(1st hand)
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου]
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς]
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής
5 Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ-
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ-
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ-
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ-
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν
10 ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)-
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε-
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα-
15 τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε
20 καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο,
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν
25 τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό-
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα-
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον
30 δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου
35 Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα.
——
(2nd hand)
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε-
λούτος τής Θέωνος έκαστα
40 ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί .
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα.
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος
45 Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα.
Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.