μπροστινή πλευρά (recto)
(1η στήλη)
(1ο χέρι) | Απολ[λων]ίωι χαίρειν Δημήτριος. |
καλώς έχει ει αυτός τε έρρωσαι καὶ | |
ταλλα σοι κατὰ γνώμην εστίν. | |
καὶ εγὼ δέ καθάπ̣ε̣ρ̣ μ̣ο̣ι έγραψας | |
5 | προσέχειν ποιώ αυτὸ καὶ δέδεγμαι |
εκ χρ(υσίου) μ(υριάδας) ε Ζ καὶ κατεργασάμενος | |
απέδωκα. εδεξάμεθα δʼ άν καὶ | |
πολλαπλάσιο̣ν, αλλὰ καθά σοι καὶ | |
πρότερον έγραψα ότι οί τε ξένοι | |
10 | οι εισπλέοντες καὶ οι έμποροι καὶ οι |
εγδοχείς̣ κ̣αὶ άλλοι φέρουσιν τό τε | |
επιχώριο[ν] νόμισμα τὸ ακριβές καὶ | |
τὰ τρίχρυσα, ίνα καινὸν αυτοίς γέ- | |
νηται, κατὰ τὸ πρόσταγμα ό κε- | |
15 | λεύει ημα̣ς̣ λαμβ̣ά̣ν̣ειν κ̣α̣ὶ̣ κ[ατερ-] |
γάζε̣σ̣[θα]ι̣, Φιλαρέτου μ̣ε ο̣υ̣κ̣ ε̣- | |
ώντος δέχεσθαι, ουκ έχον[τ]ε̣ς̣ ε̣[πὶ] | |
τί̣ν̣α τὴν αναφο̣ρ̣ὰ̣ν̣ ποιησώ[με]θ̣α̣ | |
π̣ερὶ τούτων, ανα̣γ̣κ̣α̣ζ̣[όμεθ]ά̣ τ[ε] | |
20 | [τ]α̣ύ̣τα μὴ δέχεσθαι, οι δέ ά̣ν̣- |
θ̣[ρω]ποι αγανακ̣τούσιν ού[τε] επ̣[ὶ] | |
τραπεζών ούτε εις τὰ τ[ά]λ̣[αν-] | |
τα̣ ημών δεχομ[ένω]ν̣ ο̣ύ̣τε̣ δ̣υνά- | |
μενοι εις τὴν χώ̣ραν αποστέλλειν | |
25 | επὶ τὰ φορτία, αλ̣λὰ αργὸν φάσκουσ̣ι̣ν̣ |
έχειν τὸ χρυσίον καὶ βλάπτεσθαι ου- |
(2η στήλη)
κ ολίγα έξοθεν μεταπεπεμμένοι | |
καὶ ουδʼ άλλοις έχοντες ελάσσονος τιμής διαθέσθαι ευχερώς. | |
καὶ οι κατὰ πόλιν δέ πάντες τώι απο- | |
30 | τετριμμένωι χρυσίωι δυσχερώς χρώνται. |
ουδ̣εὶς γὰρ τούτων έχει ού τὴν αναφο- | |
ρὰν ποιησάμενος καὶ προσθείς τι κο- | |
μιείται ἢ καλὸν χρυσίον ἢ αργύριον | |
αντʼ αυτού. νύν μέν γὰρ τούτων τοι- | |
35 | ο̣ύ̣των όντων ορώ καὶ τὰς τού βασι- |
λέως προσόδους βλαπτομένας ου- | |
κ ολίγα. γέγραφα ούν σοι ταύτα ί- | |
να ειδήις καὶ εάν σοι φαίνηται ⟦ἢ⟧ τώι | |
βασιλεί γράψηις περὶ τούτων \καὶ/ ⟦ ̣⟧ εμοὶ | |
40 | επὶ τίνα τὴν αναφορὰν περὶ τούτων |
ποιώμαι. συμφέρειν γὰρ υπολαμβάνω | |
ε̣ὰ̣[ν] καὶ εκ τής έξοθεν χώρας χρυσίον | |
ότ̣ι̣ πλείστον εισάγηται καὶ τὸ νό- | |
μ̣ι̣σ̣μα τ̣[ὸ] τ̣[ο]ύ̣ [β]ασιλέως καλὸν καὶ | |
45 | καινὸν ήι διὰ παντός, ανηλώματ[ος] |
μηθενὸς γινομένου αυτώι. περὶ μέν | |
γ̣ά̣ρ̣ τινων ὡς ημίν χρώνται ου καλώς | |
ε̣ί̣̣̓εν γράφειν̣, α̣λ̣λ̣ʼ ὡ̣ς̣ ά̣ν̣ παραγένηι α- | |
κ̣ο̣ύ̣σ̣ε̣ι̣[ς -ca.?- ] γ̣ρ̣ά̣- | |
50 | ψον μοι περὶ τούτων ίνα ούτω ποιώ. |
έρρωσο. | |
(έτους) κη, Γ̣ο̣ρ̣πιαίου ιε. |
πίσω πλευρά (verso)
Απολλωνίωι. | |
(2ο χέρι, αριστερά) | Δημητρίου |
Πρόκειται για μια υπηρεσιακή επιστολή του αξιωματούχου Δημήτριου (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, προς τον Απολλώνιο, που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου, δηλαδή επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16· Orrieux 1985: 171-176· Ameling 1996: 843), σχετικά με τα χρυσά νομίσματα του Πτολεμαίου Β΄. Ανήκει στο αρχείο του Ζήνωνα, ο οποίος ήταν οικονόμος του διοικητή Απολλωνίου. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αλληλογραφία των δύο ανδρών (P.Cair.Zen.).
Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β’. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.Χ. ως και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366).
Αν δεχθούμε την άναγνωση Φιλαρέτου δέ στον στ. 16, που προτάθηκε αρχικά από τον Reinach (1928: 191-193) και έγινε δεκτή από τους περισσότερους μελετητές εφεξής, ο Δημήτριος παρουσιάζεται να παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος, δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος θα πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του, καθώς δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού αξιωματούχος με το συγκεκριμένο όνομα. Πιθανότατα οι σχέσεις του με το Δημήτριο να μην ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46-49).
Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9-13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), αν δεχθούμε τη συγκεκριμένη ανάγνωση του στ. 16, του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το επιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια διά θαλάσσης, οι έμποροι καὶ οι εγδοχείς καὶ άλλοι.
Ωστόσο, σε ένα πρόσφατο άρθρο της η Κ. Παναγοπούλου (Panagopoulou 2016: 179-190), προτιμά για τον στ. 16 την ανάγνωση φιάλας τούδε, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Edgar (Sel.Pap. II 409), και προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Δημήτριος δεν είναι ότι δεν κατέστη δυνατή η μετατροπή των νομισμάτων σε νέα, όπως ορίζει το διάταγμα, εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου αξιωματούχου, αλλά ότι το διάταγμα δεν του επιτρέπει να δεχθεί και να μετατρέψει σε νέο νόμισμα τις χρυσές φιάλες [φιάλας τούδε (= του διατάγματος) ο̣υ̣κ̣ ε̣ώντος δέχεσθαι] που επίσης φέρνουν οι ξένοι για να τις ανταλλάξουν.
Οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται, όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50-51, μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων∙ ο Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς επιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο –νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών– ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το επιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα.
Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας. Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270-260 π.Χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α’ και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ και της Αρσινόης Β’ με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, ενώ γύρω στο 261/0 π.Χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β’ και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλαδή η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα∙ το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού-αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider – de Callataÿ 2006: 149-153).
Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29-33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής∙ η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη.
Αλλά και ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ηδη από το 300 π.Χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 99-103, 112-114· πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs – Lewis, GHI 45∙ η χρονολόγηση του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλαδή των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270-260 π.Χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51).
Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος –μάλλον ανώτερος– αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί∙ το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόσφατη ερμηνεία της Κ. Παναγοπούλου, αιτία των διαμαρτυριών ήταν ότι οι χρυσές φιάλες που διέθεταν οι ξένοι δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ανταλλαχθούν με νομίσματα είτε επειδή το διάταγμα το απαγόρευε, είτε επειδή υπήρχε ασάφεια ως προς αυτό το θέμα (Panagopoulou 2016: 185, 188).
Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34-38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La’da – Papathomas 2003).
Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41-45): Ηταν ιδιαίτερα συμφέρον για τον βασιλέα να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20-28).
Η απάντηση είναι απλή. Από τη μια μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο∙ οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider – de Callataÿ 2006: 146-148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους.
Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μια διαφορετική σχέση χρυσού-αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε τον Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μιας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων –ιδίως αργύρου– στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66· βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46-47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.
(μπροστινή πλευρά) Ο Δημήτριος χαιρετά τον Απολλώνιο. Αν ο ίδιος υγιαίνεις και τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έχει καλώς. Και εγώ παρακολουθώ τις εργασίες, όπως μου έγραψες, (στ. 5) και παρέλαβα 57000 χρυσά νομίσματα, τα οποία αφού τα έκοψα ξανά σε νόμισμα τα επέστρεψα. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε και πολλαπλάσια ποσότητα, αλλά, όπως σου έγραψα και πρωτύτερα, οι ξένοι (στ. 10) που έρχονται εδώ διά θαλάσσης και οι έμποροι και οι μεσίτες και άλλοι φέρνουν και το τοπικό τους νόμισμα από καθαρό μέταλλο και τα τρίχρυσα για να μετατραπούν σε νέο νόμισμα γι’ αυτούς, σύμφωνα με το διάταγμα (στ. 15) που μας προστάζει να τα δεχόμαστε και να τα ξανακόβουμε· καθώς όμως ο Φιλάρετος (;) δεν μου επιτρέπει να τα δέχομαι, επειδή δεν έχουμε σε ποιον να αποταθούμε για το ζήτημα αυτό, αναγκαζόμαστε (στ. 20) να μην δεχόμαστε… Και οι άνθρωποι αγανακτούν, επειδή ούτε οι τράπεζες ούτε εμείς δεχόμαστε το χρυσό τους για…, ούτε μπορούν να το στείλουν στη χώρα (στ. 25) για να αγοράσουν εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζονται ότι ο χρυσός τους μένει αχρησιμοποίητος και υφίστανται όχι μικρή ζημία, αφού έχουν ζητήσει να τους σταλεί από το εξωτερικό και δεν μπορούν να το διαθέσουν εύκολα σε άλλους ακόμη και σε χαμηλότερη τιμή. Και όλοι οι κάτοικοι της πόλης (στ. 30) δύσκολα χρησιμοποιούν το φθαρμένο χρυσό τους. Γιατί κανείς από αυτούς δεν γνωρίζει πού να αποταθεί και πληρώνοντας κάτι παραπάνω να λάβει σε αντάλλαγμα ή καλό χρυσό ή ασήμι. Τώρα, καθώς τα πράγματα (στ. 35) είναι έτσι, βλέπω και τις προσόδους του βασιλέα να υφίστανται μεγάλη ζημία. Σου τα έχω γράψει λοιπόν αυτά, για να τα γνωρίζεις και, αν σου φαίνεται καλό, να γράψεις στον βασιλέα σχετικά με αυτό το ζήτημα και σε εμένα (στ. 40) σε ποιον να αναφερθώ σχετικά με αυτά. Γιατί θεωρώ ότι θα είναι συμφέρον, αν εισαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσάφι από το εξωτερικό και το νόμισμα του βασιλέα είναι πάντοτε καλό και (στ. 45) καινούριο, χωρίς να επιβαρύνεται ο ίδιος από οποιαδήποτε έξοδα. Τώρα, σχετικά με τον τρόπο που κάποιοι μας συμπεριφέρονται, θα ήταν καλό να μην σου γράψω, αλλά όταν φτάσεις θα ακούσεις…. (στ. 50) Γράψε μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα, για να ενεργώ ανάλογα. Να είσαι καλά. 28ο έτος, 15 Γορπιαίου. (πίσω πλευρά) Προς τον Απολλώνιο. Από τον Δημήτριο.
Ἱέρακι τω καὶ Νεμεσίωνι στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) Hρακ(λείδου) μερίδος | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως. ενέτυχον, κύριε, | |
διὰ βιβλιδίου τω λαμπροτάτω ηγεμόνι Αιμιλίω Σατουρνείννω δηλών τὴν γενο- | |
μένην μοι επέλευσιν υπὸ Σώτου τινὸς καταφρονήσαντος τής περὶ τὴν όψιν μου ασ- | |
5 | θενείας βουλομένου αυτού τὰ υπάρχοντά μου κατασχείν βία καὶ αυθαδία χρώμενος |
καὶ έσχον ιερὰν υπογραφὴν εντυ̣χείν τω κρατίστω επιστρατήγω· τού δέ Σώ〈του〉 τελευ- | |
τήσαντος, ο τούτου αδελφὸς Ιούλιος καὶ αυτὸς τὴν περὶ αυτου〈ς〉 βία χρησάμενος επήλ- | |
θεν τοίς εσπαρμένοις υπʼ εμού εδάφεσει καὶ εβάστασε ουκ ολίγον χόρτον ου μό- | |
νον αλλὰ καὶ εξέκοψε απὸ τού υπάρχοντός μου ε[λ]αιώνος όντος περὶ κώμην Κερκε- | |
10 | σούχα ελάεινα φυτὰ απεξηραμμένα καὶ ερίκινα, άπερ παραγενάμενος ενθάδε |
πρὸς τὸν καιρὸν τής συνκομιδής έμαθον ταύτα υπὸ αυτού πεπραχθαι, εφʼ οίς | |
μὴ αρκεσθεὶς πάλειν επήλθεν μετὰ τής γυναικὸς αυτού καὶ Ζηνα τινος{ς} έχον- | |
τες βρέφος βουλόμενοι τὸν γεωργόν μου φθώνω περικλίσαι ώστε κατα- | |
λείψε τὴν ιδ[ί]αν γεωργίαν μετὰ τὸ θερίσαι εκ μέρους απὸ ετέρου μου κλήρου, | |
15 | καὶ αυτοὶ σ{σ}υνεκομίσαντο. τούτων γενομένων εγενόμην πρὸς τὸν |
Ιούλιον μετὰ [δ]ημοσίων όπως αυτὰ ταύτα ενμάρτυρον γένηται. πάλιν | |
τω αυτω τρόπω προσ{σ}[έ]ριψάν μοι [τὸ] αυτὸ βρέφος βουλόμενοι καὶ με φθόνω | |
περικλίσαι πα[ρό]ντων Πετεσούχου καὶ Πτολλα πρεσβυτέρων κώμης Καρα- | |
νίδος διαδεχο[μ]ένων καὶ τὰ κατὰ τὴν κομμωγραμματείαν καὶ Σωκρα | |
20 | υπηρέτου, καὶ τών δημοσίων παρόντων τὸ βρέφος ο Ιούλιος συνκομι- |
σάμενος τὰ περιγενόμενα εκ τών εδαφών γένη απηνέγκατο εις τὴν | |
οικίαν αυτού, άπερ φανερὰ εποίησα διά τε τών αυτών δημοσίων καὶ πρα- | |
κτόρων σιτικών τής αυτής κώμης. διὸ κατὰ τὸ αναγκαίον επιδίδωμι | |
καὶ αξιώ τάδε τὰ βιβλίδια εν καταχωρισμω γενέσθο πρὸς τὸ μένειν μοι | |
25 | τὸν λόγον πρὸς αυτοὺς επὶ τού κρατίστου επιστρατήγου περὶ τών υπ⟦ο⟧’ αυ- |
τών τετολμημένων καὶ τών υπέρ τών εδαφών δημοσίων εκφορίων | |
τω κυριακω λόγω διὰ τὸ αυτοὺς ου δεόντως συνκεκομικέναι. | |
(2ο χέρι) | |
Γέμελλος ο καὶ Ὡρίων ὡς (ετών) κϛ ασθενὴς τὰς όψεις. | |
(3ο χέρι) | |
(έτους) ε Λουκίου Σεπτιμίου Σεουήρου Ευσεβούς Περτίνακος Σεβαστού Παχὼν κζ. |
Το έγγραφο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος· στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-2). Στην συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 2-23) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 23-27). Το αίτημα αφορά την διατήρηση του παρόντος εγγράφου στο αρχείο των αξιωματούχων προκειμένου το θύμα να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του στο προκείμενο δικαστήριο. Ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα της αίτησης (στ. 28) και η ημερομηνία του εγγράφου (στ. 29). Πρβλ. Π10.
Θέμα του κειμένου είναι η αίτηση του Γέμελλου προς τον στρατηγό Ιέρακα, συνεχίζοντας εν μέρει την ιστορία που ειπώθηκε στον P. Mich. VI 422, η οποία συνοψίζεται στους στ. 2-6. Με το παρόν υπόμνημα, ο Γέμελλος ισχυρίζεται ότι ο Ιούλιος με βία εισέβαλλε στα χωράφια του και απέσπασε αρκετά γεωργικά προϊόντα που του ανήκαν, ενώ σε μια δεύτερη εισβολή του έγινε χρήση κάποιας μαγικής πρακτικής από τον Ιούλιο, έχοντας ως μαγικό μέσο ένα έμβρυο. Στόχος της πρακτικής αυτής, όπως ισχυρίζεται το θύμα, ήταν η παρεμπόδιση των εργασιών και η απρόσκοπτη συλλογή των καρπών του Γέμελλου. Στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους, προκειμένου να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες των γεγονότων. Ακόμη όμως και τότε ο Ιούλιος δεν δίστασε και χρησιμοποίησε και πάλι το έμβρυο προκειμένου να τους αδρανοποιήσει, ενώ παράλληλα άρχισε να μαζεύει τους καρπούς από το χωράφι του Γέμελλου· αφού τελείωσε, πήρε το έμβρυο και επέστρεψε στο σπίτι του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γέμελλος προέβη στην σύνταξη υπομνήματος, ζητώντας το έγγραφο αυτό να παραμείνει στο αρχείο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του ενώπιον του επιστρατήγου στην δικαστική υπόθεση που θα ακολουθήσει.
Ο συντάκτης του υπομνήματος αυτού, Γέμελλος, αναφέρει ότι κατά την δεύτερη εισβολή του Ιουλίου στα χωράφια του, συνοδευόταν από την γυναίκα του και από κάποιον Ζηνά, κρατώντας ένα έμβρυο. Το έμβρυο αυτό το χρησιμοποίησε, ως φαίνεται, προκειμένου να εφαρμόσει μία μαγική πρακτική αδρανοποίησης εναντίον του καλλιεργητή του Γέμελλου· μάλιστα την ίδια πρακτική χρησιμοποίησε και δεύτερη φορά, όταν ο Γέμελλος πήγε να βρει τον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους. Και σε εκείνη την περίπτωση ο Ιούλιος έριξε το έμβρυο προς το μέρος του Γέμελλου με στόχο να αδρανοποιήσει τους παρευρισκόμενους και να καταφέρει να συλλέξει καρπούς από τα χωράφια του Γέμελλου.
Κατά τον Frankfurter πρόκειται για ένα είδος περιοριστικού ξορκιού-κατάδεσμος (Faraone ‒ Obbink 1991· Gager 1992· Ogden 1999), αν κρίνουμε και από το ρήμα περικλείω, το οποίο ο συντάκτης της αίτησης χρησιμοποιεί δύο φορές, αλλά και από το γεγονός ότι τα θύματα ένιωσαν να περιορίζονται μεταφυσικά από τις κακόβουλες χειρονομίες κάποιου άλλου. Η σύνδεση των συμβολικών χειρονομιών με την χρήση του εμβρύου ως αντικειμένου μαγείας, όπως φαίνεται, δηλώνει ότι ο θύτης είχε ως σκοπό να περιορίσει και να αδρανοποιήσει τον καλλιεργητή στην πρώτη περίπτωση και τον Γέμελλο και τους αξιωματούχους στην δεύτερη (Frankfurter 2006: 40). Όπως αναφέρει ο Frankfurter (2006: 42), η συγκεκριμένη μαγική πρακτική δεν μαρτυρείται σε μαγικά κείμενα, αλλά ούτε στους μαγικούς παπύρους που αποτελούν εγχειρίδια για την δημιουργία καταδέσμων. Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε την ποικιλία των «μαγικών» αντικειμένων και μέσων που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτές οι πρακτικές τούς ήταν γνωστές. Ωστόσο, στην περίπτωση του εμβρύου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτελεσματικότητά του να αδρανοποιήσει τόσους ανθρώπους κατά κοινή ομολογία και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, πιθανόν οφείλεται στην νεωτερικότητα του μαγικού μέσου (Frankfurter 2006: 42).
Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ο ανορθόδοξος τρόπος κατά τον οποίο τελέσθηκε το «ξόρκι». Η συνήθης πρακτική των καταδέσμων αφορούσε την τέλεσή της υπό άκρα μυστικότητα, κατά την οποία ο θύτης με συγκεκριμένες χειρονομίες, μαγικές λέξεις-φράσεις και μαγικά αντικείμενα επιχειρούσε να επιβάλλει την επιθυμία του σε ένα πρόσωπο και να επηρεάσει την ζωή του ενάντια στην θέλησή του (Jordan 1985: 151). Έπειτα ο κατάδεσμος και το μαγικό αντικείμενο (αν υπήρχε) τοποθετούνταν σε μυστικές τοποθεσίες (πολύ συχνά σε κάποιο τάφο ή κάποια πηγή) προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ξορκιού (Ogden 1999: 15). Σε αντίθεση με τον κανόνα αυτόν, ο Γέμελλος αφηγείται μία πρακτική μαγείας, η οποία τελέστηκε σε δημόσια θέα υπό την παρουσία πολλών προσώπων και ο θύτης φαίνεται να ένιωθε ιδιαίτερη άνεση ως προς αυτό το περιστατικό.
Επιπλέον, απόκλιση από τον κανόνα αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τέλεση του μαγικού τελετουργικού δεν γίνεται επίκληση σε κάποια χθόνια θεότητα, όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κατάδεσμο (Gager 1992: 12· Ogden 1999: 44). Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέμελλου, το τελετουργικό του Ιούλιου περιλάμβανε μία χειρονομία (η προσέγγισή του με το έμβρυο και η εναπόθεσή του στο έδαφος), κάποια λόγια που θα δήλωναν τον σκοπό του τελετουργικού και της χειρονομίας (δηλαδή ότι επρόκειτο να τους περιδέσει με κακία) και κυρίως την χρήση μαγικού αντικειμένου, δηλαδή του εμβρύου. Τα λόγια του θύτη, ωστόσο, δεν τα παραθέτει ο Γέμελλος στην αίτησή σου, στοιχείο που μας παραπέμπει να υποθέσουμε ότι είτε δεν το θεώρησε σημαντικό να προβεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, είτε ο Ιούλιος δεν χρησιμοποίησε πλήθος λέξεων και φράσεων, τυπικών σε μία μαγική τελετουργία.
Ο πάπυρος αποτελεί συνέχεια του P.Mich. VI 422, ο οποίος συνιστά αίτηση του Γέμελλου προς τον έπαρχο της Αιγύπτου, ενώ ο P.Mich. VI 423 αποτελεί αίτηση του ίδιου προσώπου προς τον στρατηγὸν της Ηρακλείδου μερίδος. Στον P.Mich. VI 423 ο Γέμελλος αναφέρει ότι προηγήθηκε αίτηση προς τον έπαρχο και πως εκείνος έδωσε την υπογραφή του και ανέθεσε στον επιστράτηγον να επιμεληθεί του θέματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Γέμελλος με νέα αίτησή του απευθύνεται στον στρατηγὸν μάς οδηγεί στην σκέψη ότι η ακρόαση ενώπιον του επιστρατήγου δεν είχε πραγματοποιηθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο και αναμένεται. Η δεύτερη αυτή αίτηση προέκυψε καθώς ο Ιούλιος προέβη για δεύτερη φορά σε καταπάτηση της περιουσίας του Γέμελλου και σε κλοπή των γεωργικών του καρπών από τα χωράφια του.
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μάς δίνει την αφορμή να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους οι εκάστοτε αξιωματούχοι απαντούσαν στους συντάκτες των αιτήσεων από την στιγμή που αυτές γίνονταν αποδεκτές. Μελετώντας, λοιπόν, τα παπυρικά κείμενα και συγκεκριμένα τις αιτήσεις προς τις αρχές, προκύπτει ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ένας αξιωματούχος επικοινωνούσε με τον αιτούντα ή με κάποιον κατώτερό του αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υπόθεση μετέπειτα. Αρχικά, ο αξιωματούχος που λάμβανε την αίτηση μπορούσε να συντάξει ένα σύντομο γράμμα με το οποίο έδινε οδηγίες σε έναν κατώτερό του αξιωματούχο για τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να προχωρήσει με την υπόθεση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πάπυρος P.Oxy. XLV 3240 συνταγμένο από τον έπαρχο της Αιγύπτου Μέττιο Ρούφο προς τον στρατηγὸν της Οξυρρύγχου Ιούνιο Εστιαίο (Kelly 2011: 87).
Ένας δεύτερος τρόπος επικοινωνίας με τον συντάκτη της αίτησης ήταν μέσω ενυπόγραφης σημείωσης του ανώτερου αξιωματούχου στο κάτω μέρος της αίτησής του, μέσω της οποίας του όριζε σε ποιον κατώτερό του έπρεπε εκείνος να απευθυνθεί στην συνέχεια (Kelly 2011: 88). Έτσι, η μορφή που αποκτούσε μία αίτηση που παραδόθηκε στον έπαρχο και έπρεπε να μεταβιβαστεί στον στρατηγὸν ήταν η ακόλουθη: στο κάτω μέρος του εγγράφου έχουμε την υπογραφή του συντάκτη της αίτησης, από κάτω της, με ένα διαφορετικό χέρι, έχουμε την υπογραφή του επάρχου και με ένα άλλο χέρι την οδηγία να επιστραφεί η αίτηση πίσω στον συντάκτη της. Εκείνος, έπειτα, είχε την ευθύνη να παραδώσει την αρχική αίτηση μαζί με την υπογραφή του επάρχου στον στρατηγὸν προκειμένου να ζητήσει από αυτόν ακρόαση. Στην δική μας περίπτωση, ο έπαρχος χρησιμοποίησε τον δεύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον Γέμελλο, καθώς ο ίδιος στους στίχους 2‒6 αναφέρει ότι απέσπασε την υπογραφή του επάρχου και ότι την περίπτωσή του έχει αναλάβει πλέον ο επιστράτηγος.
Η μέθοδος που ακολουθούσε ο έπαρχος προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αιτούντα ποίκιλε σε βάθος χρόνου. Έτσι, κατά την διάρκεια του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο έπαρχος προτιμούσε την χρήση επιστολών προκειμένου να απαντήσει στις αιτήσεις που του παραδίδονταν. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα παρατηρείται μία αλλαγή, καθώς ξεκινά να εμφανίζεται η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου στο κάτω μέρος των αιτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και η πρακτική της ενυπόγραφης σημείωσης παρουσίαζε παραλλαγές. Αρχικά, κάθε μία αίτηση υπογραφόταν ξεχωριστά και επιστρεφόταν στον αρχικό συντάκτη της, ωστόσο, για μία σύντομη περίοδο (από τα τέλη του 150 μ.Χ. έως τις αρχές του 170 μ.Χ.), εμφανίζεται μία καινοτομία όσον αφορά την ανάθεση των περιστατικών στους κατώτερους αξιωματούχους (Kelly 2011: 88). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αμεσότερα και ταχύτερα ο τεράστιος όγκος των αιτήσεων προς τον έπαρχο, οι αιτήσεις δεν υπογράφονταν ατομικά, αλλά αντιθέτως συλλέγονταν και κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με την φύση του αιτήματος. Αιτήσεις της ίδιας φύσεως και θεματικής συγκολλούνταν σε έναν κύλινδρο, στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου επισυναπτόταν η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου και στελνόταν έπειτα στον κατώτερο αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε στο εξής τις υποθέσεις αυτές (Serfass 2001: 184-5).
Προς τα τέλη του 2ου αιώνα επανήλθε το σύστημα της ατομικής ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου στο σώμα των αιτήσεων, πλέον όμως δεν επιστρέφονταν αυτές στους συντάκτες τους, αλλά παρουσιάζονταν με κάποιο τρόπο σε ένα δημόσιο μέρος. Αν ο αιτών στην συνέχεια επιθυμούσε ένα αντίγραφο της αίτησής του και της ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου που ήταν επισυναπτόμενη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο υπό την παρουσία μαρτύρων από τους παπύρινους κυλίνδρους που είχαν αρχειοθετηθεί από τον έπαρχο. Η πρακτική αυτή συνιστούσε αποτρεπτικό παράγοντα για εκείνους τους διαδίκους που ψεύδονταν αναφορικά με προηγούμενη επικοινωνία τους με αξιωματούχους (Kelly 2001: 89).
Προς τον Ιέρακα που ονομάζεται επίσης Νεμεσίων, στρατηγό της Ηρακλείδου μερίδος του Αρσινοΐτη νομού, από τον Γέμελλο, που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολιναρίου, Αντινοΐτη. Προσέφυγα, κύριέ μου, με αίτημα στον επιφανέστερο Έπαρχο Αιμίλιο Σατουρνείνο, ενημερώνοντάς τον για την επίθεση που μου έκανε κάποιος Σώτας, ο οποίος με περιφρονούσε λόγω της αδύναμης όρασής μου (στ. 5) και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει την περιουσία μου με βία και αλαζονεία, και έλαβα την ιερή υπογραφή του που με εξουσιοδοτούσε να προσφύγω στην εξοχότητά του τον επιστράτηγο. Τότε ο Σώτας πέθανε και ο αδελφός του Ιούλιος, ενεργώντας επίσης με τη βία που τους χαρακτήριζε, μπήκε στα χωράφια που είχα σπείρει και πήρε σημαντική ποσότητα σανού―και όχι μόνο αυτό, αλλά έκοψε και αποξηραμένους βλαστούς ελιάς και ρείκια από τον ελαιώνα μου κοντά στην κώμη Κερκεσούχα. (στ. 10) Όταν έφτασα εκεί την ώρα της συγκομιδής, έμαθα ότι αυτά είχαν διαπραχθεί από αυτόν. Επιπλέον, μη αρκούμενος σε αυτά, ήρθε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του και κάποιον Ζηνά, έχοντας μαζί τους ένα βρέφος (= έμβρυο), σκοπεύοντας να εμποδίσουν με κακία τον καλλιεργητή μου, ώστε να εγκαταλείψει την εργασία του, αφού είχε θερίσει εν μέρει από ένα άλλο χωράφι μου, (στ. 15) και οι ίδιοι μάζεψαν τη σοδειά. Όταν συνέβη αυτό, πήγα στον Ιούλιο με τη συνοδεία αξιωματούχων, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων/αυτές οι υποθέσεις να καταγραφούν. Και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, έριξαν τον ίδιο βρέφος προς το μέρος μου, με σκοπό να με εμποδίσουν/περιβάλουν και με κακία, παρουσία του Πετεσούχου και του Πτολλά, γερόντων του χωριού της Καρανίδος, που ασκούν και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού, και του Σωκρά (στ. 20) του βοηθού, και ενώ οι αξιωματούχοι ήταν εκεί, ο Ιούλιος, αφού μάζεψε την υπόλοιπη σοδειά από τα χωράφια, πήρε το βρέφος και το πήγε στο σπίτι του. Τις πράξεις αυτές τις έκανα δημόσιες μέσω των ίδιων αξιωματούχων και των εισπρακτόρων των φόρων των σιτηρών του ίδιου χωριού. Γι’ αυτό αναγκαστικά υποβάλλω την παρούσα αναφορά και ζητώ να παραμείνει στο αρχείο, ώστε να διατηρήσω το δικαίωμα να καταθέσω/μιλήσω (στ. 25) εναντίον τους ενώπιον του εξοχότατου επιστρατήγου σχετικά με τις αδικίες που διέπραξαν και τα δημόσια μισθώματα των χωραφιών που οφείλονται στο αυτοκρατορικό ταμείο, επειδή αδικαιολόγητα έκαναν τη συγκομιδή. (2ο χέρι) Γέμελλος που ονομάζεται επίσης Ωρίων, ηλικίας περίπου 26 ετών, του οποίου η όραση είναι μειωμένη. (3ο χέρι) Έτος 5ο του Λουκίου (;) Σεπτιμίου Σευήρου Ευσεβούς Περτίνακος Αυγούστου, 27η του μηνός Παχών.
Κυίντω Αιμιλλίω Σατουρνείνω | |
επάρχω Αιγύπτου | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος | |
Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως | |
5 | καὶ ὡς χρηματίζει γεουχούντ(ος) |
εν Καρανίδι τού Αρσινοείτου | |
νομού τής Hρακλείδου μερίδ(ος). | |
πρὸ πολλού, κύριε, ο ημέτερος | |
πατὴρ ετελεύτησεν επʼ ε- | |
10 | μοὶ καὶ αδελφη μου κληρονό- |
μοις καὶ αντιλήμμεθα | |
τών υπαρχόντων μη- | |
δενὸς επελθόντος. ομοίως | |
δέ συνέβη καὶ τὸν θείόν μου | |
15 | Γάιον Ιούλιον Λογγείνον |
τελευτήσαι πρὸ οκταετίας | |
καὶ τούτου τὰ υπάρχοντα | |
επεκράτησα καὶ συν‹ε›κομισα- | |
μην τὴν πρόσοδον μηδενὸ(ς) | |
20 | κωλύσαντος. νυνεὶ δέ |
Ιούλιος καὶ Σώτας αμφότεροι | |
Ευδατος ου δεόντως βιαίω(ς) | |
καὶ αυθάδως επεληλύθασι | |
εδάφεσί μου μετὰ τὸ τὴν | |
25 | κατασπορὰν ποιήσασθαί |
με καὶ εκώλυσάν με | |
εν τούτοις δυνάμι τη | |
περὶ αυτοὺς επὶ τών τό- | |
πων, καταφρονούντων | |
30 | τὴ〈ν〉 περὶ τὴν όψιν μου |
ασθένιαν· όθεν επὶ σέ | |
τὸν σωτήρα κατέφυγον, | |
αξιών εάν σου τη τύχη | |
δόξη ακούσαί μου πρὸς | |
35 | αυτοὺς όπως δυνηθώ |
τών ιδίων αντιλμαβάνεσθ(αι) | |
καὶ ω υπὸ σού τού κυρίου ευεργ(ετημένος). | |
διευτύχ(ει). | |
(2ο χέρι) | |
⟦Γέμελλος⟧ ⟦ο⟧ ⟦καὶ⟧ ⟦Ὡριωνο̣ς̣⟧ ⟦ε̣π̣ι̣δ̣έ̣δωκα⟧ ⟦.⟧ | |
40 | ⟦Σαβε̣ί̣ν̣ο̣ς̣⟧ ⟦έ̣γ̣ρ̣α̣ψ̣α̣⟧ ⟦υ̣π̣(έρ)⟧ ⟦α̣υ̣τ̣(ου)⟧ ⟦[.]⟧ |
Το παρόν έγγραφο έχει την τυπική δομή μιας αίτησης. Την αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του συντάκτη και του παραλήπτη (στ. 1-7) ακολουθεί ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 8-31) και το αίτημα (στ. 31-37), το οποίο αφορά την επανάκτηση της περιουσίας του «θύματος». Η αίτηση ολοκληρώνεται με το χαιρετισμό (στ. 38), ενώ μετά το αίτημα ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα και το όνομα του γραφέα (στ. 39-40). Πρβλ. Π11.
Το κείμενο αποτελεί αίτηση του Γέμελλου (ή και Ωρίωνα) προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κόιντο Αιμίλιο Σατουρνείνο με στόχο να καταγγείλει την καταπάτηση της γεωργικής του έκτασης από τα αδέρφια Ιούλιο και Σώτα, την οποία ο Γέμελλος και η αδερφή του είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Οι δύο αυτοί άνδρες εισήλθαν με βία και αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται το θύμα, στα σπαρμένα χωράφια του Γέμελλου και τον εμπόδισαν από την εργασία που αυτά απαιτούν, ενώ αυτός και η αδερφή του τα είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους νομίμως. Για το λόγο αυτό ζητά από τον έπαρχο της Αιγύπτου να λάβει υπόψιν του αυτήν του την αίτηση και να τον δικαιώσει, ανακτώντας την περιουσία του.
Ο P.Mich. VI 422 αποτελεί αίτηση του Γέμελλου προς τις αρχές και συγκεκριμένα προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο (Reinmuth 1935· Wolff 2002: 104-105). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις προς τις αρχές, παράλληλα με τις φορολογικές αποδείξεις, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο εγγράφου· σώζονται περισσότεροι από χίλιοι πάπυροι αιτήσεων, που προέρχονται και από τις τρεις χρονικές περιόδους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Μέσω των αιτήσεων οι κάτοικοι της χώρας αναζητούσαν αποζημίωση σε περιπτώσεις εξύβρισης ή βίαιης μεταχείρισης, ή βοήθεια σε περιπτώσεις αδικίας εις βάρος τους (Palme 2009: 377).
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι αιτήσεις απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης, από τον τοπικό αστυνόμο, τον εξηγητήν, τον στρατηγὸν σε αστικό περιβάλλον, όπως και από τον βασιλικὸν γραμματέα στο επίπεδο περιφέρειας, έως τον επιστράτηγον και τον iuridicus αλλά και τον ίδιο τον έπαρχον. Ειδικά στην περίπτωση του επάρχου, μπορούσε κανείς να ζητήσει ακρόαση ενώπιόν του κατά τις ετήσιες επισκέψεις (conventus) που πραγματοποιούσε εκτός της πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου έδρευε (Palme 2009: 378· Kelly 2011: xiv). Αυτό, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς σύμφωνα με τα παπυρικά έγγραφα που μας σώζονται, το 208/210 μ.Χ. σε μία και μόνο conventus του επάρχου στην Αρσινόη της Αιγύπτου, σε διάστημα δύο ημερών παραδόθηκαν 1804 αιτήσεις (P.Yale I 61· Haensch 1994: 487). Είναι, επομένως, μη ρεαλιστικό να θεωρούμε πως όλες αυτές οι υποθέσεις παρουσιάστηκαν ενώπιον του επάρχου κατά την παραμονή του στην πόλη.
Προς τον Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο, Έπαρχο της Αιγύπτου, από τον Γέμελλο που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολινάριου, Αντινοέως, (στ. 5) και όπως και αν ονομάζεται, γαιοκτήμονα στην Καρανίδα, στην περιφέρεια του Ηρακλείδου, του Αρσινοίτη νομού. Πριν από πολύ καιρό, άρχοντά μου, ο πατέρας μας πέθανε, (στ. 10) αφήνοντας εμένα και την αδελφή μου ως κληρονόμους, και αναλάβαμε την περιουσία του, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ομοίως, και ο θείος μου, (στ. 15) ο Γάιος Ιούλιος Λογγίνος, πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, και εγώ ανέλαβα την ιδιοκτησία της περιουσίας του και εισέπραξα τα έσοδα, χωρίς να με (στ. 20) εμποδίσει κανείς. Τώρα, όμως, ο Ιούλιος και ο Σώτας, και οι δύο γιοι του Ευδάτος, αδίκως, με βία και αλαζονεία, μπήκαν στα χωράφια μου, (στ. 25) αφού τα είχα σπείρει, και με εμπόδισαν απ’ αυτά μέσω της εξουσίας που ασκούν στον τόπο, περιφρονώντας με (στ. 30) λόγω της αδύναμης όρασής μου. Γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα, τον σωτήρα, ζητώντας σου, αν αυτό φαίνεται καλό στην τύχη σου, να ακούσεις την καταγγελία μου (στ. 35) εναντίον τους, ώστε να μπορέσω να ανακτήσω την περιουσία μου και να λάβω αυτή την ευεργεσία από τα χέρια σου, κύριέ μου. Χαίρε. (2ο χέρι) Εγώ, ο Γέμελλος, ονομαζόμενος και Ωρίων, υπέβαλα αυτήν την αίτηση. (στ. 40) Εγώ ο Σαβείνος έγραψα γι’ αυτόν …
Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) | |
Hρακλ(είδου) μερίδος | |
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως) | |
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών). | |
5 | αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α) |
εις τὸ καταστήσαι καμή- | |
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ | |
τών άλλων κω(μών), δίδωμι | |
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο- | |
10 | ρον καὶ επιτήδιον. |
έστι δέ· | |
Πνεφερώς Ὀννώφρεως | |
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως. | |
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου | |
15 | Κομμόδου Αντωνίνου |
Καίσαρος τού κυρίου | |
Επὶφ ι̅β̅ |
Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).
Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος
Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).
Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.
Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.
Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).
Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους
Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).
Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.
Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).
Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος
Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).
Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.
Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».
Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο
Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).
Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.
Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).
Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).
Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο
Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).
Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).
Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.
Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).
Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.
Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.
Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.
Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ- | |
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος. | |
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί- | |
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ | |
5 | Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε- |
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε- | |
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε- | |
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο | |
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς | |
10 | [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο- |
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα- | |
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως | |
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό– | |
ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]- | |
15 | [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]- |
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]- | |
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ- | |
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγὸν̣ [τ]ών πραχθέντων καὶ νο- | |
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί- | |
20 | [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ |
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα | |
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ | |
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου | |
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε- | |
25 | [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν- |
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη- | |
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…] | |
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).
Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).
O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.
Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.
Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).
Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.
Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).
Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).
Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).
Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).
Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.
Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.
Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.
Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).
Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …
Tύχη αγαθη. | |
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή] | |
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν
Σεβαστὴ |
|
Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,
παρόντων |
|
5 | καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος |
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού, | |
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων | |
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’ | |
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν] | |
10 | αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’ |
καὶ κθ’ έτους. |
H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.
Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.
Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.
H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).
Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.
H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.
Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).
Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.
Μενέδημος Απολλοδότωι καὶ Λαοδικέων | |
[τ]οίς άρχουσι καὶ τήι πόλει χαίρειν. τού | |
[γ]ραφέντος πρὸς ημας προστάγματος | |
[παρὰ τ]ού βασιλέως υποτέτακται | |
5 | [τὸ αντί]γραφον∙ κατακολουθείτε ούν |
τοίς επεσταλμένοις καὶ φροντίσατε | |
όπως αναγραφέν τὸ πρόσταγμα εις στήλην | |
λιθίνην ανατεθήι εν τώι επιφανεστάτωι | |
τών εν τήι πόλει ιερών. | |
10 | Έρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.
vacat |
Β[α]σιλεὺς Αντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν. | |
[Βου]λόμενοι τής αδελφής βασιλίσσης | |
Λαοδίκης τὰς τιμὰς επὶ πλείστον αύξειν | |
καὶ τούτο αναγκαιότατον εαυτοίς | |
15 | νομίζοντες είν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως |
καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ | |
πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι καὶ τὰ άλλα μέν | |
όσα πρέπει καὶ δίκαιόν εστιν παρ’ ημών [αυτ]ήι | |
συναντασθαι διατελούμεν μετὰ φιλοστοργίας | |
20 | ποιούντες, κρίνομεν δέ καθάπερ ημών |
αποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν αρχιερείς, | |
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι εν τοίς αυτοίς τό[ποι]ς | |
αρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σούς] | |
έχοντας εικόν[α]ς αυτής, ενγραφήσονται δέ [καὶ] | |
25 | εν τοίς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τών προ[γόνων] |
καὶ ημών αρχι[ερε]ίς. επεὶ ούν αποδέδει[κται] | |
εν τοίς υπὸ σ[έ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω] | |
πάντα τοίς προγεγραμμένοις ακολ[ούθως], | |
καὶ τὰ αντίγραφα τών επιστολών αναγραφέν[τα] | |
30 | εις στήλας ανατεθήτω εν τοίς επιφανεστάτοις τό[ποις], |
όπως νύν τε καὶ εις τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται η ημε[τέρα] | |
καὶ εν τούτοις πρὸς τὴν αδελφὴν [προ]αίρεσις. | |
Θιρ΄ Ξαν[δικού . . ]. |
Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).
Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).
Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των άνω σατραπειών (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).
Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως επιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey 2007: 301-306).
Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).
Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).
Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.
Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.
Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τού βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εύνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.
Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).
Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…
[ Θ ] ε ὸ ς α γ α θ [ ό ς .] | |
Αγαθαι τύχαι καὶ επὶ σωτηρίαι· επὶ κόσμ[ων εν μέν] | |
Ἱεραπύτναι τών σὺν Ενίπαντι τώ Ερμαίω μ̣[ηνὸς] | |
Ἱμαλίω, εν δέ Πριανσιοί επὶ κόσμων τών σὺ[ν Νέωνι τώ] | |
5 | Χιμάρω καὶ μηνὸς Δρομήιω· vac. τάδε συνέθε[ντο καὶ συνευ]- |
δόκησαν αλλάλοις Ἱεραπύτνιοι καὶ Πριάνσιοι [εμμένον]- | |
τες εν ταίς προϋπαρχώσαις στάλαις ιδίαι τε [ται κειμέναι] | |
Γορτυνίοις καὶ Ἱεραπ̣υτνίοις καὶ ται κατὰ κοινὸν̣ [Γορτυνίοις] | |
καὶ Ἱεραπυτνίοις καὶ Πριανσίοις καὶ εν ται φιλίαι [καὶ συμμα]- | |
10 | χίαι καὶ όρκοις τοίς προγεγονόσι εν ταύταις τ[αίς πόλεσιν] |
καὶ επὶ ται χώραι αι εκάτεροι έχοντες καὶ κρατόν[τες τὰν συν]- | |
θήκαν έθεντο ες τὸν πάντα χρόνον· vac. Ἱεραπυτν̣[ίοις] | |
καὶ Πριανσίο<ι>ς ήμεν παρ᾿ αλλάλοις ισοπολιτείαν καὶ επιγα- | |
μίας καὶ ένκτησιν καὶ μετοχὰν καὶ θείων καὶ ανθρωπίνων | |
15 | πάντων, όσοι κα έωντι έμφυλοι παρ᾿ εκατέροις, καὶ πωλόν- |
τας καὶ ὠνωμένος καὶ δανείζοντας καὶ δανειζομένος | |
καὶ τάλλα πάντα συναλάσσοντας κυρίος ήμεν κατὰ | |
τὸς υπάρχοντας παρ᾿ εκατέροις νόμος· vac. εξέστω δέ τώι | |
τε Ἱεραπυτνίωι σπείρεν εν ται Πριανσίαι καὶ τώι Πριαν- | |
20 | σιεί εν ται Ἱεραπυτνίαι διδώσι τὰ τέλεα καθάπερ οι άλλοι |
πολίται κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος· vac. ει δέ τί | |
κα ο Ἱεραπύτνιος υπέχθηται ες Πριανσ{ι}ὸν ἢ ο Πριανσιεὺς | |
ες Ἱεράπυτναν οτιούν, ατελέα έστω καὶ εσαγομένωι καὶ | |
εξαγομένωι αυτὰ καὶ τούτων τὸς καρπὸς καὶ κατὰ γαν | |
25 | καὶ κατὰ θάλασσαν· ων δέ κα αποδώται κατὰ θάλασσαν εώ- |
σας εξαγωγας τών υπεχθεσίμων αποδότω τὰ τέλεα | |
κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κειμένος· vac. κατὰ ταυτὰ δέ | |
καὶ εί τίς κα νέμ̣[ηι ατε]λὴς έστω· αι δέ κα σίνηται αποτεισά- | |
τω τὰ επιτίμια [ο] σι[νό]μενος κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατερή κει- | |
30 | μένος. Πρειγήια δέ ω [κ]α χρείαν έχηι πορηίω, παρεχόντων |
οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τοίς Πριανσιεύσι, οι δέ Πριανσιέ<ε>ς | |
κόσμοι τοίς Ἱεραπυτνίοις· αι δέ μὴ παρισχαίεν, αποτεισάν- | |
των οι επίδαμοι τών κόσμων ται πρειγείαι στατήρας δέκα· | |
ο δέ κόσμος ο τών Ἱεραπυτνίων ερπέτω εν Πριανσιοί ες | |
35 | τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ τών κόσμων, |
ὡσαύτως δέ καὶ ο τών Πριανσιέων κόσμος ερπέτω εν Ἱε- | |
ραπύτναι ες τὸ αρχείον καὶ εν εκκλησίαι καθήσθω μετὰ | |
τών κόσμων· εν δέ τοίς Hραίοις καὶ εν ταίς άλλαις εορταίς | |
οι παρατυγχάνοντες ερπόντων παρ᾿ αλλάλος ες ανδρήι- | |
40 | ον καθὼς καὶ οι άλλοι πολίται· αναγινωσκόντων δέ τὰν |
στάλαν κατ᾿ ενιαυτὸν οι τόκ᾿ αεὶ κοσμόντες παρ᾿ εκατέ- | |
ροις εν τοίς Ὑπερβώιοις καὶ προπαραγγελόντων αλλά- | |
λοις πρὸ αμεραν δέκα ή κα μέλλωντι αναγινώσκεν· | |
οποίοι δέ κα μὴ αναγνώντι ἢ μὴ παραγγήλωντι απο- | |
45 | τεισάντων οι αίτιοι τούτων στατήρας εκατόν, οι μέν |
Ἱεραπύτνιοι κόσμοι τών Πριανσιέων ται πόλει, οι δέ | |
Πριανσιέες Ἱεραπυτνίων ται πόλει· vac. αι δέ τις αδικοίη | |
τὰ συνκείμενα κοιναι διαλύων ἢ κόσμος ἢ ιδιώτας, ε- | |
ξέστω τώι βωλομένωι δικάξασθαι επὶ τώ κοινώ δι- | |
50 | καστηρίω τίμαμα επιγραψάμενον τας δίκας κατὰ τὸ |
αδίκημα ό κά τις αδικήσηι· καὶ εί κα νικάσηι, λαβέτω τὸ | |
τρίτον μέρος τας δίκας ο δικαξάμενος, τὸ δέ λοιπὸν έσ- | |
τω ταν πόλεων· αι δέ τι θεών βωλομένων έλοιμεν αγα- | |
θὸν απὸ τών πολεμίων, ἢ κοιναι εξοδούσαντες ἢ ιδίαι τι- | |
55 | νές παρ᾿ εκατέρων ἢ κατὰ γαν ἢ κατὰ θάλασσαν, λαν- |
χανόντων εκάτεροι κατὰ τὸς άνδρας τὸς έρποντας | |
καὶ τὰς δεκάτας λαμβανόντων εκάτεροι ες τὰν ιδί- | |
αν πόλιν· υπέρ δέ τών προγεγονότων παρ᾿ εκατέροις | |
αδικημάτων αφ᾿ ω τὸ κοινοδίκιον απέλιπε χρόνω, ποιη- | |
60 | σάσθων τὰν διεξαγωγὰν οι σὺν Ενίπαντι καὶ Νέωνι κό[σ]- |
μοι εν ωι κα κοιναι δόξηι δικαστηρίω αμφοτέραις ταίς πό- | |
λεσι επ᾿ αυτών κοσμόντων καὶ τὸς εγγύος καταστασάν- | |
των υπέρ τούτων αφ᾿ ας κα αμέρας α στάλα τεθήι εμ μη- | |
νί· υπέρ δέ τών ύστερον εγγινομένων αδικημάτων προ- | |
65 | δίκωι μέν χρήσθων καθὼς τὸ διάγραμμα έχει· περὶ δέ τώ |
δικαστηρίω οι επιστάμενοι κατ᾿ ενιαυτὸν παρ᾿ εκατέροις | |
κόσμοι πόλιν στανυέσθων άγ κα αμφοτέραις ταίς πόλεσ[ι] | |
[δό]ξηι εξ ας τὸ επικριτήριον τέλεται, καὶ εγγύος καθιστάν- | |
των αφ᾿ ας κα αμέρας επισταντι επὶ τὸ αρχείον εν διμήνωι, | |
70 | καὶ διεξαγόντων ταύτα επ᾿ αυτών κοσμόντων κατὰ τὸ |
δοχθέν κοιναι σύμβολον· αι δέ κα μὴ ποιήσωντι οι κόσμοι κα- | |
θὼς γέγραπται, αποτεισάτω έκαστος αυτών στατήρας | |
πεντήκοντα, οι μέν Ἱεραπύτνιοι κόσμοι Πριανσίων ται πόλει, | |
οι δέ Πριάνσιοι κόσμοι Ἱεραπυτνίων ται πόλει· αι δέ τί κα | |
75 | δόξηι αμφοτέραις ταίς πόλεσι βωλουομέναις επὶ τώι |
κοιναι συμφέροντι διορθώσασθαι, κύριον έστω τὸ διορ- | |
θωθέν· στασάντων δέ τὰς στάλας οι ενεστακότες ε- | |
κατερήι κόσμοι επ᾿ αυτών κοσμόντων, οι μέν Ἱεραπύ- | |
τνιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος καὶ οι | |
80 | Πριάνσιοι εν τώι ιερώι τας Αθαναίας τας Πολιάδος· |
οπότεροι δέ κα μὴ στάσωντι καθὼς γέγραπται απο- | |
τεισάντων τὰ αυτὰ πρόστιμα καθότι καὶ περὶ τών | |
δικαίων γέγραπται. |
Το κείμενο είναι συνθήκη ισοπολιτείας ανάμεσα στις κρητικές πόλεις Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα) και Πριανσό. Ανάμεσα στις πολυάριθμες κρητικές συνθήκες (συγκεντρωμένες στο Chaniotis 1996) είναι μια από τις εκτενέστερες και καλύτερα διατηρημένες. Όπως συνάγεται από τους στ. 8-10, η συνθήκη αυτή ακολουθεί και συμπληρώνει προγενέστερη συνθήκη ανάμεσα στην Πριανσό από τη μια πλευρά και τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα από την άλλη, η οποία σώζεται σε δύο αντίγραφα (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27).
Διάρθρωση της συνθήκης – Ρήτρες
1) Επίκληση των θεών και ευχή (στ. 1-2)
Επικλήσεις θεών και ευχές βρίσκονται πολύ συχνά στην αρχή συνθηκών και άλλων δημοσίων κειμένων (ψηφισμάτων, νόμων). Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες: ανάθεση του εγγράφου στους θεούς, επίκληση της προστασίας των θεών για το κείμενο και την επιγραφή. Δεδομένου ότι οι επικλήσεις και οι ευχές έχουν μεγάλη ομοιότητα με φράσεις που χρησιμοποιούνταν σε προσευχές, το πιθανότερο είναι ότι έχουν την προέλευσή τους στις προσευχές και τις επικλήσεις των θεών που εκφωνούνταν κατά τις τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στην εκκλησία του δήμου πριν από τη συζήτηση προτάσεων για ψηφίσματα και κατά τη σύναψη των συνθηκών (Woodhead 2009: 86· βλ. και Chaniotis 1996: 83-85).
2) Χρονολόγηση (στ. 2-5)
Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στο όνομα του προέδρου του συμβουλίου των κόσμων, που εκπροσωπούσαν την εκτελεστική εξουσία στις κρητικές πόλεις, αλλά είχαν συγχρόνως στρατιωτικά και δικαστικά καθήκοντα. Στις περισσότερες πόλεις το συμβούλιο των κόσμων ήταν δεκαμελές, με ετήσια θητεία. Όλα τα μέλη του συμβουλίου προέρχονταν από την ίδια φυλή, με βάση ένα σύστημα εκ περιτροπής εναλλαγής των φυλών στα αξιώματα (Link 1994: 97-112). Κάθε κρητική πόλη είχε το δικό της ημερολόγιο με διαφορετικά ονόματα μηνών (Trümpy 1997: 188-197). Ο Ιμάλιος είναι μάλλον θερινός μήνας, σχετιζόμενος με τη σοδειά και το άλεσμα του αλευριού (πρβλ. Ησύχιος, λλ. ιμαλιά, ιμάλιον και ιμαλίς∙ τὸ επίμετρον τών αλεύρων, επικαρπία). Ο μήνας Δρομείος παράγεται από τη γιορτή Δρομεία, μάλλον γιορτή σχετιζόμενη με τον Απόλλωνα Δρομαίο και την ένταξη των εφήβων στο σώμα των πολιτών∙ στην Κρήτη οι ενήλικοι άνδρες ονομάζονταν δρομείς (Tzifopoulos 1998).
3) Εισαγωγή στη συνθήκη (στ. 5-12)
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατύπωσης είναι ότι παραπέμπει σε μια προϋπάρχουσα συνθήκη. Το ρήμα συνευδοκείν (επικυρώνω από κοινού) σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι η παρούσα συνθήκη αποτελεί συμπλήρωση μιας παλαιότερης συνθήκης. Τέτοιες συμπληρώσεις ή αλλαγές ήταν δυνατές (βλ. παρακ., παράγραφο 18), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνονταν και από τις δύο πλευρές∙ σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακριβώς το ρήμα συνευδοκείν. Η πρόταση που εισάγεται με την πρόθεση επί + δοτική εκφράζει, όπως και η μετοχή εμμένοντες, τους όρους κάτω από τους οποίους ισχύει η νέα συνθήκη. Ο βασικός όρος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας των δύο συμβαλλομένων μερών και των συνόρων τους. Τα σύνορα αυτά περιγράφονται στην προγενέστερη συνθήκη, που δυστυχώς στο σημείο αυτό σώζεται πολύ αποσπασματικά και στα δύο αντίγραφά της (SEG LIII 942, 947 = Chaniotis 1996: 245-255 αρ. 27). Η πρόσφατη δημοσίευση του αντιγράφου της Γόρτυνας (SEG LIII 942) δείχνει ότι τα σύνορα των εδαφών της Πριανσού καθορίστηκαν από τους Γορτυνίους, τη σημαντικότερη πολιτική δύναμη αυτήν την εποχή και ηγέτη μιας μεγάλης συμμαχίας (στ. 15-17: [καὶ] τὰν χώραν ἃν ὡρί|ξαντο οι Γορτύνιοι πορ̣τὶ τὸνς Πριανσιέας μήτ᾿ αυ|τοὶ αφαιλησή<θ>θαι, μήτ᾿ ά[λλοις] επιτραψήν). Ο επανακαθορισμός των συνόρων μάλλον έγινε αναγκαίος μετά από πόλεμο ανάμεσα στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό. Με την προγενέστερη συνθήκη Γορτύνιοι και Ιεραπύτνιοι εγγυώνταν τα σύνορα της Πριανσού, του ασθενέστερου μέλους της συμμαχίας. Συνοριακοί διακανονισμοί είναι πολύ συνηθισμένοι στην ελληνιστική Κρήτη και σχετίζονται με τους ενδημικούς πολέμους που χαρακτηρίζουν την κρητική ιστορία περίπου ως το 110 π.Χ. (για τις ενδοκρητικές συγκρούσεις και τους συνοριακούς διακανονισμούς: Chaniotis 1996: 27-56, 153-159· για τους κρητικούς πολέμους βλ. επίσης Chaniotis 2005: 8-12).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ έχειν χώραν (νόμιμη ιδιοκτησία εδαφών) και κατέχειν χώραν (άσκηση της εδαφικής κυριαρχίας). Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία που ισχύει τη στιγμή της επικύρωσης της συνθήκης, καθιστώντας σαφές ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διεκδικήσεις εδαφών τα οποία μια πόλη θεωρεί ως νόμιμη ιδιοκτησία της, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται υπό την κατοχή άλλης πόλης.
4-5) Παραχώρηση δικαιωμάτων αστικού δικαίου (ισοπολιτεία, επιγαμία) και οικονομικών προνομίων (στ. 13-21)
Στην πρώτη ουσιαστική διάταξη της συνθήκης παραχωρούνται αμοιβαίως, πολύ επιγραμματικά, τρία σημαντικά δικαιώματα, πολύ συνηθισμένα σε κρητικές συνθήκες.
Ως ισοπολιτεία ορίζεται (στην Κρήτη) το δικαίωμα του πολίτη μιας των συμβαλλομένων πόλεων να εγκατασταθεί στην άλλη πόλη και να αποκτήσει εκεί πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ισοπολιτεία συνήθως συμπληρώνει συνθήκες συμμαχίας και αποτελούσε ένα μέτρο με το οποίο πόλεις με διαφορετικές ανάγκες και αλληλοσυμπληρούμενες δυνατότητες εξασφάλιζαν για τους πολίτες τους τη δυνατότητα να ασκήσουν οικονομικές δραστηριότητες σε μια άλλη πόλη. Η πόλη που έκανε την ευρύτερη χρήση αυτών των δυνατοτήτων ήταν η Ιεράπυτνα. Η σύγκριση των διατάξεων των σχετικών συνθηκών δείχνει ότι η ενεργοποίηση της ισοπολιτείας γινόταν ατομικά, όχι μαζικά, και συνδεόταν με ορισμένες προϋποθέσεις. Ο αιτών έπρεπε να είναι ενεργό μέλος φυλής (όπως σε αυτή τη συνθήκη), δηλαδή να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα ή να έχει εξοριστεί ή να είναι πολίτης τιμής ένεκεν. Ηταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη του, ρυθμίζοντας πρώτα όλες τις εκεί νομικές και οικονομικές του εκκρεμότητες και μάλλον πουλώντας όλη την εκεί ιδιοκτησία του. Η αποδοχή της αίτησής του αποφασιζόταν από την εκκλησία της άλλης πόλης∙αρκούσαν τρεις αρνητικές ψήφοι για την απόρριψη του αιτήματός του (βλ. κυρίως I.Cret. III, iv.1· Staatsverträge III 554· Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
Το δικαίωμα της επιγαμίας δεν χορηγείται μόνο σε όσους πολίτες επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν την ισοπολιτεία αλλά σε όλους τους πολίτες των συμβαλλομένων πόλεων. Με τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ πολιτών των δύο πόλεων τα παιδιά δεν θεωρούνταν νόθα, αλλά είχαν πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα (για το πρόβλημα των νόθων στην κρητική κοινωνία, αποτέλεσμα γάμων ατόμων με διαφορετική νομική θέση, βλ. Chaniotis 2002).
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το δικαίωμα της εγκτήσεως (Chaniotis 1996: 109-113). Σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, η ιδιοκτησία γής καὶ οικίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών, που μόνον κατ’ εξαίρεση παραχωρούνταν σε ξένους, συνήθως προξένους και ευεργέτες. Φαίνεται ότι στην ελληνιστική Κρήτη το πρόβλημα της ιδιοκτησίας γης ήταν ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες πόλεις, όπως συνάγεται από τη διέξοδο που εύρισκαν οι άκληροι πολίτες στην πειρατεία, στο επάγγελμα του μισθοφόρου και στη μαζική έξοδο και εγκατάσταση σε ξένες περιοχές, π.χ. στα εδάφη της Μιλήτου και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Chaniotis 2005: 80-85). Ωστόσο, κάποιες πόλεις φαίνεται ότι είχαν περίσσευμα γης, αλλά έλλειψη πολιτών. Αν και θεωρητικά η παραχώρηση της εγκτήσεως στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, στην πραγματικότητα ικανοποιούσε διαφορετικές, συμπληρωματικές ανάγκες. Η Ιεράπυτνα, που σύναψε περισσότερες συμφωνίες εγκτήσεως από οποιαδήποτε άλλη πόλη, αλλά και ακολούθησε επεκτατική πολιτική κατακτώντας και προσαρτώντας σχεδόν το σύνολο της ανατολικής Κρήτης, πρέπει να ήταν ο κυρίως ωφελούμενος από τη διάταξη αυτή.
Η συνθήκη επιτρέπει επιγραμματικά και τις οικονομικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες, δανεισμούς) με βάση τους νόμους που ισχύουν σε κάθε πόλη (στ. 15-18· σχετικά βλ. Guizzi 1999: 242-243). Όσοι πολίτες δεν έκαναν χρήση της ισοπολιτείας, αλλά επιθυμούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αγροτικές δραστηριότητες στα εδάφη της άλλης πόλης, αποκτούν το δικαίωμα του σπείρειν, δηλαδή το δικαίωμα της χρήσης των δημοσίων εδαφών της άλλης πόλης για καλλιέργειες, με καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Η ύπαρξη δημοσίων γαιών στις κρητικές πόλεις στην ελληνιστική εποχή μαρτυρείται και από μια επιγραφή της Κυδωνίας, η οποία αφορά την παραχώρηση (δημοσίων) γαιών σε ξένους (I.Cret. II, x.1).
6) Φύλαξη αγαθών (στ. 21-27)
Γενικά η εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών υπάγεται στην καταβολή δασμών, από την οποία ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί με την παραχώρηση της ατελείας βάσει ψηφίσματος. Στις κρητικές συνθήκες μεταξύ πόλεων καθορίζεται ότι η εξαγωγή από τη στεριά (που αφορά κυρίως κοπάδια) ήταν ατελής∙ ατελής ήταν επίσης η εισαγωγή και επανεξαγωγή αγαθών για προσωπική χρήση. Αντίθετα, οι εξαγωγές από τη θάλασσα, που αφορούσαν συνήθως εμπορικά προϊόντα, συνεπάγονταν τη χρήση λιμανιών και συνήθως ελέγχονταν ευκολότερα. Στις εξαγωγές αυτές καταβάλλονταν τέλη (εξαγωγὰν ήμεν κατὰ γαν μέν ατελεί, κατὰ θάλασσαν δέ καταβάλλοντι τὰ τέλεα κατὰ τὸς νόμος τὸς εκατέρη κειμένος)∙ τα τέλη αυτά περιελάμβαναν και το ενλιμένιον, δηλαδή τα λιμενικά τέλη (Chaniotis 1996: 119∙ Guizzi 1999: 240). Από την εισαγωγή για εμπορικούς λόγους διαφέρει η εισαγωγή αγαθών προς φύλαξη στα εδάφη μιας ξένης πόλης με την οποία υπάρχει σχετική συνθήκη. Οι συχνοί πόλεμοι, οι επιδρομές σε αφύλακτες ορεινές περιοχές και στην ύπαιθρο και η πειρατεία στην ελληνιστική εποχή ανάγκαζαν πολλές φορές όσους απειλούνταν από τέτοιους κινδύνους να αναζητήσουν καταφύγιο στα εδάφη μιας γειτονικής πόλης, μαζί με κινητά υπάρχοντα, π.χ. κοπάδια (Müller 1975). Η ατελής εισαγωγή και επανεξαγωγή επιτρέπεται με τη συνθήκη αυτή. Η αναφορά στους “καρπούς” των εισαχθέντων δείχνει ότι πρόκειται κυρίως για κοπάδια ζώων που ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους στους βοσκοτόπους στην εσχατιά των πόλεων (Chaniotis 1999α: 200). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξαίρεση που γίνεται για αγαθά εισαχθέντα προς φύλαξη από τη θαλάσσια οδό (επομένως με πλοία), τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν∙ εδώ η καταβολή δασμών επιβάλλεται. Πρόκειται μάλλον για λάφυρα από πειρατικές επιδρομές –πολύτιμα αντικείμενα και δούλους (Müller 1975: 150 σημ. 74).
7) Επινομία (στ. 27-30)
Η διάταξη αυτή δεν αφορά την ευκαιριακή χρήση βοσκοτόπων στα εδάφη του εταίρου της συνθήκης, αλλά το φαινόμενο των χειμαδιών, της περιοδικής μετακίνησης κοπαδιών σε βοσκοτόπους με διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (για το φαινόμενο των χειμαδιών στην αρχαία Κρήτη βλ. Chaniotis 1999α: 198-205 και γενικά στην αρχαιότητα βλ. Waldherr 2001: 331-357· Arnold – Greenfield 2006· για επιγραφικές μαρτυρίες περί βοσκής και κτηνοτροφίας βλ. Chandezon 2003). Οι Ιεραπύτνιοι χρειάζονταν τους βοσκοτόπους στην ορεινή Πριανσό για τους θερινούς μήνες και αντίστροφα οι Πριάνσιοι χρειάζονταν για τα κοπάδια τους χειμαδιά στην πεδινή και παράκτια Ιεράπυτνα. Η χρήση των βοσκοτόπων ήταν ατελής για τους ξένους βοσκούς, ενώ αντίθετα φαίνεται ότι οι πολίτες κατέβαλλαν τέλη, που όντως μαρτυρούνται στην περίπτωση της Ιεράπυτνας (I.Cret. III, iv.1 = Chaniotis 1996: 185-190 αρ. 5).
8) Υποστήριξη πρεσβειών (στ. 30-33)
Αυτή είναι η μόνη μαρτυρία μιας τέτοιας διάταξης σε κρητικές συνθήκες, αλλά η προσφορά βοήθειας και προστασίας σε ξένους πρεσβευτές μαρτυρείται και αλλού (π.χ. I.Cret. III, iii.3 C). Το πρόστιμο για σχετική παράλειψη καταβάλλεται μόνο από τους παρόντες κόσμους (οι επίδαμοι). Οι πολύπλευρες υποχρεώσεις των κόσμων, κυρίως οι στρατιωτικές, επέβαλλαν τη συχνή απουσία τους∙ ορισμένοι κόσμοι (ίσως τα μισά μέλη του δεκαμελούς συμβουλίου) έπρεπε όμως να είναι παρόντες στην πόλη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό εξηγεί γιατί ο αριθμός των κόσμων ποικίλλει στις επιγραφές (5-10 ονόματα)· φαίνεται ότι ορισμένες φορές αναγράφονται μόνο τα ονόματα των επιδάμων κόσμων (Chaniotis 1996: 260-261 με παραδείγματα).
9) Πρόσκληση των ξένων κόσμων (στ. 34-38)
Η αμοιβαία πρόσκληση των ξένων κόσμων και των πολιτών (βλ. παράγρ. 10) ανήκει στα μέτρα για την εδραίωση της φιλίας δύο κρητικών πόλεων∙ αποτελεί ιδιαιτερότητα των κρητικών διακρατικών συνθηκών. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ανάλογες διατάξεις και σε άλλες συνθήκες (Chaniotis 1996: 130-133), οι ξένοι κόσμοι προσκαλούνταν σε δείπνο στην έδρα των αρχόντων (πρυτανείον), στη συνέλευση του λαού είχαν ιδιαίτερες τιμητικές θέσεις μαζί με τους τοπικούς κόσμους και φορούσαν ιδιαίτερο ένδυμα με τα διακριτικά του αξιώματός τους. Στόχος της διάταξης αυτής ήταν η απόλυτη εξομοίωση ντόπιων και ξένων κόσμων στο τελετουργικό επίπεδο, ως έκφραση της στενής σύνδεσης των εταίρων.
10) Αμοιβαία συμμετοχή σε γιορτές (στ. 38-40)
Σε άλλες κρητικές συνθήκες οι πολίτες του εταίρου καλούνται στις τοπικές γιορτές (Chaniotis 1996: 133). Αν και εδώ δεν γίνεται λόγος για πρόσκληση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πολίτες των δύο πόλεων προσκαλούνταν αμοιβαίως στις σημαντικότερες γιορτές. Η αναφορά στην πρόσκληση των ξένων πολιτών στα ανδρεία, τα κτήρια στα οποία γίνονταν τα συσσίτια, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει ότι το σύστημα των συσσιτίων συνεχιζόταν στην Κρήτη ως και τα ελληνιστικά χρόνια (για τα ανδρεία βλ. Lavrencic 1988· για τα συσσίτια βλ. Link 1991: 119-121· Chaniotis 1999β: 193-194).
11) Ανάγνωση της συνθήκης (στ. 40-47)
Μια από τις συνηθέστερες συμβατικές υποχρεώσεις των εταίρων στις κρητικές συνθήκες είναι η ετήσια ανάγνωση της συνθήκης. Αποσκοπούσε στην υπενθύμιση των διατάξεων και την εδραίωση της συνεργασίας, κάτι αναγκαίο αν λάβουμε υπόψη τους συχνούς πολέμους που μετέτρεπαν τον παλιό σύμμαχο σε εχθρό –και αντιστρόφως (Chaniotis 1996: 125-126). Υπεύθυνοι για την ανάγνωση, που λάμβανε χώρα σε σημαντικές γιορτές, ήταν οι κόσμοι, οι οποίοι είχαν επίσης την υποχρέωση να προσκαλέσουν εκπροσώπους της άλλης πόλης στην τελετή. Στην Ιεράπυτνα και την Πριανσό η ανάγνωση πραγματοποιούνταν στη γιορτή Ὑπερβώια, γιορτή του Δία. Στην Κρήτη ο Δίας θεωρούνταν προστάτης των νέων και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος για την επιλογή αυτής της γιορτής, η οποία μάλλον σχετίζεται με την υποδοχή των εφήβων στο σώμα των πολιτών (για τα Ὑπερβώια και τη σχέση τους με τους εφήβους βλ. Brelich 1961: 72· Willetts 1962: 239· Leitao 1995: 136). Στη Λύττο η αντίστοιχη γιορτή, στην οποία γινόταν η ανάγνωση των συνθηκών, ήταν τα Περιβλημαία (I.Cret. III, xix.1 = Chaniotis 1996: 208-213 αρ. 11), κατά την οποία οι έφηβοι αντάλλαζαν το εφηβικό ένδυμα με εκείνο του πολίτη-πολεμιστή, στη Λατώ ήταν η επίσης εφηβική γιορτή Θεοδαίσια (Chaniotis 1996: 125-126 με σημ. 766-767). Η ανάγνωση της συνθήκης παρουσία των εφήβων πληροφορούσε τους νέους πολίτες για τις υποχρεώσεις της πόλης τους απέναντι σε φίλους και συμμάχους (Μέριμνα για την εξοικείωση των εφήβων με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της πόλης εμφανίζεται και σε γιορτές μη κρητικών πόλεων, π.χ. στην Τέω, SEG XLI 1003 ΙΙ C/D στ. 38-44).
12) Νομικά μέτρα για την περίπτωση παράβασης της συνθήκης (στ. 47-53)
Η προστασία των διατάξεων της συνθήκης αποτελούσε υποχρέωση κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης, και όχι μόνο το άμεσο θύμα της παράβασης, είχε δικαίωμα να εγείρει κατηγορίες κατά ιδιωτών ή αξιωματούχων που δεν τηρούσαν τη συνθήκη, εισπράττοντας το ένα τρίτο του προτεινόμενου προστίμου. Αυτό το δικαίωμα (στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως εισαγγελία) μαρτυρείται συχνά σε κρητικές συνθήκες, σε σχέση με αδικήματα κατά του συνόλου της κοινότητας (Chaniotis 1996: 147-148).
13) Διανομή των λαφύρων (στ. 53-58)
Στην ελληνιστική εποχή πολλές κρητικές πόλεις συμμετείχαν σε επιδρομές με στόχο τη λαφυραγωγία· θύματά τους ήταν κυρίως τα νησιά του Αιγαίου και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, αλλά πραγματοποιούνταν και χερσαίες επιδρομές στα εδάφη γειτονικών πόλεων (Brulé 1978· Petropoulou 1985· Chaniotis 2005: 118-119). Οι κρητικές συνθήκες συχνά περιέχουν ρυθμίσεις για τη διανομή των λαφύρων (βλ. π.χ. Chaniotis 1996: αρ. 93-94· γενικά για τη διανομή λαφύρων βλ. Pritchett 1991: 363-389· Ducrey 1999: 258-267.). Στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αναφορά σε λάφυρα από θαλάσσιες και χερσαίες επιδρομές, που θα πραγματοποιούνταν είτε από κοινού από τις δύο πόλεις (κοινη) –προφανώς υπό τη διοίκηση των αξιωματούχων των πόλεων– είτε από μεικτές μονάδες αποτελούμενες από πολίτες και των δύο πόλεων στρατολογημένους με ιδιωτική πρωτοβουλία (ιδία). Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πρακτική, τα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο. Πρώτα προσδιοριζόταν το ποσοστό των λαφύρων που αναλογούσε σε κάθε πόλη. Αυτό γινόταν με βάση τον αριθμό των ανδρών από κάθε πόλη που είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή. Ένα δέκατο (δεκάται) από τα λάφυρα που αντιστοιχούσαν σε κάθε πόλη παραχωρούνταν στην πόλη –ένα είδος φορολογίας– και αποτελούσαν μέρος των δημοσίων εσόδων. Τα υπόλοιπα λάφυρα διανέμονταν με κλήρο στους πολεμιστές.
14-17) Δικονομικές διατάξεις (στ. 58-74)
Ένα μεγάλο τμήμα της συνθήκης ασχολείται με δικονομικά θέματα, των οποίων η ερμηνεία είναι δύσκολη δεδομένου ότι πολλές λεπτομέρειες ρυθμίζονταν από παλαιότερες συμβάσεις ή επρόκειτο να ρυθμιστούν στο μέλλον (βλ. στ. 59, 61, 65, 67-68, 70-71). Σύμφωνα με την ερμηνεία που ακολουθείται εδώ (πρβλ. Chaniotis 1996: 134-147, 261-263· Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010) η συνθήκη αναφέρεται στις εξής διαφορετικές διαδικασίες:
α) Κοινοδίκιον
Για το κοινοδίκιον, που μαρτυρείται σε αρκετές επιγραφές, έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: 1) δικαστήριο του Κοινού τών Κρηταιέων, μιας συμμαχίας κρητικών πόλεων (για το Κοινό των Κρηταιέων βλ. πιο πρόσφατα Chaniotis 2015), που επέλυε αντιδικίες μεταξύ πόλεων και μεταξύ ενός πολίτη και μιας ξένης πόλης (Gauthier 1972: 316-325), και 2) κοινό δικαστήριο δύο πόλεων για επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών τους (van Effenterre 1948: 146-147· πρβλ. Chaniotis 1996: 142-143· Ager 1996: 298). Μια αδημοσίευτη ακόμα επιγραφή, χωρίς να λύνει απόλυτα το πρόβλημα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του Ph. Gauthier ότι ήταν δικαστήριο του Κοινού των Κρηταιέων, με τη διαφορά ότι ήταν αρμόδιο όχι μόνο για αντιδικίες μεταξύ πόλεων, αλλά και για διαφορές μεταξύ ιδιωτών από διαφορετικές πόλεις (Chaniotis 1999β· Chaniotis – Kritzas 2010). Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη σύνθεσή του· ίσως αποτελούνταν από δικαστές διαφόρων πόλεων, ίσως από αντιπροσώπους όλων των συμμάχων. Το κοινοδίκιο δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα, ίσως το 222 π.Χ., όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα (επαν)ίδρυσαν το Κοινό των Κρηταιέων. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή είχε αναστείλει τη λειτουργία του, μάλλον ως συνέπεια του Λυττίου πολέμου, όταν οι δύο ηγεμονικές δυνάμεις του Κοινού, η Γόρτυνα και η Κνωσός, διέκοψαν τη συνεργασία τους∙ επανιδρύθηκε το αργότερο το 184 π.Χ. (Πολύβιος 22.15.4). Η συνθήκη αυτή ασχολείται με το ζήτημα της επίλυσης των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ της Ιεράπυτνας και της Πριανσού και μεταξύ των πολιτών τους, τώρα που το κοινοδίκιο δεν λειτουργούσε πλέον. Το ζήτημα αυτό ανατίθεται στους κόσμους, οι οποίοι ως το τέλος της θητείας τους θα πρέπει να προσδιορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. δικαστήριο μιας τρίτης πόλης, ή ίσως ένα κοινό δικαστήριο κλπ.).
β) Πρόδικος
Οι αρμοδιότητες του προδίκου καθορίζονταν σε ένα έγγραφο του Κοινού τών Κρηταιέων, το διάγραμμα, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται (Chaniotis 1996: 137-141). Όπως συνάγεται από διάφορες αναφορές του σε επιγραφές, περιείχε μεταξύ άλλων κατάλογο αδικημάτων και τα προβλεπόμενα πρόστιμα (π.χ. Chaniotis 1996: 225-231 αρ. 18 στ. 36-38· Chaniotis – Kritzas 2010: 176) και προέβλεπε δύο τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών: ανάθεση της διαφοράς πρώτα σε επιδιαιτησία (προδίκωι χρήσθων), πριν από την παραπομπή σε δίκη, ή απευθείας παραπομπή σε δίκη (δίκα απρόδικος καπάρβολος εν κοινοδικίωι). Αυτό που αμφισβητείται έντονα στη σχετική έρευνα είναι αν οι αντίδικοι είναι πόλεις (Gauthier 1972: 318, 321-322, 324) ή ιδιώτες, πολίτες διαφορετικών πόλεων (Chaniotis 1996: 138-141). Γενικά στην ελληνική αρχαιότητα δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών με διαιτησία (σύλλυσις) και όχι με δίκη.
γ) Ξένο δικαστήριο
Οι υποθέσεις που ο πρόδικος δεν ήταν σε θέση να λύσει με διαιτησία παραπέμπονται σε ένα δικαστήριον αποτελούμενο από πολίτες τρίτης πόλης, την οποία καθόριζαν εκ νέου κάθε χρονιά από κοινού οι κόσμοι των δύο εταίρων. Η λέξη επικριτήριον μάλλον προσδιορίζει την απόφαση των ξένων δικαστών. Οι κόσμοι προσδιόριζαν μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας τους τους εγγυητές, που εγγυώνταν την τήρηση της διαδικασίας και την αποδοχή του αποτελέσματος της δίκης. Οι δίκες έπρεπε να διεξαχθούν πριν από τη λήξη του έτους. Οι λεπτομέρειες καθορίζονταν σε μια άλλη νομική σύμβαση (σύμβολον).
18) Τροποποίηση της συνθήκης (στ. 74-77)
Οι αρχαίες ελληνικές συνθήκες κατά κανόνα επιτρέπουν τροποποιήσεις (αλλαγές, διαγραφές και προσθήκες), υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν και οι δύο εταίροι. Δεν είναι γνωστό αν οι τροποποιήσεις υπόκεινταν στην έγκριση της εκκλησίας και αν επικυρώνονταν με όρκο (Chaniotis 1996: 81-82).
19) Αναγραφή (στ. 77-83)
Η αναγραφή της συνθήκης σε λίθο και η δημοσίευσή της είναι επιβεβλημένη. Συχνά η δημοσίευση γινόταν σε δύο αντίγραφα, ένα σε κάθε πόλη, συνήθως σε κάποιο σημαντικό ιερό, μερικές φορές και σε τρίτο τόπο (Chaniotis 1996: 77-81). Αυτό το αντίγραφο χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, και από τη στήλη γινόταν η ανάγνωση του κειμένου (βλ. στ. 40-41). Μάλιστα στη συνθήκη αυτή (στ. 6) η λέξη στήλη χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της συνθήκης. Όπου σώζονται δύο ή περισσότερα αντίγραφα μιας συνθήκης, διαπιστώνονται μικροδιαφορές στη διατύπωση (Chaniotis 1996: 79 και SEG LIII 942· για αποκλίσεις μεταξύ αντιγράφων βλ. επίσης Ε1).
Αγαθός θεός. Για καλή τύχη και σωτηρία. Στη μεν Ιεράπυτνα κατά τη θητεία των κόσμων [ανώτατων αξιωματούχων] (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Ενίπαντα, τον γιο του Ερμαίου, τον μήνα Ιμάλιο· στη δε Πριανσό κατά τη θητεία των κόσμων (που άσκησαν το αξίωμά τους) μαζί με τον Νέωνα, τον γιο (στ. 5) του Χιμάρου, τον μήνα Δρομείο. Τα παρακάτω συμφώνησαν και επικύρωσαν από κοινού οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι, παραμένοντας πιστοί στις προϋπάρχουσες στήλες (έγγραφες συμβάσεις), (συγκεκριμένα) και σε εκείνη που υπάρχει ξεχωριστά μεταξύ των Γορτυνίων και των Ιεραπυτνίων και σε εκείνη που υπάρχει από κοινού μεταξύ Γορτυνίων, Ιεραπυτνίων και Πριανσίων, και στη φιλία και τη συμμαχία (στ. 10) και τους όρκους που έχουν δοθεί σε αυτές τις πόλεις, επίσης αναγνωρίζοντας τα εδάφη που είχαν και κατείχαν όταν συμφώνησαν τη συνθήκη για όλα τα χρόνια. Οι Ιεραπύτνιοι και οι Πριάνσιοι να έχουν αμοιβαίως το δικαίωμα της ισοπολιτείας (της απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων) και το δικαίωμα της επιγαμίας (της σύναψης νόμιμων γάμων) και το δικαίωμα της εγκτήσεως (της απόκτησης έγγειας ιδιοκτησίας) και συμμετοχή σε όλα τα θεία και τα ανθρώπινα, (στ. 15) όσοι αποτελούν μέλη φυλών σε κάθε πόλη∙ (να έχουν επίσης) και το δικαίωμα να πουλούν και να αγοράζουν και να δανείζουν και να δανείζονται και να πραγματοποιούν όλες τις άλλες συναλλαγές σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Ο Ιεραπύτνιος (πολίτης) να έχει το δικαίωμα να σπέρνει (καλλιεργεί γη) στα εδάφη των Πριανσίων και ο Πριάνσιος (στ. 20) στα εδάφη των Ιεραπυτνίων, καταβάλλοντας τα τέλη όπως και οι άλλοι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Αν ένας Ιεραπύτνιος φέρει προς φύλαξη κάτι στην Πριανσό ή κάποιος Πριάνσιος στην Ιεράπυτνα, να είναι απαλλαγμένος από τέλη κατά την εισαγωγή και εξαγωγή και των ίδιων των αντικειμένων ιδιοκτησίας και των καρπών τους, είτε γίνεται (η εισαγωγή/εξαγωγή) από τη χερσαία οδό (στ. 25) είτε από τη θάλασσα. Αν πουλήσει κάτι από αυτά που έφερε προς φύλαξη από τη θάλασσα, τότε να πληρώσει τα τέλη σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κανείς χρησιμοποιεί βοσκοτόπους, να μην καταβάλλει τέλη. Αλλά αν προκαλέσει ζημιές, αυτός που προκάλεσε τις ζημιές να πληρώσει τα πρόστιμα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στην κάθε πόλη. (στ. 30) Αν κάποια πρεσβεία έχει ανάγκη μεταφορικών μέσων, οι Ιεραπύτνιοι κόσμοι να τα διαθέτουν στους Πριανσίους και οι Πριάνσιοι κόσμοι στους Ιεραπυτνίους. Αν δεν τα διαθέσουν, να πληρώσουν όσοι κόσμοι είναι παρόντες στην πόλη δέκα στατήρες στην πρεσβεία. Οι κόσμοι των Ιεραπυτνίων να έρχονται στην Πριανσό στην (στ. 35) έδρα των αρχόντων και να κάθονται (να έχουν τιμητικές θέσεις) με τους κόσμους στην εκκλησία∙ το ίδιο και οι κόσμοι των Πριανσίων να έρχονται στην Ιεράπυτνα στην έδρα των αρχόντων και να κάθονται με τους κόσμους στην εκκλησία. Στη γιορτή των Ηραίων και στις άλλες γιορτές όσοι (πολίτες) τυχαίνει να βρεθούν στην (ξένη) πόλη να έρχονται στο ανδρείο (στ. 40) όπως και οι άλλοι πολίτες. Κάθε χρονιά οι εκάστοτε κόσμοι να διαβάζουν στην κάθε πόλη τη στήλη (με τη συνθήκη) στη γιορτή Υπερβώια και να προσκαλούν στην ανάγνωση οι μεν τους δε, δέκα μέρες πριν από την ημέρα που πρόκειται να τη διαβάσουν. Αν δεν τη διαβάσουν ή δεν προσκαλέσουν, (στ. 45) οι υπαίτιοι να πληρώσουν εκατό στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Αν κανείς, είτε κόσμος είτε ιδιώτης, αδικεί καταστρέφοντας όσα έχουν συνομολογηθεί από κοινού, έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να εγείρει κατηγορία εναντίον του στο κοινό (στ. 50) δικαστήριο προτείνοντας εγγράφως τη χρηματική ποινή αναλόγως με το αδίκημα στο οποίο θα έχει υποπέσει. Και αν νικήσει στη δίκη, ο κατήγορος θα εισπράξει το ένα τρίτο της χρηματικής ποινής, ενώ το υπόλοιπο θα ανήκει στις πόλεις. Αν με τη θέληση των θεών πάρουμε κάτι καλό (λάφυρα) από τους εχθρούς, είτε σε κοινή εκστρατεία είτε σε εκστρατεία που θα πραγματοποιήσουν ιδιωτικά κάποιοι (στ. 55) από τις δύο πόλεις, είτε σε γη είτε σε θάλασσα, να μοιράσουν ο καθένας χωριστά τα λάφυρα με κλήρο ανάλογα με τους άντρες που θα έχουν συμμετάσχει, και ο καθένας χωριστά να φέρει το δέκατο μέρος στη δική του πόλη. Για όσα αδικήματα έγιναν σε κάθε πόλη από τότε που έπαψε να λειτουργεί το κοινοδίκιον, (στ. 60) οι κόσμοι που ασκούν τα καθήκοντά τους με τον Ενίπαντα και τον Νέωνα να πραγματοποιήσουν τη διεξαγωγή των δικών σε όποιο δικαστήριο θα αποφασίσουν από κοινού οι δύο πόλεις, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καθορίζοντας τους σχετικούς εγγυητές μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα στηθεί η στήλη. Για όσα αδικήματα διαπραχθούν στο μέλλον (στ. 65) να χρησιμοποιήσουν πρόδικο, όπως προβλέπει το διάγραμμα. Σχετικά με το δικαστήριο, οι κόσμοι που αναλαμβάνουν κάθε χρονιά καθήκοντα να ορίζουν με κοινή απόφαση των δύο πόλεων μια τρίτη πόλη (διαιτητή), από την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση, και να ορίζουν εγγυητές μέσα σε δίμηνο από την ανάληψη των καθηκόντων τους· (στ. 70) και να πραγματοποιούν αυτά (τη δίκη) κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με τη συνθήκη διαιτησίας (σύμβολον) την οποία συμφώνησαν από κοινού. Αν οι κόσμοι δεν πράξουν σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα εδώ, να πληρώσει ο καθένας τους πενήντα στατήρες, οι μεν Ιεραπύτνιοι κόσμοι στην πόλη των Πριανσίων, οι δε Πριάνσιοι κόσμοι στην πόλη των Ιεραπυτνίων. Εάν (στ. 75) και οι δύο πόλεις αποφασίσουν μετά από διαβουλεύσεις για το κοινό συμφέρον να βελτιώσουν (τη συνθήκη), να ισχύει αυτό που θα βελτιώσουν. Οι κόσμοι που έχουν αναλάβει καθήκοντα στις δύο πόλεις να στήσουν τις στήλες κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι μεν Ιεραπύτνιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος, οι δε (στ. 80) Πριάνσιοι στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος. Όποιοι δεν στήσουν τις στήλες, όπως είναι γραμμένο εδώ, να πληρώσουν τα ίδια πρόστιμα που γράφονται και σχετικά με τα ζητήματα δικαίου.
Ὥρωι Ἁρυώτου [λαογρ(άφω)] Βακ(χιάδος) καὶ Απύνχ(ει) | |
Ὀννώφρεως καὶ το(ίς) άλλ(οις) πρεσβ(υτέροις) | |
παρὰ Πετεύρε(ως) τού Ὥ̣ρ̣ο̣(υ) τών απὸ | |
κώμης Βακ(χιάδος). υπάρχ(ει) [μοι] εν τη κώμη | |
5 | (ήμισυ καὶ τέταρτον) μέρος ο[ι]κ(ίας) εν ᾧ καταγείνομ(αι) καὶ απο- |
γρά(φομαι) εμαυτόν τε καὶ [τ]οὺς εμοὺς | |
εις τὴ(ν) τού διεληλ(υθότος) θ̣ έ̣τ̣ο̣υ̣ς̣ Αυτοκράτορ(ος) | |
Καίσαρος Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού) | |
απογρα(φήν). | |
10 | ειμεὶ δέ Πετεύρις Ὥρ[ο(υ)] το(ύ) Ὥρο(υ) |
μη(τρὸς) Εριεύς τή(ς) Μενχείους δημ(όσιος) | |
γεωργ(ὸς) (ετών) λ άση(μος) | |
καὶ τὴν γυ(ναίκα) Ταπεί̣ν̣η̣(ν) [τὴ(ν) Α]π̣κ̣όι(τος) (ετών) κε | |
καὶ τοὺς ομοπατρίο(υς) κα[ὶ] ομομητρίο(υς) | |
15 | αδελφο(ὺς) Ὧρο(ν) (ετών) κ |
καὶ Ὡρίωνο άλλο(ν) (ετών) ζ. | |
υπάρχ(ει) δέ καὶ τώι αδελφώι τὸ λ̣ο̣ιπ(όν) (τέταρτον) μέ(ρος) | |
τή(ς) προκ(ειμένης) οικ(ίας) καὶ αυλ(ής) εν ᾧ καταγει(νόμεθα). | |
Πετεύρις ο προγεγραμμένος επιδέδω(κα) | |
20 | καὶ ομνύω Αυτοκράτορα Καίσαρα |
Δομιτιανὸν Σεβαστὸν Γερμανικὸν | |
α̣λ̣η̣θ̣ή̣ είναι τὰ προγ(εγραμμένα) καὶ μηδέ(ν) | |
διε̣ψεύσθα<ι>. έγραψεν Αφροδ(ίσιος) γραμ(ματεὺς) | |
τή(ς) κώμης μὴ ειδό̣το̣ς γράμματα | |
25 | (έτους) δεκάτου Αυτοκράτο̣ρ̣̣ος Καίσαρος |
Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού), Παχ(ὼν) ιε. |
Ο Πετεύρις από την κώμη Βακχιάδα στέλνει αυτήν την απογραφή εκ μέρους του εαυτού του και της οικογένειάς του στους αρμόδιους αξιωματούχους της κώμης του (στ. 1-4). Δίνει πρώτα λεπτομέρειες της ταυτότητάς του και της κατοικίας του (στ. 10-12) και ύστερα προσθέτει όσους ακόμη κατοικούν και απογράφονται στη συγκεκριμένη κατοικία, τον βαθμό συγγένειας, την ηλικία και την περιουσία τους, με γενική τάση να αναφέρει πρώτα τους στενότερους συγγενείς (στ. 13-18). Τέκνα φαίνεται να μην υπάρχουν, καθώς θα ήταν αναμενόμενο να αναφερθούν. Ακολουθούν ο συνήθης όρκος (στ. 20-23), η υπογραφή του ατόμου που συνέταξε το έγγραφο (στ. 23-24), και η ημερομηνία κατάθεσής του (στ. 25-26).
Στο τέλος του κειμένου (στ. 23-24) μαθαίνουμε ότι την απογραφή έγραψε ο Αφροδίσιος, ο γραμματεὺς τής κώμης. Ο κωμογραμματέας, υπάλληλος του κωμάρχη, ήταν διοικητικός υπάλληλος στο επίπεδο της κώμης (για την κώμη βλ. παρακ.). Στο παρόν κείμενο ο ρόλος του κωμογραμματέα είναι να συντάξει το έγγραφο εκ μέρους του Πετεύρεως, ο οποίος είναι αναλφάβητος. Το φαινόμενο αυτό απαντά εξαιρετικά συχνά στους παπύρους, και τον ρόλο του γραφέα μπορούν να αναλαμβάνουν όχι μόνο κρατικοί υπάλληλοι, αλλά και συγγενείς και γνωστοί (βλ. Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Στο παρόν έγγραφο διασώζεται το όνομα αλλά όχι και ο τίτλος του παραλήπτη. Στην πρώτη έκδοση (P.Mich. III) ο Boak εξηγεί ότι ο αναμενόμενος παραλήπτης θα ήταν ο κωμογραμματέας. Καθώς όμως στην προκείμενη περίπτωση ο κωμογραμματέας είναι εκείνος που συνέταξε το κείμενο της απογραφής, ο Boak επιλέγει να συμπληρώσει στον στ. 1 το αξίωμα του λαογράφου, ο οποίος επίσης συχνά εμφανίζεται ως παραλήπτης απογραφών. Οι λαογράφοι σχετίζονταν σίγουρα με τη λαογραφία, τον φόρο που πλήρωναν όλοι οι άνδρες μεταξύ 14 και 60 ετών (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι Ρωμαίοι πολίτες, καθώς και οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και της Αντινοόπολης). Λειτουργούσαν είτε μόνοι τους είτε κατά ομάδες, που έφταναν ως και τα έξι άτομα σε κάθε κώμη ή άμφοδο πόλης. Οι περισσότεροι ιστορικοί αμφιβάλλουν, ωστόσο, ότι οι λαογράφοι ασχολούνταν προσωπικά με την είσπραξη του φόρου, αφού γι’ αυτήν ήταν υπεύθυνοι οι πράκτορες (Mertens 1958: 80-83). Λαογράφοι απαντούν στα κείμενα από το πρώτο μισό του 1ου ως και το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Η πρώτη ένδειξη ότι η θέση αποτελούσε πια υποχρεωτική λειτουργία, υπηρεσία δηλαδή που οι πιο εύποροι αναλάμβαναν σαν έμμεση φορολογία, απαντά το 201 μ.Χ. (Lewis 1997β: 35· Drecoll 1997: 196, 279).
Οι πρεσβύτεροι (στ. 2) απαντούν από την πτολεμαïκή εποχή και ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Από το 118 μ.Χ. ή και νωρίτερα άρχισαν να αποτελούν υποχρεωτική λειτουργία. Δραστηριοποιούνταν στο επίπεδο την κώμης και υπηρετούσαν μέχρι ένα χρόνο (Lewis 1997β: 43· Drecoll 1997: 29, 201, 279). Η αρμοδιότητά τους σταδιακά εντοπίστηκε στον χώρο της οικονομικής διοίκησης (για τους πρεσβυτέρους γενικότερα βλ. Tomsin 1952).
Η οικογένεια που απογράφεται εδώ είναι γνωστή από διάφορα έγγραφα, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν αρχείο (Smolders 2013). Πρόκειται για τουλάχιστον είκοσι τρία έγγραφα, μεταξύ των οποίων έχουν βρεθεί και δύο ακόμη απογραφές, αυτές του 103 και του 117 μ.Χ. (Bagnall – Frier 1994: 192, 200). Το γενεαλογικό της δέντρο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα το οποίο παρατίθεται στον τρίτο τόμο των παπύρων του Μίσιγκαν, είναι το εξής:
Βελλής (;) Πετεύρις Ι (;)
| |
Κατοίτης Ωρος Ι Μεγχής
| | |
Ωρος Ωρος ΙΙ = Εριεύς Χαρίτων
| ___________________________ |
| | | | |
| Πετεύρις ΙΙ = Ταπείνη | Ὠρίων Ι = Θενατύμις
|________________ | |
| | Ωρος V
Ταπεκύσις = Ωρος ΙΙΙ
_______ |_________
| |
Ωρος ΙV Ὠρίων ΙΙ
Η οικογένεια δηλώνει ως τόπο κατοικίας την κώμη Βακχιάδα. Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε περίπου σαράντα διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, ο μεγαλύτερος νομός, χωριζόταν πρώτα σε μερίδας, και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες. Η Βακχιάς βρισκόταν στην Ηρακλείδου μερίδα του Αρσινοΐτη νομού.
O Πετεύρις, που απογράφει τον εαυτό του και την οικογένεια του, είναι δημόσιος γεωργός. Οι δημόσιοι γεωργοί ήταν μικροκαλλιεργητές που νοίκιαζαν χωράφια από το κράτος σε σταθερές τιμές. Συνήθως έπαιρναν δάνεια σπόρου από τις αρμόδιες αρχές του χωριού τους και πλήρωναν το ενοίκιο του χωραφιού σε χρήμα ή σε είδος ανάλογα με την καλλιέργεια (Rowlandson 1996: 223-224).
O Πετεύρις περιγράφει τον εαυτό του ως άσημον. Σε επίσημα έγγραφα, όπου η πιστοποίηση της ταυτότητας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, περιλαμβάνονταν εκτός από το όνομα, πατρώνυμο κλπ., και αναφορά φυσικών χαρακτηριστικών, όπως ουλές και χρώμα του δέρματος. Άσημος, δηλαδή μη σημαδεμένος, είναι εκείνος που δεν έχει προφανή χαρακτηριστικά που να ξεχωρίζουν (βλ. Hübsch 1968).
Ο Πετεύρις είναι ιδιοκτήτης των τριών τετάρτων του σπιτιού μέσα στο οποίο κατοικούν ο ίδιος, η γυναίκα του, και τα δύο του αδέλφια. Στον ένα αδελφό του ανήκει το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Η κατακερμάτιση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως γης και κατοικιών, ήταν πολύ χαρακτηριστική στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, και οφειλόταν στη διανομή της περιουσίας στα τέκνα. Το μέγεθος του σπιτιού δεν είναι κάτι που αναφέρεται στις απογραφές (αφού η αναφορά σε σπίτια έχει, όπως είπαμε, στόχο να ορίσει τον τόπο κατοικίας και όχι να δηλώσει περιουσιακά στοιχεία) και, όπως δείχνουν οι σχετικές ανασκαφές, υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα μεγέθη. Τα σπίτια είχαν ενίοτε περισσότερους από έναν ορόφους, και πολλές φορές υπόγειο. Τα περισσότερα ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο μέχρι και σε τρείς τοίχους, αλλά όλα είχαν πρόσβαση σε αυλή (Alston 2002: 52-58· Husson 1983: 45-54, 191-206).
Στον Ώρο, γιο του Αρυώτη, λαογράφο της Βακχιάδας και στον Απύγχη, γιο του Οννώφρη, και στους άλλους πρεσβύτερους, από τον Πετεύρι, γιο του Ώρου, έναν από αυτούς που κατοικούν στην κώμη Βακχιάδα. Στην κώμη (Βακχιάδα) μου ανήκουν (στ. 5) τα τρία τέταρτα ενός σπιτιού, στο οποίο κατοικώ και απογράφω τον εαυτό μου και τους δικούς μου κατά την απογραφή του περασμένου ενάτου έτους του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού. (στ. 10) Εγώ είμαι ο Πετεύρις, γιος του Ώρου και της Εριέως του Μενχείους, εγγονός του Ώρου, δημόσιος γεωργός, τριάντα ετών, ασημάδευτος· και (απογράφω) τη γυναίκα μου την Ταπείνη, κόρη του Απκόιτος, εικοσιπέντε ετών· και τους αδελφούς μου, από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, (στ. 15) Ώρο, είκοσι ετών, και τον άλλο, τον Ωρίωνα, επτά ετών. Στον αδελφό μου ανήκει το υπόλοιπο τέταρτο του εν λόγω σπιτιού και της αυλής στο οποίο κατοικούμε. Ο προαναφερθείς Πετεύρις κατέθεσα την απογραφή (στ. 20) και ορκίζομαι στο όνομα του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού ότι τα προγεγραμμένα είναι αληθή και ότι τίποτε δεν δηλώθηκε ψευδώς. (Το κείμενο της απογραφής) έγραψε ο Αφροδίσιος, γραμματέας της κώμης, γιατί ο Πετεύρις δεν ξέρει γράμματα. (στ. 25) Έτος δέκατο του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού, 15 Παχών.
Γραμματέως συνέδρων Φιλοξενίδα τού επὶ Θεοδώ̣[ρου] | |
δόγμα· | |
Επεὶ Πόπλιος Kορνήλιος Σκειπίων ο ταμίας καὶ αντιστράταγος ανυ- | |
περβλήτω χρώμενος ευνοία τα εις τὸν Σεβαστὸν καὶ τὸν οίκον αυ- | |
5 | τού πάντα μίαν τε μεγίσταν καὶ τιμιωτάταν ευχὰν πεποιημένος, |
εις άπαν αβλαβή τούτον φυλάσσεσθαι, ὡς απὸ τών καθ’ έκαστον εαυτού | |
επιδείκνυται έργων, ετέλεσε μέν τὰ Kαισάρεια μηδέν μήτε δαπάνας | |
μήτε φιλοτιμίας ενλείπων μηδέ τας υπέρ ταν διὰ τού Σεβαστού θυσιαν | |
ευχαριστίας ποτὶ τοὺς θεοὺς άμα καὶ τὰς πλείστας τών κατὰ τὰν επα- ρχείαν πό- | |
10 | λεων σὺν εαυτω τὸ αυτὸ τούτο ποιείν κατασκευασάμενος· επιγνοὺς δέ καὶ Γάιον |
τὸν υιὸν τού Σεβαστού τὸν υπέρ τας ανθρώπων πάντων σωτηρίας τοίς βαρβάροις μα- | |
χόμενον υγιαίνειν τε καὶ κινδύνους εκφυγόντα αντιτετιμωρήσθαι τοὺς πολε- | |
μίους, υπερχαρὴς ὢν επὶ ταίς αρίσταις ανγελίαις, στεφαναφορείν τε πάντοις δι- | |
έταξε καὶ θύειν, απράγμονας όντας καὶ αταράχους, αυτός τε βουθυτών περὶ | |
15 | τας Γαΐου σωτηρίας καὶ θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις, ὡς έριν μέν γείνε- |
σθαι τὰ γενόμενα τών γεγονότων, τὸ δέ σεμνὸν αυτού δι’ ίσου φυλαχ- θήμεν, εφιλο- | |
τιμήθη δέ καὶ διαλιπὼν απὸ ταν Kαίσαρος αμεραν αμέρας δύο τὰν αρχὰν ταν | |
υπέρ Γαΐου θυσιαν ποιήσασθαι απὸ τας αμέρας εν ᾇ τὸ πρώτον ύπατος απεδεί- | |
χθη· διετάξατο δέ αμίν καὶ καθ’ έκαστον ενιαυτὸν τὰν αμέραν ταύταν
μετὰ |
|
20 | θυσιαν καὶ στεφαναφορίας διάγειν όσοις δυνάμεθα ιλαρώτατα καὶ [. . . . .]τατα, |
έδοξε τοίς συνέδροις πρὸ δέκα πέντε καλανδών [- – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] |
Ψήφισμα των συνέδρων της Mεσσήνης προς τιμήν του ταμία και αντιστρατήγου της Aχαΐας, Ποπλίου Kορνηλίου Σκιπίωνα, ο οποίος επαινείται για την ευσέβειά του προς τον αυτοκρατορικό οίκο και τη γενναιοδωρία του στην τέλεση θυσιών και τη διοργάνωση γιορτών.
Στο προοίμιο του ψηφίσματος αναφέρονται ως χρονολογικό στοιχείο δύο αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης: o γραμματέας των συνέδρων Φιλοξενίδας και ο άρχων Θεόδωρος. Tο συνέδριον (βουλή) αποτέλεσε τον σημαντικότερο πολιτικό θεσμό της Mεσσήνης, ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ελληνιστικής περιόδου.
Ένας ακόμη αξιωματούχος που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και ανήκει όχι στην τοπική αλλά στην κεντρική ρωμαϊκή διοίκηση, είναι ο τιμώμενος Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων (Eck 1974: 109). Kατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (2/1 π.X.-3/4 μ.X.), ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων ήταν ταμίας καὶ αντιστράτηγος (στ. 3) της επαρχίας Aχαΐας, τίτλος που αποδίδει τον αντίστοιχο λατινικό του quaestor pro praetore. Oι quaestores ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία συγκλητικοί που ξεκινούσαν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum) στη Pώμη, επιφορτισμένοι κατά κανόνα με οικονομικά θέματα. O Σκιπίων, ο οποίος φέρει παράλληλα τον τίτλο του αντιστρατήγου στο κείμενο της Mεσσήνης, φαίνεται ότι αντικατέστησε τον ίδιο τον διοικητή της Aχαΐας στα καθήκοντά του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί (μάλλον ασθένεια ή θάνατος).
O Σκιπίων τιμάται από την πόλη της Mεσσήνης, επειδή τέλεσε τα Kαισάρεια με προσφορά θυσιών στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκρατορικού οίκου (στ. 7-9) και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από την Aνατολή (στ. 10-15) και παρότρυνε πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο (στ. 9-10). Tα Kαισάρεια ή Σεβάστεια (Σεβαστά) ήταν γιορτές και αγώνες προς τιμήν του εκάστοτε αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ήδη από την αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση της αυτοκρατορικής λατρείας. H αυτοκρατορική λατρεία αποτέλεσε τον ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ρωμαϊκής κυριαρχίας από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και επικοινωνίας τους με την κεντρική εξουσία. Υπήρξε αναμφισβήτητα η σημαντικότερη έκφραση της νομιμοφροσύνης τους, αλλά και αφορμή για την απολαβή ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους των αυτοκρατόρων (Price 1984· Gradel – Karanastassis 2004· Kantiréa 2007α).
Δύο ημέρες μετά τα Καισάρεια, ο Σκιπίων πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε γιορτή για την επέτειο της ανάληψης του υπατικού αξιώματος από τον Γάιο Kαίσαρα (στ. 16-19). Ο διοικητής διέταξε τους Mεσσηνίους να εξακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια να εορτάζουν τις μέρες αυτές με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με προσφορά θυσιών και στεφανηφορία (στ. 19-20).
Τόσο στη γιορτή προς τιμήν του Aυγούστου όσο και στη γιορτή για την επέτειο ανάληψης της υπατείας από τον Γάιο Kαίσαρα οι συμμετέχοντες έπρεπε να φέρουν στεφάνια (στ. 13, 20) και να θυσιάζουν χωρίς να ασχολούνται με άλλα πράγματα και όντας απερίσπαστοι (στ. 14: απράγμονας όντας καὶ αταράχους), πρόβλεψη που σχετίζεται με αποχή από εργασίες και δικαστήρια κατά τη διάρκεια της γιορτής (για την αργία που συνοδεύει τις ελληνικές γιορτές, βλ. Chaniotis 1995: 148).
Tα θεάματα με τα οποία τελείωναν οι αρχαίες γιορτές ήταν αγώνες γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί. Aυτά που πρόσφερε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων (στ. 15: θέαις επεδαψιλεύσατο ποικίλαις) είναι πιθανόν να συνδέθηκαν με τις ετήσιες γιορτές προς τιμήν του Δία Iθωμάτα (Ιθωμαία), οι οποίες περιελάμβαναν κυρίως μουσικούς αγώνες (Παυσανίας 4.33.1-2· IG V 1, 1467-1469).
Η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι βρέθηκε in situ στον χώρο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλων διαστάσεων διμερές οικοδόμημα, κτισμένο συμμετρικά εκατέρωθεν της μνημειώδους κλίμακας στα βόρεια του Aσκληπιείου, η οποία οδηγούσε στην αγορά της πόλης. Πρόκειται προφανώς για το Καισαρείο/Σεβαστείο και συμπίπτει με το σημείο στο οποίο βρέθηκε χτισμένη και η δική μας επιγραφή. H κατασκευή του Kαισαρείου κατά την εποχή του Aυγούστου πρόσθεσε στο Ασκληπιείο, που ήταν ήδη ένα αρχιτεκτονικό σύνολο πολιτικού χαρακτήρα, ένα οικοδόμημα που αντιπροσώπευε τη νέα τάξη πραγμάτων.
Όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας επί (άρχοντος) Θεοδώρου. Ψήφισμα. Eπειδή ο Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων, ο ταμίας και αντιστράτηγος, επέδειξε ανυπέρβλητη εύνοια προς τον Σεβαστό και όλο τον οίκο του (στ. 5) και έκανε μια και μοναδική προσευχή, τη μέγιστη και σημαντικότερη, να παραμένει πάντοτε αυτός (ο οίκος) αβλαβής, όπως το αποδεικνύει με κάθε του πράξη, και τέλεσε τα Kαισάρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα ούτε σε δαπάνες ούτε σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις ούτε τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς για τον Σεβαστό, και συγχρόνως ετοίμασε τις περισσότερες από τις πόλεις της επαρχίας (στ. 10) να πράξουν το ίδιο μαζί του∙ όταν έμαθε ότι ο Γάιος (Kαίσαρας), ο γιος του Σεβαστού, ο οποίος πολεμούσε τους βαρβάρους για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ήταν υγιής και, έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους, τιμώρησε τους εχθρούς, υπερβολικά χαρούμενος για τις πολύ ευχάριστες ειδήσεις διέταξε όλους να φορούν στεφάνια και να θυσιάζουν απαλλαγμένοι από ασχολίες και απερίσπαστοι, και ο ίδιος θυσίασε βόδια (στ. 15) για τη σωτηρία του Γαΐου (Kαίσαρα) και πρόσφερε ποικίλα θεάματα, ώστε αυτά που έγιναν τότε να ξεπερνούν αυτά που είχαν γίνει (στο παρελθόν), και (φρόντισε) εξίσου να διαφυλαχθεί η ευσέβεια∙ αφού άφησε (να περάσουν) δύο ημέρες από τις ημέρες που ήταν αφιερωμένες στον Kαίσαρα, φρόντισε να αρχίσει τις θυσίες για τον Γάιο την ημέρα που αναδείχθηκε ύπατος για πρώτη φορά και μας διέταξε κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα να τη γιορτάζουμε με (στ. 20) θυσίες και στεφανηφορία, όσο μπορούμε περισσότερο εύθυμα και . . . Aποφάσισαν οι σύνεδροι στις (…) πριν από τις 15 Καλένδες (του μηνός) . . .