[θ]εοί· | |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Αιγείδος πρώτ- | |
ης πρυτανείας· τών προέδ- | |
5 | ρων επεψήφιζεν Θεόφιλο- |
ς Φηγούσιος· έδοξεν τήι β- | |
ουλεί· Αντίδοτος Απολλο- | |
δώρου Συπαλήττιος είπε- | |
ν· περὶ ων λέγουσιν οι Κιτ- | |
10 | ιείς περὶ τής ιδρύσειως |
τήι Αφροδίτηι τού ιερού, | |
εψηφίσθαι τεί βουλεί το- | |
ὺς προέδρους, οἳ άν λάχωσ- | |
ι προεδρεύειν εις τὴν πρ- | |
15 | ώτην εκκλησίαν, προσαγα- |
γείν αυτοὺς καὶ χρηματί- | |
σαι, γνώμην δέ ξυνβάλλεσ- | |
θαι τής βουλής εις τὸν δή- | |
μον, ότι δοκεί τήι βουλεί | |
20 | ακούσαντα τὸν δήμον τών |
Κιτιείων περὶ τής ιδρύσ- | |
ειως τού ιερού καὶ άλλου | |
Αθηναίων τού βουλομένο- | |
υ βουλεύσασθαι, ό τι άν αυ- | |
25 | τώι δοκεί άριστον είναι. |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Πανδιονίδος δ- | |
ευτέρας πρυτανείας· τών | |
προέδρων επεψήφιζεν Φα- | |
30 | νόστρατος Φιλαίδης· έδο- |
ξεν τώι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ- | |
υκόφρονος Βουτάδης είπ- | |
εν· περὶ ων οι ένποροι οι Κ- | |
ιτιείς έδοξαν έννομα ικ- | |
35 | ετεύειν αιτούντες τὸν δ- |
ήμον χωρίου ένκτησιν, εν | |
ωι ιδρύσονται ιερὸν Αφρ- | |
οδίτης, δεδόχθαι τώι δήμ- | |
ωι· δούναι τοίς εμπόροις | |
40 | τών Κιτιέων ένκτησιν χ[ω]- |
ρίου, εν ωι ιδρύσονται τὸ | |
ιερὸν τής Αφροδίτης, καθ- | |
άπερ καὶ οι Αιγύπτιοι τὸ | |
τής Ἴσιδος ιερὸν ίδρυντ- | |
45 | αι. |
Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.
Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων
Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).
Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ων λέγουσιν οι Κιτιείς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αιτούντες και έννομα ικετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος έγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ένποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.
Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων
Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δήμος τών Κιτιειών (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δήμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ακούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τών Κιτιείων και άλλου)· άλλωστε ο όρος δήμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκώ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).
Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ένκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γής ένκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γή, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οικία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).
Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).
Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων
Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: ει η πόλις διδοίη οικοδομησομένοις εγκεκτήσθαι οἳ άν αιτούμενοι άξιοι δοκώσιν είναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).
Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.
Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.
αναγραφεὺς Αρχέδ[ι]κος Ναυκρίτου Λαμπτ[ρεύ]ς. | |
επὶ Νεαίχμου άρχοντος επὶ τής Ερεχθη- | |
ΐδος δευτέρας πρυτανείας εί Θηρα[μ]έν- | |
ης Κηφισιεὺς εγρα[μμ]άτευε· Βοηδρ[ομ]ιώ- | |
5 | νος ενδεκ[ά]τει, [μ]ιαι καὶ τ[ρ]ιακοστεί τή- |
ς πρυτ[α]νείας· τών προέ[δρ]ω[ν] επεψήφ[ιζ]ε | |
Διόδοτος Ικαριεύ[ς]· έδ[οξ]εν [τ]ώι δήμωι· Δ- | |
ημάδη[ς] Δημέου Παιανιεὺς είπεν· όπως ά- | |
ν η αγορὰ η ε[μ] Πειραε[ί] κ[α]τασ[κε]υασθ[εί] κ- | |
10 | αὶ ομαλισθεί ὡς κάλλιστα κ[α]ὶ τὰ εν τώι |
αγορανο[μ]ίωι επι[σ]κευασθεί όσων προσ- | |
δείται άπαν[τ]α, αγαθή[ι τ]ύχηι δεδό[χ]θαι | |
τώι δήμωι τοὺς αγορανό[μ]ους τοὺς εμ Π[ε]- | |
ιραιεί επι[μ]εληθήν[α]ι απάντων τούτων, τ- | |
15 | ὸ δέ ανάλωμα είναι εις ταύτα [εκ] τού αργ- |
υρίου ού οι αγορανόμοι διαχειρίζουσ- | |
ιν· επειδὴ δέ καὶ η τών αστυνόμων επιμέ- | |
λεια προστέτακται τοίς αγορ[α]νόμοις, | |
επιμεληθήναι τοὺς αγορανόμους τών ο- | |
20 | δών τών πλατειώ[ν], ἧι η πομπὴ πορεύεται |
τώι Διὶ τώι Σωτή[ρι κα]ὶ τώι Διονύσωι, όπ- | |
ως άν ομαλισθώσιν καὶ κατασ[κ]ευασθώσ- | |
ιν ὡς βέλτιστα, τ[ὰ] δέ αν[αλ]ώματα είν[α]ι ε- | |
ις ταύτα ε[κ] το[ύ] αργυρ[ίο]υ ού ο[ι α]γορανό- | |
25 | μοι διαχειρίζουσιν. επαναγκαζόντων |
δέ καὶ τοὺς τὸν [χ]ούν κατα[βε]βληκότας ε- | |
ις τὰς οδ[ο]ὺς ταύτας [α]ναι[ρ]είν τ[ρ]όπωι ό- | |
τωι άν επίστων[τα]ι. επε[ιδὰ]ν δ’ επισκευα- | |
σθεί το[ύ] αγορανομ[ί]ο[υ ἃ ενδε]ίται καὶ τ- | |
30 | ής αγο[ρ]ας καὶ τών οδών [δι’ ων] η πομπὴ τώι |
τε Δι[ὶ] τώι [Σ]ωτήρι καὶ τώι [Διον]ύσωι πέμ- | |
πεται, τὰ λο[ι]πὰ χρήμ[ατα κατ]α[βά]λλειν α- | |
υτοὺς πρὸς [το]ὺς [αθ]λοθ[έτας κατὰ τ]ὸν νό- | |
μον. όπως δ’ άν καὶ εις τὸ[ν] λο[ιπὸ]ν χρόνον | |
35 | ὡς βέλτισ[τα] ήι [κα]τ[εσκευασμ]έ[ν]α τά τ’ εν |
τήι αγο[ρ]αι τήι εμ Π[ε]ι[ραεί] καὶ τὰ [ε]ν ταί- | |
ς οδοίς, μὴ εξείναι [μηδενὶ μήτε] χούν κα- | |
[ταβά]λλειν μήτε άλλ[ο μηδέν μήτε] κοπρώ- | |
[να . . . . ε]ν τήι αγοραι [μήτ’ εν τα]ί[ς ο]δοίς | |
40 | [μηδαμού· εὰν δέ τις] τ[ο]ύτων τι π[ο]εί, εὰμ μ- |
[έν δούλος ήι ἢ μέτοικος λ]αμ[βαν]έτω 𐅄 πλ- | |
[ηγὰς . . . . . . . .16 . . . . . . . . εὰν] δ’ [ελε]ύθερ- | |
[ος . . . . . . . . . .20 . . . . . . . . . .] EΣΛΥΤΩΙΕ . . | |
— — — — — — — — — — — —ΣΛΣΛ . . | |
45 | — — — — — — — — — — — — OΝ . . |
Με το ψήφισμα αυτό αποφασίζεται να επιμεληθούν οι αγορανόμοι εργασίες στην αγορά, στο αγορανόμιο και σε σημαντικούς δρόμους του Πειραιά (στίχοι 17-25). Ταυτόχρονα ψηφίζονται διατάξεις για την καθαριότητα αυτών των χώρων και την επιβολή προστίμων στους παραβάτες (στίχοι 25-28, 34 κ.ε.). Ορίζεται επίσης η χρηματοδότηση των έργων από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι (στίχοι 15-17, 23-25), ενώ, όσα περισσέψουν, θα διοχετευτούν στους αθλοθέτες (στίχοι 32-34), αξιωματούχους που, όσο γνωρίζουμε, ήταν υπεύθυνοι για τη μεγάλη πομπή και τους αγώνες των Παναθηναίων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 60, 1).
Η μέριμνα για τις οδούς ήταν ενίοτε συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση των πομπών των γιορτών στις οποίες παρευρίσκονταν εκτός από τους οργανωμένους σε ομάδες αξιωματούχους (για τα Θαργήλια βλ. LSCG Suppl. 1434–37 = ΕΜ 13262), μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης, αλλά και επισκέπτες. Οι δρόμοι για τους οποίους το συγκεκριμένο ψήφισμα λαμβάνει πρόνοια (αι οδοὶ αι πλατείαι) είναι οι κεντρικοί οδικοί άξονες της πόλης, εκείνοι από τους οποίους διέρχονται οι πομπές δύο σημαντικών γιορτών του Πειραιά: των Διονυσίων (πρόκειται για τα Μικρά Διονύσια που γιορτάζονταν στο συγκεκριμένο δήμο) και των Διός Σωτηρίων. Η λατρεία του Δία Σωτήρα ξεκινά από τα χρόνια των Μηδικών πολέμων και διαδίδεται ιδιαίτερα από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής (Miκalson 1998: 51-52· Parker 1996: 238-241). Ο Πειραιάς ως λιμάνι ήταν τόπος ιδιαίτερα πρόσφορος για τη λατρεία θεοτήτων που είχαν σχέση με τη σωτηρία (ναυτικών, ταξιδιωτών, μισθοφόρων), καθώς επίσης νέων ή ξένων θεοτήτων (Garland 1987: 107-111 –ειδικά για τον Δία Σωτήρα σελ. 137-138, 239-240).
Η χρονολόγηση της επιγραφής έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Λίγο νωρίτερα, το 322 π.Χ., η Αθήνα είχε υποστεί μια σημαντική πολεμική ήττα, που την οδήγησε σε απώλεια της ναυτικής της δύναμης, ενώ συγχρόνως έχασε τον Ωρωπό και τη Σάμο. Η πόλη περιήλθε στην κυριαρχία του Αντιπάτρου (όπου παρέμεινε ως το 318 π.Χ.) και στον Πειραιά εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά (Habicht 1995: 53-59). Οι επισκευές που προβλέπει το ψήφισμα στην αγορά, τα δημόσια κτίρια και τους δρόμους του Πειραιά, μπορούν να συνδεθούν με καταστροφές που ενδεχομένως είχε προκαλέσει η εγκατάσταση της μακεδονικής φρουράς. Παρότι αυτή η σύνδεση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, γεγονός είναι ότι σε μια εποχή δύσκολη η πόλη εξακολουθεί να μεριμνά για υποδομές που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τη διεξαγωγή γιορτών.
Αναγραφέας ο Αρχέδικος, (γιος) του Ναυκρίτου, από τον δήμο των Λαμπτρών. Επί άρχοντα Νεαίχμου, επί της δεύτερης πρυτανείας της Ερεχθηίδας φυλής, με γραμματέα τον Θηραμένη από τον δήμο της Κηφισιάς, την ενδεκάτη ημέρα του Βοηδρομιώνος μηνός, (στ. 5) την τριακοστή πρώτη ημέρα της πρυτανείας. Από τους προέδρους έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία ο Διόδοτος από τον δήμο Ικάριον. Απόφαση του δήμου. Ο Δημάδης, (γιος) του Δημέου, από τον δήμο της Παιανίας εισηγήθηκε. Προκειμένου να κατασκευαστεί η αγορά του Πειραιά και (στ. 10) να στρωθεί όσον το δυνατόν καλύτερα και να επισκευαστούν στο αγορανόμιο όλα όσα χρειάζεται. Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει ο δήμος οι αγορανόμοι του Πειραιά να φροντίσουν για όλα αυτά (στ. 15) και τα έξοδα για αυτά να προέλθουν από τα χρήματα που διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Επειδή δε τα καθήκοντα των αστυνόμων έχουν ανατεθεί στους αγορανόμους, να επιμεληθούν οι αγορανόμοι (στ. 20) τους πλατιούς δρόμους από όπου περνάει η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, ώστε να στρωθούν και να κατασκευαστούν όσον το δυνατόν καλύτερα. Τα έξοδα για αυτά να καλυφθούν από τα χρήματα τα οποία (στ. 25) διαχειρίζονται οι αγορανόμοι. Και να αναγκάσουν όσους έχουν ρίξει χώματα σε αυτούς τους δρόμους να τα απομακρύνουν με όποιο τρόπο τυχόν γνωρίζουν. Και, αφού επισκευαστούν όσα πρέπει από το αγορανόμιο και από την (στ. 30) αγορά και από τους δρόμους απ΄ όπου διέρχεται η πομπή η αφιερωμένη στον Δία Σωτήρα και στον Διόνυσο, να καταβάλουν οι αγορανόμοι τα χρήματα που θα περισσέψουν στους αθλοθέτες σύμφωνα με τον νόμο. Και για να βρίσκονται στο εξής (στ. 35) στην καλύτερη δυνατή κατάσταση η αγορά του Πειραιά και οι οδοί, να μην επιτρέπεται σε κανένα να ρίχνει χώματα ούτε τίποτα άλλο ούτε ακαθαρσίες πουθενά στην αγορά και στους δρόμους. (στ. 40) Εάν κάποιος κάνει κάτι από αυτά, εάν μεν είναι δούλος ή μέτοικος … να μαστιγωθεί …, εάν είναι ελεύθερος …