Τιβερίωι Κλαυδίωι
Κουιρείναι
Μενεκράτει ιατρώι
Καισάρων καὶ ιδίας
5 λογικής εναργούς
ιατρικής κτίστηι εν
βιβλίοις ρνϛ δι’ ων
ετειμήθη υπὸ τών εν-
λογίμων πόλεων ψηφίσ-
10 μασιν εντελέσι, οι γνώριμοι
τώι εαυτών αιρεσιάρχηι τὸ ηρώον.

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Μενεκράτης υπήρξε, σύμφωνα με τον A. Stein, γιατρός των αυτοκρατόρων Τιβερίου, Καλιγούλα, και Κλαυδίου. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του από τον Σερβίλιο Δαμοκράτη, επίσης αυτοκρατορικό γιατρό, ο οποίος είχε γιατρέψει την κόρη του υπάτου του 35 μ.Χ., Μάρκου Σερβιλίου Νωνιανού (PIR2 C 937). Σύμφωνα με τον Γαληνό, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο, αυτοκράτωρ ολογράμματος, εξηγώντας: αυτοκράτωρ μέν, επειδὴ τούτω προσπεφώνηται, δηλαδή επειδή ο Μενεκράτης το αφιέρωσε σε κάποιον αυτοκράτορα (Γαλ. 13.995).

Ο Νουμιδός γιατρός, Καίλιος Αυρηλιανός, τον αναφέρει ως Menecrates Zeophletensis, όμως δεν είναι γνωστή ως τώρα καμία πόλη ή περιοχή με το όνομα Zeophleta (Cael. Aurel. Morb. Chron. 1.4.140). Σύμφωνα με τον J. Benedum, πιθανώς καταγόταν από τη Λυδία και ταυτιζόταν με τον ομώνυμο Λύδιο γιατρό, Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τον οποίο τίμησε μια άγνωστη πόλη (πιθανώς η πατρίδα του), μεταξύ άλλων ως μ[έγαν(?)] ι̣ατρὸν καὶ φιλ[όσο]φον, ήρωα, λογ[ιστήν(?)] (TAM V,1 650). Σε αυτό ίσως συνηγορεί και η αναφορά του στην επιτύμβια επιγραφή του στη Ρώμη ως ιδρυτή μιας δογματικής και εμπειρικής σχολής της ιατρικής (ιδίας λογικής εναργούς ιατρικής), την οποία περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία. Εξάλλου, πολλοί γιατροί οι οποίοι εντάχθηκαν στην Κυρίνα φυλή και εργάσθηκαν στη Ρώμη, όπως ο Μενεκράτης, κατάγονταν από τη Μ. Ασία (Benedum 1978).

O Μενεκράτης ετειμήθη υπὸ τών ενλογίμων πόλεων ψηφίσμασιν εντελέσι. Οι σημαντικές εκείνες πόλεις δεν είναι γνωστές, ούτε τα ψηφίσματά τους, τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη δικαιώματα (LSJ «εντελής» II). Όμως, εφόσον ταυτιζόταν με τον Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τιμήθηκε τουλάχιστον από μια άγνωστη πόλη της Λυδίας, όπου εκλέχθηκε λογ[ιστής(?)], στρατηγός, γ[υμνα]σίαρχος, πρύτ[ανις], και [α]γωνοθέτ[ης] (Benedum 1978· Kaplan 1990: 88-89. Για τη βιβλιογραφία βλ. Samama 2003: 511, σημ. 21) Ένας άλλος συνάδελφος του Μενεκράτη, ο γιατρός του Αυγούστου, Μάρκος Αρτώριος, τιμήθηκε στην Αθήνα (IG II² 4116), ενώ τίμησε τον αυτοκράτορα στη Δήλο (I.Délos 1589). Άλλοι γιατροί των Ιουλίων-Κλαυδίων αυτοκρατόρων τιμήθηκαν στις πατρίδες τους, όπως ο προαναφερθείς Σερβίλιος Δαμοκράτης (Blaundos 330,16), ο γιατρός και απελεύθερος των Κλαυδίων, Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος (Magnesia 89), και ο γιατρός του Κλαυδίου, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, του οποίου η περίπτωση μελετήθηκε στο παρελθόν (Herzog 1922: 216-247· Buraselis 2000: 66-110). Επομένως, η τίμηση των αυτοκρατορικών γιατρών ήταν συνηθισμένη. Οι μαθητές του Μενεκράτη τόνισαν ότι οι πόλεις οι οποίες τον τίμησαν ήταν σημαντικές, όπως και τα δικαιώματα τα οποία του παραχώρησαν.

Οι Έλληνες γιατροί οι οποίοι εργάζονταν στη Ρώμη απολάμβαναν προνομιακού καθεστώτος ήδη από την εποχή του Ασκληπιάδη του Βιθυνού (Rawson 1982· Polito 1999). Ο Ιούλιος Καίσαρ προσείλκυσε στην πρωτεύουσα τους γιατρούς και τους δασκάλους των ελευθερίων τεχνών, απονέμοντάς τους τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα (Suet. Iul. 42.1). Ο αυτοκράτορας Αύγουστος διατήρησε τα προνόμιά τους, ενώ στη διάρκεια ενός λιμού απομάκρυνε από τη Ρώμη όλους τους ξένους, εκτός από τους γιατρούς, τους δασκάλους, όπως και ορισμένους δούλους των ρωμαϊκών οικογενειών (Suet. Aug. 42.3.). Άλλωστε, ο αυτοκράτορας υπήρξε γενναιόδωρος προς τους γιατρούς του, οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του Μενεκράτη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία του Th. Mommsen, ο Αύγουστος απέδωσε στρατιωτικές τιμές στον προαναφερθέντα, Μάρκο Αρτώριο, ο οποίος τον έσωσε στη μάχη των Φιλίππων, ενώ ο γιος του, Αρτώριος Γέμινος, ίσως υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συγκλητικούς (CIL 6.31767 και σελ. 3157-3158, σημ. 4). Παράλληλα, ο αυτοκράτορας τίμησε τον Αντώνιο Μούσα, μαθητή του προαναφερθέντος Ασκληπιάδη, ο οποίος τον γιάτρεψε το 23 π.Χ. από μια σοβαρότατη ασθένεια με μια αντισυμβατική θεραπεία (ψυχρολουσίαι καὶ ψυχροποσίαι). Οι τιμές εκείνες ήταν ανάλογες του ευεργετήματος προς τον αυτοκράτορα, αλλά και προς τον ρωμαϊκό κόσμο, καθώς τις επικύρωσε και προσαύξησε η σύγκλητος. Μεταξύ άλλων, και η φορολογική ατέλεια στον ίδιο και τους ομοτέχνους του γιατρούς, στους συγχρόνους και τους μελλοντικούς (Suet. Aug. 59· Κάσ. Δ. 53.30.3· [Acro] ad Hor. Epist. 1.15.3).

Στον Τιβέριο Κλαύδιο Μενεκράτη, μέλος της ρωμαϊκής φυλής Κυρίνα, γιατρό των αυτοκρατόρων και (στ. 5) ιδρυτή ιατρικού συστήματος της εναργούς λογικής, το οποίο περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία, και για τα οποία τιμήθηκε από φημισμένες πόλεις με ψηφίσματα (στ. 10) τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι μαθητές του, τιμής ένεκεν στον αρχηγό της ιατρικής τους αίρεσης, έστησαν το προκείμενο ηρώο.

Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου]
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω]
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου-
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά-
5 τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία
Αρτέμεινι τη θυγατρί
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae)
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]-
10 riae Artemini coiugi carissim[ae]
et Iulio Iuliano equiti Romanọ
filio suo et Iuliae Artemini filiae.

Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.

 

Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή

Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.

Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.

Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius,  <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).

 

Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη

Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.

 

Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia

Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή  (IG X 2.1, 384).

Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.

Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.

Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.