– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –
[- – – – – – – – ? μέ εξε̂μεν καταλ]-
ύ̣εσθαι [τὸ]ν̣ πόλεμον ḥι̣στ̣ι̣αι̣έ̣-
ας χορὶς Θεβαίον· hαγεμονία-
ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣
4 κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν.
                              vacat

Το ιστορικό πλαίσιο της συνθήκης

α) Πιθανές περίοδοι χρονολόγησης της συνθήκης. Η πρόταση των εκδοτών αυτής

Συνδυάζοντας κανείς τα επιγραφικά με τα ιστορικά δεδομένα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα από τα παρακάτω γεγονότα: 1) με την προσχώρηση όλης της Εύβοιας, συνεπώς και της Ιστιαίας, στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 394 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης 14.82.1· Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.17, 4.3.15· id. Αγησίλαος 2.6· για τον Κορινθιακό πόλεμο, βλ. Buckler 2003: 75-128· Fornis 2008)· 2) με ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Σπαρτιάτη αρμοστήν Αλκέτα και σε Θηβαίους, το χειμώνα του έτους 377/376 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Αλκέτας, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της Ιστιαίας-Ωρεού, του αστικού κέντρου των Ιστιαιέων, αιχμαλώτισε δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις κατά την επιστροφή τους από τις Παγασές, όπου είχαν πάει για να αγοράσουν σίτο, και φυλάκισε το πλήρωμά τους στην ακρόπολη. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι, όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη, οι Ιστιαιείς αποστάτησαν από τους Σπαρτιάτες και η σπαρτιατική φρουρά απομακρύνθηκε (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.56-57)· με την ένταξη της Ιστιαίας, όπως και όλης της Εύβοιας, στο θηβαϊκό στρατόπεδο μετά τη μάχη στα Λεύκτρα και την παραμονή τους σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο [370/369 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 6.5.23· id. Αγησίλαος 2.24· μάχη της Μαντινείας [362 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 7.5.4· Διόδωρος Σικ. 15.85.2, 6· 15.87.3· πρβλ. ibid. 15.84.4).

Οι εκδότες του σωζόμενου τμήματος της συνθήκης εξέφρασαν την άποψη ότι αυτή θα ταίριαζε περισσότερο ως επακόλουθο των γεγονότων του 377/376 π.Χ. καθώς, πέρα από την ύπαρξη κατάλληλου ιστορικού πλαισίου, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκέστερα η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και η αναφορά σε Θηβαίους και όχι σε Βοιωτούς (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 245-246, 248-249, 250). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι ο πόλεμος ο οποίος μαρτυρείται στους στ. 1 και 3 είναι ο λεγόμενος Βοιωτικός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Βοιωτών κατά τα έτη 378-371 π.Χ. (Διόδωρος Σικ. 15.25.1, 28.5· βλ. και Munn 1993· Buckler 2003: 232-295).

Η πρότασή τους έγινε αποδεκτή από αρκετούς σύγχρονους μελετητές (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170 [με σχετική επιφύλαξη]· BE 2014: αρ. 245· BE 2016: αρ. 129-130· Mackil 2013: 69 σημ. 33· De Luna στο De Luna – Zizza – Curnis 2016: 302· βλ. και Papazarkadas 2016β: 133-134). Σύμφωνα με τον D. Knoepfler (BE 2013: αρ. 170), η συμμαχία θα πρέπει να ακυρώθηκε αυτόματα με την είσοδο της Ιστιαίας στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, το 375 π.Χ.

Οι εκδότες της επιγραφής δεν απέκλεισαν ωστόσο κατηγορηματικά τη χρονολόγησή της μετά τη μάχη των Λεύκτρων, κυρίως λόγω της χρήσης του όρου ηγεμονία ή, ακριβέστερα, του διαλεκτικού τύπου hαγεμονία (στ. 2-3), ο οποίος παραπέμπει εύλογα στη Θηβαϊκή ηγεμονία των ετών 371-362 π.Χ. –σημειωτέον ότι εδώ έχουμε μάλλον την πρωιμότερη επιγραφική μαρτυρία του όρου (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 246-249). Θεώρησαν, όμως, πιθανότερο, ελλείψει περαιτέρω στοιχείων, ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή ο όρος hαγεμονία δεν θα πρέπει να δηλώνει τίποτε περισσότερο από την υπεροχή των Θηβαίων έναντι των Ιστιαιέων.

 

β) hαγεμονίαν… κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν: η πρόταση για χρονολόγηση της συνθήκης την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η πιθανή σύνδεσή της με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα

Κατά την άποψή μας, η τελευταία πρόταση της συνθήκης, hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4), συνιστά σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγησή της. Η πρόταση αυτή σημαίνει κυριολεκτικά την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τους Ιστιαιείς (πρβλ. Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.42· 2.2.20· 5.3.26). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται να υποδηλώνει ταυτόχρονα την πολιτική κυριαρχία των Θηβαίων ή τις φιλοδοξίες τους για πολιτική επικράτηση τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαπίστωση ότι ρήτρες με ανάλογο περιεχόμενο είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας (πρβλ. SEG XXVI 461 [SEG XLIX 392· SEG LI 449· συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αιτωλούς Ερξαδιείς, τέλη 6ου αι. π.Χ. – 388 π.Χ. [;]] στ. 4-7 [βλ. πρόσφατα Antonetti 2017· Antonetti – De Vido 2017: αρ. 29]). Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση, σε συνδυασμό με την παραπάνω διαπίστωση, είναι η πρόβλεψη για ανάληψη της ηγεμονίας του πολέμου στη θάλασσα από μία κατεξοχήν χερσαία δύναμη, όπως ήταν η Θήβα και, εν γένει, η Βοιωτία. Καλούμαστε, επομένως, να διερευνήσουμε αν στις περιόδους κατά τις οποίες διασταυρώθηκαν οι δρόμοι των Ιστιαιέων και των Θηβαίων, δηλαδή το 394, το 377/376, καθώς και μετά το 371 π.Χ., συνέτρεχαν οι λόγοι εκείνοι, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας.

Οι Βοιωτοί διέθεταν στόλο, πιθανώς όχι ιδιαίτερα αξιόλογου μεγέθους, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε όμως δε δρούσαν ανεξάρτητα αλλά ακολουθούσαν τους Λακεδαιμονίους στις ναυτικές επιχειρήσεις (Θουκυδίδης 8.3.2, 8.5.2, 8.106.3· Διόδωρος Σικελιώτης 13.98.4, 13.99.6· F.Delphes III 1: 52· για το στόλο των Θηβαίων εν γένει, βλ. Carrata Thomes 1952: 13-18· πριν από τη Θηβαϊκή ηγεμονία: Salmon 1953: 358-360· Buckler 1980: 163 και 308 σημ. 27).

Στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 395 π.Χ., οι Θηβαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, τους παραχώρησαν την ηγεμονία στην αντι-σπαρτιατική συμμαχία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.7-15, ιδίως 14). Αυτή η διάθεση “υποταγής” των Θηβαίων στους Αθηναίους, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το ύφος της επιγραφής.

Το 377/376 π.Χ., στο επεισόδιο ανάμεσα στους Θηβαίους και τον Αλκέτα ενεπλάκησαν δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις. Αυτές όμως δε συμμετείχαν σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είχαν επιστρατευτεί για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι των Παγασών. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι Θηβαίοι δεν είχαν λόγο να διεξάγουν πόλεμο στη θάλασσα· απεναντίας, στο πλαίσιο του Βοιωτικού πολέμου, κύριο μέλημά τους ήταν η αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων στην χώραν τους, σε χερσαίο δηλαδή έδαφος. Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, αν όχι και σε στρατιωτικό, δε θα πρέπει να ήταν ακόμη σε θέση να αξιώνουν ηγετικό ρόλο ούτε στην ξηρά, καθώς το επεισόδιο στην Ιστίαια-Ωρεό προηγήθηκε της ανάκτησης από αυτούς το 375 π.Χ. των γειτονικών βοιωτικών πόλεων (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.63· πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης 15.38.4) καθώς και της νίκης τους κατά των Λακεδαιμονίων στην Τεγύρα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.37.1-2, 15.81.2· Πλούταρχος, Πελοπίδας 16-17· επίσης Buckler 1995· Sprawski 2004. Σύμφωνα με τον Έφορο [Διόδωρος Σικ. 15.37.2· πρβλ. id. 15.39.1], τότε διεφάνησαν για πρώτη φορά οι δυνατότητες των Θηβαίων να αγωνιστούν για την ηγεμονία της Ελλάδος). Όσον αφορά στην ανάληψη από τους Θηβαίους της ηγεμονίας στη θάλασσα, έστω και υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής ηγεσίας σε ναυτικές επιχειρήσεις, αυτή θα αποτελούσε μάλλον παράδοξο την εποχή εκείνη. Υπενθυμίζεται ότι το 377/376 π.Χ. οι Θηβαίοι, σε αντίθεση με τους Ιστιαιείς, συμμετείχαν ήδη στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, και μια σειρά από μαρτυρίες καθόλη τη διάρκεια της συμμετοχής τους σε αυτή, φανερώνουν την “εξάρτησή” τους από το αθηναϊκό πολεμικό ναυτικό (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.62-63· 6.2.1, 6.4.3· [Δημοσθένης,] Κατὰ Τιμοθέου [49] 14-21, 48-54· IG II2 1607 A στ. 49-50, Β στ. 155-158). Πώς μπορούσε επομένως ένα μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, το οποίο δε δρούσε ανεξάρτητα από τους Αθηναίους σε ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να αξιώνει την ηγεμονία του πολέμου στη θάλασσα από μία πόλιν η οποία δεν ανήκε στη Συμμαχία;

Η έκβαση της μάχης στα Λεύκτρα εγκαινίασε την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας (371-362 π.Χ.). Το 367 π.Χ., οι Θηβαίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Το θέρος του έτους αυτού, συνεχώς βουλευόμενοι Θηβαίοι όπως άν τὴν ηγεμονίαν λάβοιεν τής Ελλάδος (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33), απέστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Κοινής Ειρήνης (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33-38· Πλούταρχος, Πελοπίδας 30· id. Αρταξέρξης 22.4-6· επίσης Bearzot 2011). Στην περσική αυλή ο Πελοπίδας αξίωσε την απόσυρση του αθηναϊκού στόλου από την ενεργό δράση (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.36: Αθηναίους ανέλκειν τὰς ναύς), προφανώς για να κατορθώσουν οι Θηβαίοι να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της Ελλάδος, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί ενόσω οι Αθηναίοι κρατούσαν τα σκήπτρα στη θάλασσα. Η αξίωση έγινε αποδεκτή από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β΄, προφανώς λόγω της ανησυχίας του για την αυξανόμενη παρουσία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, αλλά απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους Αθηναίους (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.37).

Από χωρίο του Διοδώρου (15.78.4-79.2) πληροφορούμαστε ότι το έτος 364/363 π.Χ. εγκαινιάστηκε το ναυτικό πρόγραμμα των Θηβαίων, κατόπιν εισήγησης του Επαμεινώνδα (Buckler 1980: 160-175· Roesch 1984· Stylianou 1998: 493-497· van Wijk 2020). Αναλυτικότερα, μαρτυρείται ότι ο σπουδαίος αυτός άνδρας προέτρεψε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν ηγεμονίας. Στην εισήγησή του, η οποία αναφέρεται ως προϊόν μακράς σπουδής (διελθὼν λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον), παρουσίασε το εγχείρημα αυτό ως συμφέρον και εφικτό, διατεινόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ευκολότερο για εκείνους οι οποίοι ήταν ήδη κυρίαρχοι στην ξηρά, να κυριαρχήσουν και στη θάλασσα. Με αυτό και πολλά ακόμη επιχειρήματα, έπεισε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν αρχής (Διόδωρος Σικελιώτης 15.78.4). Αμέσως οι Θηβαίοι ψήφισαν υπέρ της ναυπήγησης εκατό (100) τριήρων. Αποφάσισαν επίσης να παρακινήσουν τους Ροδίους, τους Χίους και τους Βυζαντίους να τους βοηθήσουν στα σχέδιά τους. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στις προαναφερθείσες πόλεις –ο πλους του χρονολογείται από τον Διόδωρο επίσης στο έτος 364/363 π.Χ. Αφού κατόρθωσε να προκαλέσει δέος στον Αθηναίο στρατηγό Λάχητα –αυτός είχε αποσταλεί με αξιόλογο στόλο προκειμένου να παρεμποδίσει τους Θηβαίους– και να τον αναγκάσει να αποπλεύσει, ιδίας τὰς πόλεις τοίς Θηβαίοις εποίησεν (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.1). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι αν ο Επαμεινώνδας είχε ζήσει περισσότερο, οι Θηβαίοι θα είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν, πέρα από την ηγεμονία στην ξηρά, και την ηγεμονία στη θάλασσα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.2: τη κατὰ γήν ηγεμονία καὶ τὴν τής θαλάττης αρχὴν προσεκτήσαντο· πρβλ. όμως Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1).

Το ταξίδι του Επαμεινώνδα επιβεβαιώνεται τόσο από άλλες φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες και χρονολογείται συνήθως το 364 ή, σπανιότερα, το 363/362 π.Χ. από τους σύγχρονους μελετητές μελετητές (Ισοκράτης, Πρὸς Φίλιππον [5] 53· Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1· Marcus Julianus Justinus, Epitome Historiarum Philippicarum Trogi Pompeii 16.4.3-4· βλ. επίσης IG VII 2408 [Θήβα, 364/363 π.Χ.]: ψήφισμα προξενίας του Βοιωτικού κοινού για πολίτη του Βυζαντίου· ed. pr. Blümel 1994: 157-158 πίν. 17: ψήφισμα προξενίας των Κνιδίων για τον Επαμεινώνδα. Για τη χρονολόγησή του ταξιδιού το 364 π.Χ. και τους λόγους αυτής, βλ. κυρίως Buckler 1980: 164, 169 κ.εξ. [τέλη καλοκαιριού]· το 363/362 π.Χ. και τους λόγους αυτής, Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181. Για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, βλ. Ruzicka 1998· Russell 2016). Το ζήτημα του ναυτικού προγράμματος των Θηβαίων, όμως, έχει οδηγήσει σε αντιγνωμία μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, καθώς από την αφήγηση του Διοδώρου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν αυτό υλοποιήθηκε ή όχι. Σημαντικός αριθμός μελετητών υποστηρίζει ότι αυτό υλοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό (Carrata Thomes 1952· Buckler 1980: ιδίως 160-175 και 308 σημ. 19· Hatzopoulos 1985: 253 και σημ. 70· Roesch 1984· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής θεωρείται η αναφορά του Διοδώρου στην αντίδραση του Λάχητος απέναντι στον Επαμεινώνδα η οποία ευνοεί την υπόθεση ότι ο Επαμεινώνδας έπλεε με μεγαλύτερο στόλο από τον αξιόλογου μεγέθους στόλο του Λάχητος. Επιπροσθέτως, έγινε προσπάθεια σύνδεσης ορισμένων προξενικών ψηφισμάτων του Βοιωτικού κοινού επί Θηβαϊκής ηγεμονίας με το ναυτικό πρόγραμμα (IG VII 2407 [Rhodes, Osborne, GHI αρ. 43· βλ. και Glotz 1933· Carrata Thomes 1952: 25 κ.εξ.· Roesch 1984: ιδίως 56 pace Cawkwell 1972: 272 σημ. 1· Stylianou 1998: 495]· SEG 34: 355 [κυρίως Roesch 1984: ιδίως 52-53, 57-60 pace Stylianou 1998: 495]· SEG 55: 564bis [Knoepfler 2005: 73-87· Mackil 2008· Fossey 2014: 17-19· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 258]). Η πλειονότητα των μελετητών αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις των Θηβαίων πριν από το 364 π.Χ. και γνωρίζοντας ότι για την υλοποίηση, μέρους έστω, του προγράμματος αυτού, απαιτούνταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα –υπενθυμίζεται ότι ο Διόδωρος τοποθετεί την ψήφιση του προγράμματος και το ταξίδι του Επαμεινώνδα στο ίδιο έτος–, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό εγκαινιάστηκε το 367/366 ή το 366/365 π.Χ. –ορισμένοι τοποθετούν την αφετηρία του ακόμη νωρίτερα–, πιθανώς με περσική χρηματοδότηση και με την εισαγωγή σημαντικού μέρους της ναυπηγήσιμης ξυλείας από τη Μακεδονία, τον κατεξοχήν τόπο παραγωγής υψηλής ποιότητας ναυπηγήσιμης ξυλείας (Carrata Thomes 1952: 22-24· Hammond – Griffith 1979: 185-188· Buckler 1980: 155, 160-161, 163· Roesch 1984: 52-53, 54, 58, 57-60· Hatzopoulos 1985· Borza 1987: 46 και σημ. 59· Mackil 2008: 181-185· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Ορισμένοι, πάλι, τοποθετούν τη ναυπήγηση του στόλου το 364 π.Χ. και το ταξίδι του Επαμεινώνδα το 363/362 π.Χ. (Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181). Υπάρχει, όμως, και σημαντική μερίδα ιστορικών οι οποίοι εκφράζουν την άποψη ότι ο στόλος αυτός δε ναυπηγήθηκε ποτέ. Αυτοί υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Διόδωρο, ότι τόσο η ψήφιση του ναυτικού προγράμματος όσο και το ταξίδι του Επαμεινώνδα έλαβαν χώρα το 364 π.Χ., και ότι τη δύναμη με την οποία έπλευσε ο Επαμεινώνδας δε συνιστούσε ο πρόσφατα εγκριθείς προς ναυπήγηση στόλος, αλλά προϋπάρχων μικρότερος στόλος (Cawkwell 1972: 270-275· Ruzicka 1998: 61 και σημ. 8· Stylianou 1998: 494-496: Διόδωρος Σικ. 79.1· Russell 2016: 67 και 186 σημ. 2· van Wijk 2020)· πρβλ. Schachter 2014). Προκειμένου, μάλιστα, να εξηγηθεί η αντίδραση του Λάχητος, έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτός αποχώρησε για πολιτικούς και όχι για στρατιωτικούς λόγους και ότι η αντίδραση αυτή δεν υπονοεί κάτι για το μέγεθος του στόλου του Επαμεινώνδα (Cawkwell 1972: 271· βλ. και Ruzicka 1998: 61 σημ. 8).

Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δε μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη. Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τόσο η αδυναμία των Θηβαίων να “αφοπλίσουν” μέσω της διπλωματίας το αθηναϊκό ναυτικό, επιτυγχάνοντας την επικύρωση της Κοινής Ειρήνης ως προστάται αυτής, όσο και οι αθηναϊκές πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον Τιμόθεο στο Αιγαίο από το 366 π.Χ. –σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών ιδρύθηκε αθηναϊκή κληρουχία στη Σάμο, το 365 π.Χ., η οποία έφερε στο νου πικρές μνήμες της Αθηναϊκής ηγεμονίας του 5ου αι. π.Χ.–, επέδρασαν πιθανώς καταλυτικά στην απόφαση των Θηβαίων να ναυπηγήσουν αξιόμαχο στόλο (βλ. σχετικά και Cawkwell 1972: 271 κ.εξ.· Buckler 1980: 160-161· πρβλ. ibid. 154-156· Russell 2016: 67). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται η απόκτηση ισχυρού βοιωτικού στόλου ως αντίβαρο του αθηναϊκού να προϋπήρχε ως σκέψη και οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μάχη των Λεύκτρων (πρβλ. Διόδωρος Σικ. 15.78.4: διελθὼν [ενν. ο Επαμεινώνδας] λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον). Σε κάθε περίπτωση, το ναυτικό πρόγραμμα δεν πρέπει να υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς δεν άφησε το αποτύπωμά του στα χρόνια που ακολούθησαν (βλ., πιο συγκεκριμένα, Cawkwell 1972: 271).

Όλα όσα προαναφέρθηκαν, μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ρήτρας hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4) σε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μόνο αν η συμμαχία αυτή τοποθετούνταν χρονικά στην εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας.

 

γ) Το ζήτημα της χρήσης του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και της αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς

Δύο είναι τα σημεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν ως προς τη χρονολόγηση επί Θηβαϊκής ηγεμονίας και στα οποία στηρίχθηκαν, ως ένα βαθμό, οι εκδότες της επιγραφής και θεώρησαν πιθανότερη τη σύναψη της συνθήκης αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ.: η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφάβητου και η αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς.

Ο χρόνος εγκατάλειψης του επιχώριου και υιοθέτησης του ιωνικού αλφάβητου στη Βοιωτία, και ιδίως στη Θήβα, αποτελεί ζήτημα το οποίο προβληματίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες τους μελετητές της περιοχής και η αλλαγή αυτή έχει συνδεθεί κατά καιρούς με συγκεκριμένα γεγονότα και έχει αναχθεί σε περιόδους κατά τις οποίες οι σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν αρμονικές: 1) στη δεκαετία του 390 π.Χ., στο πλαίσιο του Κορινθιακού πολέμου (Taillardat, Roesch 1966)· 2) στο έτος 379/378 π.Χ., τουλάχιστον στη Θήβα, ύστερα από την εκδίωξη των Σπαρτιατών από την Καδμεία (Knoepfler 1992: 423-424 αρ. 24· πρβλ. id. BE 2009: 244)· 3) περί τα έτη 379-376 π.Χ., αρχικά από τους Θηβαίους με τη στήριξη του δημοκρατικού καθεστώτος, τα οποία διαδέχθηκε μία περίοδος πειραματισμών σε όλη τη Βοιωτία (Vottéro 1996 [αν και υποστήριξε ότι για να είναι κανείς σίγουρος θα πρέπει να εντάξει την αλλαγή στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.]. Η άποψή του υιοθετήθηκε από τον N. Luraghi [2010: 83 σημ. 32, 87 σημ. 43]). Η πρόταση από τους εκδότες της για χρονολόγηση της συνθήκης που εξετάζουμε το 377/376 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα το έτος αυτό να εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα μελετητών ως terminus post quem για την υιοθέτηση της ιωνικής γραφής (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170· Papazarkadas 2016β: 135). Οι θέσεις αυτές λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για τη χρονολόγηση της υπό εξέταση συμμαχίας την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Θα πρέπει, όμως, να αναφερθεί, αφενός μεν ότι ο αριθμός των σωζόμενων σε λίθο βοιωτικών επιγραφών του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. δεν επαρκεί ώστε να αποκτήσουμε μία σαφή εικόνα για το χρόνο υιοθέτησης του ιωνικού αλφαβήτου, αφετέρου δε ότι σε νομίσματα τα οποία αποτελούν επίσημα τεκμήρια, και συγκεκριμένα στους “επώνυμους” θηβαϊκούς ή βοιωτικούς στατήρες, το επιχώριο αλφάβητο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σποραδικά έως τα μέσα της δεκαετίας του 360 π.Χ. (για τους “επώνυμους” στατήρες, βλ. Hepworth 1998· Schachter 2016). Οι νομισματικές αυτές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιχείρημα για τη στήριξη μιας άλλης άποψης που έχει διατυπωθεί από σύγχρονους μελετητές, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου αποτέλεσε σταδιακή και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία βασίστηκε, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαθεσιμότητα των χαρακτών που ήταν εξοικειωμένοι με το νέο αλφάβητο, και η οποία δεν ξεκίνησε απαραίτητα από τη Θήβα αλλά από άλλες βοιωτικές πόλεις, όπως οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν περισσότερες επαφές με την Αθήνα (βλ. σχετικά Hepworth 1989: 37-38· Schachter 2016: 44 και σημ. 13, 14, 25· επίσης Iversen 2010: 262-264 [κριτική από D. Knoepfler, BE 2012: αρ. 196], όπου, όμως, δεν γίνεται αναφορά στα νομίσματα· πρβλ. Matthaiou 2009, για τη σταδιακή υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα). Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η χρήση του επιχώριου αλφαβήτου δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τη χρονολόγηση της συμμαχίας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Άλλωστε, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκδότες της επιγραφής, «historical contextualization should take precedence over any arguments based exclusively on letter forms, important as these may be» (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 244).

Η χρήση του εθνικού Θηβαίοι αντί για το εθνικό Βοιωτοί ευνοεί τη χρονολόγηση της συνθήκης συμμαχίας αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ. καθώς παραπέμπει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σε μία περίοδο κατά την οποία το Βοιωτικό κοινό είχε διαλυθεί, κάτι που δεν ίσχυε ούτε την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, και κυρίως, ούτε της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι οι Θηβαίοι αποκλείστηκαν από την Κοινή Ειρήνη του 371 π.Χ., η οποία συνήφθη λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, επειδή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι πρέσβεις αυτών εκέλευον μεταγράφειν αντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ομωμοκότας (Ξενοφών, Ελληνικά 6.3.19). Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι επί Θηβαϊκής ηγεμονίας οι προξενίαι χορηγούνταν από το Βοιωτικό κοινό και όχι από τους Θηβαίους (για τα βοιωτικά [θηβαϊκά] ψηφίσματα προξενίας, βλ. Knoepfler 1978 (4ος αι. π.Χ.)· Fossey 2014: Part 1). Δεν θα πρέπει, όμως, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έκβαση της μάχης των Λεύκτρων εγκαινίασε ουσιαστικά την εποχή της Θηβαϊκής και όχι της Βοιωτικής ηγεμονίας. Συνθήκες συμμαχίας της εποχής εκείνης, χαραγμένες σε λίθο, δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Σε φιλολογικά κείμενα, όμως, μαρτυρείται η σύναψη συνθηκών από τους Θηβαίους και όχι από τους Βοιωτούς (βλ. αναλυτικότερα Aravantinos – Papazarkadas 2012: 249). Αν και, πιθανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι συγγραφείς γνώριζαν ότι η εξωτερική πολιτική ρυθμιζόταν από τους Θηβαίους και όχι από το σκιώδες Βοιωτικό κοινό, δε μπορεί να αποκλείσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένα από τα κείμενα αυτά αντανακλούν τη φρασεολογία των επίσημων εγγράφων. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο χωρίο του Ξενοφώντος (Ελληνικά 7.1.42), ο οποίος υπήρξε σύγχρονος της εποχής εκείνης, για τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Θηβαίων και Αχαιών, το 366 π.Χ.: Επαμεινώνδαςπιστὰ λαβὼν παρὰ τών Αχαιών ή μὴν συμμάχους έσεσθαι καὶ ακολουθήσειν όποι άν Θηβαίοι ηγώνται, ούτως απήλθεν οίκαδε.

 

Παρά τους σκοπέλους αυτούς, εμμένουμε στην άποψη ότι το σωζόμενο ενεπίγραφο τμήμα πρέπει να ανήκε σε συνθήκη συμμαχίας η οποία συνήφθη την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Οι Ιστιαιείς, όπως και οι υπόλοιποι Ευβοείς, συμμάχησαν με τους Θηβαίους πριν από την πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 370 π.Χ. Αν υποθέσει κανείς ότι το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης αυτής, τότε η ανάληψη της ηγεμονίας από τους Θηβαίους όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο από το γεγονός ότι τόσο οι ισχυροί μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα Θηβαίοι όσο και οι Ιστιαιείς δε βρίσκονταν πλέον υπό την ηγεσία του αθηναϊκού πολεμικού ναυτικού. Η ύπαρξη, ωστόσο, και πολιτικής χροιάς στη διάταξη αυτή, η οποία θα την συνέδεε με τις βλέψεις των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και, κατ’ επέκταση, με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα, ενισχύεται, κατά την άποψή μας, κυρίως από το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από ένα χωρίο του Ισοκράτους (Πρὸς Φίλιππον [5] 53), όπου γίνεται αναφορά στα πεπραγμένα των Θηβαίων μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, και το οποίο φέρει αυτομάτως στο νου τη διάταξη αυτή: … Εύβοιαν δ᾽ επόρθουν, εις Βυζάντιον δέ τριήρεις εξέπεμπον, ὡς καὶ γής καὶ θαλάττης άρξοντες (ο Russell 2016: 187 και σημ. 17 είναι ο μόνος που υπέθεσε, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση, ότι η αποσπασματικά σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων θα μπορούσε να συνδέεται με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα). Αν μπορούσε να αποδειχθεί η πολιτική διάσταση της ρήτρας, τότε θα οδηγούμαστε στις εξής υποθέσεις: 1) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης συμμαχίας που συνήφθη μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων περί το 370 π.Χ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεικνυόταν ότι οι Θηβαίοι είχαν από τότε βλέψεις, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, για θαλάσσια κυριαρχία· 2) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα μιας συνθήκης μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων η οποία υπογράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και συνδεόταν με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα. Ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προβληματίζει ιδιαίτερα λόγω της προϋπάρχουσας συνθήκης· 3) η ρήτρα συνδέεται με το εγχείρημα των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στη συμμαχία του 370 π.Χ. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ρήτρα ουσίας η οποία θα ταίριαζε καλύτερα να τοποθετηθεί πιο ψηλά στο κείμενο.

(βασισμένη στο Aravantinos – Papazarkadas 2012: 240)

(δεν θα επιτρέπεται;) στους Ιστιαιείς να εγκαταλείπουν (;) τον πόλεμο χωρίς τους Θηβαίους. Η ηγεμονία του πολέμου θα ανήκει στους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα.

1 Ξενοκράτης,
Θεόπομπος,
Μνασίλαος.
vacat
4 ανίκα τὸ Σπάρτας εκράτει δόρυ, τηνάκις είλεν
5 Ξεινοκράτης κλάρωι Ζηνὶ τροπαία φέρειν
ου τὸν απ’ Ευρώτα δείσας στόλον ουδέ Λάκαιναν
ασπίδα. “Θηβαίοι κρείσσονες εν πολέμωι”
καρύσσει Λεύκτροις νικαφόρα δουρὶ τροπαία,
ουδ’ Επαμεινώνδα δεύτεροι εδράμομεν.

Ξενοκράτης, Θεόπομπος, Μνασίλαος. Όταν το δόρυ της Σπάρτης ήταν κυρίαρχο, τότε έλαχε (στ. 5) στον Ξενοκράτη να φέρει τρόπαιο στον Δία, χωρίς να φοβηθεί τη στρατιά από τον Ευρώτα ή την ασπίδα των Λακεδαιμονίων. “Οι Θηβαίοι είναι καλύτεροι στον πόλεμο” διατυμπανίζει το τρόπαιο που κερδήθηκε από τη νίκη του δόρατος στα Λεύκτρα· ούτε από τον Επαμεινώνδα είμαστε δεύτεροι.