Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα- | |
τεί Φιλαδελφείας | |
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου | |
Μακεδόνος τών Πρωτογένου | |
5 | καὶ Πρωτογένου τού υιού |
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι | |
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ- | |
νων τινών λαμπαδάρχων | |
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους) | |
10 | τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς |
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης | |
ανδρών ου καθηκόντως | |
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε- | |
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣- | |
15 | σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής |
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών- | |
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις | |
αυταρκείται εμοί τε καὶ | |
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις, | |
20 | ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού |
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι | |
αγώνι κατασυνεργούντες | |
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ- | |
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ- | |
25 | ιδείν με αγνωμονούμενον |
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν | |
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς | |
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι | |
γυμνασίου νεανίσκους, | |
30 | όπως απολυθώ τής λαμπα- |
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο- | |
τάξαι μου τὸ υπόμνημα | |
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣- | |
[τος απολώμαι (;) – – -] |
Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.
Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχον (ή ιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχον (ή ιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).
Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).
Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.
Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχης (ή λαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιών (ή λαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).
Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).
Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).
Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.
Ο γυμνασίαρχος (ή γυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).
Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).
Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).
Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).
Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …
(1ο χέρι) | |
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου] | |
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς] | |
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής | |
5 | Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ- |
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ- | |
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ- | |
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ- | |
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν | |
10 | ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)- |
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε- | |
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν | |
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα | |
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς | |
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα- | |
15 | τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ |
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι | |
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ | |
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος | |
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε | |
20 | καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου |
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο, | |
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν | |
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού | |
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν | |
25 | τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς |
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό- | |
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας | |
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα- | |
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον | |
30 | δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον |
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος | |
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος | |
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία | |
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα. | |
—— | |
(2ο χέρι) | |
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε- | |
λούτος τής Θέωνος έκαστα | |
40 | ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί . |
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς | |
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα | |
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα. | |
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος | |
45 | Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα. |
Η διδασκαλική που σώθηκε στον P.Oxy. ΙΙ 275 αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης μαθητείας με παροχή άμισθης εργασίας. O Τρύφωνας του Διονυσίου δίνει τον γιο του Θοώνη ως μαθητευόμενο στον υφαντή Πτολεμαίο του Παυσιρίωνα, προκειμένου να τον διδάξει την υφαντική τέχνη για χρονικό διάστημα ενός έτους.
Ο τύπος του νομικού εγγράφου: το «ιδιωτικό πρωτόκολλο»
Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ηγεμονία) τα νομικά έγγραφα που συντάσσονταν στην Αίγυπτο από υπαλλήλους και συμβολαιογράφους των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. στα αγορανομεία και τα γραφεία) ονομάζονταν δημόσιοι χρηματισμοί και διακρίνονταν κυρίως από τη θέση της ημερομηνίας στην αρχή του κειμένου και τη χρήση του πρωτοκόλλου (Wolff 1978: 86-87, 139-140· Mitteis 1912: 58-61), δηλαδή της τριτοπρόσωπης δήλωσης της πράξης στην αρχή του κύριου περιεχομένου του νομικού κειμένου. Σε αυτήν την κατηγορία κειμένων παρατηρείται και η χρήση της ομολογίας, δηλωθείσας με το ρήμα ομολογέω-ώ. Υπήρχαν όμως και είδη νομικών εγγράφων, όπως π.χ. το χειρόγραφον, τα οποία συντάσσονταν από ιδιώτες, και ως εκ τούτου δεν είχαν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών. Διακριτικά στοιχεία αυτών αποτελούν η θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κύριου περιεχομένου του εγγράφου και η χρήση του πρώτου προσώπου, με ή χωρίς τη χρήση ομολογίας (Mitteis 1912: 72-75· Schwarz 1961· Wolff 1978: 107).
Το είδος της προς εξέταση σύμβασης μαθητείας είναι το αποκαλούμενο από τους νομικούς παπυρολόγους «ιδιωτικό πρωτόκολλο», ένα είδος εγγράφου το οποίο κατά κανόνα διακρίνεται εκ πρώτης όψεως από τη μακρόστενη μορφή του κειμένου του (20 έως 40 γράμματα ανά αράδα). Η ονομασία αυτού του είδους εγγράφου προκύπτει από το γεγονός ότι συντασσόταν από ιδιώτες, όπως αυτό φαίνεται από τη θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κειμένου, αλλά σε μορφή πρωτοκόλλου προς μίμηση των εγγράφων που γράφονταν από συμβολαιογράφους και υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών (Wolff 1978: 123· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 49-50). Ωστόσο, υπήρχαν κατά την περίοδο της Ηγεμονίας δύο νομικές διαδικασίες, η δημοσίωσις και η εκμαρτύρησις, με τις οποίες το «ιδιωτικό πρωτόκολλο» και το χειρόγραφον μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών (Wolff 1978: 129· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 63).
Οι συμβαλλόμενοι και η δικαιοπραξία
Ο P.Oxy. ΙΙ 275 ανήκει στο αρχείο τού ενός από τους δύο συμβαλλομένους, του υφαντουργού Τρύφωνα (Piccolo 2003), ο οποίος μάλλον έμαθε τη γερδιακὴν τέχνην από τον πατέρα του, τον Διονύσιο (Brewster 1927: 133, 139). Ενώ όμως ο Τρύφωνας θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του, ο τελευταίος επρόκειτο να μαθητεύσει δίπλα σε άλλον υφαντουργό, πρακτική συνήθης στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, πιθανόν γιατί με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά των υφαντουργών καρπώνονταν εμπειρίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στο σπίτι του πατέρα τους (van Minnen 1987: 79). Εκτός αυτού, ήδη από το 52 μ.Χ. ο Τρύφωνας έπασχε από καταρράκτη και μερική απώλεια όρασης (Brewster 1927: 140· Marganne 1994), συνθήκη που καθιστούσε αναγκαία την καθοδήγηση του Θοώνη από άλλον υφαντουργό.
Το εν λόγω δικαιοπρακτικό κείμενο αναφέρει (στ. 1-6) τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία των ατόμων που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα ταυτοποίησης των συμβαλλομένων (Hübsch 1968: 107-108). Συγκεκριμένα καταγράφονται και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη τα ονόματα των γονέων τους συνοδευόμενα από τα πατρώνυμά τους, ενώ μόνο για τον τεχνίτη γίνεται η αναφορά στο επάγγελμά του (γέρδιος). Επίσης, στους στ. 7-9 το κείμενο εμπεριέχει και τα προσωπικά στοιχεία του μαθητευόμενου Θοώνη, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (στ. 8-9).
Στους στ. 6-7 αναγνωρίζεται η πράξη που δημιουργεί την έννομη σχέση μεταξύ των ιδιωτών: ο μέν Τρύφων (ενν. ομολογεί) εγδεδόσθαι. Το ρήμα εκδίδωμι στα νομικά κείμενα έχει τη σημασία του «μεταβιβάζω, διαθέτω», και δηλώνει τη μεταβίβαση ενός ατόμου χωρίς αυτεξουσιότητα από τον κηδεμόνα του σε ένα τρίτο πρόσωπο (Herrmann 1957-1958: 136). Αν και κατά κανόνα στις συμβάσεις μαθητείας δηλώνεται ρητώς ο σκοπός της μεταβίβασης του ατόμου, δηλαδή η κατάρτισή του στην εκάστοτε τέχνη (ώστε μαθείν· Herrmann 1957-1958: 120), στην παρούσα σύμβαση η έκδοσις συνδυάζεται μόνο με την υποχρέωση του Θοώνη, δηλαδή διακονού(ν)τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμενα αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην πασαν (στ. 10-13).
Οι υποχρεώσεις και οι κυρώσεις
Προέχον στοιχείο της παρούσας σύμβασης είναι η κατάρτιση του Θοώνη στην υφαντική τέχνη. Ωστόσο αυτός δεν λαμβάνεται υπόψιν ως δικαιοπρακτών, δηλαδή το έγγραφο αποτελεί μία δικαιοπραξία μεταξύ του κηδεμόνα του μαθητή και του δασκάλου-τεχνίτη (Herrmann 1957-1958: 130).
Με τη σημερινή νομική ορολογία έχουμε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις: ο Τρύφωνας αναλαμβάνει τα έξοδα για τη διατροφή, τον ρουχισμό και τὰ δημόσια πάντα τού παιδός (στ. 17), δηλαδή των φόρων της λαογραφίας (κεφαλικού φόρου) και του χειρωναξίου (ειδικού φόρου επιτηδεύματος) (Herrmann 1957-1958: 126-127· Droß-Krüpe 2011: 110-111), ενώ ο Πτολεμαίος επιβαρύνεται με την παροχή χρηματικής αποζημίωσης στον Τρύφωνα για τα τροφεία και τον ιματισμό του Θοώνη (στ. 17-21).
Δεδομένου ότι κύρια υποχρέωση του Πτολεμαίου ήταν να διδάξει τον Θοώνη την υφαντουργική τέχνη, ο P. van Minnen συμπληρώνει τον στ. 13 (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην>), κάνοντας λόγο για παράλειψη του γραφέα και στηριζόμενος στους στ. 16-19 της σύμβασης μαθητείας SB Χ 10236, από το ίδιο αρχείο (van Minnen 1987: 79 σημ. 171· βλ. BL IX 179). Προς επίρρωσιν αυτής της διόρθωσης αρκεί να τονίσουμε ότι και σε άλλες συμβάσεις μαθητείας γίνεται διαχωρισμός των ομολογιών των δύο συμβαλλομένων με τα μόρια μέν-δέ. Μετά λοιπόν την ομολογία του Τρύφωνα (ο μέν Τρύφων εγδεδόσθαι) το νομικό κείμενο θα έπρεπε θεωρητικά να περιλαμβάνει και αυτήν του Πτολεμαίου (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν>).
Στους στ. 22-33 εμπεριέχονται ρήτρες μέσω των οποίων προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης όρων που διασφαλίζουν, όχι μόνο την παραμονή και την υπακοή του Θοώνη στο πλευρό του Πτολεμαίου για το χρονικό διάστημα του ενός έτους, αλλά και την επιθυμητή έκβαση της μαθητείας, δηλαδή την κατάρτιση του μαθητευομένου στην υφαντική τέχνη. Από τις εν λόγω ρήτρες μαθαίνουμε για τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν στην έννομη σχέση μεταξύ του κηδεμόνα και του δασκάλου-τεχνίτη.
Η υπογραφή και οι υπογραφείς
Ηδη από την πτολεμαϊκή και μέχρι τη βυζαντινή Αίγυπτο τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνταν να πιστοποιήσουν και να επιβεβαιώσουν με την υπογραφή τους τη γνησιότητα του περιεχομένου του νομικού εγγράφου που κατέγραφε τη δικαιοπραξία τους. Ο γραφικός χαρακτήρας της υπογραφής ήταν ένα σημαντικό μέσο για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της και την ταυτοποίηση του υπογράφοντος (Youtie 1981: 189-190). Στην υπογραφή οι συμβαλλόμενοι έγραφαν το όνομα τους και επαναλάμβαναν σε πρώτο πρόσωπο τα βασικά σημεία του νομικού εγγράφου, δηλαδή κατά κανόνα την αναγνώριση της πράξης και την κύρια υποχρέωση που προέκυψε από αυτή. Αρκετές φορές ωστόσο το περιεχόμενο της υπογραφής ήταν πιο γενικό και περιληπτικό, όπως αυτό συμβαίνει στην υπογραφή του υφαντή Πτολεμαίου (στ. 39-40: έκαστα ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί· Wolff 1978: 164-165).
Στους στ. 41-43 ωστόσο δηλώνεται ότι η υπογραφή του Πτολεμαίου δεν έχει γραφτεί από το δικό του χέρι αλλά από αυτό του Ζωίλου, γιατί δεν γνώριζε γράμματα. Ο υφαντής Πτολεμαίος μάλλον ανήκε στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες υπηκόων που δεν γνώριζαν γραφή, τους αγραμμάτους ‒ η δεύτερη ήταν αυτή των βραδέως γραφόντων, όσων δηλαδή μπορούσαν να γράψουν στα ελληνικά το όνομά τους και δύο ή τρείς αράδες, αν τους δινόταν αρκετός χρόνος. Τόσο οι αγράμματοι όσο και οι βραδέως γράφοντες είχαν ανάγκη τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου που ήταν ικανό να γράψει αντιστοίχως όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της υπογραφής τους (Youtie 1981: 188· Wolff 1978: 164). Επειδή όμως ο υπογραφεὺς δεν ήταν υπεύθυνος μόνο για τη σύνταξη της υπογραφής του ατόμου που εκπροσωπούσε, αλλά και για τον έλεγχο του περιεχομένου του νομικού εγγράφου, έπρεπε να είναι ένα έμπιστο άτομο, συγγενής ή φίλος, αλλιώς η προσφυγή σε έναν επαγγελματία γραφέα ήταν απαραίτητη (Kraus 2000: 327).
Αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον ο Τρύφωνας του Διονυσίου, γιου του Τρύφωνα και της Θαμούνιος, κόρης του Οννώφρη, και ο υφαντής Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, (στ. 5) κόρης του Θέωνα, αμφότεροι κάτοικοι της πόλης των Οξυρύγχων, ο μεν Τρύφωνας ότι έχει παραδώσει ως μαθητευόμενο στον Πτολεμαίο τον ανήλικο ακόμα γιο του Θοώνη της Σαραεύτος, κόρης του Απίωνα, για χρονικό διάστημα (στ. 10) ενός έτους από τη σημερινή ημέρα για να διακονεί και εκτελεί όλα όσα του υπαγορεύονται από τον Πτολεμαίο σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα της υφαντικής τέχνης. Ο δε Πτολεμαίος ομολογεί ότι θα διδάξει στον ανήλικο την υφαντική τέχνη στον βαθμό που την κατέχει ο ίδιος, ενώ ο ανήλικος θα τρέφεται και θα ντύνεται (στ. 15) κατά τη διάρκεια όλου του έτους από τον πατέρα του Τρύφωνα, στον οποίο και θα επιβληθούν όλοι οι φόροι του ανηλίκου, υπό τον όρο ότι ο Πτολεμαίος θα του δίνει μηνιαίως για τα έξοδα της διατροφής πέντε δραχμές, (στ. 20) και κατά την ολοκλήρωση όλου του έτους για τα έξοδα του ρουχισμού δώδεκα δραχμές, χωρίς να επιτρέπεται στον Τρύφωνα να αποσπάσει τον ανήλικο από τον Πτολεμαίο μέχρι να συμπληρωθεί το έτος, και όσες τυχόν (στ. 25) μέρες δεν είναι συνεπής (ο μαθητευόμενος) κατά τη διάρκεια αυτού, τόσες θα τον διαθέσει (ο πατέρας του) μετά το πέρας του έτους, ει δε μη, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για κάθε μέρα μία ασημένια δραχμή και στην περίπτωση απόσπασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του έτους να εκτίσει τη χρηματική ποινή (στ. 30) των εκατό δραχμών και στο δημόσιο ταμείο το ίδιο ποσό. Εάν όμως και ο Πτολεμαίος δεν διδάξει τον ανήλικο, θα υπέχει ως ένοχος τις ίδιες ποινές. Η παρούσα σύμβαση μαθητείας έχει ισχύ. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα (στ. 35) Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού. (2ο χέρι) Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, κόρης του Θέωνα, (στ. 40) θα πράξω κάθε ένα από αυτά κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου. Ζωίλος του Ώρου, γιου του Ζωίλου, και της Διεύτος, κόρης του Σωκέα, έγραψα εκ μέρους του καθότι δεν γνωρίζει γράμματα. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα (στ. 45) Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
Σωκράτη καὶ Διδύμω τω καὶ Τυράννω | |
γραμματεύσι μητροπόλεως | |
παρὰ Ισχυρατος τού Πρωτα τού Μύσθου | |
[μ]ητρὸς Τασουχαρίου τής Διδα απ[ὸ α]μ- | |
5 | φόδου Ερμουθιακής καὶ τής τούτου γυ- |
ναικὸς Θαισαρίου τής Αμμωνίου [τ]ού | |
Μύσθου μητρὸς Θαισατος απὸ τού αυτού | |
αμφόδου Ερμουθιακής. απογραφόμεθα | |
τὸν γεννηθέντα ημείν εξ αλλήλων υιὸν | |
10 | Ισχυρα[ν] καὶ όντα εις τὸ ενεστὸς ιδ (έτος) Αντωνείνο(υ) |
Κα[ί]σαρος τού κυρίου (έτους) α. διὸ επιδίδωμ[ι] τὸ | |
τής επιγενήσεως υπόμνημα. | |
[Ισχυρ]ας (ετών) μδ άσημος. | |
Θαισάριον (ετών) κδ άσημος. | |
15 | έγραψ[ε]ν υπέρ αυτών Αμμώνιος νομογ(ράφος). |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Το παρόν έγγραφο στάλθηκε από τους γονείς ενός αγοριού, του Ισχυρά, στις αρμόδιες αρχές με στόχο να δηλώσει τη γέννησή του.
Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο συνιστά την απλούστερη μορφή δήλωσης γέννησης, ξεκινά με τα ονόματα και το αξίωμα των παραληπτών (στ. 1-2), δηλώνει λεπτομερώς την ταυτότητα των αποστολέων (στ. 3-9), δίνει τη χρονολογία, το όνομα και την ηλικία του παιδιού (στ. 10-11). Το κείμενο κλείνει με τις υπογραφές των αποστολέων και το όνομα αυτού που υπέγραψε εκ μέρους τους, καθώς, όπως φαίνεται, ήταν αναλφάβητοι (στ. 11-15· πρβλ. Π8).
Η δήλωση γέννησης και οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι
Στο συγκεκριμένο κείμενο η δήλωση γέννησης υποβλήθηκε κατά το πρώτο έτος του παιδιού. Αυτό μπορεί να μοιάζει φυσικό στους σύγχρονους αναγνώστες, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο κανόνας. Έχουν σωθεί δηλώσεις γέννησης που απογράφουν παιδιά ως και τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας τους (π.χ. P.Oxy. XXXVIII 2855, όπου δηλώνεται ένα αγόρι δεκατριών ετών· πρβλ. P.Ups.Frid. σελ. 64). Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η δήλωση γέννησης δεν είχε ως κύριο στόχο να ενημερώσει τις αρχές γι’ αυτή καθ’ εαυτήν τη γέννηση του παιδιού, αλλά να προετοιμάσει την εγγραφή του στον σχετικό φορολογικό κατάλογο και κυρίως την πρώτη απογραφή του ως μέλους διακεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας –σε περίπτωση που η οικογένεια ανήκε σε τέτοια κατηγορία (βλ. Nelson 1979· Lewis 1997α: 23). Συνεπώς, η δήλωση φαίνεται ότι μπορούσε να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή ως το 14ο έτος της ηλικίας του απογραφομένου, οπότε και σημειωνόταν η είσοδος στο γυμνάσιο ((Habermann 2004: 339-341). Ο χρόνος δηλαδή της δήλωσης γέννησης ενός παιδιού αντιστοιχούσε στα φορολογικά ή κοινωνικά συμφέροντα της οικογένειας.
Ωστόσο, η εξήγηση ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονταν στις αρχές με σκοπό να εξασφαλισθεί η διακεκριμένη κοινωνική θέση του νεαρού αγοριού που δήλωναν και τα συνακόλουθα προνόμια σχετικά με τη φορολογία και την εκπαίδευση, δεν συνάδει με το γεγονός ότι κάποιες δηλώσεις που έχουν βρεθεί αφορούν κορίτσια, τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ωφεληθούν από τα προνόμια αυτά (P.Ups.Frid. σελ. 63), καθώς και μερικά αγόρια τα οποία δεν μοιάζουν να ανήκουν σε διακεκριμένη κοινωνική θέση.
Η δήλωση απευθύνεται σε δύο γραμματείς μητροπόλεως. Οι γραμματείς τής μητροπόλεως είναι αντίστοιχη θέση με τους γραμματείς τών κωμών (για κώμας και μητροπόλεις, βλ. Π8).
O νομογράφος, που εδώ γράφει εκ μέρους των αναλφάβητων δηλούντων, ήταν ένα είδος συμβολαιογράφου. Είχε κυρίως δημόσια υπόσταση, ενώ ενίοτε η δράση του αφορούσε και ιδιωτικές υποθέσεις (Μertens 1958: 87-88).
Οι δηλούντες
Η δήλωση καταγράφει τη γέννηση του Ισχυρά. Όπως συνηθιζόταν, τη δήλωση συνέταξαν οι γονείς του παιδιού μέσω κάποιου γραφέα. Από τις λεπτομέρειες που δίνουν οι γονείς ως προς την ταυτότητά τους συνάγεται ότι ίσως ήταν πρώτα ξαδέλφια (καταγράφεται κοινό όνομα παππού –Μύσθος– από την πλευρά του πατεράδων τους, οι οποίοι ήταν ενδεχομένως αδέλφια). Αυτό δεν εκπλήσσει σε μια χώρα σαν την Αίγυπτο όπου εκείνη την εποχή ήταν ακόμη εξαιρετικά συνηθισμένοι οι γάμοι μεταξύ ομοθαλών (: πλήρων) αδελφών (για τον γάμο μεταξύ αδελφών στην Αίγυπτο, βλ. ενδεικτικά Hopkins 1980· Scheidel 1995· Scheidel 1997). Οι δηλούντες αυτοπροσδιορίζονται ως άσημοι, δηλαδή χωρίς ουλές ή άλλα εξωτερικά γνωρίσματα (πρβλ. Π8).
Από το γεγονός ότι η δήλωση απευθυνόταν στους γραμματείς μητροπόλεως, προκύπτει ότι ο Ισχυράς και η Θαισάριον πρέπει να κατοικούσαν και να απογράφονταν στην Αρσινοϊτών πόλιν, όπου και πράγματι βρισκόταν το άμφοδον Ερμουθιακής. Η ακριβής σημασία της λέξης άμφοδον έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας. Ο Wilcken, όπως και ο Rink, το μετέφρασαν ως “δρόμο” (O.Wilck. Ι σελ. 441· Rink 1924: 7). Ο Jouguet 1911: 283 αντίθετα το μετέφρασε ως “συνοικία”, και εξέφρασε την άποψη ότι αυτό μπορεί να σημαίνει είτε μια μικρή διοικητική μονάδα, είτε απλώς μια τοποθεσία. Η εξήγηση του Jouguet έχει υπερισχύσει στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά τη μελέτη του Daris 1981 που αφορά την μητρόπολιν του Αρσινοΐτη).
Προς τον Σωκράτη και τον Δίδυμο, που λέγεται επίσης και Τύραννος, γραμματείς της μητρόπολης· από τον Ισχυρά, γιο του Πρωτά, γιου του Μύσθου, και της Τασουχαρίου, κόρης του Διδά, από (στ. 5) το άμφοδο της Ερμουθιακής, και από τη γυναίκα του, τη Θαισάριον, κόρη του Αμμωνίου, γιού του Μύσθου, και της Θαισάτος, από το ίδιο άμφοδο της Ερμουθιακής. Απογράφουμε τον γιο μας, τον Ισχυρά, γεννημένο από εμάς τους δύο, (στ. 10) ο οποίος κατά τη φετινή χρονιά, το 14ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κυρίου, είναι ενός έτους. Ως εκ τούτου υποβάλλω τη δήλωση της γέννησης. Ισχυράς, ετών σαράντα τεσσάρων, ασημάδευτος. Θαισάριον, ετών είκοσι τεσσάρων, ασημάδευτη. (στ. 15) Έγραψε εκ μέρους τους ο Αμμώνιος ο γραφέας του νομού.