Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.

Δομή και περιεχόμενο της επιστολής

Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.

Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.

 

Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»

Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».

Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).

 

Πτολεμαία

Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).

Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.

H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).

 

Αρσινόεια

Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.

Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).

 

Ζήνωνας και παλαίστρα

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).

Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Υφαντουργία και ιματισμός

Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.

Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).

Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).

Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.

Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.

Επὶ Λυσίαδου άρχοντος οίδε ιεροποίησαν

Ῥωμαία

Χρύσιππος εξ Οίου Σμικυθίων Αναγυράσιος

Πτολεμαία

5.

 

 

 

 

10.

 

 

 

 

15.

 

 

 

 

20.

 

 

 

 

25.

 

 

 

 

30.

 

 

 

 

35.

 

 

 

5.      [Α]σκληπιόδοτος Πειραιε

6.      [Ν]ικογένης Φιλαίδης

7.      [Αν]θεστήριος εγ Μυρριν

8.      [Μ]νασαγόρας Αλεξανδ

9.      [Π]αυσίλυπος Πειραιεύς

10.  [Θ]εόφιλος Πειραιεύς

11.  [Α]πελλής Σουνιεύς

12.  Αρίβαζος Πειραιεύς

13.  Ανδρέας Παλληνεύς

14.  Άρεστος Μαραθώνιος

15.  Νικόμαχος Περιθοίδη

16.  Ασκληπιόδωρος Σουνι

17.  [Φ]ιλιππίδης Φλυεύς

18.  [Ε]ρ[μό]δωρος Φρεάρριος

19.  [Φ]είδιππος Φλυε

20.  [Τ]ιμησίθεος Εεχιεύς

21.  [Μ]έ[ν]ων? Αζηνιεύς

22.  [Γλ]αυκίας Θετταλός

23.  [Π]ρωτόλαος Συπαλήττ

24.  [Δ]ιονύσιος Κριωεύς

25.  Παναίτιος Ῥόδιος

26.  Δημόφιλος Πειραιεύς­

27.  [Θ]ράσιππος Ικαριεύς

28.  [Ἴ]ων Αμφιτροπήθε

29.  [Ά]λεξις Μαραθώνιος

30.  [Β]ίων Αζηνιεύς

31.  [Κ]ράτιππος Κηφισιεύ

32.  [Α]ρχέλαος Συπαλήττι

33.  [Θ]εόδωρος Ῥαμνούσιος

34.  [Α]ρίσταρχος Λευκονοεύς

35.   [Μ]έμνωνΣαρδιανός

36.  [Κ]αλλικράτης Αγγελή[θεν]

37.  [Λ]εύκιος

 

Αντίπατρος Πειραιεύς

Θηρύλος Πιθεύς

Σπόριος Ῥωμαίος

Ερμώναξ Ἕρμειος

Αρχικλής Λακιάδης

Λυκίσκος εξ Οίου

Πυθικὸς Αραφήνιος

Φιλήμων Ειρεσίδης

Μενέλαος Πειραιεύς

Κράτερμος Ῥαμνούσιος

Λεόντιχος Αχαρνεύς

Αλέξανδρος Ὀτρυνεύς

Βάκχιος Αθμονεύς

Βασιλείδης Πειραιεύς

Αγιάδας Γαργήττιος

Σέλευκος Δεκελεεύς

Δέξανδρος Αναφλύστιο[ς]

Γόργος Σφήττιος

Μητρόδωρος Πειραιεύς

Μήδειος Πειραιεύς

Μένανδρος Πειραιεύς

Ποσειδώνιος Λαμπτρεύ[ς]

Ποσειδώνιος Πειραιεύς

Εστιαίος Θημακεύς

Αρισταρχος Ῥαμνούσιος

Απολλόδωρος Πειραιεύς

Ασκληπιά[δ]ης Πειραι[εύς]

Λ— —

Το κείμενο είναι ένας κατάλογος όσων υπηρέτησαν ως ιεροποιοί σε δύο γιορτές, τα Ῥωμαία και τα Πτολεμαία, μια συγκεκριμένη χρονιά.

Τα Ρωμαία αποτελούσαν έναν από τους τρόπους με τους οποίους αποδίδονταν τιμές στη Ρώμη μεταξύ άλλων και από πόλεις του ελλαδικού χώρου ήδη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο (Mellor 1975: 97-107· Deshours 2011: 78). Από τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.) και εξής η Αθήνα είναι σταθερή σύμμαχος της Ρώμης και αποκομίζει σημαντικά οφέλη από αυτήν την πολιτική –σημαντικότερο εκ των οποίων η μεταβίβαση της κυριαρχίας της Δήλου από τους Ρωμαίους στην Αθήνα το 167 π.Χ. (Habicht 1995: 196-264). Η γιορτή των Ρωμαίων εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής. Λίγο μετά το 155 π.Χ. καταγράφεται επίσης θυσία στο ρωμαϊκό Δήμο από κοινού με άλλους θεούς (Agora ΧV 1807-12), ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους προεδρία στο θέατρο του Διονύσου είχαν τόσο ο ιερέας του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης, όσο και ο ιερέας της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου (IG II2 5047, 5114).

Όσον αφορά τα Πτολεμαία, η ίδρυση της γιορτής αυτής απεικονίζει τις καλές σχέσεις της πόλης με το βασίλειο των Πτολεμαίων μετά το 229 π.Χ. και συνδυάζεται με άλλες τιμές που η Αθήνα απευθύνει στον Πτολεμαίο Γ’ την ίδια περίοδο, όπως η εισαγωγή μίας νέας φυλής, της Πτολεμαΐδας, και η θέσπιση λατρείας του ίδιου και της συζύγου του, βασίλισσας Βερενίκης (Habicht 1992). Τα Πτολεμαία στην Αθήνα συνεχίζουν να γιορτάζονται και επί Πτολεμαίου Η’ Ευεργέτη Β’ (145-116 π.Χ.), ενώ οι μαρτυρίες για καλές σχέσεις φτάνουν μέχρι και τη βασιλεία του Πτολεμαίου Θ’ Σωτήρα Β’, παρότι ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι Πτολεμαίοι δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων.

Σχετικά με τους ιεροποιούς η πλέον κατατοπιστική πηγή που διαθέτουμε είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1322b), ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους ως αρμοδιότητες πρακτικής φύσης, που σχετίζονται με τη σωστή λειτουργία των ιερών. Στην Αθήνα υπήρχαν ιεροποιοί επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες γιορτές, όπως εδώ (Smith 1968: 8-29). Στον συγκεκριμένο κατάλογο μαρτυρούνται εξήντα ένα ονόματα ιεροποιών, ενώ από ένα ακόμη όνομα σώζεται το αρχικό γράμμα. Ο μεγάλος αριθμός των ιεροποιών στα Πτολεμαία (πενήντα εννέα ονόματα έναντι δύο μόλις ιεροποιών στα Ρωμαία) ερμηνεύεται ως ένδειξη μιας εξαιρετικά λαμπρής τέλεσης της συγκεκριμένης γιορτής (βλ. Thompson 1961: 605-606).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπογραφική εξέταση των ιεροποιών του καταλόγου. Πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Παναίτιος ο Ρόδιος (στίχος 25) και ο Μνασαγόρας από την Αλεξάνδρεια (στίχος 8) ή ο Αντίπατρος και ο Ασκληπιόδοτος από τον Πειραιά (στίχος 5), ταυτίζονται με Στωικούς φιλοσόφους, γεγονός που έκανε την επιγραφή γνωστή ως ‘αττική επιγραφή των Στωικών’ (Crönert 1904).

Όταν ο Λυσιάδης ήταν άρχοντας, οι παρακάτω διετέλεσαν ιεροποιοί
στα Ρωμαία
Χρύσιππος από τον δήμο του Οίου Σμικυθίων από τον δήμο του Αναγυρούντα
                                                           στα Πτολεμαία
Ασκληπιόδοτος από τον δήμο του Πειραιά Αντίπατρος από τον δήμο του Πειραιά
Νικογένης από τον δήμο των Φιλαίδων Θήρυλος από τον δήμο του Πίθου
Ανθεστήριος από τον δήμο της Μυρρινούτης Σπόριος Ρωμαίος
Μνασαγόρας Αλεξανδρεύς Ερμώναξ από τον δήμο του Έρμου
Παυσίλυπος από τον δήμο του Πειραιά Αρχικλής από τον δήμο των Λακιαδών
Θεόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Λυκίσκος από τον δήμο του Οίου
Απελλής από τον δήμο του Σουνίου Πυθικός από τον δήμο της Αραφήνος
Αρίβαζος από τον δήμο του Πειραιά Φιλήμων από τον δήμο των Ειρεσιδών
Ανδρέας από τον δήμο της Παλλήνης Μενέλαος από τον δήμο του Πειραιά
Άρεστος από τον δήμο του Μαραθώνα Κράτερμος από τον δήμο του Ραμνούντα
Νικόμαχος από τον δήμο των Περιθοιδών Λεόντιχος από τον δήμο των Αχαρνών
Ασκληπιόδωρος από τον δήμο του Σουνίου Αλέξανδρος από τον δήμο της Οτρύνης
Φιλιππίδης από τον δήμο της Φλυάδος Βάκχιος από τον δήμο του Αθμόνου
Ερμόδωρος από τον δήμο των Φρεαρρίων Βασιλείδης από τον δήμο του Πειραιά
Φείδιππος από τον δήμο της Φλυάδος Αγιάδας από τον δήμο του Γαργήττου
Τιμησίθεος από τον δήμο της Ερχιάδος Σέλευκος από τον δήμο της Δεκέλειας
Μένων από τον δήμο της Αζηνιάδος Δέξανδρος από τον δήμο της Αναφλύστου
Γλαυκίας Θεσσαλός Γόργος από τον δήμο της Σφηττού
Πρωτόλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Μητρόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Διονύσιος από τον δήμο της Κριωάδος Μήδειος από τον δήμο του Πειραιά
Παναίτιος Ρόδιος Μένανδρος από τον δήμο του Πειραιά
Δημόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Ποσειδώνιος από τον δήμο των Λαμπτρών
Θράσιππος από τον δήμο του Ικαρίου Ποσειδώνιος από τον δήμο του Πειραιά
Ίων από τον δήμο της Αμφιτρόπης Εστιαίος από τον δήμο του Θημακού
Άλεξις από τον δήμο του Μαραθώνα Αρίσταρχος από τον δήμο του Ραμνούντα
Βίων από τον δήμο της Αζηνιάδος Απολλόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Κράτιππος από τον δήμο της Κηφισιάς Ασκληπιάδης από τον δήμο του Πειραιά
Αρχέλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Λ
Θεόδωρος από τον δήμο του Ραμνούντα
Αρίσταρχος από τον δήμο του Λευκονίου
Μέμνων Σαρδιανός
Καλλικράτης από τον δήμο της Αγγέλης
Λεύκιος
Μενέδημος Απολλοδότωι καὶ Λαοδικέων
[τ]οίς άρχουσι καὶ τήι πόλει χαίρειν. τού
[γ]ραφέντος πρὸς ημας προστάγματος
[παρὰ τ]ού βασιλέως υποτέτακται
5 [τὸ αντί]γραφον∙ κατακολουθείτε ούν
τοίς επεσταλμένοις καὶ φροντίσατε
όπως αναγραφέν τὸ πρόσταγμα εις στήλην
λιθίνην ανατεθήι εν τώι επιφανεστάτωι
τών εν τήι πόλει ιερών.
10 Έρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.

vacat

Β[α]σιλεὺς Αντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν.
[Βου]λόμενοι τής αδελφής βασιλίσσης
Λαοδίκης τὰς τιμὰς επὶ πλείστον αύξειν
καὶ τούτο αναγκαιότατον εαυτοίς
15 νομίζοντες είν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως
καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ
πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι καὶ τὰ άλλα μέν
όσα πρέπει καὶ δίκαιόν εστιν παρ’ ημών [αυτ]ήι
συναντασθαι διατελούμεν μετὰ φιλοστοργίας
20 ποιούντες, κρίνομεν δέ καθάπερ ημών
αποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν αρχιερείς,
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι εν τοίς αυτοίς τό[ποι]ς
αρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σούς]
έχοντας εικόν[α]ς αυτής, ενγραφήσονται δέ [καὶ]
25 εν τοίς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τών προ[γόνων]
καὶ ημών αρχι[ερε]ίς. επεὶ ούν αποδέδει[κται]
εν τοίς υπὸ σ[έ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω]
πάντα τοίς προγεγραμμένοις ακολ[ούθως],
καὶ τὰ αντίγραφα τών επιστολών αναγραφέν[τα]
30 εις στήλας ανατεθήτω εν τοίς επιφανεστάτοις τό[ποις],
όπως νύν τε καὶ εις τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται η ημε[τέρα]
καὶ εν τούτοις πρὸς τὴν αδελφὴν [προ]αίρεσις.
      Θιρ΄ Ξαν[δικού . . ].

 

Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).

Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).

Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των άνω σατραπειών (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).

Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως επιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey  2007: 301-306).

Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).

Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).

Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.

Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.

Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τού βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εύνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.

Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).

Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…