Καλλίμαχος | |
ο συγγενὴς καὶ επ̣ι̣- | |
στράτηγος καὶ στρα- | |
τηγὸς τής Ινδικής | |
5 | καὶ Ερυθρας θαλάσσης |
ήκω πρὸς τὴν κ[υ]ρίαν Ἶσιν | |
καὶ πεπόηκα τὸ προσκύνημα | |
τού κυρίου βασιλέως θεού νέου | |
Διον(ύσ)ου Φιλοπάτορος | |
10 | Φ̣ι̣λ̣αδέλφου |
(έτους) ιθ´, Παχὼν θ´. |
O Καλλίμαχος μας είναι γνωστός από αρκετές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες δύο ακόμη προσκυνήματα στον μεγάλο ναό της Ίσιδας στις Φίλες: το ένα από αυτά κάνει ο ίδιος και πάλι για τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (I.Philae I 53), ενώ το άλλο κάνει ο Σαραπίων Δράκοντος για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56). Ο Καλλίμαχος ανήκε σε μια σημαντική οικογένεια, που είχε και άλλα επιφανή μέλη (Hutmacher 1965: 2-13· David Thomas 1975: 107-109· Blasius 2001: 91-92, 94· McGing 2004).
Ως συγγενής του βασιλέα ο Καλλίμαχος φέρει τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο της πτολεμαϊκής αυλής (Mooren 1977: 24-36· για τους τιμητικούς τίτλους των ελληνιστικών βασιλικών αυλών βλ. και Ε6 και Π6) και έχει ως εκ τούτου σημαντική θέση σε αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότατα αξιώματα που κατέχει.
Στο παρόν προσκύνημα, όπως και στα άλλα δύο (I.Philae I 53, 56) εμφανίζεται ως επιστράτηγος. Παρά τις διαφορετικές γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση και τις ακριβείς δικαιοδοσίες αυτού του υψηλού αξιώματος (για την ιστορία της έρευνας βλ. David Thomas 1975: 11-16), τυγχάνει κοινής αποδοχής η άποψη ότι η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών της κεντρικής πτολεμαϊκής διοίκησης να ελέγξει την αιγυπτιακή χώρα και κυρίως τις απομακρυσμένες περιοχές της Άνω Αιγύπτου· το αξίωμα εμφανίζεται μετά το 187/6 π.Χ., όταν αποκαταστάθηκε η πτολεμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που είχαν αυτονομηθεί με την εξέγερση του 207/6 π.Χ., και –όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του αξιώματος– είχε υπό τον έλεγχό του στρατηγούς, δηλαδή τους επικεφαλής επιμέρους νομών της Αιγύπτου.
Ο Καλλίμαχος κατέχει, επίσης, το αξίωμα του στρατηγού τής Ινδικής καὶ Ερυθρας θαλάσσης. Το αξίωμα με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει τόσο την Ερυθρά όσο και την Ινδική, δημιουργείται από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (Mooren 1972: 132-133), ενώ υπάρχει ίσως ήδη νωρίτερα με άλλη μορφή. Ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο του γεωγραφικού προσδιορισμού Ινδική (βλ. σημ. 136), ο σχετικός αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος σίγουρα με την επίβλεψη του εμπορίου από και προς την Αίγυπτο που περνούσε από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Καθώς η δημιουργία του αξιώματος αυτού με σκοπό τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή που το βασίλειο των Πτολεμαίων αντιμετωπίζει συρρίκνωση και (εσωτερικά/εξωτερικά) προβλήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους της δυναστείας.
H λατρεία της Ίσιδας υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά τον Αλέξανδρο, ενώ συγχρόνως διαδόθηκε πολύ εκτός Αιγύπτου, όπου εξάλλου ήταν γνωστή ήδη από τους προελληνιστικούς χρόνους (το σχετικό υλικό έχει συγκεντρωθεί στα Vidman, SIRIS και Bricault 2001).
Η συγκεκριμένη επιγραφή, όπως και πολυάριθμα άλλα προσκυνήματα στην Ίσιδα προέρχονται από το κέντρο λατρείας της θεάς στον χώρο της Αιγύπτου, το μεγάλο ιερό στο νησάκι του Νείλου Φίλες. Τα περισσότερα από αυτά τα προσκυνήματα έχουν γραφτεί στον νότιο τοίχο του νότιου πυλώνα του ιερού, δηλαδή στo προαύλιο του ιερού που βρίσκεται εκτός του κυρίως ναού, και προέρχονται κυρίως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Θηβαΐδας.
Στο συγκεκριμένο προσκύνημα, όπως και σε πολλά άλλα των Φιλών, η Ἶσις εμφανίζεται ως κυρία· πρόκειται για ένα από τα πολλά επίθετα που συνοδεύουν τη θεά και τα οποία συχνά υποδεικνύουν ιδιότητές της ή σύνδεσή της με άλλες θεότητες (Bricault 1996: 37-42). Το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον στ. 8 του παρόντος προσκυνήματος στον θεοποιημένο Πτολεμαίο ΙΒ’.
H σύνδεση του Καλλιμάχου και της οικογένειάς τους με τη λατρεία της Ίσιδας δεν περιορίζεται στο προσκύνημα που αναλύουμε εδώ. Στον ναό της θεάς στις Φίλες καταγράφονται δύο προσκυνήματα γιων του Καλλιμάχου στην Ίσιδα που χρονολογούνται περί τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα (I.Philae I 57, 58). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος έχει κάνει (το ίδιο έτος και ημέρα) ένα ακόμη προσκύνημα αφιερωμένο και πάλι στον Πτολεμαίο ΙΒ’ στο συγκεκριμένο ιερό (Ι.Philae Ι 53), ενώ ένας Σαραπίων Δράκοντος κάνει προσκύνημα στην Ίσιδα για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56, 51 π.Χ.). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο Καλλίμαχος κατασκευάζει ένα ιερό της Ίσιδας (Ισιδείον) στην Πτολεμαΐδα, το οποίο μάλιστα ανακηρύσσεται ατελές και άσυλο (SB 3926, 46 π.Χ. –για τη χρονολόγηση βλ. Bingen 1970: 375).
Όσο γενικευμένη κι αν ήταν η λατρεία της Ίσιδας, η εκδήλωση ευσέβειας προς αυτή για λογαριασμό του βασιλέα από τον κατεξοχήν υπεύθυνο για την ασφάλεια της πτολεμαϊκής χώρας επιστράτηγο, είχε πιθανότατα μια ειδικότερη πολιτική σημασία και αποτελούσε ίσως μια επιδέξια ένδειξη εύνοιας προς το γηγενές στοιχείο και τις παραδόσεις του.
Ο Καλλίμαχος, συγγενής (του βασιλέα) και επιστράτηγος και στρατηγός της Ινδικής (στ. 5) και Ερυθράς θάλασσας, προσήλθα στην κυρία Ίσιδα και έκανα το προσκύνημα του κυρίου βασιλέα θεού νέου Διονύσου Φιλοπάτορα (στ. 10) Φιλαδέλφου. Έτος 19ο, 9η Παχών.
[ – – – η βουλὴ καὶ ο δήμος ετίμησαν – – ] | |
[ (τὸν δείνα) Hρακλείδου καὶ (τὸν δείνα)] | |
[Hρ]α̣κλείδου τὸν καὶ Ση[ …., τών πρώ-] | |
[τ]ων φίλων βασιλέως Αριοβαρ[ζάνου] | |
5 | [Φ]ιλορωμαίου καὶ μάλιστα πιστευομ̣[έ-] |
νων καὶ τιμωμένων παρ’ αυτώι, γέ̣γ[ο]ν̣ό- | |
τας δέ καὶ επ[ὶ] τής πόλεως καὶ [τοὺς α-] | |
δ̣ελφοὺς τοὺς κοινοὺς ευεργέ[τας α-] | |
ρετής ένεκεν καὶ ευνοίας, ἧς έχο[ντες] | |
10 | διατελούσι είς τε τοὺς βασιλείς |
[κ]αὶ τὸν δήμον, οι δέ ανδριάντες | |
[αυτών ανέ]σθησαν τιμη δημοσία. |
Πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο δημόσιο ενεπίγραφο κείμενο των Τυάνων και το μοναδικό που ρίχνει φως στην πολιτειακή οργάνωση της σημαντικότερης, μετά την πρωτεύουσα Μάζακα, πόλης του βασιλείου της Καππαδοκίας. Παρόλο που οι πρώτες γραμμές δεν σώζονται, η ψηφισματική δομή του κειμένου και η μνεία του δήμου των Τυάνων καθιστούν αυτονόητη την ύπαρξη βουλής, η οποία θα εισηγήθηκε στον δήμο την ψήφιση των τιμών.
Ωστόσο, η ύπαρξη των δύο αυτών πολιτειακών σωμάτων, δηλαδή της βουλής και του δήμου, προσδίδει στα Τύανα μια κατ’ επίφαση μόνον πολιτική αυτονομία. Στην πραγματικότητα την πόλη διοικούσε ο επὶ τής πόλεως (στ. 5), ένας βασιλικός κυβερνήτης γνωστός και από τα βασίλεια των Ατταλιδών και των Πτολεμαίων. Ως τοποτηρητής του βασιλέα είχε υπό τον έλεγχό του τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων των Τυάνων με συνέπεια τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Η υπαγωγή των πολιτικών θεσμών των Τυάνων στην έμμεση βασιλική εποπτεία επιβεβαιώνεται και από τον προσδιορισμό των τιμώμενων προσώπων ως πρώτων φίλων του βασιλέα. Ο αυλικός αυτός τίτλος, που απαντά και σε άλλα ελληνιστικά βασίλεια κατά τον 2ο και 1ο αι. π.Χ., αναφέρεται σε ένα στενό κύκλο προσώπων που περιέβαλλαν το βασιλέα και από τις τάξεις των οποίων προέρχονταν τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού (Savalli-Lestrade 1998: 267-270, 273).
Στο καππαδοκικό βασίλειο οι φίλοι του βασιλέα, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τίτλο που έφεραν, ήταν ως επί το πλείστον μέλη μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων ή και ιερέων, τοπικοί ηγεμόνες και αρχηγοί φύλων που συνενώθηκαν κάτω από το σκήπτρο του ισχυρότερου σε ένα είδος ομοσπονδίας. Η ισχύς τους ήταν μεγάλη: διέθεταν δικά τους φρούρια, ορισμένοι ήταν κύριοι χιλιάδων σκλάβων και την εποχή του Αριοβαρζάνη Γ΄ ήταν πιο πλούσιοι ακόμη και από τον ίδιο τον βασιλέα. Η αφοσίωσή τους στον βασιλέα ήταν αναγκαία για την ομαλή διακυβέρνηση, όχι όμως και αυτονόητη, για αυτό και αρκετές φορές στην ιστορία της Μεγάλης Καππαδοκίας πρωτοστάτησαν σε κινήματα εναντίον του (Van Dam 2002: 16-20).
Μια τέτοια περίοδος εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κρίσης ήταν η ηγεμονία του Αριοβαρζάνη Γ΄. Μια μερίδα ευγενών φιλικά προσκείμενων στους Πάρθους απέρριπτε τη φιλορωμαϊκή πολιτική του και μια συνωμοσία εναντίον του, στην οποία είχε αναμειχθεί και ο αδελφός του, είχε αποτραπεί χάρη στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ο βασιλέας ήταν καταχρεωμένος στους Ρωμαίους πιστωτές του και τόσο ανίσχυρος, ώστε δεν διέθετε ούτε επαρκή στρατό για να προστατέψει τη ζωή του (Syme 1995: 146-147).
Δηλωτικός της σημασίας των υπηρεσιών των δύο τιμώμενων προς τον δήμο και τους βασιλείς είναι ο χαρακτηρισμός τους ως κοινών ευεργετών (στ. 6). Κοινοὺς ευεργέτας αποκαλούσαν στην ελληνική Ανατολή τους Ρωμαίους· πρόκειται για μια φιλοφροσύνη που εξήρε την απόλυτη παντοδυναμία τους (Erskine 1994: 82-87). Η απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού σε μεμονωμένες προσωπικότητες, όπως στην περίπτωση των κυβερνητών των Τυάνων, αποτυπώνει τη μεγάλη δύναμη που διέθεταν οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι σε τοπικό επίπεδο, παράλληλα όμως σημαίνει μάλλον ότι ενήργησαν για το καλό του συνόλου της πόλης και του βασιλέα (I.Tyana σ. 208 σημ. 105).
Η απονομή διακρίσεων από την πόλη των Τυάνων στα δύο αυτά πρόσωπα ίσως δεν συνιστά μια απλή αναγνώριση της προσφοράς τους προς την πόλη και τους βασιλείς, αλλά εκφράζει εμμέσως τη νομιμοφροσύνη και υποστήριξη των Τυανέων στον βασιλέα, σε μια εποχή έντονης πολιτικής διαμάχης για την εξουσία (I.Tyana σ. 209).
[η βουλή και ο δήμος τίμησαν (τον δείνα), γιο του Ηρακλείδου και (τον δείνα), γιο του Ηρ]ακλείδου, τον αποκαλούμενο και Ση[ ], που ανήκουν στους πρώτους φίλους του βασιλέα Αριοβαρζάνη (στ. 5) Φιλορωμαίου, απολαμβάνουν ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του και έχουν τύχει πολλών βασιλικών διακρίσεων, διετέλεσαν δε και κυβερνήτες της πόλεως, τους αδελφούς ευεργέτες πάντων, για την αρετή και την εύνοιά τους (στ. 10) απέναντι στους βασιλείς και τον δήμο. Το στήσιμο των ανδριάντων τους έγινε με δημόσια δαπάνη.