Επὶ στεφανηφόρου Τιβερίου Πανκρατίδου τού
Διοφάντου —— μηνὸς —— Κουρεώνος Σεβαστ[η·]
έδοξεν τη βουλη καὶ τω δήμω, γνώμη στρα-
τηγών καὶ τού γραμματέως τού δήμου κα[ὶ]
5 αρχιερέως τών πατρίων θεών καὶ τών Σε-
βαστών Παμμένους τού Διοκλέους·
επ<ε>ὶ Τιβέριος Κλαύδιος Σεβαστού απελεύ-
θερος Τύραννος, πολείτης ημέτερος, ανὴ[ρ]
δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις
10 τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρι-
κής καὶ τη κοσμιότητι τών ἠθών, παραγενόμενος
ις τὴν πατρίδα ανάλογον πεποίηται τὴν επιδη-
μίαν τη περὶ εαυτὸν εν πασι σεμνότητι, προσ-
ενεχθεὶς φ[ι]λανθρώπως πασι τοίς πολείταις
15 ὡς μηδένα υφ’ αυτού παρὰ τὴν αξίαν τού καθ’ ε̣-
αυτὸν μεγέθους επιβεβαρήσθαι, εφ’ οίς η βουλὴ
καὶ ο δήμος αποδεχόμενο[ι] τὸν άνδρα προσ-
ήκον ήγηνται τιμήσαι αυτόν· δεδόχθαι τη
βουλη καὶ τω δήμω τετιμήσθαι Τιβέριον Κλαύ-
20 διον Σεβαστού απελεύθερον Τύραννον καὶ
είναι εν αποδοχη τω δήμω, δεδόσθαι τε αυ-
τω ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών ων κατεσ-
κεύακε εργαστηρίων επὶ τής χώρας ἧς
κώμη Καδυίη.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, αυτοκρατορικός απελεύθερος και γιατρός, τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Μάγνητες επί του Μαιάνδρου, για δύο λόγους. Πρώτον, για τη δράση του στη Ρώμη, όπου επέδειξε επάρκεια στην ιατρική επιστήμη, αλλά και ήθος κατά την υπηρεσία του στους αυτοκράτορες. Η αναφορά ανὴ[ρ] δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρικής ήταν ρητορική έκφραση η οποία προσέδιδε «θεϊκή επικύρωση» στην ιδιότητα του Τυράννου ως γιατρού (Harrison 2022: 284. Για την αναφορά στην ιατρικὴν τέχνην και τις παραλλαγές της, βλ. Oehler 1909: 8). Η παραπάνω έκφραση ήταν μάλλον έμπνευση του  βασικού εισηγητή της γνώμης, δηλαδή του Παμμένους Διοκλέους, ο οποίος ήταν γραμματεὺς τού δήμου και, ιδίως, αρχιερεὺς τών πατρίων θεών καὶ τών Σεβαστών.

Ο Τύραννος ήταν γιατρός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, ωστόσο αγνοούμε εάν ήταν προσωπικός γιατρός των αυτοκρατόρων ή μέλος του ιατρικού προσωπικού των ανακτόρων. Σύμφωνα με τον W. Dittenberger δεν είχε το ίδιο κύρος με γιατρούς όπως ο Κώος αρχιατρός, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, τον οποίο πάντως θα γνώριζε (Syll.3 807. Πρβ. Kaplan 1990: 91). Σε ότι αφορούσε την αναφορά, τη κοσμιότητι τών ἠθών, αυτή δεν ήταν κενή νοήματος ή σημασίας. Ιδιαίτερα για τους γιατρούς του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, πολλοί από τους οποίους αναμίχθηκαν στις αυλικές συνωμοσίες της εποχής, μεταξύ άλλων και ο Ξενοφών (πρβ. επίσης, PIR2 C 710 και E 108), η αφοσίωση και το ηθικό τους ανάστημα θα ήταν για τους αυτοκράτορες εξίσου σημαντικά με τις ιατρικές τους γνώσεις.

Η δεύτερη αιτιολόγηση της τίμησης του Τυράννου αφορούσε τη συμπεριφορά του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί, επέδειξε την ίδια επιστημονική επάρκεια και ποιότητα χαρακτήρα, ενώ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν παρά τη σημαντική του θέση (Samama 2003: 346-347, με σημ. 15). Ο θαυμασμός και η γενική αποδοχή του Τυράννου από τους συμπολίτες του φαίνεται ακόμη από την αναφορά του ως πολείτου ημετέρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε προσφωνήσει με ανάλογο τρόπο τον ναύαρχό του, τον Σέλευκο Θεοδότου, σε μια επιστολή του προς τους συμπατριώτες του, τους πολίτες της Ρωσού, στο στόμιο του Ισσικού κόλπου (Σέλευκος ο καὶ υμέτερος πολεί[της καὶ έμ]ος ναύαρχος). Εκεί, δήλωνε παράλληλα την πρόθεσή του να αξιοποιήσει ανθρώπους σαν τον Σέλευκο ως μεσολαβητές του με τις πόλεις της ελληνικής Ανατολής (IGLSyr ΙΙΙ 1 718, στίχ. 87 κ.εξ.). Την πολιτική εκείνη του Αυγούστου ακολούθησαν και οι διάδοχοί του, επομένως η δράση του Τυράννου στην πατρίδα του θα εντασσόταν στο πλαίσιο εκείνο.

Είναι αξιοσημείωτο πως, δύο τουλάχιστον άτομα τα οποία υποστήριξαν τη γνώμην εκείνη προς τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας, ήταν άτομα τα οποία μοιράζονταν κοινά συμφέροντα με τον Τύραννο. Ο πρώτος, ο επώνυμος άρχων της πόλης το έτος εκείνο (Samama 2003: 346 σημ. 12), ο στεφανηφόρος, Τιβέριος (Κλαύδιος) Πανκρατίδης, ο γιος του Διοφάντου, φαίνεται πως όφειλε επίσης τα πολιτικά του δικαιώματα σε κάποιον Κλαύδιο αυτοκράτορα. Από δύο ακόμη επιγραφές γνωρίζουμε ότι μέλη της οικογένειάς του τιμήθηκαν επίσης από τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας. Επρόκειτο για τον Παγκρατίδην Παγκρατίδου τού [Διοφάντου], ίσως γιο του, ο οποίος τιμήθηκε ως ήρωας (Magnesia 256), όπως και την πιθανή κόρη ή εγγονή του, την Κλαυδία Διοφαντίδα, ιέρεια της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής για δύο φορές (Magnesia 240).

Ο δεύτερος, ο προαναφερθείς Παμμένης Διοκλέους, ήταν επίσης ένας άνθρωπος επιρροής, καθώς αναφερόταν ταυτόχρονα ως γραμματεύς του δήμου και αρχιερεύς των πάτριων θεών και των Σεβαστών. Η διπλή κατοχή των αξιωμάτων εκείνων στη Μαγνησία ήταν κανόνας από τα χρόνια του Νέρβα και εξής, όμως η πρακτική φαίνεται πως ξεκίνησε από τον Παμμένη (Frija 2012: 93 με σημ. 104). Όπως οι στρατηγοί, ο Παμμένης είχε τη δυνατότητα ως γραμματεύς και αρχιερεύς να προτείνει γνώμας στα θεσμικά όργανα της πόλης. Το γεγονός ότι οι πρώτοι παρέμειναν ανώνυμοι είναι μάλλον ενδεικτικό για το ποιος τελικά θα ήταν ο κύριος εισηγητής εκείνης της γνώμης. Παρότι η τίμηση του Τυράννου είχε τη δικαιολογητική της βάση σε δύο αποδεκτά κριτήρια για τους απλούς πολίτες της Μαγνησίας, δηλαδή την προϋπηρεσία του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και την προσφορά του στην πατρίδα του, οι διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τη Μαγνησία θα συνέβαλαν καθοριστικά στη λήψη της σχετικής απόφασης.

Άλλωστε, το κίνητρο του ψηφίσματος φαίνεται πως αποσκοπούσε κυρίως στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του Τυράννου. Παρότι η εξαγγελία ότι βρισκόταν εν αποδοχη τω δήμω ήταν ιδιαίτερα τιμητική για έναν πρώην δούλο όπως εκείνος, το πιο πρακτικό προνόμιο αναφερόταν στο τέλος και αφορούσε την ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών στα εργαστήρια τα οποία εκείνος κατασκεύασε στην χώρα όπου βρισκόταν η κώμη της Καδυίης, για την οποία δεν έχουμε καμία άλλη μαρτυρία στις πηγές μας (Samama 2003: 347 σημ. 16).

Τα εργαστήρια εκείνα ήταν ίσως χειρουργεία ή πολυϊατρεία, αντίστοιχα εκείνων τα οποία αναφέρονταν σε επιγραφή από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας κατά τον 3ο αι. π.Χ. (SEG 30.1175. Βλ. Nutton 1992: 46, σημ. 123· Nissen 2010: 132-134). Ωστόσο, άλλοι μελετητές θεώρησαν πιθανότερο πως επρόκειτο για εργαστήρια με τη σημερινή έννοια της λέξης, και αφορούσαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τυράννου στην πατρίδα του, οι οποίες δεν σχετίζονταν με την ιατρική του κατάρτιση. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει η ιδιότητά του ως αυτοκρατορικού απελεύθερου, όπως και το γεγονός ότι η τιμητική επιγραφή δεν αναφέρει ρητά ότι δραστηριοποιήθηκε ως γιατρός στη Μαγνησία (Samama 2003: 346, σημ. 15· Sève 2011: 285).

Η περίπτωση του Κλαυδίου Τυράννου ομοιάζει με εκείνη του γνωστότερου γιατρού του Κλαυδίου, του προαναφερθέντος Γαΐου Στερτινίου Ξενοφώντος. Όπως εκείνος, ο Τύραννος προσέφερε τις υπηρεσίες του στους αυτοκράτορες, και, μετά από μια επιτυχή σταδιοδρομία στη Ρώμη, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τιμήθηκε από τους συμπολίτες του (Herzog 1922: 240 κ.εξ.· Buraselis 2000: 93-110). Δεν γνωρίζουμε τους λόγους της επιστροφής του εκείνης. Ενώ για τον Ξενοφώντα μπορούμε να υποθέσουμε πως η λυκοφιλία του με την Αγριππίνα υπέσκαψε τελικά τη θέση του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, για τον Τύραννο δεν μπορούμε να κάνουμε ανάλογη υπόθεση, καθώς αγνοούμε τους αυτοκράτορες τους οποίους υπηρέτησε. Το βέβαιο είναι ότι, εφόσον έζησε την εποχή εκείνη, θα γνώριζε τον Ξενοφώντα, όπως πιθανώς και τον γιατρό του Κλαυδίου και επίσης απελεύθερό του, τον Τιβέριο Κλαύδιο Επάγαθο. Ο τελευταίος κατείχε ακόμη το αξίωμα του ακκήσσου (accensus), δηλαδή του ακολούθου του αυτοκράτορα και πάτρωνά του. Μαζί με τον άγνωστο κατά τα άλλα Τιβέριο Κλαύδιο Λειουιανό, αφιέρωσαν σε εκείνον μια στοά στα Σίδυμα της Λυκίας (TAM II 184).

Τον καιρό της στεφανηφορίας του Τιβερίου Πανκρατίδου, του γιου του Διοφάντου, την πρώτη ημέρα του μήνα Κουρεώνος. Απόφαση της βουλής και του δήμου, έπειτα από γνώμη των στρατηγών και του γραμματέα του δήμου και (στ. 5) αρχιερέα των πάτριων θεών και των Σεβαστών, Παμμένους, του γιου του Διοκλέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, συμπολίτης μας, ο οποίος δοκιμάστηκε επιτυχώς στη θεϊκή κρίση (στ. 10) των Σεβαστών στην ιατρική τέχνη, αλλά και στην κοσμιότητα των ηθών, πραγματοποίησε, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μια διαμονή ανάλογη με την αξιοπρέπεια η οποία σε κάθε περίσταση τον χαρακτήριζε, προσφέροντας τις υπηρεσίες του με καλοσύνη προς όλους τους συμπολίτες του, (στ. 15) δίχως να βλάψει κανέναν παρά τη δύναμή του. Για αυτούς τους λόγους, η βουλή και ο δήμος, αφού τον έκριναν ευνοϊκά, θεώρησαν σωστό να τον τιμήσουν. Φάνηκε λοιπόν σωστό στη βουλή και τον δήμο ο Τιβέριος Κλαύδιος (στ. 20) Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, να τιμηθεί και να απολαμβάνει της εύνοιας του δήμου, όπως και να του παραχωρηθεί πλήρης φορολογική ατέλεια στα εργαστήρια τα οποία κατασκεύασε στη χώρα στην οποία η Καδυίη είναι κώμη.

Τιβερίωι Κλαυδίωι
Κουιρείναι
Μενεκράτει ιατρώι
Καισάρων καὶ ιδίας
5 λογικής εναργούς
ιατρικής κτίστηι εν
βιβλίοις ρνϛ δι’ ων
ετειμήθη υπὸ τών εν-
λογίμων πόλεων ψηφίσ-
10 μασιν εντελέσι, οι γνώριμοι
τώι εαυτών αιρεσιάρχηι τὸ ηρώον.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Μενεκράτης υπήρξε, σύμφωνα με τον A. Stein, γιατρός των αυτοκρατόρων Τιβερίου, Καλιγούλα, και Κλαυδίου. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του από τον Σερβίλιο Δαμοκράτη, επίσης αυτοκρατορικό γιατρό, ο οποίος είχε γιατρέψει την κόρη του υπάτου του 35 μ.Χ., Μάρκου Σερβιλίου Νωνιανού (PIR2 C 937). Σύμφωνα με τον Γαληνό, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο, αυτοκράτωρ ολογράμματος, εξηγώντας: αυτοκράτωρ μέν, επειδὴ τούτω προσπεφώνηται, δηλαδή επειδή ο Μενεκράτης το αφιέρωσε σε κάποιον αυτοκράτορα (Γαλ. 13.995).

Ο Νουμιδός γιατρός, Καίλιος Αυρηλιανός, τον αναφέρει ως Menecrates Zeophletensis, όμως δεν είναι γνωστή ως τώρα καμία πόλη ή περιοχή με το όνομα Zeophleta (Cael. Aurel. Morb. Chron. 1.4.140). Σύμφωνα με τον J. Benedum, πιθανώς καταγόταν από τη Λυδία και ταυτιζόταν με τον ομώνυμο Λύδιο γιατρό, Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τον οποίο τίμησε μια άγνωστη πόλη (πιθανώς η πατρίδα του), μεταξύ άλλων ως μ[έγαν(?)] ι̣ατρὸν καὶ φιλ[όσο]φον, ήρωα, λογ[ιστήν(?)] (TAM V,1 650). Σε αυτό ίσως συνηγορεί και η αναφορά του στην επιτύμβια επιγραφή του στη Ρώμη ως ιδρυτή μιας δογματικής και εμπειρικής σχολής της ιατρικής (ιδίας λογικής εναργούς ιατρικής), την οποία περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία. Εξάλλου, πολλοί γιατροί οι οποίοι εντάχθηκαν στην Κυρίνα φυλή και εργάσθηκαν στη Ρώμη, όπως ο Μενεκράτης, κατάγονταν από τη Μ. Ασία (Benedum 1978).

O Μενεκράτης ετειμήθη υπὸ τών ενλογίμων πόλεων ψηφίσμασιν εντελέσι. Οι σημαντικές εκείνες πόλεις δεν είναι γνωστές, ούτε τα ψηφίσματά τους, τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη δικαιώματα (LSJ «εντελής» II). Όμως, εφόσον ταυτιζόταν με τον Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τιμήθηκε τουλάχιστον από μια άγνωστη πόλη της Λυδίας, όπου εκλέχθηκε λογ[ιστής(?)], στρατηγός, γ[υμνα]σίαρχος, πρύτ[ανις], και [α]γωνοθέτ[ης] (Benedum 1978· Kaplan 1990: 88-89. Για τη βιβλιογραφία βλ. Samama 2003: 511, σημ. 21) Ένας άλλος συνάδελφος του Μενεκράτη, ο γιατρός του Αυγούστου, Μάρκος Αρτώριος, τιμήθηκε στην Αθήνα (IG II² 4116), ενώ τίμησε τον αυτοκράτορα στη Δήλο (I.Délos 1589). Άλλοι γιατροί των Ιουλίων-Κλαυδίων αυτοκρατόρων τιμήθηκαν στις πατρίδες τους, όπως ο προαναφερθείς Σερβίλιος Δαμοκράτης (Blaundos 330,16), ο γιατρός και απελεύθερος των Κλαυδίων, Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος (Magnesia 89), και ο γιατρός του Κλαυδίου, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, του οποίου η περίπτωση μελετήθηκε στο παρελθόν (Herzog 1922: 216-247· Buraselis 2000: 66-110). Επομένως, η τίμηση των αυτοκρατορικών γιατρών ήταν συνηθισμένη. Οι μαθητές του Μενεκράτη τόνισαν ότι οι πόλεις οι οποίες τον τίμησαν ήταν σημαντικές, όπως και τα δικαιώματα τα οποία του παραχώρησαν.

Οι Έλληνες γιατροί οι οποίοι εργάζονταν στη Ρώμη απολάμβαναν προνομιακού καθεστώτος ήδη από την εποχή του Ασκληπιάδη του Βιθυνού (Rawson 1982· Polito 1999). Ο Ιούλιος Καίσαρ προσείλκυσε στην πρωτεύουσα τους γιατρούς και τους δασκάλους των ελευθερίων τεχνών, απονέμοντάς τους τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα (Suet. Iul. 42.1). Ο αυτοκράτορας Αύγουστος διατήρησε τα προνόμιά τους, ενώ στη διάρκεια ενός λιμού απομάκρυνε από τη Ρώμη όλους τους ξένους, εκτός από τους γιατρούς, τους δασκάλους, όπως και ορισμένους δούλους των ρωμαϊκών οικογενειών (Suet. Aug. 42.3.). Άλλωστε, ο αυτοκράτορας υπήρξε γενναιόδωρος προς τους γιατρούς του, οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του Μενεκράτη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία του Th. Mommsen, ο Αύγουστος απέδωσε στρατιωτικές τιμές στον προαναφερθέντα, Μάρκο Αρτώριο, ο οποίος τον έσωσε στη μάχη των Φιλίππων, ενώ ο γιος του, Αρτώριος Γέμινος, ίσως υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συγκλητικούς (CIL 6.31767 και σελ. 3157-3158, σημ. 4). Παράλληλα, ο αυτοκράτορας τίμησε τον Αντώνιο Μούσα, μαθητή του προαναφερθέντος Ασκληπιάδη, ο οποίος τον γιάτρεψε το 23 π.Χ. από μια σοβαρότατη ασθένεια με μια αντισυμβατική θεραπεία (ψυχρολουσίαι καὶ ψυχροποσίαι). Οι τιμές εκείνες ήταν ανάλογες του ευεργετήματος προς τον αυτοκράτορα, αλλά και προς τον ρωμαϊκό κόσμο, καθώς τις επικύρωσε και προσαύξησε η σύγκλητος. Μεταξύ άλλων, και η φορολογική ατέλεια στον ίδιο και τους ομοτέχνους του γιατρούς, στους συγχρόνους και τους μελλοντικούς (Suet. Aug. 59· Κάσ. Δ. 53.30.3· [Acro] ad Hor. Epist. 1.15.3).

Στον Τιβέριο Κλαύδιο Μενεκράτη, μέλος της ρωμαϊκής φυλής Κυρίνα, γιατρό των αυτοκρατόρων και (στ. 5) ιδρυτή ιατρικού συστήματος της εναργούς λογικής, το οποίο περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία, και για τα οποία τιμήθηκε από φημισμένες πόλεις με ψηφίσματα (στ. 10) τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι μαθητές του, τιμής ένεκεν στον αρχηγό της ιατρικής τους αίρεσης, έστησαν το προκείμενο ηρώο.

Ι[σι]δ[ώρ]ωι στρατηγώι
π(αρὰ) Διονύσο(υ) Απολλοδώρου
Διονυσ[ί]ου απʼ Ὀξυρύγχων
πόλεως δημοσίου ιατρού.
5 τη ενεστώση ημέρα επε-
τράπην υπὸ σού διὰ Hρακλείδου
υπηρέτου εφιδείν σώμα
νεκρὸν απηρτημένον
Ἱέρακος καὶ προσφωνήσαί σοι
10 ήν εὰν καταλάβωμαι περὶ
αυτὸ διάθεσιν. επιδὼν ούν
τούτο επὶ παρόντι τω αυτω
υπηρέτη εν οικία Επαγάθου
[  ̣  ̣  ̣  ̣  ̣]υ̣μερου Σαραπίωνος
15 [ε]πʼ αμφόδου Πλατείας εύρον
αυτὸ απηρτημένον βρό-
χω· διὸ προσφωνώ. / / (έτους) ιδ
Αυτοκράτορος Καίσαρος Μάρκου
[Α]υρηλ[ίο]υ Αντωνίνου Σεβαστού Αρ[μενιακο]ύ
20 [Μηδικού] Παρθικού Γερμανικού
[Μεγίσ]του, Θὼθ γ̅. (m. 2) διὸ
[προσφ]ω(νώ).

Το παρόν έγγραφο έχει την κλασική μορφή υπομνήματος. Στην αρχή του κειμένου αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη του. Πρόκειται για μια ιατρική-ιατροδικαστική έκθεση (προσφώνησιν) που απευθύνεται στον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό Ισίδωρο (Ι[σι]δ[ώρ]ωι BL IX 177: Κ[λαυ]δ[ια]νώι ed.), στρατηγὸν του νομού, η οποία εστάλη από τον Διόνυσο (πβ. Clarysse 2013: 260), δημόσιον ιατρὸν από την Οξύρυγχο (στ. 1-4). Επισημαίνεται πως το παρόν κείμενο αποτελεί το πρώτο μέχρι στιγμής κείμενο στο οποίο καταγράφεται η φράση «δημόσιος ιατρός». Ο Διόνυσος δηλώνει ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε από τον στρατηγόν, επισκέφθηκε την οικία του Επαγάθου όπου βρισκόταν το άψυχο σώμα και εξέτασε τη σορό παρουσία του Ηρακλείδη, εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου του στρατηγού, διαπιστώνοντας θάνατο δι’ απαγχονισμού (στ. 5-17). Η εν λόγω έκθεση αποτελεί τη μόνη έως σήμερα παπυρική μαρτυρία περί απαγχονισμού στην ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο.

Σύμφωνα με τον P.Oxy. I 51, ο δημόσιος ιατρὸς Διόνυσος από την Οξύρυγχο δηλώνει ότι τη ενεστώση ημέρα (στ. 5) έλαβε εντολή από τον στρατηγὸν Ισίδωρο, γνωστό και από άλλες παπυρικές αναφορές στο διάστημα μεταξύ 172-175 μ.Χ., να επιθεωρήσει το πτώμα του Ιέρακος που βρέθηκε απαγχονισμένος (στ. 7-9: εφιδείν l. επιδείν σώμα / νεκρὸν απηρτημένον / Ἱέρακος) και να συντάξει την παρούσα έκθεση σχετικά με την διάθεσίν του (στ. 9-11). Η εντολή του να προχωρήσει το έργο χωρίς χρονοτριβές οφείλεται πιθανώς στην ανάγκη άμεσης λήψης αποδεικτικών στοιχείων για τη διαλεύκανση της υπόθεσης του βίαιου-ξαφνικού θανάτου του Ιέρακος και στην όσο το δυνατόν ταχύτερη περισυλλογή και ταφή του νεκρού. Ο υπηρέτης Ηρακλείδης λειτουργεί ως εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του στρατηγού (στ. 6-7) και ως μάρτυρας κατά την εξέταση της σορού από τον Διόνυσο (στ. 11-13: επιδὼν ούν / τούτο επὶ παρόντι τω αυτω / υπηρέτη). Ο Διόνυσος δηλώνει ρητά ότι εξέτασε τη σορό του Ιέρακα (στ. 11-12) στο σπίτι κάποιου Επαγάθου (στ. 13) στο άμφοδον της Πλατείας της Οξυρύγχου (για την ακριβή σημασία της λέξης άμφοδον βλ. Rink 1924: 7· Jouguet 1911: 283· Daris 1981). Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι δεν διευκρινίζεται αν ο Επάγαθος ήταν ο δράστης τυχόν δολοφονίας ή αν πρόκειται για αυτοχειρία, η οποία για κάποιον λόγο συνέβη στην οικία του. Το πόρισμα του Διόνυσου αναφέρει απλώς ότι το πτώμα βρέθηκε κρεμασμένο με θηλιά πιστοποιώντας, έτσι, τον θάνατο του Ιέρακος (στ. 15-17: εύρον / αυτὸ απηρτημένον βρό/χω). Τέλος, ακολουθεί η απαραίτητη υπογραφή του γιατρού (στ. 17), η χρονολόγηση του παπύρου (στ. 17-21) και η υπογραφή του υπηρέτου (στ. 21-22: διὸ / [προσφ]ω(νώ)).

Κρίνοντας από τις λίγες διασωθείσες προσφωνήσεις, φαίνεται ότι τα συγκεκριμένα ιατρικά πιστοποιητικά της ρωμαϊκής Αιγύπτου ήταν, από μία σύγχρονη οπτική, σχετικά μη πολύπλοκα. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι ήταν αρκετά επαρκή για να εκπληρώσουν δύο σημαντικές λειτουργίες. Πρώτον, πιστοποιούσαν ρητά την αιτία του βίαιου θανάτου ή θανάτου που προερχόταν από ατύχημα ή νόσο. Εδώ, π.χ., συμπεραίνουμε ότι ο γιατρός που εξέτασε τη σορό δεν είδε απλώς το πτώμα κρεμασμένο, κάτι το οποίο θα μπορούσε να το κάνει θεωρητικά ο οποιοσδήποτε, αλλά εξετάζοντάς το συμπέρανε ότι το αίτιο του θανάτου του Ιέρακος ήταν αναμφίβολα ο απαγχονισμός. Δεύτερον, σε περιπτώσεις επιθεώρησης τραυμάτων, ασφαλώς, το μέλημα του γιατρού που συνέτασσε την προσφώνησιν ήταν να δοθεί μία όσο το δυνατόν πιο λεπτομερής περιγραφή των τραυμάτων που προκλήθηκαν.

Το παρόν έγγραφο χρονολογημένο στο έτος 173 μ.Χ. αποτελεί το πρώτο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του δημοσίου ιατρού. Η ύπαρξη τεσσάρων παπυρικών κειμένων (P.Oslo III 95, BGU II 647, P.Oxy. XVII 2111, P.Oxy. XXXI 2563), χρονολογημένων πριν από το 173 μ.Χ., που μαρτυρούν ιατροὺς να έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες με τους κατοπινούς δημοσίους, χωρίς ωστόσο να φέρουν το επίθετο δημόσιος, δημιουργεί ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απέκτησαν το συγκεκριμένο επίθετο. Η άποψη ότι αυτό σχετίζεται με την παροχή μισθού στους ιατροὺς ως συνήθεια που πήγαζε από την κλασική και ελληνιστική εποχή (Nanetti 1944· Boswinkel 1956: 186-187· Amundsen – Ferngren 1978: 338-339· Abou Bakr 2003: 83· Hirt Raj 2006: 102) αποδυναμώνεται εξαιτίας της έλλειψης ξεκάθαρων παπυρικών μαρτυριών της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου σχετικών με μισθοδοσία των δημοσίων ιατρών (El-Sayed 2012: 266-267· Ρουμπέκας 2017: 99).

Ίσως, ο τίτλος τους οφειλόταν σε πιθανά προνόμια (ατέλειαν και αλειτουργησίαν), που το ρωμαϊκό κράτος συνέχιζε να παραχωρεί με αυτοκρατορικά διατάγματα στους ιατρούς, όταν αυτοί αντεπεξέρχονταν επιτυχώς στη δοκιμασίαν, διαδικασία απόδειξης της ορθής άσκησης του λειτουργήματός τους (Zalateo 1957· Lewis 1965· Abou Bakr 2003: 83· Ρουμπέκας 2017: 99). Ωστόσο, η αναφορά σε δεδοκιμασμένους και όχι σε δημοσίους ιατροὺς μας αποθαρρύνει από το να εικάσουμε ότι η συμπλήρωση του επιθέτου δημόσιος οφειλόταν στο προνόμιο της αλειτουργησίας. Αυτό μάλλον οφειλόταν στο διάταγμα του αυτοκράτορα Αντωνίνου Ευσεβούς στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (Boswinkel 1956: 184 κ.ε.· Torallas Tovar 2004: 189· Ρουμπέκας 2017: 100), ο οποίος περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των γιατρών που δικαιούνταν απαλλαγές από τις λειτουργίας και, ως εκ τούτου, η δοκιμασία κατέστη μέσο δημόσιας αναγνώρισης και διάκρισης του υψηλού κοινωνικού status των δεδοκιμασμένων ιατρών (Ρουμπέκας 2017: 101). Το διάταγμα ουσιαστικά υποχρέωνε τους ιατροὺς που κατείχαν αυτή τη διάκριση να συντάσσουν ύστερα από την απαραίτητη εξέταση οι ίδιοι τις αναφορές εν είδει δημοσίας λειτουργίας (Ρουμπέκας 2017: 101), αρμοδιότητα που κατείχαν οι διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους, π.χ., ο υπηρέτης, οι δημόσιοι βοηθοί, οι δημόσιοι ταβουλάριοι ή και ριπάριοι (Torallas Tovar 2004: 190-191· Ρουμπέκας 2017: 102 σημ. 419). Αντίθετα οι μη δεδοκιμασμένοι ιατροὶ αναλάμβαναν λειτουργίας ακόμα και ανεξάρτητες από το επάγγελμά τους (Ρουμπέκας 2017: 104). Τέλος με βάση τις ποικίλες σημασίες του επιθέτου δημόσιος (βλ. El-Sayed 2012: 268-269) έχει προταθεί ότι ο δημόσιος είναι ο γιατρός που αντικατέστησε τον πτολεμαϊκό βασιλικὸν ιατρόν, ο οποίος, βέβαια, δεν άπτονταν ιατροδικαστικών καθηκόντων. Το επίθετο μάλιστα μπορεί να υπογραμμίζει απλώς την κατοικία του δημοσίου ιατρού σε μία περιοχή που αναγνωρίζονταν οι γνώσεις του και ταυτόχρονα να υποδεικνύει ότι ο ίδιος εξαιρούνταν από λειτουργίας που δεν άπτονταν των επαγγελματικών του καθηκόντων (El-Sayed 2012: 269).

Τα καθήκοντα του δημοσίου ιατρού ήταν κυρίως ιατροδικαστικά, αφού βασικός του στόχος ήταν πάντα η εξέταση (επιδείν / επιθεωρηθήναι) και κατόπιν η σύνταξη έκθεσης (προσφωνείν) σχετικά με την κατάσταση της υγείας θυμάτων ατυχήματος, βιαιοπραγίας ή νόσου, ενώ σε περιπτώσεις θανάτου η πιστοποίηση της αιτίας του. Αυτό ενισχύεται και από τον τρόπο που δίνονται οι εντολές του στρατηγού του νομού προς αυτούς, εφόσον οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν ζητούν από τον γιατρό να θεραπεύσει αλλά να επιθεωρήσει την κατάσταση του θύματος ή πάσχοντος (El-Sayed 2012: 268). Μάλιστα ιατροὶ (που δεν προσδιορίζονται ως δημόσιοι) κατ’ εξαίρεση και σαφώς σπανιότερα εμφανίζονται να θεραπεύουν και τραύματα, κάτι το οποίο φαίνεται εύλογο σε εμάς, αλλά με βάση τα διασωθέντα παπυρικά έγγραφα μάλλον δεν ήταν. Τούτο εγείρει, ασφαλώς, απορίες σχετικά με τις γνώσεις των ιατρών, για το αν αυτοί μπορούσαν να προβούν στην απαιτούμενη θεραπεία. Ίσως πάλι αυτό να οφειλόταν και στον κατά βάση δικαστικό-διοικητικό και όχι αμιγώς ιατρικό χαρακτήρα των προσφωνήσεων (βλ. αναλυτικότερα Ρουμπέκας 2017: 104-105).

Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει μία όψη συναδελφικότητας και ταυτόχρονης δράσης των δημοσίων ιατρών της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου (βλ. σχετικά Abou Bakr 2003: 84), καθώς, όπως παρουσιάζουν οι πάπυροι, ενίοτε περισσότεροι του ενός γιατροί δρούσαν μαζί στο πλαίσιο της εξέτασης ενός περιστατικού και της απαραίτητης κατοπινής σύνταξης της γνωμάτευσης επ’ αυτού. Έτσι, διακρίνουμε μερικές φορές ταυτόχρονη δράση δύο ή ακόμα και τεσσάρων δημοσίων ιατρών.

Προς τον Ισίδωρο, στρατηγό, από τον Διόνυσο, γιο του Απολλοδώρου, εγγονό του Διονυσίου, από την πόλη των Οξυρύγχων, δημόσιο ιατρό. (στ. 5) Σήμερα έλαβα την εντολή από εσένα μέσω του Ηρακλείδη, του βοηθού σου, να επιθεωρήσω τη σορό ενός άνδρα που βρέθηκε απαγχονισμένος, ονόματι Ιέραξ, και να σου υποβάλω οποιαδήποτε αναφορά (στ. 10) σχετικά με αυτό. Ως εκ τούτου, αφού εξέτασα το πτώμα παρουσία του προαναφερθέντος εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου σου στο σπίτι του Επαγάθου, γιου του […]υμέρου, γιου του Σαραπίωνα, (στ. 15) στη συνοικία της Πλατείας, το βρήκα να είναι κρεμασμένο από μια θηλιά. Για αυτόν τον λόγο συντάσσω την έκθεση. Κατά το 14ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου Σεβαστού Αρμενιακού (στ. 20) Μηδικού Παρθικού Μεγίστου Γερμανικού, την 3η Θωθ. (m. 2) Για αυτό καταθέτω την αναφορά.