(1ο χέρι)
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου]
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς]
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής
5 Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ-
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ-
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ-
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ-
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν
10 ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)-
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε-
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα-
15 τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε
20 καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο,
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν
25 τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό-
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα-
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον
30 δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου
35 Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα.
——
(2ο χέρι)
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε-
λούτος τής Θέωνος έκαστα
40 ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί .
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα.
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος
45 Σεβαστού Γερμανικού
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα.

Η διδασκαλική που σώθηκε στον P.Oxy. ΙΙ 275 αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης μαθητείας με παροχή άμισθης εργασίας. O Τρύφωνας του Διονυσίου δίνει τον γιο του Θοώνη ως μαθητευόμενο στον υφαντή Πτολεμαίο του Παυσιρίωνα, προκειμένου να τον διδάξει την υφαντική τέχνη για χρονικό διάστημα ενός έτους.

 

Ο τύπος του νομικού εγγράφου: το «ιδιωτικό πρωτόκολλο»

Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ηγεμονία) τα νομικά έγγραφα που συντάσσονταν στην Αίγυπτο από υπαλλήλους και συμβολαιογράφους των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. στα αγορανομεία και τα γραφεία) ονομάζονταν δημόσιοι χρηματισμοί και διακρίνονταν κυρίως από τη θέση της ημερομηνίας στην αρχή του κειμένου και τη χρήση του πρωτοκόλλου (Wolff 1978: 86-87, 139-140· Mitteis 1912: 58-61), δηλαδή της τριτοπρόσωπης δήλωσης της πράξης στην αρχή του κύριου περιεχομένου του νομικού κειμένου. Σε αυτήν την κατηγορία κειμένων παρατηρείται και η χρήση της ομολογίας, δηλωθείσας με το ρήμα ομολογέω-ώ. Υπήρχαν όμως και είδη νομικών εγγράφων, όπως π.χ. το χειρόγραφον, τα οποία συντάσσονταν από ιδιώτες, και ως εκ τούτου δεν είχαν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών. Διακριτικά στοιχεία αυτών αποτελούν η θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κύριου περιεχομένου του εγγράφου και η χρήση του πρώτου προσώπου, με ή χωρίς τη χρήση ομολογίας (Mitteis 1912: 72-75· Schwarz 1961· Wolff 1978: 107).

Το είδος της προς εξέταση σύμβασης μαθητείας είναι το αποκαλούμενο από τους νομικούς παπυρολόγους «ιδιωτικό πρωτόκολλο», ένα είδος εγγράφου το οποίο κατά κανόνα διακρίνεται εκ πρώτης όψεως από τη μακρόστενη μορφή του κειμένου του (20 έως 40 γράμματα ανά αράδα). Η ονομασία αυτού του είδους εγγράφου προκύπτει από το γεγονός ότι συντασσόταν από ιδιώτες, όπως αυτό φαίνεται από τη θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κειμένου, αλλά σε μορφή πρωτοκόλλου προς μίμηση των εγγράφων που γράφονταν από συμβολαιογράφους και υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών (Wolff 1978: 123· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 49-50). Ωστόσο, υπήρχαν κατά την περίοδο της Ηγεμονίας δύο νομικές διαδικασίες, η δημοσίωσις και η εκμαρτύρησις, με τις οποίες το «ιδιωτικό πρωτόκολλο» και το χειρόγραφον μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών (Wolff 1978: 129· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 63).

 

Οι συμβαλλόμενοι και η δικαιοπραξία

Ο P.Oxy. ΙΙ 275 ανήκει στο αρχείο τού ενός από τους δύο συμβαλλομένους, του υφαντουργού Τρύφωνα (Piccolo 2003), ο οποίος μάλλον έμαθε τη γερδιακὴν τέχνην από τον πατέρα του, τον Διονύσιο (Brewster 1927: 133, 139). Ενώ όμως ο Τρύφωνας θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του, ο τελευταίος επρόκειτο να μαθητεύσει δίπλα σε άλλον υφαντουργό, πρακτική συνήθης στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, πιθανόν γιατί με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά των υφαντουργών καρπώνονταν εμπειρίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στο σπίτι του πατέρα τους (van Minnen 1987: 79). Εκτός αυτού, ήδη από το 52 μ.Χ. ο Τρύφωνας έπασχε από καταρράκτη και μερική απώλεια όρασης (Brewster 1927: 140· Marganne 1994), συνθήκη που καθιστούσε αναγκαία την καθοδήγηση του Θοώνη από άλλον υφαντουργό.

Το εν λόγω δικαιοπρακτικό κείμενο αναφέρει (στ. 1-6) τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία των ατόμων που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα ταυτοποίησης των συμβαλλομένων (Hübsch 1968: 107-108). Συγκεκριμένα καταγράφονται και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη τα ονόματα των γονέων τους συνοδευόμενα από τα πατρώνυμά τους, ενώ μόνο για τον τεχνίτη γίνεται η αναφορά στο επάγγελμά του (γέρδιος). Επίσης, στους στ. 7-9 το κείμενο εμπεριέχει και τα προσωπικά στοιχεία του μαθητευόμενου Θοώνη, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (στ. 8-9).

Στους στ. 6-7 αναγνωρίζεται η πράξη που δημιουργεί την έννομη σχέση μεταξύ των ιδιωτών: ο μέν Τρύφων (ενν. ομολογεί) εγδεδόσθαι. Το ρήμα εκδίδωμι στα νομικά κείμενα έχει τη σημασία του «μεταβιβάζω, διαθέτω», και δηλώνει τη μεταβίβαση ενός ατόμου χωρίς αυτεξουσιότητα από τον κηδεμόνα του σε ένα τρίτο πρόσωπο (Herrmann 1957-1958: 136). Αν και κατά κανόνα στις συμβάσεις μαθητείας δηλώνεται ρητώς ο σκοπός της μεταβίβασης του ατόμου, δηλαδή η κατάρτισή του στην εκάστοτε τέχνη (ώστε μαθείν· Herrmann 1957-1958: 120), στην παρούσα σύμβαση η έκδοσις συνδυάζεται μόνο με την υποχρέωση του Θοώνη, δηλαδή διακονού(ν)τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμενα αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην πασαν (στ. 10-13).

 

Οι υποχρεώσεις και οι κυρώσεις

Προέχον στοιχείο της παρούσας σύμβασης είναι η κατάρτιση του Θοώνη στην υφαντική τέχνη. Ωστόσο αυτός δεν λαμβάνεται υπόψιν ως δικαιοπρακτών, δηλαδή το έγγραφο αποτελεί μία δικαιοπραξία μεταξύ του κηδεμόνα του μαθητή και του δασκάλου-τεχνίτη (Herrmann 1957-1958: 130).

Με τη σημερινή νομική ορολογία έχουμε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις: ο Τρύφωνας αναλαμβάνει τα έξοδα για τη διατροφή, τον ρουχισμό και τὰ δημόσια πάντα τού παιδός (στ. 17), δηλαδή των φόρων της λαογραφίας (κεφαλικού φόρου) και του χειρωναξίου (ειδικού φόρου επιτηδεύματος) (Herrmann 1957-1958: 126-127· Droß-Krüpe 2011: 110-111), ενώ ο Πτολεμαίος επιβαρύνεται με την παροχή χρηματικής αποζημίωσης στον Τρύφωνα για τα τροφεία και τον ιματισμό του Θοώνη (στ. 17-21).

Δεδομένου ότι κύρια υποχρέωση του Πτολεμαίου ήταν να διδάξει τον Θοώνη την υφαντουργική τέχνη, ο P. van Minnen συμπληρώνει τον στ. 13 (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην>), κάνοντας λόγο για παράλειψη του γραφέα και στηριζόμενος στους στ. 16-19 της σύμβασης μαθητείας SB Χ 10236, από το ίδιο αρχείο (van Minnen 1987: 79 σημ. 171· βλ. BL IX 179). Προς επίρρωσιν αυτής της διόρθωσης αρκεί να τονίσουμε ότι και σε άλλες συμβάσεις μαθητείας γίνεται διαχωρισμός των ομολογιών των δύο συμβαλλομένων με τα μόρια μέν-δέ. Μετά λοιπόν την ομολογία του Τρύφωνα (ο μέν Τρύφων εγδεδόσθαι) το νομικό κείμενο θα έπρεπε θεωρητικά να περιλαμβάνει και αυτήν του Πτολεμαίου (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν>).

Στους στ. 22-33 εμπεριέχονται ρήτρες μέσω των οποίων προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης όρων που διασφαλίζουν, όχι μόνο την παραμονή και την υπακοή του Θοώνη στο πλευρό του Πτολεμαίου για το χρονικό διάστημα του ενός έτους, αλλά και την επιθυμητή έκβαση της μαθητείας, δηλαδή την κατάρτιση του μαθητευομένου στην υφαντική τέχνη. Από τις εν λόγω ρήτρες μαθαίνουμε για τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν στην έννομη σχέση μεταξύ του κηδεμόνα και του δασκάλου-τεχνίτη.

 

Η υπογραφή και οι υπογραφείς

Ηδη από την πτολεμαϊκή και μέχρι τη βυζαντινή Αίγυπτο τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνταν να πιστοποιήσουν και να επιβεβαιώσουν με την υπογραφή τους τη γνησιότητα του περιεχομένου του νομικού εγγράφου που κατέγραφε τη δικαιοπραξία τους. Ο γραφικός χαρακτήρας της υπογραφής ήταν ένα σημαντικό μέσο για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της και την ταυτοποίηση του υπογράφοντος (Youtie 1981: 189-190). Στην υπογραφή οι συμβαλλόμενοι έγραφαν το όνομα τους και επαναλάμβαναν σε πρώτο πρόσωπο τα βασικά σημεία του νομικού εγγράφου, δηλαδή κατά κανόνα την αναγνώριση της πράξης και την κύρια υποχρέωση που προέκυψε από αυτή. Αρκετές φορές ωστόσο το περιεχόμενο της υπογραφής ήταν πιο γενικό και περιληπτικό, όπως αυτό συμβαίνει στην υπογραφή του υφαντή Πτολεμαίου (στ. 39-40: έκαστα ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί· Wolff 1978: 164-165).

Στους στ. 41-43 ωστόσο δηλώνεται ότι η υπογραφή του Πτολεμαίου δεν έχει γραφτεί από το δικό του χέρι αλλά από αυτό του Ζωίλου, γιατί δεν γνώριζε γράμματα. Ο υφαντής Πτολεμαίος μάλλον ανήκε στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες υπηκόων που δεν γνώριζαν γραφή, τους αγραμμάτους ‒ η δεύτερη ήταν αυτή των βραδέως γραφόντων, όσων δηλαδή μπορούσαν να γράψουν στα ελληνικά το όνομά τους και δύο ή τρείς αράδες, αν τους δινόταν αρκετός χρόνος. Τόσο οι αγράμματοι όσο και οι βραδέως γράφοντες είχαν ανάγκη τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου που ήταν ικανό να γράψει αντιστοίχως όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της υπογραφής τους (Youtie 1981: 188· Wolff 1978: 164). Επειδή όμως ο υπογραφεὺς δεν ήταν υπεύθυνος μόνο για τη σύνταξη της υπογραφής του ατόμου που εκπροσωπούσε, αλλά και για τον έλεγχο του περιεχομένου του νομικού εγγράφου, έπρεπε να είναι ένα έμπιστο άτομο, συγγενής ή φίλος, αλλιώς η προσφυγή σε έναν επαγγελματία γραφέα ήταν απαραίτητη (Kraus 2000: 327).

Αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον ο Τρύφωνας του Διονυσίου, γιου του Τρύφωνα και της Θαμούνιος, κόρης του Οννώφρη, και ο υφαντής Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, (στ. 5) κόρης του Θέωνα, αμφότεροι κάτοικοι της πόλης των Οξυρύγχων, ο μεν Τρύφωνας ότι έχει παραδώσει ως μαθητευόμενο στον Πτολεμαίο τον ανήλικο ακόμα γιο του Θοώνη της Σαραεύτος, κόρης του Απίωνα, για χρονικό διάστημα (στ. 10) ενός έτους από τη σημερινή ημέρα για να διακονεί και εκτελεί όλα όσα του υπαγορεύονται από τον Πτολεμαίο σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα της υφαντικής τέχνης. Ο δε Πτολεμαίος ομολογεί ότι θα διδάξει στον ανήλικο την υφαντική τέχνη στον βαθμό που την κατέχει ο ίδιος, ενώ ο ανήλικος θα τρέφεται και θα ντύνεται (στ. 15) κατά τη διάρκεια όλου του έτους από τον πατέρα του Τρύφωνα, στον οποίο και θα επιβληθούν όλοι οι φόροι του ανηλίκου, υπό τον όρο ότι ο Πτολεμαίος θα του δίνει μηνιαίως για τα έξοδα της διατροφής πέντε δραχμές, (στ. 20) και κατά την ολοκλήρωση όλου του έτους για τα έξοδα του ρουχισμού δώδεκα δραχμές, χωρίς να επιτρέπεται στον Τρύφωνα να αποσπάσει τον ανήλικο από τον Πτολεμαίο μέχρι να συμπληρωθεί το έτος, και όσες τυχόν (στ. 25) μέρες δεν είναι συνεπής (ο μαθητευόμενος) κατά τη διάρκεια αυτού, τόσες θα τον διαθέσει (ο πατέρας του) μετά το πέρας του έτους, ει δε μη, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για κάθε μέρα μία ασημένια δραχμή και στην περίπτωση απόσπασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του έτους να εκτίσει τη χρηματική ποινή (στ. 30) των εκατό δραχμών και στο δημόσιο ταμείο το ίδιο ποσό. Εάν όμως και ο Πτολεμαίος δεν διδάξει τον ανήλικο, θα υπέχει ως ένοχος τις ίδιες ποινές. Η παρούσα σύμβαση μαθητείας έχει ισχύ. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα (στ. 35) Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού. (2ο χέρι) Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, κόρης του Θέωνα, (στ. 40) θα πράξω κάθε ένα από αυτά κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου. Ζωίλος του Ώρου, γιου του Ζωίλου, και της Διεύτος, κόρης του Σωκέα, έγραψα εκ μέρους του καθότι δεν γνωρίζει γράμματα. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα (στ. 45) Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού.

Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.

Δομή και περιεχόμενο της επιστολής

Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.

Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.

 

Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»

Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».

Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).

 

Πτολεμαία

Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).

Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.

H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).

 

Αρσινόεια

Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.

Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).

 

Ζήνωνας και παλαίστρα

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).

Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Υφαντουργία και ιματισμός

Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.

Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).

Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).

Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.

Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.