αγαθη τύχηι
επεὶ 〚Νέρων〛 Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστὸς
Γερμανικὸς Αυτοκράτωρ, ο αγαθὸς δαίμων τής
οικουμένης, σὺν άπασιν οίς ευεργέτησεν αγα-
5 θοίς τὴν Αίγυπτον τὴν εναργεστάτην πρόνοι̣-
αν ποιησάμενος έπεμψεν ημείν Τιβέριον Κλαύδ[ι]-
ον Βάλβιλλον ηγεμόνα, διὰ̣ δ̣έ̣ τ̣ά̣ς̣ τούτου χ̣[ά]-
ριτας καὶ ευεργεσίας πλημύρουσα πασιν αγαθοίς η̣
Αίγυπτος, τὰς τού Νείλου δωρεὰς επαυξομέ-
10 νας κατ’ έτος θεωρούσα, νύν μαλλον απέλαυ-
σ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού· έδοξε
τοίς απὸ κώμης Βουσείρεως τού Λητο[πολ]ε̣ί̣-
του παροικούσι ταίς πυραμίσι καὶ τοίς ε̣ν̣ αυτ[ω]
καταγεινομένοις τοπογραμματεύσι καὶ κω-
15 μογραμματε̣ύ̣σ̣ι̣ ψη[φίσ]α̣σ̣θαι κ[αὶ αν]αθείναι
στήλην λιθίνην παρὰ̣ [τω]ι μ̣[εγίσ]τ̣ωι θεώ̣ι̣ Ḥλ̣ί̣-
[ω]ι Αρμάχει, εκ τών ενκεχαρ[ρισμ]ένω̣ν̣ α̣γ̣[αθών]
[δηλούσα]ν τὴν πρὸς αυτού[ς ε]υ̣εργεσίαν,
εξ ων επισ[τήσονται καὶ ]τ̣ὴ̣ν̣ π̣ρ̣ὸς όλην τὴ[ν]
20 Αίγυπτον καλοκα[γαθίαν πάντες· αρμό]-
ζει γὰρ τὰς ισοθέους αυτο̣ύ̣ χάρι[τας] ε̣ν̣ε̣στηλ{ει}-
{δ}ωμένας {²⁶ενεστηλωμένας}²⁶ τοίς ιεροίς γράμμασιν αιώνι μνημο-
νεύεσθαι [παντί]. παραγενόμενος γὰρ ημώ̣[ν]
εις τὸν νομὸν καὶ προσκυ̣νήσας τὸν Ηλιο[ν]
25 Ἅρμα̣χιν επόπτην καὶ σωτήρα τήι τε τών πυρ[α]-
μί̣δ̣ω̣ν̣ μεγ̣[αλ]ειότητι καὶ υπερφυία τερφθείς,
[θεασ]άμενός τ̣ε̣ πλείστης ψαμμού διὰ τὸ μήκος
τού [χρόνου] πε․․․․․․․γ̣ον․ν ψ̣άμματα πρώτος
τής ․․․․․․εονι․․․ι— — —α․ θήραι-
30 [ς] — — — — — — — — — — — —αστην
— — —ιεν— — — — — — — — — —ιτου
— — — — — — — — — — — — — — —την
— — — — — — — —θε— — — —μ․․․λει
— — — — — — — — — — — — — — —<ο>
35 [(έτους) —ʹ Νέρωνος] Κλαυδ̣[ίου Καίσαρος Σεβαστο]ύ
[Γερμανικού Αυτοκρά]τ[ορος — — —].

Στο τιμητικό ψήφισμά τους, οι κάτοικοι της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού τιμούν τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, Ρωμαίο ιππέα ελληνικής καταγωγής και διοικητή της Αιγύπτου επί Νέρωνα. Η επιγραφή αυτή ανήκε σε μια υποκατηγορία τιμητικών ψηφισμάτων του ελληνικού κόσμου, όπου, πέρα από τον τιμώμενο, την οικογένειά του ή τους προγόνους του, τιμούνταν παράλληλα όσοι με τις πράξεις τους επέτρεψαν σε εκείνον ή εκείνους να δράσουν με ορισμένο τρόπο. Τα πρόσωπα εκείνα ήταν συνήθως θεοί ή αυτοκράτορες, επομένως η ευεργεσία αναγόταν τελικά στους θεούς και αποκτούσε έτσι μια σχεδόν «θεολογική» ερμηνεία (Kokkinia 2012: 499-501).

Στο προοίμιο της επιγραφής, οι Βουσιρίτες ευχαριστούσαν δύο θεούς. Ο πρώτος ήταν ο αυτοκράτορας Νέρων, τον οποίο αποκαλούσαν αγαθὸν δαίμονα τής οικουμένης, δηλαδή θεό προστάτη της ανθρωπότητας (Kokkinia 2012: 500 με σημ. 2). Μεταξύ των πολλών ευεργετημάτων του προς την Αίγυπτο συγκαταλεγόταν και η «πλέον πασιφανής πρόνοια», δηλαδή ο διορισμός του Βαλβίλλου ως διοικητή. Ο δεύτερος ήταν ο θεός προστάτης της Αιγύπτου, ο Νείλος, ο οποίος «επικύρωσε» τον διορισμό. Διότι, σύμφωνα με τους Βουσιρίτες, ο ποταμός αύξανε κάθε έτος τις δωρεές του προς την επαρχία, ενώ επί των ημερών του Βαλβίλλου υπερχείλισε όσο ποτέ άλλοτε (νύν μαλλον απέλαυσ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού).

Οι ακριβείς λόγοι της τίμησης του Βαλβίλλου δεν είναι γνωστοί. Αναφέρονταν στους τελευταίους στίχους της επιγραφής, όπου και η μεγαλύτερη φθορά της. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι, σύμφωνα με τους στίχους 23-29, ο έπαρχος είχε επισκεφτεί τον Λητοπολίτη νομό και το οροπέδιο της Γκίζας, όπου προσκύνησε τον θεό Άρμαχι (μια μορφή του θεού Ώρου), τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ηλιο ή Απόλλωνα (Fauth 1995: 34-120), και εντυπωσιάστηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων. Η επιγραφή βρισκόταν πλησίον της Μεγάλης Σφίγγας, επομένως ο ναός του θεού Αρμάχιος ίσως ταυτιζόταν με το μνημείο, το οποίο θα τον αναπαριστούσε (I.British Mus. IV 1067). Σύμφωνα με τους στίχους 27-29, ο Βάλβιλλος αφού είδε την πολλή άμμο η οποία είχε επισωρευθεί γύρω από το μνημείο με το πέρασμα του χρόνου, διέταξε να την απομακρύνουν, ίσως για πρώτη φορά μετά από χίλια χρόνια (ψ̣άμματα πρώτος τής… Βλ. Foertmeyer 1989: 16). Ως τότε, το μνημείο θα είχε την ίδια περίπου μορφή πριν τις ανασκαφές του 19ου αι., το οποίο, σύμφωνα με φωτογραφίες και γκραβούρες της εποχής του Διαφωτισμού, ήταν καλυμμένο με άμμο ως το στήθος.

Από άλλες αρχαίες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο Βάλβιλλος ήταν ένας literatus της εποχής. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος ως παιδαγωγός και σύμβουλος του Νέρωνα θα τον γνώριζε προσωπικά, ο διοικητής της Αιγύπτου υπήρξε uirorum optimus perfectusque in omni litterarum genere rarissime (Sen. QNat. 4a.2.13). Μάλιστα, είχε περιοδεύσει τη χώρα του Νείλου και είχε συγγράψει ένα έργο όπου περιέγραφε τις εντυπώσεις του. Εκεί, ανέφερε πως στο Ηρακλεωτικό στόμιο του Νείλου (ή Κανωβικό, πλησίον της Αλεξάνδρειας) είχε δει δελφίνια να κατανικούν κροκόδειλους χτυπώντας τους στο μαλακό τους υπογάστριο (Sen. ό.π.).

Η έρευνα είχε από παλιά ταυτίσει τον έπαρχο της Αιγύπτου με τον ομώνυμο ανώτερο αξιωματούχο του Κλαυδίου, τον Ρωμαίο ιππέα, Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, τον οποίο οι Εφέσιοι είχαν τιμήσει λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα (Ephesos 1278. Πρβ. στο ίδιο, 1277, όπου τιμήθηκε ως επίτροπος. Βλ. FiE III αρ. 42 (J. Kiel)· Cichorius 1927· Stein 1933 (επίσης, PIR2 C 813)· Schwartz 1950· Pflaum 1960: 34-41· Demougin 1992: 447-449, κ.ά.). Εκεί, πέρα από χιλίαρχος, έπαρχος των αρχιτεκτόνων, και τιμηθείς με στρατιωτικές τιμές για τη συμβολή του στη βρετανική εκστρατεία το 43 μ.Χ., αναφερόταν ως υπεύθυνος των πρεσβειών και των απαντητικών επιστολών του Κλαυδίου προς τον ελληνικό κόσμο (ad∙ legationesetresp[onsa Graeca? Ca]esarisAug(usti)∙diviClaudị), πράγμα το οποίο υποδήλωνε την ελληνική καταγωγή του, καθώς επίσης ως επίτροπος και αρχιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας στην Αίγυπτο, όπως και υπεύθυνος του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Πιθανώς, ήταν εκείνος ο οποίος επιμελήθηκε τη δημιουργία του νέου Μουσείου της πόλης, το οποίο έφερε το όνομα του Κλαυδίου, όπως και τη θεσμοθέτηση στα δύο πλέον Μουσεία των δημοσίων αναγνώσεων των δύο ιστορικών έργων τα οποία ο αυτοκράτορας συνέγραψε στα ελληνικά, δηλαδή της Ιστορίας των Ετρούσκων και της Καρχηδόνας (Suet. Claud. 42).

Η πιθανή ελληνική καταγωγή του Βαλβίλλου προκύπτει ακόμη από την εικαζόμενη ταύτισή του με τον ομώνυμο αστρολόγο του Νέρωνα, τον οποίο αναφέρει ο Σουητώνιος εξ αφορμής της εμφάνισης ενός κομήτη στον ουρανό της Ρώμης, πιθανώς του Χάλεϋ, το 66 μ.Χ. (Suet. Ner. 36.1. Πρβ. Tac. Ann. 14.22, 15.47). Σύμφωνα με τον C. Cichorius, ήταν ο ανώνυμος αστρολόγος ο οποίος τον Δεκέμβριο του 37 μ.Χ. προέβλεψε στην Αγριππίνα ότι ο Νέρων θα γινόταν κάποτε αυτοκράτορας, και ο οποίος υπήρξε γιος του επίσης αστρολόγου, Θρασύλλου (PIR2 T 190), δηλαδή του σημαντικότερου Έλληνα φίλου και συμβούλου του αυτοκράτορα Τιβερίου (Tac. Ann. 6.22, 14.9. Βλ. Cichorius 1922: 390-398. Επίσης, Cichorius 1927). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ταυτιζόταν ακόμη με τον ομώνυμο αστρολόγο και ευνοούμενο του Βεσπασιανού, τον Βάρβιλλο, για χάρη του οποίου ο αυτοκράτορας παραχώρησε στους Εφεσίους το μοναδικό προνόμιο να τελούν αγώνες προς τιμήν του, τα Βαρβίλληα ή Βαλβίλληα, γνωστά από πλήθος επιγραφών (Κάσ. Δ. 66.9.2.). Παρότι η θεωρία εκείνη του C. Cichorius δεν ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία των μελετητών, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ποτέ με πειστικό τρόπο ως λανθασμένη.

Ο Γερμανός μελετητής είχε υποθέσει ακόμη πως η Κλαυδία Βαλβίλλα, η φίλη της Σεβαστής Σαβίνης, η οποία συνόδευσε τον αυτοκράτορα Αδριανό στην Αίγυπτο, το 130 μ.Χ., υπήρξε απόγονος του Βαλβίλλου (Cichorius 1922: 395-398). Η Βαλβίλλα είχε χαράξει στα πόδια του Κολοσσού του Μέμνονος, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, τέσσερα ποιήματα στην αιολική διάλεκτο, μιμούμενη την ποιήτρια Σαπφώ (I.Colosse Memnon 28-31). Σε ένα από εκείνα, το οποίο βρισκόταν στην αριστερή πτέρνα του αγάλματος, ανέφερε τους δύο παππούδες της ως εξής: ευσέβεες γὰρ έμοι γένεται πάπποι τ’ εγένο̣ντο,/ Βάλβιλλός τ’ ο σόφος κ’ Αντίοχος βασίλευς,/ Βάλβιλλος γενέταις ματρος βασιλήϊδος άμμας̣,/ τώ πάτε̣ρος δέ πάτηρ Αντίοχος βασίλευς·/ κήνων εκ γενέας κάγω λόχον αίμα τὸ καλον (I.Colosse Memnon 29, στίχ. 15-19).

Η αναφορά του Βαλβίλλου ως σοφού ταίριαζε με το προφίλ του ομώνυμου διοικητή της Αιγύπτου. Χάρη στις διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τον ελληνικό κόσμο, η κόρη του και πιθανή μητέρα της Βαλβίλλας, η βασίλισσα Κλαυδία Καπιτωλείνα, η οποία τιμήθηκε στην Πέργαμο (MDAI(A) 32 (1907) 335,66: (…ο πατὴρ αυτής Κλ(αύδιος) Βάλβιλλος. Βλ. PIR2 C 1086), παντρεύτηκε τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή, δηλαδή τον γιο του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής, του Αντιόχου Δ’ (PIR2 I 149 και 150). Μετά τον θάνατο του Επιφανούς, η Καπιτωλείνα φαίνεται πως παντρεύτηκε τον Μάρκο Ιούνιο Ρούφο, επίσης διοικητή της Αιγύπτου (PIR2 I 812). Από τον πρώτο της γάμο, η Καπιτωλείνα απέκτησε, πέρα από την Κλαυδία Βαλβίλλα, και τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή Φιλόπαππο, ύπατο suffectus το 109 μ.Χ. και ευεργέτη της Αθήνας (PIR2 I 151).

Με τη βοήθεια της καλής τύχης. Επειδή ο Αυτοκράτωρ Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστός Γερμανικός, ο θεός προστάτης της οικουμένης, μαζί με όλα τα καλά με τα οποία ευεργέτησε (στ. 5) την Αίγυπτο, έπραξε την πλέον εναργή πρόνοια στέλνοντάς μας ως διοικητή τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, χάρη στην εύνοια και τις ευεργεσίες του οποίου η Αίγυπτος πλημμυρίζει από όλα τα αγαθά και βλέπει τις δωρεές του Νείλου να αυξάνονται (στ. 10) χρόνο με τον χρόνο, ενώ τώρα, περισσότερο από ποτέ, επωφελήθηκε από τη δίκαιη υπερχείλιση του θεού (Νείλου). Οι κάτοικοι της κώμης της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού, οι οποίοι ζουν κοντά στις πυραμίδες, όπως και οι τοπικοί γραμματείς και οι γραμματείς της κώμης, (στ. 15) θεώρησαν καλό να αποφασίσουν με ψήφισμα και να αναθέσουν λίθινη στήλη πλησίον του μέγιστου θεού Ηλίου-Αρμάχιος. Η στήλη αυτή θα δηλώνει την ευεργεσία του Βαλβίλλου προς αυτούς, χάρη στα αγαθά τα οποία τους παραχώρησε, ενώ από αυτά οι πάντες θα μάθουν (στ. 20) για την καλοσύνη του προς όλη την Αίγυπτο. Αρμόζει λοιπόν στις ίσες προς τους θεούς αρετές του, αφού χαραχθούν σε στήλη με ιερογλυφικά, να μνημονεύονται στους αιώνες. Διότι, αφού ήρθε στον νομό μας και προσκύνησε τον θεό Ηλιο-Άρμαχι, (στ. 25) τον επόπτη και σωτήρα, και αφού ευφράνθηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων, όταν αντίκρισε πάρα πολλή άμμο εξαιτίας του μήκους του χρόνου… την άμμο πρώτος…

(στ. 29-36: πρόκειται για ιδιαίτερα αποσπασματικούς στίχους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η αναφορά του έτους διακυβέρνησης του Νέρωνα, δηλαδή μεταξύ του δεύτερου και του έκτου έτους αφότου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας).

Επὶ στεφανηφόρου Τιβερίου Πανκρατίδου τού
Διοφάντου —— μηνὸς —— Κουρεώνος Σεβαστ[η·]
έδοξεν τη βουλη καὶ τω δήμω, γνώμη στρα-
τηγών καὶ τού γραμματέως τού δήμου κα[ὶ]
5 αρχιερέως τών πατρίων θεών καὶ τών Σε-
βαστών Παμμένους τού Διοκλέους·
επ<ε>ὶ Τιβέριος Κλαύδιος Σεβαστού απελεύ-
θερος Τύραννος, πολείτης ημέτερος, ανὴ[ρ]
δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις
10 τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρι-
κής καὶ τη κοσμιότητι τών ἠθών, παραγενόμενος
ις τὴν πατρίδα ανάλογον πεποίηται τὴν επιδη-
μίαν τη περὶ εαυτὸν εν πασι σεμνότητι, προσ-
ενεχθεὶς φ[ι]λανθρώπως πασι τοίς πολείταις
15 ὡς μηδένα υφ’ αυτού παρὰ τὴν αξίαν τού καθ’ ε̣-
αυτὸν μεγέθους επιβεβαρήσθαι, εφ’ οίς η βουλὴ
καὶ ο δήμος αποδεχόμενο[ι] τὸν άνδρα προσ-
ήκον ήγηνται τιμήσαι αυτόν· δεδόχθαι τη
βουλη καὶ τω δήμω τετιμήσθαι Τιβέριον Κλαύ-
20 διον Σεβαστού απελεύθερον Τύραννον καὶ
είναι εν αποδοχη τω δήμω, δεδόσθαι τε αυ-
τω ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών ων κατεσ-
κεύακε εργαστηρίων επὶ τής χώρας ἧς
κώμη Καδυίη.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, αυτοκρατορικός απελεύθερος και γιατρός, τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Μάγνητες επί του Μαιάνδρου, για δύο λόγους. Πρώτον, για τη δράση του στη Ρώμη, όπου επέδειξε επάρκεια στην ιατρική επιστήμη, αλλά και ήθος κατά την υπηρεσία του στους αυτοκράτορες. Η αναφορά ανὴ[ρ] δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρικής ήταν ρητορική έκφραση η οποία προσέδιδε «θεϊκή επικύρωση» στην ιδιότητα του Τυράννου ως γιατρού (Harrison 2022: 284. Για την αναφορά στην ιατρικὴν τέχνην και τις παραλλαγές της, βλ. Oehler 1909: 8). Η παραπάνω έκφραση ήταν μάλλον έμπνευση του  βασικού εισηγητή της γνώμης, δηλαδή του Παμμένους Διοκλέους, ο οποίος ήταν γραμματεὺς τού δήμου και, ιδίως, αρχιερεὺς τών πατρίων θεών καὶ τών Σεβαστών.

Ο Τύραννος ήταν γιατρός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, ωστόσο αγνοούμε εάν ήταν προσωπικός γιατρός των αυτοκρατόρων ή μέλος του ιατρικού προσωπικού των ανακτόρων. Σύμφωνα με τον W. Dittenberger δεν είχε το ίδιο κύρος με γιατρούς όπως ο Κώος αρχιατρός, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, τον οποίο πάντως θα γνώριζε (Syll.3 807. Πρβ. Kaplan 1990: 91). Σε ότι αφορούσε την αναφορά, τη κοσμιότητι τών ἠθών, αυτή δεν ήταν κενή νοήματος ή σημασίας. Ιδιαίτερα για τους γιατρούς του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, πολλοί από τους οποίους αναμίχθηκαν στις αυλικές συνωμοσίες της εποχής, μεταξύ άλλων και ο Ξενοφών (πρβ. επίσης, PIR2 C 710 και E 108), η αφοσίωση και το ηθικό τους ανάστημα θα ήταν για τους αυτοκράτορες εξίσου σημαντικά με τις ιατρικές τους γνώσεις.

Η δεύτερη αιτιολόγηση της τίμησης του Τυράννου αφορούσε τη συμπεριφορά του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί, επέδειξε την ίδια επιστημονική επάρκεια και ποιότητα χαρακτήρα, ενώ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν παρά τη σημαντική του θέση (Samama 2003: 346-347, με σημ. 15). Ο θαυμασμός και η γενική αποδοχή του Τυράννου από τους συμπολίτες του φαίνεται ακόμη από την αναφορά του ως πολείτου ημετέρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε προσφωνήσει με ανάλογο τρόπο τον ναύαρχό του, τον Σέλευκο Θεοδότου, σε μια επιστολή του προς τους συμπατριώτες του, τους πολίτες της Ρωσού, στο στόμιο του Ισσικού κόλπου (Σέλευκος ο καὶ υμέτερος πολεί[της καὶ έμ]ος ναύαρχος). Εκεί, δήλωνε παράλληλα την πρόθεσή του να αξιοποιήσει ανθρώπους σαν τον Σέλευκο ως μεσολαβητές του με τις πόλεις της ελληνικής Ανατολής (IGLSyr ΙΙΙ 1 718, στίχ. 87 κ.εξ.). Την πολιτική εκείνη του Αυγούστου ακολούθησαν και οι διάδοχοί του, επομένως η δράση του Τυράννου στην πατρίδα του θα εντασσόταν στο πλαίσιο εκείνο.

Είναι αξιοσημείωτο πως, δύο τουλάχιστον άτομα τα οποία υποστήριξαν τη γνώμην εκείνη προς τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας, ήταν άτομα τα οποία μοιράζονταν κοινά συμφέροντα με τον Τύραννο. Ο πρώτος, ο επώνυμος άρχων της πόλης το έτος εκείνο (Samama 2003: 346 σημ. 12), ο στεφανηφόρος, Τιβέριος (Κλαύδιος) Πανκρατίδης, ο γιος του Διοφάντου, φαίνεται πως όφειλε επίσης τα πολιτικά του δικαιώματα σε κάποιον Κλαύδιο αυτοκράτορα. Από δύο ακόμη επιγραφές γνωρίζουμε ότι μέλη της οικογένειάς του τιμήθηκαν επίσης από τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας. Επρόκειτο για τον Παγκρατίδην Παγκρατίδου τού [Διοφάντου], ίσως γιο του, ο οποίος τιμήθηκε ως ήρωας (Magnesia 256), όπως και την πιθανή κόρη ή εγγονή του, την Κλαυδία Διοφαντίδα, ιέρεια της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής για δύο φορές (Magnesia 240).

Ο δεύτερος, ο προαναφερθείς Παμμένης Διοκλέους, ήταν επίσης ένας άνθρωπος επιρροής, καθώς αναφερόταν ταυτόχρονα ως γραμματεύς του δήμου και αρχιερεύς των πάτριων θεών και των Σεβαστών. Η διπλή κατοχή των αξιωμάτων εκείνων στη Μαγνησία ήταν κανόνας από τα χρόνια του Νέρβα και εξής, όμως η πρακτική φαίνεται πως ξεκίνησε από τον Παμμένη (Frija 2012: 93 με σημ. 104). Όπως οι στρατηγοί, ο Παμμένης είχε τη δυνατότητα ως γραμματεύς και αρχιερεύς να προτείνει γνώμας στα θεσμικά όργανα της πόλης. Το γεγονός ότι οι πρώτοι παρέμειναν ανώνυμοι είναι μάλλον ενδεικτικό για το ποιος τελικά θα ήταν ο κύριος εισηγητής εκείνης της γνώμης. Παρότι η τίμηση του Τυράννου είχε τη δικαιολογητική της βάση σε δύο αποδεκτά κριτήρια για τους απλούς πολίτες της Μαγνησίας, δηλαδή την προϋπηρεσία του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και την προσφορά του στην πατρίδα του, οι διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τη Μαγνησία θα συνέβαλαν καθοριστικά στη λήψη της σχετικής απόφασης.

Άλλωστε, το κίνητρο του ψηφίσματος φαίνεται πως αποσκοπούσε κυρίως στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του Τυράννου. Παρότι η εξαγγελία ότι βρισκόταν εν αποδοχη τω δήμω ήταν ιδιαίτερα τιμητική για έναν πρώην δούλο όπως εκείνος, το πιο πρακτικό προνόμιο αναφερόταν στο τέλος και αφορούσε την ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών στα εργαστήρια τα οποία εκείνος κατασκεύασε στην χώρα όπου βρισκόταν η κώμη της Καδυίης, για την οποία δεν έχουμε καμία άλλη μαρτυρία στις πηγές μας (Samama 2003: 347 σημ. 16).

Τα εργαστήρια εκείνα ήταν ίσως χειρουργεία ή πολυϊατρεία, αντίστοιχα εκείνων τα οποία αναφέρονταν σε επιγραφή από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας κατά τον 3ο αι. π.Χ. (SEG 30.1175. Βλ. Nutton 1992: 46, σημ. 123· Nissen 2010: 132-134). Ωστόσο, άλλοι μελετητές θεώρησαν πιθανότερο πως επρόκειτο για εργαστήρια με τη σημερινή έννοια της λέξης, και αφορούσαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τυράννου στην πατρίδα του, οι οποίες δεν σχετίζονταν με την ιατρική του κατάρτιση. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει η ιδιότητά του ως αυτοκρατορικού απελεύθερου, όπως και το γεγονός ότι η τιμητική επιγραφή δεν αναφέρει ρητά ότι δραστηριοποιήθηκε ως γιατρός στη Μαγνησία (Samama 2003: 346, σημ. 15· Sève 2011: 285).

Η περίπτωση του Κλαυδίου Τυράννου ομοιάζει με εκείνη του γνωστότερου γιατρού του Κλαυδίου, του προαναφερθέντος Γαΐου Στερτινίου Ξενοφώντος. Όπως εκείνος, ο Τύραννος προσέφερε τις υπηρεσίες του στους αυτοκράτορες, και, μετά από μια επιτυχή σταδιοδρομία στη Ρώμη, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τιμήθηκε από τους συμπολίτες του (Herzog 1922: 240 κ.εξ.· Buraselis 2000: 93-110). Δεν γνωρίζουμε τους λόγους της επιστροφής του εκείνης. Ενώ για τον Ξενοφώντα μπορούμε να υποθέσουμε πως η λυκοφιλία του με την Αγριππίνα υπέσκαψε τελικά τη θέση του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, για τον Τύραννο δεν μπορούμε να κάνουμε ανάλογη υπόθεση, καθώς αγνοούμε τους αυτοκράτορες τους οποίους υπηρέτησε. Το βέβαιο είναι ότι, εφόσον έζησε την εποχή εκείνη, θα γνώριζε τον Ξενοφώντα, όπως πιθανώς και τον γιατρό του Κλαυδίου και επίσης απελεύθερό του, τον Τιβέριο Κλαύδιο Επάγαθο. Ο τελευταίος κατείχε ακόμη το αξίωμα του ακκήσσου (accensus), δηλαδή του ακολούθου του αυτοκράτορα και πάτρωνά του. Μαζί με τον άγνωστο κατά τα άλλα Τιβέριο Κλαύδιο Λειουιανό, αφιέρωσαν σε εκείνον μια στοά στα Σίδυμα της Λυκίας (TAM II 184).

Τον καιρό της στεφανηφορίας του Τιβερίου Πανκρατίδου, του γιου του Διοφάντου, την πρώτη ημέρα του μήνα Κουρεώνος. Απόφαση της βουλής και του δήμου, έπειτα από γνώμη των στρατηγών και του γραμματέα του δήμου και (στ. 5) αρχιερέα των πάτριων θεών και των Σεβαστών, Παμμένους, του γιου του Διοκλέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, συμπολίτης μας, ο οποίος δοκιμάστηκε επιτυχώς στη θεϊκή κρίση (στ. 10) των Σεβαστών στην ιατρική τέχνη, αλλά και στην κοσμιότητα των ηθών, πραγματοποίησε, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μια διαμονή ανάλογη με την αξιοπρέπεια η οποία σε κάθε περίσταση τον χαρακτήριζε, προσφέροντας τις υπηρεσίες του με καλοσύνη προς όλους τους συμπολίτες του, (στ. 15) δίχως να βλάψει κανέναν παρά τη δύναμή του. Για αυτούς τους λόγους, η βουλή και ο δήμος, αφού τον έκριναν ευνοϊκά, θεώρησαν σωστό να τον τιμήσουν. Φάνηκε λοιπόν σωστό στη βουλή και τον δήμο ο Τιβέριος Κλαύδιος (στ. 20) Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, να τιμηθεί και να απολαμβάνει της εύνοιας του δήμου, όπως και να του παραχωρηθεί πλήρης φορολογική ατέλεια στα εργαστήρια τα οποία κατασκεύασε στη χώρα στην οποία η Καδυίη είναι κώμη.

Τιβερίωι Κλαυδίωι
Κουιρείναι
Μενεκράτει ιατρώι
Καισάρων καὶ ιδίας
5 λογικής εναργούς
ιατρικής κτίστηι εν
βιβλίοις ρνϛ δι’ ων
ετειμήθη υπὸ τών εν-
λογίμων πόλεων ψηφίσ-
10 μασιν εντελέσι, οι γνώριμοι
τώι εαυτών αιρεσιάρχηι τὸ ηρώον.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Μενεκράτης υπήρξε, σύμφωνα με τον A. Stein, γιατρός των αυτοκρατόρων Τιβερίου, Καλιγούλα, και Κλαυδίου. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του από τον Σερβίλιο Δαμοκράτη, επίσης αυτοκρατορικό γιατρό, ο οποίος είχε γιατρέψει την κόρη του υπάτου του 35 μ.Χ., Μάρκου Σερβιλίου Νωνιανού (PIR2 C 937). Σύμφωνα με τον Γαληνό, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο, αυτοκράτωρ ολογράμματος, εξηγώντας: αυτοκράτωρ μέν, επειδὴ τούτω προσπεφώνηται, δηλαδή επειδή ο Μενεκράτης το αφιέρωσε σε κάποιον αυτοκράτορα (Γαλ. 13.995).

Ο Νουμιδός γιατρός, Καίλιος Αυρηλιανός, τον αναφέρει ως Menecrates Zeophletensis, όμως δεν είναι γνωστή ως τώρα καμία πόλη ή περιοχή με το όνομα Zeophleta (Cael. Aurel. Morb. Chron. 1.4.140). Σύμφωνα με τον J. Benedum, πιθανώς καταγόταν από τη Λυδία και ταυτιζόταν με τον ομώνυμο Λύδιο γιατρό, Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τον οποίο τίμησε μια άγνωστη πόλη (πιθανώς η πατρίδα του), μεταξύ άλλων ως μ[έγαν(?)] ι̣ατρὸν καὶ φιλ[όσο]φον, ήρωα, λογ[ιστήν(?)] (TAM V,1 650). Σε αυτό ίσως συνηγορεί και η αναφορά του στην επιτύμβια επιγραφή του στη Ρώμη ως ιδρυτή μιας δογματικής και εμπειρικής σχολής της ιατρικής (ιδίας λογικής εναργούς ιατρικής), την οποία περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία. Εξάλλου, πολλοί γιατροί οι οποίοι εντάχθηκαν στην Κυρίνα φυλή και εργάσθηκαν στη Ρώμη, όπως ο Μενεκράτης, κατάγονταν από τη Μ. Ασία (Benedum 1978).

O Μενεκράτης ετειμήθη υπὸ τών ενλογίμων πόλεων ψηφίσμασιν εντελέσι. Οι σημαντικές εκείνες πόλεις δεν είναι γνωστές, ούτε τα ψηφίσματά τους, τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη δικαιώματα (LSJ «εντελής» II). Όμως, εφόσον ταυτιζόταν με τον Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τιμήθηκε τουλάχιστον από μια άγνωστη πόλη της Λυδίας, όπου εκλέχθηκε λογ[ιστής(?)], στρατηγός, γ[υμνα]σίαρχος, πρύτ[ανις], και [α]γωνοθέτ[ης] (Benedum 1978· Kaplan 1990: 88-89. Για τη βιβλιογραφία βλ. Samama 2003: 511, σημ. 21) Ένας άλλος συνάδελφος του Μενεκράτη, ο γιατρός του Αυγούστου, Μάρκος Αρτώριος, τιμήθηκε στην Αθήνα (IG II² 4116), ενώ τίμησε τον αυτοκράτορα στη Δήλο (I.Délos 1589). Άλλοι γιατροί των Ιουλίων-Κλαυδίων αυτοκρατόρων τιμήθηκαν στις πατρίδες τους, όπως ο προαναφερθείς Σερβίλιος Δαμοκράτης (Blaundos 330,16), ο γιατρός και απελεύθερος των Κλαυδίων, Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος (Magnesia 89), και ο γιατρός του Κλαυδίου, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, του οποίου η περίπτωση μελετήθηκε στο παρελθόν (Herzog 1922: 216-247· Buraselis 2000: 66-110). Επομένως, η τίμηση των αυτοκρατορικών γιατρών ήταν συνηθισμένη. Οι μαθητές του Μενεκράτη τόνισαν ότι οι πόλεις οι οποίες τον τίμησαν ήταν σημαντικές, όπως και τα δικαιώματα τα οποία του παραχώρησαν.

Οι Έλληνες γιατροί οι οποίοι εργάζονταν στη Ρώμη απολάμβαναν προνομιακού καθεστώτος ήδη από την εποχή του Ασκληπιάδη του Βιθυνού (Rawson 1982· Polito 1999). Ο Ιούλιος Καίσαρ προσείλκυσε στην πρωτεύουσα τους γιατρούς και τους δασκάλους των ελευθερίων τεχνών, απονέμοντάς τους τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα (Suet. Iul. 42.1). Ο αυτοκράτορας Αύγουστος διατήρησε τα προνόμιά τους, ενώ στη διάρκεια ενός λιμού απομάκρυνε από τη Ρώμη όλους τους ξένους, εκτός από τους γιατρούς, τους δασκάλους, όπως και ορισμένους δούλους των ρωμαϊκών οικογενειών (Suet. Aug. 42.3.). Άλλωστε, ο αυτοκράτορας υπήρξε γενναιόδωρος προς τους γιατρούς του, οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του Μενεκράτη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία του Th. Mommsen, ο Αύγουστος απέδωσε στρατιωτικές τιμές στον προαναφερθέντα, Μάρκο Αρτώριο, ο οποίος τον έσωσε στη μάχη των Φιλίππων, ενώ ο γιος του, Αρτώριος Γέμινος, ίσως υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συγκλητικούς (CIL 6.31767 και σελ. 3157-3158, σημ. 4). Παράλληλα, ο αυτοκράτορας τίμησε τον Αντώνιο Μούσα, μαθητή του προαναφερθέντος Ασκληπιάδη, ο οποίος τον γιάτρεψε το 23 π.Χ. από μια σοβαρότατη ασθένεια με μια αντισυμβατική θεραπεία (ψυχρολουσίαι καὶ ψυχροποσίαι). Οι τιμές εκείνες ήταν ανάλογες του ευεργετήματος προς τον αυτοκράτορα, αλλά και προς τον ρωμαϊκό κόσμο, καθώς τις επικύρωσε και προσαύξησε η σύγκλητος. Μεταξύ άλλων, και η φορολογική ατέλεια στον ίδιο και τους ομοτέχνους του γιατρούς, στους συγχρόνους και τους μελλοντικούς (Suet. Aug. 59· Κάσ. Δ. 53.30.3· [Acro] ad Hor. Epist. 1.15.3).

Στον Τιβέριο Κλαύδιο Μενεκράτη, μέλος της ρωμαϊκής φυλής Κυρίνα, γιατρό των αυτοκρατόρων και (στ. 5) ιδρυτή ιατρικού συστήματος της εναργούς λογικής, το οποίο περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία, και για τα οποία τιμήθηκε από φημισμένες πόλεις με ψηφίσματα (στ. 10) τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι μαθητές του, τιμής ένεκεν στον αρχηγό της ιατρικής τους αίρεσης, έστησαν το προκείμενο ηρώο.

Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου]
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω]
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου-
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά-
5 τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία
Αρτέμεινι τη θυγατρί
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae)
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]-
10 riae Artemini coiugi carissim[ae]
et Iulio Iuliano equiti Romanọ
filio suo et Iuliae Artemini filiae.

Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.

 

Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή

Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.

Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.

Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius,  <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).

 

Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη

Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.

 

Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia

Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή  (IG X 2.1, 384).

Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.

Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.

Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —νίου
[— — — — — — — — — — — τὸ μ]έν δημόσιον κουφισθη ταύ[της τής]
[δαπάνης — — — — —  — — μ]ηδέ τὸ {μέν} γυμνάσιον καὶ οι πά[ντες πο]-
[λίται (;), καὶ εί τινες] ξένοι παρεπιδημήσουσιν, τὸν απο— — —
5 [— — — — — — — — εις] κόσμον καὶ θεραπείαν τού σώματος — —
[— — — — — παραχ]ρήμα τὸ προγεγραμμένον, όπως κα[τ’ έτος]
[οι αεὶ ενεστώ]τες άρχοντες, όταν καὶ τὰ λοιπὰ δημ[όσια]
[έργα εγδίδωσι]ν, απὸ τού επὶ Αριστοπόλεος στρατηγού [ενιαυ]-
[τού κατὰ τὰ δόγμα]τα τών τής πόλεος συνέδρων καὶ τού δ[ήμου]
10 [καὶ τὴν ελαϊκὴ]ν πιπράσκωσι παροχὴν, [εν]τεταμένως [σκοπούν]-
[τες, όπως εκ τής ε]μής χάριτος καὶ δωρεας αθάνατα προσ[γίνη]-
[ται κέρδη τού αρ]γυρίου εγδιδομένου καὶ τών λαμβανόν[των τὸ]
[αργύριον εγγύ]ας ενγαίους τη πόλει διδόντων αξι[οχρέονας],
[ίνα εκ τών τόκων τ]ὸ έλαιον εις αιώνα τοίς Γυθεατών πολί[ταις τε]
15 [καὶ ξένοις χορ]ηγήται, πασάν τε πίστιν καὶ σπουδὴν [οι άρχον]-
[τες καὶ οι σύ]νεδροι εισφέρωνται κατ’ έτος, όπως αΐδιο[ς η τού ε]-
[λαίου δόσις τώι] γυμνασίωι διαμίνη καὶ τη πόλει, μηδενὸ[ς τολμών]-
[τος μήτε κατ’ ιδία]ν μήτε δημοσία τής εμής χάριτος κατολ[ιγωρείν]
[εὰν δέ οι γινόμ]ενοι κατ’ έτος άρχοντες ἢ οι σύνεδροι ἢ η πό[λις ο]-
20 [λιγωρήσωσιν] τής εις αιώνα τού ελαίου χορηγίας ἢ μὴ κα[τὰ τὰ]
[γεγραμμένα εγ]δανείσωσι τὸ αργύριον ἢ μὴ αξιοχρέονας [ενγαί]-
[ους εγγύας λάβωσ]ιν παρὰ τών τὸν ελαϊκὸν μελλόντων [τώι δημο]-
[σίωι αποφέρε]ιν τόκον, ίνα εκ παντὸς ή τὸ άλειμμα [τη πό]-,
[λει, ἢ μὴ μερ]<ι>μνήσωσι εις τὸ τὴν εμὴν τού αργυρίου [δορ]-
25 [εὰν εμμένει]ν, αλλὰ μὴ τής πόλεως γενέσθαι δόξα[ν κατολι]-
[γωρίας, εξέστω] τω βουλομένω καὶ Ελλήνων καὶ Ῥωμαίω[ν κα]-
[τηγορήσαι ολι]γωρίας τής πόλεως επὶ τού δήμου [τών Λακε]-
[δαιμονίων, δεχο]μένων μέν τών αρχόντων τὴν επανγελί[αν ταύ]-
[την, τὸ δέ αντίγ]ραφον διδόντος τού κατηγόρου καὶ προθεσ[μί]-
30 [αν προγράφοντο]ς· μὴ δεχομένων δέ εκκολλήσαντ[α εξα-]
[ποστείλαι εις Σπάρτην. τ]ὸ μέν τέταρτον έστω μέρος [τών]
[ο]κτακ[ισχιλίων διναρίων] τού κατηγορήσαντος, εὰν ελ[έν]-
[ξη] τὴ[ν τών Γυθεατών] ραθυ[μία]ν, τὰ δέ εξακισχίλια δινά[ρια τής]
[π]όλεως [τών Λακεδ]αιμονίων. εὰ[ν δ]έ καὶ Λακεδαιμόνιοι [ολι]-
35 [γω]ρήσωσιν [τής εμ]ής χάριτος, έστω [τὰ ε]ξακισχίλια διν[άρια]
[τής] Σεβαστή[ς θε]ας, ελένξαντος τού β[ουλ]ομένου τὴν [Λα]-
[κεδα]ιμονίων ολιγ[ω]ρίαν καὶ τοίς Σεβαστοίς τὸ αρ̣[γύριο]ν ανε[νεγ]-
[κόν]τ̣ος. βούλομαι δέ καὶ τοὺς δούλους τής τού [ελαίου εις αιώ]-
[να χορηγ]ίας μετέχει<ν> κατ’ έτος επὶ ἓξ ημέρας, τρίς [μέν τὰς σε]-
40 [βαστέ]ους καὶ τρίς τὰς τής θεού, μήτε άρχοντος [μήτε συνέδρου]
[μήτε γ]υμνασιάρχου κωλύοντος αυτοὺς αλείφεσθαι, κ[αὶ εις]
[λιθίν]ας τρείς στήλας αναγραφήναι τὴν τής εμής [χάριτος ε]-
[πὶ τοίς] ρητοίς γεινομένην τω γυμνασίωι καὶ τη πόλει δω[ρεάν],
[ίνα μί]α μέν εν αγορα πρὸ τής εμής οικίας εις τὸν τ[οίχον]
45 [προσερ]εισθήι, μία δέ εις τὸ Καισάρηον ανασταθη παρὰ τὰ[ς ․․]
[․․․․ πύ]λας τεθείσα, μία δέ εις τὸ γυμνάσιον, ίνα καὶ πολ[ί]-
[ταις καὶ] ξένοις εις αιώνα φανερὰ καὶ εύγνωστος ή πασιν [η]
[τής εμ]ής χάριτος φιλανθρωπία. παρακατατίθεμαι δέ τη [πό]-
[λει καὶ το]ίς συνέδροις καὶ τοὺς θρεπτούς μου καὶ απ[ε]-
50 [λευθέρους] πάντας τε καὶ πάσας. ενεύχομαί τε υμείν θε[οὺς]
[πάντας] καὶ τὴν τών Σεβαστών Τύχην, καὶ ζώσης εμού [καὶ εὰν]
[ανθρώπιν]όν τι πάθω, καὶ κατὰ άνδρα καὶ κοινη τὴν αρίστην [τής]
[βουλήσεως] μου καὶ ων εγὼ τειμώ καὶ τετείμηκα θρε[πτών]
[καὶ απελε]υθέρων διὰ παντὸς υμας ποιήσασθαι πρόνο[ιαν]
55 [όπως αιεὶ αν]επείλη<π>τοι διὰ τὴν απάντων υμών εις εμέ ε[ύ]-
[νοιαν καὶ ανενόχλ]ητοι φυλαχθώσιν. αθάνατος γὰρ είναι δόξω
[τοιαύτην ποιησ]αμένη δικαίαν καὶ συνπαθεστάτην εμοὶ παρ[α]-
[<κατά>θήκην, ἧς ου μὴ καθυ]στεριώ τη πόλει πεπιστευκύα.
[έγραψα Πόπλιος Φαί]νιος Πρείμος ο θρεπτὸς καὶ απελεύθερο[ς Φαι]-
60 [νίας Αρωματίου κ]ελευούσης διὰ φροντιστού καὶ κυρίου Πο[πλίου]
[Ὀφελλίου Κρίσπο]υ· Φαινί[α] Α<ρ>ωμάτιον ευδοκώ τοίς προγε[γραμ]-
[μένοις πασιν]· Πόπλιος Ὀφέλλιος Κρίσπος ο φροντισ[τὴς]
[καὶ κύριος συνευδοκώ] τοίς προγεγραμμένοις.
                                                                       (έτους) οβ΄.

Η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον στο γυμνάσιο του Γυθείου

Η ύπαρξη και η εύρυθμη λειτουργία γυμνασίου σε μία πόλη ήταν καίριας σημασίας όπως υποδηλώνει ο Παυσανίας στα Φωκικά (10.4.1) και αποδεικνύει η παρέμβαση του επαρχιακού διοικητή της Μακεδονίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του γυμνασίου της Βέροιας (I.Beroia 7). Η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων αποτελούσε ωστόσο σημαντικό οικονομικό βάρος για τις πόλεις, οι οποίες συχνά στηρίζονταν σε ευεργεσίες βασιλέων, πολιτών ή και των ίδιων των γυμνασίαρχων, οι οποίοι ενίοτε χρηματοδοτούσαν εξ ιδίων τη θητεία τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. το Γύθειο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία δεν είχαν μάλλον αντιμετωπιστεί πλήρως ως τον επόμενο αιώνα, όπως φαίνεται να δηλωνόταν στους πρώτους στίχους της επιγραφής, οι οποίοι δεν σώζονται. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον, η οποία θα ήταν μία πλούσια απελεύθερη (βλ. και τη χαρακτηριστική κατάληξη –ιον του ονόματός της), γεγονός που δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι οι απελεύθεροι (liberti) μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία και να ανέλθουν σημαντικά στην «ιεραρχία» της κοινωνίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η Φαινία, συγκεκριμένα, όπως υποδεικνύει και πάλι το όνομά της, ίσως δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο αρωματικών ελαίων και συνδεόταν με τη gens Faenia, μέλη της οποίας ανέπτυσσαν την ίδια περίπου εποχή ανάλογες δραστηριότητες στη Ρώμη και τις δυτικές επαρχίες (Rizakis 2005: 238-239 και Harter-Uibopuu 2004: 3).

Από την περιουσία που είχε συγκεντρώσει μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, η Φαινία δωρίζει στην πόλη 8.000 δηνάρια, ποσό σχετικά υψηλό συγκριτικά με παρόμοιες δωρεές (πρβλ. I.Iasos II 248, I.Ephesos 3071, αλλά IG XII 9, 236). Ως γυναίκα η Φαινία χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου της, προκειμένου να έχει ισχύ η δικαιοπραξία που συνήψε, όπως δηλώνεται στους στ. 59-63, όπου ο κύριος και φροντιστής, Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, δίνει τη συγκατάθεσή του (για την πλεοναστική παρουσία και τον ρόλο του φροντιστού (curator) στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου βλ. Harter-Uibopuu 2004: 3). Το ποσό κατατίθεται στο δημόσιο ταμείο του Γυθείου και υπεύθυνοι για τη διαχείρισή του ορίζονται οι άρχοντες και οι σύνεδροι της πόλης, και όχι κάποιος έκτακτος αξιωματούχος ή σώμα αξιωματούχων όπως σε άλλες περιπτώσεις. Όσον αφορά τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αυτές δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια. Ορίζεται μόνο ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι θα πρέπει να παρέχουν δάνεια από το κληροδοτούμενο ποσό, όταν δημοπρατούνται και τα υπόλοιπα δημόσια έργα (στ. 7-10), αναφορά που παραπέμπει στην υιοθέτηση καθιερωμένων στην πόλη πρακτικών. Οι δανειολήπτες πρέπει να δίνουν ως εγγύηση έγγειο ιδιοκτησία ανάλογης αξίας προς το ποσό που δανείζονται, ενώ από τους τόκους που θα προκύπτουν θα εξασφαλίζεται σε βάθος χρόνου η αγορά ελαίου για το γυμνάσιο.

 

Πρόνοιες για τη σωστή διαχείριση του κληροδοτήματος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρόνοιες της ευεργέτιδας για την προστασία του κληροδοτήματος από κακή διαχείριση των αρχόντων και των συνέδρων (στ. 19-25). Η Φαινία δίνει το δικαίωμα σε όποιον πολίτη επιθυμεί, Έλληνα ή Ρωμαίο, να καταγγείλει όσους δεν τηρούν τους συμπεφωνημένους όρους. Σύμφωνα με τον Wilhelm ο βουλόμενος θα καταθέσει την εισανγελίαν στους Λακεδαιμόνιους, και η δίκη θα διεξαχθεί στη Σπάρτη (για την εδώ υιοθετούμενη γραφή επανγελί[αν] βλ. Harter-Uibopuu 2004: 10, η οποία θεωρεί περιττή τη διόρθωση επί το «αθηναϊκότερον» σε εισανγελίαν). Αν οι άρχοντες του Γυθείου δεν «αποδεχτούν» την καταγγελία, ο κατήγορος θα μπορεί να αφαιρέσει τα σχετικά έγγραφα από τα αρχεία της πόλης. Η Harter-Uibopuu θεωρεί μη πειστική αυτή την εκδοχή, καθώς ο έλεγχος των αρχόντων μιας πόλης από μια άλλη δεν μαρτυρείται στις πηγές, η συμπλήρωση Σπάρτην στον στ. 31 είναι ύποπτη, αφού στο υπόλοιπο κείμενο χρησιμοποιούνται οι όροι Λακεδαιμόνιοι και πόλις τών Λακεδαιμονίων (βλ. όμως IGBulg III 2, 1573), ενώ τέλος εγείρονται τα εξής ερωτήματα: α) γιατί να υπάρχουν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση στα αρχεία του Γυθείου, αφού οι άρχοντες δεν έχουν δεχτεί να την εξετάσουν και β) γιατί να πρέπει να αποσταλούν στη Σπάρτη, εφόσον η κατηγορία πρέπει να διατυπωθεί εξ αρχής επὶ τού δήμου τών Λακεδαιμονίων. Βάσει των συμπληρώσεων που προτείνει, η Harter-Uibopuu υποστηρίζει ότι η καταγγελία θα υποβαλλόταν στις αρχές του Γυθείου. Αν γινόταν δεκτή, ο κατήγορος θα κατέθετε αντίγραφο στους συνέδρους, οι οποίοι θα πραγματοποιούσαν τον έλεγχον, και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Σε περίπτωση άρνησης, θα έπρεπε να αφαιρέσει από τα αρχεία της πόλης τα σχετικά με το κληροδότημα έγγραφα (για την ερμηνεία του όρου εκκολήσαντ[α] και τις συναφείς δυσκολίες βλ. Wilhelm 1951: 100), καθώς το Γύθειο δεν θα είχε τηρήσει τους όρους της δωρεάς, και ο έλεγχος του κεφαλαίου θα περνούσε στη Σπάρτη (στ. 32-34).

Εντούτοις μερικά επιχειρήματα της Harter-Uibopuu κρίνονται αδύναμα. Πρώτον, το επιχείρημα ότι μια διαδικασία ελέγχου αρχόντων (εύθυναι) δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα σε άλλη πόλη, δεν είναι ισχυρό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη εδώ διαδικασία είναι έκτακτη και δεν σχετίζεται με τον καθιερωμένο έλεγχο των αρχόντων στο τέλος της θητείας τους. Επιπλέον, η άποψη ότι το εύρος του σώματος των συνέδρων μπορούσε να εγγυηθεί μία δίκαιη κρίση έναντι των αρχόντων και των συνέδρων δεν είναι επίσης πειστική, δεδομένης της καχυποψίας της Φαινίας έναντι των αρχών της πόλης, η οποία είναι εμφανής σε δύο σημεία του κειμένου (στ. 29-30 και 40-41· πρβλ. IG XII 3, 174 και SEG LVI 1359, 53-55). Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράδοξο να αρνηθούν οι άρχοντες του Γυθείου εξ αρχής την εξέταση της υποβληθείσας σε αυτούς κατηγορίας, πράξη που θα στερούσε οποιαδήποτε πιθανότητα ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης ή θα σήμαινε ακόμη και την άμεση απώλεια της διαχείρισης του κληροδοτήματος. Τέλος, εσφαλμένο είναι το επιχείρημα ότι η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της Σπάρτης, θα μπορούσε να οδηγήσει την τελευταία σε αυθαίρετες ενέργειες, προκειμένου να περάσει στην κατοχή της το κληροδοτούμενο κεφάλαιο. Παραβλέπεται, έτσι, ότι η Σπάρτη θα έπρεπε να αξιοποιήσει το ποσό για τον ίδιο σκοπό και όχι προς όφελός της, καθώς και ότι προβλέπονταν ανάλογες ποινές σε περίπτωση κακοδιαχείρισης της δωρεάς και από τους Λακεδαιμόνιους (στ. 34-38).

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η προβλεπόμενη διαδικασία μπορεί να αποκατασταθεί ως εξής. Ο βουλόμενος θα έπρεπε να υποβάλει την κατηγορία στις αρχές της Σπάρτης. Οι άρχοντες του Γυθείου θα έπρεπε να λάβουν γνώση και να αποδεχθούν τις ενέργειες του κατηγόρου, ο οποίος θα κατέθετε αντίγραφο της καταγγελίας και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν οι άρχοντες του Γυθείου αρνούνταν να συνεργαστούν, κάτι που πιθανώς θα αποδείκνυε την ενοχή τους, ο βουλόμενος θα μπορούσε να αφαιρέσει τα έγγραφα κύρωσης της δωρεάς, ώστε να κατατεθούν στα αρχεία της Σπάρτης, που θα ήταν ο νέος διαχειριστής του κληροδοτήματος. Υπέρ αυτής της εκδοχής φαίνεται να τάσσεται και ο J. Fournier, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι αρχές του Γυθείου θα έπρεπε να αποδεχτούν την κατηγορία, ακόμη και για να διεξαχθεί η δίκη στη Σπάρτη (Fournier 2010: 176).

 

Πρόνοιες της Φαινίας Αρωμάτιον υπέρ δούλων και απελευθέρων

Η Φαινία, ως απελεύθερη και η ίδια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τους δικούς της θρεπτούς και απελευθέρους, όσο και για άτομα σε καθεστώς δουλείας γενικότερα. Έχει σχολιαστεί από πολλούς μελετητές η παραχώρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο γυμνάσιο σε δούλους, φαινόμενο σπάνιο, ιδίως πριν τους αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά όχι αμάρτυρο, όπως αποδεικνύουν επιγραφές από άλλες ελληνικές πόλεις (βλ. ενδεικτικά IG IV 606 [Άργος], SEG XLII 559 [I.Amphaxitis 281, Ανθεμούς], I.Beroia 7, στ. 65-66). Η Φαινία Αρωμάτιον τρόπον τινά επιβάλλει την επιθυμία της στις αρχές του Γυθείου ευρισκόμενη πιθανώς σε πλεονεκτική θέση, η οποία της έδινε τη δυνατότητα να πιέσει τις αρχές να δεχτούν τους όρους της (για διαπραγματεύσεις μεταξύ ευεργετών και πόλεων βλ. Harter-Uibopuu 2011: 119-125). Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η παραχώρηση αυτή γίνεται προς το τέλος του κειμένου, σε μία ενότητα που χαρακτηρίζεται από έναν πιο προσωπικό τόνο, ενώ η δυνατότητα συμμετοχής των ξένων δηλώνεται εξ αρχής. Επιπλέον, η συμμετοχή των δούλων στο γυμνάσιο δεν θα είναι ισότιμη, αφού προβλέπονται για αυτούς έξι συγκεκριμένες ημέρες, οι οποίες συνδέονται με σημαντικές εορτές (για τη σχέση των εορτών αυτών με την αυτοκρατορική λατρεία βλ. Camia – Kantiréa 2010: 382-383).
            Όσον αφορά τους θρεπτούς και απελευθέρους της, η ευεργέτιδα δηλώνει την επιθυμία της να αναλάβει η πόλη την προστασία τους μετά τον θάνατό της. Ο όρος θρεπτοί (alumni) δεν δηλώνει μια κατηγορία προσώπων με συγκεκριμένα νομικά χαρακτηριστικά, αλλά γενικά τέκνα που δεν ανατράφηκαν από τους φυσικούς τους γονείς, νόθα τέκνα, ακόμη και δούλους (για τους θρεπτούς βλ. Σβέρκος – Σαββοπούλου 2018: 80-81). Σε αυτή την κατηγορία μπορούσαν, λοιπόν, να ανήκουν τόσο ελεύθερα άτομα όσο και άτομα δουλικής καταγωγής, ενώ παράλληλα η διατύπωση της επιγραφής δεν επιτρέπει να διακρίνουμε το νομικό καθεστώς των θρεπτών της Φαινίας. Ο Πόπλιος Φαίνιος Πρείμος ανήκει και στις δύο «κατηγορίες», αλλά δεν τεκμαίρεται το ίδιο και για τους υπολοίπους, αν και η απουσία οριστικού άρθρου μετά τον σύνδεσμο καὶ (στ. 49-50) ίσως υποδεικνύει ότι πρόκειται για μία ενιαία ομάδα (βλ. αντίθετα Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14). Όσον αφορά το ρήμα παρακατίθεμαι, που χρησιμοποιείται από τη Φαινία, αυτό δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη και νομικά δεσμευτική πράξη (Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14), ενώ τα επίθετα ανενόχλητος (πρβλ. CIRB 70) και κυρίως ανεπείληπτος αποτελούν τεχνικούς όρους που απαντούν συχνά σε απελευθερωτικές επιγραφές και δηλώνουν την απαγόρευση κακομεταχείρισης και εκ νέου υποδούλωσης των απελευθέρων. Η Harter-Uibopuu θεωρεί ότι η Φαινία Αρωμάτιον επεδίωκε με την πρόνοια αυτή τη μετά θάνατον απελευθέρωση των δούλων της, ωστόσο η άποψη αυτή παραβλέπει την αναφορά στους ήδη απελευθερωθέντες δούλους και το γεγονός ότι η επιθυμία αυτή θα διατυπωνόταν ρητά, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως εκ τούτου η Φαινία στόχευε κυρίως στην προστασία των θρεπτών της ορίζοντας άτυπα τις αρχές και τους πολίτες του Γυθείου εγγυητές της ελευθερίας τους.

… να απαλλαγεί το δημόσιο ταμείο από το βάρος αυτής της δαπάνης και το γυμνάσιο και όλοι οι πολίτες και όποιοι τυχόν ξένοι βρίσκονται στην πόλη, … τον καλλωπισμό και την επιμέλεια του σώματος … το προαναφερθέν, έτσι ώστε κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος που θα είναι στρατηγός ο Αριστόπολις, όταν οι εκάστοτε εν ενεργεία άρχοντες εκμισθώνουν και τα υπόλοιπα δημόσια έργα σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνέδρων της πόλης και του δήμου, να αναθέτουν και την προμήθεια του ελαίου με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να προκύπτουν παντοτινά κέρδη από τη δωρεά μου. Αυτό θα επιτευχθεί, εφόσον παρασχεθούν δάνεια από το δοθέν κεφάλαιο και δοθεί ως εγγύηση από τους δανειολήπτες στην πόλη έγγειος ιδιοκτησία αντίστοιχης αξίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται από τους τόκους το έλαιον για τους πολίτες του Γυθείου και τους ξένους εις το διηνεκές. Οι άρχοντες και οι σύνεδροι να επιδεικνύουν φερεγγυότητα και ενδιαφέρον κάθε έτος, ώστε να είναι αιώνια η παροχή του ελαίου στο γυμνάσιο και την πόλη, και κανείς να μην τολμά να αμελήσει τη δωρεά μου ούτε σε ιδιωτικό ούτε σε δημόσιο επίπεδο. Εάν ωστόσο οι άρχοντες κάθε έτους ή οι σύνεδροι ή η πόλη επιδείξουν ολιγωρία σχετικά με την εις το διηνεκές παροχή του ελαίου ή δώσουν δάνεια από το κεφάλαιο αντίθετα με όσα έχουν οριστεί ή δεν λάβουν ίσης αξίας έγγειο ιδιοκτησία ως εγγύηση από αυτούς που θα καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο τον τόκο -ώστε η πόλη να εξασφαλίζει για πάντα το έλαιον-, ή τέλος δεν μεριμνήσουν ώστε να παραμείνει αιώνια η δωρεά του κεφαλαίου, για να μην δυσφημιστεί η πόλη, επειδή δηλαδή επιδεικνύει αμέλεια, να έχει το δικαίωμα όποιος επιθυμεί, είτε Έλληνας είτε Ρωμαίος, να καταγγείλει την ολιγωρία της πόλης ενώπιον του δήμου των Λακεδαιμονίων. Και εφόσον οι άρχοντες (του Γυθείου) κάνουν δεκτή την καταγγελία, να καταθέτει αντίγραφο ο κατήγορος και να ορίζει ημέρα εκδίκασης. Εάν δεν την κάνουν δεκτή, να αφαιρεί (τα έγγραφα;) και να τα αποστέλλει στη Σπάρτη. Και το ένα τέταρτο των οκτώ χιλιάδων δηναρίων να δίνεται στον κατήγορο, εάν αποδείξει τη ραθυμία των Γυθεατών, ενώ τα έξι χιλιάδες δηνάρια να δίνονται στην πόλη των Λακεδαιμονίων· εάν και οι Λακεδαιμόνιοι αδιαφορήσουν για τη δωρεά μου, να περιέρχονται τα έξι χιλιάδες δηνάρια στη Σεβαστή θεά, αφού αποδείξει όποιος επιθυμεί την ολιγωρία των Λακεδαιμονίων και αφιερώσει το ποσό στους Σεβαστούς. Επιθυμώ επίσης να έχουν μερίδιο στην εις το διηνεκές δωρεά του ελαίου και οι δούλοι για έξι ημέρες κάθε χρόνο, τρεις τις αφιερωμένες στους Σεβαστούς και τρεις τις αφιερωμένες στην θεά, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας άρχοντας ούτε σύνεδρος, ούτε γυμνασίαρχος να αλείφονται με το έλαιον. Και να αναγραφεί σε τρεις λίθινες στήλες η δωρεά που κάνω, ευνοϊκά διακείμενη προς την πόλη και το γυμνάσιο, μαζί με τους προβλεπόμενους όρους, έτσι ώστε να ανιδρυθεί μία στην αγορά στον τοίχο μπροστά από την οικία μου, μία να στηθεί στο Καισάρειον κοντά στις … πύλες και μία στο γυμνάσιο, ώστε να είναι ες αεί εμφανής και γνωστή σε όλους, και στους πολίτες και στους ξένους, η φιλανθρωπία και η εύνοιά μου. Παραδίδω επίσης στην πόλη και τους συνέδρους όλες και όλους τους θρεπτούς και τους απελευθέρους μου. Σας ξορκίζω στο όνομα όλων των θεών και στην Τύχη των Σεβαστών, και όσο ζω και όταν πεθάνω, και ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, λόγω της εύνοιάς σας απέναντί μου, να μεριμνάτε διαρκώς με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου και για τους θρεπτούς και απελευθέρους μου, τους οποίους εγώ τιμούσα και τιμώ, ώστε να παραμείνουν ελεύθεροι και άθικτοι. Γιατί θα μείνω αθάνατη, εάν αφήσω μια τόσο δίκαιη και σύμφωνη με τις αξίες μου παρακαταθήκη, σε σχέση με την οποία ελπίζω να μην διαψευστώ που εμπιστεύθηκα την πόλη. Συνετάχθη από τον Πόπλιο Φαίνιο Πρείμο, θρεπτό και απελεύθερο, με εντολή της Φαινίας Αρωματίου με την εξουσιοδότηση του φροντιστή και κυρίου της Πόπλιου Οφέλλιου Κρίσπου. Εγώ, η Φανία Αρωμάτιον, συμφωνώ με όλα τα παραπάνω. Εγώ, ο Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, ο φροντιστής και κύριος, δίνω τη συγκατάθεσή μου για τα ανωτέρω. (Έτος) οβ΄.

[θ]εοί·
επὶ Νικοκράτους άρχοντ-
ος, επὶ τής Αιγείδος πρώτ-
ης πρυτανείας· τών προέδ-
5 ρων επεψήφιζεν Θεόφιλο-
ς Φηγούσιος· έδοξεν τήι β-
ουλεί· Αντίδοτος Απολλο-
δώρου Συπαλήττιος είπε-
ν· περὶ ων λέγουσιν οι Κιτ-
10 ιείς περὶ τής ιδρύσειως
τήι Αφροδίτηι τού ιερού,
εψηφίσθαι τεί βουλεί το-
ὺς προέδρους, οἳ άν λάχωσ-
ι προεδρεύειν εις τὴν πρ-
15 ώτην εκκλησίαν, προσαγα-
γείν αυτοὺς καὶ χρηματί-
σαι, γνώμην δέ ξυνβάλλεσ-
θαι τής βουλής εις τὸν δή-
μον, ότι δοκεί τήι βουλεί
20 ακούσαντα τὸν δήμον τών
Κιτιείων περὶ τής ιδρύσ-
ειως τού ιερού καὶ άλλου
Αθηναίων τού βουλομένο-
υ βουλεύσασθαι, ό τι άν αυ-
25 τώι δοκεί άριστον είναι.
επὶ Νικοκράτους άρχοντ-
ος, επὶ τής Πανδιονίδος δ-
ευτέρας πρυτανείας· τών
προέδρων επεψήφιζεν Φα-
30 νόστρατος Φιλαίδης· έδο-
ξεν τώι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ-
υκόφρονος Βουτάδης είπ-
εν· περὶ ων οι ένποροι οι Κ-
ιτιείς έδοξαν έννομα ικ-
35 ετεύειν αιτούντες τὸν δ-
ήμον χωρίου ένκτησιν, εν
ωι ιδρύσονται ιερὸν Αφρ-
οδίτης, δεδόχθαι τώι δήμ-
ωι· δούναι τοίς εμπόροις
40 τών Κιτιέων ένκτησιν χ[ω]-
ρίου, εν ωι ιδρύσονται τὸ
ιερὸν τής Αφροδίτης, καθ-
άπερ καὶ οι Αιγύπτιοι τὸ
τής Ἴσιδος ιερὸν ίδρυντ-
45 αι.

Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.

Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων

Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).

Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ων λέγουσιν οι Κιτιείς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αιτούντες και έννομα ικετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος έγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ένποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.

 

Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων

Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δήμος τών Κιτιειών (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δήμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ακούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τών Κιτιείων και άλλου)· άλλωστε ο όρος δήμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκώ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).

            Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ένκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γής ένκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γή, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οικία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).

Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).

 

Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων

Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: ει η πόλις διδοίη οικοδομησομένοις εγκεκτήσθαι οἳ άν αιτούμενοι άξιοι δοκώσιν είναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).

Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.

Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.

Έτους σμα΄, μη(νὸς) Πανήμου β΄·
Μεγάλη Άρτεμις Αναει-
τις καὶ Μὶς Τιαμου· επὶ
Ιουκούνδος εγένετο εν
5 διαθέσι μανικη καὶ υπὸ πάν-
των διεφημίσθη ὡς υπὸ
Τατίας τής πενθερας αυ-
τού φάρμακον αυτω δεδόσ-
θαι, η δέ Τατιὰς επέστησεν
10 σκήπτρον καὶ αρὰς έθηκεν
εν τω ναω ὡς ικανοποιού-
σα περὶ τού πεφημίσθαι αυ-
τὴν εν συνειδήσι τοιαύτη,
οι θεοὶ αυτὴν εποίησαν εν
15 κολάσει, ήν ου διέφυγεν· ο-
μοίως καὶ Σωκράτης ο υιὸς
αυτής παράγων τὴν ίσοδον
τὴν ις τὸ άλσος απάγουσαν
δρέπανον κρατών αμπελοτό-
20 μον, εκ τής χειρὸς έπεσεν
αυτω επὶ τὸν πόδα καὶ ού-
τως μονημέρω κολάσει α-
πηλλάγη. Μεγάλοι ούν οι θε-
οὶ οι εν Αζιττοις· επεζήτησαν
25 λυθήναι τὸ σκήπτρον καὶ τὰς
αρὰς τὰς γενομένας εν τω
ναω· ἃ έλυσαν τὰ Ιοκούνδου
καὶ Μοσχίου, έγγονοι δέ τής
Τατίας, Σωκράτεια καὶ Μοσχας
30 καὶ Ιουκούνδος καὶ Μενεκρά-
της κατὰ πάντα εξειλασάμενοι
τοὺς θεοὺς, καὶ απὸ νοίν ευλογού-
μεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυ-
νάμις τών θεών.

 
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Η επιγραφή διηγείται το αμάρτημα της Τατίας, που υποτίθεται ότι δηλητηρίασε ή έκανε μάγια στον γαμπρό της. Όπως όλα τα κείμενα αυτού του είδους, το παρόν καταγράφει το αμάρτημα, που στην προκείμενη περίπτωση συνίσταται σε μαγεία και άδικες κατάρες (στ. 3-13), τη θεία τιμωρία που αυτό επέφερε στην Τατία και τον γιο της (στ. 14-23), καθώς και την εξιλέωση των κληρονόμων της Τατίας (στ. 24-32). Περιλαμβάνει, ακόμη, επιφωνήσεις των θεών (στ. 23-24) και ορίζει την αναγραφή σε στήλη (στ. 33: στηλογραφείν) και τη συνεχή δοξολογία των θεών (στ. 32-34).

Οι θεότητες

Οι θεοί που αναφέρονται στους στ. 2-3 είναι οι ιρανικής καταγωγής, εξελληνισμένες θεότητες Άρτεμις Αναΐτις (η ιρανική Anahita· βλ. Keil 1923: 250-251) και Μης ή Μην (ο θεός της σελήνης· βλ. Lane, CMRDM III· Hübner 2003). Το όνομα του Μηνός ακολουθείται από το όνομα (στη γενική) Τιαμου (ο τονισμός είναι άγνωστος), που υποδηλώνει τον ιδρυτή της λατρείας (Τιαμος). Στους στ. 23-24 μαθαίνουμε ότι οι θεοί αυτοί είχαν το ιερό τους σε ένα μέρος με το τοπωνύμιο Αζιτα (ο τονισμός είναι επίσης άγνωστος). Υπενθυμίζεται ότι η στήλη που έφερε την επιγραφή ήταν διακοσμημένη στο επάνω μέρος με εγχάρακτη ημισέληνο, σύμβολο του θεού Μηνός.

Το αμάρτημα και η θεϊκή τιμωρία

Στους στ. 3-13 δίνεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του αδικήματος, που έχει ενδιαφέρον τόσο από θρησκειολογική όσο και από κοινωνιολογική άποψη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αφύσικη ή παράλογη συμπεριφορά ενός άντρα αποδόθηκε σε μάγια που υποτίθεται ότι του έκανε η πεθερά του, η Τατία (ή Τατιάς). Η Τατία προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της με όρκους και κατάρες κατά των συκοφαντών της. Σε δημόσια τελετή στο ιερό επικαλέστηκε την επέμβαση των θεών, στήνοντας σκήπτρο. Με το στήσιμο ενός σκήπτρου, συμβόλου του θεού, ένας ιδιώτης ή μια κοινότητα επικαλείται τη θεϊκή τιμωρία για όσους έχουν κάνει κάποιο αδίκημα (πρβλ. Herrmann – Malay, Lydia αρ. 66· Petzl, Beichtinschriften 3 και 35). Η Τατία κατέθεσε επίσης κατάρες στον ναό (πρβλ. I.Knidos I 150)· κατά πάσα πιθανότητα οι κατάρες απευθύνονταν όχι μόνο κατά των συκοφαντών της αλλά και κατά της ίδιας, σε περίπτωση που ήταν ένοχη (πρβλ. I.Knidos I 147). Τέτοιου είδους κατάρες επείχαν τη θέση διακήρυξης αθωότητας. Ο θάνατος της Τατίας και ένα θανατηφόρο ατύχημα του γιου της θεωρήθηκαν θεοδικία και επιβεβαίωσαν στους συγχωριανούς της τις υποψίες τους (στ. 14-23).

Η εξιλέωση

Για την εξιλέωσή τους οι πιστοί κατέφευγαν στα τοπικά ιερά και στη βοήθεια των ιερέων. Στις συζητήσεις τους με τα υποτιθέμενα θύματα της οργής των θεών οι ιερείς προσδιόριζαν, μερικές φορές κάνοντας χρήση χρησμών, το αδίκημα που είχε προκαλέσει τη θεία δίκη. Προκειμένου να εξευμενίσουν το θείο, οι πιστοί ήταν υποχρεωμένοι, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτελέσουν καθαρμούς, να πληρώσουν πρόστιμο και να κάνουν κάποιο αφιέρωμα. Οι τελετουργίες κατευνασμού των θεών περιελάμβαναν ακόμη την καταγραφή του θαύματος σε στήλη και τη διαρκή ευλογία των θεών, μάλλον με επιφωνήσεις (βλ. Chaniotis 2009).

Στην προκείμενη περίπτωση οι θεοί ζήτησαν (μέσω των ιερέων ή με χρησμό) να ανακληθούν οι (άδικες) κατάρες της Τατίας (στ. 23-27). Αυτό πραγματοποιήθηκε τελικά από τα εγγόνια της, τα παιδιά της κόρης της Μόσχιον (θηλυκό όνομα ουδετέρου γένους) και του γαμπρού της Ιουκούνδου (στ. 27-32). Στοιχείο της συμφιλίωσης με το θείο είναι οι επιφωνήσεις που εξυμνούν τη μεγαλοσύνη των θεών που είχαν επιβάλει την τιμωρία (βλ. σχετικά Chaniotis 2010· Peterson – Markschies 2012: 196-208, 562-564): Μεγάλη Άρτεμις Αναειτις καὶ Μὶς Τιαμου (στ. 2-3), Μεγάλοι ούν οι θεοὶ οι εν Αζιττοις (στ. 23-24). Οι επιφωνήσεις αυτές είναι μέρος της συνεχούς δοξολογίας των θεών που προβλέπεται μαζί με την καταγραφή του θαύματος σε στήλη (στ. 32-33: καὶ απὸ νοίν ευλογούμεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυνάμις τών θεών).

Ονόματα

Το όνομα της πρωταγωνίστριας αποδίδεται με δύο μορφές: Τατία (στ. 7 και 29) και Τατιάς (στ. 9). Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου ονόματος, όπως και τα Τάτα, Τάτιον, Τάτιν, Τατίς κ.ά. Το όνομα ανήκει σε διαδεδομένη κατηγορία ονομάτων που παράγονται με την επανάληψη της ίδιας συλλαβής (“Lallennamen”), όπως Παπας, Λάλα, Τάτα κ.λπ. Είναι ενδιαφέρον ότι τρία από τα εγγόνια της Τατίας έχουν ονόματα με οικογενειακή παράδοση: Σωκράτεια (πρβλ. το όνομα του γιου της Τατίας, Σωκράτης), Μοσχας (πρβλ. το όνομα της μητέρας του, Μόσχιον) και Ιουκούνδος (συνωνυμία με τον πατέρα του).

Την 2α Πανήμου του 241ου έτους. Μεγάλοι (θεοί) είναι η Άρτεμις Αναϊτις και ο Μής Τιαμου. Επειδή ο Ιουκούνδος άρχισε να συμπεριφέρεται σαν (στ. 5) τρελός και όλοι διέδιδαν τη φήμη ότι του είχε δοθεί μαγικό ποτό (ή δηλητήριο) από την πεθερά του, την Τατία, και η Τατία έστησε (στ. 10) σκήπτρο και κατέθεσε κατάρες στον ναό δήθεν για να βρει το δίκιο της, για τη φήμη που είχε διαδοθεί, αν και γνώριζε την ενοχή της, οι θεοί τής επέβαλαν (στ. 15) τιμωρία από την οποία δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Το ίδιο κι ο Σωκράτης, ο γιος της. Καθώς περνούσε από την είσοδο που οδηγεί στο άλσος (του ιερού), κρατώντας κλαδευτήρι για τα αμπέλια, (στ. 20) το κλαδευτήρι έπεσε από το χέρι του στο πόδι του κι έτσι χάθηκε με μονοήμερη τιμωρία. Μεγάλοι είναι λοιπόν οι θεοί στα Αζιτα. Ζήτησαν (στ. 25) να λυθούν / να ανακληθούν το σκήπτρο και οι κατάρες που έγιναν στον ναό. Τα πήραν πίσω τα παιδιά του Ιουκούνδου και του Μοσχίου και τα εγγόνια της Τατίας, η Σωκράτεια, ο Μοσχάς, (στ. 30) ο Ιουκούνδος και ο Μενεκράτης, κατευνάζοντας με κάθε τρόπο τους θεούς. Και από τώρα ευλογούμε (τους θεούς), αφού γράψαμε σε στήλη τις δυνάμεις / τα θαύματα των θεών.

Α.1 οίδε νό[μ]οι περὶ τώγ καταφθι[μέ]νω[ν· κατὰ]
[τά]δε θά[π]τ̣εν τὸν θανόντα· εν εμ[α]τίο[ις τρ]-
[ι]σὶ λευκοίς, στρώματι καὶ ενδύματι [καὶ]
[ε]πιβλέματι. εξε͂ναι δέ καὶ εν ελάσ[σ]οσ[ι μ]-
5 [έ] πλέονος αξίοις τοίς τρισὶ εκατὸν δ[ρα]-
[χ]μέων· εχφέρεν δέ εγ κλίνηι σφηνόπο[δ]ι [κ]-
[α]ὶ μέ καλύπτεν τὰ δολ[ο]σχερ[έα] τοί[ς εματ]-
ίοις· φέρεν δέ οίνον επὶ τὸ σήμα μ̣έ π̣[λέον]
τριών χών καὶ έλαιον μέ πλέο[ν] εν̣ό[ς, τὰ δέ]
10 [α]γγεί[α] αποφέρεσθαι. τὸν θανό[ν]τα [φέρεν]
[κ]ατακεκαλυμμένον σιωπήι μέχρι [επὶ τὸ]
[σ]ήμα. προσφαγίωι [χ]ρε͂σθαι κ̣ατὰ τ̣ὰ π[άτρι]-
[α. τ]ὴγ κλίνην απὸ το[ύ] σή̣[μα]το[ς] καὶ τὰ σ[τρώ]-
ματα εσφέρεν ενδόσε, τήι δέ υστεραί[ηι δι]-
15 αρραίνεν τὴν οικίην ελεύθερον θαλά[σση]-
[ι] πρώτον, έπειτα δ̣έ̣ ύ[δ]ατι λούεν γή[ι] χ[ρίσ]-
αντα· επὴν δέ διαρανθήι, καθαρὴν ε͂ναι τὴν οικίην καὶ θύη θύεν εφί[στι]-
[α]. τὰς γυναίκας τὰς [ι]ούσας [ε]πὶ τὸ κήδ[εον]
απιέναι προτέρας τών {αν} ανδρών απὸ [τού]
20 [σ]ήματος. επὶ τώι θανόντι τριηκόστ̣[ια μέ]
[π]οιε͂ν. μέ υποτιθέναι κύλικα υπὸ τὴγ [κλί]-
[ν]ην, μεδέ τὸ ύδωρ εκχε͂ν μεδέ τὰ καλλύ[σμα]-
τα φέρεν επὶ τὸ σήμα. όπου άν [θ]άνηι, επὴ[ν ε]-
ξενιχθε͂ι, μέ ιέναι γυναίκας π[ρὸ]ς τ[ὴν οι]-
25 κίην άλλας ἒ τὰς μιαινομένας· μια[ίνεσθ]-
αι δέ μητέρα καὶ γυναίκα καὶ αδε[λφεὰς κ]-
αὶ θυγατέρας· πρὸς δέ ταύταις μέ π[λέον π]-
[έ]ντε γυναικών· παίδας δέ [δύο θ]υγ[ατέρας]
[α]νεψιών· άλλον [δ]έ μ[ε]δέν[α]. τοὺς μι[αινομέ]-
30 [νους] λουσαμένο[υς] π[ε]ρ̣ὶ̣  κ̣α̣[ὶ κατακέ]φ[αλα]
[ύδατ]ος [χ]ύσι κα[θαρ]οὺς ε͂ναι εωι [. . .7. . . .]
[. . .7. . . .]η․νυ[. . . . . . . . . .20. . . . . . . . . . ]
 — — — — — — — — — — — — — — — — — —
Β.1 [έδο]ξεν τήι v
[β]ουλήι καὶ v
[τ]ώι δήμωι· v v
[τή]ι τρίτηι v
5 [κα]ὶ τοίς ενι-
[αυ]σίοις κα- v
[θ]αροὺς εί- v v
[ν]αι τοὺς ποι-
[ού]ντας· ες ι- v
10 [ε]ρὸν δέ μὴ ι- v
[έ]ναι καὶ τὴν
[ο]ι[κ]ίαν καθα-
[ρ]ὴν είναι, μέ̣-
[χρι] άν εκ τού
15 [σ]ήματος έλθ-
[ωσιν].  vacat

 

Τα δύο κείμενα που παραθέτουμε έχουν να κάνουν με νόμους (Α, στ. 1) και ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου (Β, στ. 1-3) της Ιουλίδος της Κέας, τα οποία ρυθμίζουν τις ταφικές τελετουργίες στην πόλη.

Ρυθμίσεις σχετικά με την ταφή του νεκρού

Οι πρώτες ρυθμίσεις αφορούν την ενδυμασία του νεκρού, η οποία έχει δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι το λευκό της χρώμα (Α, στ. 2-3), το οποίο συνήθως συνδέεται με την καθαρότητα και τη φωτεινότητα και έρχεται σε αντίθεση με το σκοτάδι του Άδη (για τη σύνδεση λευκού χρώματος και θανάτου, βλ. Πλούταρχος, Αίτια Ῥωμαϊκά, 26˙ Παυσανίας, 4.13.3˙ Αρτεμίδωρος, Ὀνειροκριτικά, 2.3). Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η τριπλή επάλληλη ενδυμασία του νεκρού, η οποία διακρίνεται στο στρώμα που θα τοποθετηθεί κάτω από τον νεκρό, το ένδυμα και το επίβλημα, με τα οποία εκείνος θα καλυφθεί (στ. 2-4). Οι τρεις αυτές επάλληλες στρώσεις θυμίζουν όσα αποδίδει ο Πλούταρχος στον Σόλωνα και τη νομοθεσία του, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν να καλύπτονται οι νεκροί στην Αθήνα με περισσότερα από τρία ρούχα (Πλούταρχος, Σόλων, 21.6), ή τις θρησκευτικές ρυθμίσεις που μας έρχονται από τη φρατρία των Λαβυαδών στους Δελφούς, σύμφωνα με τις οποίες ο νεκρός έπρεπε να πλαισιωθεί τόσο με στρώμα όσο και με μαξιλάρι (ποικεφάλαιον) (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 29-31) (βλ. σχετικά Frisone 2000: 67-69˙ Blok 2006: 214˙ Leão – Rhodes 2015: 119-120). Οι νόμοι της Ιουλίδας προβλέπουν, επίσης, ανώτατο όριο δαπάνης για τα παραπάνω ενδύματα (στ. 5-6): οι ερευνητές, ωστόσο, διαφωνούν εάν το ποσό της δαπάνης ορίζεται στις 100 ή τις 300 δραχμές (Frisone 2000: 69-71). Πληροφορίες για οικονομικής φύσεως παρεμβάσεις που αφορούν τις ταφικές πρακτικές εντοπίζονται και στη νομοθεσία του Σόλωνα, όπως επίσης και στην παραπάνω επιγραφική μαρτυρία από τους Δελφούς (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 19-23, 25-29). Οι περιορισμοί αυτοί, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν μεταξύ τους, φαίνεται να ήταν μέρος της προσπάθειας που κατέβαλε η εκάστοτε κοινότητα προκειμένου να ρυθμίσει τις σχέσεις της με τους νεκρούς της απέναντι στο ζήτημα του θανάτου (Blok 2006: 230˙ πρβλ. και Garland 1989: 15˙ Engels 1998: 62).

Η επιγραφή αναφέρεται, στη συνέχεια, στην εκφοράν του νεκρού (στ. 6), το στάδιο δηλαδή εκείνο που διαδεχόταν την πρόθεσιν και κατά το οποίο το φέρετρο μεταφερόταν από το σπίτι του νεκρού στο νεκροταφείο (Garland 1985: 31-34). Ο νεκρός τοποθετείται πάνω σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια (στ. 6). Δεν είναι, όμως, ξεκάθαρο το νόημα του επόμενου στίχου, λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζει η ερμηνεία της λέξης (;) «[τ]ὰ δολ[ο]σ[χ]ερ[έα]» (βλ. σχετικά Frisone 2000: 71-75˙ Osborne – Rhodes, GHI 573˙ Greek Ritual Norms 35). Υπάρχει πρόβλεψη για τη μέγιστη ποσότητα κρασιού και λαδιού που θα μεταφερθεί στον τάφο (όχι παραπάνω από τρεις και μία χοές αντίστοιχα), και ορίζεται ότι τα αγγεία που θα χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά θα πρέπει να επιστραφούν στο σπίτι (στ. 8-10). Το ίδιο θα ισχύσει για την κλίνη και τα στρώματα (στ. 13-14). Όπως και στην περίπτωση των Λαβυαδών (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 31-33), έτσι και στην Ιουλίδα, ο νεκρός πρέπει να είναι καλυμμένος και να τηρείται σιγή κατά τη μεταφορά (στ. 10-11). Ειδικά στους Δελφούς, τονίζεται ότι απαγορεύονται αυστηρά οι θρήνοι τόσο κατά την ημέρα της ταφής όσο και την επόμενη, τη δέκατη μέρα ή ακόμη και κατά τις ετήσιες εορτές μνήμης του νεκρού (Rhodes – Osborne, GHI 1, C, στ. 35-52) (πρβλ. και Κικέρων, De legibus, 2.64-65, για τον Σόλωνα και τις απαγορεύσεις των θρήνων). Το τελετουργικό συμπληρώνεται με την τέλεση θυσιών προς τιμήν του νεκρού (στ. 12, προσφάγιον), οι οποίες θα γίνουν σύμφωνα με τις πάτριες παραδόσεις (στ. 12-13). Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πάτριος» συνδέεται με τα θρησκευτικά έθιμα μιας πόλης (Mikalson 2016: 110-119), παρουσιάζει ταυτόχρονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της πολυσημίας του. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω επιγραφή, μπορεί να αναφέρεται είτε στις παραδόσεις της Ιουλίδας, είτε ευρύτερα στις παραδόσεις των Ιώνων, ή μπορεί, επίσης, να εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σε όσες πατροπαράδοτες ταφικές πρακτικές δεν μεταβλήθηκαν και σε όσες υπέστησαν αλλαγές (Frisone 2000: 79-80).

Ζητήματα κάθαρσης και μιαρότητας

Στην επιγραφή εμφανίζονται εκτενώς οι δύο αντίθετες έννοιες της μιαρότητας και του εξαγνισμού (Parker 1983). Ο θάνατος είναι συνυφασμένος με το στοιχείο της μιαρότητας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να αποκατασταθεί η κανονική σχέση με το θείο, ορίζεται ότι την επόμενη ημέρα της ταφής η οικία του νεκρού πρέπει να ραντιστεί από έναν ελεύθερο άνδρα πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με καθαρό, ώστε αμέσως μετά να τελεστούν οι εφέστιες θυσίες (στ. 14-18). Το νερό έχει μεγάλη σημασία στις καθαρτήριες τελετές (βλ. και Παυσανίας, 2.31.9˙ Πορφύριος, Περὶ αποχής εμψύχων, 2.44). Μάλιστα, η σημασία του τονίζεται και δεύτερη φορά στην ίδια επιγραφή, όταν σημειώνεται πως η κάθαρση όσων έχουν μιανθεί θα επιτευχθεί μόνο αφού πλύνουν όλο το σώμα και το κεφάλι τους με νερό (στ. 29-31) (Burkert 1985: 79-80). Άλλες εκδόσεις του κειμένου (π.χ. IG XII, 5 593˙ Greek Ritual Norms 35) αναφέρουν ότι η οικία θα ραντιστεί πρώτα με θαλασσινό νερό και στη συνέχεια με ύσσωπο. Ο ύσσωπος ως φυτό είναι περισσότερο γνωστό από μεταγενέστερα έργα (βλ., π.χ., Ιωάννης, Ευαγγέλιον, 19.29, όπου αναφέρεται ότι τις τελευταίες ώρες του Χριστού στον σταυρό, και ενώ εκείνος διψούσε, στρατιώτες τον πλησίασαν με έναν σπόγγο με ξύδι πάνω σε ένα κλωνάρι υσσώπου˙ Εβδομήκοντα, Ψαλμοί, 50.9, όπου αναδεικνύεται σαφέστερα ο καθαρτήριος ρόλος του˙ πρβλ. και Osborne – Rhodes, GHI 571).

Η επιγραφή περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις για τους συγγενείς του νεκρού. Ειδικότερα, ορίζεται ότι καμία γυναίκα δεν επιτρέπεται να εισέλθει στην οικία του νεκρού μετά την εκφορά του, πλην όσων είναι ήδη μιασμένες. Στην τελευταία κατηγορία δεν ανήκουν όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στην ταφή του νεκρού, αλλά ο στενός οικογενειακός κύκλος, δηλαδή η μητέρα, η γυναίκα, οι αδελφές και οι κόρες του νεκρού. Επίσης, τονίζεται ότι δεν μπορούν να εισέλθουν περισσότερες από πέντε άλλες γυναίκες (στ. 23-29) (πρβλ. και Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον, 62, σχετικά με τη νομοθεσία του Σόλωνα για την ταφή των νεκρών και την παρουσία των γυναικών) (βλ. σχετικά Parker 1983: 40-41˙ Frisone 2000: 88-89).

Απαγορεύονται, τέλος, κάποιες ιδιαίτερες πρακτικές που πιθανώς συνδέονται με δεισιδαιμονικές αντιλήψεις σχετικά με το μίασμα που προκαλούσε ο θάνατος (Parker 1983: 35-36˙ Garland 1989: 13), όπως η τοποθέτηση κύλικας κάτω από την κλίνη, η ρίψη νερού και η μεταφορά σκουπιδιών (καλλύσματα) στον τάφο (στ. 21-23) (για τον όρο «καλλύσματα», βλ. Hσύχιος, Λεξικόν, 1330 και Blok 2006: 209).

Εκδηλώσεις μνήμης για τους νεκρούς

Οι νόμοι της Ιουλίδας απαγορεύουν την οργάνωση τελετουργικού που λάμβανε χώρα σε άλλες περιοχές την τριακοστή ημέρα μετά την ταφή, το οποίο συνήθως περιλάμβανε κάποιο δείπνο (στ. 20-21) (Frisone 2000: 84-85). Αντιθέτως, στο ψήφισμα του δήμου που ακολουθεί, γίνεται αναφορά σε επιμνημόσυνες για τον νεκρό πρακτικές κατά την τρίτη ημέρα μετά την ταφή, καθώς και κατά τις ετήσιες εκδηλώσεις προς τιμήν του (ας σημειωθεί, ωστόσο, η διχογνωμία που υπάρχει ως προς την ανάγνωση του κειμένου στο σημείο αυτό: δεν είναι σαφές εάν η έκφραση «[κα]ὶ τοίς ενι[αυ]σίοις» αναφέρεται στην τρίτη ημέρα μετά την ταφή του νεκρού και σε ετήσια τελετουργικά ή στην τρίτη ημέρα των ετήσιων εκδηλώσεων, βλ. σχετικά Frisone 2000: 92-93). Όσοι θα μετέχουν σε αυτές τις εκδηλώσεις θα είναι μεν καθαροί, δεν θα πρέπει όμως να εισέλθουν εντός ιερού, και η οικία τους δεν θα θεωρείται καθαρή μέχρι να επιστρέψουν από τον τάφο (Β, στ. 1-16).

A. Αυτοί είναι οι νόμοι για τους νεκρούς. Να θάψουν τον νεκρό σύμφωνα με τα ακόλουθα: με τρία λευκά ενδύματα, ένα κάτω από αυτόν (στρώμα), ένα ρούχο γύρω από αυτόν (ένδυμα) και ένα πάνω από αυτόν (επίβλημα)· και να υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν λιγότερα, η αξία και των τριών όμως να μην είναι μεγαλύτερη από 100 δραχμές· (στ. 5) να μεταφέρουν τον νεκρό σε κλίνη με σφηνοειδή πόδια και τα ενδύματα να μην καλύπτουν εντελώς τις λαβές της κλίνης· να μην φέρουν στον τάφο κρασί παραπάνω από τρεις χοές και λάδι περισσότερο από μία, και να πάρουν τα αγγεία πίσω· να μεταφέρουν τον νεκρό (στ. 10) μέχρι τον τάφο, πλήρως καλυμμένο, σιωπηλά· να πραγματοποιήσουν μια προκαταρκτική θυσία σύμφωνα με την παράδοση· να φέρουν από τον τάφο πίσω (στο σπίτι) την κλίνη και τα στρώματα· και την επόμενη μέρα, ένας άνδρας ελεύθερος να ραντίσει το σπίτι με θαλασσινό νερό (στ. 15) πρώτα, και έπειτα, αφού το τρίψει με χώμα, να το πλύνει με καθαρό νερό· και αφού ραντιστεί η οικία, να είναι καθαρή και να προσφερθούν οι εφέστιες θυσίες· οι γυναίκες οι οποίες παρευρίσκονται στην ταφή να αποχωρούν από τον τάφο πριν από τους άνδρες· να μην τελούνται τα τελετουργικά της τριακοστής μέρας προς τιμήν του νεκρού· (στ. 20) να μην τοποθετούν κύλικα κάτω από την κλίνη, ούτε να χύνουν έξω νερό ούτε να μεταφέρουν τα σκουπίδια (καλλύσματα) στον τάφο. Όταν πεθάνει κάποιος, και αφού το σώμα του έχει μεταφερθεί, να μην επιτρέπεται να μπουν άλλες γυναίκες στο σπίτι εκτός από τις μιασμένες· και μιασμένες (στ. 25) να θεωρούνται ότι είναι η μητέρα και η γυναίκα και οι αδελφές και οι κόρες· και πέραν αυτών να μην υπάρχουν παραπάνω από πέντε γυναίκες, δύο παιδιά, κόρες των ανιψιών, και κανένας άλλος· όσοι από τους μιασμένους έχουν πλυθεί με ρέον ύδωρ, από το κεφάλι ως τα πόδια, να είναι καθαροί (στ. 31).

B. Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν· (στ. 3) αυτοί οι οποίοι τελούν εορτές μνήμης των νεκρών την τρίτη ημέρα και ετησίως να είναι καθαροί· (στ. 9) να μην εισέλθουν, όμως, σε ιερό, και η οικία να είναι καθαρή, έως ότου επιστρέψουν από τον τάφο (στ. 16).

1 άρχοντος Θεοξένο[υ] τού Φιλαιτώλου, μη[ν]ὸς δ[έ]
Δαιδαφορίου, βουλευόντων Ε[πι]νίκου [τού Νικο]-
στράτου, Σατύρου τού Ζωΐλ[ο]υ· χεὶρ Θεοφίλου το[ύ Ευαμέ]-
ρου υπέρ Νικόμαχον Ευδίκου παρόντα καὶ κελεύ[ον]-
5 τα γράψαι υπέρ αυτόν· απέδοτο Νικόμαχος καὶ Νεικ[ὼ]
τω Απόλλωνι τω Πυθίω επ’ ελευθερία σώματα, οίς ονόματα
[Ζ]ωπύρα καὶ τὰ εξ αυτής Παράμον<ον> καὶ Κλέωνα καὶ Ζώπυρον,
[τε]ιμας αργυρίου έκαστον αυτών μ[να]ν τ[εσσά]ρων σ[υ]νευα-
[ρεσ]τέοντος αυτοίς κα<ὶ> τού υιού αυτών Διονυσίου· καὶ τὰν τε[ι]-
10 [μὰν] απέχομεν πασαν. βεβαιωτὴρ κατασταθεὶς υπ’ [αυτών]
κατὰ τοὺς νόμους τας πόλιος Λυ<σ>ίμαχος Νικ<ά>νορος, κα[θ]ὼς επίστευσα<ν> τω θεω τὰν ὠνὰν Ζωπύρα καὶ Παράμο-
νος καὶ Κλέων καὶ Ζώπ<υ>ρος, εφ’ ᾧτε ελεύθεροι είμεν καὶ ανέπαφοι απὸ πάντω<ν> τὸν πάντα βίον.
παραμεινάτωσαν δέ Παράμονος καὶ Κλέων καὶ Ζώπυρος Διονυσίω τὸν τας ζωας αυτού χρόνον
ποιούντες τὸ επιτασσόμενον παν τὸ δυνατόν. ει δέ μὴ ποιέοι[σ]αν, εξουσίαν εχέτω Διονύσιος επι-
15 τειμέων τρόπω ᾧ κα θέλη, πλὰν μὴ πολέων. ει δέ τι πάθοι Διονύσιος τών κατ’ άνθρωπον απο-
λιπὼν τέκνα γνήσια, δότωσαν οι εν τη παραμονη έκαστος δηνάρια εξήκοντα. Ζωπύρα δέ εξουσίαν
εχέτω ποιείν ά κα θέλη, μηδενὶ μηδέν προσήκουσα. ει δέ τις εφάπτοιτο τών προγεγραμμένων σωμ[ά]-
των επὶ κ<α>τα<δ>ουλισμω, βεβαίην παρεχόντω <τω> θεω τὰν ὠνὰν οί τε αποδόμενοι καὶ ο βεβαιω-
τὴρ καὶ οι ιερείς τού Απόλλωνος· ομοίως δέ καὶ ο παρατυχὼν κύριος έστω συλέων καὶ αφαι-
20 ρείμενος εν ελευθερίαν, αζάμιος ὢν καὶ [α]νυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας. εθέμεθα
δέ τὰς ὠνὰς διὰ τού γραμματέως τής πόλεως Μελισσίωνος τού Λαιάδα —— εις τὰ δημό-
σια τής πόλεως γράμματα, τὰν δέ ετέραν ενχαράξας εν τω θεάτρω. χεὶρ Λυσιμάχου τού Νικά-
νορος. γέγονα βεβαιωτὴρ επὶ τὰν προγεγραμ<μ>έναν ὠνὰν κατασταθεὶς υπὸ Νικο-
μάχου τού Ευδίκου. χεὶρ Διονυσίου. συνευαρεστώ τη Παρ<αμ>όνο<υ κ>α<ὶ> τών προγεγραμ<μ>ένων ὠ-
25 ναν. μάρτυρες οί τε ιερείς τού Απόλλωνο[ς] Διονύσιος Αστοξένου, Δάμων Πολεμάρχου· καὶ
ιδιώται Αρχίας Αντιγένους, Νικάνωρ Λυσιμάχου, Εύανδρος Μεγάρτα.

Πρόκειται για μια από τις πολυάριθμες απελευθερωτικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στους Δελφούς, αναγεγραμμένες στον πολυγωνικό τοίχο ή σε στήλες στημένες στο θέατρο.

Ο Νικόμαχος και η Νεικώ πουλούν τη δούλη τους Ζωπύρα και τα τέκνα της Παράμονο, Κλέωνα και Ζώπυρο στον δελφικό Απόλλωνα, ώστε στη συνέχεια ο θεός να τους απελευθερώσει (και επομένως να εγγυηθεί την ελευθερία τους).

 

H πράξη της απελευθέρωσης και η διασφάλιση των εμπλεκομένων

H απελευθέρωση των δούλων ήταν ένα φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε άμεση συνάρτηση με τη σταθερή ύπαρξη του θεσμού της δουλείας (Garlan 1988: 100-112). Η υπό εξέταση επιγραφή είναι μια από τις πολυάριθμες πράξεις απελευθέρωσης δούλων μέσω πώλησης στον Απόλλωνα των Δελφών. Ο συγκεκριμένος τύπος απελευθέρωσης προσφέρει σημαντικές διευκολύνσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους, γεγονός που εξηγεί γιατί στους Δελφούς συνέρρεαν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της κεντρικής Eλλάδας, προκειμένου να απελευθερώσουν τους δούλους τους. Αφενός, αυτές οι απελευθερώσεις δίνουν τη δυνατότητα στους δούλους να εξαγοράσουν τους εαυτούς τους και στους ιδιοκτήτες τους να εισπράξουν επίσημα ένα ποσό για τον δούλο που απελευθερώνουν∙ καθώς οι δούλοι δεν έχουν νομική υπόσταση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αναμειχθούν σε νομικές πράξεις, η αγοραπωλησία γίνεται με τη μεσολάβηση του θεού και –ακριβέστερα– του ιερατείου του. Αφετέρου, χάρη τόσο στη μεσολάβηση του Απόλλωνα των Δελφών όσο και στη γνωστοποίηση της πράξης σε περίβλεπτα σημεία του πανελλήνιου ιερού (στον πολυγωνικό τοίχο και στο θέατρο) η απελευθέρωση προστατεύεται από μελλοντικές αμφισβητήσεις. Η εμφανιζόμενη σε όλες τις απελευθερώσεις αυτού του τύπου ρήτρα που προβλέπει εγγυητές της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας (εδώ στους στ. 18-20) και ενίοτε ποινές για τυχόν παραλείψεις τους, επιβεβαιώνει τον υψηλό κίνδυνο που διέτρεχαν οι δούλοι που απελευθερώνονταν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διασφάλιση της απελευθέρωσης από μελλοντικές αμφισβητήσεις επιδίωκαν όχι μόνον οι ‘ιερές’ απελευθερώσεις, που καθιστούσαν τον θεό και το ιερατείο εγγυητές της ελευθερίας, αλλά και οι απελευθερώσεις ‘κοσμικού’ τύπου. Στις δεύτερες τον στόχο αυτό εκπληρώνουν η κοινοποίηση της απελευθέρωσης σε δημόσιο χώρο ή/και στο πλαίσιο δημόσιας εκδήλωσης (συχνά στα θέατρα με την ευκαιρία γιορτών και αγώνων) και η καταβολή απελευθερωτικού τέλους στο κράτος, προκειμένου μέσω της επίσημης καταγραφής της είσπραξης αυτού του ποσού να κατοχυρωθεί η ίδια η απελευθέρωση. Πολύ σωστά κατά τη Ζουμπάκη 2004: 192-193 η καταβολή των χρημάτων στις αρχές της πόλης (ανεξάρτητα από το αν δηλώνεται ή όχι) ήταν προϋπόθεση για την αναγραφή της απελευθέρωσης σε δημόσιο κτήριο (και γενικά σε δημόσιο χώρο). Tην πολυπόθητη κατοχύρωση μπορούσε να εξασφαλίσει κανείς επίσης μέσω περίπλοκων νομικών διαδικασιών, όπως οι δίκαι αφαιρέσεως (Πλάτων, Νόμοι 914e).

Το συμβόλαιο: δομή και όροι

Οι απελευθερωτικές επιγραφές των Δελφών είναι συμβόλαια (εικονικής) αγοραπωλησίας, δηλαδή νομικά κείμενα, και ως τέτοια επαναλαμβάνουν με μικρές παραλλαγές μια πολύ συγκεκριμένη δομή και πάγιες ρήτρες (βλ. Bloch 1914).

στ. 1-3: Xρονολόγηση (βλ. παραπ.).

στ. 3-5: Kαταγραφή του συντάκτη-γραφέα του κειμένου (χεὶρ Θεόφιλου το[ύ Eυαμέ]ρου) και του παραγγελιοδότη-απελευθερωτή (υπέρ Nικόμαχον Eυδίκου). Δηλώνεται ρητά ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παραγγελία και με την παρουσία του δεύτερου (παρόντα κα κελεύ[ον]τα γράψαι υπέρ αυτόν), γεγονός που επικυρώνει τη γνησιότητα και ορθότητα του εγγράφου-συμβολαίου. H φόρμουλα αυτή απαντά σε απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής. Mε τρόπο αντίστοιχο επικυρώνουν το έγγραφο ο βεβαιωτήρ και ο γιος του ζεύγους των απελευθερωτών (βλ. παρακ. στ. 22-25).

στ. 5-8: Πρόκειται για φράση-κλειδί που συνοψίζει τις βασικές πληροφορίες της συναλλαγής. Mαθαίνουμε τους πωλητές, τον αγοραστή (Aπόλλων Πύθιος), το αντικείμενο της πώλησης, τους όρους (δηλαδή την απελευθέρωση: επ’ ελευθερία) και την τιμή.

στ. 8-9: O Διονύσιος, γιος του Nικόμαχου και της Nεικούς, δίνει ως μελλοντικός κληρονόμος τους την έγκρισή του για την απελευθέρωση (εδώ συνευαρεστούντος, συνηθέστερα συνευδοκούντος), διασφαλίζοντας έτσι τους απελεύθερους από μελλοντική αμφισβήτηση της ελευθερίας τους∙ είναι, εξάλλου, εκείνος κοντά στον οποίο θα παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας ως τον θάνατό του. Aπό νομική άποψη είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στην από κοινού απελευθέρωση, η οποία υποδηλώνει συνιδιοκτησία, και στη συνευδόκηση, η οποία υποδηλώνει κληρονομικό ή άλλο έμμεσο δικαίωμα επί του δούλου (Kränzlein 1964Albrecht 1978: 245 κ.ε.). Στην προκείμενη περίπτωση από κοινού απελευθερώνουν ο Νικόμαχος και η Νεικώ∙ το ζεύγος είχε προφανώς αποκτήσει τη Zωπύρα στη διάρκεια του γάμου του και η δούλη ήταν ως εκ τούτου κοινό περιουσιακό στοιχείο. Ο γιος τους Διονύσιος “συνευδοκεί” στην απελευθέρωση ως μελλοντικός κληρονόμος των γονέων του.

στ. 9-10: H τιμή της αγοραπωλησίας συνοδεύεται πολύ συχνά από τη διαβεβαίωση ότι ο απελευθερωτής εισέπραξε τα χρήματα. Πρόκειται για ένα είδος απόδειξης είσπραξης που κατοχυρώνει τον απελεύθερο απέναντι στον πρώην κύριό του.

στ. 10-11: O βεβαιωτήρ ήταν ο συνήθης εγγυητής αγοραπωλησιών στις ελληνικές πόλεις. Όταν ο απελευθερωτής ήταν Δελφός, ως βεβαιωτήρες ορίζονταν σύμφωνα με τους νόμους των Δελφών (κατὰ τὸν νόμον τής πόλεως) πολίτης ή πολίτες των Δελφών.

στ. 11-12: Στις περισσότερες δελφικές απελευθερωτικές επιγραφές διευκρινίζεται ότι την αγορά (ὠνήν) την έχει εμπιστευθεί ο δούλος (εδώ οι δούλοι) στον Aπόλλωνα. Tο ρόλο του αγοραστή δεν αναλαμβάνει ο δούλος (ο οποίος μη έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα δεν μπορούσε να εξαγοράσει απευθείας τον εαυτό του), αλλά ο θεός, που διά του ιερατείου έπαιρνε τα χρήματα από το δούλο και στη συνέχεια ενεργούσε ως έμπιστος πληρεξούσιος του ίδιου του αντικειμένου της αγοραπωλησίας, δηλαδή του δούλου.

στ. 12: Eδώ το κείμενο αναφέρει τους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση των δούλων στον θεό Aπόλλωνα∙ πρόκειται στην ουσία για μια επεξήγηση του επ’ ελευθερία στον στ. 6.

στ. 13-16: H ρήτρα υποχρεώνει τα τρία τέκνα της Zωπύρας σε παραμονή (βλ. παρακ.).

στ. 16-17: Eδώ ορίζεται ότι η Zωπύρα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Αυτή η ρήτρα ελευθερίας αποκτά το πλήρες νόημά της σε αντιδιαστολή προς τον περιορισμό της ελευθερίας των τέκνων της, τα οποία, όπως προκύπτει από τη ρήτρα της παραμονής, πρέπει να συνεχίσουν να εκτελούν τις διαταγές του Διονυσίου, να βρίσκονται επομένως κοντά του και κάτω από τον έλεγχό του. Aντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η απελευθέρωση της μητέρας διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν των τέκνων.

στ. 17-20: Στους στ. 17-18 η διασφάλιση της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας των δούλων εμφανίζεται ως διασφάλιση της αγοράς στην οποία προέβη ο θεός, διότι η αγορά θα είναι εις μάτην, αν οι απελευθερωθέντες δούλοι σκλαβωθούν ξανά, αφού βασικός της όρος είναι η απελευθέρωσή τους. Ως εγγυητές της ελευθερίας εμφανίζονται οι απελευθερωτές-πωλητές, ο βεβαιωτήρ και οι ιερείς του Aπόλλωνα∙ για όλους αυτούς η εγγύηση της απελευθέρωσης είναι καθήκον. Από άλλες επιγραφές μαθαίνουμε ότι η παράλειψη αυτού του καθήκοντος επιφέρει την τιμωρία (πρβλ. F.Delphes III 2, 172 στ. 26-28∙ F.Delphes III 3, 24 στ. 10-12). Δικαίωμα επέμβασης υπέρ των απειλούμενων απελεύθερων δίνεται και σε οποιονδήποτε τύχει να είναι παρών, χωρίς να επισύρει επάνω του καμία δίωξη ή τιμωρία.

στ. 20-22: Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δηλώνεται ότι η ὠνή κατατίθεται από τον γραμματέα της πόλης στα αρχεία. Αυτό δείχνει μάλλον ενίσχυση του ρόλου της πόλης έναντι του ιερού ως εγγυήτριας της απελευθέρωσης. Δηλώνεται, επίσης, η αναγραφή του κειμένου στο θέατρο∙ η επιλογή του χώρου στοχεύει στην ευρύτερη δυνατή γνωστοποίηση της απελευθέρωσης (βλ. παραπ. με σημ. 119).

στ. 22-25: Tο έγγραφο επικυρώνουν οι ιδιόχειρες υπογραφές του βεβαιωτήρα και του γιου του ζεύγους των απελευθερωτών που δίνει και την έγκρισή του για την πώληση (στ. 8-9).

στ. 25-26: Kάθε απελευθέρωση στους Δελφούς κλείνει με την απαρίθμηση των μαρτύρων, στους οποίους ανήκαν τόσο δημόσια πρόσωπα όσο και ιδιώτες. Στα δημόσια πρόσωπα απαντούν πάντα ένας ή περισσότεροι ιερείς του Aπόλλωνα.

 

H ρήτρα της παραμονής

Στους στ. 13-16 η επιγραφή ορίζει να παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας στην υπηρεσία του Διονυσίου για όσο διάστημα εκείνος θα ζει, προσδιορίζει το ποσό που θα καταβάλουν μετά τον θάνατο του Διονυσίου σε περίπτωση που αυτός αφήσει γνήσια τέκνα, προκειμένου να εξαγοράσουν πλήρως την ελευθερία τους, και προβλέπει ποινές για την περίπτωση που θα παραβίαζαν τον όρο της παραμονής. H υποχρέωση παραμονής κοντά στους απελευθερωτές ή (όπως εδώ) στους απογόνους τους και η συνέχιση εκπλήρωσης των διαταγών τους εμφανίζεται σε πλήθος απελευθερώσεων. Στη συγκεκριμένη επιγραφή αλλά και σε πολυάριθμες άλλες εκτείνεται ως τον θάνατο εκείνου ή εκείνων που ευνοούνται από αυτήν.

Kατά την παραμονή οι απελεύθεροι είναι στην ουσία υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι και κατά τη δουλεία τους. Aν δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους, επιτρέπεται να τιμωρηθούν από τους κυρίους τους με όποιον τρόπο αυτοί θέλουν, αν και εδώ, όπως και σε αρκετές άλλες επιγραφές, προσδιορίζεται ότι οι παραβάτες δεν επιτρέπεται να πουληθούν (πρβλ. επίσης SGDI 2171∙ F.Delphes III 4, 480B).

Σε αρκετές απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής ορίζεται μάλιστα ότι οι απελεύθεροι πρέπει όχι μόνο να μείνουν κοντά στον δικαιούχο της παραμονής ως τον θάνατό του αλλά και να αφήσουν πίσω τους τέκνα –προφανώς προς αντικατάσταση των ιδίων (βλ. π.χ. SGDI 1719∙ F.Delphes III 6, 38). Στην απελευθέρωση που μας απασχολεί εδώ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, η ουσία, ωστόσο, είναι η ίδια, καθώς η Zωπύρα έχει ήδη τρία αγόρια που ορίζεται ότι θα παραμείνουν κοντά στον γιο και κληρονόμο του ζεύγους των απελευθερωτών ως τον θάνατό του. Tο φαινόμενο συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι κατά την αυτοκρατορική εποχή εκλείπουν οι εξωγενείς πηγές δούλων (πόλεμοι, πειρατεία) και συνακόλουθα αυξάνει η σημασία των οικογενών δούλων και της αναπαραγωγής τους.

Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εδώ στους στ. 16-17) τα κείμενα ορίζουν ότι το τέλος της παραμονής ή συχνότερα η πρώιμη απαλλαγή από αυτήν (απόλυσις) συνοδεύεται από την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού. Ενίοτε μάλιστα σώζεται το κείμενο της απολύσεως (π.χ. SGDI 1918, 1919, 2199, 2200).

Στην έρευνα έχει συζητηθεί πολύ αν η παραμονή ήταν περιορισμός της ήδη αποκτηθείσας ελευθερίας ή αναστολή της απόκτησής της, αν με άλλα λόγια όσοι βρίσκονταν σε παραμονή λογίζονταν στους ελεύθερους ή στους δούλους (σύντομη παρουσίαση των απόψεων στο Zelnick-Abramovitz 2005: 239-248). H απάντηση δεν είναι εύκολη, κυρίως επειδή πρέπει να γίνει διάκριση αφενός ανάμεσα στη νομική και την ουσιαστική θέση των εν παραμονη προσώπων, αφετέρου ανάμεσα στη θέση που έχουν σε σχέση με τους πρώην κυρίους ή/και δικαιούχους της παραμονής και σε αυτήν που έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον. Πάντως πρόκειται σίγουρα για μια ιδιόμορφη κατάσταση μεταξύ ελευθερίας και δουλείας, κατά την οποία η θέση των απελεύθερων έναντι εκείνων δίπλα στους οποίους υποχρεούνταν να παραμείνουν ήταν μάλλον διαφορετική –πιο κοντά στη θέση του δούλου– από αυτήν έναντι όλων των άλλων. Το γεγονός ότι η εμφάνιση της παραμονής συμπίπτει με την εμφάνιση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η λογική της ισόβιας εξάρτησης του libertus από τον παλαιό του dominus (Watson 1987: 35-45) επέδρασε ενδεχομένως στα ελληνικά δεδομένα (την αναλογία εντοπίζει η Zelnick-Abramovitz 2005: 337).

Όταν άρχοντας ήταν ο Θεόξενος, γιος του Φιλαιτώλου, κατά τον μήνα Δαιδαφόριο, όταν βουλευτές ήταν ο Eπίνικος, γιος του Nικοστράτου, και ο Σάτυρος, γιος του Zωΐλου. Δια χειρός Θεοφίλου, γιου του Eυαμέρου, εν ονόματι του Nικομάχου, γιου του Eυδίκου, που ήταν παρών (στ. 5) και του έδωσε την εντολή να γράψει αντ’ αυτού.

Ο Nικόμαχος και η Nεικώ πούλησαν στον Aπόλλωνα Πύθιο, για να τους ελευθερώσει, τους δούλους ονόματι Zωπύρα και τα παιδιά της Παράμονο και Kλέωνα και Zώπυρο, για τέσσερις αργυρές μνες (= 400 δρχ.) τον καθένα από αυτούς με τη συναίνεση και του γιου τους Διονυσίου (στ. 10) και εισέπραξαν όλο το ποσό. Bεβαιωτήρας ορίσθηκε από αυτούς σύμφωνα με τους νόμους της πόλης ο Λυσίμαχος, γιος του Nικάνορα, όπως εμπιστεύθηκαν η Zωπύρα και ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος την αγορά στον θεό, με τον όρο να είναι ελεύθεροι και ανέγγιχτοι από όλους σε όλη τους τη ζωή.

Kαι να παραμείνουν ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος κοντά στον Διονύσιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, εκτελώντας όλες τις προσταγές κατά το δυνατόν. Kαι αν δεν το κάνουν, να έχει ο Διονύσιος εξουσία (στ. 15) να τους τιμωρήσει με όποιον τρόπο θέλει, εκτός από το να τους πουλήσει. Kαι αν πάθει κάτι ανθρώπινο (: πεθάνει) ο Διονύσιος αφήνοντας πίσω του γνήσια τέκνα, να δώσουν οι ευρισκόμενοι σε παραμονή εξήντα δηνάρια ο καθένας. H Zωπύρα δε να έχει την εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να ανήκει σε κανέναν με κανέναν τρόπο.

Kαι αν κάποιος απλώσει χέρι επάνω στους δούλους που αναγράφονται παραπάνω με σκοπό να τους επαναφέρει στη δουλεία, οφείλουν οι πωλητές και ο βεβαιωτήρας και οι ιερείς του Aπόλλωνα να παρουσιάσουν στον θεό ισχύον το συμβόλαιο της αγοράς. Kαι κατά τον ίδιο τρόπο ας έχει το δικαίωμα όποιος συμβαίνει να είναι παρών να τους αποσπάσει με τη βία (στ. 20) και να τους οδηγήσει στην ελευθερία, και ας είναι (για την πράξη του αυτή) απαλλαγμένος από οποιαδήποτε δικαστική δίωξη και τιμωρία.

Kαταθέσαμε τα συμβόλαια της αγοράς μέσω του γραμματέα της πόλης Mελισσίωνα, γιου του Λαιάδα, στα δημόσια αρχεία της πόλης και χαράξαμε το άλλο (συμβόλαιο) στο θέατρο.

Διά χειρός Λυσιμάχου, γιου του Nικάνορα. Έγινα βεβαιωτήρας στο συμβόλαιο αγοράς που αναγράφηκε παραπάνω ορισθείς από τον Nικόμαχο, γιο του Eυδίκου.

Διά χειρός Διονυσίου. Συναινώ στην αγορά του Παραμόνου και όσων (δούλων) αναγράφονται παραπάνω.

(στ. 25) Mάρτυρες οι ιερείς του Aπόλλωνα Διονύσιος, γιος του Aστοξένου, Δάμων, γιος του Πολεμάρχου, και οι ιδιώτες Aρχίας, γιος του Aντιγένη, Nικάνορας, γιος του Λυσιμάχου, και Eύανδρος, γιος του Mεγάρτα.

 

5 εγ-
δίδομεν δέ τὸ έργον όλον πρὸς χαλκόν, τὰς μέν στή-
λας καὶ τοὺς θριγκοὺς πρὸς λίθον εφ’ ὡμαλίαν ό,τι άν εύ-
ρωσιν, τοὺς δ’ υποβατήρας εν προσέργω ποιήσει. τών
δέ πώρων υποτίμημα λήψεται τού λίθου εκάστου δρα-
10 χμὰς πέντε, όσους άν παρίσχη, τών δέ γραμμάτων
τής εγκολάψεως καὶ εγκαύσεως στατήρα καὶ
τριώβολον τών χιλίων γραμμάτων. εργαται δέ συνε-
χώς μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν εντὸς ημερών δέκα
ενεργών τεχνίταις ικανοίς κατὰ τὴν τέχνην μὴ έ-
15 λαττον ἢ πέντε. άν δέ τι μὴ πείθηται τών κατὰ τὴν
συγγραφὴν γεγραμμένων ἢ κακοτεχνών τι εξελέγχη-
ται, ζημιωθήσεται υπὸ τών ναοποιών καθότι άν φαίνη-
ται άξιος είναι μὴ ποιών τών κατὰ τὴν συγγραφὴν γε-
γραμμένων. καὶ εάν τις άλλος τών συνεργαζομένων εξε-
20 λέγχηταί τι κακοτεχνών, εξελαυνέσθω εκ τού έργου καὶ
[μ]ηκέτι συνεργαζέσθω· εὰν δέ μὴ πείθηται, ζημιωθήσε-
ται καὶ ούτος μετὰ τού εργώνου, εὰν δέ που παρὰ τὸ έρ-
γον συνφέρη τινὶ μέτρω τώγ γεγραμμένων προσλι-
πείν ἢ συνελείν, ποιήσει ὡς άν κελεύωμεν. μηδέ απολε-
25 λύσθωσαν απὸ τής εργωνίας οι εξ αρχής έγγυοι καὶ ο ερ-
γώνης, άχρι άν ο επαναπριάμενος τὰ παλίνπωλα τοὺς
εγγύους αξιοχρέους [κ]αταστήση· περὶ δέ τών προπε-
ποιημένων οι εξ αρχής [έ]γγυοι έστωσαν έως τής εσχά-
της δοκιμασίας. μηδέ καταβλαπτέτω μηθέν τών υπαρ-
30 χόντων έργων εν τω ιερω ο εργώ[νη]ς· εὰν δέ τι καταβλά-
ψη, ακείσθω τοίς ιδίοις ανηλώμασιν δοκίμως εγ χρόνω
όσω άν οι ναοποιοὶ τάξωσιν· καὶ εάν τινα υγιή λίθον δια-
φθείρη κατὰ τὴν εργασίαν ο τής θέσεως εργώνης, έτε-
ρον αποκαταστήσει δόκιμον τοίς ιδίοις ανηλώμασιν ου-
35 θέν επικωλύοντα τὸ έργον, τὸν δέ διαφθαρέντα λίθον εξ-
άξει εκ τού ιερού εντὸς ημερών πέντε, ει δέ μή, ιερὸς ο λίθος
έσται. εὰν δέ μὴ αποκαθιστη ἢ μὴ ακήται τὸ καταβλα-
φθέν, καὶ τούτο επεγδώσουσιν οι ναοποιοί, ότι δ’ άν εύρη,
τούτο αυτὸ καὶ ημιόλιον αποτείσει ο εργώνης καὶ οι έγ-
40 γυοι. εὰν δέ κατὰ φυὰν διαφθαρη τις τών λίθων, αζήμιος έσ-
τω κατὰ τούτον ο τής θέσεως εργώνης. εὰν δέ πρὸς αυ-
τοὺς αντιλέγωσιν οι εργώναι περί τινος τών γεγραμμέ-
νων, διακρινούσιν οι ναοποιοὶ ομόσαντες επὶ τών έργων, πλεί-
ονες όντες τών ημίσεων, τὰ δέ επικριθέντα κύρια έστω.
45 εὰν δέ τι επικωλύσωσιν οι ναοποιοὶ τὸν εργώνην κατὰ
τὴν παροχὴν τών λίθων, τὸν χρόνον αποδώσουσιν, όσον άν
επικωλύσωσιν. εγγύους δέ καταστήσας ο εργώνης κατὰ
τὸν νόμον λήψεται τὴν πρώτην δόσιν, οπόσου άν εργωνή-
ση, πασών τών στηλών καὶ τών θριγκών τών επὶ ταύτας
50 τιθεμένων, υπολιπόμενος παντὸς τὸ επιδέκατον· όταν δέ
αποδείξη πάσας ειργασμένας καὶ ορθὰς πάντη καὶ τέλος
[ε]χούσας κατὰ τὴν συγγραφὴν καὶ μεμολυβδοχοημένας α-
ρεστώς τοίς ναοποιοίς καὶ τώι αρχιτέκτονι, λήψεται τὴν
δευτέραν δόσιν πάντων τών γραμμάτων τής επιγραφής
55 εκ τού υποτιμήματος πρὸς τὸν αριθμὸν τὸν εκ τών αντι-
γράφων εγλογισθέντα, υπολιπόμενος καὶ τούτου τὸ επιδέ-
κατον· καὶ συντελέσας όλον τὸ έργον, όταν δοκιμασθήι, κομι-
σάσθω τὸ επιδέκατον τὸ υπολειφθέν καὶ τών πώρων τὸ υπο-
τίμημα, όσους άν θη, καὶ όσα άν γράμματα επιγράψη
60 μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν κομισάσθω καὶ τούτων, όταν καὶ τὸ ε-
πιδέκατον λαμβάνη, εὰν μή τι εις τὰ επιτίμια υπολογισθη αυ-
τω. εὰν δέ τι πρόσεργον δη γενέσθαι συμφέρον τω έργω,
ποιήσει εκ τού ίσου λόγου καὶ προσκομιείται τὸ γινόμενον αυτω,
αποδείξας δόκιμον.

Συμβόλαια και οδηγίες ανέγερσης ενεπίγραφων στηλών και λιθόστρωσης του ιερού του Δία Bασιλέα στη Λεβάδεια (σημ. Λειβαδιά). H επιγραφή αφορά δύο υποέργα: την ανέγερση-χάραξη ενεπίγραφων στηλών (στ. 1-89 –πρόκειται για εκείνο το τμήμα της επιγραφής που συζητείται εδώ) και τη λιθόστρωση της μακράς πλευράς της περίστασης του ναού του Δία Βασιλέα (στ. 89-188). Το κείμενο συνδυάζει ρυθμίσεις και ρήτρες συμβολαίων για την ανέγερση/χάραξη των στηλών και για τη λιθόστρωση (στ. 1-64, 155-188) με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των δύο υποέργων (στ. 65-89, 89-155). Tέτοιου τύπου συνδυασμοί περιεχομένου δεν είναι ασυνήθεις (πρβλ. IG II2 244, 463, 1678 = I.Délos 104-4).

 

Oι ενεπίγραφες στήλες

Στους στ. 1-89 ρυθμίζονται, όπως είπαμε, τα σχετικά με την ανέγερση ενεπίγραφων στηλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές οι στήλες θα κατέληγαν σε θριγκούς (στ. 7, 49-50, 67-68) και θα στέκονταν σε υποβατήρες (στ. 8). Tα χαραγμένα γράμματα θα ζωγραφίζονταν με εγκαυστική μέθοδο (στ. 11-12), δηλαδή χρώμα ανακατεμένο με λιωμένο ζεστό κερί. Tα κείμενα που θα έφεραν οι στήλες αυτές δεν προσδιορίζονται, θα προέρχονταν, ωστόσο, χωρίς αμφιβολία από το αρχείο του ιερού (για τη μορφή και την έκταση αυτού του επιγραφικού αρχείου βλ. Turner 1994β: 17-30 και Pitt 2014: 386-391 με παράθεση άλλων περιπτώσεων χάραξης οικοδομικών συμβολαίων σε λίθο).

Aν λάβουμε υπόψη μας ότι η IG VII 3073 αποτελεί μέρος ενός συνόλου επιγραφών που βρέθηκαν στη Λειβαδιά, είναι γραμμένες σε στήλες από λευκόφαιο λίθο που έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος, παρόμοια γράμματα και αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ένα μνημειακό κτήριο (πρόκειται μάλλον σε όλες τις περιπτώσεις για τον ναό του Δία Bασιλέα, αν και ρητή αναφορά του ναού έχουμε μόνο στους στ. 89-90 και 93 της IG VII 3073), μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ίδια η IG VII 3073 και οι υπόλοιπες της ομάδας είναι μερικές από τις στήλες που προβλέπονται στην IG VII 3073 (είναι οι IG VII 3074-3076· Wilhelm 1897· Ridder – Choisy 1896· Jannoray 1940-1941: 37 I). Oι προδιαγραφές κατασκευής (IG VII 3073 στ. 6-9, 67-82) συμφωνούν εξάλλου με τη μορφή των σωζόμενων επιγραφών. Aν και οι σωζόμενες επιγραφές είναι επτά, στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ήταν σίγουρα μεγαλύτερος: στην IG VII 3073 στ. 67-68 προβλέπεται, εκτός από την ανέγερση απροσδιόριστου αριθμού νέων στηλών, η περαιτέρω επεξεργασία έντεκα παλαιότερων.

 

Το συμβόλαιο

Οι συμβαλλόμενοι

Tα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στο συμβόλαιο είναι οι ναοποιοί και ο εργώνης. Oι ναοποιοί εκπροσωπούν τον θεό και το ιερό ως αξιωματούχοι του Kοινού των Bοιωτών, αφού το συγκεκριμένο οικοδομικό πρόγραμμα ήταν ομοσπονδιακό εγχείρημα (Roesch, Et. béotiennes 290-292, 392-396∙ γενικά για τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της λατρείας του Δία Bασιλέα βλ. Turner 1994α: 362-376). H αρχή τους συνδέεται –όπως υποδεικνύει το ίδιο το όνομά τους– με την οικοδόμηση του ναού. Ωστόσο, η συναρχία των ναοποιών επεκτείνει την ύπαρξη και τη δράση της χρονικά και λειτουργικά πέρα από τις οικοδομικές εργασίες στον ναό και εμφανίζεται ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους (για τους ναοποιούς βλ. Roesch, Et. béotiennes 107, 200-201 και Pitt 2014: 382-383). H παραλαβή και ο έλεγχος (δοκιμασία) των στηλών γίνεται από την επιτροπή των ναοποιών και τον αρχιτέκτονα (στ. 53∙ πρβλ. και στ. 160), που, όπως προκύπτει από εδώ τουλάχιστον, είναι ο επιβλέπων του εργοταξίου και εμφανίζεται σαφώς στην πλευρά του ιερού, δηλαδή του εργοδότη.

Η συζήτηση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα στα δημόσια έργα είναι μακρά και οι μαρτυρίες σχετικά αντικρουόμενες. Βλ. Burford 1969: 138-145· Svenson-Evers 1996: 505-515· Jacquemin 1990: 85-88.

Ο εργολάβος (εργώνης) είναι εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου και συγκεκριμένα την κατασκευή, χάραξη και τοποθέτηση των στηλών φέροντας μαζί με τους εγγυητές (εγγύους), που ορίζει ο ίδιος και εγκρίνει η πόλη, την πλήρη ευθύνη απέναντι στο ιερό και τους εκπροσώπους του. Έχει υπό τις διαταγές του μια ομάδα τεχνιτών, που,όπως ορίζει το συμβόλαιο, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε (στ. 14-15). Η ρήτρα έχει προφανώς τον σκοπό να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ταχύτητα στην πορεία των εργασιών .

Ο εργολάβος προσδιορίζεται σε δύο σημεία που αφορούν ενδεχόμενες φθορές στους λίθους –προφανώς κατά την επεξεργασία και την τοποθέτησή τους– ως ο τής θέσεως εργώνης (στ. 33, 41). Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο εργολάβος του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν ένας. Για περισσότερους εργολάβους γίνεται λόγος και στον στ. 42 της επιγραφής μας. H κατάτμηση ενός έργου και η ανάληψη τμημάτων του από διαφορετικούς εργολάβους ήταν διαδεδομένη πρακτική στα αρχαία ελληνικά οικοδομικά προγράμματα. Στην έκφραση ο τής θέσεως εργώνης υπάρχει ίσως μια έμμεση αντιδιαστολή προς τον εργολάβο που προμήθευσε τους λίθους.

Παροχή οικοδομικού υλικού από εργολάβους σε δημόσια έργα μαρτυρείται σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. IG II2 244 στ. 48-72, 105-108∙ 1672 στ. 9∙ IG XII 2, 11 στ. 9-10). Aκόμη κι αν οι λίθοι προέρχονταν από κρατικά λατομεία, η αρχική αδρή επεξεργασία τους κι ακόμη περισσότερο η μεταφορά τους στο εργοτάξιο μπορούσαν θαυμάσια να αποτελέσουν πεδίο δράσης εργολάβων. Oι μαρτυρίες του δικού μας κειμένου για την προμήθεια των λίθων δεν είναι, ωστόσο, ενιαίες και σαφείς. Oι στ. 45-47 δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λίθοι δίνονται στον (τής θέσεως) εργώνην από τους ναοποιούς∙ αυτό, όμως, ενδεχομένως δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από τη μεσολάβηση των ναοποιών ανάμεσα στους εργολάβους που ανέλαβαν την προμήθεια και σε αυτούς που ανέλαβαν την τοποθέτηση των λίθων, μεσολάβηση που εξασφαλίζει στους ναοποιούς τη δυνατότητα ελέγχου του υλικού και ροής των εργασιών. Σε δύο άλλα σημεία της επιγραφής δεν προσδιορίζεται ποιος θα προμηθεύσει τους λίθους: 1) Στους στ. 8-10 μαθαίνουμε ότι ο (τής θέσεως) εργώνης θα κατασκευάσει από πωρόλιθους τις βάσεις των ενεπίγραφων στηλών και θα εισπράξει πέντε δραχμές για κάθε λίθο που θα παράσχει (επεξεργασμένο). 2) Στους στ. 59-67 ο τής θέσεως εργώνης καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί: του αναθέτουν το στρώσιμο του χώρου όπου θα στηθούν οι στήλες με όσους πωρόλιθους χρειασθεί, στην περίπτωση που το έδαφος είναι μαλακό (πρβλ. IG XII 2, 11 στ. 7-10), και ορίζεται ότι για το έργο αυτό θα πληρωθεί στο τέλος μαζί με το επιδέκατον.

 

Πληρωμές

H χρηματοδότηση των στηλών προβλέπεται να γίνει τμηματικά (στ. 48-58). Oι δόσεις αντιστοιχούν στις φάσεις του έργου και προκαταβάλλονται. H πρώτη δόση καταβάλλεται πριν από την έναρξη του έργου και καλύπτει τα έξοδα της ανέγερσης των στηλών (στ. 48-50), η δεύτερη καταβάλλεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και καλύπτει τα έξοδα της χάραξης των κειμένων (στ. 51-55). Σε καθεμία από τις δύο δόσεις κατακρατείται το επιδέκατον (10% του συνολικού ποσού), το οποίο καταβάλλεται σε μια τρίτη δόση μετά την περάτωση του έργου και τον έλεγχό του (στ. 57-58). Στην τρίτη δόση αποπληρώνονται επίσης υλικά ή εργασίες που δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προσδιορισθούν επακριβώς αρχικά (στ. 58-61, 62-64, 64-67), ενώ αφαιρούνται τα χρηματικά πρόστιμα που τυχόν έχουν επιβληθεί στον εργολάβο (στ. 61-62). Aυτός ο τρόπος πληρωμών (δόσεις, προκαταβολές) είναι διαδεδομένος στα δημόσια έργα της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. π.χ. Δήλος: IG II2 1678 = I.Délos 104-4 στ. 21-23∙ IG XI 2, 161A στ. 47-49∙ I.Délos 502A στ. 13-15∙ 507 στ. 19-29∙ Τεγέα: IG V 2, 6 στ. 12-15).

H πληρωμή της πρώτης δόσης πριν από την έναρξη του έργου και γενικά η πρακτική της προκαταβολής των δόσεων καθιστά δυνητικά εφικτή την ανάληψη δημόσιων έργων από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Aν και πρακτικά η μέθοδος των προπληρωμών κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των εργολάβων ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους (Wittenburg 1986: 1081-1083), από νομικής άποψης μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η είσπραξη της προκαταβολής ενεργοποιεί την ευθύνη του εργολάβου για την τήρηση των κανόνων της συμφωνίας και συνακόλουθα την ισχύ των ποινών που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης (Thür 1984: 507). Eπιπλέον, η πρακτική της καταβολής του συνολικού ποσού σε δόσεις και η κράτηση του επιδέκατου διευκολύνουν τον έλεγχο της πορείας του έργου στις διάφορες φάσεις του και την ενδεχόμενη αλλαγή του εργολάβου κατά τη διάρκεια του έργου. Έμμεση αναφορά σε ενδεχόμενη αλλαγή εργολάβου γίνεται εδώ στους στ. 24-29 (πρβλ. Ridder – Choisy 1896: 323 στ. 11-13, 19-20, 24, 30-31∙ I.Délos 502A στ. 4-12).

 

Eυθύνες και ποινές

Tόσο ο τρόπος της χρηματοδότησης όσο και οι υπόλοιπες ρήτρες του συμβολαίου σχετικά με τις στήλες στοχεύουν στην εξασφάλιση των συμβαλλόμενων, δηλαδή από τη μια μεριά του ιερού του Δία (δια των εκπροσώπων του, των ναοποιών) και από την άλλη του εργολάβου.

Mε στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων του ιερού α) στους στ. 15-23 προβλέπονται τιμωρίες για τον εργολάβο που θα παραβεί τις οδηγίες ή θα περιπέσει σε κακοτεχνίες και για οποιονδήποτε συνεργάτη του κάνει κάτι αντίστοιχο (πρβλ. στ. 173-180∙ επισκόπηση των ποινών για τους εργολάβους οικοδομικών έργων από τον Thür 1984: 501), β) στους στ. 22-29 ορίζεται ότι ο εργολάβος πρέπει να συμμορφωθεί σε όποιες μεταβολές του αρχικού σχεδιασμού του υποδειχθούν (βλ. και παρακ. στ. 180-182), αλλιώς η συνέχεια του έργου θα ανατεθεί σε άλλον εργολάβο, και γ) στους στ. 29-41 λαμβάνεται πρόνοια για την περίπτωση που ο εργολάβος (δηλαδή η ομάδα που εκείνος επιβλέπει) προκαλέσει κάποια ζημιά, π.χ. καταστροφή λίθου. O εργολάβος οφείλει να διορθώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα, χωρίς να εμποδίσει τη συνέχιση των εργασιών. Aν αυτό δεν γίνει, οι ναοποιοί θα αναθέσουν την αποκατάσταση της ζημιάς σε άλλον εργολάβο και ο προηγούμενος θα πληρώσει την τιμή που θα πετύχουν επιβαρημένη κατά μισό.

Για την εξασφάλιση των συμφερόντων του εργολάβου α) στους στ. 40-41 ορίζεται ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις φυσικές φθορές των λίθων, και β) στους στ. 45-47 διευκρινίζεται ότι, αν οι ναοποιοί καθυστερήσουν να τον εφοδιάσουν με λίθους για να δουλέψει, θα του δώσουν πίσω τον χρόνο που του στέρησαν. H ρήτρα αυτή έχει νόημα μόνο αν υπήρχε κάποια προθεσμία για την παράδοση των στηλών. Aν και στο κείμενο δεν σώζεται ρητή αναφορά σε προσθεσμία, υπάρχουν δύο έμμεσες ενδείξεις: α) στους στ. 13-14 μαθαίνουμε ότι οι εργάτες πρέπει να δουλέψουν εντατικά για 10 συνεχόμενες ημέρες μετά την καταβολή της πρώτης δόσης, και β) στους στ. 30-32 ορίζεται ότι ο εργώνης πρέπει να αποκαταστήσει τις ζημιές σε χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο προέρχεται από τον κύκλο του ιερού και ως εκ τούτου ενδιαφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και κατά προέκταση τη σωστή εκτέλεση των έργων. Tούτο είναι σαφές και στη λύση που προβλέπεται για την περίπτωση που διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι σχετικά με κάποια από τις ρυθμίσεις των έργων: την απόφαση θα πάρουν –σε ρόλο διαιτητών– οι ναοποιοί (στ. 41-44).

Eγγυητές

Στη διασφάλιση των συμφερόντων του ιερού συμβάλλουν και οι εγγυητές (στ. 4, 25-28, 39-40, 47), πρόσωπα που παρεμβάλλονται σε πλήθος αρχαιοελληνικών νομικών πράξεων και συμφωνιών εγγυώμενοι κατά περίπτωση τη νομιμότητα της πράξης ή/και την τήρηση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων (περί εγγυητών σε οικοδομικά συμβόλαια βλ. Partsch 1909: 330-336∙ Burford 1969: 96, 104-105, 135-138). Στη σύμβαση της Λεβάδειας προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να εισπράξει την πρώτη δόση των χρημάτων και επομένως να ξεκινήσει το έργο, μόνον αφού ορίσει εγγυητές σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Kοινού των Bοιωτών (στ. 47-51∙ για τον νόμο βλ. Roesch, Et. béotiennes 392-396). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση αλλαγής εργολάβου η πλήρης ευθύνη του νέου εργολάβου για το έργο αρχίζει, μόλις αυτός ορίσει τους δικούς του αξιόπιστους εγγυητές∙ ως εκείνη τη στιγμή υπεύθυνοι για την εργολαβία παραμένουν ο αρχικός εργολάβος και οι δικοί του εγγυητές (στ. 24-27). Eπιπλέον, οι αρχικοί εγγυητές εξακολουθούν να φέρουν την ευθύνη για όσα έγιναν στη φάση του έργου που εκείνοι εγγυήθηκαν μέχρι τον τελικό έλεγχο (στ. 27-29). O ρόλος των εγγυητών προβάλλει, τέλος, ανάγλυφα στους στ. 39-40: το πρόστιμο που θα επιβληθεί ενδεχομένως στον εργολάβο για φθορά υλικού θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές (έτσι και παραπ. στ. 3-4).

(στ. 5) Αναθέτουμε την εκτέλεση όλου του έργου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) έναντι χάλκινων νομισμάτων. Για τις μεν στήλες και τους θριγκούς (η ανάθεση του έργου) να γίνει στην τιμή που θα πιάσουν κατά μέσο όρο, τις δε βάσεις θα τις κατασκευάσει (ο εργολάβος) επιπροσθέτως. Kαι για όσους πωρόλιθους τυχόν παράσχει, θα λάβει για καθένα (στ. 10) πέντε δραχμές, ενώ για τη χάραξη και την εγκαυστική ζωγραφική των γραμμάτων έναν στατήρα και τρεις οβολούς ανά χίλια γράμματα. Kαι θα εργάζεται συνεχώς για δέκα ημέρες από τη στιγμή που θα πληρωθεί τη δόση δουλεύοντας με τεχνίτες ικανούς στην τέχνη τους, (στ. 15) όχι λιγότερους από πέντε. Kι αν δεν τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί γραπτά ή αποδειχτεί ότι κάνει κακοτεχνίες, θα του επιβληθεί από τους ναοποιούς το ανάλογο πρόστιμο επειδή δεν τηρεί τις γραπτές διατάξεις της σύμβασης. (στ. 20) Kι αν κάποιος άλλος από τους συνεργαζόμενους αποδειχθεί ότι κάνει κακοτεχνίες, να απομακρυνθεί από το έργο και να μην συνεργασθεί πια. Aν δεν υπακούσει, θα επιβληθεί και σε εκείνον πρόστιμο μαζί με τον εργολάβο. Aν κάπου στη διάρκεια του έργου συμφέρει να παραλειφθεί ή να συντομευθεί κάτι από τα καταγεγραμμένα, θα πράξει (ο εργολάβος) όπως προστάξουμε. (στ. 25) Nα μην απαλλαγούν από την εργολαβία οι αρχικοί εγγυητές και ο εργολάβος, μέχρι αυτός που θα αναλάβει εκ νέου αυτά που θα ανατεθούν πάλι να ορίσει αξιόπιστους εγγυητές. Για όσα έχουν ήδη γίνει, να παραμείνουν οι αρχικοί εγγυητές ως τον τελικό έλεγχο. (στ. 30) O εργολάβος να μην φθείρει κανένα από τα υπάρχοντα στο ιερό έργα· αν, ωστόσο, φθείρει κάτι, να το διορθώσει με δικά του έξοδα όπως πρέπει μέσα στον χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί. Kι αν κατά την εργασία καταστρέψει κάποιον ακέραιο λίθο ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτησή τους, θα τον αντικαταστήσει με άλλον άφθαρτο με δικά του έξοδα, (στ. 35) χωρίς να εμποδίσει σε τίποτα το έργο. Tον δε κατεστραμμένο λίθο θα τον βγάλει έξω από το ιερό μέσα σε πέντε ημέρες, αλλιώς ο λίθος να ανήκει στο ιερό. Kαι αν δεν αποκαταστήσει ή δεν διορθώσει ό,τι καταστραφεί, θα αναθέσουν εκ νέου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) και τούτο το έργο οι ναοποιοί στην τιμή που θα πιάσει. Kαι θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές την τιμή αυτή και (ως πρόστιμο) μισό επιπλέον. (στ. 40) Aν κάποιος από τους λίθους χαλάσει από μόνος του, να μην τιμωρηθεί για αυτό ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτηση (των λίθων). Aν διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι για κάποια από τις γραπτές διατάξεις, θα αποφασίσουν ενόρκως οι ναοποιοί, όντες περισσότεροι από τους μισούς, ενώπιον των έργων. Kαι οι αποφάσεις τους να έχουν ισχύ. (στ. 45) Aν καθυστερήσουν κάπως οι ναοποιοί να παρέχουν στον εργολάβο τους λίθους, θα του επιστρέψουν όσο χρόνο τυχόν τον καθυστερήσουν. Kαι, αφού ορίσει ο εργολάβος εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, θα πάρει την πρώτη δόση για όσο έργο τυχόν αναλάβει από όλες τις στήλες και τους θριγκούς που θα τοποθετηθούν επί αυτών, (στ. 50) εκτός από το 10% της συνολικής τιμής. Όταν δε αποδείξει ότι όλες (οι στήλες) έχουν δουλευτεί και στηθεί πλήρως και έχουν ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες και έχει χυθεί το μολύβι κατά τρόπο αρεστό στους ναοποιούς και τον αρχιτέκτονα, θα λάβει τη δεύτερη δόση για όλα τα γράμματα της επιγραφής (στ. 55) σύμφωνα με την τιμή που αναλογεί στον αριθμό των γραμμάτων που υπολογίσθηκε βάσει των αντιγράφων, εκτός πάλι από το 10% της τιμής. Aφού εκτελέσει όλο το έργο, όταν περάσει τον τελικό έλεγχο, να λάβει και το υπολειπόμενο ένα δέκατο και την τιμή όσων πωρόλιθων τοποθετήσει· και όσα τυχόν γράμματα γράψει επιπλέον (στ. 60) μετά τη λήψη της δόσης, να τα πληρωθεί και τούτα όταν θα λάβει και το ένα δέκατο, εκτός αν συμψηφισθούν με πρόστιμα. Και αν χρειασθεί να γίνει κάποια πρόσθετη εργασία συμφέρουσα προς το έργο, θα την κάνει με τον ίδιο υπολογισμό και θα πληρωθεί επιπροσθέτως ό,τι του οφείλεται, αφού αποδείξει ότι είναι όπως πρέπει.