(1η στήλη)

Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος
Θραικός,
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος
5 τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ-
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ]
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε
10 Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ  ̣  ̣ς
15 ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-]
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας.
20 ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣

Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).

Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.

Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.

Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).

Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).

Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).

 

Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.

Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).

Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).

Ὀρφανός και προστάτις

Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux.PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.

Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.

Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.

Αλεξάνδρου τού Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει εβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρε-
σκαιδεκάτωι μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Hρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Hρακλείδης
Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρὰ τού πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τής μητρὸς Φιλωτίδος ελεύθερος
ελευθέραν προσφερομένην ειματισμὸν καὶ κόσμον (δραχμών) (χιλίων), παρεχέτω δέ Hρακλείδης Δημητρίαι
5 όσα προσήκει γυναικὶ ελευθέραι πάντα, είναι δέ ημας κατὰ ταυτὸ όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι
βουλήι Λεπτίνηι καὶ Hρακλείδηι. Ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου Δημητρία,
στερέσθω ωμ προσηνέγκατο πάντων, επιδειξάτω δέ Hρακλείδης ότι άν εγκαλήι Δημητρίαι εναντίον ανδρών τριών,
οὓς άν δοκιμάζωσιν αμφότεροι. Μὴ εξέστω δέ Hρακλείδηι γυναίκα άλλην επεισάγεσθαι εφ’ ύβρει Δημητρίας μηδέ
τεκνοποιείσθαι εξ άλλης γυναικὸς μηδέ κακοτεχνείν μηδέν παρευρέσει μηδεμιαι Hρακλείδην εις Δημητρίαν·
10 ειὰν δέ τι ποιών τούτων αλίσκηται Hρακλείδης καὶ επιδείξηι Δημητρία εναντίον ανδρών τριών, οὓς άν δοκιμάζωσιν
αμφότεροι, αποδότω Hρακλείδης Δημητρίαι τὴμ φερνὴν ήν προσηνέγκατο (δραχμὰς) (χιλίας) καὶ προσαποτεισάτω αργυρί-
ου Αλεξανδρείου (δραχμὰς) (χιλίας). H δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης Δημητρίαι καὶ τοίς μετὰ
Δημητρίας πράσσουσιν έκ τε αυτού Hρακλείδου καὶ τών Hρακλείδου πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών. H δέ συγγραφὴ
ήδε κυρία έστω πάντηι πάντως ὡς εκεί τού συναλλάγματος γεγενημένου, όπου άν επεγφέρηι Hρακλείδης κατὰ
15 Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες επεγφέρωσιν κατὰ Hρακλείδου. Κύριοι δέ έστωσαν Hρακλεί-
δης καὶ Δημητρία καὶ τὰς συγγραφὰς αυτοὶ τὰς αυτών φυλάσσοντες καὶ επεγφέροντες κατ΄ αλλήλων. Μάρτυρες
Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος
Κώιος.

Πρόκειται για ένα συμβόλαιο γάμου και μάλιστα το αρχαιότερο που έχει σωθεί, το οποίο αποκαλείται συγγραφὴ συνοικισίας (στ. 2). Στο πρώτο τμήμα του συμβολαίου (στ. 2-4) δηλώνεται ότι ο Ηρακλείδης από την Τήμνο λαμβάνει τη Δημητρία ως νόμιμη σύζυγό του (γυναίκα γνησίαν) από τον πατέρα της Λεπτίνη από την Κω και τη μητέρα της Φιλώτιδα και ότι είναι και οι δύο ελεύθεροι. Στη συνέχεια (στ. 4-6) καθορίζεται το ύψος της προίκας που προσφέρει η Δημητρία, ενώ ο Ηρακλείδης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στη Δημητρία όσα ταιριάζουν σε μια ελεύθερη γυναίκα και να καθορίσει από κοινού με τον πατέρα της νύφης τον τόπο διαμονής του ζευγαριού. Στους στ. 6-13 ακολουθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο συζύγων και οι αντίστοιχες κυρώσεις στην περίπτωση που παραβούν κάτι από τα συμφωνηθέντα. Στους στ. 13-16 ορίζεται ότι το συμβόλαιο γάμου θα είναι έγκυρο οπουδήποτε το προσκομίσει είτε ο Ηρακλείδης είτε η Δημητρία και όσοι την αντιπροσωπεύουν, ενώ και τα δύο μέρη έχουν την υποχρέωση να φυλάξουν από ένα αντίγραφο του συμβολαίου, ρήτρα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια φύλασσε συνήθως ένας από τους μάρτυρες· η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να οφείλεται στο ότι πρόκειται για Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και επομένως βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση. Τέλος, αναφέρονται τα ονόματα των έξι μαρτύρων (στ. 16-18).

Μέχρι πρόσφατα το κείμενο αυτό θεωρούνταν το αρχαιότερο ελληνικό έγγραφο που έχει σωθεί σε πάπυρο· τη θέση αυτή, ωστόσο, πήρε ένα έγγραφο που προέρχεται από τη Saqqara και έχει χρονολογηθεί στο 331 π.Χ. (SB XIV 11942· Turner 1974). Συνεχίζει, εντούτοις, να αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο συμβόλαιο γάμου στα ελληνικά.

 

Συμβόλαια γάμου στους παπύρους της Αιγύπτου

Τα συμβόλαια γάμου που προέρχονται από την Αίγυπτο διακρίνονται σε δύο είδη, τη συγγραφὴν συνοικισίου / συνοικισίας, όπως είναι και το συμβόλαιο που εξετάζουμε, και τη συγγραφὴν ομολογίας (π.χ. P.Tebt. I 104· III 1, 815· P.Paris 13· P.Freib. III 26, 29, 30· P.Hib. II 208).

Στη συγγραφὴν συνοικισίας που εξετάζουμε ο σύζυγος εμφανίζεται να παραλαμβάνει τη νύφη από τον πατέρα της (για τη μνεία και της μητέρας βλ. παρακ.): λαμβάνει Hρακλείδης… (στ. 2-4)· αυτή η διατύπωση αποτυπώνει τον παραδοσιακό θεσμό της έκδοσης, ο οποίος φαίνεται ότι μεταφέρεται από τους Έλληνες στην Αίγυπτο (για την εισαγωγή του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου στην Αίγυπτο βλ. Taubenschlag 1936). Γενικότερα, αυτός ο τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας, έχει θεωρηθεί ως το έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο με έκδοση της γυναίκας και με το οποίο ξεκινούσε η συζυγική ζωή του ζευγαριού. Ο άλλος τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ ομολογίας, έχει θεωρηθεί ως ένα οικονομικό έγγραφο που ρύθμιζε το θέμα της προίκας, συναπτόταν πριν από τον γάμο και –αρχικά τουλάχιστον– δεν περιείχε όρους σχετικούς με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων και τη σχέση μεταξύ τους, θέματα που ρύθμιζε στη συνέχεια η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. ΙII 1, 815 fr. 4, 223/2 π.Χ.). Όμως, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, καθώς η συζυγική ζωή του ζευγαριού ξεκινούσε πολλές φορές ήδη με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας, το έγγραφο αυτό άρχισε να θεωρείται αρκετό για να δηλώσει τον ίδιο τον γάμο. Συνακόλουθα, η συγγραφὴ συνοικισίου έπαψε να θεωρείται απαραίτητη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ενώ όροι που αφορούσαν τη σχέση των δύο συζύγων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους εισήχθησαν στη συγγραφὴν ομολογίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. Ι 104, 92 π.Χ). Οι πάπυροι P.Freib. IIΙ 26, 29, 30 (179/8 π.Χ.) είναι ενδεικτικοί μιας μεταβατικής φάσης: και στις τρεις περιπτώσεις ο γάμος έχει ήδη αρχίσει με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας και η συγγραφὴ συνοικισίου θα συναφθεί μόνον εάν το ζητήσει η γυναίκα.

 

Οι συμβαλλόμενοι και οι μάρτυρες

Τα συμβαλλόμενα μέρη του συγκεκριμένου συμβολαίου είναι ο σύζυγος Ηρακλείδης (μάλλον στρατιώτης στη φρουρά της Ελεφαντίνης) και ο πατέρας της Δημητρίας, Λεπτίνης (πιθανότατα στρατιώτης ή έμπορος στην ίδια περιοχή). Η Δημητρία αποτελεί απλώς το αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ των ανδρών και δεν συμμετέχει καθόλου στη σύναψη του συμβολαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μια γυναίκα δεν έχει καμία νομική εξουσία και δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει στην υπογραφή ενός συμβολαίου, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιον άνδρα να ενεργεί ως κηδεμόνας της (κύριος). Το ότι η Δημητρία δεν έχει νομική υπόσταση φαίνεται και από το γεγονός ότι στο μέλλον χρειάζεται κάποιους που θα ενεργήσουν εκ μέρους της ως αντιπρόσωποι (οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό που θα ορισθεί να πληρώσει ο σύζυγός της, αν συλληφθεί να παραβαίνει κάποια από τις ορισμένες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις του (στ. 12-13, 15). Οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες μπορεί να είναι ο πατέρας της, ο αδελφός της, άλλοι συγγενείς ή ακόμη και κάποιοι τρίτοι.

Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται, ωστόσο, ότι ο Ηρακλείδης ‘λαμβάνει’ τη Δημητρία όχι μόνο από τον πατέρα της αλλά και από τη μητέρα της Φιλωτίδα. Δεν είναι βέβαιο αν η συμμετοχή της μητέρας στην έκδοση ανάγεται στο δωρικό δίκαιο της Κω, τόπου καταγωγής της οικογένειας της νύφης, καθώς κάποιες επιγραφές από το νησί καταγράφουν τους πολίτες της Κω τόσο με το όνομα του πατέρα όσο και της μητέρας τους (Modrzejewski 1981: 250 και σημ. 75· Pomeroy 1984: 90). ή πρόκειται τελικά για μια εξέλιξη στο θεσμό της έκδοσης που λαμβάνει χώρα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Yiftach-Firanko 2003: 43· Parca 2012: 323). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η χρήση στο στ. 5 του α΄ πληθυντικού προσώπου ημας, που αφήνει να διαφανεί η φωνή του ζευγαριού (Modrzejewski 1981: 249).

Από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο συμβόλαιο για τον τόπο κατοικίας του ζευγαριού (στ. 5), ο οποίος πρέπει να ορισθεί από κοινού από τον σύζυγο και τον πατέρα της νύφης (η μητέρα δεν έχει εδώ κανένα ρόλο), αλλά και από τo ότι ορίζεται με έμφαση η ισχύς του συμβολαίου παντού και η διατήρηση αντιγράφων του από τους δύο συζύγους και όχι από κάποιον συγγραφοφύλακα (στ. 13-16) διαφαίνεται η πιθανότητα μετακίνησης του ζεύγους. Η μετακίνηση, που σχετίζεται ενδεχομένως με το επάγγελμα/ιδιότητα του Ηρακλείδη (στρατιώτης), θα στερούσε από τη Δημητρία τη δυνατότητα να την αντιπροσωπεύσει μέλος της οικογένειάς της σε κάποια νομική διαδικασία, όπως στην περίπτωση της λύσης του γάμου της, αλλά και γενικότερα να της παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Γι᾿ αυτό τον λόγο το συμβόλαιο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να την εκπροσωπήσουν γενικά οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες (στ. 12-13, 15).

Από τους έξι μάρτυρες (στ. 16-18) οι τρεις (Αντικράτης, Λύσις, Διονύσιος) είναι συμπατριώτες του Ηρακλείδη και προφανώς προέρχονται από το περιβάλλον του, ένας, ο Αριστόδικος, κατάγεται από την Κω και προέρχεται μάλλον από το περιβάλλον του πατέρα της νύφης Λεπτίνη, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος από τη Γέλα με το όνομα Κλέων και ένας Κυρηναίος, ο Αριστόμαχος (για την εξαμάρτυρον συγγραφήν βλ. Jur.Pap. σ. 101-103).

 

Η προίκα

Η προίκα που δίνεται στον Ηρακλείδη από τον πατέρα της Δημητρίας περιγράφεται ως φερνὴ και αποτελείται από ρουχισμό και κοσμήματα, δηλαδή κινητά αντικείμενα που ικανοποιούν τις προσωπικές ανάγκες της νύφης (στ. 4, 11-12). Καθώς την περίοδο αυτή οι μετακινήσεις ήταν συνεχείς, μια προίκα αποτελούμενη από κινητά αντικείμενα θα ήταν πιθανότατα πιο επιθυμητή (Pomeroy 1984: 91). Τέτοιου τύπου προίκα δεν προσφέρει παρά μόνον έμμεσο οικονομικό όφελος στον σύζυγο, καθώς τον απαλλάσσει από το να προμηθεύσει ο ίδιος στη σύζυγό του τα είδη αυτά επιβαρύνοντας τα οικονομικά του δικού του οίκου. Η προίκα (φερνή) της Δημητρίας ορίζεται ότι έχει αξία χιλίων δραχμών, ένα ποσό αρκετά σημαντικό.

Η προίκα ήταν εθιμικά επιβεβλημένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αν και δεν ήταν νομικά απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός γάμου. Προσφερόταν από τον κύριον, τον κηδεμόνα της νύφης, στον μέλλοντα σύζυγο (Wolff 1952: 157-181· Wolff 1957). Στο συμβόλαιο που εξετάζουμε και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η προίκα προσφέρεται στον σύζυγο από τον πατέρα της νύφης. Σε συμβόλαια γάμου του 3ου αι. π.Χ. (π.χ. P.Tebt. ΙII 1, 815) εμφανίζεται ακόμη και η μητέρα μόνη να προσφέρει την προίκα στον σύζυγο της κόρης της, ενώ από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συμβόλαια που προέρχονται από τη χώρα της Αιγύπτου ο σύζυγος δηλώνει ότι έχει λάβει την προίκα απευθείας από την ίδια τη γυναίκα του (π.χ. P.Freib. III 29· P.Tebt. I 104). Ωστόσο, σε ορισμένα συμβόλαια από την Αλεξάνδρεια (συγχωρήσεις) την προίκα εξακολουθούν να προσφέρουν οι γονείς ως και τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. (π.χ. BGU IV 1100, 1102). Η πόλη φαίνεται να είναι πιο συντηρητική σε σχέση με τη χώρα της Αιγύπτου στο θέμα αυτό.

 

Οι υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο

Στα συμβόλαια γάμου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένα μεγάλο τμήμα αφιερώνεται στις υποχρεώσεις των δύο συζύγων και στις αντίστοιχες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν τις τηρήσουν αλλά και στην ενδεχόμενη διάλυση του γάμου (για τις υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο βλ. και Arnaoutoglou 1995: 17-21· Vérilhac – Vial 1998: 267-279).

Στο υπό εξέταση συμβόλαιο η παράβαση των υποχρεώσεων της συζύγου περιγράφεται σύντομα: ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου (στ. 6). Αν και εν πρώτοις φαίνεται να υπονοείται κυρίως η μοιχεία, υπάρχουν και άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ντροπή στον σύζυγο, όπως η απρεπής δημόσια συμπεριφορά και ενδυμασία της γυναίκας. Ας σημειωθεί ότι σε άλλα συμβόλαια, κυρίως του 2ου αι. π.Χ., ορίζονται επακριβώς οι υποχρεώσεις της γυναίκας. Ο Ηρακλείδης θα πρέπει να αποδείξει τις ενδεχόμενες κατηγορίες εναντίον της συζύγου του μπροστά σε τρεις άντρες τους οποίους θα πρέπει να εγκρίνει και η Δημητρία (στ. 7-8). Η ασαφής διατύπωση των υποχρεώσεων της Δημητρίας αφήνει περιθώριο για διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν η συμπεριφορά της είναι κακή και ντροπιάζει το σύζυγό της. Αν, ωστόσο, οι τρεις άνδρες θεωρήσουν ότι η Δημητρία έχει υποπέσει σε κάποια τέτοια πράξη, θα στερηθεί την προίκα της (στ. 7). Η στέρηση της προίκας της γυναίκας στην περίπτωση διαζυγίου από δική της υπαιτιότητα εμφανίζεται κυρίως στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU IV 1050), ενώ τα περισσότερα συμβόλαια γάμου από την πτολεμαϊκή χώρα, αν και αναφέρουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της συζύγου, δεν κάνουν μνεία κυρώσεων στην περίπτωση που εκείνη δεν τις τηρήσει. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κλασικής Αθήνας σε περίπτωση διάλυσης του γάμου κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες η προίκα επέστρεφε στην οικογένεια της γυναίκας (MacDowell 1996: 140).

Στο προκείμενο συμβόλαιο οι υποχρεώσεις του συζύγου ρυθμίζονται πιο αναλυτικά σε σχέση με αυτές της γυναίκας (στ. 8-9). Ο Ηρακλείδης οφείλει να παρέχει στη σύζυγό του ό,τι ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, δηλαδή όχι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όλα όσα κάνουν μια ελεύθερη γυναίκα σεβαστή –κυρίως ρούχα και κοσμήματα. Απαγορεύεται να φέρει άλλη γυναίκα στο σπίτι ή να αποκτήσει παιδιά από άλλη γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι το συμβόλαιο απαγορεύει μόνο τη μοιχεία που διαπράττεται εντός του οίκου. Δεν απαιτείται μονογαμία εκτός σπιτιού, αρκεί οι ενδεχόμενες ερωτικές σχέσεις να μην οδηγήσουν στην απόκτηση παιδιών. Με την απαγόρευση της απόκτησης παιδιών από κάποια άλλη γυναίκα διασφαλίζεται αφενός η θέση της Δημητρίας ως νόμιμης συζύγου, αφού μόνον εκείνη μπορεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του συζύγου της, και αφετέρου η θέση των παιδιών της. Καθώς στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει τη θέση της γυναίκας ως νόμιμης συζύγου και των παιδιών της ως νόμιμων τέκνων διακρίνοντάς τα από τα νόθα, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη των απαγορεύσεων αυτών στα ιδιωτικά συμβόλαια γάμου (Ogden 1996: 340). Απαγορεύεται, τέλος, ο σύζυγος να κακομεταχειρισθεί (κακοτεχνείν) με οποιονδήποτε τρόπο τη Δημητρία. Η ασάφεια εξασφαλίζει τη σύζυγο από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο και να την προσβάλει στον κοινωνικό της περίγυρο.

Αν ο Ηρακλείδης παραβεί κάποιον από τους όρους του συμβολαίου και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες κοινής αποδοχής, οφείλει όχι μόνο να επιστρέψει την προίκα, αλλά και να καταβάλει, επιπλέον, ως πρόστιμο ένα ποσό ισάξιο αυτής, δηλαδή 1000 δραχμές αργυρου Αλεξανδρεου (στ. 11-12). Η ενδεχόμενη καταδίκη του συζύγου από τους τρεις άνδρες θα έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης (στ. 12: η δέ πραξις έστω καθπερ εγ δκης κατ νμον τλος εχοσης∙ για τον όρο αυτό βλ. Wolff 1941) και συνεπάγεται δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του “τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα”, προκειμένου να εισπραχθεί το πρόστιμο των 1000 δραχμών (στ. 11-13). Η φράση πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών είναι τυπική στα ελληνικά κείμενα (π.χ. Δημοσθ., Κατὰ Λακρ. 12), ενώ στα παπυρικά έγγραφα της Αιγύπτου θα αντικατασταθεί σύντομα με μια έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στη γεωγραφία της χώρας: εκ τών υπαρχντων αυτώι πντων (βλ. π.χ. P.Freib. IIΙ 30 στ. 28· BGU ΙV 1050 στ. 18). Η κατάσχεση απαντά μόνο σε ένα ακόμη συμβόλαιο από τη χώρα της Αιγύπτου (P.Hib. II 208), ενώ είναι συνήθης στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU ΙV 1050-1052, 1098-1101).

Κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του Αλεξάνδρου, γιου του Αλεξάνδρου, το 14ο έτος της σατραπείας του Πτολεμαίου, το μήνα Δίο. Συμβόλαιο γάμου του Ηρακλείδη και της Δημητρίας. Ο Ηρακλείδης (από την Τήμνο) παίρνει τη Δημητρία από την Κω ως νόμιμη σύζυγό του από τον πατέρα της Λεπτίνη, Κώιο, και τη μητέρα της Φιλωτίδα· και οι δύο είναι ελεύθεροι. Εκείνη φέρει ως προίκα ρουχισμό και κοσμήματα αξίας χιλίων δραχμών και ο Ηρακλείδης θα παρέχει στη Δημητρία (στ. 5) όλα όσα αρμόζουν σε ελεύθερη γυναίκα. Θα ζήσουμε δε μαζί όπου φαίνεται καλύτερο στον Λεπτίνη και τον Ηρακλείδη, αφού αποφασίσουν από κοινού. Εάν η Δημητρία συλληφθεί να κάνει κάποια κακή πράξη που ντροπιάζει τον άνδρα της Ηρακλείδη, να στερηθεί όλα όσα έφερε ως προίκα, ο Ηρακλείδης όμως να αποδείξει ό,τι τυχόν καταγγέλλει εναντίον της Δημητρίας μπροστά σε τρεις άνδρες τους οποίους θα εγκρίνουν και οι δύο. Να μην επιτρέπεται στον Ηρακλείδη να φέρει στο σπίτι άλλη γυναίκα προσβάλλοντας τη Δημητρία, ούτε να τεκνοποιήσει από άλλη γυναίκα, ούτε να κάνει κάποια κακή πράξη ο Ηρακλείδης εναντίον της Δημητρίας με οποιοδήποτε πρόσχημα. (στ. 10) Εάν όμως ο Ηρακλείδης συλληφθεί να κάνει κάτι από αυτά και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες, τους οποίους εγκρίνουν και οι δύο, να αποδώσει ο Ηρακλείδης στη Δημητρία την προίκα χιλίων δραχμών που εκείνη έχει προσκομίσει και να πληρώσει ως πρόστιμο επιπλέον χίλιες δραχμές σε αργυρό νόμισμα του Αλεξάνδρου. Η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της να έχουν το δικαίωμα εκτέλεσης, σαν να επρόκειτο για δίκη που έχει νομίμως ολοκληρωθεί, εις βάρος του ίδιου του Ηρακλείδη και όλης της περιουσίας του, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αυτό το συμβόλαιο να ισχύει από κάθε άποψη, όπου τυχόν ο Ηρακλείδης το προσκομίσει κατά (στ. 15) της Δημητρίας ή η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της το προσκομίσουν κατά του Ηρακλείδη, σαν να είχε γίνει η συμφωνία σε εκείνο το μέρος. Ο Ηρακλείδης και η Δημητρία να έχουν το δικαίωμα να φυλάξει ο καθένας το δικό του συμβόλαιο και να το προσκομίσουν ο ένας κατά του άλλου. Μάρτυρες: Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος Κώιος.