επὶ Ναυσινίκο άρχοντος.
vacat 0.088
2 Καλλίβιος ⋮ Κηφισοφώντος
Παιανιεὺς ⋮ εγραμμάτευεν.
vacat 0.19
4 επὶ τής Ἱπποθωντίδο[ς εβδ]όμης πρυτα-
5 νείας· έδοξεν τήι βολ[ήι κα]ὶ τώι δήμω-
ι, Χαρίνος Αθμον[εὺς επ]εστάτει·
Αριστοτέλης εί[πεν· τύχ]ηι αγαθήι τήι Α-
θηναίων καὶ τ[ώ]ν [συμμ]άχων τών Αθηναίω-
ν όπως άν Λακεδ[αιμό]νιοι εώσι τὸς Ἕλλη-
10 νας ελευθέ[ρ]ος [καὶ] αυτονόμος ησυχίαν
άγειν τὴ[ν χώραν] έχοντας εμ βεβαίωι τὴ-
[ν εαυτών ․ ․ 6 ․ ․ ․ ]ικ[ ․ ․ ]οσ[ ․ ․ 5 ․ ․ ]ηι[ ․ ․ ․ ]αι
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 30 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]α
[ ․ ․ ․ ․ 11 ․ ․ ․ ․ ․ ]απ[ ․ ․ ]σ[ ․ ․ ]ε[ ․ ]σ[ ․ ․ 6 ․ ․ ․ ]ωσ[ ․ ]ν
15 [ ․ ․ 5 ․ ․ εψηφί]σθαι τώι δήμωι· εάν τις βόλ-
[ηται τών Ελ]λήνων ἢ τών βαρβάρων τών εν
[ἠπείρωι εν]οικόντων ἢ τών νησιωτών, όσ-
[οι μὴ βασι]λέως εισίν, Αθηναίων σύμμαχ-
[ος είναι κ]αὶ τών συμμάχων, εξείναι αυ[τ]-
20 ώ[ι ελευθέρ]ωι όντι καὶ αυτονόμωι, πολι-
τ[ευομέν]ωι πολιτείαν ήν άν βόληται μή-
τε [φρορ]ὰν εισδεχομένωι μήτε άρχοντα
υπο[δεχ]ομένωι μήτε φόρον φέροντι, επὶ
δέ τ[οίς] αυτοίς εφ οίσπερ Χίοι καὶ Θηβαί-
25 οι κα[ὶ] οι άλλοι σύμμαχοι τοίς δέ ποιησ-
σαμέν[οι]ς συμμαχίαν πρὸς Αθηναίος καὶ
τὸς συμ[μ]άχος αφείναι τὸν δήμον τὰ εγκ-
τήματα όποσ άν τυγχάνηι όντα ἢ ίδια ἢ [δ]-
ημόσια Αθ[η]ναίων εν τήι χ[ώραι τών ποιο]-
30 μένων τὴν συμμαχίαν κ[αὶ περὶ τούτων π]-
ίστιν δο͂ναι α[υτοίς. εὰν δέ τωι τ]υγχάν[η]-
ι τών πόλεων [τών ποιομένων] τὴν συμμαχ-
ίαν πρὸς Αθην[αίος σ]τήλαι ὀ͂σαι Αθήνησ-
ι ανεπιτήδειο[ι, τ]ὴμ βολὴν τὴν αεὶ βολε-
35 ύοσαν κυρίαν ε[ίν]αι καθαιρείν· απὸ δέ Ν-
αυσινίκο άρχον[τ]ος μὴ εξείναι μήτε ιδ-
ίαι μήτε δημοσ[ί]αι Αθηναίων μηθενὶ εγ-
κτήσασθαι εν τ[α]ίς τών συμμάχων χώραι-
ς μήτε οικίαν μήτε χωρίον μήτε πριαμέ-
40 νωι μήτε υποθεμ̣ένωι μήτε άλλωι τρόπω-
ι μηθενί· εὰν δέ τις ὠνήται ἢ κταται ἢ τι-
θήται τρόπωι οτωιο͂ν, εξείναι τώι βολο-
μένωι τών συμμάχων φήναι πρὸς τὸς συν-
έδρος τών συμμάχων· οι δέ σύνεδροι απο-
45 [δ]όμενοι αποδόντων [τὸ μέν ή]μυσυ τώ[ι] φήναντι, τὸ δέ ά-
[λλο κοι]νὸν [έσ]τω τών συ[μμά]χων· εὰν δέ τι-
ς ί[ηι] επὶ πολέμωι επὶ τ[ὸ]ς ποιησαμένος
τὴν συμμαχίαν ἢ κατὰ γ[ὴ]ν ἢ κατὰ θάλαττ-
αν, βοηθείν Αθηναίος καὶ τὸς συμμάχος
50 τούτοις, καὶ κατὰ γὴν καὶ κατὰ θάλαττα-
ν παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατὸν. εὰν δέ τ-
ις είπηι ἢ επιψηφίσηι ἢ άρχων ἢ ιδιώτη-
ς παρὰ τόδε τὸ ψήφισμα ὡς λύειν τι δεί τ-
ών εν τώιδε τώι ψηφίσματι ειρημέν[ων ύ]-
55 παρχέτω μ[έν] αυτώι ατίμωι είναι καὶ [τὰ]
[χρ]ήμα[τα αυ]το͂ δημόσια έστω καὶ τής θ[εο͂]
[τ]ὸ επιδ[έκα]τον καὶ κρινέσθω εν Αθην[αί]-
[ο]ις καὶ τ[οίς] συμμάχοις ὡς διαλύων τὴν
συμμαχία[ν, ζ]ημιόντων δέ αυτὸν θανάτω-
60 ι ἢ φυγήι ὁ͂[περ] Αθηναίοι καὶ οι σύμμαχο-
ι κρατο͂σι[ν· εὰν] δέ θανάτο τιμηθήι, μὴ τα-
φήτω εν τή[ι Αττι]κήι [μ]ηδέ εν τήι τών συμ-
μάχων. τὸ δ[έ ψήφι]σμα τόδε ο γραμματεὺς
ο τής βολή[ς αναγρ]αψάτω εν στήληι λιθί-
65 νηι καὶ καταθέ[τω] παρὰ τὸν Δία τὸν Ελευ-
θέριον· τὸ δέ αρ[γύ]ριον δο͂ναι εις τὴν αν-
αγραφὴν τής στ[ήλη]ς εξήκοντα δραχμὰς
εκ τών δέκα ταλ[άν]των τὸς ταμίας τής θε-
ο͂. εις δέ τὴν στήλην ταύτην αναγρά-
70 φειν τών τε ουσ[ώ]ν πόλεων συμμαχίδων τ-
ὰ ονόματα καὶ ήτις άν άλλη σύμμαχος γί-
<γ>νηται ταύτα μέν αναγράψαι, ελέσθαι δ-
έ τὸν δήμον πρέσβεις τρείς αυτίκα μάλ-
[α] εις Θήβας, [ο]ίτινες πείσοσι Θηβαίοις ό-
75 [τ]ι άν δύνω[ν]ται αγαθὸν. οίδε ηιρέθησαν
[Α]ριστοτέλης Μαραθώνιος, v Πύρρανδρο-
ς Αναφλύσ[τ]ιος, Θρασύβολος Κολλυτεύς.
Αθηναίων πόλεις αίδε σύμμαχοι·
Χίοι Τενέδιοι      Θηβαίοι
80 Μυτιλη[ν]αίοι      Χαλκιδής
[Μ]ηθυ[μν]αίοι         Ερετριής
Ρόδιοι Ποιήσσιοι               Αρεθόσιοι
Βυζάντιοι       Καρύστιοι
Περίνθιοι         Ἴκιοι
85 Πεπαρήθιοι      Παλλ[— —]
Σκιάθιοι
Μαρωνίται
Διής
Πάρ[ι]οι Ο[— — —]
90 Αθηνίται Π[— — —]
Αριστοτέλης είπε· [— — — — — — επει]-
δὰν πρώτο[ν — — — — — — — — — —]
εκόντες π[ρο]σχωρώσι [— — — — — — εψη]-
φισμένα τώι δήμωι καὶ τ[— — — — — — —]
95 νήσων εις τὴν συμμ[αχίαν — — — — — —]
τοίς τών εψηφι[σμένων — — — — — — —]
[— — — — — — — — — — — — — — — — —]

 

Αριστερή όψη

[Πυρ]ραίων
[ο δ]ήμος
[Αβδη]ρίται
100 [Θάσι]οι
[Χαλκι]δής
απὸ [Θράικης]
Αίνιοι
Σαμοθραικ[ες]
105 Δικαιοπολίται
Ακαρνανες
Κεφαλλήνων
Πρώννοι
Αλκέτας
110 Νεοπτόλεμος
[Ιάσω]ν
Άνδριοι
[Τ]ήνιοι
[Εσ]τιαιής
115 Μυ[κ]όνιοι
Αντισσαίοι
Ερέσιοι
Αστραιούσιοι
Κείων
120 Ιουλιήται
Καρθαιε͂ς
Κορήσιοι
Ελαιόσιοι
Αμόργιοι
125 Σηλυμβριανο[ί]
Σίφνιοι
Σικινήται
Διε͂ς
απὸ Θράικης
130 Νεοπολίται
Ζακυν[θ]ίων
ο δήμος
ο εν τώι Νήλλ-
ωι

Η σύσταση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας αποτελούσε την κατάληξη της πολιτικής που μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ. ανέλαβαν ορισμένοι πολιτικοί της πόλης έχοντας συνειδητοποιήσει τους ουσιαστικούς δεσμούς ανάμεσα στο πολίτευμα και στη διατήρηση της ναυτικής ηγεμονίας της Αθήνας.

Από το 384 π.Χ., δύο δηλαδή χρόνια μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, οι Αθηναίοι αρχίζουν να συγκροτούν μια συμμαχία, την στρατιωτική διοίκηση της οποίας έχουν οι ίδιοι. Η συμμαχία αυτή αρχικά περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό πόλεων του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων την Χίο (Rhodes – Osborne, GHI 20), την Ρόδο, το Βυζάντιο και τη Μυτιλήνη (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.3). Το 378 π.Χ. θα πρέπει να προσχώρησε και η Θήβα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.26.1) ύστερα από τη βοήθεια που της παρείχε η Αθήνα κατά την επανάστασή της εναντίον της Σπάρτης. Ωστόσο η δημιουργία της βοιωτικής συμμαχίας γύρω από την Θήβα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.1) επιτάχυνε τους σχεδιασμούς της Αθήνας, η οποία λίγο αργότερα, με βάση την υπάρχουσα συμμαχία της, υιοθετώντας μια νέα διπλωματική ρητορική, προβαίνει στη συγκρότηση μιας νέας και ευρύτερης συμμαχίας.

Το παραπάνω κείμενο του ψηφίσματος ίδρυσης αυτής της συμμαχίας γνωστής και ως Β΄ Ναυτικής ή Αθηναϊκής Συμμαχίας, συντάχθηκε ύστερα από πρόταση κάποιου Αριστοτέλη (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).

Σύμφωνα με το ψήφισμα η Αθήνα και οι σύμμαχοί της (στ. 7-8) απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες και βαρβάρους (που δεν ήταν υπήκοοι του βασιλιά των Περσών), και τους καλούν να γίνουν δικοί τους σύμμαχοι (στ. 15-19) και να συνταχθούν προς την επίτευξη ενός θεμελιώδους σκοπού: να αναγκάσουν τους Σπαρτιάτες να αφήσουν τους Έλληνες να ζουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ειρηνικά και να απολαμβάνουν με ασφάλεια την πλήρη εκμετάλλευση της επικράτειάς τους καθώς και να διατηρηθεί για πάντα η «κοινή ειρήνη» που μαζί ορκίστηκαν οι Έλληνες και οι βάρβαροι σύμφωνα με τις συνθήκες (στ. 9-15). Η συμμαχία επομένως στρέφεται ρητά εναντίον μόνο της Σπάρτης. Η δεδηλωμένη προσήλωση στην Ανταλκίδειο ειρήνη του 386 π.Χ. δεν αποσκοπούσε μόνον στην αποφυγή της οργής του Πέρση βασιλιά αλλά, με την υπενθύμιση των βασικών διατάξεων της ειρήνης εκείνης, όπως η διακήρυξη της ελευθερίας και ανεξαρτησίας των πόλεων, και στην προβολή της Αθήνας ως ικανότερης εγγυήτριας δύναμης της εφαρμογής της δεδομένου ότι η Σπάρτη εμφανιζόταν να την έχει παραβιάσει.

Σύμφωνα με το ψήφισμα, κάθε σύμμαχος διατηρούσε την πολιτική του ελευθερία και αυτονομία, δεν του επιβάλλονταν φόροι και φρουρά και ίσχυε ότι και με τις συμμαχίες που είχαν συναφθεί με τη Χίο το 384/3 π.Χ., με τη Θήβα και τις άλλες συμμαχικές πόλεις (στ. 19-25). Επιπλέον οι Αθηναίοι δεσμεύονταν να εγκαταλείψουν όσα κτήματα, δημόσια και ιδιωτικά, κατείχαν σε συμμαχικά εδάφη (βλ. και Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.8) και να μην αποκτήσουν στο εξής σε έδαφος συμμάχων γη ή οικία (στ. 25-41). Σε αντίθετη περίπτωση, ύστερα από καταγγελία, το συνέδριον της συμμαχίας είχε την αρμοδιότητα να επιστρέψει το μισό ποσό στον καταγγέλλοντα και το άλλο μισό να κατατεθεί στο «κοινό ταμείο» της συμμαχίας (στ. 41-46). Με τις δεσμεύσεις αυτές η Αθήνα επιχειρούσε να άρει την καχυποψία των Ελλήνων απέναντί της (Διόδωρος Σικελιώτης 15.23.4) και να διακηρύξει με τρόπο κατηγορηματικό την προσκόλλησή της στις αρχές της ελευθερίας και της αυτονομίας καθώς και την άρνησή της να επαναλάβει λάθη και πρακτικές (κληρουχίες, φόροι, απόκτηση γης από επιφανείς Αθηναίους, επιβολή πολιτευμάτων της αρεσκείας της) που κατά το παρελθόν επέφεραν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της Δηλιακής συμμαχίας και την τελική της απαξίωση. Παράλληλα υπογραμμίζεται η αντίθεση της συμμαχίας στις σπαρτιατικές πρακτικές (αρμοστές, δεκαρχίαι της εποχής του Λυσάνδρου) που ενοχλούσαν ιδιαίτερα τις ελληνικές πόλεις.

Για την οργάνωση και λειτουργία του κοινού συνεδρίου, στο οποίο δεν συμμετείχαν οι Αθηναίοι αλλά μόνον οι σύμμαχοί τους, το ψήφισμα του Αριστοτέλη δεν μνημονεύει λεπτομέρειες, αντίστοιχα δεν αναφέρεται ούτε στον τρόπο σύνθεσής του ούτε και στις σχέσεις του με την αθηναϊκή εκκλησία του δήμου και τη βουλή. Οι γνώσεις μας συμπληρώνονται από άλλες πηγές. Το συνέδριο θα πρέπει να προϋπήρξε του ψηφίσματος (Διόδωρος Σικελιώτης 15.28.3). Από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (15.28.4) μαθαίνουμε ότι το συνέδριο είχε την έδρα του στην Αθήνα και ότι κάθε πόλη, μικρή ή μεγάλη, είχε ισότιμη εκπροσώπηση (Tod, GHI 153, 175) και μια ψήφο. Η περίπτωση της Μυτιλήνης που εμφανίζεται σε άλλη επιγραφή (Rhodes – Osborne, GHI 31 στ. 26-27), με περισσότερους του ενός συνέδρους πιθανόν οφείλεται σε λάθος του γραφέα. Το ψήφισμα του Αριστοτέλη δεν μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε τη διαδικασία που ακολουθείτο όταν επρόκειτο η συμμαχία να πάρει μια κοινή απόφαση. Γνωρίζουμε ωστόσο από άλλες επιγραφές, όπως εκείνη που αφορά τις διαπραγματεύσεις με τον Διονύσιο Α΄ των Συρακουσών το 369/8 π.Χ. (Rhodes – Osborne, GHI 33), καθώς και εκείνη του 362/1 π.Χ. (Rhodes – Osborne, GHI 41), που αφορούσε τη συμμαχία της Αθήνας με τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Φλειάσιους, ότι η βουλή προετοίμαζε τα ψηφίσματα που υποβάλλονταν προς ψήφιση στους συμμάχους. Εάν το κείμενο υιοθετείτο από το συνέδριο (οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία) στη συνέχεια υποβαλλόταν προς επικύρωση στην αθηναϊκή εκκλησίαν τού δήμου. Η συμμαχία συνεπώς φαίνεται ότι για τη λειτουργία της διέθετε δύο ξεχωριστά σώματα. Ωστόσο στην πράξη οι Αθηναίοι είχαν τον τελικό λόγο και διατηρούσαν το δικαίωμα να απορρίψουν ή να τροποποιήσουν τις αποφάσεις των συμμάχων τους.

Όπως και στην περίπτωση του συνεδρίου, στην επιγραφή δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για τον τρόπο τροφοδότησης του “κοινού ταμείου”. Δεν αποκλείεται τέτοιου είδους αναφορές να περιλαμβάνονταν σε μη σωζόμενα ψηφίσματα. Γνωρίζουμε ωστόσο, δεδομένου ότι οι σύμμαχοι δεν πλήρωναν φόρο, ότι ύστερα από πρόταση του Καλλίστρατου (Θεόπομπος, FGrHist 115 F 98) το ταμείο τροφοδοτείτο από τις εισφορές των συμμάχων, οι οποίες ονομάζονταν συντάξεις (η παλαιότερη αναφορά των συντάξεων χρονολογείται το 373 π.Χ.· βλ. [Δημοσθένης,] Πρὸς Τιμόθεον 48-50). Όσο και αν οι συντάξεις παραπέμπουν στους φόρους που η Αθήνα επέβαλλε στους συμμάχους της τον 5ο αι. π.Χ., γεγονός είναι ότι χρησιμοποιούντο μόνο για στρατιωτικές δαπάνες και δεν προβλέπονταν μέτρα τιμωρίας ή εξαναγκασμού σε όποιον σύμμαχο δεν τις κατέβαλλε. Άλλωστε οι Αθηναίοι ήδη από το 378 π.Χ., με πρόταση του Καλλίστρατου (Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.7), είχαν κατανείμει τους πλουσιότερους πολίτες σε εκατό συμμορίας επιβάλλοντας στην κάθε μία έναν έκτακτο φόρο, εισφορά, σε περίοδο πολέμου.

Στη συνέχεια του ψηφίσματος διατυπώνεται η αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη των μελών της συμμαχίας (στ. 46-51) σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης (προφανώς εδώ υπονοούνται τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Πέρσες από τους οποίους κινδύνευαν κυρίως η Ρόδος, η Χίος και η Αμοργός) και προβλέπεται η θανατική ποινή ή η εξορία σε όποιον επιχειρήσει να τροποποιήσει έστω και μία διάταξη του παρόντος ψηφίσματος (στ. 51-63).

Μετά τις διατάξεις σχετικά με το κόστος της επιγραφής και την εγγραφή σε αυτήν των υπαρχόντων μελών της συμμαχίας, καθώς και εκείνων που θα προσχωρήσουν σε αυτήν (στ. 63-71), ακολουθεί μια πρόσθετη διάταξη που προβλέπει την αποστολή τριών πρέσβεων στη Θήβα (στ. 72-75). Η διάταξη αυτή πιθανότατα να δηλώνει την επιθυμία να πειστούν οι Θηβαίοι, που απειλούνταν από τη Σπάρτη, να προσχωρήσουν ή να συμμαχήσουν με τη νέα συμμαχία και με έμμεσο τρόπο την άρνηση των Αθηναίων να αναγνωρίσουν την αξίωση των Θηβαίων για ηγεμονία στην Βοιωτία (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.46).

Το ψήφισμα βρήκε μεγάλη ανταπόκριση δημιουργώντας στις ελληνικές πόλεις ένα κλίμα εμπιστοσύνης (Διόδωρος Σικελιώτης 15.29.8). Οι Μηθυμναίοι που ήταν σύμμαχοι της Αθήνας προσχώρησαν στη συμμαχία (Rhodes – Osborne, GHI 23). Τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 377 π.Χ. ο Χαβρίας εξεστράτευσε στην Εύβοια και στις βόρειες Σποράδες. Οι πόλεις της Εύβοιας, παρά τα όσα είχαν υποστεί από τους Αθηναίους τον προηγούμενο αιώνα, προσχώρησαν πρώτες, με εξαίρεση την Ιστίαια (Διόδωρος Σικελιώτης 15.30.1), ενώ η συμμαχία με την Χαλκίδα (Tod, GHI 124) θα διατηρηθεί και στη συνέχεια. Ο τελικός αριθμός των μελών κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (15.30.2) ήταν 70 πόλεις, ενώ κατά τον Αισχίνη (Περὶ τής παραπρεσβείας 70) ήταν 75. Ωστόσο το σύνολο των πόλεων που αναγράφονται στην επιγραφή είναι 58 (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προστέθηκαν στο ψήφισμα του Αριστοτέλη). Αυτό σημαίνει ότι είτε ο αριθμός που αναφέρουν οι φιλολογικές πηγές είναι υπερβολικός, είτε, για λόγους που αγνοούμε, οι Αθηναίοι έπαψαν να αναγράφουν στον κατάλογο (που ξεκινά από το 377 π.Χ. έως το 375 ή 373 π.Χ.) τα ονόματα των νέων μελών. Δεν αποκλείεται πάντως η ασυμφωνία αυτή μεταξύ της επιγραφής και των φιλολογικών πηγών, ως προς τον ακριβή αριθμό των μελών, να ερμηνεύεται από το γεγονός ότι, στα αμέσως επόμενα χρόνια, διάφορες πόλεις ή βασιλείς συνδέθηκαν με ξεχωριστές συμμαχίες με την Αθήνα ή τη συμμαχία της χωρίς όμως να γίνουν κανονικά μέλη της Β΄ Ναυτικής Συμμαχίας (όπως η συμμαχία της Αθήνας με τον Αμύντα της Μακεδονίας: Tod, GHI 129, με τους Θράκες βασιλείς: Rhodes – Osborne, GHI 58, με την Κέρκυρα: Tod, GHI 127).

Η νίκη του Χαβρία το 376 π.Χ. επί των Σπαρτιατών στη ναυμαχία της Νάξου εξασφάλισε στην Αθήνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων, συμπεριλαμβανομένης και της Δήλου. Ένα χρόνο αργότερα η νίκη του Τιμόθεου στην Αλύζεια της Ακαρνανίας θα προσελκύσει νέα μέλη και θα οδηγήσει στη σύναψη ειρήνης με τη Σπάρτη (Ξενοφών, Ελληνικά 6.2.1· Διόδωρος Σικελιώτης 15.38) που θα διαρκέσει μέχρι το 373 π.Χ.

Είναι υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν ειλικρινείς προθέσεις όταν διακήρυσσαν όσα αναγράφονται στο ψήφισμα. Το γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν παρατηρούμε ούτε ανάμειξη στα εσωτερικά των πόλεων, ούτε δημιουργία κληρουχιών, ούτε επιβολή φόρων ή φρουρών (σε όσες πόλεις της συμμαχίας τοποθετήθηκαν φρουρές έγινε με τη σύμφωνη γνώμη τους και για στρατιωτικούς λόγους) δηλώνει ότι οι Αθηναίοι σεβάστηκαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει με το ψήφισμα του Αριστοτέλη και αιτιολογεί τη μεγάλη είσοδο στη συμμαχία νέων πόλεων, μεταξύ των οποίων οι παράλιες πόλεις της Θράκης, η Πέρινθος στην Προποντίδα καθώς και πόλεις της Αχαΐας που απειλούνταν από τις φιλοδοξίες της Σπάρτης. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν την ήττα των Σπαρτιατών το 371 π.Χ. από τον Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα θα αλλάξουν άρδην τα πράγματα, με αποτέλεσμα η Αθήνα να έρθει αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που δεν είχε υπολογίσει και η ύπαρξη αυτής καθεαυτήν της συμμαχίας θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Μπορεί η ήττα αυτή να σήμαινε για τους Σπαρτιάτες την απώλεια της Μεσσηνίας και της ηγεμονίας τους, για τους Αθηναίους όμως εξαφάνιζε μια από τις σημαντικότερες αιτίες ίδρυσης και διατήρησης της συμμαχίας τους.

Επί άρχοντος Ναυσινίκου, γραμματέως Καλλίβιου, γιου του Κηφισοφώντα από το δήμο της Παιανίας, και επί της εβδόμης πρυτανείας της φυλής Ιπποθωντίδος, (στ. 5) με επιστάτη τον Χαρίνο από το δήμο της Αθμονίας και μετά από πρόταση του Αριστοτέλη αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Με καλή τύχη στους Αθηναίους και στους συμμάχους των Αθηναίων. Για να αφήσει η Σπάρτη τους Έλληνες (στ. 10) να ζήσουν ειρηνικά με ελευθερία και ανεξαρτησία, και να κατέχουν με κάθε ασφάλεια την ακεραιότητα των εδαφών τους, και για να είναι και να παραμείνει σε ισχύ η κοινή ειρήνη που ορκίστηκαν οι Έλληνες και ο βασιλιάς σύμφωνα με τις συνθήκες, (στ. 15) ο δήμος ψήφισε. Εάν κάποιος από τους Έλληνες ή τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ευρώπη ή στα νησιά, εκτός από εκείνους που είναι υποτελείς του βασιλιά, επιθυμεί να γίνει σύμμαχος των Αθηναίων και των συμμάχων τους, μπορεί να το κάνει (στ. 20) διατηρώντας την ελευθερία του, την αυτονομία του και όποιο πολίτευμα θέλει, χωρίς να δεχθεί στην επικράτειά του ούτε φρουρά, ούτε άρχοντα, ούτε φόρο, και θα ισχύει γι’ αυτούς ό,τι είχε συμφωνηθεί με τους Χίους, τους Θηβαίους (στ. 25) και τους άλλους συμμάχους. Σ’ εκείνους που θα συμμαχήσουν με την Αθήνα και τους συμμάχους της, ο δήμος θα αποκαταστήσει όλες τις κατεχόμενες από τους Αθηναίους έγγειες ιδιοκτησίες, είτε ανήκουν σε ιδιώτες είτε στην πόλη, οι οποίες βρίσκονται στα εδάφη εκείνων που προσχωρούν (στ. 30) στη συμμαχία, και θα τους δώσει εγγυήσεις. Εάν τύχει να υπάρχουν στην Αθήνα στήλες δυσμενείς προς μια πόλη που έχει συμμαχήσει με τους Αθηναίους, η βουλή (στ. 35) που θα έχει θητεία θα τις καταστρέψει. Από Ναυσινίκου άρχοντος, δεν θα επιτρέπεται στους Αθηναίους, ούτε ιδιωτικά, ούτε δημόσια, να αποκτήσουν καμία ιδιοκτησία στο έδαφος των συμμάχων, ούτε οικία, ούτε γη, με αγορά, (στ. 40) ή με υποθήκη, ή με κάποιον άλλο τρόπο. Εάν μια ιδιοκτησία αγοραστεί ή αποκτηθεί ή ληφθεί με υποθήκη, όποιος και αν είναι ο τρόπος, οποιοσδήποτε σύμμαχος θα μπορεί να το καταγγείλει στο συνέδριο των συμμάχων. (στ. 45) Το συνέδριο θα μπορεί να την πουλήσει και να δώσει το μισό του ποσού στον καταγγείλαντα, και το άλλο μισό στο κοινό ταμείο των συμμάχων. Εάν τα μέλη της συμμαχίας δεχθούν επίθεση στην ξηρά ή τη θάλασσα, η Αθήνα και οι σύμμαχοί της (στ. 50) θα βοηθήσουν στην ξηρά ή στη θάλασσα με όλες τους τις δυνάμεις, όσο είναι δυνατόν. Εάν κάποιος είτε άρχων είτε ιδιώτης προτείνει ή υποβάλει προς ψήφιση κάτι αντίθετο προς αυτό το ψήφισμα, με την έννοια κατάργησης κάποιου από τους όρους του, (στ. 55) να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, η περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο της δημευμένης περιουσίας του να αποδοθεί στη θεά, να δικαστεί από τους Αθηναίους και τους συμμάχους για διάλυση της συμμαχίας, και ή να τιμωρηθεί σε θάνατο (στ. 60) ή να του απαγορευθεί η παραμονή παντού όπου επεκτείνεται η κυριαρχία των Αθηναίων και των συμμάχων. Εάν καταδικαστεί σε θάνατο να μην ταφεί ούτε στην Αττική ούτε σε έδαφος των συμμάχων. Ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει το ψήφισμα σε λίθινη στήλη (στ. 65) και να την καταθέσει κοντά στο άγαλμα του Ελευθέριου Δία. Οι εξήντα δραχμές για την αναγραφή της στήλης θα ληφθούν από τα δέκα τάλαντα που διαθέτουν οι ταμίες της θεάς. Στη στήλη αυτή θα αναγραφούν (στ. 70) τα ονόματα των πόλεων που είναι τώρα σύμμαχοι και κάθε πόλη που θα προσχωρήσει στη συμμαχία. Αυτό μεν να είναι το κείμενο που θα αναγραφεί, ο δε δήμος να ορίσει αμέσως τρεις πρέσβεις που θα πάνε στην Θήβα για να πείσουν τους Θηβαίους (στ. 75) να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Ορίστηκαν ο Αριστοτέλης από το δήμο Μαραθώνος, ο Πύρρανδρος από το δήμο Αναφλύστου και ο Θρασύβουλος από το δήμο Κολλυτού.

(Ακολουθεί ο κατάλογος των συμμάχων της Αθήνας)

〚θε〛 οι 〚∶〛 {⁵θεοί ∶}⁵ πρέσβες εγ Λεον[τ]-
ίνον ℎοὶ τέγ χσυμμαχί-
αν εποέσαντο καὶ τὸν ℎ-
όρκον Τιμένορ Αγαθοκ-
5 λέος, Σο͂σις Γλαυκίο Γέ-
λον Εχσεκέστο, γραμμα-
τεὺς Θεότιμος Ταυρίσ-
κο· επ’ Αφσεύδος άρχοντ-
ος καὶ τε͂ς βολε͂ς ℎε͂ι Κρ-
10 ιτιάδες εγραμμάτευε·
έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ
το͂ι δέμοι· Ακαμαντὶς ε-
πρυτάνευε, Χαρίας εγρ-
αμμάτευε, Τιμόχσενος
15 επεστάτε, Καλλίας ε-νν
ίπε· τέμ μέν χσυμμαχία-
ν είναι Αθεναίοις καὶ
Λεοντίνοις καὶ τὸν όρ̣-
κον δο͂ναι καὶ δέχσασ-
20 [θαι· ομόσ]αι δέ Αθεναί-
[ος τάδε· σύ]νμα[χ]οι εσόμ-
[εθα Λεοντ]ίν[οις αί]δ̣ιο-
[ι αδόλος κ]αὶ [αβλα]βο͂ς·
[Λεοντίνο]ς ο[μο͂ς ο]μόσ-
25 [αι· σύνμαχοι εσόμ]εθα
[Αθεναίοις αίδιοι] αδό-
[λος καὶ αβλαβο͂ς· π]ερὶ
[․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]μπο
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]ενα
30 [ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 14 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]δεε
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]σθ
[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 15 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]οπ
        lacuna
[— — — ․ ․ ․ ]ι — — —
[— — — ․ ]εαθ — — —
35 [— — — —]ιοι v — —
36          vacat

Από το προοίμιο προκύπτει ότι οι Λεοντίνοι, άποικοι των Χαλκιδέων της Νάξου στη Σικελία, έστειλαν τέσσερις αντιπροσώπους στην Αθήνα για σύναψη συμμαχίας και ότι η απόφαση ελήφθη ύστερα από σχετικό προβούλευμα της βουλής και εισηγητή τον Καλλία (στ. 15), όταν ήταν άρχοντας ο Αψευδής (στ. 8, 433/2 π.Χ.), πρυτανεύουσα η Ακαμαντίδα φυλή (στ. 12), γραμματέας ο Χαρίας (στ. 13-14) και επιστάτης ο Τιμόξενος (στ. 14-15).

Προβλέπεται οι Αθηναίοι να συνάψουν συμμαχία με τους Λεοντίνους, να ορκισθούν και να δεχθούν τον όρκο από τους απεσταλμένους των Λεοντίνων (στ. 16-20). Μόνο τμήματα του αθηναϊκού όρκου διασώθηκαν. Με βάση δε τις συμπληρώσεις που έγιναν (στ. 20-23) φαίνεται ότι η συμμαχία θα ήταν «αΐδιος» και «αβλαβής» (βλ. Meritt 1946). Στην ίδια συνέλευση οι Αθηναίοι συνάπτουν συμμαχία και με τους αντιπροσώπους του Ρηγίου (βλ. Meiggs – Lewis, GHI σελ. 172).

Υποστηρίζεται ότι οι συμμαχίες του 433/2 π.Χ. αποτελούν ανανέωση παλαιότερων συνθηκών, που πιθανώς έγιναν στις αρχές της δεκαετίας 450-440 π.Χ. (Meiggs – Lewis, GHI σελ. 173-174). Πέρα από τις επιγραφικές ενδείξεις η άποψη φαίνεται πιθανή, εάν η σύναψη συμμαχιών προκλήθηκε από την αύξηση της δύναμης των Συρακοσίων, οι οποίοι το 450 π.Χ. υποτάσσουν τις πόλεις των Σικελών εκτός από την Τρινακίη (Διόδωρος Σικελιώτης 11.92· βλ. και 12.29) και το 445 π.Χ. νικούν τους Ακραγαντίνους. Φαίνεται δηλαδή ότι οι Λεοντίνοι και οι Ρηγίνοι ανησυχούντες από τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των Συρακοσίων αναζήτησαν την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων και ότι οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν, αποβλέποντας στην επέκταση της πολιτικής τους επιρροής στη Δύση.

Με την επεκτατική πολιτική των Συρακοσίων και την προσπάθεια διατήρησης της ηγετικής τους θέσης προφανώς συνδέεται η αποστολή των απεσταλμένων των Λεοντίνων και των Ρηγίνων το 433/2 π.Χ. Κατά το χρόνο εκείνο οι Συρακόσιοι ναυπήγησαν εκατό τριήρεις, διπλασίασαν τη δύναμη του ιππικού τους, ενίσχυσαν το πεζικό τους και «χρημάτων παρασκευάς εποιούντο» (Διόδωρος Σικελιώτης 12.30.1). Οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν τις προτάσεις τους ώστε να αποκτήσουν στρατιωτικό και πολιτικό έρεισμα στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν νωρίτερα συνάψει αμυντική συμμαχία, επιμαχία, με τους Κερκυραίους (Θουκυδίδης 1.44) προκαλώντας την έχθρα των Κορινθίων. Έκτοτε η πρώτη εκστρατεία που αναλαμβάνουν στη Σικελία, ανταποκρινόμενοι σε αίτημα συμμάχων των Λεοντίνων, χρονολογείται το 427/6 π.Χ. Ο Θουκυδίδης (3.86) σημειώνει ότι το αίτημα αυτό λειτουργεί ως πρόφαση διότι με την εκστρατεία επιδίωκαν να στερήσουν τους Πελοποννησίους από την εισαγωγή σιταριού.

Απεσταλμένοι από την πόλη των Λεοντίνων, οι οποίοι συνήψαν τη συμμαχία και έδωσαν τον όρκο, ήταν ο Τιμήνωρ ο γιος του Αγαθοκλή, (στ. 5) ο Σώσις ο γιος του Γλαυκία, ο Γέλων ο γιος του Εξηκέστου, γραμματέας ήταν ο Θεότιμος ο γιος του Ταυρίσκου, όταν άρχοντας ήταν ο Αψεύδης και γραμματέας της βουλής (στ. 10) ο Κριτιάδης. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ακαμαντίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Χαρίας ήταν γραμματέας, ο Τιμόθεος επιστάτης, ο Καλλίας (στ. 15) εισηγήθηκε. Να πραγματοποιηθεί η συμμαχία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Λεοντίνους και να δώσουν και να λάβουν τον όρκο. (στ. 20) Οι Αθηναίοι να ορκισθούν τα ακόλουθα: θα είμεθα σύμμαχοι των Λεοντίνων παντοτινοί, χωρίς δόλο και χωρίς παραβίαση της συνθήκης. Οι Λεοντίνοι επίσης θα ορκισθούν: θα είμεθα σύμμαχοι (στ. 25) των Αθηναίων παντοτινοί, χωρίς δόλο και χωρίς παραβίαση της συνθήκης.

(Ακολουθούν πολύ ελλιπώς σωζόμενοι στίχοι)

Μεθοναίον εκ Πιερ[ίας]·
[Φ]αίνιππος Φρυνίχο εγραμμάτ[ευε]·
[έδ]οχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ερεχθεὶς επρ[υτάν]-
[ευε], Σκόπας εγραμμάτευε, Τιμονίδες επεστάτε, Δ̣[ιοπ]-
5 [εί]θες είπε· δι[α]χειροτονε͂σαι τὸν δε͂μον αυτίκ[α πρὸ]-
[ς Μ]εθοναίος είτε φόρον δοκε͂ι τάττεν τὸν δε͂μο[ν αυτ]-
[ίκ]α μάλα ἒ εχ[σ]αρκε͂ν αυτοίς τελε͂ν ℎόσον τε͂ι θε[ο͂ι απ]-
[ὸ τ]ο͂ φόρο εγίγν̣ετο ℎὸν τοίς προτέροις Παν[αθ]ε[ναίο]-
[ις] ετετάχατο φέρεν, το͂ δε͂ άλλο ατελε͂ς ἐ͂να[ι· το͂ν δέ οφ]-
10 [ει]λεμάτον ℎὰ γεγράφαται το͂ι δεμοσίοι τ[ο͂ν απειτε]-
[μέ]ν̣ομ Μεθοναίοι οφείλοντες, εὰν ὀ͂σι επιτ[έδειοι Α]-
[θε]ναίοις όσπερ τε νύν καὶ έτι αμείνος, επι[χορε͂ν απ]-
[ότ]αχσιν περὶ τε͂ς πράχσεος Αθεναίος, καὶ εὰν̣ [κοινὸ]-
[ν] φσέφισμά τι περὶ το͂ν οφειλεμάτον το͂ν εν τε͂[ισι σα]-
15 [νί]σι γίγνεται μεδέν προσℎεκέτο Μεθοναίο[ις εὰμ μ]-
[έ χ]ορὶς γίγνεται φσέφισμα περὶ Μεθοναίον· π[ρέσβε]-
[ς δ]έ τρε͂ς πέμφσαι ℎυπέρ πεντέκοντα έτε γεγον[ότας]
[ℎο]ς Περδίκκα[ν], ειπε͂ν δέ Περδίκκαι ℎότι δοκε[ί δίκα]-
[ιο]ν ἐ͂ναι εαν Μεθοναίος τε͂ι θαλάττει χρε͂σθα[ι μεδέ]
20 [εχσ]ε͂ναι ℎορίσασθαι, καὶ εαν εισεμπορεύεσθ[αι καθ]-
[άπε]ρ τέος ε[ς] τέ̣ν χόραν καὶ μέτε αδικε͂ν μ[έ]τε [α]δ[ικε͂σ]-
[θαι] μεδέ στρα[τ]ιὰν διὰ τε͂ς χόρας τε͂ς Μεθ[ο]ναίον [διά]-
[γεν α]κόντομ [Με]θοναίον, καὶ εὰμ μέν ομολ[ο]γο͂σιν [ℎεκ]-
[άτερ]οι χσυ[μβι]βασάντον ℎοι πρέσβες, εὰν δέ μέ, [πρεσ]-
25 [βεί]αν εκάτ[ερ]ο[ι] πεμπόντον ες Διονύσια, τέλος [έχον]-
[τας] περὶ ℎο͂[ν] άν διαφ<έ>ρονται, πρὸς τέν βολέν κα[ὶ τὸν]
[δε͂μ]ον· ε[ι]π̣ε͂ν δέ [Π]ερδίκκαι ℎότι εὰν ℎοι στρατι[ο͂ται]
[ℎοι] εμ Ποτειδ[ά]αι επαινο͂σι γνόμας αγαθὰς ℎέ[χσοσι]
[περὶ] αυτο͂ Αθε[ν]αίοι. εχειροτόνεσεν ℎο δε͂μος [Μεθον]-
30 [αίο]ς τελε͂ν ℎ[όσο]ν τε͂ι θεο͂ι απὸ το͂ φόρο εγίγνε[το ℎὸν]
[τοί]ς προτέρο[ις] Παναθεναίοις ετετάχατο φ[έρεν, το͂]
[δέ ά]λλο ατε[λε͂ς ἐ͂]ναι. v έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ [το͂ι δέμ]-
[οι· ℎ]ιπποθο[ντὶς ε]πρυτάνευε, Μεγακλείδες [εγραμμά]-
[τευ]ε, Νι[κ]ο[․․5․․ ε]πεστάτε, Κλεόνυμος είπε· Μ[εθοναί]-
35 [οις] είν[αι εχ]σα[γο]γέν εγ Βυζαντίο σίτο μέχ[ρι ․․․․α]-
[κισχ]ιλίον μεδίμνον το͂ ενιαυτο͂ εκάστο, ℎοι [δέ ελλε]-
[σπ]οντοφύλακες μέτε αυτοὶ κολυόντον εχσάγεν μ[έτ]-
[ε άλ]λον εόντον κολύεν, ἒ ευθυνέσθον μυρίαισι δρ[αχ]-
[με͂ισ]ιν έκαστος· γραφσαμένος δέ πρὸς τὸς ελλεσπ[ον]-
40 [το]φύλακας εχσάγε[ν] μέχρι το͂ τεταγμένο· αζέμιος [δέ]
[έσ]το καὶ ε ναύς ε εχσάγοσα· ℎοι τι δ’ άν κοινὸν φσήφ[ισμ]-
[α π]ερὶ το͂ν χσυμμάχο[ν] φσεφίζονται Αθεναίοι πε[ρὶ β]-
[οε]θείας ἒ ά[λ]λο τι προ[σ]τάττο[ν]τες τε͂σι πόλεσι ἒ [περ]-
[ὶ σ]φο͂ν [ἒ] περὶ το͂ν πόλεον, ℎό τι άν ονομαστὶ περὶ τ[ε͂ς π]-
45 [όλε]ος τε͂[ς] Μεθοναίον φσεφίζονται τούτο προσέ[κεν]
[αυτοί]ς, τ[ὰ] δέ άλλα μέ, αλλὰ φυλάττοντες τέν σφετ[έρα]-
[ν αυτο͂ν ε]ν το͂ι τεταγμένοι όντον· ℎὰ δέ ℎυπὸ Περδ[ίκκ]-
[ο αδικε͂σ]θαί φασι βουλεύσασθαι Αθεναίος ℎοι τι ά[ν δο]-
[κ]ε͂ι [αγαθ]ὸν είναι περὶ Μεθοναίον επειδὰν απαν[τέσ]-
50 [ο]σ̣ι ε[ς τὸ]ν δε͂μον ℎοι πρέσβες [ℎ]οι παρὰ Περδίκκο [οί τ]-
ε μετ[ὰ Πλ]ειστίο οι[χ]όμενοι καὶ ℎοι μετὰ Λεογό[ρο· τε͂]-
[σ]ι δέ [άλλ]εσι πόλε[σι χ]ρηματίσαι επειδὰν εσέλ[θει ε]
[π]ρυ[ταν]εία ε δευτ[έρα] μετὰ τὰς εν το͂ι νεορίοι έ[δρας]
[ε]υ̣θ[ὺς] εκκλεσίαν [πο]έσαντες· συν[ε]χο͂ς δέ ποε͂ν τ[ὰς εκ]-
55 [ε]ί έ[δαα]ς έος άν δι[απρ]αχθε͂ι, άλλο δέ προχρεμα[τίσαι]
[το]ύ̣[το]ν μεδέν εὰμ μέ τι οι στρατε[γ]οὶ δέοντα[ι. v έδοχ]-
[σεν τε͂ι] βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Κεκροπὶς επρυ[τάνευε, ․]
[․․6․․․]ες εγραμμάτε[υ]ε, ℎ[ι]εροκλείδες ε[πεστάτε, ․․]
[․․6․․․] είπε· επειδέ έ[ταχσαν ℎοι τάκται τε͂σι πόλεσ]-
60 [ι ℎοπόσα]ι̣ Α̣θ̣εναί[οις φόρον φέροσι ․ ․ ․ ․ ․ 13 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]
                          lacuna
[έδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ακαμαντὶς επρυτά]-
[νευε, Φαίνιππος εγραμμάτευε, ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 17 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]

Πρόκειται για δύο καλά διατηρημένα αθηναϊκά ψηφίσματα (στ. 3-32 και 32-56) και τμήμα του προοιμίου ενός τρίτου ψηφίσματος (στ. 56-59) –φαίνεται ότι υπήρχε και τέταρτο ψήφισμα το οποίο δεν σώζεται–  που αφορούν τη Μεθώνη, αποικία των Ερετριέων στα παράλια του Θερμαϊκού και μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Η Μεθώνη δεν ακολούθησε το παράδειγμα της Ποτείδαιας και άλλων συμμάχων πόλεων των Αθηναίων στην περιοχή της Χαλκιδικής, οι οποίες το 432 π.Χ. αποστάτησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Την αποστασία των πόλεων αυτών υποκίνησε ο Περδίκκας Β΄, βασιλέας της Μακεδονίας, και κατά σύστασή του οι Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι εγκατέλειψαν τις παράλιες πόλεις τους και εγκαταστάθηκαν στην Όλυνθο (Θουκυδίδης 1.57.3, 58.2). Έκτοτε η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη και επιδεινώθηκε μετά την άφιξη στην περιοχή του στρατηγού της Σπάρτης Βρασίδα (424 π.Χ.).

Οι Αθηναίοι με τα ψηφίσματα αυτά παραχωρούν προνόμια στη Μεθώνη και λαμβάνουν και άλλα μέτρα για την προστασία της αναγνωρίζοντας την αφοσίωσή της και επιδιώκοντας παράλληλα την παραμονή της στη συμμαχία τους εξαιτίας της σημασίας που είχε ως στρατιωτική βάση.

Από τους στίχους 8-9 προκύπτει ότι αναθεώρηση του φόρου (τάξις) γινόταν από Παναθήναια σε Παναθήναια δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια, βλ. και στ. 31.

Οι σανίδες (στ. 14-15) ήταν ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες εγράφοντο δημόσιες ανακοινώσεις.

Οι Αθηναίοι το 431 π.Χ. και ενώ πολιορκούν την Ποτείδαια συνάπτουν πάλι συμμαχία με τον Περδίκκα (Θουκυδίδης 2.29.6). Από τα αναφερόμενα στο ψήφισμα (στ. 16 κ.εξ.) γίνεται φανερό ότι επιδιώκουν δια της διπλωματικής οδού να υποχρεώσουν τον Περδίκκα να μην παρεμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση του εμπορίου των Μεθωναίων και να μη διέρχεται με στρατό από τη χώρα τους.

Οι ελλησποντοφύλακες (στ. 36-37, 39-40) ήταν ειδικοί άρχοντες, οι οποίοι, μάλλον μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ελλησπόντου και έλεγχαν τα σιτοφορτία. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η διατροφή του αθηναϊκού πληθυσμού, ενώ παράλληλα οι σύμμαχοί τους ήταν εξαρτημένοι από αυτούς για την εισαγωγή σιτηρών.

Από το αναφερόμενο στο ψήφισμα, ότι παραχωρείται στους Μεθωναίους το προνόμιο να εξάγουν από το Βυζάντιο ετησίως ορισμένοι ποσότητα σιτηρών χωρίς να παρεμποδίζονται από τους ελλησποντοφύλακες, οι οποίοι και θα ενημερώνονταν σχετικά με την ποσότητα αυτή (στ. 35-40), προκύπτει ότι υπήρχε στο Βυζάντιο σιταποθήκη που ελεγχόταν από τους αξιωματούχους αυτούς.

Συνήθως οι συνεδριάσεις της βουλής (έδραι) γίνονταν στο βουλευτήριο, όπου και φυλάσσονταν τα κείμενα των ψηφισμάτων του δήμου. Όταν όμως επρόκειτο να συζητήσουν θέματα που αφορούσαν το ναυτικό εξοπλισμό, οι συνεδριάσεις γίνονταν στο νεώριο (στ. 53).

Και το δεύτερο αυτό ψήφισμα με το οποίο διευκολύνεται ο εφοδιασμός των Μεθωναίων σε σιτηρά και αυτοί εξαιρούνται από στρατιωτικές και άλλες υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα μέλη της συμμαχίας, εξαίρεση που αντισταθμίζεται από την προάσπιση της δικής τους γης, υπαγορεύθηκε από την ακόμη τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Χαλκιδική.

Περί Μεθωναίων εκ Πιερίας. Ο Φαίνιππος ο γιος του Φρυνίχου ήταν γραμματέας. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ερεχθηίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Σκόπας ήταν γραμματέας, ο Τιμωνίδης επιστάτης, ο Διοπείθης (στ. 5) εισηγήθηκε: να αποφασίσει ο δήμος πάραυτα με χειροτονία (σήκωμα των χεριών), εάν πρέπει να αναθεωρήσει αμέσως την ετήσια εισφορά των Μεθωναίων (φόρον) ή αρκεί αυτοί να καταβάλλουν μόνο όσο αναλογεί στη θεά από το πληρωτέο ποσό που καθορίσθηκε στα προηγούμενα Παναθήναια και να απαλλαγούν από την άλλη εισφορά. Αναφορικά με τις (στ. 10) εισφορές που έχουν αναγραφεί στο αθηναϊκό δημόσιο ότι οφείλουν οι Μεθωναίοι: εάν εξακολουθούν να διάκεινται ευνοϊκά προς τους Αθηναίους, όπως τώρα, και είναι ακόμη καλύτεροι, οι Αθηναίοι να παραχωρήσουν με ειδική πράξη μεμονωμένη καταβολή, και εάν κάποιο κοινό ψήφισμα ανακοινωθεί για οφειλές που αναφέρονται στις (στ. 15) ξύλινες πινακίδες (σανίδες), να μην ισχύει για τους Μεθωναίους, εάν δεν υπάρξει ειδικό για τους Μεθωναίους ψήφισμα. Να σταλούν δε τρεις απεσταλμένοι άνω των πενήντα ετών προς τον Περδίκκα, και να του πουν ότι θεωρείται δίκαιο να αφήσει τους Μεθωναίους να χρησιμοποιούν χωρίς περιορισμούς τη θάλασσα (στ. 20) και να εμπορεύονται με το εσωτερικό της χώρας, όπως στο παρελθόν, και να μη διαπράττει αδικήματα ούτε να αδικείται ούτε να διέρχεται στρατός από τη χώρα των Μεθωναίων παρά τη θέλησή τους. Και εάν μεν συμφωνήσουν καθένας χωριστά, οι απεσταλμένοι να τους συμφιλιώσουν, εάν δε όχι, (στ. 25) καθένας χωριστά να στείλουν πληρεξούσιους απεσταλμένους στα Διονύσια, με σκοπό να διατυπώσουν τις απόψεις τους αναφορικά με τις διαφορές τους προς τη βουλή και το δήμο. Να πουν στον Περδίκκα και ότι εάν οι στρατιώτες που βρίσκονται στην Ποτείδαια τον επαινούν, οι Αθηναίοι θα διατίθενται ευνοϊκά προς αυτόν. Ο δήμος αποφάσισε με χειροτονία οι Μεθωναίοι (στ. 30) να καταβάλλουν όσο αναλογεί στη θεά από το πληρωτέο ποσό του φόρου που καθορίσθηκε στα προηγούμενα Παναθήναια και να απαλλαγούν από την άλλη εισφορά. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Ιπποθωντίδα ήταν πρυτανεύουσα, ο Μεγακλείδης ήταν γραμματέας, ο Νι[κ]ο. . . . επιστάτης, ο Κλεώνυμος εισηγήθηκε: (στ. 35) επιτρέπεται στους Μεθωναίους να εξάγουν από το Βυζάντιο σιτηρά έως οκτώ χιλιάδες μεδίμνους ετησίως, οι δε ελλησποντοφύλακες ούτε οι ίδιοι να τους παρεμποδίζουν να εξάγουν ούτε να επιτρέπουν σε άλλον να τους παρεμποδίζει, διαφορετικά καθένας από τους ελλησποντοφύλακες να τιμωρείται με πρόστιμο χιλίων δραχμών. Θα απευθύνονται δε εγγράφως προς τους ελλησποντοφύλακες (στ. 40) για να εξάγουν έως την ποσότητα που ορίσθηκε. Απαλλαγμένο χρηματικής τιμωρίας να είναι και το πλοίο που θα πραγματοποιεί την εξαγωγή. Όποιο κοινό ψήφισμα που αφορά τους συμμάχους ψηφίζουν οι Αθηναίοι για παροχή βοήθειας ή διατάζουν τις πόλεις για οτιδήποτε άλλο ή σχετικά με τους ίδιους ή με τις πόλεις, ό,τι ονομαστικά αποφασίζουν για την (στ. 45) πόλη των Μεθωναίων, αυτό μόνο να ισχύει γι’ αυτούς, ενώ τα άλλα όχι, αλλά να προστατεύουν τη γη τους, τηρώντας τις ορισμένες γι’ αυτούς υποχρεώσεις. Για εκείνα δε για τα οποία λέγουν ότι βλάπτονται από τον Περδίκκα, οι Αθηναίοι θα αποφασίσουν ό,τι είναι καλό για τους Μεθωναίους, μόλις παρουσιασθούν στο δήμο (στ. 50) οι απεσταλμένοι που βρίσκονταν στον Περδίκκα, και εκείνοι που είχαν μεταβεί με τον Πλειστία και εκείνοι με τον Λεωγόρα. Οι υποθέσεις δε των άλλων πόλεων να συζητηθούν με την είσοδο της δεύτερης πρυτανείας, η οποία αμέσως μετά τις συνεδριάσεις της βουλής στο νεώριο, να συγκαλέσει την εκκλησία του δήμου. Να συνεδριάζουν δε συνεχώς (στ. 55) έως ότου οι υποθέσεις ολοκληρωθούν, και να μην προτάξουν των συζητήσεων αυτών τίποτε άλλο, εκτός και εάν οι στρατηγοί έχουν άλλες επείγουσες υποθέσεις. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, η Κεκροπίδα ήταν πρυτανεύουσα, [. . . . . .] ήταν γραμματέας, Ιεροκλείδης ε[πιστάτης] [. . . . . .] εισηγήθηκε.

επὶ ιερείας Hγησιπύλης·
   επ’ Ευθίου άρχοντος, επὶ τής
   Αιαντίδος δωδεκάτης πρυ-
   τανείας, ἧι Ναυσιμένης
5    Ναυσι<⁶¹κύδ>⁶¹ου ΧολαργεὺςVII
   εγραμμάτευεν· Σκιροφοριώ-
   νος ένηι καὶ νέαι· Καλλίας Λ[υ]-
   σιμάχου Ἕρμειος είπεν· όπ[ω]-
   ς άν οι αστυνόμοι οι αεὶ <λα>νχ[ά]-
10    νοντες επιμέλειαν ποιώντα[ι]
   τού ιερού τής Αφροδίτης τής
   Πανδήμου κατὰ τὰ πάτρια, τύ-
   χηι αγαθεί, δεδόχθαι τήι βου-
   λήι· τοὺς προέδρους οἳ άν λάχω-
15    σιν προεδρεύειν εις τὴν επιού-
   σαν εκκλησίαν προσαγαγείν τὸν
   [ο]ικείον τής ιερείας καὶ χρηματίσαι
   περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυνβάλλε-
   [σ]θαι τής βουλής εις τὸν δήμον, ό-
20    [τ]ι δοκεί τήι βουλήι τοὺς αστυνό-
   μους τοὺς αεὶ λαχόντας, όταν ήι
   η πομπὴ τήι Αφροδίτηι τεί Πανδή-
   μωι, παρασκευάζειν εις κάθαρσι[ν]
   τού ιερού περιστερὰν καὶ περιαλε[ί]-
25    [ψα]ι τοὺς βωμοὺς καὶ πιττώσαι τὰς
   [θύρας] καὶ λούσαι τὰ έδη· παρα[σκευ]-
   [άσαι δέ κα]ὶ πορφύραν ολκὴν ∶ 𐅂𐅂𐅂̣𐅂̣[․․]
   [— — — — — — — — —] τὰ̣ επὶ τ[․․․․]
   [— — — — — — — — — — — — — —]

Με το ψήφισμα του αθηναϊκού δήμου λαμβάνεται μέριμνα για το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου. Οι αστυνόμοι, κληρωτοί άρχοντες υπεύθυνοι μεταξύ άλλων για την καθαριότητα ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 50), θα φροντίσουν για τα κτίσματα του ιερού πριν από την τέλεση της πομπής και την πραγματοποίηση ενός τελετουργικού καθαρμού με τη θυσία περιστεριού, θα ανακαινίσουν τους βωμούς και τις οροφές των σηκών, όπου φυλάσσονται τα αγάλματα, και θα μεριμνήσουν για την καθαριότητα των τελευταίων.

 

Η ιέρεια της Αφροδίτης Πανδήμου

Σύμφωνα με το ψήφισμα η ιέρεια, η οποία είχε ετήσια θητεία και το όνομά της αναγράφηκε εκ των υστέρων στην αρχή του ψηφίσματος (Tracy, ALC I 158) ως χρονική προφανώς ένδειξη, δεν είχε τη δυνατότητα να παρουσιαστεί στην εκκλησίαν τού δήμου· αντ’ αυτής θα παρουσιαστεί ένας συγγενής της (στ. 17). Ο περιορισμός της θητείας στα ιερατικά αξιώματα αποτελεί μία ακόμη αλλαγή της δημοκρατίας.

 

Το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου

Το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου αναφέρεται από τον Παυσανία (1.22.3) κατά την πορεία του από τη νότια κλιτύ προς τα Προπύλαια και σύμφωνα με ανασκαφικά ευρήματα τοποθετείται στον ισόπεδο βραχώδη χώρο κάτω από τον Πύργο της Αθηνάς Νίκης, στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης. Κατά τον ίδιο περιηγητή, η λατρεία της Αφροδίτης Πανδήμου, μαζί με εκείνη της Πειθούς, εισήχθη στην Αθήνα από τον Θησέα. Η Αφροδίτη ονομαζόταν Πάνδημος επειδή βρισκόταν κοντά στην πρώτη ή ‘αρχαία’ Αγορά της Αθήνας, όπου συνερχόταν αρχικά η εκκλησία τού δήμου (Αρποκρατίων, λήμμα Πάνδημος Αφροδίτη).

Όταν ήταν ιέρεια η Ηγησιπύλη, ο Εύθιος ήταν άρχων, η Αιαντίς φυλή επρυτάνευε δωδεκάτη στη σειρά και ο Ναυσιμένης, (στ. 5) ο γιος του Ναυσικύδου από το δήμο του Χολαργού ήταν γραμματεύς· την τελευταία ημέρα του μηνός Σκιροφοριώνος· εισήγηση του Καλλίου, γιου του Λυσιμάχου από το δήμο των Ερμείων· οι αστυνόμοι, που αναλαμβάνουν κάθε φορά με κλήρο το αξίωμα, (στ. 10) να φροντίζουν το ιερό της Αφροδίτης Πανδήμου σύμφωνα με τα πάτρια· με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει η βουλή· οι πρόεδροι της εκκλησίας, οι οποίοι (στ. 15) θα προεδρεύουν κατόπιν κληρώσεως στην ερχόμενη συνεδρία της, να παρουσιάσουν τον συγγενή της ιέρειας, να θέσουν σε συζήτηση το θέμα και να υποβάλουν την απόφαση της βουλής στο δήμο, (στ. 20) ότι δηλαδή αποφασίζει η βουλή οι αστυνόμοι που αναλαμβάνουν κάθε φορά με κλήρο το αξίωμα, όταν τελείται η πομπή της Αφροδίτης Πανδήμου, να έχουν διαθέσιμο ένα περιστέρι για την κάθαρση του ιερού, να επιχρίσουν (στ. 25) τους βωμούς, να επαλείψουν με πίσσα τις οροφές, να καθαρίσουν τα αγάλματα, να έχουν ακόμα διαθέσιμη πορφύρα βάρους…

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
ερε̣[․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․49․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․ ℎιππ]-
όνικο[ς είπε· (?) ․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․46․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․․]
εκαστο[․․․․․․․․․․․․․․․․34․․․․․․․․․․․․․․․․ μισθὸν λαμβάνειν δ]-
ραχμέν τε͂[ς ℎεμέρας ℎεκάστες, επιμέλεσθαι δέ αυτὸς καὶ τε͂ς κρένες κα]-
5 ὶ τε͂ς αγογε͂ς [το͂ ℎύδατος ․․․․․․․․․․23․․․․․․․․․․․ Νικόμαχος είπε· τ]-
[ὰ] μέν άλλα καθ[άπερ τε͂ι βολε͂ι, ․․․․․․․․․․․․․․․33․․․․․․․․․․․․․․․․]
ει, ℎόπος άν ρέοσ[ι ․․․․․․․․․․․․․․30․․․․․․․․․․․․․․ ℎόπος δ’ άν απὸ ο]-
λιγίστον χρεμάτο[ν ․․․․․․․․․21․․․․․․․․․․, τὸς πρυτάνες ℎοὶ άν λάχ]-
οσι προ͂τοι πρυτανεύ[εν ․․․․․․․․․․23․․․․․․․․․․․ εν τε͂ι πρότει το͂ν]
10 κυρίον εκκλεσιο͂ν προ͂τ[ον μετὰ τὰ ℎιερὰ ․․․․․․․․․21․․․․․․․․․․ αγα]-
θὸν ἐ͂ναι το͂ι δέμοι το͂ι Αθε[ναίον ․․․․․․․․․․․․․28․․․․․․․․․․․․․ με]-
δεμία γίγνεται καὶ έχει Αθε[ναίοις ℎος ․․․․․․․․․․23․․․․․․․․․․․ ε]-
ίπε· τὰ μέν άλλα καθάπερ Νικόμα[χος· επαινέσαι δέ καὶ Περικλεί καὶ Παρ]-
άλοι καὶ Χσανθίπποι καὶ τοίς υέ[σιν· απαναλίσκεν δέ απὸ το͂ν χρεμάτον]
15 ℎόσα ες τὸν φόρον τὸν Αθεναίον τελ[ε͂ται, επειδὰν ℎε θεὸς εχς αυτο͂ν λαμ]-
βάνει τὰ νομιζόμενα    vacat
         vacat

Η αποσπασματικά σωζόμενη στήλη σώζει τμήματα δύο τροπολογιών σε ψήφισμα της βουλής και του δήμου που είχε αναγραφεί στο ανώτερο, χαμένο σήμερα, τμήμα της. Η δεύτερη κατά σειρά τροπολογία τροποποιεί την πρώτη, την οποία εισηγήθηκε κάποιος Νικόμαχος (στ. 13). Από το σωζόμενο τμήμα της επιγραφής προκύπτει ότι το ψήφισμα σχετίζεται με δημόσιο έργο, πιθανότατα τη βελτίωση του συστήματος ύδρευσης της Αθήνας ή ακόμα την κατασκευή ή επισκευή των κρηνών της πόλης (στ. 5-7), έργο που προγραμματίστηκε να πραγματοποιηθεί απὸ ο]|λιγίστον χρεμάτο[ν] (στ. 7-8), αλλά κατά προτεραιότητα (στ. 9-10). Από τη δεύτερη τροπολογία του ψηφίσματος προκύπτει πιθανώς ότι το έργο σχετίζεται με την οικογένεια του Περικλέους, αφού αναφέρονται οι γιοι του, Πάραλος και Ξάνθιππος, και ίσως οι γιοι τους ή οι κηδεμονευόμενοι του Περικλέους, Αλκιβιάδης και Κλεινίας (Mattingly 1961: 164· Davies, APF 460), οι οποίοι επαινούνται (στ. 13-14). Σύμφωνα με την επικρατέστερη συμπλήρωση των στίχων, στην τροπολογία προτάθηκε να τιμηθεί ο Περικλής και οι απόγονοί του, επειδή πιθανότατα προσφέρθηκαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της δαπάνης του δημοσίου έργου, αλλά τα χρήματα για την κατασκευή του αποφασίστηκε τελικά να δοθούν από τα χρήματα του φόρου των συμμαχικών πόλεων (στ. 14-16). Μπορεί, ίσως, να συνδεθεί με την ιστορία που παραδίδει ο Πλούταρχος (Περικλής 14) ότι ο Περικλής προσφέρθηκε να πληρώσει για ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, η προσφορά του όμως πιθανώς δεν έγινε δεκτή και το έργο εγκρίθηκε να εκτελεσθεί με δημόσια χρήματα (Mattingly 1961: 164-165· αντίθετα Meritt – Wade-Gery 1963: 106).

… ερε… εισήγηση του Ιππόνικου (;)… η αμοιβή του να είναι μία δραχμή την ημέρα και να έχει αυτός την επιμέλεια της κρήνης και (στ. 5) της μεταφοράς του νερού…· πρόταση του Νικόμαχου· τα άλλα να γίνουν, όπως αποφάσισε η βουλή… ώστε να ρέουν… ώστε (να εκτελεστεί) με τα λιγότερα χρήματα… οι πρυτάνεις, οι οποίοι θα κληρωθούν να πρυτανεύσουν πρώτοι… στην επόμενη (στ. 10) κύρια εκκλησία αμέσως μετά τη συζήτηση των ιερών πραγμάτων… καλό είναι για το δήμο των Αθηναίων… καμία να μη γίνεται και για να έχουν οι Αθηναίοι… Πρόταση του…· τα άλλα να γίνουν, όπως ακριβώς εισηγήθηκε ο Νικόμαχος· να επαινέσουν τον Περικλή, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο και τους γιους τους (;)· τα χρήματα για το έργο να δοθούν (στ. 15) από το φόρο που καταβάλλεται στους Αθηναίους, αφού η θεά λάβει το μερίδιό της.

                Διόγν[ε]τος Φρεάρριος εγραμμάτε[υε]·
                            Διοκλε͂ς ἐ͂ρχε·
έ̣δοχσεν τε͂ι βουλε͂ι καὶ το͂ι δέμοι· Ακα[μ]αντὶ̣ς επ[ρ]υ̣τάνευε, [Δ]ι̣ό[γ]-
νετος εγραμμάτευε, Ευθύδικος [ε]πεστάτε, ․․Ε․․․ΑΝΕΣ είπε· τὸ[ν]
5 Δράκοντος νόμον τὸμ περὶ το͂ φό[ν]ο αναγρα[φ]σά[ν]τον οι αναγρ̣αφε͂-
ς το͂ν νόμον παραλαβόντες παρὰ το͂ β̣[α]σ̣[ι]λ̣έ[ος με]τ[ὰ το͂ γραμμ]ατέο-
ς τε͂ς βουλε͂ς εστέλει λιθίνει καὶ κα[τ]α[θ]έντ[ον πρόσ]θε[ν] τε͂ς στο-
ας τε͂ς βασιλείας· οι δέ πολεταὶ απ̣ομι[σθο]σ[άντον κατὰ τὸν ν]όμο-
ν, οι δέ ελλενοταμίαι δόντον τὸ αρ̣[γ]ύ[ρ]ι[ον].
10 προ͂τος άχσον.
              καὶ εὰμ μέ ’κ {²⁶εκ}²⁶ [π]ρονοί[α]ς [κ]τ[ένει τίς τινα, φεύγ]ε[ν· δ]ι-
κάζεν δέ τὸς βασιλέας αίτι̣ο[ν] φόν̣[ο] Ε․․․․․․․17․․․․․․․․Ε [β]ολ-
εύσαντα· τὸς δέ εφέτας διαγν[ο͂]ν̣[α]ι̣. [αιδέσασθαι δ’ εὰμ μέν πατέ]ρ ἐ͂-
ι ἒ αδελφὸ[ς] ἒ ℎυε͂ς, ℎάπαντ[α]ς, ἒ τὸν κ̣ο[λύοντα κρατε͂ν· εὰν δέ μέ] ℎ̣ού-
15 τοι ὁ͂σι̣, μέχρ’ ανεφ[σι]ότετος καὶ̣ [ανεφσιο͂, εὰν ℎάπαντες αιδέσ]α̣σ-
θαι εθέλοσι, τὸν κο[λύ]οντ̣α [κ]ρα[τε͂ν· εὰν δέ τούτον μεδέ ℎε͂ς ἐ͂ι, κτ]έ-
νει δέ άκο[ν], γνο͂σι δέ ℎοι̣ [πε]ντ[έκοντα καὶ ℎε͂ς ℎοι εφέται άκοντ]α̣
κτε͂ναι, εσέσθ[ο]ν δέ ℎ̣[οι φ]ρ[άτορες εὰν εθέλοσι δέκα· τούτος δ]έ ℎ̣ο̣-
ι πεντέκο[ν]τ[α καὶ] ℎε͂ς αρ[ι]στ̣[ίνδεν ℎαιρέσθον. καὶ ℎοι δέ πρ]ότε[ρ]-
20 ον κτέ[ν]α[ντ]ε[ς εν] το͂[ιδε το͂ι θεσμο͂ι ενεχέσθον. προειπε͂ν δ]έ το͂ι κ-
τέν̣α̣ν̣[τι εν α]γορ̣[αι μέχρ’ ανεφσιότετος καὶ ανεφσιο͂· συνδιόκ]εν
δέ [κ]ανεφσ[ιὸς καὶ ανεφσιο͂ν παίδας καὶ γαμβρὸς καὶ πενθερὸ]ς κ-
αὶ φρ̣[ά]τ[ο]ρ[ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] αίτι-
ος [ἐ͂ι] φό[νο ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 26 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τὸς πεντέκοντ]α κα̣ὶ
25 ℎένα ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ φόνο
ℎέλ̣οσ[ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ εὰν δ]έ [τ]ις τ-
ὸ[ν αν]δ̣ρ̣[οφόνον κτένει ἒ αίτιος ἐ͂ι φόνο, απεχόμενον αγορα]ς εφο-
ρί[α]ς κ̣[α]ὶ [άθλον καὶ ℎιερο͂ν Αμφικτυονικο͂ν, ℎόσπερ τὸν Αθεν]αίον κ̣-
[τένα]ν̣[τα, εν τοίς αυτοίς ενέχεσθαι· διαγιγνόσκεν δέ τὸς] ε[φ]έτα[ς]
30 ․ ․ ․ Ε̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ̣ει εμεδ̣-
[απε͂ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]ΟΝΑΤ ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Α̣Ν̣Α̣ ․ ․
Ν̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ άρχον]τ̣α χερ̣-
ο͂ν̣ α[δίκον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 30 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ χερ]ο͂ν αδίκον κ-
35 τέ[νει ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]Σ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ διαγιγνόσκ]εν̣ δέ τὸς ε-
[φέτ]ας ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 36 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΙΣΕ ελεύθ-
ε[ρ]ος ἐ̣͂ι̣. κ̣α̣[ὶ εὰν φέροντα ἒ άγοντα βίαι αδίκος ευθὺς] α̣μυνόμενο-
ς κτέ[ν]ει, ν̣[εποινέ τεθνάναι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]Σ̣ΕΧΟΝΤΟΒ ․
ΙΑΝ ․ ․ Λ̣[ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 35 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ τ]έν α̣πόστα̣-
40 σιν ΤΟ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΣ δεκατε̣͂-
[ς] ΤΟ ․ ․ Ι ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ε ΔΕΚΑ ․ ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 43 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΕΑ̣ΚΥΡ̣ ․ ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΜΝΥ̣Μ ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 44 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΣ̣ΕΛ̣ ․ ․
45 ․ ․ ․ Φ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ν ․ ․ ΝΗ
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 47 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΟΙΠ
․ ․ ΕΝ ․ ․ Η ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΑΝ̣Α̣Ε
․ ․ ․ Κ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 42 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣ΗΕΚ
․ ․ 5 ․ ․ Ρ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 39 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Λ ․ ․ Ο̣Α
50 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Υ ․ ΙΤ̣
Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 46 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 45 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Π̣ΙΘ̣Ε ․
․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 48 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι̣Ε̣
․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Ο̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 37 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ Ι․Ο̣ ․ ․
55 ․ ․ 6 ․ ․ ․ Σ̣ΝΙ̣ — — — —
[δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον]·
                    ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ca. 32 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ΣΕΝ̣ ․
․ ․ ․ 8 ․ ․ ․ ․ Α̣ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 41 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․
                               (ίχνη γραμμάτων)

Ο Δράκων αναφέρεται ως ο πρώτος νομοθέτης της Αθήνας και συντάκτης του πρώτου ποινικού κώδικα της πόλης που περιλάμβανε νόμους για διάφορα αδικήματα, όπως η ανθρωποκτονία, η κλοπή, ακόμα και η αργία (οκνηρία)· οι ποινές που όρισε έμειναν παροιμιώδεις για την αυστηρότητά τους. Συνέγραψε τους νόμους του επί άρχοντος Αρισταίχμου το 621/0 π.Χ. λίγα χρόνια μετά το “Κυλώνειο άγος”, τη σφαγή δηλαδή των οπαδών του Κύλωνα που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα και τη δίωξη με εξορία για τη σφαγή αυτή του γένους των Αλκμεωνιδών. Οι νόμοι του ανακλήθηκαν από τον Σόλωνα, ο οποίος διατήρησε σε ισχύ μόνον το νόμο περί φόνου ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 7.1· Πλούταρχος, Σόλων 17).

Η προκείμενη στήλη σώζει ψήφισμα της βουλής και του δήμου με το οποίο παραγγέλλεται στους αναγραφείς να παραλάβουν το νόμο του Δράκοντος περί φόνου από το αρχείο του άρχοντος βασιλέως και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη, η οποία θα στηθεί μπροστά στη Βασίλειο Στοά (στ. 1-9). Ακολουθεί η αναδημοσίευση του νόμου (στ. 10 κ.εξ.), ο οποίος είναι γνωστός εν μέρει και από τους αττικούς ρήτορες του 4ου αι. π.Χ. (Ανδοκίδης, Περί μυστηρίων 81, 83· Δημοσθένης, Κατὰ Αριστοκράτους 22-60 και Κατὰ Ευέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριών 52-73). Το ψήφισμα εκδόθηκε το έτος 409/8 π.Χ. στο πλαίσιο της αναδημοσίευσης της νομοθεσίας από τους αναγραφείς με επικεφαλής τον Νικόμαχο, μετά την πτώση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων το έτος 411 π.Χ.

Το σωζόμενο κείμενο του νόμου έχει τεθεί κάτω από επικεφαλίδες: προ͂τος άχσον (στ. 10) και [δεύτ]ε̣ρος̣ [άχσον] (στ. 56). Οι “άξονες” ήταν πιθανώς ξύλινες στήλες γραμμένες και στις τέσσερις πλευρές και στερεωμένες σε ξύλινο πλαίσιο με άξονες, ώστε με την περιστροφή τους να είναι αναγνώσιμες όλες οι πλευρές τους (για πιθανή αναπαράστασή τους, βλ. Stroud 1979: 45-47 και εικ. 1). Σε άξονες μαρτυρείται ότι είχαν αναγραφεί οι νόμοι του Δράκοντος και του Σόλωνος.

Το κείμενο του νόμου φαίνεται ότι ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, η ποινή για το οποίο είναι η εξορία (στ. 11). Ορίζει ποιοι είναι οι δικαστές που θα κρίνουν το αδίκημα και ακολούθως τη διαδικασία της δίωξης (στ. 12-13), η οποία επεκτείνεται όχι μόνο σε αυτόν που διέπραξε το αδίκημα ακούσια, αλλά και στον βολεύσαντα, δηλαδή αυτόν που το υποκίνησε (στ. 12-13), φράση στην οποία μπορεί, όπως έχει υποστηριχθεί, να αναγνωρισθεί και το αδίκημα του εκ προ μελέτης φόνου (Nörr 1983: 648 κ.εξ.). Ορίζονται ακόμη οι προϋποθέσεις για τη συγχώρηση του δράστη (στ. 13-19) και ο τόπος απαγγελίας της κατηγορίας (στ. 20-23).

Η συγχώρηση στο δράστη μπορεί να δοθεί μόνον ύστερα από την ομόφωνη συγκατάθεση όλων των στενών συγγενών του θύματος (πατέρα, αδελφού, γιου). Σε περίπτωση που αυτοί δεν υπάρχουν, η συγχώρηση μπορεί να δοθεί από άλλα μέλη της οικογένειας με την προϋπόθεση ότι η απόφασή τους θα είναι ομόφωνη (στ. 13-16). Αν δεν υπάρχει κανένας συγγενής του θύματος, οι εφέτες θα επιλέξουν δέκα μέλη της φρατρίας κατ’ αξίαν, οι οποίοι θα αποφασίσουν, αν θα δοθεί συγχώρηση στο δράστη (στ. 16-19) προκειμένου να μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα. Από τον Δημοσθένη (Κατὰ Αριστοκράτους 72) γνωρίζουμε ότι ο καταδικασμένος για ακούσιο φόνο έπρεπε να εγκαταλείψει την Αττική για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή μέχρι τα σύνορα, ενώ σε περίπτωση συγχώρησης έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τυπικό με θυσίες και καθαρμούς κατά την επιστροφή του.

Ο νόμος ακολούθως ορίζει ότι η ίδια διαδικασία για τη συγχώρηση του δράστη μπορεί να επεκταθεί σε αυτούς που διέπραξαν τον ακούσιο φόνο πριν από τη θέσπιση του νόμου (στ. 19-20). Μπορεί έτσι να αναγνωρισθεί ένας νομικός νεωτερισμός του Δράκοντος, αφού φαίνεται ότι, μέχρι τότε, η συγχώρηση δεν δινόταν με τον ίδιο τρόπο· παράλληλα με τη διάταξη αυτή υποδηλώνεται ότι η εργασία των αναγραφέων ήταν ακριβής στην παράθεση του “θεσμού”. Αν αναλογιστούμε επίσης ότι ο νόμος του Δράκοντος για την ανθρωποκτονία, ήταν επακόλουθο των γεγονότων του “Κυλώνειου άγους”, που είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του γένους των Αλκμεωνιδών, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αναδρομική ισχύ του νόμου (Stroud 1968: 51 και 72).

Ο νόμος αναφέρεται ακολούθως στο φόνο του καταδικασμένου ήδη για φόνο (ανδροφόνος) και άρα εξορίστου· ο φονέας του θα αντιμετωπισθεί ως φονέας ενός Αθηναίου (στ. 26-29). Τέλος προβλέπει ότι στον αιτιολογημένο φόνο ή φόνο εν αμύνη, ο δράστης απαλλάσσεται (στ. 33-37).

Οι διατάξεις του νόμου του Δράκοντος δείχνουν ότι με τη θέσπισή του το κράτος απέσπασε, από τον 7ο αι. π.Χ., την τιμωρία της ανθρωποκτονίας από τους συγγενείς των θυμάτων. Επειδή όμως η σωζόμενη επιγραφή ξεκινά με το αδίκημα του ακούσιου φόνου, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές για το αν οι διατάξεις του Δράκοντος για τον εκ προθέσεως φόνο ίσχυαν κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και αν είχαν αναγραφεί στη στήλη μας, ή επειδή είχαν ήδη αναθεωρηθεί δεν συμπεριλήφθηκαν στη συγκεκριμένη αναδημοσίευση (ανακεφαλαίωση και σχολιασμός των σχετικών απόψεων: Gagarin 1981: 65-79· Sickinger 1999: 21-22). Στον προβληματισμό αυτό οδήγησε η χρήση του συνδέσμου καὶ στην αρχή του νόμου που, επειδή θεωρήθηκε ότι συνέδεε τις διατάξεις σχετικά με τα δύο διαφορετικά είδη ανθρωποκτονίας (εκ προθέσεως και ακούσιας), οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι qναγραφείς είχαν δημοσιεύσει μόνο το τμήμα του νόμου που ήταν ακόμα σε ισχύ κατά την εποχή της αναδημοσίευσης.

Η συστηματικότερη όμως μελέτη του λίθου έδειξε ότι ο σύνδεσμος καὶ στην αρχή του νόμου έχει επιδοτική σημασία και δεν συνδέει τις διατάξεις για τα δύο είδη φόνου. Παράλληλα, η αποσπασματική διατήρηση της στήλης του 409/8 π.Χ. και η φθορά μεγάλου τμήματος της επιφανείας της δεν αποκλείουν το γεγονός οι σχετικές με τον εκ προθέσεως φόνο διατάξεις να βρίσκονταν στο μη σωζόμενο σήμερα τμήμα της επιγραφής (Stroud 1968: 34-40). Έχει ακόμα διατυπωθεί από ορισμένους μελετητές η άποψη ότι οι διατάξεις του ακούσιου φόνου που εισάγονται με τη φράση καὶ εάν, αφορούν τόσο τον εκ προθέσεως, όσο και τον ακούσιο φόνο (Gagarin 1981: 96-110· αντίθετα Wallace 1989: 16-19).

Ένα άλλο σημείο διαφωνίας ανάμεσα στους μελετητές του αττικού δικαίου της κλασικής εποχής είναι, αν ο νόμος που αναγράφηκε στη στήλη είναι ο γνήσιος νόμος του Δράκοντος, ή αν έχουν συμπεριληφθεί μεταγενέστερες τροποποιήσεις στην αναδημοσίευσή του (MacDowell 1978: 68-70· αντίθετα Sickinger 1999: 18-20). Στο κείμενο όμως του νόμου χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις αρχαϊκές (π.χ. άξων, θεσμός αντί του νόμος), ή με την αρχαϊκή σημασία τους (π.χ. δικάζειν), καθώς και αρχαϊκές έννοιες και θεσμοί (αγορά εφορία, αριστίνδην) που δεν έχουν καμία θέση στη νομοθεσία της δημοκρατικής Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Αντίθετα, απηχούν παλαιότερες εποχές και την πολιτειακή κατάσταση της Αθήνας πριν από τις κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις υποδεικνύοντας ότι δεν έγινε επεξεργασία του νόμου πριν από την αναδημοσίευσή του.

Στην Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ. οι δίκες για ανθρωποκτονία δεν διεξάγονταν στην Ηλιαία. Οι υποθέσεις φόνων εκ προθέσεως δικάζονταν από τον Άρειο Πάγο που συνεδρίαζε στο ιερό των Ευμενίδων, στον ομώνυμο του δικαστηρίου λόφο. Οι ακούσιοι φόνοι δικάζονταν από το δικαστήριο των εφετών που συνεδρίαζε σε διαφορετικούς τόπους: στο ιερό της Παλλάδος για την εκδίκαση υποθέσεων ακούσιων φόνων ή φόνων δούλων ή μετοίκων, στο ναό του Δελφινίου Απόλλωνος για την εκδίκαση φόνων σε νόμιμη άμυνα και ακούσιων φόνων που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια πολέμων ή αγώνων, και τέλος στη Φρεαττώ για την εκδίκαση φόνων που είχαν διαπραχθεί από τους καταδικασμένους σε εξορία για άλλο ακούσιο φόνο. Τέλος, υποθέσεις φόνων των οποίων οι δράστες ήταν άγνωστοι ή ήταν ζώα ή άψυχα πράγματα εκδικάζονταν στο πρυτανείο.

Ο Διόγνητος από το δήμο των Φρεαρρίων ήταν γραμματεύς. Ο Διοκλής ήταν άρχων. Απόφαση της βουλής και του δήμου· η Ακαμαντίς φυλή επρυτάνευε, ο Διόγνητος ήταν γραμματεύς, ο Ευθύδικος ήταν επιστάτης, ο – – ε – – ανης εισηγήθηκε· το (στ. 5) νόμο του Δράκοντος περί φόνου να παραλάβουν οι αναγραφείς από τον βασιλέα μαζί με το γραμματέα της βουλής και να τον αναγράψουν σε λίθινη στήλη και να τη στήσουν μπροστά από τη Βασίλειο Στοά· οι πωλητές να δημοπρατήσουν το έργο σύμφωνα με το νόμο και οι ελληνοταμίες να δώσουν τα χρήματα. (στ. 10) Πρώτος άξων. Ακόμα και αν κάποιος σκοτώσει ακουσίως άνθρωπο, να εξορίζεται· οι βασιλείς να δικάζουν τον αίτιο του φόνου… ή εκείνον που τον υποκίνησε και οι εφέτες να κρίνουν. Μπορεί να δοθεί συγγνώμη, αν υπάρχει πατέρας ή αδελφός ή γιος, εφ’ όσον συμφωνούν όλοι, αλλιώς να υπερισχύει η άποψη του αντιτιθέμενου· εάν δεν (στ. 15) υπάρχουν οι συγγενείς αυτού του βαθμού, μπορεί να δοθεί συγγνώμη από τους συγγενείς μέχρι το βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο εφ’ όσον συμφωνούν όλοι ανεξαρτήτως, αλλιώς να υπερισχύει η γνώμη του αντιτιθέμενου· εάν δεν υπάρχει κανένας από αυτούς και ο φόνος ήταν ακούσιος και οι πενήντα ένας, οι εφέτες, κρίνουν ότι ο φόνος ήταν ακούσιος, οι δέκα φράτορες, εάν το θέλουν, να του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα· και αυτούς να τους επιλέξουν οι πενήντα ένας κατ’ αξίαν. Και όσοι διέπραξαν φόνο πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (στ. 20) να αντιμετωπισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του. Η απαγγελία της κατηγορίας εναντίον του φονέως να γίνει στην αγορά από τους συγγενείς μέχρι τον βαθμό της συγγένειας των εξαδέλφων και τον εξάδελφο. Η δίωξη να γίνεται από κοινού και από τους εξαδέλφους και τα παιδιά των εξαδέλφων και τους γαμβρούς και τον πεθερό και τα μέλη της φρατρίας… υπεύθυνο για ανθρωποκτονία… και οι πενήντα ένας… φόνο… (στ. 26) Εάν κάποιος σκοτώσει τον φονέα ή είναι υπεύθυνος για το φόνο του ενώ (αυτός) απέχει από οποιαδήποτε συγκέντρωση που λαμβάνει χώρα στα σύνορα (της Αττικής) και από τους αγώνες και τις αμφικτυονικές τελετές, να έχει την ίδια τιμωρία, όπως εκείνος που σκότωσε Αθηναίο. Οι εφέτες να κρίνουν… (στ. 36) και εάν κάποιος αμυνόμενος σκοτώσει εκείνον που αδίκως λεηλατεί τη ζωή και την περιουσία του, να μείνει ατιμώρητος ο θάνατος…

[θ  ]                               ε                                ο                                [  ί]·
I [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]-
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμτευεν·
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί-
 5 [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα-
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι·        vacat
                                           έδοξεν τώι δήμωι·
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον
10 [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα
15 τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά-
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v
20 τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι-
κών.                          vacat
                                          vacat 0,065
                                        in corona
                                        hederacea:
22                                           ο δήμος
                                         τὸν πατέρα
                                          τής κανη-
25                                            φόρου
                                         Ζώπυρον
                                          Δικαίου
                                       Μελιτέα
                                          vacat 0,035
II επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί-
30 ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ-
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο-
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ]
συμπρόεδροι· vacat        έδοξεν τώι δήμωι· vacat
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες
35 επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ-
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣
40 [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί-
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]-
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI
45 Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]-
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]-
50 κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]-
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]-
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]-
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]-
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι]
55 εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]-
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών.                                   vacat
                                                     vacat 0,085
in corona hederacea: in corona oleaginea:
     57 [η] βουλή,
ο δήμος
τοὺς παίδας     65   ο δή[μος]
    60 τοὺς ελευθέ- τοὺς [επιμε]-
ρους καὶ τὸν λητὰ[ς τής]
διδάσκαλον      πομ[πής].
αυτώ[ν ․․]ΙΟ
Σ[— — —]

Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).

 

Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)

Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).

Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.

Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.

Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.

 

Αθήνα και Πτολεμαίοι

Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).

[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]

Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)

Ο δήμος (τιμά)

τον πατέρα

της κανη(στ. 25)φόρου

Ζώπυρο

γιο του Δικαίου

από το δήμο της Μελίτης

Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)                    (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)

η βουλή και                                                                    Ο δήμος (τιμά)

ο δήμος (τιμούν)                                                           τους επιμελητές

τους ελεύθερους                                                          της πομπής.

παίδες

και τον διδάσκαλό τους – – –

1             [ε]πὶ Ποσειδωνίου άρχοντος ανέθηκαν.

Η επιγραφή σώζεται στο επιστύλιο κληρωτηρίου το οποίο ανατέθηκε ενδεχομένως από τους πρυτάνεις σε προστάτιδα θεότητα του σώματός τους, επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η κλήρωση (που οργανώνονταν με βάση τις δέκα φυλές που ίδρυσε ο Κλεισθένης) ως τρόπος ανάδειξης των πολιτών σε αξιώματα θα επεκταθεί σε όλες τις αρχές και τα πολιτειακά όργανα της πόλης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στρατιωτικές και οικονομικές αρχές για τις οποίες διατηρήθηκε δικαίωμα επανεκλογής και η ψηφοφορία μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην πρώτη εισοδηματική τάξη). Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ. η κλήρωση συστηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η πόλη χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες περιλάμβαναν τη χρήση κληρωτικών μηχανών ή κληρωτήρια ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Με κλήρωση ορίζονταν η θέση αθλητών και κριτών στους αγώνες, η επιλογή των ιερέων, ακόμη και όσων εμπλέκονταν στους δραματικούς αγώνες (διδάσκαλοι, πρωταγωνιστές, σειρά των παραστάσεων κλπ). Ωστόσο η κλήρωση αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί συνδέεται με τέσσερις βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την ανάδειξη και συμμετοχή των πολιτών στην αρχή των εννέα αρχόντων, τη βουλή των πεντακοσίων, σε δικαστικά σώματα, όπως το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, και των επιμέρους δικαστηρίων της, καθώς και στο πλήθος των εξειδικευμένων αρχόντων των οποίων ο αριθμός, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., αυξάνεται εντυπωσιακά ξεπερνώντας τους χίλιους (π.χ. δήμαρχοι, λογιστές, εύθυνοι, ταμίες αποδέκτες, ιεροποιοί, εισαγωγείς, πωλητές, επισκευαστές των ιερών, μετρονόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές του εμπορίου, αστυνόμοι, οδοποιοί, νομοθέτες, ένδεκα, τετταράκοντα, ναυτοδίκες, ξενοδίκες κλπ: [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Το 487/6 π.Χ. το δικαίωμα συμμετοχής στην αρχή των εννέα αρχόντων (επώνυμος, πολέμαρχος, βασιλεύς, και έξι θεσμοθέτες), καθώς και του γραμματέα των θεσμοθετών, επεκτάθηκε και στη δεύτερη εισοδηματική τάξη (ιππείς) διευρύνοντας έτσι την κοινωνική σύνθεση των μελών αυτής της αρχής. Η εκλογή με ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που συνδύαζε την εκλογή και την κλήρωση (κληρωτοί εκ προκρίτων). Οι άρχοντες αναδεικνύονταν από τις φυλές. Αρχικά εκλέγονταν δέκα πολίτες από κάθε φυλή για κάθε θέση (στη συνέχεια ο αριθμός των προκρίτων ανά φυλή αυξήθηκε σε εκατό) και έπειτα κληρώνονταν ο ένας από τους δέκα. Η φυλή, ανάλογα με τη σειρά που ορίστηκε, αναδείκνυε μια χρονιά τον επώνυμο άρχοντα, την επόμενη τον πολέμαρχο και ούτω καθεξής. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και μεταξύ του 458 και του 456 π.Χ. το δικαίωμα ανάδειξης στην αρχή των εννέα αρχόντων επεκτάθηκε και στην τρίτη εισοδηματική τάξη, τους ζευγίτες ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 26.2). Παράλληλα η κλήρωση μεταξύ περισσοτέρων προεκλεγομένων αντικαταστάθηκε με ένα σύστημα διπλής κλήρωσης (κλήρωση μεταξύ κληρωτών).

Τα διαδοχικά συστήματα κλήρωσης εφαρμόστηκαν και για την επιλογή των μελών της βουλής των πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε διατηρήσει την ψηφοφορία ως σύστημα ανάδειξης των βουλευτών. Το 487/6 π.Χ. όμως έγινε η πρώτη τροποποίηση που συνδύαζε εκλογή και κλήρωση, ώστε να μειωθεί η μεγάλη συμμετοχή στη βουλή των πλουσιότερων πολιτών. Η κάθε φυλή εξέλεγε πεντακόσιους πολίτες, που είχαν προκύψει από κάθε δήμο χωριστά ανάλογα με τον πληθυσμό του ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 62.1), από τους οποίους κληρώνονταν οι πενήντα βουλευτές. Μετά τον Εφιάλτη έγινε νέα ρύθμιση και εφαρμόστηκε η απλή κλήρωση, που γινόταν με κυάμους (δηλαδή κουκιά ως κλήροι, η ψήφοι). Η διαδικασία είχε ως εξής: διέθεταν δύο ίδιες κάλπες. Στη μια κάλπη (κληρωτίδα ή κληρωτήριο) έβαζαν τα ονόματα των μελών της φυλής που είχαν θέσει υποψηφιότητα και στην άλλη ισάριθμους κυάμους εκ των οποίων οι λευκοί ήταν τόσοι, όσοι επρόκειτο να εκλεγούν και οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Στη συνέχεια έβγαζαν ένα όνομα από τη μια κάλπη και έναν κύαμο από την άλλη κάλπη. Αν ο κύαμος ήταν λευκός, ο υποψήφιος εκλεγόταν, αν ήταν μαύρος, αποκλείονταν. Μετά από αυτή την εκλογή εκλέγονταν οι αναπληρωτές. Με κλήρο οριζόταν και η σειρά των πενήντα βουλευτών της φυλής (πρυτάνεις) που θα προήδρευε της βουλής για έναν από τους δέκα μήνες (πρυτανεία) του πολιτικού ημερολογίου. Η σειρά δεν οριζόταν στην αρχή του έτους αλλά πριν από κάθε επί μέρους πρυτανεία, ώστε να μην είναι εξ αρχής γνωστός ο χρόνος που μια φυλή θα αναλάμβανε την πρυτανεία. Έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι πενήντα πρυτάνεις προέδρευαν στη βουλή και στην εκκλησία και με κλήρο εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρό τους (επιστάτην). Μεταξύ του 399 και του 379/8 π.Χ. άλλαξε ο τρόπος εκλογής των προέδρων της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Από τότε ο επιστάτης επέλεγε με κλήρο έναν από αυτούς ως πρόεδρο ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 44.1-3). Στη δεκαετία του 360 π.Χ. και ο γραμματέας της βουλής επιλεγόταν με κλήρωση και όχι με ψηφοφορία.

Ωστόσο το πεδίο, στο οποίο η διαδικασία της κλήρωσης βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της, εντοπίζεται στον τρόπο επιλογής των μελών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, το οποίο με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη απέκτησε πολύ μεγάλες εξουσίες. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι κάθε χρόνο επέλεγαν με κλήρο 6.000 πολίτες (600 από κάθε φυλή, 5.000 τακτικούς και 1.000 αναπληρωματικούς) ως ηλιαστές/δικαστές. Η Ηλιαίας σπάνια συγκαλείτο σε σώμα (Ανδοκίδης, Περὶ Μυστηρίων 17). Οι 6.000 ηλιαστές κατανέμονταν με κλήρωση και για όλο το έτος σε δέκα μικρότερες ομάδες δικαστών/τμήματα που αποτελούνταν από πολίτες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Κάθε τμήμα/δικαστήριο είχε 500 ή 501 μέλη (Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 52· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68) που και αυτά με τη σειρά τους κληρώνονταν από τον κατάλογο των 6.000. Βέβαια γνωρίζουμε και περιπτώσεις με δικαστήρια 201 και 401 δικαστών (Δημοσθένης Κατὰ Μειδίου 223· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 53.3), όπως και περιπτώσεις που η εκκλησία ψήφιζε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου που αποτελείτο από 1.000, 1.500 ή 2.000 δικαστές (Λυσίας, Κατὰ Αγοράτου 35· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68.1· Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου 223 και Κατὰ Τιμοκράτους 9· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 107· Πλούταρχος, Περικλής 32· Πολυδεύκης 8.53, 123). Μαζί με την κατανομή των ηλιαστών σε τμήματα/δικαστήρια προσδιορίζονταν και οι διάφορες υποθέσεις που το καθένα από αυτά θα εκδίκαζε. Κάθε δικαστήριο αναλάμβανε να διεκπεραιώσει μέσα σε μια δικάσιμη ημέρα μια δημόσια δίκη ή τρεις έως τέσσερις ιδιωτικές δίκες.

Η διαδικασία κλήρωσης α) για την εκλογή ηλιαστών, β) τη συγκρότηση των επιμέρους δικαστηρίων, και γ) τη σύνθεση των μελών του δικαστηρίου, απαιτούσε πολύπλοκες διαδικασίες και στάδια, τα οποία ουσιαστικά εισήχθησαν τον 4ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα δωροδοκίας των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 27.5) ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη, ο Άνυτος, είχε επινοήσει πρώτος τον χρηματισμό (δεκάζειν). Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι τουλάχιστον μέχρι το 388 π.Χ. εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα κατανομής των δικαστών σε δικαστήρια. Κάθε δικαστής δεν κατανέμεται στην αρχή του χρόνου και για όλη του τη θητεία σε διάφορα δικαστήρια, αλλά κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο της Ηλιαίας η συγκρότηση των δικαστηρίων της συγκεκριμένης ημέρας. Οι ηλιαστές χωρίζονταν σε δέκα ισάριθμες ομάδες (που αντιστοιχούσαν στις δέκα φυλές) και η κάθε μια συμβολιζόταν με ένα γράμμα του αλφαβήτου από το Α έως το Κ ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.4· Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι 681-690). Στη συνέχεια ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από δύο κιβώτια δύο σειρές κλήρων: μια για το δικαστήριο και μια για την ομάδα των δικαστών. Η πρώτη ομάδα που κληρωνόταν, δίκαζε στο αντίστοιχα πρώτο δικαστήριο που κληρωνόταν, η δεύτερη στο δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός της ομάδας των δικαστών για κάθε δικαστήριο που ήταν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ημέρα. Όσοι ηλιαστές περίσσευαν, επέστρεφαν σπίτι τους (Αριστοφάνης, Πλούτος 1166-1167). Για την εκδίκαση θρησκευτικών ή στρατιωτικών υποθέσεων η κλήρωση δεν γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν προσέλθει, αλλά μεταξύ δικαστών που είχαν σχετικές γνώσεις.

Ωστόσο και το σύστημα αυτό, που καθιστούσε αδύνατον να γνωρίζει κάποιος πριν από μια δίκη ποια ομάδα δικαστών θα εκδίκαζε μια υπόθεση, δεν πρέπει να κρίθηκε ικανοποιητικό, γι’ αυτό και άλλαξε. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, που εισήχθη πριν το 352 π.Χ., η κλήρωση για κάθε ομάδα δικαστών αντικαταστάθηκε με την κλήρωση για κάθε δικαστή ατομικά.

Το νέο αυτό σύστημα, που εφαρμόστηκε και για την κλήρωση των αρχόντων αντικαθιστώντας την κλήρωση με κυάμους, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο και μας το περιγράφει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία 63-65).

Κάθε ηλιαστής έπαιρνε εν είδει ταυτότητας ένα πλακίδιο (βλ. Kroll 1972: 5-7, 62-68, 87-100), μια μικρή δηλαδή χάλκινη πλάκα μήκους 8-10 εκ., πλάτους 2 εκ. και πάχους 1-2 εκ., η οποία του ήταν χρήσιμη για το κληρωτήριο. Σε κάθε πλακίδιο αναγραφόταν το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, του δήμου του και ένα γράμμα του αλφαβήτου (από το Α έως το Κ) που αντιπροσώπευε τη φυλή του.

Η διαδικασία της κλήρωσης για τη σύνθεση των μελών των δικαστηρίων άρχιζε νωρίς το πρωί της κάθε δικάσιμης ημέρας και γινόταν σε έναν ειδικό μηχανισμό που ονομαζόταν κληρωτήριο (βλ. Dow 1937: 198-215˙ Dow 1939˙ Bishop 1970). Τα κληρωτήρια που βρέθηκαν στο χώρο της Αγοράς ήταν μόνιμα τοποθετημένα και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ. (π.χ. το συγκεκριμένο του 162 π.Χ.). Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο κληρωτήρια μαζί. Το καθένα από τα δύο είχε πέντε στήλες οριζόντιων εγκοπών που στην κορυφή τους αναγραφόταν ένα γράμμα της αλφαβήτου, από το Α έως το Κ, δηλωτικό κάθε μιας από τις δέκα φυλές. Κάθε στήλη (δηλαδή κάθετη σειρά) διέθετε πενήντα εγκοπές. Ένα κληρωτήριο που βρέθηκε με έντεκα στήλες χρονολογείται πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία οι Αθηναίοι προσέθεσαν φυλές προς τιμή σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής (βλ. σελ. 113). Στην αριστερή του πλευρά κάθε κληρωτήριο διέθετε έναν ενσωματωμένο σωλήνα που το πάνω του μέρος είχε σχήμα χωνιού, ενώ το κάτω κατέληγε σε ένα άνοιγμα με κινητό πώμα. Το σωλήνα αυτόν ο αρμόδιος άρχων τον γέμιζε με μπρούτζινα ή μαρμάρινα λευκά σφαιρίδια (ένα λευκό για κάθε πέντε δικαστές που θα κληρώνονταν από την κάθε φυλή για την συγκεκριμένη ημέρα) και μαύρα σφαιρίδια (ένα μαύρο για κάθε πέντε δικαστές που θα αποκλείονταν). Ο αριθμός των λευκών και μαύρων σφαιριδίων που τοποθετούνταν εξαρτιόταν από την αναλογία του αριθμού των ηλιαστών που απαιτούνταν εκείνη την ημέρα και των υποψηφίων που παρουσιάζονταν.

Αρχικά κάθε ηλιαστής έριχνε το πλακίδιό του (δηλ. την ταυτότητά του) μέσα σε ένα καλάθι που ήταν της φυλής του. Έπειτα ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από κάθε καλάθι ένα πλακίδιο. Ο δικαστής που κληρωνόταν (από το κάθε καλάθι) ήταν υπεύθυνος να τοποθετήσει στην τύχη τα υπόλοιπα πλακίδια, που υπήρχαν στο καλάθι του, στις εγκοπές της στήλης, στις οποίες αναγραφόταν το γράμμα της φυλής του (δηλ. κάθε μια κάθετη σειρά περιελάμβανε τα πλακίδια που έφεραν το γράμμα Α, μια άλλη το Β και ούτω καθεξής). Κατόπιν ο αρμόδιος άρχων τραβούσε ένα ένα τα σφαιρίδια που βρίσκονταν στο σωλήνα. Αν το πρώτο που έπεφτε ήταν άσπρο, οι πέντε ηλιαστές, των οποίων τα πλακίδια ήταν στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, κληρώνονταν ως δικαστές για εκείνην την ημέρα. Αν ήταν μαύρο αποκλείονταν. Το δεύτερο σφαιρίδιο έκρινε τη δεύτερη σειρά και ούτω καθεξής μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός δικαστών. Στη συνέχεια, όσοι είχαν επιλεγεί, τραβούσαν με κλήρο ένα βελανίδι που έφερε ένα γράμμα του αλφαβήτου, από το Λ και μετά, το οποίο αντιστοιχούσε στο δικαστήριο που θα πήγαιναν. Στο τέλος έδιναν σε κάθε δικαστή ένα χρωματιστό ραβδί ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.2-3), το οποίο του έδινε το δικαίωμα εισόδου στο δικαστήριο και με το οποίο γνώριζε σε ποιο δικαστήριο θα πήγαινε (κάθε δικαστήριο έφερε στην είσοδό του ένα δοκάρι διαφορετικού χρώματος). Αντίστοιχη διαδικασία προβλεπόταν και για τους προέδρους των δικαστηρίων ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 66.1). Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία, τα πλακίδια των ηλιαστών περνούσαν από έλεγχο νομιμότητας και τα έστελναν στο δικαστήριο όπου θα δίκαζε ο καθένας. Με το τέλος της δίκης τα πλακίδια τους επιστρέφονταν μαζί με την αμοιβή τους.

Γίνεται συνεπώς φανερό ότι τα διάφορα αυτά συστήματα κλήρωσης που επινοήθηκαν είχαν ως στόχο να μην γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο, ποιοι δικαστές θα συμμετείχαν, ούτε και ποια υπόθεση θα εκδίκαζαν. Με αυτά τα μέτρα πίστευαν ότι αποτρεπόταν κάθε πιθανότητα δωροδοκίας των δικαστών και εξασφαλιζόταν η άψογη απονομή της δικαιοσύνης. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αξιοθαύμαστα επινοητική.

Ανέθεσαν (το κληρωτήριο) επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

έδοχσεν το͂ι δέμοι· τ̣[ὸς ε Σ]αλαμ̣[ίνι κλερόχ]ος
οικε͂ν εα Σαλαμίνι [ ․ ․ 5 ․ ․ ]λεν [ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Αθέ]νε-
σι τελε͂ν καὶ στρατ[εύεσθ]αι ⋮ τ̣[ὰ δ’ ε Σαλαμίνι] μ-
έ μι[σθ]ο͂ν, εὰ μέ οικ[ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]ο[ ․ μισθόμενο․ ⋮ ε]ὰ-
5 ν δέ μισθο͂ι, αποτί[νεν τὸ μισθόμενον καὶ τὸ] μ̣-
ισθο͂ντα ℎεκάτε[ρον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ]
ες δεμόσιο[ν ∶ εσπράτεν δέ τὸν ά]-
ρχο[ν]τα, εὰν [δέ μέ, ευθ]ύ[νεσθαι ∶ τ]-
ὰ δέ [ℎ]όπλα π[αρέχεσ]θ̣α[ι αυτὸς ∶ τ]-
10 ριά[κ]οντα ∶ δρ[αχμο͂ν ⋮] ℎο[πλισμένο]-
ν δέ [τ]ὸν άρχοντ[α τὰ ℎόπλα κρίν]-
εν ⋮ [επ]ὶ τε͂ς β[ο]λε͂[ς ․ ․ ․ c.11 ․ ․ ․ ․ ]

Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο αττικό ψήφισμα. Η προσθήκη του όγδοου θραύσματος (Ματθαίου 1990-1991: 10-13) καθιστά πολύ πιθανό ότι η απόφαση αυτή του αθηναϊκού δήμου αφορά τους κληρούχους (συμπλήρωση κληρόχ]ος, στ. 1) που εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα.

Οι κληρουχίες, όπως οι αποικίες, συντελούσαν στην αποκατάσταση ακτημόνων πολιτών με τη διανομή σε αυτούς κλήρων γης. Όμως, ενώ οι αποικίες γίνονταν ανεξάρτητα κράτη, οι κληρουχίες αποτελούσαν τμήμα του αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη και, όπως οι πολίτες των τριών πρώτων τιμοκρατικών τάξεων, πλήρωναν εισφορά και στρατεύονταν ως οπλίτες.

Σύμφωνα με το ψήφισμα στις υποχρεώσεις των κληρούχων περιλαμβάνονται: η καταβολή φόρου και η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας (στ. 3) στις τάξεις των οπλιτών, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός κάθε κληρούχου υπολογίζεται σε τριάντα δραχμές (στ. 9-10), καθώς και η μόνιμη διαμονή τους στην Σαλαμίνα που επιβάλλεται με τη μη εκμίσθωση των κλήρων τους (στ. 3-4). Με βάση τις συμπληρώσεις στους στίχους 4-8 φαίνεται ότι, εάν παραβιασθεί η διάταξη αυτή, ο εκμισθών και ο μισθωτής υποχρεούνται στην καταβολή προστίμου, η είσπραξη του οποίου ανατίθεται στον άρχοντα της Σαλαμίνας. Ο άρχοντας έχει επίσης την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού (στ. 9-11). Σύμφωνα με την Αθηναίων πολιτεία (54.8) του Ψευδο-Αριστοτέλους, ο άρχοντας της Σαλαμίνας οριζόταν ετήσια από την εκκλησίαν τού δήμου.

Είναι γνωστό ότι η Σαλαμίνα αποτέλεσε αιτία μακρόχρονων πολέμων ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους και ότι αυτή περιήλθε τελικά στους Αθηναίους (βλ. Πλούταρχος, Σόλων 8-10· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 17.2). Η σημασία του νησιού δηλώνεται και από το ψήφισμα (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).

Αν και οι συμπληρώσεις που έγιναν δεν είναι πάντοτε βέβαιες, κύριος σκοπός του ψηφίσματος είναι ασφαλώς η μόνιμη εγκατάσταση των κληρούχων στην Σαλαμίνα και η στράτευσή τους στις τάξεις των οπλιτών. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι μετά την εκδήλωση των εχθρικών διαθέσεων της Σπάρτης η φρούρηση της Σαλαμίνας κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Αθηναίους για την προστασία και διασφάλιση της κατοχής της.

Ο δήμος αποφάσισε: οι κληρούχοι στη Σαλαμίνα να διαμένουν στη Σαλαμίνα… να καταβάλλουν φόρους στους Αθηναίους και να στρατεύονται· να μην εκμισθώνουν τη γη που τους παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα και να μη διαμένει σε αυτήν ο μισθωτής της· εάν (στ. 5) την εκμισθώσουν, ο εκμισθών και ο μισθωτής πληρώνουν ως πρόστιμο το τριπλάσιο του μισθώματος στο δημόσιο, η είσπραξη (του προστίμου) ανατίθεται στον άρχοντα, ο οποίος να λογοδοτεί σε περίπτωση παράλειψης που αφορά αυτό το καθήκον· οι ίδιοι οι κληρούχοι οφείλουν να παρέχουν τον οπλισμό τους (στ. 10) αξίας τριάντα δραχμών και ο άρχοντας θα έχει την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού.

1 Δεξίλεως Λυσανίο Θορίκιος.
  εγένετο επὶ Τεισάνδρο άρχοντος,
  απέθανε επ’ Ευβολίδο
  εγ Κορίνθωι τών πέντε ιππέων.

Η ένταξη της επιγραφής στο ιστορικό της πλαίσιο

Η επιγραφή που σώζεται μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια τη μάχη κατά την οποία πέθανε ο Δεξίλεως, καθώς αναφέρεται η τοποθεσία στην οποία διεξήχθη αυτή η μάχη, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο χρόνος που αυτή έλαβε χώρα, με την αναφορά του επώνυμου άρχοντος κατά την θητεία του οποίου πέθανε ο Δεξίλεως. Αυτός ήταν ο Ευβουλίδης ο οποίος ανέλαβε ως επώνυμος άρχων της Αθήνας το έτος 394/3 π.Χ. Σύμφωνα με τον  Ξενοφώντα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η μάχη στην οποία συμμετείχε και σκοτώθηκε ο Δεξίλεως ήταν αυτή του ποταμού Νεμέα (394 π.Χ.), στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.).

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.17), οι Αθηναίοι ιππείς που συμμετείχαν στη μάχη ήταν λιγότεροι από εξακόσιοι (600), ενώ σύμφωνα με τον ίδιο συνολικά οι Θηβαίοι, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) οπλίτες και χίλιους πεντακόσιους πενήντα (1.550) ιππείς. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Διόδωρος (14.82.10) είναι σαφώς πιο μετριοπαθείς. Ο αντι-σπαρτιατικός συνασπισμός είχε στην διάθεση του  δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) οπλίτες, ενώ οι ιππείς ανέρχονταν σε πεντακόσιους (500) περίπου. Οι δυνάμεις των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά 4.2.16), σε δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιους (13.500) περίπου οπλίτες, εξακόσιους (600) ιππείς, τριακόσιους (300) Κρήτες τοξότες και τετρακόσιους (400) σφενδονήτες. Αντιθέτως ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ανέρχονταν σε είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) οπλίτες και πεντακόσιους (500) ιππείς.

Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις απώλειες των δύο αντίπαλων συνασπισμών στη συγκεκριμένη μάχη. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις οκτώ (8) στρατιώτες ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους  περίπου δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί (Németh 1994: 95). Ο Ξενοφών, επιθυμώντας να τονίσει τη γενναιότητα και τις ικανότητες των Σπαρτιατών οπλιτών, έχει σκοπίμως παραποιήσει τους αριθμούς, οι οποίοι δεν υιοθετούνται από τους σύγχρονους ερευνητές. Αν ίσχυαν αυτοί οι αριθμοί δεν θα ήταν δυνατό οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οι Αργείοι στη μάχη της Κορώνειας που διεξήχθη μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα να παρατάξουν  αξιόμαχο και πολυπληθές στράτευμα (Ξενοφών, Ελληνικά 4.3.15). Ο Διόδωρος από την άλλη υποστηρίζει ότι οι νεκροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε χίλιους εκατό (1.100) στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Αθηναίων και των συμμάχων τους ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσιους (2800) περίπου στρατιώτες. Τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει ο Διόδωρος είναι περισσότερο αληθοφανή σε σχέση με εκείνα που παραθέτει ο Ξενοφών.

Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ξενοφών σχετικά με τον αριθμό των Αθηναίων ιππέων που συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα εύκολα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στη μάχη αυτή σύμφωνα με τον Ξενοφώντα συμμετείχαν εξακόσιοι (600) Αθηναίοι ιππείς. Από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., μέχρι και το 394 π.Χ., έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η μάχη σου ποταμού Νεμέα, μόλις μία φορά ακόμη οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σε εκστρατεία εκτός των συνόρων της Αττικής εξακόσιους (600) ιππείς, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Μεγάρων, το 424 π.Χ. (Θουκυδίδης 4.68.5). Επιπροσθέτως ο Ξενοφών, αν και παραθέτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιππέων για τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους (χίλιους πεντακόσιους πενήντα [1.550]), εντούτοις αυτοί δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη μάχη του ποταμού Νεμέα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αξιοπιστίας των Αθηναίων ιππέων την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς αυτοί είχαν συνδεθεί με τους Τριάκοντα Τυράννους (404/403 π.Χ.· Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.2). Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αθηναίων απέναντι στους ιππείς υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε  παρότρυναν τριακόσιους από αυτούς (300) να συμμετάσχουν στο εκστρατευτικό σώμα του Θίβρωνος στη Μικρά Ασία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1.4).

Επί πλέον  οι απώλειες των Αθηναίων ιππέων περιορίστηκαν σε ένδεκα άτομα σύμφωνα με την επιγραφή IG II2 5222, αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές ότι οι πεσόντες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη επιγραφή αφορούν τις συνολικές απώλειες των Αθηναίων ιππέων και όχι την καταγραφή των απωλειών επιμέρους αθηναϊκών φυλών (Harding 1985: 33). Η επιγραφή ωστόσο, δεν αναφέρει ότι οι ένδεκα ιππείς ανήκαν σε μία συγκεκριμένη φυλή, αν και η επιγραφή σώζεται ακέραιη. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι αριθμοί που παραθέτει ο Διόδωρος σχετικά με τον αριθμό των ιππέων του αντι-σπαρτιατικού συνασπισμού κρίνονται περισσότερο αληθοφανείς. Συνεπώς ο αριθμός των Αθηναίων ιππέων πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εξακοσίων Αθηναίων ιππέων που παραθέτει ο Ξενοφών λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Η ίδια η επιτύμβια στήλη (IG II2 6217) στην οποία αναφέρεται το όνομα του Δεξίλεω  παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Η αινιγματική φράση ότι ήταν ένας εκ των πέντε ιππέων που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ερευνητές, καθώς στην επιγραφή IG II2 5222 γίνεται αναφορά σε ένδεκα (11) νεκρούς ιππείς στην Κόρινθο την ίδια εποχή.  Οι δύο βασικές επιστημονικές υποθέσεις είναι οι εξής: 1) ο Δεξίλεως ανήκε στους 4-5 πιο ικανούς ιππείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ἱππαρχικός 8.25) παρέμεναν πίσω από την υπόλοιπη παράταξη και προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον των εχθρών, όταν οι τελευταίοι  έστρεφαν το μέτωπό τους, για να κάνουν έφοδο. Λόγω ανεπάρκειας σχετικών μαρτυριών, όμως, δεν καθίσταται σαφές αν στο συγκεκριμένο χωρίο ο Ξενοφών παρουσιάζει μία συνήθη στρατιωτική τακτική ή αν προτείνει μία καινοτόμο τακτική επιμέρους τμήματος του αθηναϊκού ιππικού (Bugh 1988: 138)· 2) η επιτάφια επιγραφή του Δεξίλεω αναφέρεται στους νεκρούς ιππείς που σχετίζονται με την Ακαμαντίδα φύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μισοί περίπου του συνόλου των νεκρών ιππέων ανήκαν στην Αδαμαντίδα φυλή. Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο στην αρχαία Αθήνα (πρβλ. ενδεικτικά τη μάχη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ., όπου, σύμφωνα με τον ατθιδογράφο Κλείδημο [Πλούταρχος, Αριστείδης 19.6], θυσιάστηκαν πενήντα δύο (52) Αθηναίοι στρατιώτες από την Αιαντίδα φυλή). Πιθανότατα οι ιππείς της Ακαμαντίδος φυλής βρέθηκαν σε ένα σημείο όπου η ένταση της μάχης ήταν μεγάλη, εξ ου και οι μεγάλες απώλειες αυτών. Οι ιππείς των Αθηναίων σε πολλές περιπτώσεις δεν πολεμούσαν με το σύνολο των δυνάμεων τους, αλλά συμμετείχαν σε μάχες με μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα βασισμένα στη διαίρεση των Αθηναίων σε φυλές (Ξενοφών, Ελληνικά 2.4.4, 2.4.31· Διόδωρος Σικελιώτης 18.10.3).

 

Η αποσύνδεση του Δεξίλεω από το καθεστώς των Τριάκοντα (404/3 π.Χ.)

Η αναφορά στους δύο επώνυμους άρχοντες κατά το έτος γέννησης του Δεξίλεω, 414/3 π.Χ. (Τείσανδρος), και κατά το  έτος θανάτου του, 394/3 π.Χ. (Ευβουλίδης), θα πρέπει να συνδέεται με την απόπειρα των συγγενών του να δηλώσουν απερίφραστα ότι ο Δεξίλεως δεν είχε ουδεμία σχέση με το καθεστώς των Τριακόντα το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα απεχθές στους Αθηναίους, καθώς σύμφωνα με τα ονόματα των επωνύμων άρχόντων που παρατίθενται ο Δεξίλεως ήταν μόλις είκοσι ετών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να είχε ενεργό ρόλο στο καθεστώς των Τριάκοντα.

Ο Δεξίλεως, ο γιος του Λυσανίου από το δήμο του Θορικού. Γεννήθηκε επί άρχοντα Τεισάνδρου, πέθανε επί άρχοντα Ευβουλίδου στην Κόρινθο, ένας από τους πέντε ιππείς.