(1η στήλη)

Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος
Θραικός,
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος
5 τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ-
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ]
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε
10 Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ  ̣  ̣ς
15 ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-]
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας.
20 ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣

Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).

Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.

Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.

Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).

Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).

Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).

 

Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.

Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).

Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).

Ὀρφανός και προστάτις

Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux.PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.

Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.

Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.

Ἱέρακι τω καὶ Νεμεσίωνι στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) Hρακ(λείδου) μερίδος
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως. ενέτυχον, κύριε,
διὰ βιβλιδίου τω λαμπροτάτω ηγεμόνι Αιμιλίω Σατουρνείννω δηλών τὴν γενο-
μένην μοι επέλευσιν υπὸ Σώτου τινὸς καταφρονήσαντος τής περὶ τὴν όψιν μου ασ-
5 θενείας βουλομένου αυτού τὰ υπάρχοντά μου κατασχείν βία καὶ αυθαδία χρώμενος
καὶ έσχον ιερὰν υπογραφὴν εντυ̣χείν τω κρατίστω επιστρατήγω· τού δέ Σώ〈του〉 τελευ-
τήσαντος, ο τούτου αδελφὸς Ιούλιος καὶ αυτὸς τὴν περὶ αυτου〈ς〉 βία χρησάμενος επήλ-
θεν τοίς εσπαρμένοις υπʼ εμού εδάφεσει καὶ εβάστασε ουκ ολίγον χόρτον ου μό-
νον αλλὰ καὶ εξέκοψε απὸ τού υπάρχοντός μου ε[λ]αιώνος όντος περὶ κώμην Κερκε-
10 σούχα ελάεινα φυτὰ απεξηραμμένα καὶ ερίκινα, άπερ παραγενάμενος ενθάδε
πρὸς τὸν καιρὸν τής συνκομιδής έμαθον ταύτα υπὸ αυτού πεπραχθαι, εφʼ οίς
μὴ αρκεσθεὶς πάλειν επήλθεν μετὰ τής γυναικὸς αυτού καὶ Ζηνα τινος{ς} έχον-
τες βρέφος βουλόμενοι τὸν γεωργόν μου φθώνω περικλίσαι ώστε κατα-
λείψε τὴν ιδ[ί]αν γεωργίαν μετὰ τὸ θερίσαι εκ μέρους απὸ ετέρου μου κλήρου,
15 καὶ αυτοὶ σ{σ}υνεκομίσαντο. τούτων γενομένων εγενόμην πρὸς τὸν
Ιούλιον μετὰ [δ]ημοσίων όπως αυτὰ ταύτα ενμάρτυρον γένηται. πάλιν
τω αυτω τρόπω προσ{σ}[έ]ριψάν μοι [τὸ] αυτὸ βρέφος βουλόμενοι καὶ με φθόνω
περικλίσαι πα[ρό]ντων Πετεσούχου καὶ Πτολλα πρεσβυτέρων κώμης Καρα-
νίδος διαδεχο[μ]ένων καὶ τὰ κατὰ τὴν κομμωγραμματείαν καὶ Σωκρα
20 υπηρέτου, καὶ τών δημοσίων παρόντων τὸ βρέφος ο Ιούλιος συνκομι-
σάμενος τὰ περιγενόμενα εκ τών εδαφών γένη απηνέγκατο εις τὴν
οικίαν αυτού, άπερ φανερὰ εποίησα διά τε τών αυτών δημοσίων καὶ πρα-
κτόρων σιτικών τής αυτής κώμης. διὸ κατὰ τὸ αναγκαίον επιδίδωμι
καὶ αξιώ τάδε τὰ βιβλίδια εν καταχωρισμω γενέσθο πρὸς τὸ μένειν μοι
25 τὸν λόγον πρὸς αυτοὺς επὶ τού κρατίστου επιστρατήγου περὶ τών υπ⟦ο⟧’ αυ-
τών τετολμημένων καὶ τών υπέρ τών εδαφών δημοσίων εκφορίων
τω κυριακω λόγω διὰ τὸ αυτοὺς ου δεόντως συνκεκομικέναι.
(2ο χέρι)
Γέμελλος ο καὶ Ὡρίων ὡς (ετών) κϛ ασθενὴς τὰς όψεις.
(3ο χέρι)
(έτους) ε Λουκίου Σεπτιμίου Σεουήρου Ευσεβούς Περτίνακος Σεβαστού Παχὼν  κζ.

Το έγγραφο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος· στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-2). Στην συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 2-23) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 23-27). Το αίτημα αφορά την διατήρηση του παρόντος εγγράφου στο αρχείο των αξιωματούχων προκειμένου το θύμα να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του στο προκείμενο δικαστήριο. Ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα της αίτησης (στ. 28) και η ημερομηνία του εγγράφου (στ. 29). Πρβλ. Π10.

Θέμα του κειμένου είναι η αίτηση του Γέμελλου προς τον στρατηγό Ιέρακα, συνεχίζοντας εν μέρει την ιστορία που ειπώθηκε στον P. Mich. VI 422, η οποία συνοψίζεται στους στ. 2-6. Με το παρόν υπόμνημα, ο Γέμελλος ισχυρίζεται ότι ο Ιούλιος με βία εισέβαλλε στα χωράφια του και απέσπασε αρκετά γεωργικά προϊόντα που του ανήκαν, ενώ σε μια δεύτερη εισβολή του έγινε χρήση κάποιας μαγικής πρακτικής από τον Ιούλιο, έχοντας ως μαγικό μέσο ένα έμβρυο. Στόχος της πρακτικής αυτής, όπως ισχυρίζεται το θύμα, ήταν η παρεμπόδιση των εργασιών και η απρόσκοπτη συλλογή των καρπών του Γέμελλου. Στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους, προκειμένου να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες των γεγονότων. Ακόμη όμως και τότε ο Ιούλιος δεν δίστασε και χρησιμοποίησε και πάλι το έμβρυο προκειμένου να τους αδρανοποιήσει, ενώ παράλληλα άρχισε να μαζεύει τους καρπούς από το χωράφι του Γέμελλου· αφού τελείωσε, πήρε το έμβρυο και επέστρεψε στο σπίτι του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γέμελλος προέβη στην σύνταξη υπομνήματος, ζητώντας το έγγραφο αυτό να παραμείνει στο αρχείο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του ενώπιον του επιστρατήγου στην δικαστική υπόθεση που θα ακολουθήσει.

Ο συντάκτης του υπομνήματος αυτού, Γέμελλος, αναφέρει ότι κατά την δεύτερη εισβολή του Ιουλίου στα χωράφια του, συνοδευόταν από την γυναίκα του και από κάποιον Ζηνά, κρατώντας ένα έμβρυο. Το έμβρυο αυτό το χρησιμοποίησε, ως φαίνεται, προκειμένου να εφαρμόσει μία μαγική πρακτική αδρανοποίησης εναντίον του καλλιεργητή του Γέμελλου· μάλιστα την ίδια πρακτική χρησιμοποίησε και δεύτερη φορά, όταν ο Γέμελλος πήγε να βρει τον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους. Και σε εκείνη την περίπτωση ο Ιούλιος έριξε το έμβρυο προς το μέρος του Γέμελλου με στόχο να αδρανοποιήσει τους παρευρισκόμενους και να καταφέρει να συλλέξει καρπούς από τα χωράφια του Γέμελλου.

Κατά τον Frankfurter πρόκειται για ένα είδος περιοριστικού ξορκιού-κατάδεσμος (Faraone ‒ Obbink 1991· Gager 1992· Ogden 1999), αν κρίνουμε και από το ρήμα περικλείω, το οποίο ο συντάκτης της αίτησης χρησιμοποιεί δύο φορές, αλλά και από το γεγονός ότι τα θύματα ένιωσαν να περιορίζονται μεταφυσικά από τις κακόβουλες χειρονομίες κάποιου άλλου. Η σύνδεση των συμβολικών χειρονομιών με την χρήση του εμβρύου ως αντικειμένου μαγείας, όπως φαίνεται, δηλώνει ότι ο θύτης είχε ως σκοπό να περιορίσει και να αδρανοποιήσει τον καλλιεργητή στην πρώτη περίπτωση και τον Γέμελλο και τους αξιωματούχους στην δεύτερη (Frankfurter 2006: 40). Όπως αναφέρει ο Frankfurter (2006: 42), η συγκεκριμένη μαγική πρακτική δεν μαρτυρείται σε μαγικά κείμενα, αλλά ούτε στους μαγικούς παπύρους που αποτελούν εγχειρίδια για την δημιουργία καταδέσμων. Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε την ποικιλία των «μαγικών» αντικειμένων και μέσων που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτές οι πρακτικές τούς ήταν γνωστές. Ωστόσο, στην περίπτωση του εμβρύου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτελεσματικότητά του να αδρανοποιήσει τόσους ανθρώπους κατά κοινή ομολογία και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, πιθανόν οφείλεται στην νεωτερικότητα του μαγικού μέσου (Frankfurter 2006: 42).

Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ο ανορθόδοξος τρόπος κατά τον οποίο τελέσθηκε το «ξόρκι». Η συνήθης πρακτική των καταδέσμων αφορούσε την τέλεσή της υπό άκρα μυστικότητα, κατά την οποία ο θύτης με συγκεκριμένες χειρονομίες, μαγικές λέξεις-φράσεις και μαγικά αντικείμενα επιχειρούσε να επιβάλλει την επιθυμία του σε ένα πρόσωπο και να επηρεάσει την ζωή του ενάντια στην θέλησή του (Jordan 1985: 151). Έπειτα ο κατάδεσμος και το μαγικό αντικείμενο (αν υπήρχε) τοποθετούνταν σε μυστικές τοποθεσίες (πολύ συχνά σε κάποιο τάφο ή κάποια πηγή) προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ξορκιού (Ogden 1999: 15). Σε αντίθεση με τον κανόνα αυτόν, ο Γέμελλος αφηγείται μία πρακτική μαγείας, η οποία τελέστηκε σε δημόσια θέα υπό την παρουσία πολλών προσώπων και ο θύτης φαίνεται να ένιωθε ιδιαίτερη άνεση ως προς αυτό το περιστατικό.

Επιπλέον, απόκλιση από τον κανόνα αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τέλεση του μαγικού τελετουργικού δεν γίνεται επίκληση σε κάποια χθόνια θεότητα, όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κατάδεσμο (Gager 1992: 12· Ogden 1999: 44). Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέμελλου, το τελετουργικό του Ιούλιου περιλάμβανε μία χειρονομία (η προσέγγισή του με το έμβρυο και η εναπόθεσή του στο έδαφος), κάποια λόγια που θα δήλωναν τον σκοπό του τελετουργικού και της χειρονομίας (δηλαδή ότι επρόκειτο να τους περιδέσει με κακία) και κυρίως την χρήση μαγικού αντικειμένου, δηλαδή του εμβρύου. Τα λόγια του θύτη, ωστόσο, δεν τα παραθέτει ο Γέμελλος στην αίτησή σου, στοιχείο που μας παραπέμπει να υποθέσουμε ότι είτε δεν το θεώρησε σημαντικό να προβεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, είτε ο Ιούλιος δεν χρησιμοποίησε πλήθος λέξεων και φράσεων, τυπικών σε μία μαγική τελετουργία.

Ο πάπυρος αποτελεί συνέχεια του P.Mich. VI 422, ο οποίος συνιστά αίτηση του Γέμελλου προς τον έπαρχο της Αιγύπτου, ενώ ο P.Mich. VI 423 αποτελεί αίτηση του ίδιου προσώπου προς τον στρατηγὸν της Ηρακλείδου μερίδος. Στον P.Mich. VI 423 ο Γέμελλος αναφέρει ότι προηγήθηκε αίτηση προς τον έπαρχο και πως εκείνος έδωσε την υπογραφή του και ανέθεσε στον επιστράτηγον να επιμεληθεί του θέματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Γέμελλος με νέα αίτησή του απευθύνεται στον στρατηγὸν μάς οδηγεί στην σκέψη ότι η ακρόαση ενώπιον του επιστρατήγου δεν είχε πραγματοποιηθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο και αναμένεται. Η δεύτερη αυτή αίτηση προέκυψε καθώς ο Ιούλιος προέβη για δεύτερη φορά σε καταπάτηση της περιουσίας του Γέμελλου και σε κλοπή των γεωργικών του καρπών από τα χωράφια του.

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μάς δίνει την αφορμή να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους οι εκάστοτε αξιωματούχοι απαντούσαν στους συντάκτες των αιτήσεων από την στιγμή που αυτές γίνονταν αποδεκτές. Μελετώντας, λοιπόν, τα παπυρικά κείμενα και συγκεκριμένα τις αιτήσεις προς τις αρχές, προκύπτει ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ένας αξιωματούχος επικοινωνούσε με τον αιτούντα ή με κάποιον κατώτερό του αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υπόθεση μετέπειτα. Αρχικά, ο αξιωματούχος που λάμβανε την αίτηση μπορούσε να συντάξει ένα σύντομο γράμμα με το οποίο έδινε οδηγίες σε έναν κατώτερό του αξιωματούχο για τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να προχωρήσει με την υπόθεση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πάπυρος P.Oxy. XLV 3240 συνταγμένο από τον έπαρχο της Αιγύπτου Μέττιο Ρούφο προς τον στρατηγὸν της Οξυρρύγχου Ιούνιο Εστιαίο (Kelly 2011: 87).

Ένας δεύτερος τρόπος επικοινωνίας με τον συντάκτη της αίτησης ήταν μέσω ενυπόγραφης σημείωσης του ανώτερου αξιωματούχου στο κάτω μέρος της αίτησής του, μέσω της οποίας του όριζε σε ποιον κατώτερό του έπρεπε εκείνος να απευθυνθεί στην συνέχεια (Kelly 2011: 88). Έτσι, η μορφή που αποκτούσε μία αίτηση που παραδόθηκε στον έπαρχο και έπρεπε να μεταβιβαστεί στον στρατηγὸν ήταν η ακόλουθη: στο κάτω μέρος του εγγράφου έχουμε την υπογραφή του συντάκτη της αίτησης, από κάτω της, με ένα διαφορετικό χέρι, έχουμε την υπογραφή του επάρχου και με ένα άλλο χέρι την οδηγία να επιστραφεί η αίτηση πίσω στον συντάκτη της. Εκείνος, έπειτα, είχε την ευθύνη να παραδώσει την αρχική αίτηση μαζί με την υπογραφή του επάρχου στον στρατηγὸν προκειμένου να ζητήσει από αυτόν ακρόαση. Στην δική μας περίπτωση, ο έπαρχος χρησιμοποίησε τον δεύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον Γέμελλο, καθώς ο ίδιος στους στίχους 2‒6 αναφέρει ότι απέσπασε την υπογραφή του επάρχου και ότι την περίπτωσή του έχει αναλάβει πλέον ο επιστράτηγος.

Η μέθοδος που ακολουθούσε ο έπαρχος προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αιτούντα ποίκιλε σε βάθος χρόνου. Έτσι, κατά την διάρκεια του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο έπαρχος προτιμούσε την χρήση επιστολών προκειμένου να απαντήσει στις αιτήσεις που του παραδίδονταν. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα παρατηρείται μία αλλαγή, καθώς ξεκινά να εμφανίζεται η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου στο κάτω μέρος των αιτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και η πρακτική της ενυπόγραφης σημείωσης παρουσίαζε παραλλαγές. Αρχικά, κάθε μία αίτηση υπογραφόταν ξεχωριστά και επιστρεφόταν στον αρχικό συντάκτη της, ωστόσο, για μία σύντομη περίοδο (από τα τέλη του 150 μ.Χ. έως τις αρχές του 170 μ.Χ.), εμφανίζεται μία καινοτομία όσον αφορά την ανάθεση των περιστατικών στους κατώτερους αξιωματούχους (Kelly 2011: 88). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αμεσότερα και ταχύτερα ο τεράστιος όγκος των αιτήσεων προς τον έπαρχο, οι αιτήσεις δεν υπογράφονταν ατομικά, αλλά αντιθέτως συλλέγονταν και κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με την φύση του αιτήματος. Αιτήσεις της ίδιας φύσεως και θεματικής συγκολλούνταν σε έναν κύλινδρο, στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου επισυναπτόταν η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου και στελνόταν έπειτα στον κατώτερο αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε στο εξής τις υποθέσεις αυτές (Serfass 2001: 184-5).

Προς τα τέλη του 2ου αιώνα επανήλθε το σύστημα της ατομικής ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου στο σώμα των αιτήσεων, πλέον όμως δεν επιστρέφονταν αυτές στους συντάκτες τους, αλλά παρουσιάζονταν με κάποιο τρόπο σε ένα δημόσιο μέρος. Αν ο αιτών στην συνέχεια επιθυμούσε ένα αντίγραφο της αίτησής του και της ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου που ήταν επισυναπτόμενη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο υπό την παρουσία μαρτύρων από τους παπύρινους κυλίνδρους που είχαν αρχειοθετηθεί από τον έπαρχο. Η πρακτική αυτή συνιστούσε αποτρεπτικό παράγοντα για εκείνους τους διαδίκους που ψεύδονταν αναφορικά με προηγούμενη επικοινωνία τους με αξιωματούχους (Kelly 2001: 89).

Προς τον Ιέρακα που ονομάζεται επίσης Νεμεσίων, στρατηγό της Ηρακλείδου μερίδος του Αρσινοΐτη νομού, από τον Γέμελλο, που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολιναρίου, Αντινοΐτη. Προσέφυγα, κύριέ μου, με αίτημα στον επιφανέστερο Έπαρχο Αιμίλιο Σατουρνείνο, ενημερώνοντάς τον για την επίθεση που μου έκανε κάποιος Σώτας, ο οποίος με περιφρονούσε λόγω της αδύναμης όρασής μου (στ. 5) και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει την περιουσία μου με βία και αλαζονεία, και έλαβα την ιερή υπογραφή του που με εξουσιοδοτούσε να προσφύγω στην εξοχότητά του τον επιστράτηγο. Τότε ο Σώτας πέθανε και ο αδελφός του Ιούλιος, ενεργώντας επίσης με τη βία που τους χαρακτήριζε, μπήκε στα χωράφια που είχα σπείρει και πήρε σημαντική ποσότητα σανού―και όχι μόνο αυτό, αλλά έκοψε και αποξηραμένους βλαστούς ελιάς και ρείκια από τον ελαιώνα μου κοντά στην κώμη Κερκεσούχα. (στ. 10) Όταν έφτασα εκεί την ώρα της συγκομιδής, έμαθα ότι αυτά είχαν διαπραχθεί από αυτόν. Επιπλέον, μη αρκούμενος σε αυτά, ήρθε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του και κάποιον Ζηνά, έχοντας μαζί τους ένα βρέφος (= έμβρυο), σκοπεύοντας να εμποδίσουν με κακία τον καλλιεργητή μου, ώστε να εγκαταλείψει την εργασία του, αφού είχε θερίσει εν μέρει από ένα άλλο χωράφι μου, (στ. 15) και οι ίδιοι μάζεψαν τη σοδειά. Όταν συνέβη αυτό, πήγα στον Ιούλιο με τη συνοδεία αξιωματούχων, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων/αυτές οι υποθέσεις να καταγραφούν. Και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, έριξαν τον ίδιο βρέφος προς το μέρος μου, με σκοπό να με εμποδίσουν/περιβάλουν και με κακία, παρουσία του Πετεσούχου και του Πτολλά, γερόντων του χωριού της Καρανίδος, που ασκούν και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού, και του Σωκρά (στ. 20) του βοηθού, και ενώ οι αξιωματούχοι ήταν εκεί, ο Ιούλιος, αφού μάζεψε την υπόλοιπη σοδειά από τα χωράφια, πήρε το βρέφος και το πήγε στο σπίτι του. Τις πράξεις αυτές τις έκανα δημόσιες μέσω των ίδιων αξιωματούχων και των εισπρακτόρων των φόρων των σιτηρών του ίδιου χωριού. Γι’ αυτό αναγκαστικά υποβάλλω την παρούσα αναφορά και ζητώ να παραμείνει στο αρχείο, ώστε να διατηρήσω το δικαίωμα να καταθέσω/μιλήσω (στ. 25) εναντίον τους ενώπιον του εξοχότατου επιστρατήγου σχετικά με τις αδικίες που διέπραξαν και τα δημόσια μισθώματα των χωραφιών που οφείλονται στο αυτοκρατορικό ταμείο, επειδή αδικαιολόγητα έκαναν τη συγκομιδή. (2ο χέρι) Γέμελλος που ονομάζεται επίσης Ωρίων, ηλικίας περίπου 26 ετών, του οποίου η όραση είναι μειωμένη. (3ο χέρι) Έτος 5ο του Λουκίου (;) Σεπτιμίου Σευήρου Ευσεβούς Περτίνακος Αυγούστου, 27η του μηνός Παχών.

Κυίντω Αιμιλλίω Σατουρνείνω
επάρχω Αιγύπτου
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος
Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως
5 καὶ ὡς χρηματίζει γεουχούντ(ος)
εν Καρανίδι τού Αρσινοείτου
νομού τής Hρακλείδου μερίδ(ος).
πρὸ πολλού, κύριε, ο ημέτερος
πατὴρ ετελεύτησεν επʼ ε-
10 μοὶ καὶ αδελφη μου κληρονό-
μοις καὶ αντιλήμμεθα
τών υπαρχόντων μη-
δενὸς επελθόντος. ομοίως
δέ συνέβη καὶ τὸν θείόν μου
15 Γάιον Ιούλιον Λογγείνον
τελευτήσαι πρὸ οκταετίας
καὶ τούτου τὰ υπάρχοντα
επεκράτησα καὶ συν‹ε›κομισα-
μην τὴν πρόσοδον μηδενὸ(ς)
20 κωλύσαντος. νυνεὶ δέ
Ιούλιος καὶ Σώτας αμφότεροι
Ευδατος ου δεόντως βιαίω(ς)
καὶ αυθάδως επεληλύθασι
εδάφεσί μου μετὰ τὸ τὴν
25 κατασπορὰν ποιήσασθαί
με καὶ εκώλυσάν με
εν τούτοις δυνάμι τη
περὶ αυτοὺς επὶ τών τό-
πων, καταφρονούντων
30 τὴ〈ν〉 περὶ τὴν όψιν μου
ασθένιαν· όθεν επὶ σέ
τὸν σωτήρα κατέφυγον,
αξιών εάν σου τη τύχη
δόξη ακούσαί μου πρὸς
35 αυτοὺς όπως δυνηθώ
τών ιδίων αντιλμαβάνεσθ(αι)
καὶ ω υπὸ σού τού κυρίου ευεργ(ετημένος).
διευτύχ(ει).
(2ο χέρι)
⟦Γέμελλος⟧ ⟦ο⟧ ⟦καὶ⟧ ⟦Ὡριωνο̣ς̣⟧ ⟦ε̣π̣ι̣δ̣έ̣δωκα⟧ ⟦.⟧
40 ⟦Σαβε̣ί̣ν̣ο̣ς̣⟧ ⟦έ̣γ̣ρ̣α̣ψ̣α̣⟧ ⟦υ̣π̣(έρ)⟧ ⟦α̣υ̣τ̣(ου)⟧ ⟦[.]⟧

Το παρόν έγγραφο έχει την τυπική δομή μιας αίτησης. Την αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του συντάκτη και του παραλήπτη (στ. 1-7) ακολουθεί ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 8-31) και το αίτημα (στ. 31-37), το οποίο αφορά την επανάκτηση της περιουσίας του «θύματος». Η αίτηση ολοκληρώνεται με το χαιρετισμό (στ. 38), ενώ μετά το αίτημα ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα και το όνομα του γραφέα (στ. 39-40). Πρβλ. Π11.

Το κείμενο αποτελεί αίτηση του Γέμελλου (ή και Ωρίωνα) προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κόιντο Αιμίλιο Σατουρνείνο με στόχο να καταγγείλει την καταπάτηση της γεωργικής του έκτασης από τα αδέρφια Ιούλιο και Σώτα, την οποία ο Γέμελλος και η αδερφή του είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Οι δύο αυτοί άνδρες εισήλθαν με βία και αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται το θύμα, στα σπαρμένα χωράφια του Γέμελλου και τον εμπόδισαν από την εργασία που αυτά απαιτούν, ενώ αυτός και η αδερφή του τα είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους νομίμως. Για το λόγο αυτό ζητά από τον έπαρχο της Αιγύπτου να λάβει υπόψιν του αυτήν του την αίτηση και να τον δικαιώσει, ανακτώντας την περιουσία του.

Ο P.Mich. VI 422 αποτελεί αίτηση του Γέμελλου προς τις αρχές και συγκεκριμένα προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο (Reinmuth 1935· Wolff 2002: 104-105). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις προς τις αρχές, παράλληλα με τις φορολογικές αποδείξεις, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο εγγράφου· σώζονται περισσότεροι από χίλιοι πάπυροι αιτήσεων, που προέρχονται και από τις τρεις χρονικές περιόδους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Μέσω των αιτήσεων οι κάτοικοι της χώρας αναζητούσαν αποζημίωση σε περιπτώσεις εξύβρισης ή βίαιης μεταχείρισης, ή βοήθεια σε περιπτώσεις αδικίας εις βάρος τους (Palme 2009: 377).

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι αιτήσεις απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης, από τον τοπικό αστυνόμο, τον εξηγητήν, τον στρατηγὸν σε αστικό περιβάλλον, όπως και από τον βασιλικὸν γραμματέα στο επίπεδο περιφέρειας, έως τον επιστράτηγον και τον iuridicus αλλά και τον ίδιο τον έπαρχον. Ειδικά στην περίπτωση του επάρχου, μπορούσε κανείς να ζητήσει ακρόαση ενώπιόν του κατά τις ετήσιες επισκέψεις (conventus) που πραγματοποιούσε εκτός της πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου έδρευε (Palme 2009: 378· Kelly 2011: xiv). Αυτό, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς σύμφωνα με τα παπυρικά έγγραφα που μας σώζονται, το 208/210 μ.Χ. σε μία και μόνο conventus του επάρχου στην Αρσινόη της Αιγύπτου, σε διάστημα δύο ημερών παραδόθηκαν 1804 αιτήσεις (P.Yale I 61· Haensch 1994: 487). Είναι, επομένως, μη ρεαλιστικό να θεωρούμε πως όλες αυτές οι υποθέσεις παρουσιάστηκαν ενώπιον του επάρχου κατά την παραμονή του στην πόλη.

Προς τον Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο, Έπαρχο της Αιγύπτου, από τον Γέμελλο που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολινάριου, Αντινοέως, (στ. 5) και όπως και αν ονομάζεται, γαιοκτήμονα στην Καρανίδα, στην περιφέρεια του Ηρακλείδου, του Αρσινοίτη νομού. Πριν από πολύ καιρό, άρχοντά μου, ο πατέρας μας πέθανε, (στ. 10) αφήνοντας εμένα και την αδελφή μου ως κληρονόμους, και αναλάβαμε την περιουσία του, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ομοίως, και ο θείος μου, (στ. 15) ο Γάιος Ιούλιος Λογγίνος, πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, και εγώ ανέλαβα την ιδιοκτησία της περιουσίας του και εισέπραξα τα έσοδα, χωρίς να με (στ. 20) εμποδίσει κανείς. Τώρα, όμως, ο Ιούλιος και ο Σώτας, και οι δύο γιοι του Ευδάτος, αδίκως, με βία και αλαζονεία, μπήκαν στα χωράφια μου, (στ. 25) αφού τα είχα σπείρει, και με εμπόδισαν απ’ αυτά μέσω της εξουσίας που ασκούν στον τόπο, περιφρονώντας με (στ. 30) λόγω της αδύναμης όρασής μου. Γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα, τον σωτήρα, ζητώντας σου, αν αυτό φαίνεται καλό στην τύχη σου, να ακούσεις την καταγγελία μου (στ. 35) εναντίον τους, ώστε να μπορέσω να ανακτήσω την περιουσία μου και να λάβω αυτή την ευεργεσία από τα χέρια σου, κύριέ μου. Χαίρε. (2ο χέρι) Εγώ, ο Γέμελλος, ονομαζόμενος και Ωρίων, υπέβαλα αυτήν την αίτηση. (στ. 40) Εγώ ο Σαβείνος έγραψα γι’ αυτόν …

Ὥρωι Ἁρυώτου [λαογρ(άφω)] Βακ(χιάδος) καὶ Απύνχ(ει)
Ὀννώφρεως καὶ το(ίς) άλλ(οις) πρεσβ(υτέροις)
παρὰ Πετεύρε(ως) τού Ὥ̣ρ̣ο̣(υ) τών απὸ
κώμης Βακ(χιάδος). υπάρχ(ει) [μοι] εν τη κώμη
5 (ήμισυ καὶ τέταρτον) μέρος ο[ι]κ(ίας) εν ᾧ καταγείνομ(αι) καὶ απο-
γρά(φομαι) εμαυτόν τε καὶ [τ]οὺς εμοὺς
εις τὴ(ν) τού διεληλ(υθότος) θ̣ έ̣τ̣ο̣υ̣ς̣ Αυτοκράτορ(ος)
Καίσαρος Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού)
απογρα(φήν).
10 ειμεὶ δέ Πετεύρις Ὥρ[ο(υ)] το(ύ) Ὥρο(υ)
μη(τρὸς) Εριεύς τή(ς) Μενχείους δημ(όσιος)
γεωργ(ὸς) (ετών) λ άση(μος)
καὶ τὴν γυ(ναίκα) Ταπεί̣ν̣η̣(ν) [τὴ(ν) Α]π̣κ̣όι(τος) (ετών) κε
καὶ τοὺς ομοπατρίο(υς) κα[ὶ] ομομητρίο(υς)
15 αδελφο(ὺς) Ὧρο(ν) (ετών) κ
καὶ Ὡρίωνο άλλο(ν) (ετών) ζ.
υπάρχ(ει) δέ καὶ τώι αδελφώι τὸ λ̣ο̣ιπ(όν) (τέταρτον) μέ(ρος)
τή(ς) προκ(ειμένης) οικ(ίας) καὶ αυλ(ής) εν ᾧ καταγει(νόμεθα).
Πετεύρις ο προγεγραμμένος επιδέδω(κα)
20 καὶ ομνύω Αυτοκράτορα Καίσαρα
Δομιτιανὸν Σεβαστὸν Γερμανικὸν
α̣λ̣η̣θ̣ή̣ είναι τὰ προγ(εγραμμένα) καὶ μηδέ(ν)
διε̣ψεύσθα<ι>. έγραψεν Αφροδ(ίσιος) γραμ(ματεὺς)
τή(ς) κώμης μὴ ειδό̣το̣ς γράμματα
25 (έτους) δεκάτου Αυτοκράτο̣ρ̣̣ος Καίσαρος
Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού), Παχ(ὼν) ιε.

Ο Πετεύρις από την κώμη Βακχιάδα στέλνει αυτήν την απογραφή εκ μέρους του εαυτού του και της οικογένειάς του στους αρμόδιους αξιωματούχους της κώμης του (στ. 1-4). Δίνει πρώτα λεπτομέρειες της ταυτότητάς του και της κατοικίας του (στ. 10-12) και ύστερα προσθέτει όσους ακόμη κατοικούν και απογράφονται στη συγκεκριμένη κατοικία, τον βαθμό συγγένειας, την ηλικία και την περιουσία τους, με γενική τάση να αναφέρει πρώτα τους στενότερους συγγενείς (στ. 13-18). Τέκνα φαίνεται να μην υπάρχουν, καθώς θα ήταν αναμενόμενο να αναφερθούν. Ακολουθούν ο συνήθης όρκος (στ. 20-23), η υπογραφή του ατόμου που συνέταξε το έγγραφο (στ. 23-24), και η ημερομηνία κατάθεσής του (στ. 25-26).

Στο τέλος του κειμένου (στ. 23-24) μαθαίνουμε ότι την απογραφή έγραψε ο Αφροδίσιος, ο γραμματεὺς τής κώμης. Ο κωμογραμματέας, υπάλληλος του κωμάρχη, ήταν διοικητικός υπάλληλος στο επίπεδο της κώμης (για την κώμη βλ. παρακ.). Στο παρόν κείμενο ο ρόλος του κωμογραμματέα είναι να συντάξει το έγγραφο εκ μέρους του Πετεύρεως, ο οποίος είναι αναλφάβητος. Το φαινόμενο αυτό απαντά εξαιρετικά συχνά στους παπύρους, και τον ρόλο του γραφέα μπορούν να αναλαμβάνουν όχι μόνο κρατικοί υπάλληλοι, αλλά και συγγενείς και γνωστοί (βλ. Youtie 1975α· Youtie 1975β).

Στο παρόν έγγραφο διασώζεται το όνομα αλλά όχι και ο τίτλος του παραλήπτη. Στην πρώτη έκδοση (P.Mich. III) ο Boak εξηγεί ότι ο αναμενόμενος παραλήπτης θα ήταν ο κωμογραμματέας. Καθώς όμως στην προκείμενη περίπτωση ο κωμογραμματέας είναι εκείνος που συνέταξε το κείμενο της απογραφής, ο Boak επιλέγει να συμπληρώσει στον στ. 1 το αξίωμα του λαογράφου, ο οποίος επίσης συχνά εμφανίζεται ως παραλήπτης απογραφών. Οι λαογράφοι σχετίζονταν σίγουρα με τη λαογραφία, τον φόρο που πλήρωναν όλοι οι άνδρες μεταξύ 14 και 60 ετών (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι Ρωμαίοι πολίτες, καθώς και οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και της Αντινοόπολης). Λειτουργούσαν είτε μόνοι τους είτε κατά ομάδες, που έφταναν ως και τα έξι άτομα σε κάθε κώμη ή άμφοδο πόλης. Οι περισσότεροι ιστορικοί αμφιβάλλουν, ωστόσο, ότι οι λαογράφοι ασχολούνταν προσωπικά με την είσπραξη του φόρου, αφού γι’ αυτήν ήταν υπεύθυνοι οι πράκτορες (Mertens 1958: 80-83). Λαογράφοι απαντούν στα κείμενα από το πρώτο μισό του 1ου ως και το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Η πρώτη ένδειξη ότι η θέση αποτελούσε πια υποχρεωτική λειτουργία, υπηρεσία δηλαδή που οι πιο εύποροι αναλάμβαναν σαν έμμεση φορολογία, απαντά το 201 μ.Χ. (Lewis 1997β: 35· Drecoll 1997: 196, 279).

Οι πρεσβύτεροι (στ. 2) απαντούν από την πτολεμαïκή εποχή και ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Από το 118 μ.Χ. ή και νωρίτερα άρχισαν να αποτελούν υποχρεωτική λειτουργία. Δραστηριοποιούνταν στο επίπεδο την κώμης και υπηρετούσαν μέχρι ένα χρόνο (Lewis 1997β: 43· Drecoll 1997: 29, 201, 279). Η αρμοδιότητά τους σταδιακά εντοπίστηκε στον χώρο της οικονομικής διοίκησης (για τους πρεσβυτέρους γενικότερα βλ. Tomsin 1952).

Η οικογένεια που απογράφεται εδώ είναι γνωστή από διάφορα έγγραφα, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν αρχείο (Smolders 2013). Πρόκειται για τουλάχιστον είκοσι τρία έγγραφα, μεταξύ των οποίων έχουν βρεθεί και δύο ακόμη απογραφές, αυτές του 103 και του 117 μ.Χ. (Bagnall – Frier 1994: 192, 200). Το γενεαλογικό της δέντρο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα το οποίο παρατίθεται στον τρίτο τόμο των παπύρων του Μίσιγκαν, είναι το εξής:

 

Βελλής          (;)                                Πετεύρις Ι (;)

                   |                                                   |                                 

Κατοίτης                               Ωρος Ι            Μεγχής

                   |                                                |                   |                                       

Ωρος                                      Ωρος ΙΙ  =      Εριεύς           Χαρίτων

                   |               ___________________________                        |

|               |                                         |          |                      |

                   |       Πετεύρις ΙΙ    =     Ταπείνη    |    Ὠρίων Ι = Θενατύμις

                   |________________                         |                   |

                                                    |                        |                Ωρος V

Ταπεκύσις = Ωρος ΙΙΙ

       _______ |_________

                                                    |                              |         

                                               Ωρος ΙV             Ὠρίων ΙΙ

 

Η οικογένεια δηλώνει ως τόπο κατοικίας την κώμη Βακχιάδα. Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε περίπου σαράντα διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, ο μεγαλύτερος νομός, χωριζόταν πρώτα σε μερίδας, και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες. Η Βακχιάς βρισκόταν στην Ηρακλείδου μερίδα του Αρσινοΐτη νομού.

O Πετεύρις, που απογράφει τον εαυτό του και την οικογένεια του, είναι δημόσιος γεωργός. Οι δημόσιοι γεωργοί ήταν μικροκαλλιεργητές που νοίκιαζαν χωράφια από το κράτος σε σταθερές τιμές. Συνήθως έπαιρναν δάνεια σπόρου από τις αρμόδιες αρχές του χωριού τους και πλήρωναν το ενοίκιο του χωραφιού σε χρήμα ή σε είδος ανάλογα με την καλλιέργεια (Rowlandson 1996: 223-224).

O Πετεύρις περιγράφει τον εαυτό του ως άσημον. Σε επίσημα έγγραφα, όπου η πιστοποίηση της ταυτότητας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, περιλαμβάνονταν εκτός από το όνομα, πατρώνυμο κλπ., και αναφορά φυσικών χαρακτηριστικών, όπως ουλές και χρώμα του δέρματος. Άσημος, δηλαδή μη σημαδεμένος, είναι εκείνος που δεν έχει προφανή χαρακτηριστικά που να ξεχωρίζουν (βλ. Hübsch 1968).

Ο Πετεύρις είναι ιδιοκτήτης των τριών τετάρτων του σπιτιού μέσα στο οποίο κατοικούν ο ίδιος, η γυναίκα του, και τα δύο του αδέλφια. Στον ένα αδελφό του ανήκει το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Η κατακερμάτιση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως γης και κατοικιών, ήταν πολύ χαρακτηριστική στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, και οφειλόταν στη διανομή της περιουσίας στα τέκνα. Το μέγεθος του σπιτιού δεν είναι κάτι που αναφέρεται στις απογραφές (αφού η αναφορά σε σπίτια έχει, όπως είπαμε, στόχο να ορίσει τον τόπο κατοικίας και όχι να δηλώσει περιουσιακά στοιχεία) και, όπως δείχνουν οι σχετικές ανασκαφές, υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα μεγέθη. Τα σπίτια είχαν ενίοτε περισσότερους από έναν ορόφους, και πολλές φορές υπόγειο. Τα περισσότερα ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο μέχρι και σε τρείς τοίχους, αλλά όλα είχαν πρόσβαση σε αυλή (Alston 2002: 52-58· Husson 1983: 45-54, 191-206).

 

Στον Ώρο, γιο του Αρυώτη, λαογράφο της Βακχιάδας και στον Απύγχη, γιο του Οννώφρη, και στους άλλους πρεσβύτερους, από τον Πετεύρι, γιο του Ώρου, έναν από αυτούς που κατοικούν στην κώμη Βακχιάδα. Στην κώμη (Βακχιάδα) μου ανήκουν (στ. 5) τα τρία τέταρτα ενός σπιτιού, στο οποίο κατοικώ και απογράφω τον εαυτό μου και τους δικούς μου κατά την απογραφή του περασμένου ενάτου έτους του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού. (στ. 10) Εγώ είμαι ο Πετεύρις, γιος του Ώρου και της Εριέως του Μενχείους, εγγονός του Ώρου, δημόσιος γεωργός, τριάντα ετών, ασημάδευτος· και (απογράφω) τη γυναίκα μου την Ταπείνη, κόρη του Απκόιτος, εικοσιπέντε ετών· και τους αδελφούς μου, από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, (στ. 15) Ώρο, είκοσι ετών, και τον άλλο, τον Ωρίωνα, επτά ετών. Στον αδελφό μου ανήκει το υπόλοιπο τέταρτο του εν λόγω σπιτιού και της αυλής στο οποίο κατοικούμε. Ο προαναφερθείς Πετεύρις κατέθεσα την απογραφή (στ. 20) και ορκίζομαι στο όνομα του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού ότι τα προγεγραμμένα είναι αληθή και ότι τίποτε δεν δηλώθηκε ψευδώς. (Το κείμενο της απογραφής) έγραψε ο Αφροδίσιος, γραμματέας της κώμης, γιατί ο Πετεύρις δεν ξέρει γράμματα. (στ. 25) Έτος δέκατο του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού, 15 Παχών.