Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου)
Hρακλ(είδου) μερίδος
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως)
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών).
5 αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α)
εις τὸ καταστήσαι καμή-
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ
τών άλλων κω(μών), δίδωμι
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο-
10 ρον καὶ επιτήδιον.
έστι δέ·
Πνεφερώς Ὀννώφρεως
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως.
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου
15 Κομμόδου Αντωνίνου
Καίσαρος τού κυρίου
Επὶφ ι̅β̅

Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).

 

Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος

Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).

Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.

Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.

Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).

 

Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους 

Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).

Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.

Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).

 

Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος

Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).

Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.

Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».

Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).

 

Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο

Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).

Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.

Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).

Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).

 

Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο

Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).

Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).

Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.

Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).

Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.

Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.

Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.