— — — — — — — — — —
 ̣  ̣  ̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ χει-]
ρισθεὶς ε̣πὶ̣ τύξει̣
τού εν̣ Ερμ̣ού̣ πόλ(ει) εκ-
πεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου
5 πρὸς παροχὴν τού
μεγίστου Αυτοκράτορο̣ς
Ἁδριανού Καίσαρος το̣ύ
κυρίου έ̣ως άν   ̣  ̣[± ;]
τεύσωσι τὸ κατʼ άνδρα
10 τών δεόν̣των  ̣  ̣  ̣[± ;]
οἳ κ(αὶ) πο̣λ(  ) τ̣  ̣  ̣(  ) [  ̣]  ̣ν̣τ̣ι̣  ̣  ̣[± ;]
δ̣ο  ̣ς̣ ἢ ένοχ̣[ο]ς εί[ην]
τώι όρκωι̣. [(Έτους)   ̣  ̣, ± ;]
κθ̣. Χαι̣[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣ω-]
15 μοσα τ̣[ὸ]ν̣ προκ̣(είμενον) ό̣ρ̣κ̣ο̣ν̣.
— — — — — — — — — –

Δομή και περιεχόμενο του κειμένου

Πρόκειται για έναν όρκο που παίρνουν κάτοικοι της Ερμούπολης σχετικά με την επικείμενη άφιξη του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνουν την λειτουργίαν να παράσχουν τον άρτο σε ποσότητα ικανή να ικανοποιήσει τον αυτοκράτορα και την συνοδεία του για την γιορτή που θα ακολουθούσε. Ο Αδριανός επισκέφθηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ., ωστόσο από καμία γραπτή πηγή δεν μαρτυρείται η διαμονή του στην Ερμούπολη· πιθανότατα πέρασε από εκεί πριν από την ίδρυση της Αντινοόπολης, προς τιμή του Αντινόου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η πόλη ήθελε να είναι έτοιμη σε ενδεχόμενη έλευσή του (Sijpesteijn 1991: 90).

 

Ο αυτοκράτορας Αδριανός και τα ταξίδια του

Ο Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117-138 μ.Χ.) κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, θεωρώντας απαραίτητη την επαφή με τους ντόπιους. Στις πόλεις που επισκέφθηκε οι κάτοικοι τον λάτρεψαν και αναφέρονταν σε αυτόν ως «τον πιο γενναιόδωρο αυτοκράτορα». Και όχι άδικα, μιας και φρόντιζε να χτίσει μεγάλα κτίρια, να ανακατασκευάσει όσα είχαν καταστραφεί, να προβεί σε σημαντικές δωρεές και ευεργεσίες στους γηγενείς. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 130 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ με την συνοδεία του επισκέφτηκε την Ιουδαία για να λύσει κάποια προβλήματα που αφορούσαν την εξέγερση των Ιουδαίων, την λεγόμενη Διασποράν, που μαρτυρείται στον P.Brem. 1 (115 μ.Χ., Ερμούπολη) και αφορά την πρώτη φάση της εξέγερσης των Ιουδαίων (Henderson 1968: 98-99). Παπυρικά έγγραφα μας πληροφορούν ότι ξεκίνησε τις ευεργεσίες αμέσως μετά την ενθρόνισή του (P.Giss. I 5, στ. 9-12· P.Giss. I 6, στ. 8-10 και P.Giss. I 7, στ. 10-14, από το 117 μ.Χ.).

Στο πρώτο του μεγάλο, τετραετές, ταξίδι ο Αδριανός επισκέφθηκε τις βόρειες, δυτικές και ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας (Speller 2003: 2). Έφτασε μέχρι την Ισπανία, Γαλατία, Βρετανία, όπου έχτισε και τείχος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του. Οι επιλογές του δείχνουν ότι απέφευγε το δυτικό μέρος του βασιλείου με το ψυχρό και βαρβαρικό κλίμα (Speller 2003: 81). Στο δεύτερο ταξίδι του βρέθηκε στην Β. Αφρική και στο τρίτο ταξίδεψε στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας.

 

Το ταξίδι του Αδριανού στην Αίγυπτο

Μετά την προσάρτηση της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (31 π.Χ.), οι Ρωμαίοι ηγεμόνες συνήθιζαν να ταξιδεύουν σε αυτή την επαρχία, όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και για να την γνωρίσουν από κοντά και να μάθουν τα απόκρυφα μυστικά του πολιτισμού της.

Ο Αδριανός επισκέφτηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ. και υπολογίζεται πως έμεινε στην χώρα οκτώ μήνες (Sijpesteijn 1969: 110-112). Η (πρώτη) αυτή επίσκεψη του αυτοκράτορα («επιβατήρια») μαρτυρείται και από άλλες παπυρικές πηγές, όπως το θρησκευτικό ημερολόγιο P.Oslo III 77 (169-176 μ.Χ., Αρσινοΐτης νομός), στ. 2, και ο P.Oxy. XXXI 2553 (175-225 μ.Χ., Οξύρυγχος), στ. 11-13 (Sijpesteijn 1969: 115). Λόγω του χρόνου, των δαπανών, των δυσκολιών ενός θαλάσσιου ταξιδιού (π.χ. κακοκαιρία, πειρατεία) αλλά και των δεισιδαιμονιών που συνόδευαν ένα ταξίδι δια θαλάσσης (Casson 1994· Speller 2003: 116· Bevan 2013), ο Αδριανός μάλλον δεν θα ριψοκινδύνευε την ζωή τη δική του του και της οικογένειάς του. Έτσι, φαίνεται ότι απέπλευσε από τη χώρα του Νείλου μετά τα μέσα Μαρτίου του 131 μ.Χ. (Sijpesteijn 1969: 110-112, 116).

Οι κάτοικοι της Ερμούπολης είχαν προγραμματίσει τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων για την επίσκεψη του Αδριανού στην πόλη, συγκεντρώνοντας τρόφιμα (στ. 4: πεπτωμ[έ]νου άρτου του κειμένου που μελετάμε), παρόλο που δεν είναι βέβαιο αν τελικά ο Αδριανός επισκέφτηκε τη συγκεκριμένη πόλη (Sijpesteijn 1991: 90). Η παροχή άρτου για την γιορτή φαίνεται πως αποτελούσε είδος λειτουργίας. Στην ρωμαϊκή εποχή παρατηρείται σημαντική αύξηση των λειτουργιών, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τις υποχρεώσεις τους και να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές. Τις υποχρεώσεις επωμίζονταν κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των μητροπόλεων και οι χωρικοί (Lewis 1997β: 9). Στην ρωμαϊκή Αίγυπτο, οι λειτουργίαι διευρύνθηκαν· είναι γνωστό ότι υπήρχαν περίπου εκατό λειτουργικά αξιώματα (π.χ. αγορανόμοι, λογισταί, νυκτοφύλακες κ.ά.) (Παπαθωμάς 2014: 500-507).

Οι υπήκοοι ήξεραν πως αν ο Ρωμαίος ηγέτης μείνει ευχαριστημένος από την διαμονή του δεν θα τους αφήσει χωρίς ανταμοιβή. Σύμφωνα με την E. Speller (2003: 95-97), οι Αιγύπτιοι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τον Αδριανό και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, ωστόσο μάλλον η προσπάθειά τους δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αν και ο Αδριανός επιθυμούσε να ταυτίσει την έλευσή του στην Αίγυπτο με τον πλούτο που προσφέρουν τα νερά του ποταμού στην χώρα και κατ’ επέκταση σε όλη την αυτοκρατορία (για αυτούς τους συμβολισμούς της επίσκεψης του ηγεμόνα στην Αίγυπτο βλ. Speller 2003: 101), η πλημμύρα του ποταμού το 130 μ.Χ. κρίθηκε ανεπαρκής και άρχισαν οι πρώτες ανησυχίες και δεισιδαιμονίες πως ο αυτοκράτωρ θα αποτελούσε τροχοπέδη στην εξέλιξη της Αιγύπτου. Η οικονομική ζημία λόγω της φτωχής σοδειάς, η εξάντληση των πόρων της χώρας για να ικανοποιηθεί ο Αδριανός και η συνοδεία του και οι φήμες για τον προβληματικό και ασταθή χαρακτήρα του αμαύρωσαν την αρχική εικόνα που είχαν όλοι για εκείνον. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ο θεοποιημένος αυτοκράτορας μετατράπηκε σε δύστροπο μονάρχη που προκάλεσε ζημιά κατά την παραμονή του στην χώρα του Νείλου. Την ίδια στιγμή, η χώρα δυσκολευόταν αρκετά στη διανομή των πόρων και των προϊόντων της ‒ το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής της Αιγύπτου κατέληγε στη Ρώμη (Speller 2003: 104). Η χώρα κλήθηκε να προσφέρει αγαθά όχι μόνο για τους κατοίκους της, αλλά και για τις ανάγκες της Ρώμης και για την ικανοποίηση του αυτοκράτορα. Αναλογιζόμενοι την απογοητευτική πλημμύρα του 130 μ.Χ., η Αίγυπτος με μεγάλη δυσκολία ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά της ως τροφοδότριας της αυτοκρατορίας.

Τελικά, ο Αδριανός έφυγε από τη χώρα του Νείλου  για την Αθήνα την άνοιξη του 131 μ.Χ., έχοντας μάλιστα «χάσει» λίγους μήνες πριν τον αγαπημένο του Αντίνοο. Οι κάτοικοι της αιγυπτιακής υπαίθρου έμειναν με μία πικρή γεύση από την παραμονή του ηγεμόνα στη χώρα. Κατηγορούσαν τον Αδριανό για την άγονη γη και ανησυχούσαν για μελλοντικές συμφορές. Αν και υπήρξε ένα γενικό κλίμα ευχαρίστησης στην αρχή της άφιξής του, ο Αδριανός δεν κατάφερε να απαλλάξει τους Αιγυπτίους από το βάρος της σκληρής καθημερινότητας, όπως εκείνοι προσδοκούσαν.

 

Ο όρκος στα παπυρικά έγγραφα

Ηδη από την αρχαία Ελλάδα, ο όρκος συνδυάζει τρία στοιχεία: α) δήλωση για το παρόν, το παρελθόν, ή το μέλλον, β) δυνάμεις μεγαλύτερες του εαυτού ως μάρτυρες, γ) κατάρα αν αυτός που ορκίζεται παραβιάσει τον όρκο του ή αν ορκίζεται ψευδώς (Sommerstein – Fletcher 2007: 2). Πολλές φορές η δύναμη του όρκου ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτός δίνεται σε ιερό μέρος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στο κείμενο που εξετάζουμε.

Η φράση των στ. 12-13 του SB XX 15159, «ένοχος όρκωι» (βλ. και στ. 15), συναντάται σε αρκετά παπυρικά έγγραφα. Πρόκειται για τυπική έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος έχει ορκιστεί πως θα κάνει κάτι και αν δεν το πραγματοποιήσει θα είναι υπεύθυνος του όρκου, δηλαδή θα υποστεί όποιες συνέπειες αρμόζουν στην μη τήρηση του λόγου του (πρβλ. P.Enteux. 26, στ. 8· BGU II 581, στ. 12· BGU XI 2085, στ. 14-15).

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι εμφανίζονται και ομόρριζες λέξεις, όπως «εύορκος» (= αυτός που τηρεί τον όρκο του), «εφίορκος» (επίορκος) (= αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους), όπως π.χ. στον BGU VI 1257 (270-258 π.Χ., Οξύρυγχος), στ. 9-10, ενώ σε έγγραφα του 2ου αι. μ.Χ. παρατηρούμε την λέξη «ενόρκως» (= έχοντας δώσει όρκο) σε συνδυασμό πολλές φορές με το ρήμα προσεφώνησεν (π.χ. P.Diog. 14, στ. 24). Ο τύπος ενορκούντες εμφανίζεται σε κείμενα μετά το 500 μ.Χ., όπως στον P.Cair.Masp. I 67002 (567 μ.Χ., Αντινοόπολη), στ. 24-25.

Το έγγραφο SB XX 15159 αναφέρεται στον όρκο που έδωσαν οι κάτοικοι της Ερμούπολης για την παροχή άρτου εν είδει λειτουργίας. Σύμφωνα με πηγές που παραθέτει η L. Capponi (2010: 500), ο  Αδριανός έβαλε τους Αιγυπτίους να δώσουν και όρκο πίστης σε αυτόν, αλλά και όρκο ότι δεν θα είχαν κρυμμένα όπλα, στο πλαίσιο της επανάστασης στην Ιουδαία.

 

Ο άρτος στα παπυρικά έγγραφα

Τα παπυρικά έγγραφα και τα όστρακα αποτελούν σημαντικούς μάρτυρες για την επεξεργασία των πρώτων υλών, την παρασκευή, τα ποικίλα είδη και την κατανάλωση άρτου και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Battaglia 1989· Römer 2006). Ο SB XX 15159 είναι το μοναδικό ως τώρα κείμενο στο οποίο μαρτυρείται το ονοματικό σύνολο «εκπεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου» (στ. 3-4). Η λέξη άρτος μαρτυρείται σε αρκετά κείμενα της μεταχριστιανικής εποχής, ενώ σε ορισμένους παπύρους και όστρακα συναντάμε ορολογία σχετική με το επάγγελμα του αρτοποιού αλλά και τον χώρο παρασκευής άρτου και άλλων σκευασμάτων (Battaglia 1989).

… να αναλάβει την παρασκευή καλά ψημένου ψωμιού στην Ερμούπολη (στ. 5) για παροχή του στον μέγιστο Αυτοκράτορα Αδριανό Καίσαρα τον κύριο. Μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο αυτό που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα (στ. 10) από αυτούς που το ανέλαβαν, οι οποίοι είναι και πολλοί…..  αλλιώς θα είναι ένοχος με όρκο/δίνοντας όρκο. Έτος …, 29η. (στ. 15) Έδωσα τον συγκεκριμένο όρκο.

[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – –  τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]-
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω]
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]-
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν-
5 των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα-
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ-
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat
10 Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει-
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – –
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ-
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat
15 Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια·
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια·
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια·
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου·
20 Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν·
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν·
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια·
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν·
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν·
25 Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν·
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα·
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι-
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου·
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα·
30 Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα·
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν·
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν·
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων·
35 Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου.
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]-
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά-
40 ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ-
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ-
ματέως συνέδρων Επινίκου.

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.

Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).

Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον  Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.

 

Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις

Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.

Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.

 

Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο

Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και  υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:

(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.

Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.

(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.

Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.

Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.

Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.

(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.

Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.

Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.

Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.

(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.

Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».

Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.

(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.

Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.

Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.

Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.

Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.

(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.

Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.

1   [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]-
  [ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]-
  [βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —]
  [— — — — — — — — — — — —]
4 εγὼ π̣[— — — — — — — — —]
5   ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —]
  τών ο[— — — — — — — — —]
  υμετ[ερ— — — — — — — —]
  [— — — — — — — — — — —]
  [— — — — — — — — —]α̣ καὶ
10   [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς
  [ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος
  άν είην ομολογών καὶ τὸ
  Ευμολπίδης είναι. αναλαμ-
  βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣
15   προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε,
  ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ
  μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό-
  τερόν τε καὶ σεμνότερον,
  εί γέ τινα προσθήκην επιδέ-
20   χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί-
  η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών
  Ευμολπιδών γένους, όν προ-
  εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο-
  κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε-
25   ρον εις τοὺς Ευμολπίδας,
  παραιτείσθαι νύν τὸ έργον
  τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής
  [τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην.
  vacat         έρρωσθε.
    vacat

Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).

Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.

Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.

Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.

Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).

Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).

Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.

Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).

Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.

Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.

Θραύσμα a

Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)

Θραύσμα c

Εγώ ….

Ο πρεσβευτής; …..    τα δικά σας (….)

Θραύσμα b

(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.

Tύχη αγαθη.
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή]
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν

Σεβαστὴ

Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,

παρόντων

5  καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού,
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν]
10  αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’
καὶ κθ’ έτους.

H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.

Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.

Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.

H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).

Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.

H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.

Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).

Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.

(1ο χέρι)
τοίς επὶ τών θυσιών
ηρημένοις
π(αρὰ) Αυρηλίου Σάκις απὸ
κώμης Θεοξενίδος
5 άμα τοίς τέκνοις Αιώνι
καὶ Hρα καταμένοντες
εν κώμη Θεαδελφεία.
αὶ θύοντες τοίς θεοίς
διετελέσαμεν καὶ νύν
10 επὶ παρόντων υμών
κατὰ τὰ προσταχθέντα
εθύσαμεν καὶ εσπείσαμεν
καὶ τών ιερείων εγευσά-
μεθα καὶ αξιούμεν υμας
15 υποσημιώσασθαι. διευ-
τυχείτε.
(2ο χέρι)
Αυρήλιοι Σερήνος καὶ
Ερμας είδαμεν υμας
θυσιάζοντος.
(1ο χέρι)
20 (έτους) α Αυτοκράτορος Καίσαρος
Γαΐου [Μ]εσσίου Κουίντου
Τραιαν[ο]ύ Δεκίου Ευσεβούς
Ευτυχούς Σεβαστού
Παύνι κγ.

 

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Πρόκειται για έγγραφη δήλωση που κάνει ο Αυρήλιος Σάκις προς τις αρμόδιες αρχές, δηλαδή τους υπεύθυνους για τις θυσίες στην πόλη του, ότι ο ίδιος και τα παιδιά του πρόσφεραν θυσίες στους θεούς, όπως έκαναν και στο παρελθόν.

Όπως όλα τα σχετικά κείμενα, έτσι και αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος (στ. 1-7) είναι δομημένο ως επίσημη αίτηση και περιλαμβάνει το όνομα του αποστολέα και το αξίωμα του παραλήπτη. Ακολουθεί η βεβαίωση του αποστολέα ότι ο ίδιος και μέλη της οικογένειάς του τέλεσαν θυσίες και η επιβεβαίωση από αυτόπτες μάρτυρες (στ. 8-19). Τέλος, καταγράφεται η ημερομηνία της δήλωσης (στ. 20-24).

 

Αποστολέας, παραλήπτες και μάρτυρες

Αποστολέας του κειμένου και κύριο πρόσωπο της δήλωσης είναι κάποιος Αυρήλιος Σάκις. Ο Winter τον ταυτίζει με τον αποστολέα ενός άλλου κειμένου που φυλάσσεται στη Φλωρεντία (P.Flor.P.Mich. III 157· Rathbone 1991: 207) και με το οποίο ο Σάκις, γιος του Μαξίμου, βοσκός που δούλευε για τον Αυρήλιο Αππιανό, καταγγέλλει στο δεκαδάρχην Αυρήλιο Απολλώνιο μια επίθεση που υπέστη και κατά την οποία άγνωστοι του έκλεψαν τον γάιδαρό του (για τους δεκαδάρχας, βλ. Π5). Στον πάπυρο της Φλωρεντίας που χρονολογείται το 255 μ.Χ. ο Σάκις δηλώνει 35 ετών. Επομένως, αν τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται, όταν γράφτηκε το δικό μας κείμενο, ο Αυρήλιος Σάκις ήταν 30 ετών.

Παραλήπτες, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτό το είδος κειμένου, είναι οι εκλεγμένοι υπεύθυνοι για τις θυσίες, δηλαδή τοπικοί αρμόδιοι οι οποίοι επέβλεπαν την ομαλή εκτέλεση του διατάγματος του Δεκίου.

Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς, που υπογράφουν τη βεβαίωση, λειτουργούν ως μάρτυρες. Επίσημα έγγραφα έπρεπε να υπογράφονται από μάρτυρες για να αποκτήσουν νομική ισχύ (βλ. Wolff 1978: 114-122). Ο Ερμάς είναι ενδεχομένως γνωστός και από άλλα κείμενα αυτής της περιόδου και ίσως είχε διατελέσει κωμάρχης (Rathbone 1991: 20 σημ. 25).

 

Η πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων απέναντι στους χριστιανούς – διωγμοί

Πάπυροι σαν αυτόν που εξετάζουμε είναι επακόλουθο του διατάγματος, με το οποίο ο αυτοκράτορας Δέκιος (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 249-Ιούνιος 251 μ.Χ.) μετά την άνοδό του στο θρόνο κατέστησε υποχρεωτικές για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας τις θυσίες στους θεούς της Ρώμης και τη συμμετοχή σε γεύμα με τα ζώα της θυσίας. Σε αυτή, όπως και στις περισσότερες σχετικές δηλώσεις, διαβάζουμε ότι οι θυσίες έγιναν κατὰ τὰ προσταχθέντα (στ. 11). Όσοι –κυρίως χριστιανοί– αρνούνταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς της αυτοκρατορίας και επομένως να συμμετάσχουν στην επίσημη λατρεία του ρωμαϊκού κράτους έθεταν εαυτούς αυτόματα έξω από την πολιτική κοινότητα της αυτοκρατορίας και αντιμετωπίζονταν ως αντικαθεστωτικά στοιχεία (η άρνησή τους αφορούσε και την αυτοκρατορική λατρεία, με την οποία οι αυτοκράτορες επιδίωκαν την ισχυροποίηση της εξουσίας τους στις επαρχίες). Η ποινή ήταν φυλάκιση, βασανιστήρια και τελικά θανάτωση ή εξορία και δήμευση της περιουσίας. Αν πείθονταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς, δεν υφίσταντο καμία ποινή (Heinen 1991: 1935-1936). H έκδοση των σχετικών επίσημων πιστοποιητικών ενείχε περίπου την έννοια δηλώσεων νομιμοφροσύνης των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας, που μετά το διάταγμα του Καρακάλλα του 212 μ.Χ. είχαν γίνει πλέον Ρωμαίοι πολίτες (πρβλ. τη συχνή εμφάνιση Αυρηλίων στο ονομαστικό του παπύρου· σχετικά Μπουραζέλης 1989: 120-148).

Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι συστηματικοί διωγμοί ξεκινούν την εποχή του Νέρωνα, όταν οι χριστιανοί κατηγορήθηκαν για τη φωτιά του 64 μ.Χ. στη Ρώμη (βλ. Keresztes 1979). Διωγμοί παρουσιάζονται περιστασιακά και τον 2ο αι. μ.Χ., στην περίοδο της βασιλείας του Τραϊανού και των υπόλοιπων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αντωνίνων, ενώ κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων έχουμε αρκετές μαρτυρίες για περιορισμένες τοπικά και χρονικά διώξεις των χριστιανών που δεν δείχνουν όμως να έχουν τον χαρακτήρα γενικευμένου διωγμού (Για τους διωγμούς των χριστιανών, βλ. Frend 1965· Molthagen 1970: 61-84· Sordi 1979· Frend 1984: 271-324· Lane Fox 1986: 419-492· Montevecchi 1988: 288-291· Robinson 1995· Giovannini 1996· Beard – North – Price 1998: 228-244. Ειδικά για την περίοδο των Σεβήρων, βλ. και Μπουραζέλης 1989: 55-63). Μετά το τέλος της δυναστείας των Σεβήρων (235 μ.Χ.), και κυρίως από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., οι θρησκευτικοί διωγμοί αποτέλεσαν σταθερό στοιχείο της πολιτικής της Ρώμης. Με διεξαγωγή συστηματικών διωγμών έχουν κατά κύριο λόγο συνδεθεί οι αυτοκράτορες Δέκιος, Βαλεριανός και Διοκλητιανός (ειδικά για τον διωγμό του Δεκίου, βλ. Andreotti 1956).

Οι διωγμοί του 3ου αι. μ.Χ. συνδέονται με την πολιτική και κοινωνική κρίση που διέρχεται η αυτοκρατορία κατά την περίοδο αυτή. Είναι ενδιαφέρον ότι στους εθνικούς συγγραφείς της εποχής η παραδοσιακή θρησκεία παρουσιάζεται ως απαραίτητη για τη διατήρηση του imperium Romanum (ανέκαθεν στενά συναρτημένου με την εύνοια των θεών κατά τις ρωμαϊκές αντιλήψεις), η ευσέβεια ως εγγύηση για την έξοδο της αυτοκρατορίας από την κρίση και οι χριστιανοί ως υπεύθυνοι για όλα τα δεινά (βλ. ενδεικτικά Δίων Κάσσιος 52.36.1 κ.εξ.· Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου Τυανέως 5.36· Πορφύριος, Κατὰ χριστιανών απόσπ. 80).

Προς αυτούς που έχουν εκλεγεί ως υπεύθυνοι για τις θυσίες από τον Αυρήλιο Σάκι, από την κώμη Θεοξενίδα, (στ. 5) μαζί με τα παιδιά του, Αιώνα και Ηρά, που κατοικούν στην κώμη Θεαδέλφεια. Πάντοτε θυσιάζαμε στους θεούς και τώρα (στ. 10) μπροστά σας σύμφωνα με το διάταγμα θυσιάσαμε και κάναμε σπονδές και γευτήκαμε τα ιερά σφάγια και σας ζητούμε (στ. 15) να παράσχετε βεβαιώσεις γι’ αυτό. Χαίρετε. Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς σας είδαμε να θυσιάζετε. (στ. 20) Στο πρώτο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Γαΐου Μεσσίου Κουίντου Τραïανού Δεκίου Ευσεβούς Ευτυχούς Σεβαστού, 23 Παύνι.