίου άρχοντος τού μετὰ
Παράμονον επὶ τής Αιαντίδος ε-
βδόμης πρυτανείας, ή Λάμιος Τιμού-
χου Ῥαμνούσιος εγραμμάτευεν· Γα-
5 μηλιώνος ογδόη ισταμένου, ογδό-
η τής πρυτανείας· βουλὴ εμ βουλευ-
τηρίωι· τών προέδρων επεψήφιζεν
Στρατοφών Στρατοκλέους Σουνι-
εὺς καὶ συνπρόεδροι·
10  έδοξεν τεί βουλεί·
Ῥήσος Αρτέμωνος Ἁλαιεὺς είπεν·
επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς
τὴν βουλὴν Διόγνητος εξ Οίου ταμί-
ας ναυκλήρων καὶ εμπόρων τών φε-
15 ρόντων τὴν σύνοδον τού Διὸς τού
Ξενίου εμφανίζει τεί βουλεί βούλεσ-
θαι τὴν σύνοδον αναθείναι εικόνα γρα-
πτὴν εν όπλω τού εαυτών προξέ-
νου, κεχειροτονημένου δέ καὶ επιμε-
20 [λ]ητού επὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καὶ διὰ ταύτα παρακαλεί τὴν βου-
λὴν επικυρώσαι εαυτώι ψήφισμα·
αγαθε[ί] τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί επι-
25 κεχω[ρ]ήσθα[ι] Διογνήτω καὶ τη συνόδω
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ανάθεσιν τή[ς] γρα-
πτής εικόνος εν όπλω Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καθάπερ παρακαλεί τὴν βουλήν.

Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.

Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.

Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.

Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «έδοξεν τεί βουλεί».

Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ.,  Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.

Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15,  ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.

Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.

Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.

Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).

Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («επιμελητὴς Πειραιέως», IG II2  1283, «επιμελητὴς τού εν Πειραεί λιμένος» II2 2336 ή «επιμελητὴς επὶ τού λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.

Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ηταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).

Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.

Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «επικεχωρήσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.

Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.

Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) επιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.

επὶ Φαιδρίου άρχοντος, Ελαφηβολιώνος ογδόει, εκκλησί-
α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· Διονύσιος Διονυσίου
                αρχιθιασίτης είπεν·
επειδὴ Πάτρων Δωροθέου τών εκ τής συνόδου, επελθὼν
5 επὶ τὴν εκκλησίαν καὶ ανανεωσάμενος τὴν υπάρχου-
σαν αυτώι εύνοιαν εις τὴν σύν[ο]δον, καὶ ότι πολλὰς χρείας
παρείσχηται απροφασίστως, διατελεί δέ διὰ παντὸς κο[ι]-
νεί τε τεί συνόδωι λέγων καὶ πράττων τὰ συμφέροντ[α]
καὶ κατ’ ι<δί>αν εύνους υπάρχων εκάστωι τών πλοιζομέ[νων]
10 εμπόρων καὶ ναυκλήρων, νύν [δ’ έτι] μαλλον επ<η>υξημέ-
νης αυτής μετὰ τής τών θεών ευνοίας παρεκάλεσεν τὸ
κοινὸν εξαποστείλαι πρεσβείαν πρὸς τὸν δήμον τὸν Αθη-
ναίων όπως δοθη αυτοίς τόπος εν ωι κατασκευάσουσιν τέ-
μενος Hρακλέους τού πλείστων [αγαθ]ών παραιτίου γ[ε]-
15 γονότος τοίς ανθρώποις, αρχηγού δέ τής πατρίδος υπά[ρ]-
χοντος· αιρεθεὶς πρεσβευτὴς πρός τε τὴν βουλὴν καὶ
τὸν δήμον τὸν Αθηναίων, προθύμως αναδεξάμενος έ-
πλευσεν δαπανών εκ τών ιδίων εμφανίσας τε τὴν
τής συνόδου πρὸς τὸν δήμον εύνοιαν παρεκάλεσεν
20 αυτὸν καὶ διὰ ταύτην τὴν αιτίαν επετελέσατο
τὴν τών θιασιτών βούλησιν καὶ τὴν τών θεών τιμὴν <συνηύξησεν>
καθάπερ ήρμοττεν αυτώι· πεφιλανθρωπηκὼς δέ
καὶ πλείονας εν τοίς αρμόζουσιν καιροίς, είρηκεν
δέ καὶ υπέρ τής συνόδου εν τώι αναγκαιοτάτωι
25 καιρώι τὰ δίκαια μετὰ πάσης προθυμίας καὶ φιλοτι-
μίας καὶ εδέξατό τε τὸν θίασον εφ’ ημέρας δύο υπέρ
τού υού· 〚ΙΝ〛 ίνα ούν καὶ εις τὸν λοιπὸν χρόνον απαρά-
κλητον εαυτὸν παρασκευάζηι καὶ η σύνοδος φαί-
νηται φροντίζουσα τών διακειμένων ανδρών εις εαυ-
30 τὴν ευνοικώς καὶ αξίας χάριτας αποδιδούσα τοίς
ευεργέταις καὶ έτεροι πλείονες τών εκ τής τοίς συνό-
δου διὰ τὴν εις τούτον ευχαριστίαν ζηλωταὶ γί-
νωνται καὶ παραμιλλώνται φιλοτιμούμενοι
περιποιείν τι τεί συνόδωι· αγαθεί τύχει·
35 δεδόχθαι τώι κοινώι τών Τυρίων Hρακλειστών
εμπόρων καὶ ναυκλήρων επαινέσαι Πάτρωνα Δω-
ροθέου καὶ στεφανώσαι αυτὸν κατ’ ενιαυτὸν χρυ-
σώι στεφάνωι εν ταίς συντε[λου]μέναις θυσίαις
τώι Ποσειδώνι αρετής ένεκεν καὶ καλοκαγαθί-
40 ας ἧς έχων διατελεί εις τὸ κοινὸν τών Τυρί-
ων εμπόρων καὶ ναυκλήρων· αναθείναι δέ αυ-
τού καὶ εικόνα γραπτὴν εν τώι τεμένει τού
Hρακλέους καὶ αλλαχή ού άν αυτὸς βούληται· έσ-
τω δέ ασύμβολος καὶ αλειτούργητος εν ταίς
45 γινομέναις συνόδοις πάσαις· επιμελές δέ έστω
τοίς καθισταμένοις αρχιθιασίταις καὶ ταμίαις
καὶ τώι γραμματεί όπως εν ταίς γινομέναις θυ-
σίαις καὶ συνόδοις αναγορεύηται κατὰ ταύτην
τὴν αναγόρευσιν· η σύνοδος τών Τυρίων εμπό-
50 ρων καὶ ναυκλήρων στεφανοί Πάτρωνα Δωροθέου
ευεργέτην. αναγραψάτωσαν δέ τόδε τὸ ψή-
φισμα εις στήλην λιθίνην καὶ στησάτωσαν εν
τών τεμένει τού Hρακλέους· τὸ δέ εσόμενον ανάλωμ[α]
εις ταύτα μερισάτω ο ταμίας καὶ ο αρχιθιασίτης.
55               επὶ αρχιθιασίτου
          Διονυσίου τού Διονυσίου,
              ιερατεύοντος δέ
          Πάτρωνος τού Δωροθέου.
   ο δήμος
60 ο Αθηναίων.
                                      η σύνοδος
                                       τών Τυρίων
                                        εμπόρων
                                     καὶ ναυκλήρων.

 

Πρόκειται για ένα ψήφισμα με το οποίο το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών της Δήλου αποδίδει τιμές στο μέλος και ευεργέτη του σωματείου Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου.

 

Το καθεστώς της Δήλου την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το ψήφισμα

Το έτος 166 π.Χ., με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, η Δήλος απώλεσε την ανεξαρτησία της (314-166 π.Χ.) και περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Αθήνας, η οποία εκδίωξε τους Δηλίους και εγκατέστησε μια νέα κληρουχία (Στράβων 10.5.4). Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αλλαγής της ρωμαϊκής πολιτικής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.).

Στο ιερό λιμάνι του Απόλλωνα παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατελείας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, η οποία δεν υποστήριξε την Ρώμη στο πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Eλληνιστικής Oικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι ξένοι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς ατελείας του νησιού, κατέφτασαν στην Δήλο από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους θρησκείες, κατασκευάζοντας ναούς για τους θεούς τους και ιδρύοντας ποικίλα σωματεία, προκειμένου να διαβιώσουν στο νέο τόπο εγκατάστασης σύμφωνα με τις συνθήκες που επιθυμούσαν.

 

Το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών στη Δήλο

Ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών αποτελεί έναν από τους πρώτους και πιο οργανωμένους συλλόγους που μαρτυρούνται στη Δήλο την εποχή εκείνη, μαζί με το επίσης φοινικοσυριακό σωματείο των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών (βλ. ενδεικτικά I.Délos 1520). Το τιμητικό ψήφισμα για το μέλος και ευεργέτη, Πάτρωνα, αποτελεί τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το σωματείο, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και την οργάνωσή του.

Μέσω της επωνυμίας του, προβάλλεται η Τύρος ως τόπος προέλευσης, τονίζεται ότι τα μέλη είναι αφοσιωμένα στη λατρεία του Ηρακλή-Μελκάρτ, πατρογονική λατρεία των Φοινίκων της Τύρου (Bruneau 1970: 409-410· Bonnet 2015: 486-489), ενώ τέλος, δηλώνεται ότι το σωματείο αποτελεί σκέπη για εμπόρους και ναυκλήρους, γεγονός το οποίο μαρτυρά έναν κοινό εμπορικό προσανατολισμό, πέραν από τους υφιστάμενους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Χωρίς αμφιβολία, η ίδρυση του συλλόγου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης του ψηφίσματος (153/2 ή 149/8 π.Χ.· βλ. αναλυτικότερα ανωτ. “Χρονολόγηση”), καθώς πληροφορούμαστε ότι ο ευεργέτης Πάτρωνας είχε προσφέρει πολλές φορές κατά το παρελθόν τις υπηρεσίες του προς το κοινόν (στ. 4-7). Την χρονική στιγμή που εκδίδεται το ψήφισμα, το σωματείο, αν και σαφέστατα συνδέεται με το εμπορικό περιβάλλον της Δήλου, εντούτοις, δεν φαίνεται ακόμα να έχει κάποια ιδιοκτησία (στ. 1-2: εκκλησί|α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· βλ. σχετικά Choix Délos I αρ. 85 σελ. 143· Vélissaropoulos 1980: 109).

Οι απαραίτητες ενέργειες για τη μόνιμη και επίσημη εγκατάσταση τους στη Δήλο πραγματοποιήθηκαν από τον Πάτρωνα, ο οποίος, ως πρεσβευτής του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αθήνα και παρακάλεσε τη βουλήν και το δήμον των Αθηναίων να τους παραχωρηθεί χώρος στο νησί για την κατασκευή του ιερού τεμένους του Ηρακλή, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει την απαιτούμενη έγκριση (στ. 10-22).

Τέτοιου είδους αίτημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση ενός ξένου σωματείου στην Δήλο και πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Τύριοι αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούν οι Αθηναίοι επί του νησιού, ενώ από την άλλη πλευρά, η αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους των Αθηναίων ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώριση της λατρείας και με την εδραίωση της παρουσίας του συλλόγου στο νέο τόπο φιλοξενίας. Το αίτημα των Τυρίων δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται ως το συνηθισμένο προκαταρκτικό στάδιο αυτής της διαδικασίας. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε μακρά παράδοση ξένων εμπόρων, οι οποίοι υποχρεούνταν να ζητούν άδεια από την εκάστοτε πόλη για την κατασκευή ναών ή πρακτορείων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κιτιέων εμπόρων, οι οποίοι αρκετά χρόνια πιο πριν είχαν ζητήσει να τους χορηγηθεί από την Αθήνα το δικαίωμα απόκτησης γης (έγκτησις) για την κατασκευή ιερού της Αφροδίτης (Ε42).

Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του σωματείου, τις περισσότερες φορές προσδιορίζεται με τον όρο σύνοδος (στ. 4, 6, 8, 19, 24, 28, 31-32, 34, 45, 48, 49, 61). Εμφανώς λιγότερες απαντά ο όρος κοινόν (στ. 7-8, 12, 35, 40), ενώ, μόλις μία φορά χαρακτηρίζεται ως θίασος (στ. 26) και τα μέλη του ως θιασίται (στ. 21).

Αυτό το τριμερές μοντέλο οργάνωσης ερμηνεύεται ως εξής: το κοινόν αποτελείται από το σύνολο των μελών του σωματείου των Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων. Συνέρχεται σε συνεδριάσεις, για τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία, και διαπραγματεύεται όλα τα θεσμικά ζητήματα (Hasenohr 2007· Bonnet 2015: 483).  Η σύνοδος αποτελεί ένα υποσύνολο εντός του σωματείου, με διαφορετική νομική υπόσταση σε σχέση με το κοινόν (Baslez 1977: 207-210· Baslez 1988: 143-145· McLean 1996: 191· McLean 1999· Bonnet 2015: 483-486). Πρόκειται για ένα σώμα μελών, το οποίο απαρτίζεται από τους παρόντες στο νησί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που συνέρχονται ή συναντώνται. Με άλλα λόγια, σύνοδος είναι το παράρτημα του σωματείου που εδρεύει σε μία πόλη. Αντίστοιχη χρήση αυτής της ορολογίας συναντάμε και στα σωματεία των Διονυσιακών τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας (Aneziri 2003: 56-65· Aneziri 2008: 219-220). Ο θίασος εκφράζει μια θρησκευτική ομάδα, η οποία συγκροτείται κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς. Αποτελείται από τους θιασίτας, δηλαδή το σύνολο των μελών/πιστών στην προστάτιδα θεότητα του συλλόγου, οι οποίοι συμμετέχουν στα συμπόσια, στις θυσίες και στις εορτές (McLean 1999: 368).

Παράλληλα, στο πλαίσιο οργάνωσης του σωματείου παρατηρείται μια ποικιλία αξιωμάτων, τα οποία καταλαμβάνουν τα μέλη του. Κεφαλή της κοινότητας φαίνεται πως είναι ένας επώνυμος  αρχιθιασίτης (στ. 2-3, 46, 54, 55-56), τον οποίο και θα πρέπει να φανταστούμε ως τον κοσμικό άρχοντα του κοινού, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Poland 1909: 352-353· Baslez 1977: 228-229· McLean 1999: 369-370· Bonnet 2015: 485). Εξίσου σημαντικό αξίωμα είναι αυτό του επώνυμου ιερέα, το οποίο κατά το χρόνο έκδοσης του ψηφίσματος κατείχε ο ευεργέτης Πάτρωνας (στ. 57-58). Εύλογα υποθέτει κανείς ότι πρόκειται για τον θρησκευτικό καθοδηγητή του συλλόγου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ομαλή τέλεση όλων των λατρευτικών δρώμενων και για γενικότερα ζητήματα που άπτονται της λατρείας. Επίσης, αναφέρεται ο γραμματέας (στ. 47)  η θέση του οποίου ενδεχομένως σχετίζεται με τον τομέα της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, ενώ τέλος, ο ταμίας (στ. 46, 54) έχει αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρα και πιθανότατα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του συλλόγου.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι το κοινόν τών  Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων, αποτελεί μια ιδιαίτερα οργανωμένη και πολυδιάστατη εμπορική κοινότητα, η οποία λειτουργεί ως μικρογραφία πόλης. Επιπροσθέτως, η αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών μοντέλων οργάνωσης, η interpretatio Graeca των πάτριων θεών, οι θρησκευτικές και τιμητικές πρακτικές, αποκαλύπτουν μια πλήρη γνώση του ελληνιστικού περιβάλλοντος (θεσμικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και την προσαρμογή του σωματείου σε αυτό. Τέλος, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ‘ζωντανό’, δραστήριο και οικονομικά εύρωστο οργανισμό, εντός του οποίου πραγματοποιούνται συνελεύσεις των μελών για την λήψη αποφάσεων, διοργανώνονται συμπόσια και θυσίες, χρηματοδοτούνται οικοδομικά προγράμματα και τιμώνται οι ευεργέτες του συλλόγου.

Όταν ο Φαιδρίας ήταν επώνυμος άρχοντας, την όγδοη μέρα του μήνα Ελαφηβολιώνα, κατά την διάρκεια συνέλευσης στο ιερό του Απόλλωνα· ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, επικεφαλής του θιάσου, εισηγήθηκε: επειδή ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου, ο οποίος αποτελεί μέλος της συνόδου, παρουσιάστηκε (στ. 5) στη συνέλευση και επιβεβαίωσε την υπάρχουσα καλή του θέληση προς τη σύνοδο, και επειδή έχει εκπληρώσει πολλά αναγκαία χωρίς δισταγμό, και συνεχίζει πάντα να μιλάει και να κάνει τα συμφέροντα τόσο για τον σύλλογο όσο και για τη σύνοδο, σύμφωνα με τη δική του υπάρχουσα καλή θέληση προς όλους τους εμπόρους και πλοιοκτήτες που πλέουν στη θάλασσα. (στ. 10) Και τώρα, έχοντας ακόμα περισσότερη καλή θέληση με την εύνοια των θεών, κάλεσε τον σύλλογο να αποστείλει πρεσβεία στο δήμο των Αθηναίων για να τους παραχωρήσει ένα χώρο για να χτίσουν το ιερό του Ηρακλή, την αιτία των μεγαλύτερων καλών (στ. 15) που συμβαίνουν στους ανθρώπους και ιδρυτή της πατρίδας μας. Εκλεγμένος πρεσβευτής στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, απέπλευσε, αναλαμβάνοντας πρόθυμα τα έξοδα από τους δικούς του πόρους και επιδεικνύοντας την καλή θέληση της συνόδου προς το δήμο. (στ. 20) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπλήρωσε την θέληση των μελών του θιάσου και αύξησε την τιμή για του θεούς, όπως ακριβώς άρμοζε σε αυτόν. Επιπλέον, συμπεριφερόμενος συχνά με φιλανθρωπία τις κατάλληλες στιγμές, έχει μιλήσει επίσης με δίκαιο τρόπο για λογαριασμό της συνόδου τις πιο δύσκολες (στ. 25) στιγμές με κάθε προθυμία και φιλοτιμία, και δέχτηκε το θίασο για δύο ημέρες εκ μέρος του γιου του. Γι’ αυτό, για να μπορεί να προσφέρει και στο μέλλον χωρίς να του ζητηθεί και για να δείξει η σύνοδος ότι ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους που δείχνουν καλή θέληση απέναντί της (στ. 30) ανταποδίδοντας σε ευεργέτες τις χάρες που τους αρμόζουν, και για να γίνουν και άλλοι ζηλωτές της συνόδου λόγω των ευχαριστιών που δείχνει προς αυτό το πρόσωπο και για να μπορούν αυτοί που δείχνουν αγάπη για την τιμή να συναγωνιστούν για την εύνοια της συνόδου· με αγαθή την Τύχη· (στ. 35) να αποφασίσει ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών να επαινέσει τον Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου, και να τον στεφανώνει ετησίως με χρυσό στέφανο κατά την διάρκεια των θυσιών που συντελούνται προς τον Ποσειδώνα, λόγω της αρετής και της καλοσύνης (στ. 40) που συνεχίζει να έχει προς τον σύλλογο των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών. (Να αποφασίσει) επίσης, να του αφιερώσει μια γραπτή εικόνα στο ιερό του Ηρακλή και μια άλλη σε ένα άλλο μέρος, όπου επιθυμεί αυτός. Να είναι, επίσης, ελεύθερος από την καταβολή συνδρομών και από την ανάληψη υπηρεσιών σε (στ. 45) όλες τις συνόδους που λαμβάνουν χώρα. Και να φροντίζουν οι επικεφαλής του θιάσου και οι ταμίες και ο γραμματέας ώστε στις θυσίες που πραγματοποιούνται και τις συνόδους να ανακοινώνουν την εξής αναγόρευση: «η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων (στ. 50) και πλοιοκτητών στεφανώνει τον ευεργέτη Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου». Να αναγράψουν, επίσης, το συγκεκριμένο ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσου στο ιερό του Ηρακλή. Και να μοιραστούν τη δαπάνη (για τη στήλη) ο ταμίας και ο επικεφαλής του θιάσου. (στ. 55) Αυτό έγινε όταν επικεφαλής του θιάσου ήταν ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και ιερέας ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου. Ο δήμος (στ. 60) των Αθηναίων· η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών.

[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι. – – – – – επρυτάνευε· – – – – -]
[. . .] επεστάτε· Λ[. . .]Γ[- – εγραμμάτευε· – – – – – είπε· Ερ]-
[υθραί]ος απάγ̣εν̣ σ[ί]το[ν ες] Παναθέναια τὰ με̣γ̣άλ̣α̣ ά̣[χσιον μέ ολέ]-
[ζον]ος ἒ τριο͂ν μνο͂ν καὶ νέ̣με̣[ν] Ερυθραίον [τ]ο[ί]ς παρο͂σιΙ[. . 4 . .]
5 [. . τ]ὸ{ι}ς ℎιερ̣οπο[ι]ὸς ΑΠΗΔΙΝΟΝΜΙΘΑΝΟΙ· ε̣ὰν δέ̣ απ̣άγ. . .[. . 4 . .]
[. . .]ν αχσια[.] ἒ ΤΙΠΟΣΜΝΕΟΚΑΙΑΤΑΣΕ . . ΕΝΗΑΠΡΙΣΘΑΙΒΙ[- – c.4 – -]
[. . .]ΣΗΒΛΚΕΑΤΜΟΝΗΟ.ΟΥΧΙΟΨΟΝΟΣΣΤΙΝΑΧΑΝΡΛΧ[- – – c.9 – – -]
[. . .]ΡΕΟΝΟΣ.ΟΑΣ[. . . .]λον το͂ι̣ β̣ολομένοι Ερυθραίον· απ[ὸ το͂ν]
[κ]υάμον βολέν̣ ἐ̣͂ναι̣ εί̣κοσ̣ι καὶ ℎ̣εκατὸν άνδ̣ρας· τὸν δέ κ̣[υαμ]-
10 [ε]υθ̣έντ̣α ΘΕ . ΘΕ . Θ̣Ν . εν τ̣ε͂ι [β]ολε͂ι καὶ ΕΝΟΣΕΟΟΝ ἐ͂ναι βολε[ύε]-
[ν μ]έ̣ όλεζ̣ον ἒ τρι̣άκοντα έ̣τ̣ε̣ γεγονότα· δίοχσιν δ’ ἐ͂ναι [το͂ μέ δ]-
οκ̣ι̣μ̣α̣σ̣θ̣έν[τ]ος· βολεύεν δέ μέ εντὸ̣ς τεττάρον ε{ι}το͂ν [δίς. απο]-
κυαμεύσα[ι δ]έ καὶ καταστ̣ε͂σαι τ̣έ̣ν μέν νύ̣ν̣ βολέν τ̣ός τ̣’ [επισκ]-
ό̣π̣ος καὶ [τὸν] φ̣ρ[ό]ρ̣αρχον, τὸ δέ λοιπὸν τέν̣ βολέν καὶ τὸν [φρόρ]-
15 αρχον, μέ̣ όλεζ̣ον ἒ τ̣ρ̣ιάκ̣οντα ε̣μέ̣ρας π̣ρ̣[ὶ]ν ε̣χσιέναι [τέν βολ]-
έν· ομνύναι [δέ Δ]ία κα[ὶ] Απόλλο καὶ Δέμε[τρα] ε̣παρομ̣έ̣νο[ς εχσό]-
λ̣ειαν εφ̣[ιορκο͂ντι τε κ]αὶ παι[σ]ὶν· εχσό[ρ]κ̣[ο͂]ν δέ τ̣ὸν φ̣ρ̣ό[ραρ]-
[χο]ν κατ̣ὰ [ℎ]ιερ̣õν [τελ]εί{σ}ον (?)·  τ̣έ̣ν δέ βολέν μ̣έ̣ όλ[ε]ζον κ̣ατα[καί]-
[εν ἒ β]õν τὰ ℎ̣ι̣ε̣ρ̣ε͂α̣ (?), ε̣ὰ̣ν δέ μέ, ἐ͂ναι ζ̣εμιο͂σαι [. .]ΛΕ[.]ΣΑΝΑΤ[- – c.4 – -]
20 ΟΑΝΕΟΔΕΜΟΕΟΝΝΣΟΕ τ̣ὸν δε͂μον κατακαίεν μέ όλεζ̣ον [- – – c.6 – – -]·
ομν[ύ]να[ι δ]έ̣ [τά]δε [τέν] β̣ολέν· β̣ολεύσο ℎος άν [δύ]νομ̣α̣ι̣ άρ̣ι̣στ[α κ]-
[αὶ] δι̣κα[ιότα]τα (?) Ερυθραίον το͂ι πλέθει καὶ Αθεναίον καὶ το͂ν [χσυ]-
νμά[χ]ον· [κ]αὶ ουκ [αποσ]τέσομαι Αθεναίον το͂ π[λ]έθος ουδέ [το͂ν]
χσυνμάχον το͂ν Αθεναίον ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλ̣λ̣οι π̣ε[ί]σομ̣[αι]
25 αφ̣ι̣σ̣[τα]μέ̣νο̣[ι] ούτ’ αυτὸς εγὸ ούτ’ άλλον [π]εί[σο ουδέ ℎένα· ουδέ]
το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον [κατ]αδέχσομαι ουδ[έ] ℎένα ούτ’ ά̣λ̣[λ]ον̣ κατ̣α̣δ̣[έχεσθ]-
[α]ι πείσο[μ]α[ι το͂ν ες] Μέδος φ̣ευ̣γ̣ό[ντο]ν άνευ τε̣͂[ς] β̣ολ̣ε̣͂ς̣ τ̣[ε͂ς Αθε]-
ναίον καὶ το͂ δέ̣μο· [ο]υδέ το͂ν μενόντον εχσελο͂ [ά]νε̣υ̣ τε̣͂ς β̣ο̣[λε͂ς]
τ̣ε͂ς Αθεναίον καὶ τ̣[ο͂] δ̣έμο. εὰν δέ τι̣ς αποκτέ̣νει̣ [. . . . Ερυθρα]-
30 ί̣ος ℎέτερον Ερυ̣θ̣ρ̣[αί]ον (?), τεθ[ν]άτο εὰν [γν]οσθε͂ι· ε̣[ὰ]ν δ[. . . 6 . . .]
[.] γ̣ν̣οσθε͂ι̣, φ̣ευγέτο ℎ̣άπ̣ασα̣ν̣ τέν̣ Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α καὶ τ]-
ὰ χρέματα δεμόσ[ια έσ]τ̣ο Ερυθραίον. εὰν δέ̣ τ̣ις [.]ΒΟ[. . . . 8 . . . .]
ΟΣ[. .] τὸς τυράννος τεχ̣νά[ζει] ε̣ς Ερυθρὰ{ι}ς̣ (?) καὶ [αυτ]ὸς [- – – c.6 – – -]
ΧΑΠΙ τεθνάτο [κ]α̣[ὶ] παίδες̣ ℎ̣οι εχς εκ̣ένο̣ ΕΓ.ΝΕΟ[. . . . . 10 . . . . .]
35 ΕΙΟΘΕΜΙΛΕΘ[.]ΕΧΟΣ[- – c.5 – -] πα̣ίδες [ℎ]οι εχς [ε]κέν[ο – – – – c.10 – – – -]
Ερυθραίο[.] ΚΑΙ[. . .]Ν Αθεναίον ΑΠΟΣΑΝΟΝ, τὰ δέ χρέ̣ματα [αυ]το͂ Τ?
Ακολουθούν δέκα στίχοι που δεν παράγουν νόημα, μεταξύ αυτών:
42 [. . . 6 . . .]ΝΑΜΕΝΕΙ[.]ΤΟΜ[.]ΟΡ[.]ΟΝ τ̣οχσό̣τ̣ας ΔΕΚΑΤΑ[.]ΟΙ[.]ΟΟΣΕΝ
45 [. . 4 . .]βολε[. . . .]ΚΑΝΑ[- 1-2]ΟΑΣΙΕΡΑ εκ̣ τε̣͂ς φυλε͂ς ℎεκάστες Χ[- 3-4 -]

Το ψήφισμα για τις Ερυθρές αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για τον προσδιορισμό των σχέσεων της Αθήνας με τους συμμάχους της και ως εκ τούτου για την ανασύνθεση της ιστορίας της αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι Ερυθρές ήταν πόλη της Ιωνίας, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Δεν γνωρίζουμε σε ποια δεκαετία προσχώρησε στη συμμαχία της Δήλου. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά την αποστασία της από αυτήν, πιθανολογούμε ότι έλαβε χώρα περί το 454 π.Χ., μετά την ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο (Θουκ. 1.109-110). Η εξέλιξη αυτή γέννησε την ελπίδα στη φιλοπερσική μερίδα των Ερυθρών για αλλαγή προστάτη και στενότερη συνεργασία με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει προσωρινά ένα φιλοπερσικό κίνημα στην πόλη. Στη συνέχεια, οι Ερυθρές επανήλθαν στη συμμαχία. Η χρονολόγηση, όμως, της επαναφοράς τους, όπως και του αντίστοιχου αθηναϊκού ψηφίσματος, παρουσιάζει, όπως είδαμε, προβλήματα.

Οι θρησκευτικές υποχρεώσεις των Ερυθραίων

Σύμφωνα με το ψήφισμα, οι Ερυθραίοι οφείλουν μετά την επαναφορά τους στη συμμαχία να συμμετέχουν στα Μεγάλα Παναθήναια, κάθε τέσσερα χρόνια, φέρνοντας μαζί τους σιτάρι καθορισμένης αξίας (όχι μικρότερης από τρεις μνες) (στ. 2-8). Μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει ότι έχει λάβει χώρα η μεταφορά του θησαυροφυλακίου από τη Δήλο στην Αθήνα (454/3 π.Χ.)· τότε έγινε και η Αθήνα το κέντρο όχι μόνο της συμμαχίας αλλά και του αιγαιακού χώρου, ρόλο τον οποίο κατείχε ως τότε το νησί της Δήλου (Constantakopoulou 2007: 69-70). Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, οι Ερυθρές ήταν η πρώτη πόλη που αναγκάστηκε να συμμετέχει στην περίλαμπρη αθηναϊκή εορτή. Η αξίωση αυτή ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για τη μετατροπή των Μεγάλων Παναθηναίων σε μία εορτή που θα αντικατόπτριζε τη λάμψη και το μεγαλείο της ηγεμονίας των Αθηναίων (Meiggs 1999: 292-293). Η συγκεκριμένη απαίτηση της Αθήνας συνδεόταν με την επιλογή της να προβάλλεται ως μητρόπολη των ιωνικών πόλεων, και της συμμαχίας της Δήλου εν γένει (βλ. σχετικά Bremmer 1997: 10-13· Meiggs 1999: 294· Parker 2008: 146-147 με υποσημ. 3), και μπορούσε να αιτιολογηθεί στη βάση της διατήρησης των παραδοσιακών δεσμών μεταξύ μητρόπολης και αποικιών της: αποτελούσε καθήκον των αποικιών να διατηρούν δεσμούς με τις μητροπόλεις τους συμμετέχοντας στις σημαντικότερες θρησκευτικές εορτές τους (πρβλ. και IG I³ 46, στ. 15-17, όπου οι άποικοι της Βρέας οφείλουν να στείλουν αγελάδα και πανοπλία στα Μεγάλα Παναθήναια και φαλλό στα Διονύσια· IG I³ 71, στ. 55-58, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να προσφέρουν αγελάδα και πανοπλία κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και να συμμετέχουν στην πομπή· IG I³ 78, στ. 14, σχετικά με την υποχρέωση των συμμάχων να αποστέλλουν κάθε χρόνο στην Ελευσίνα τους πρώτους καρπούς της νέας σοδειάς).

Η εγκαθίδρυση βουλής κατά τα αθηναϊκά δημοκρατικά πρότυπα

Στις Ερυθρές εγκαθιδρύεται βουλή σύμφωνα με τα αθηναϊκό δημοκρατικό πρότυπο (στ. 8-16). Η νέα αυτή βουλή θα αριθμεί 120 μέλη, τα οποία θα επιλέγονται κάθε χρόνο με κλήρωση (και στην Αθήνα τα μέλη της βουλής των πεντακοσίων κληρώνονται κάθε χρόνο, ωστόσο ο αριθμός τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 43.2). Προϋπόθεση για την ανάληψη του αξιώματος είναι να έχει συμπληρώσει ο υποψήφιος το τριακοστό έτος της ηλικίας του (το ίδιο ισχύει και στην Αθήνα), και κανείς δεν θα μπορεί να διατελέσει βουλευτής περισσότερο από μία φορά σε μία περίοδο τεσσάρων ετών (αντίθετα, στην Αθήνα ένας πολίτης ήταν δυνατόν να κληρωθεί βουλευτής μόνο δύο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 62.3).

Οι Αθηναίοι επίσκοποι και ο φρούραρχος είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της κλήρωσης των βουλευτών και της εγκατάστασης της πρώτης βουλής. Στο μέλλον το έργο αυτό θα εκτελείται από την απερχόμενη βουλή σε συνεργασία με τον φρούραρχο. Το αθηναϊκό αξίωμα του φρουράρχου εμφανίζεται κατά τον 5ο αιώνα μόνο στις Ερυθρές (Fornara 1983: 213). Ο φρούραρχος ήταν ο επικεφαλής της αθηναϊκής φρουράς. Οι αρμοδιότητές του, ωστόσο, δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικές. Όσον αφορά στα καθήκοντα των επισκόπων, είναι δύσκολο αυτά να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Πιθανολογείται ότι οι επίσκοποι ήταν αξιωματούχοι βραχείας παραμονής στις πόλεις στις οποίες στέλνονταν. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι στις Ερυθρές ήταν αρμόδιοι για την εγκαθίδρυση της πρώτης βουλής και όχι των επόμενων επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι επίσκοποι εγκαταστάθηκαν στην πόλη μόνο κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την επανένταξη της πόλης στη συμμαχία (πρβλ. και IG I3 34, στ. 5-7· Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1022-1055) (Highby 1936: 18-20· Meiggs 1999: 212-213).

Ο όρκος των Ερυθραίων βουλευτών

Στη συνέχεια του ψηφίσματος, ακολουθεί ο όρκος που πρέπει να δίνουν οι Ερυθραίοι βουλευτές πριν αναλάβουν θητεία (στ. 16-29) (για τον όρκο στην αρχαία Ελλάδα, βλ. Sommerstein – Torrance 2014). Οι Ερυθραίοι βουλευτές ορκίζονται ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με τον πιο καλό και δίκαιο τρόπο για το συμφέρον του «πλήθους» των Ερυθραίων, των Αθηναίων και των συμμάχων (στ. 21-23), ενώ παράλληλα ορκίζονται πίστη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων (στ. 23-25). Δύο στοιχεία ξεχωρίζουν: αφενός, η λέξη «πλήθος», η οποία είναι λιγότερο ουδέτερη από τη λέξη «δήμος» και δίνει έμφαση στη δύναμη των αριθμών και στον δημοκρατικό χαρακτήρα που είχε η παρέμβαση της Αθήνας (Meiggs 1999: 113 υποσημ. 1· Osborne – Rhodes, GHI: 118), και, αφετέρου, η διπλή αναφορά που γίνεται στους συμμάχους (βλ. και στ. 31 «Αθεναίον χσυνμαχίδ̣[α]»). Μνεία στους συμμάχους γίνεται και στον όρκο τον οποίο, όπως φαίνεται, πρέπει να δώσει ο δήμος των Ερυθρών (IG I3 15d, στ. 40-41). Αντίθετα, αναφορά στους συμμάχους απουσιάζει από τον όρκο που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα για την Κολοφώνα (IG I3 37), για την Ερέτρια και τη Χαλκίδα (IG I3 39 και 40), αλλά εμφανίζεται και πάλι στον όρκο που επιβλήθηκε στη Σάμο το 439/8 (IG I3 48, στ. 19). Η απουσία και επανεμφάνισή τους εξηγείται από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, μετά την ειρήνη του Καλλία, αποσιωπούσαν τον όρο «συμμαχία», ο οποίος αντικαταστάθηκε από άλλες διατυπώσεις, όπως «πόλεις όσων οι Αθηναίοι κρατούσι» (IG I3 156, 174, και 98· Θουκυδίδης, 5.18.7, 47.2), ενώ η αναφορά στους συμμάχους στον όρκο των Σαμίων θεωρείται εξαίρεση, που οφείλεται στη βαρύνουσα σημασία της Σάμου (βλ. σχετικά Highby 1936: 22-23· Meiggs 1943: 23· Mattingly 1996: 371-372· Meiggs 1999: 114· Moroo 2014: 105-106).

Οι Ερυθραίοι βουλευτές πρέπει, επίσης, να ορκιστούν ότι δεν πρόκειται, δίχως τη συναίνεση της Αθήνας, να αποπειραθούν να επαναφέρουν κανέναν από τους εξορίστους (το͂ν φ̣[υγά]δ̣ον) ή από εκείνους που κατέφυγαν στους Μήδους, ούτε να εξορίσουν κάποιον από εκείνους που παρέμειναν (το͂ν μενόντον) στις Ερυθρές (στ. 25-29). Το απόσπασμα αυτό είναι διαφωτιστικό όσον αφορά στην ανασύνθεση της κατάστασης που επικρατούσε στην πόλη πριν από το ψήφισμα: ενισχύεται η άποψη πως ένα φιλοπερσικό κίνημα είχε εκδηλωθεί στις Ερυθρές, το οποίο αποσκοπούσε στην απόσχισή τους από τη συμμαχία των Αθηναίων. Η Αθήνα αντέδρασε παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην πόλη με την εκδίωξη της φιλοπερσικής μερίδας και των επικεφαλής της (στ. 33 τὸς τυράννος). Έπειτα, επανέφερε τις Ερυθρές στη συμμαχία και εγκατέστησε φρουρά, γεγονός το οποίο υποδηλώνεται από την παρουσία του φρουράρχου. Η φρουρά αποτελούσε ένα αποτελεσματικό μέτρο προστασίας τόσο από τους εσωτερικούς όσο και από τους εξωτερικούς κινδύνους. Εντούτοις, οι πολιτικές αρμοδιότητες του φρουράρχου υποδεικνύουν πως η Αθήνα ήθελε να ελέγχει και τις πολιτικές εξελίξεις (Meiggs 1943: 23-24· ATL III: 254-255· Meiggs – Lewis, GHI: 92· Meiggs 1999: 113-114· Osborne – Rhodes, GHI: 118).

Ποινές για συγκεκριμένα αδικήματα

Το ψήφισμα της Αθήνας για τις Ερυθρές καθορίζει, τέλος, τις ποινές οι οποίες θα επιβληθούν στους παραβάτες για συγκεκριμένα αδικήματα (στ. 29 και εξής), χωρίς, όμως, οι δικαστικές αυτές υποθέσεις να μεταφερθούν προς εκδίκαση στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπως θα γίνει σε αρκετές περιπτώσεις αργότερα (IG I3 40, στ. 71-76· IG I³ 21, στ. 76· Αντιφών, Περὶ τού Hρώδου φόνου, 47· Θουκυδίδης, 1.77.1· [Ξενοφών], Αθηναίων Πολιτεία, 1.16-18) (Highby 1936: 26-27· Meiggs 1943: 23· Kennedy 2006: 58-59· Rhodes 2014: 44 με υποσημ. 21· Bartzoka 2018: 113-118, 131-149). Ωστόσο, οι εν λόγω στίχοι σώζονται αποσπασματικά και η συμπλήρωσή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι, το αδίκημα του φόνου κάποιου Ερυθραίου από κάποιον συμπολίτη του φαίνεται πως, σε περίπτωση καταδίκης, επισύρει τη θανατική ποινή. Ακόμη, αναφέρεται ότι, σε περίπτωση καταδίκης του, αυτός θα εξοριστεί από το σύνολο των εδαφών της συμμαχίας των Αθηναίων και η περιουσία του θα καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Αυτή η ποινή της εξορίας μάλλον αφορά όσους διαφύγουν από τις Ερυθρές πριν από την επιβολή της θανατικής ποινής (Osborne – Rhodes, GHI: 118). Τη θανατική καταδίκη φαίνεται, επίσης, πως ορίζει το ψήφισμα και για όσους υποπέσουν στο αδίκημα της προδοσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους τυράννους (στ. 33), οι οποίοι ήταν πιθανότατα οι αρχηγοί του φιλοπερσικού κινήματος.

Απόφαση της βουλής και του δήμου. Η — φυλή επρυτάνευε· ο — ήταν επιστάτης· ο — ήταν γραμματέας. Ο — εισηγήθηκε. Οι Ερυθραίοι να αποστέλλουν σίτο στα Μεγάλα Παναθήναια, αξίας όχι μικρότερης από τρεις μνες, και να το διανέμουν σε όσους Ερυθραίους είναι παρόντες … οι ιεροποιοί … εάν αποστείλουν … (στ. 5)

οποιοσδήποτε Ερυθραίος επιθυμεί. Να αναδειχθεί με κλήρο βουλή αποτελούμενη από εκατόν είκοσι άνδρες· ο αναδειχθείς … στη βουλή και … να είναι δυνατόν να διατελέσει βουλευτής (στ. 10) μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας του. Να κινηθεί δίωξη εναντίον οποιουδήποτε δεν πέρασε από τη διαδικασία της δοκιμασίας. Να μην επιτρέπεται η ανάληψη του αξιώματος του βουλευτή για δεύτερη φορά εντός τεσσάρων ετών. Να αναδείξουν με κλήρο και να εγκαταστήσουν τη βουλή στο παρόν οι επίσκοποι και ο φρούραρχος, και στο εξής (να το κάνουν) η βουλή και ο φρούραρχος, σε διάστημα όχι μικρότερο από τριάντα ημέρες πριν ολοκληρωθεί η θητεία της βουλής. (στ. 15) Να ορκιστούν στον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα, επικαλούμενοι την ολοκληρωτική καταστροφή του επιόρκου και των παιδιών του· ο φρούραρχος να φροντίσει να δοθεί ο όρκος πάνω από ενήλικα θυσιαστήρια θύματα (;)· η βουλή να θυσιάσει όχι λιγότερο από μία αγελάδα (;), διαφορετικά να είναι δυνατόν να υπάρξει τιμωρία … ο δήμος να θυσιάσει όχι λιγότερο … (στ. 20)

Η βουλή να ορκιστεί τα εξής: «Θα εκτελέσω τα καθήκοντά μου ως βουλευτής όσο πιο καλά και δίκαια μπορώ για το συμφέρον του πλήθους των Ερυθραίων και των Αθηναίων και των συμμάχων· και δεν θα αποστατήσω από το πλήθος των Αθηναίων ούτε των συμμάχων των Αθηναίων εγώ ο ίδιος, ούτε θα παρασυρθώ από άλλον που αποστατεί εγώ ο ίδιος, ούτε άλλον θα παρασύρω κανέναν· ούτε (στ. 25) θα δεχθώ πίσω κανέναν από τους εξορίστους, ούτε θα παρασυρθώ να δεχθώ πίσω άλλον από εκείνους που έχουν βρει καταφύγιο στους Μήδους, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων· ούτε θα εξορίσω κανέναν από εκείνους που παραμένουν, χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου των Αθηναίων». Εάν κάποιος Ερυθραίος (;) σκοτώσει άλλον Ερυθραίο, να θανατωθεί εάν καταδικαστεί· εάν … (στ. 30) καταδικαστεί, να εξοριστεί από ολόκληρη τη συμμαχία των Αθηναίων, και η περιουσία του να καταστεί δημόσια περιουσία των Ερυθραίων. Εάν κάποιος μηχανορραφεί … τους τυράννους στις Ερυθρές, και ο ίδιος … να θανατωθεί και οι γιοι του … οι γιοι του … (στ. 35) των Ερυθραίων και (;) … των Αθηναίων … η περιουσία του … (στ. 36)

Παρεμβάλλονται πέντε στίχοι χωρίς νόημα

… τοξότες … (στ. 42)

Παρεμβάλλονται δύο στίχοι χωρίς νόημα

… από κάθε φυλή … (στ. 45)